Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 40 / 2020    (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)


Αριθμός 40/2020

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Διονυσία Μπιτζούνη, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη (σύμφωνα με την υπ'αριθ. 194/2019 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), Γεώργιο Παπαηλιάδη, Ναυσικά Φράγκου, Βασιλική Ηλιοπούλου και Γρηγόριο Κουτσοκώστα - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Οκτωβρίου 2019, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Παππαδά (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων 1.Α. Η. του Η. και 2 Δ. Ρ. του Ν., κατοίκων ..., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Φώτιο Κουβέλη, για αναίρεση της υπ'αριθ. ΑΤ387/2019 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και oι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που περιλαμβάνονται στις από 20.6.2019 και με αριθμούς 52/20.6.2019 και 51/20.6.2019 δύο αιτήσεις αναιρέσεως, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 930/2019.
Αφού άκουσε
Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, να κηρυχθούν αθώοι οι κατηγορούμενοι, κατ'εφαρμογή του επιεικέστερου νόμου και τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι υπό κρίση από 20.6.2019, με αριθμούς 52/20.6.2019 και 51/20.6.2019, δύο αιτήσεις του ’. Η. του Η. και Δ. Ρ. του Ν., κατοίκων ..., για αναίρεση της απόφασης ΑΤ 387/2019 του δικάσαντος σε δεύτερο βαθμό Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, η οποία καταχωρίστηκε στο κατά το άρθρο 473 παρ. 3 του ΚΠοινΔ τηρούμενο ειδικό βιβλίο στις 11.6.2019 και με την οποία οι αναιρεσείοντες κηρύχθηκαν ένοχοι για την αξιόποινη πράξη της παράβασης του άρθρου 22 παρ. 1 του Ν. 2472/1997, για την οποία επιβλήθηκε σε καθένα από αυτούς ποινή φυλάκισης ενός (1) έτους, ανασταλείσα επί τριετία, και χρηματική ποινή τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα, περιέχουν δε παραδεκτούς λόγους αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠοινΔ (έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης) και, συνεπώς, είναι παραδεκτές. Με τις ως άνω αιτήσεις αναίρεσης συνεκδικάζονται, ως συναφείς, και οι επ' αυτών από 18.9.2019 πρόσθετοι λόγοι των αναιρεσειόντων, κατατεθέντες νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρο 509 εδ. α' του ΚΠοινΔ).
Από τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του ΠΚ, με την οποία ορίζεται ότι "αν από την τέλεση της πράξης ως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου", προκύπτει ότι καθιερώνεται με αυτή η αρχή της αναδρομικότητας του επιεικέστερου νόμου, που ίσχυσε από την τέλεση της πράξης μέχρι το χρόνο της αμετάκλητης εκδίκασης της υπόθεσης, προδήλως δε είναι ευμενέστερος για τον κατηγορούμενο ο μεταγενέστερος της τέλεσης της πράξης νόμος, όταν καθιστά την πράξη ανέγκλητη. Από την ανωτέρω διάταξη σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 511 εδ. δ', 514 εδ. γ' περ. β' και 518 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, συνάγεται ότι, αν μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης καταστεί ανέγκλητη η πράξη, για την οποία καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, τότε ο ’ρειος Πάγος, εφόσον η αίτηση αναίρεσης κατά της καταδικαστικής απόφασης είναι παραδεκτή, εφαρμόζει αυτεπαγγέλτως το νέο επιεικέστερο νόμο και κηρύσσει αθώο τον κατηγορούμενο, αφού δεν υπάρχει πλέον αξιόποινη πράξη, ακόμη και παρά την ερημοδικία του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου (ΟλΑΠ 3/1995). Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 22 παρ. 1 και 2 του Ν. 2472/1997: "1. Όποιoς παραλείπει να γνωστοποιήσει στην Αρχή κατά το άρθρο 6 του παρόντος νόμου τη σύσταση και λειτουργία αρχείου ή οποιαδήποτε μεταβολή στους όρους και τις προϋποθέσεις χορηγήσεως της άδειας που προβλέπεται από την παρ. 3 του άρθρου 7 του παρόντος νόμου, τιμωρείται με φυλάκιση έως τριών (3) ετών και χρηματική ποινή τουλάχιστον ενός εκατομμυρίου (1.000.000) δραχμών έως πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) δραχμών. 2. Όποιος κατά παράβαση του άρθρου 7 του παρόντος νόμου διατηρεί αρχείο χωρίς άδεια ή κατά παράβαση των όρων και προϋποθέσεων της άδειας της Αρχής, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους και χρηματική ποινή τουλάχιστον ενός εκατομμυρίου (1.000.000) δραχμών έως πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) δραχμών". Ειδικότερα, το άρθρο 6 του ως άνω νόμου αφορά στη διαδικασία γνωστοποίησης στην Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων της σύστασης και λειτουργίας αρχείου για τα απλά προσωπικά δεδομένα, ενώ το άρθρο 7 του ίδιου νόμου αφορά στους όρους και στις προϋποθέσεις για τη συλλογή και την επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων, καθώς και για την ίδρυση και λειτουργία σχετικού αρχείου, ύστερα από άδεια της εν λόγω Αρχής. Περαιτέρω, με το Γενικό Κανονισμό για την Προστασία Δεδομένων [Κανονισμό 2016/679 (ΕΕ)], που τέθηκε σε εφαρμογή από τις 25.5.2018, καταργήθηκε η γενική υποχρέωση γνωστοποίησης της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στις εποπτικές αρχές, την οποία προέβλεπε η Οδηγία 95/46/ΕΚ, η οποία είχε ενσωματωθεί στον ως άνω Ν. 2472/1997. Επιπλέον, παρασχέθηκε με αυτόν στον εθνικό νομοθέτη η εξουσιοδότηση να θεσπίσει ή να διατηρήσει περαιτέρω όρους για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ειδικών κατηγοριών (κατά το προηγούμενο καθεστώς του Ν. 2472/1997 και της Οδηγίας 95/46/ΕΚ, χαρακτηρίζονταν ως "ευαίσθητα" δεδομένα), τα οποία περιοριστικώς αναφέρονται στην παρ. 4 του άρθρου 9 αυτού, μεταξύ των οποίων και η υποχρέωση λήψης άδειας από την ως άνω Αρχή. Ήδη, με το άρθρο 84 του ισχύοντος, από την 29η.8.2019, Νόμου 4624/2019 (ΦΕΚ A' 137/29.8.2019), με το οποίο ορίζεται ότι "Ο ν. 2472/1997 "Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα", με την επιφύλαξη των ορισμών του άρθρου 2, όπου γίνεται ρητή παραπομπή σε αυτούς σε σχετική με τα προσωπικά δεδομένα νομοθεσία, του δεύτερου έως και του τελευταίου εδαφίου της περίπτωσης β του άρθρου 2 για την ανακοίνωση και δημοσιοποίηση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και του εδαφίου β της παραγράφου 2 του άρθρου 3, μόνο ως προς τα αδικήματα που περιγράφονται σε αυτό, του τρίτου έως και του τελευταίου εδαφίου της περίπτωσης β της παραγράφου 2 του άρθρου 3 του ανωτέρου νόμου για την εγκατάσταση και λειτουργία συστημάτων επιτήρησης, του άρθρου 13 παράγραφος 3, της σύστασης της Αρχής με την παράγραφο 1 του άρθρου 15, του άρθρου 18 παράγραφοι 2 και 3 και του άρθρου 21 που αφορά την επιβολή διοικητικών κυρώσεων, σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 4 του ν. 3471/2006 (Α 133), τα οποία διατηρούνται σε ισχύ, καταργείται", καταργήθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 6 και 7 του Ν. 2472/1997, κατά το μέρος που προέβλεπαν τη γνωστοποίηση στην ως άνω Αρχή και τη λήψη άδειας από αυτή για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, συνακόλουθα δε και οι αντίστοιχες ποινικές κυρώσεις του άρθρου 22 παρ. 1 και 2 του Ν. 2472/1997, ενώ δεν προβλέφθηκε η υποχρέωση για προηγούμενη γνωστοποίηση ή λήψη άδειας από την ως άνω Αρχή για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ειδικών κατηγοριών κατά το άρθρο 9 παρ. 4 του προαναφερόμενου Γενικού Κανονισμού για την Προστασία Δεδομένων και ως εκ τούτου οι σχετικές πράξεις κατέστησαν ανέγκλητες. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση ΑΤ387/2019 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι κρίθηκαν ένοχοι για την αξιόποινη πράξη της παράβασης του άρθρου 22 παρ. 1 του Ν. 2472/1997 και συγκεκριμένα για το ότι: "Στην Αθήνα, στις 8/2/2012, ο μεν πρώτος κατηγορούμενος Η. ’. ως εκμισθωτής του επί της οδού ... υπογείου ακινήτου - οίκου ανοχής, η δε δεύτερη κατηγορούμενη Ρ. Δ. ως μισθώτρια του ως άνω ακινήτου, κατελήφθησαν να έχουν εγκαταστήσει και θέσει σε λειτουργία κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης και καταγραφής εικόνας, όπου τα καταγεγραμμένα στοιχεία αποστέλλονταν σε σκληρό δίσκο καταγραφικού μηχανήματος, χωρίς να έχουν εφοδιαστεί με την απαιτούμενη για αυτό άδεια της αρμόδιας αρχής και δη της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων και κατά παράβαση του Ν. 2472/1997", επιβλήθηκε δε σε καθένα από αυτούς για την πράξη αυτή ποινή φυλάκισης ενός (1) έτους, ανασταλείσα επί τριετία, και χρηματική ποινή τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ. Όμως, μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης και συγκεκριμένα την 29η.8.2019 ίσχυσε, κατά τα προεκτεθέντα, ο νέος ως άνω επιεικέστερος νόμος (άρθρο 84 του Ν. 4624/2019), με βάση τον οποίο κατέστη ανέγκλητη η ανωτέρω πράξη, για την οποία καταδικάστηκαν οι αναιρεσείοντες. Με τα δεδομένα αυτά και, εφόσον η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης, με τους επ' αυτής πρόσθετους λόγους, είναι παραδεκτή, ως νομοτύπως και εμπροθέσμως ασκηθείσα (περιέχουσα ως λόγους την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠοινΔ), το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου πρέπει, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, να αναιρέσει την προσβαλλόμενη απόφαση και να κηρύξει αθώους τους αναιρεσείοντες-κατηγορουμένους για την ανωτέρω πράξη, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την απόφαση ΑΤ 387/2019 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.
Κηρύσσει αθώους τους αναιρεσείοντες-κατηγορουμένους ’. Η. του Η. και Δ. Ρ. του Ν., ..., για το ότι: "Στην …, στις 8/2/2012, ο μεν πρώτος κατηγορούμενος Η. ’. ως εκμισθωτής του επί της οδού ... υπογείου ακινήτου - οίκου ανοχής, η δε δεύτερη κατηγορούμενη Ρ. Δ. ως μισθώτρια του ως άνω ακινήτου, κατελήφθησαν να έχουν εγκαταστήσει και θέσει σε λειτουργία κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης και καταγραφής εικόνας, όπου τα καταγεγραμμένα στοιχεία αποστέλλονταν σε σκληρό δίσκο καταγραφικού μηχανήματος, χωρίς να έχουν εφοδιαστεί με την απαιτούμενη για αυτό άδεια της αρμόδιας αρχής και δη της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων και κατά παράβαση του Ν. 2472/1997".
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Δεκεμβρίου 2019.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 10 Ιανουαρίου 2019.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή