Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Αναιρέσεως απαράδεκτο, Αοριστία λόγου αναιρέσεως, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία.
Περίληψη:
Αναίρεση βουλεύματος με την επίκληση των λόγων της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης εφαρμογής και ερμηνείας των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων. Στοιχεία για το παραδεκτό των λόγων αναιρέσεως. Αοριστία λόγου αναιρέσεως: Όταν οι λόγοι αναιρέσεως είναι αόριστοι, η αναίρεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Τα Συμβούλιο απέχει προκειμένου να κληθεί ο αναιρεσείων για να προβάλει τις αντιρρήσεις του.
ΑΡΙΘΜΟΣ 1813/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Θεοχαρίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη-Εισηγητή και Γεώργιο Αδαμόπουλο, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (κωλυομένου του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Αικατερίνης Φωτοπούλου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του την 15η Οκτωβρίου 2010, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., περί αναι-ρέσεως του υπ' αριθμ. 231/2010 βουλεύματος του Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Με συγκατηγορούμενους τους 1. Σ1, 2. Σ2, και 3. Σ3.
Το Εφετείο Θεσσαλονίκης με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτού, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 26 Μαρτίου 2010 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 593/2010.
Έπειτα η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ευτέρπη Κουτζαμάνη εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη με αριθμό 291/23-9-2010, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω, κατ' αρ. 485 παρ. 1 Κ.Π.Δ. με τη σχετική δικογραφία, την υπ' αρ. 9/26-3-2010 αίτηση του Χ, κατοίκου ... για αναίρεση του υπ' αρ. 231/2010 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσ/νίκης με το οποίο απορρίφθηκε στην ουσία η υπ' αρ. 103/09 έφεσή του κατά του υπ' αρ. 947/09 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμε-λειοδικών Θεσ/νίκης, που τον παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακ/των Θεσ/νίκης για (1) απάτη από κοινού κατ'εξακολούθηση, με συνολικό περιουσιακό όφελος και συνολική προξενηθείσα ζημία που υπερβαίνει τα 73.000 ευρώ και (2) πλαστογραφία με χρήση από κοινού, κατ' εξακολούθηση κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, με συνολικό όφελος και συνολική ζημία άνω των 15.000 ευρώ ( αρ. 13 στ', 14-18, 26 παρ. 1, 27 παρ. 1, 45, 94 παρ. 1, 98, 386 παρ. 1-3 β', 216 παρ. 1-3 β' Π.Κ. ). Η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης έχει ασκηθεί από την πληρεξούσια δικηγόρο (δυνάμει της από 23-3-10 εξουσιοδοτήσεως) του κατηγορουμένου, ..., νομοτύπως, εμπροθέσμως και παραδεκτώς ( βλ. την υπ'αρ. 9/26-3-2010 έκθεση αναίρεσης και τα από 16-3-10 και 23-3-10 αποδεικτικά επίδοσης του προσβαλλομένου βουλεύματος στο κατηγορούμενο και την αντίκλητο δικηγόρο του αντίστοιχα), σύμφωνα με τα άρθρα 473, 474, 482 παρ. 1-3 Κ.Π.Δ., με προβαλλόμενο λόγο αναίρεσης την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του βουλεύματος ( αρ. 93 παρ. 3 Συντ., 139 και 484 παρ. 1 δ' Κ.Π.Δ. ) και συνεπώς είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να ερευνηθεί ο προβαλλόμενος λόγος αναίρεσης ( βλ. αναλυτικά την 9/2010 έκθεση αναίρεσης).
ΙΙ. Επειδή για την πληρότητα της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η λληλοσυμπλήρωση του αιτιολο-γικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, τα δε αποδεικτικά μέσα αρκεί να αναφέρονται γενικώς κατά το είδος τους ( π.χ. μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π. ), χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα, ούτε ποιο ή ποια από αυτά προέκυψαν τα δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά, ούτε απαιτείται αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει και γιατί περισσότερο ( βλ. Α.Π. 732/2006, ΑΠ 1304/2003, ΑΠ 1303/2002, ΑΠ 67/2006, ΑΠ 1580/2002 κ.α. ).
Επειδή το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτουμένη από τα άρθρα 93 παρ. 3 Συντ. και 139 -όπως ισχύει - Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία όταν αναφέρονται σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση και θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών (αποχρωσών) ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα για το οποίο ασκήθηκε η ποινική δίωξη και παραπέμφθηκε, οι αποδείξεις (τα αποδεικτικά μέσα) από τις οποίες προέκυψαν τα άνω πραγματικά περιστατικά και οι συλλογισμοί βάσει των οποίων το συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν οι επαρκείς ενδείξεις ενοχής ( βλ. Α.Π. 1269/2006, ΑΠ 732/2006 κ.α. ).
Επειδή η εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων - έστω και εσφαλμένη - δεν συνιστά λόγον αναιρέσεως (βλ. ΑΠ 591/2001, ΑΠ 145/2000, ΑΠ 1880/2005, ΑΠ 111/2004 κ.α.).
Τέλος, η επιβαλλομένη ως άνω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία υπάρχει και όταν το συμβούλιο αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα Εισαγγελική πρόταση και δι' αυτής στο πρωτόδικο βούλευμα και στην υιοθετηθείσα υπ' αυτού πρωτόδικη εισαγγελική πρόταση, αφού στην περίπτωση αυτή η Εισαγγελική πρόταση αποτελεί τμήμα του βουλεύματος, ώστε θα ήταν άσκοπη και τυπολατρική η επανάληψη από το συμβούλιο των ίδιων περιστατικών, συλλογισμών, αποδείξεων (βλ. ΑΠ 1381/2005, ΑΠ 1273/2005, ΑΠ 1109/2005, ΑΠ 1242/2005, ΑΠ 2382/2005, ΑΠ 67/2006,7 ΑΠ 2078/2005 κ.ά.)- Είναι δε χαρακτηριστικόν ότι ο ίδιος ο Άρειος Πάγος αναφέρεται -και ορθότατα - εξ ολοκλήρου στην εισαγγελική πρόταση (Ολ. ΑΠ 1494/2005, ΑΠ 176/2006 κ.α.), πράγμα που οφείλεται και στην ιδιότητα αυτού ως δικαστικού λειτουργού (αρ. 87 επ. Συντ.).
Σύμφωνα με την διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 216 Π Κ "όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με την χρήση του άλλο σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση. Για την στοιχειοθέτηση, δηλαδή του εγκλήματος, της πλαστογραφίας απαιτείται αντικειμενικά μεν η εξαρχής κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, ο οποίος εμφανίζει τούτο ως καταρτισμένο από άλλο ή η νόθευση γνησίου εγγράφου, ήτοι η αλλοίωση της έννοιας ή της αποδεικτικής του ισχύος με μεταβολή του περιεχομένου του με προσθήκη ή εξάλειψη λέξεων, αριθμών ή σημείων. (ΑΠ 325/1989 Ποιν. Χρον. 39 σελ. 896, ΑΠ 446/89 ΕλΔ 30 σελ. 1421). Με την ως άνω διάταξη δηλαδή προβλέπονται και τιμωρούνται δύο αυτοτελείς και διακρινόμενες μεταξύ τους αξιόποινες πράξεις και δη (α) η κατάρτιση εγγράφου, δηλαδή η σύνθεση εγγράφου, που δεν υπήρχε πριν, από την αρχή από το ενεργητικό υποκείμενο που το εμφανίζει ως προερχόμενο από άλλο πρόσωπο και (β) η νόθευση εγγράφου ή αλλοίωση της εννοίας του, η απόδοση δηλαδή από το ενεργητικό υποκείμενο στο έγγραφο έννοιας διαφορετικής από το περιεχόμενο του εγγράφου, όπως το είχε συνθέσει ο εκδότης του. Υποκειμενικά, απαιτείται δόλος που περιλαμβάνει την γνώση και την θέληση των πραγματικών περιστατικών τα οποία απαρτίζουν την πράξη αυτή και σκοπός του υπαιτίου να παραπλανήσει με την χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, ασχέτως αν επιτεύχθηκε ή όχι η παραπλάνηση ( ΑΠ 1316/2001 Π Χρ ΝΒ/531 ). Επιπλέον, η παρ. 3 του άρθρου 216 ΠΚ μορφοποιεί το έγκλημα της πλαστογραφίας σε κακούργημα ορίζοντας ότι ο υπαίτιος που διαπράττει πλαστογραφίες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δρχ. ή 15.000 ευρώ τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών".
Περαιτέρω, από το άρθρο 386 παρ. 1 και 3 του ΠΚ όπως η παρ. 3 αντικ. με το άρθρο 1 παρ. 11 του Ν. 2408/1996 προκύπτει ότι για την θεμελίωση της απάτης σε βαθμό κακουργήματος, απαιτείται η προς τον σκοπό παρανόμου περιουσιακού οφέλους εν γνώσει παράσταση από τον δράστη ψευδών γεγονότων ως αληθινών, η αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, εξαιτίας των οποίων παραπλανάται άλλος και πείθεται να προβεί σε πράξη ή παράλειψη ή ανοχή, ένεκα της οποίας ως άμεσο αποτέλεσμα επέρχεται η βλάβη (ζημία) στην περιουσία του παραπλανηθέντος ή τρίτου, ασχέτως αν πραγματοποιήθηκε ο σκοπός του περιουσιακού οφέλους του δράστη ή του τρίτου, ο δε υπαίτιος να διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, και μετά την νέα αντικατάσταση της παρ. 3 από το άρθρο 14 παρ. 4 του Ν. 2721/1999, απαιτείται επιπλέον, το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία να υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δρχ. ή 15.000 ευρώ. Επιπλέον από την διάταξη του άρθρου 13 στ του ΠΚ προκύπτει ότι για την συνδρομή της επιβαρυντικής περιστάσεως της τέλεσης του συγκεκριμένου εγκλήματος κατ' επάγγελμα απαιτείται αντικειμενικά μεν επανειλημμένη τέλεση αυτού χωρίς απαραιτήτως να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη, υποκειμενικά δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεσή του. Επίσης κατ' επάγγελμα τέλεση συντρέχει και όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη φορά, όχι όμως ευκαιριακώς, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητα του με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος.(ΑΠ 692/2000 (Σε συμβούλιο) Ποιν.Χρον. ΝΑ /2001 σελ. 47). Κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος συντρέχει όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς την διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητας του. Κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως επανειλημμένη τέλεση συντρέχει και επί διαπράξεως του εγκλήματος κατ' εξακολούθηση, αφού πρόκειται για μορφή πραγματικής ομοειδούς συρροής χωρίς να απαιτούνται προηγούμενες καταδίκες.(ΑΠ 1368/2003 Ποιν.Χρον. ΝΔ /2004 σελ.544) Επιπλέον στην διάταξη του άρθρου 98 ΠΚ προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 1 Ν 2721/1999, η δεύτερη παράγραφος, κατά την οποία η αξία του αντικειμένου της πράξης και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ' εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος, λαμβάνονται συνολικά υπόψη, αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξης προσδιορίζεται με βάση την συνολική αξία του αντικειμένου και τη συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που, ανάλογα με το αν το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε.
Τέλος, μεταξύ των εγκλημάτων πλαστογραφίας μετά χρήσεως και απάτης υφίσταται αληθής συρροή και δεν απορροφάται το ένα αδίκημα από το άλλο, δεδομένου ότι το καθένα είναι αυτοτελές, εφόσον η αντικειμενική του υπόσταση στοιχειοθετείται από ιδιαίτερα περιστατικά και δεν αποτελεί η μία πράξη συστατικό στοιχείο ή επιβαρυντική περίπτωση της άλλης.(ΑΠ 1368/2003).
ΙΙΙ. Επειδή στη συγκεκριμένη περίπτωση το συμβούλιο Εφετών Θεσ/νίκης με επιτρεπτή αναφορά ( ΑΠ 2464/05 Π. Χρ. ΝΣΤ'/626 ) στην υιοθετηθείσα υπ'αυτού Εισαγγελική πρόταση και δι' αυτής στο πρωτόδικο βούλευμα και την υπ' αυτού υιοθετηθείσα Εισαγγελική πρόταση και των αναφερομένων κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί των πραγμάτων κρίση του, ότι προέκυψαν τα εξής:
Από τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν στο στάδιο της προδικασίας και δη από τις καταθέσεις των μαρτύρων, τα έγγραφα, και την απολογία του κατηγορουμένου (αναιρεσείοντος) και με βάση την Αρχή της ηθικής απόδειξης (άρθρ. 177 Κ.Π.Δ.) ως προς την νομική και ουσιαστική βασιμότητα της κατηγορίας, προέκυψαν τα εξής: Η εγκληματική δραστηριότητα του κατηγορουμένου ως προς τη συγκεκριμένη υπόθεση ξεκίνησε με την έκδοση του πλαστού δελτίου αστυνομικής ταυτότητας με φερόμενο αριθμό ... (αριθμός ο οποίος είναι χρεωμένος στην Αστυνομική Διεύθυνση ... και δεν είχε ακόμη χορηγηθεί σε πολίτη) από τον Χ, ο οποίος κατασκευάζοντας το εν λόγω πλαστό έγγραφο στο οποίο έθεσε τη δική του ταυτότητα ουσιαστικά δημιούργησε ένα ανύπαρκτο πρόσωπο με στοιχεία "Μ", πρόσωπο το οποίο φυσικά ήταν "καθαρό" στον Τειρεσία και στα αρχεία της Εφορίας και των τραπεζών καθώς δεν εκκρεμούσαν σε βάρος του επιβαρυντικά οικονομικά στοιχεία σε αντίθεση με τον ίδιο τον Χ στο όνομα του οποίου, κατ' ομολογία του, εμφανίζονταν δυσμενή στοιχεία από προηγούμενες δραστηριότητες του. Έτσι, μετά την έκδοση του ως άνω πλαστού Δ.Α.Τ. την απόδοση ΑΦΜ και την έναρξη στην εφορία για την ατομική επιχείρηση του "Μ", πράξεις που έλαβαν χώρα από τον Χ με την προσκόμιση της πλαστής ταυτότητας την 9.6.2005, ακολούθησε και πάλι από τον ίδιο κατηγορούμενο και με τα ίδια ψευδή στοιχεία που προέκυπταν από την πλαστή ταυτότητα, η έκδοση μπλοκ επιταγών της Τράπεζας "Eurobank-Ergasias", και δη από το υποκατάστημα αυτής που βρίσκεται στην ... και στην οδό .... Η έκδοση της πλαστής ταυτότητας αποσκοπούσε ακριβώς στην έκδοση του μπλοκ αυτού καθώς ο Χ, για τον προαναφερθέντα λόγο, δεν θα μπορούσε να εκδώσει μπλοκ επιταγών στο δικό του όνομα. Φυσικά, με τον τρόπο αυτό παρέμενε άγνωστο και το εγκληματικό του παρελθόν. Στη συνέχεια μίσθωσε γραφεία στη ..., επί της οδού ... (βλ. το από 8.6.2005 ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης), αυτή δε ήταν και η έδρα της επιχείρησης του "Μ" που δηλώθηκε στην εφορία καθώς και μια αποθήκη σε παράδρομο της περιφερειακής οδού ..., στο ύψος του .... Μετά από τα παραπάνω ήταν όλα έτοιμα για την έναρξη της δραστηριότητας της επιχείρησης η οποία εξ αρχής αποσκοπούσε όχι βέβαια στο χονδρικό εμπόριο, αλλά στην εξαπάτηση διαφόρων εμπόρων, από τους οποίους η επιχείρηση αγόραζε διάφορα προϊόντα ανεξαρτήτου είδους (συμπεριλαμβανομένων σε αυτά από φορτηγά αυτοκίνητα μέχρι και καλαμπόκι), τα οποία κατά το μεγαλύτερο μέρος της αξίας τους πληρώνονταν με επιταγές προερχόμενες από το παραπάνω μπλοκ και αμέσως μετά μεταπωλούνταν σε άλλους, ανυποψίαστους επίσης αγοραστές σε ιδιαίτερα χαμηλές τιμές. Έτσι, καθώς όλες οι εκδοθείσες επιταγές του "Μ" ήταν εξ αρχής ακάλυπτες και φυσικά ουδέποτε πληρώθηκαν, οι κατηγορούμενοι αποκόμιζαν τεράστια συνολικά κέρδη από τις (μετα)πωλήσεις των εν λόγω προϊόντων. Σε αυτό έγκειται και η κύρια πράξη της εξαπάτησης που έπραξαν από κοινού άπαντες οι κατηγορούμενοι και ήταν κοινή πρακτική για όλες τις επιμέρους περιπτώσεις: Αφού εντόπιζαν σε οποιοδήποτε μέρος της Ελλάδας το υποψήφιο θύμα -έμπορο, έρχονταν σε επαφή μαζί του παριστάνοντάς του ψευδώς ότι συνομιλεί και συζητά το ενδεχόμενο συνεργασίας είτε με τον ίδιο τον "Μ" είτε με κάποιον συνεργάτη του προσώπου αυτού και ότι η επιχείρηση του είναι απολύτως φερέγγυα, εύρωστη και υγιής, ενώ στην πραγματικότητα επρόκειτο κατά τα προαναφερθέντα για την επιχείρηση ενός προσώπου ανύπαρκτου. Έτσι έπειθαν τους εμπόρους αυτούς να τους πουλήσουν τα εμπορεύματα τους δεχόμενοι να πληρωθούν με μεταχρονολογημένες επιταγές ανύπαρκτου αντικρίσματος, καθώς μάλιστα μέχρι τότε κανένα δυσμενές οικονομικό στοιχείο δεν υπήρχε στον Τειρεσία για τον φερόμενο αγοραστή και εκδότη των επιταγών "Μ", συνεπώς κάθε σχετική έρευνα των εμπόρων -πωλητών δεν ήταν δυνατόν να αποκαλύψει τι πραγματικά συνέβαινε. Βεβαίως, πέραν του Χ και όλοι οι άλλοι συγκατηγορούμενοί του, η συμμετοχή των οποίων στις υπό κρίση πράξεις αρχίζει τον Ιούνιο του 2005, γνώριζαν εξαρχής την πλαστοπροσωπία πάνω στην οποία είχε στηριχθεί όλη η επιχείρηση. Χαρακτηριστικές είναι ως προς αυτό οι από 19.12.2005 και 30.3.2006 καταθέσεις της μάρτυρος Ρ, η οποία εργάσθηκε για μικρό χρονικό διάστημα ως γραμματέας στην επιχείρηση: Οι Σ2, ... (οι οποίοι είναι κάτοικοι ... καθώς και έτερο άτομο με το όνομα "...", αρχικά της παρουσιάσθηκαν και αυτοί με ψευδή ονόματα, δήθεν σαν συγγενείς του Μ και έχοντες το ίδιο επώνυμο, μάλιστα όταν ο Σ1 (υιός του ...) της αποκάλυψε την πραγματική τους ταυτότητα, δηλ. το πραγματικό τους επώνυμο, ο πατέρας του εξοργίσθηκε και ζήτησε από την Ρ να καταστρέψει τη σχετική της σημείωση. Αναφέρει επίσης η μάρτυρας ότι "αφεντικά" της επιχείρησης ήταν ο "Μ" (δηλ. ο Χ) και ο Σ2, ο οποίος είναι άτομο σεσημασμένο από την ΕΛ.ΑΣ. και η παρουσία του στα γραφεία της οδού ... επιβεβαιώνεται και από το ανευρεθέν δακτυλικό αποτύπωμα (βλ. το με αριθμ. πρωτ. ... έγγραφο της Υ.Ε.Ε.Β.Ε.) ενώ ο Σ3 ήταν εκείνος που κυρίως έβρισκε πωλητές και έδινε παραγγελίες μέσω FAX, όλοι δε οι κατηγορούμενοι όταν συνομιλούσαν με πελάτες, ανέφεραν το όνομα του Μ. Έτσι οι πωλητές και αγοραστές της εταιρίας, ανεξάρτητα από το πρόσωπο με το οποίο πραγματοποιούσαν την τελική συναλλαγή ή παρέδιδε εις χείρας τους τις επιταγές ή παραλάμβανε τα προϊόντα, θεωρούσαν καταρχήν ότι έχουν συνομιλήσει και συμφωνήσει με τον "Μ". Η ανεύρεση λοιπόν και πρώτη επαφή με τους εξαπατηθέντες εμπόρους γινόταν από τους Σ2, ... και Σ3 ενώ η συναλλαγή ολοκληρωνόταν τελικά από τον Μ ο οποίος συχνά συνοδευόταν από έναν εκ των ανωτέρω. Επίσης, όπως προκύπτει από το με αριθμ. πρωτ. ... έγγραφο του Τμήματος Οικονομικών Εγκλημάτων της ΕΛ.ΛΑΣ, ο Σ3 ο οποίος είχε εντοπισθεί και εξετασθεί ήδη από την 15.12.2005, αρνήθηκε τότε να αποκαλύψει τα ονόματα των υπολοίπων συμμετόχων και νυν κατηγορουμένων, γεγονός που φυσικά συνέβαλε και στην καθυστέρηση της αποκάλυψης αυτών και στην καθυστέρηση της κατ' αρθρ. 243 § 2 ΚΠΔ προανάκρισης η οποία, λόγω και της πολυπλοκότητας της υπόθεσης είχε διάρκεια περίπου 1,5 έτος ( από το Δεκέμβριο του 2005 μέχρι και την 12.3.2007 οπότε και υποβλήθηκε η δικογραφία στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης ). Ακόμη όμως και σήμερα δύο εκ των κατηγορουμένων και δη τα άτομα με τα ονόματα ... και ... παραμένουν άγνωστα, καθώς κατ' ουσία δεν δόθηκαν καθόλου στοιχεία από τους κατηγορουμένους για τα πρόσωπα αυτά κατά τη διάρκεια της προδικασίας ώστε να καθίσταται εφικτός ο εντοπισμός τους. Μόνον για τον "..." ο κατηγορούμενος Χ αναφέρει ότι πρόκειται για κάποιον "..." α.λ.σ. χωρίς όμως να δίδεται οποιαδήποτε άλλη διευκρίνιση ικανή για την εξατομίκευση του προσώπου αυτού και χωρίς καν να είναι βέβαιο ότι έστω και τα στοιχεία αυτά είναι πραγματικά. Συνολικά, εξιχνιάστηκαν οι εξής περιπτώσεις εμπόρων που εξαπατήθηκαν από τους κατηγορούμενους: (1) η περίπτωση του ... από τον οποίο και την επιχείρηση του "..." οι κατηγορούμενοι αγόρασαν στην ..., την 6.9.2005 εμπορεύματα - αγροτικά προϊόντα (ντοματοπολτούς, σάλτσες, χυλοπίτες,) αξίας ποσού 6.964,20 € έναντι του οποίου παρέδωσαν στον ως άνω παθόντα την υπ' αριθμ. ... ισόποση επιταγή της τράπεζας Eurobank η οποία ήταν ακάλυπτη (2) η περίπτωση του ... από τον οποίο και την επιχείρηση του "MM Ελλάς ΕΠΕ" με έδρα το .... αγόρασαν στη ... την 19.10.2005 εμπορεύματα (ελαιόπανα, δίχτυα ελιάς) αξίας συνολικού ποσού 25.000 ευρώ, έναντι του οποίου παρέδωσαν στον ως άνω παθόντα την υπ' αριθμ. ... ισόποση επιταγή της τράπεζας Eurobank. Μέρος, (δείγματα) της ποσότητας των ελαιόπανων βρέθηκε και κατασχέθηκε αργότερα και δη την 24.12.2005 στη ... στην επιχείρηση του ... (3) η περίπτωση της εταιρίας με την επωνυμία "... Α.Ε." από την οποία αγόρασαν στη ..., την 3.11.2005 με παρακράτηση της κυριότητας δύο μεταχειρισμένους ελκυστήρες (τράκτορες) μάρκας Scania και Volvo αντίστοιχα και ένα μεταχειρισμένο επικαθήμενο όχημα μεταφοράς εμπορευμάτων μάρκας Traitor, αξίας συνολικού (και υπολειπομένου μετά την καταβολή 1700 € μετρητοίς) ποσού 34.000 € έναντι του οποίου παρέδωσαν στον ως άνω παθόντα τις υπ' αριθμ. ... επιταγή της τράπεζας Eurobank ποσού 4.000 €, ... επιταγή της τράπεζας Eurobank ποσού 15.000 €, και ... επιταγή της τράπεζας Eurobank ποσού 15.000 €. (4) η περίπτωση του ... από τον οποίο αγόρασαν στη ..., την 17.11.2005 με παρακράτηση κυριότητας ένα φορτηγό αυτοκίνητο αξίας ποσού 29.040 € έναντι του οποίου παρέδωσαν στον ως άνω παθόντα την υπ' αριθμ. ... ισόποση επιταγή της τράπεζας Eurobank. To παραπάνω όχημα, ανεβρέθηκε τελικά στον ..., καθώς παρά το γεγονός ότι κατά την πώληση του στον "Μ" είχε γίνει παρακράτηση κυριότητας, οι κατηγορούμενοι το πούλησαν την 12.1.2006 στον .. έναντι ποσού 19.635 €, για το σκοπό δε αυτό είχαν προηγουμένως πλαστογραφήσει το βιβλίο μεταβολών του αυτοκινήτου κατά τα προαναφερθέντα, ώστε να φαίνεται ότι δεν υπήρχε παρακράτηση της κυριότητας από τον .... (5) η περίπτωση του ... από τον οποίο και την επιχείρηση "... ΟΕ" της οποίας είναι νόμιμος εκπρόσωπος αγόρασαν στα ... την 22.11.2005 έναν μεταχειρισμένο ελκυστήρα για οδούς (τράκτορα) και ένα μεταχειρισμένο επικαθήμερο όχημα μεταφοράς εμπορευμάτων (καρότσα) αξίας 15.000 € ενώ την 27.11.2005 άλλο ένα μεταχειρισμένο επικαθήμενο όχημα μεταφοράς εμπορευμάτων (καρότσα) συνολικής αξίας όλων των ανωτέρω ποσού 23.000 € έναντι του οποίου κατέβαλαν στον ως άνω παθόντα ισόποσες επιταγές οι οποίες ήταν επίσης ακάλυπτες και δεν πληρώθηκαν. (6) η περίπτωση του ... από τον οποίο (που εκπροσωπούσε την έμπορο αυτοκινήτων σύζυγο του ...) αγόρασαν στα ... την 28.11.2005 ένα φορτηγό αυτοκίνητο μάρκας Scania καθώς και μία επικαθήμενη πλατφόρμα μάρκας CRONE , καταβάλλοντος αντίστοιχα ισόποσες υπ' αριθμ. ... της τράπεζας Eurobank εκδόσεως του Μ, καθώς και την υπ' αριθμ. ... επιταγή της τράπεζας Alpha Bank έκδοσης του ... οι οποίες ήταν επίσης ακάλυπτες και δεν πληρώθηκαν. (7) η περίπτωση του ... από τον οποίο αγόρασαν στο ... περί τα τέλη Νοεμβρίου 2005 110 τόνους καλαμποκιού, αξίας συνολικού ποσού 17.360 € έναντι του οποίου παρέδωσαν στον ως άνω παθόντα κατόπιν οπισθογράφησης του "Μ" τις υπ' αριθμ. ... επιταγή της τράπεζας Πειραιώς και την υπ' αριθμ. ...επιταγή της Τράπεζας Πειραιώς ποσού 5.000 και 12.360 € αντίστοιχα έκδοσης της εταιρίας "Μακεδόνες" -... και Σια ΟΕ οι οποίες ήταν επίσης ακάλυπτες, καθώς μάλιστα η παραπάνω εκδότρια εταιρία είχε εκδώσει σωρεία άλλων ακάλυπτων επιταγών (8) του ... από τον οποίο αγόρασαν στο ... την 3.12.2005 187 τόνους καλαμποκιού, αξίας συνολικού ποσού 25.044 € έναντι του οποίου παρέδωσαν στον ως άνω παθόντα κατόπιν οπισθογράφησης του "Μ" τις υπ' αριθμ. ... επιταγή της τράπεζας Πειραιώς έκδοσης ίδιας ως άνω εταιρίας "Μακεδόνες" - ... και Σια ΟΕ καθώς και την υπ' αριθμ. ... επιταγή της Εμπορικής Τράπεζας ποσού 10.794 € και 14.250 € αντίστοιχα οι οποίες ήταν επίσης ακάλυπτες και δεν πληρώθηκαν. (9) η περίπτωση του ..., νομίμου εκπροσώπου της εταιρίας "... και Σία Ο.Ε." με έδρα τη ... από την οποία αγόρασαν στη ... με διαδοχικές παραγγελίες τον Αύγουστο και τον Οκτώβριο του 2005 βαζάκια τα οποία πούλησαν την 3.12.2005 έναντι ποσού μόλις 3.000 € στον ..., ο οποίος ακολούθως το μεταπώλησε στην αλβανική εταιρία "Scania Cargo". Ας σημειωθεί και πάλι ότι ο ... εντόπισε τον Ιούνιο του 2006 μέρος της ποσότητας του μελιού που είχε πουλήσει στον Μ; στις εγκαταστάσεις του ... στην ... στον οποίο ο Μ είχε πουλήσει μέρος της ποσότητας (μαζί με άλλα προϊόντα) έναντι ποσού 3.723,30 € που πληρώθηκαν μετρητοίς. Η ποσότητα που ανεβρέθηκε - 420 βαζάκια - κατασχέθηκε και αποδόθηκε στον ... ως μεσεγγυούχο. (10) οι κατηγορούμενοι Χ και Σ3, στην ..., τον Σεπτέμβριο του 2005 εξαπάτησαν με τον ίδιο τρόπο και τον ..., καθώς με τον ίδιο τρόπο αγόρασαν από αυτόν ένα φορτηγό αυτοκίνητο αξίας 45.000 € το οποίο παρέλαβε ο Χ καταβάλλοντος το ποσό των 8.500 € σε μετρητά ενώ έναντι του υπολοίπου του παρέδωσαν δύο επιταγές η υπ' αριθμ. ... της Eurobank ποσού 16.440 € η πρώτη και η υπ' αριθμ. ... ποσού 27.500 € της Τράπεζας Probank η δεύτερη εκδόσεως αμφότερες του "Μ" οι οποίες ήταν ακάλυπτες και δεν πληρώθηκαν. (11) Τέλος, επίσης οι κατηγορούμενοι Χ και. Σ3, στον ... τον Σεπτέμβριο του 2005 εμφανίσθηκαν στην ... (συζύγου του αναφερόμενου υπό στοιχ. (1) εμπόρου Αν. ...) από την οποία αγόρασαν 9.400 κιλά ακτινίδια συνολικής αξίας 9.500 Ευρώ, έναντι δε του τιμήματος επρόκειτο να της παραδώσουν ισόποση επιταγή την οποία ωστόσο δεν της παρέδωσαν. Οι παραπάνω πράξεις, που προκύπτουν αβίαστα από τις καταθέσεις των παθόντων, λόγω της ομοιότητας του τρόπου τέλεσης αλλά και του μικρού σχετικά χρονικού διαστήματος εντός του οποίου έλαβαν χώρα αποδεικνύουν αναμφισβήτητα ενότητα δόλου καθώς εξαρχής η επιχείρηση του Μ "στήθηκε" με την έκδοση της πλαστής ταυτότητας, την έκδοση ΑΦΜ και την έναρξη στην εφορία, τη μίσθωση του γραφείου και της αποθήκης και την έκδοση του μπλοκ των επιταγών από την τράπεζα Eurobank (μάλιστα αναφέρεται παραπάνω και μία επιταγή του Μ της τράπεζας Probank), με μοναδικό σκοπό την εξεύρεση και την εξαπάτηση πωλητών και αγοραστών διαφόρων - αγροτικών κατά βάση -προϊόντων με την πληρωμή μεταχρονολογημένων επιταγών. Η μικρή διάρκεια της όλης επιχείρησης ήταν εξαρχής αποφασισμένη ώστε να μην υπάρχει επαρκής χρόνος για την έγκαιρη ανακάλυψη από τις αρχές και τους ιδιώτες της μεγάλης απάτης που είχε σχεδιαστεί και τελεστεί, να μην γίνουν γνωστά τα πραγματικά ονόματα των συμμετοχών και νυν κατηγορουμένων και κυρίως να μην γίνει αντιληπτό ότι οι επιταγές (λήξης από τα τέλη του 2005 και εντεύθεν), με τις οποίες οι κατηγορούμενοι πλήρωναν τα προϊόντα που αγόραζαν, ήταν όλες ακάλυπτες. Είναι επίσης χαρακτηριστική η ευελιξία που επέδειξαν οι κατηγορούμενοι ως προς τα επιμέρους μέσα που χρησιμοποιούσαν καθώς πέραν των επιταγών εκδόσεως του Μ, διέθεταν και άλλες (επίσης εξαρχής ακάλυπτες) επιταγές, κατάφεραν δε με "περίτεχνο" τρόπο να πλαστογραφήσουν δημόσια έγγραφα τα οποία χρησιμοποίησαν όποτε αυτό τους ήταν απαραίτητο, εξαπατώντας ακόμη και τις αρμόδιες αρχές, όλα δε τα παραπάνω στοιχεία, που χαρακτηρίζουν την άρτια οργάνωση του εγκληματικού τους σχεδίου δεικνύουν αναμφισβήτητα σκοπό για πορισμό εισοδήματος και την σταθερή τους ροπή στη διάπραξη εγκλήματος.
Συνεπώς ορθώς έκρινε το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, ότι υπάρχουν επαρκείς και αποχρώσες ενδείξεις που δικαιολογούν την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης για να δικασθεί για τις παραπάνω πράξεις. Με τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την επιβαλλομένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία (αρ. Συντ. και 139 Κ.Π.Δ.), αφού εκθέτει σ' αυτό με πληρότητα και σαφήνεια, χωρίς ασάφειες και αντιφάσεις όλα χωρίς εξαίρεση τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων, για τα οποία κρίθηκε ο αναιρεσείων παραπεμπτέος στο ακροατήριο, τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία προσδιορίζονται επαρκώς κατ' είδος, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους ορθώς υπήγαγε αυτά στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε και τις οποίες σωστά ερμήνευσε και εφάρμοσε.
Ειδικά δε και εμπεριστατωμένα αιτιολογούνται όλοι οι προβληθέντες ισχυρισμοί του αναιρεσείοντος κατ/νου και ότι συντρέχει στο πρόσωπο του η επιβαρυντική περίπτωση της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεση της πράξης της πλαστογραφίας με σκοπό το παράνομο περιουσιακό όφελος.
Συνεπώς, ο από το άρθρο 484 § 1δ' Κ.Π.Δ., προβαλλόμενος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο πλήττεται το προσβαλλόμενο βούλευμα για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του βουλεύματος είναι αβάσιμος και ως τέτοιος, πρέπει να απορριφθεί, συνακολούθως δε, επειδή δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναίρεσης προς εξέταση, πρέπει η υπό κρίση αναίρεση να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα νόμιμα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ.).
Για τους λόγους αυτούς Προτείνω:
(Α) Να γίνει τυπικά δεκτή και να απορριφθεί στην ουσία η υπ'αρ. 9/2010 αίτηση του Χ, κατοίκου ..., για αναίρεση του υπ' αριθ. 231/2010 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσ/νίκης και
(Β) να επιβληθούν τα νόμιμα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα.
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Μιλτιάδης Ανδρειωτέλλης
Αφού άκουσε την Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 148 έως 153, 473 παρ.2, 474 παρ.2, 476 παρ.1, 484 παρ.1, 509 και 510 του Κ.Π.Δ προκύπτει, ότι για το κύρος και κατ' ακολουθία το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως κατά βουλευμάτων και αποφάσεων πρέπει, στη δήλωση ασκήσεως της, να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι για τους οποίους ασκείται. Αν δεν περιέχονται σ' αυτήν ένας τουλάχιστον ορισμένος λόγος από τους περιοριστικά στο άρθρο 484, προκειμένου περί βουλευμάτων και 510 Κ.Π.Δ, προκειμένου περί αποφάσεων, η αίτηση είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, χωρίς άλλη παραπέρα έρευνα ( άρθρο 476 παρ.1, 513 Κ.Π.Δ). Για να είναι δε σαφής και ορισμένος ο λόγος αναιρέσεως, δεν αρκεί η απλή επίκληση του στο αναιρετήριο, αλλά προσαπαιτείται συγκεκριμένη μνεία των νομικών πλημμελειών σε σχέση με αυτόν. Ειδικότερα, ως προς τον από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. δ' του Κ.Π.Δ, προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως, της έλλειψης της από το Σύνταγμα και από το άρθρο 139 του Κ.Π.Δ. επιβαλλόμενης ειδικής και εμπερι-στατωμένης αιτιολογίας, για να είναι ο λόγος αυτός σαφής και ορισμένος και εντεύθεν παραδεκτός, πρέπει, α) αν ελλείπει παντελώς η αιτιολογία, να προτείνεται με την αίτηση αναιρέσεως, η ανυπαρξία αυτής σε σχέση με συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα κεφάλαια του προσβαλλόμενου βουλεύματος, στα οποία αναφέρεται η εν λόγω αιτίαση και β) αν υπάρχει αιτιολογία, αλλά αυτή δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, να προσδιορίζεται επί πλέον, σε τι ακριβώς συνίσταται η έλλειψη αυτή, αναφορικά με το συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα πληττόμενα κεφάλαια του βουλεύματος, ως προς δε τον από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. β' του ίδιου Κώδικα προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως, για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία της εφαρμοσθείσας ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, να προσδιο-ρίζεται η εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη, που φέρεται ότι παραβιάστηκε, ποια είναι η αληθινή έννοια της διατάξεως αυτής και σε τι συνίσταται η παραβίασή της.
Στην προκείμενη περίπτωση, με την κρινόμενη με αριθμό 9/26 Μαρτίου 2010 έκθεση αναιρέσεως, πλήττεται το υπ' αριθμό 231/2010 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης, το οποίο, ύστερα από έφεση του κατηγορούμενου κατά του υπ' αριθμό 947/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης και επικύρωση του τελευταίου από αυτό, με την απόρριψή της, τον παρέπεμψε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Θεσσαλονίκης, προκει-μένου να δικαστεί, ως υπαίτιος των πράξεων α) της απάτης με συνολική ζημία που υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ και β) πλαστογραφίας με χρήση κατ' εξακολούθηση και κατ' επάγγελμα. Ως λόγοι αναιρέσεως προβάλλονται: α) η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του βουλεύματος (άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. δ' του ίδιου κώδικα) και β) η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως (άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. β' του Κ.Π.Δ.). Ειδικότερα, από την παραδεκτή επισκόπηση της εκθέσεως αναιρέσεως ο αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι: "το ως άνω βούλευμα είναι αναιρετέο για έλλειψη της κατά νόμο ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, άλλως επαρκούς αιτιολογίας της επιβαλλόμενης από το Σύνταγμα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας καθόσον δεν αναφέρονται σ' αυτό τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία το δικαστήριο πείστηκε για τα στοιχεία αυτά και οι σκέψεις υπαγωγής των αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε". Με τη διατύπωση αυτή, αμφότεροι οι λόγοι αναιρέσεως είναι αόριστοι, αφού, ενόψει της κατά τα ανωτέρω κρίσεως του Συμβουλίου Εφετών, ως προς μεν την έλλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, δεν προσδιορίζεται σε τι συνίσταται αυτή σε σχέση με τις κρίσιμες παραδοχές του προσβαλλόμενου βουλεύματος, ως προς δε την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, δεν προσδιορίζεται παντελώς σε τι ακριβώς συνίσταται η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή αυτής και ποια η αληθής έννοιά της.
Συνεπώς, οι λόγοι αναιρέσεως είναι απαράδεκτοι, λόγω παντελούς αοριστίας αυτών και ως τέτοιοι πρέπει να απορριφθούν. Μετά από αυτά, το Συμβούλιο τούτο, αποφαίνεται, ότι πρέπει να απόσχει από την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, προκειμένου να κληθεί ο αναιρεσείων, για να προσέλθει ενώπιον του ως άνω Συμβουλίου, και να εκθέσει τις απόψεις του, σύμφωνα με το άρθρο 476 Κ.Π.Δ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απέχει να αποφανθεί, επί της από 26-3-2010 αιτήσεως αναιρέσεως του Χ, κατοίκου ..., προκειμένου να κληθεί ο αναιρεσείων, με επιμέλεια του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ενώπιον του Συμβουλίου αυτού και εκθέσει τις απόψεις του.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 27 Οκτωβρίου 2007. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 19 Νοεμβρίου 2010.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ