Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1161 / 2010    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Ελαφρυντικές περιστάσεις, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ισχυρισμός αυτοτελής, Ποινή, Πλαστογραφία, Αναιρέσεων συνεκδίκαση, Αναίρεση μερική, Νομιμοποίηση εσόδων.




Περίληψη:
Συνεκδίκαση δύο αιτήσεων αναιρέσεως. Καταδικαστική απόφαση για συμμορία, κακουργηματική πλαστογραφία με χρήση κατ' εξακολούθηση, κακουργηματική άπατη κατ' εξακολούθηση και νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα. Στοιχεία των εγκλημάτων. Αποκλείεται η ταύτιση του ενεργητικού υποκειμένου του βασικού εγκλήματος, από το οποίο προήλθαν τα παράνομα έσοδα, με τον δράστη της νομιμοποιήσεως μόνο στην περίπτωση της νομιμοποιήσεως προς το σκοπό παροχής συνδρομής σε πρόσωπο, που ενέχεται σε εγκληματική δραστηριότητα. Στις υπόλοιπες περιπτώσεις ενεργητικό υποκείμενο του εγκλήματος του άρθρου 2 § 1 του Ν. 2331/1995 μπορεί να είναι οποιοσδήποτε, ακόμη και ο υπαίτιος ενός από τα βασικά εγκλήματα. Το έγκλημα της απάτης περιλαμβάνεται στα βασικά εγκλήματα για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της νομιμοποιήσεως εσόδων και υπό το κράτος της ισχύος του Ν. 3424/2005 Δυνατή η νομιμοποίηση εσόδων και με καταθέσεις σε τραπεζικούς λογαριασμούς και πριν από την έναρξη ισχύος του δυσμενέστερου Ν. 3691/2008. Έννοια των επιβαρυντικών περιπτώσεων "κατ' επάγγελμα" και "κατά συνήθεια". Απόρριψη λόγων αναιρέσεων για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου. Δήμευση αυτοκινήτου που είχε αγορασθεί με χρήματα που προέρχονταν από τις παράνομες δραστηριότητες των αναιρεσειόντων στο όνομα της μνηστής του ενός. Απόρριψη λόγου αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας ως προς την επιβολή της δημεύσεως ως απαραδέκτου ελλείψει εννόμου συμφέροντος, αφού μόνη δικαιούμενη να τον προτείνει ήταν η ιδιοκτήτρια του αυτοκινήτου, η οποία, όμως, δεν παρενέβη στη δίκη ενώπιον του Δικαστηρίου της ουσίας. Η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στην απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών, όπως είναι και ο περί συνδρομής ορισμένης ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 § 2 ΠΚ, εφόσον, όμως, αυτοί προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, δηλαδή με τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για την θεμελίωση τους κατά την οικεία διάταξη. Αιτιολογημένη απόρριψη ισχυρισμών περί συνδρομής των ελαφρυντικών του άρθρου 84 § 2 εδ. δ΄ και ε΄ ΠΚ, παρά το ότι αυτοί είχαν προβληθεί αορίστως ή δεν ήταν νόμιμοι Αναιτιολόγητη απόρριψη αυτοτελούς ισχυρισμού του ενός από τους αναιρεσείοντες για. την αναγνώριση του ελαφρυντικού του άρθρου 84 § 2 εδ. α΄ ΠΚ. Αναίρεση της προσβαλλομένη; αποφάσεως κατά τη σχετική απορριπτική της διάταξη και κατά τις διατάξεις περί επιβολής ποινών στον αναιρεσείοντα αυτόν και περί καθορισμού συνολικής ποινής και παραπομπή κατά το αναιρούμενο μέρος της. Απόρριψη της αιτήσεως του άλλου αναιρεσείοντος.




Αριθμός 1161/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ζ' Ποινικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Παπαδόπουλο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο-Εισηγητή και Ανδρέα Ξένο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 12 Μαΐου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικόλαου Τσάγγα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσείοντων - κατηγορουμένων: 1) ΑΑ, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Αλεξάνδρα Μαύρου-Τσάκου και 2) Χ2, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Ανεστόπουλο, περί αναιρέσεως της 723/2009 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Με συγκατηγορούμενο τον Χ3.

Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και οι αναιρεσείωντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 25 Μαΐου 2010 και 30 Μαΐου 2010 δύο χωριστές αιτήσεις τους αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1703/2009.
Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των αναιρεσείοντων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναιρέσεως.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Οι κρινόμενες αιτήσεις, ήτοι, 1) η υπ' αριθ. 4/25.5.2009 του ΑΑ και 2) η από 30.5.2009 (με αριθ. πρωτ. 4641/2009 του Χ2, για αναίρεση της υπ' αριθ. 723/2009 καταδικαστικής αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέ-σμως και πρέπει να συνεκδικασθούν, ως συναφείς. Από τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 ΠΚ, προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστο-γραφίας απαιτείται, αντικειμενικώς μεν, κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, που το εμφανίζει ότι καταρτίσθηκε από άλλον, ή νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή, αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του εγγράφου, υποκειμενικώς δε δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση πραγματώσεως των περιστατικών που απαρτίζουν την αντικειμενική υπόσταση και σκοπός του δράστη να παραπλανήσει με τη χρήση πλαστού άλλον για γεγονός, που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, όπως είναι εκείνο το γεγονός, το οποίο είναι πρόσφορο για τη δημιουργία, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης, ασχέτως αν επιτεύχθηκε ή όχι η παραπλάνηση. Η χρήση πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου από τον πλαστογράφο αποτελεί επιβαρυντική περίσταση, σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της παρ.1 του άρθρου 216. Για την κακουργηματική μορφή της πλαστογραφίας, που προβλέπεται στο εδάφιο α' της παρ.3 του αυτού άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ.2α του Ν. 2721/1999, το οποίο άρχισε να ισχύει από 3-6-1999, απαιτείται ο υπαίτιος να σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον ή να σκόπευε να βλάψει άλλον και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία να υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 45 ΠΚ, αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τιμωρείται ως αυτουργός αυτής. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι επί συναυτουργίας απαιτείται αντικειμενικώς σύμπραξη των συναυτουργών στην εκτέλεση της ίδιας πράξεως και υποκειμενικώς κοινός δόλος όλων όσοι συμπράττουν, ο οποίος υπάρχει όταν ο κάθε αυτουργός θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του διαπραττομένου εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήματος. Συναυτουργία είναι δυνατή και στην κατάρτιση πλαστού εγγράφου, χωρίς να απαιτείται αναφορά των επί μέρους ενεργειών καθενός εκ των συναυτουργών, αλλά αρκεί η αναφορά στην απόφαση των πραγματικών περιστατικών, βάσει των οποίων το δικαστήριο δέχθηκε ότι ο δράστης συμμετέσχε στην τέλεση του εγκλήματος ως συναυτουργός. Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του Π.Κ., "όποιος, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία είναι ιδιαίτερα μεγάλη με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης, απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος χωρίς να προσαπαιτείται και η πραγματοποίηση του οφέλους, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον πράξη, παράλειψη ή ανοχή και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες και τις παραλείψεις του δράστη, χωρίς να απαιτείται ταυτότητα παραπλανηθέντος και ζημιωθέντος. Ως γεγονότα, κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως, νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή στο παρόν, όχι και εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν, όμως, οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων, που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπληρώσεως με βάση την εμφανιζόμενη ήδη στο παρόν ψευδή κατάσταση πραγμάτων από τον δράστη, που έχει ειλημμένη την απόφαση να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή του, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης. Περιουσία νοείται το σύνολο των οικονομικών αγαθών του προσώπου που έχουν χρηματική αξία, βλάβη δε της περιουσίας είναι η μείωση αυτής, δηλαδή η επί έλαττον διαφορά μεταξύ της χρηματικής αξίας την οποία είχε προ της διαθέσεως που προκλήθηκε με την απατηλή συμπεριφορά και εκείνης που απέμεινε μετά από αυτήν. Βλάβη της περιουσίας υπάρχει έστω και αν ο παθών έχει ενεργό αξίωση προς ανόρθωσή της. Χρόνος τελέσεως της απάτης θεωρείται εκείνος κατά τον οποίο ο δράστης ενήργησε και ολοκλήρωσε την απατηλή συμπεριφορά του, δηλαδή προέβη στις ψευδείς παραστάσεις, εξαιτίας των οποίων παραπλανήθηκε ο παθών ή τρίτος. Είναι αδιάφορος τυχόν μεταγενέστερος χρόνος επελεύσεως της ζημίας του παθόντος, με την οποία ολοκληρώνεται η απάτη, καθώς και ο χρόνος που επιχειρήθηκε η ζημιογόνος ενέργεια ή παράλειψη του παθόντος. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη της παρ. 3 του ίδιου άρθρου, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 4 του Ν.2721/1999, η απάτη προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα και τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών: α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δρχ. ή των 15.000 ευρώ, σύμφωνα με την καθορισθείσα από τη διάταξη του άρθρου 5 του Ν. 2943/2001 επίσημη αντιστοιχία και β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δρχ. ή των 73.000 ευρώ. Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι, για να είναι η απάτη κακούργημα, πρέπει α) ο υπαίτιος να διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και συγχρόνως το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία του παθόντος να υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δρχ. ή των 15.000 ευρώ ή β) το όφελος που επεδίωκε ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε να υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των 25.000.000 δρχ. ή των 73.000 ευρώ. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 13 στοιχ. στ' ΠΚ, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει όταν, από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Για τον χαρακτηρισμό της κατ' επάγγελμα τελέσεως, αντικειμενικά μεν απαιτείται η επανειλημμένη τέλεση και δεν είναι αναγκαία η προηγουμένη καταδίκη, υποκειμενικά δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεσή του. Το στοιχείο της επανειλημμένης τελέσεως ενυπάρχει (και) επί εγκλήματος κατ' εξακολούθηση, το οποίο αποτελείται από περισσότερες αυτοτελείς μερικότερες πράξεις, ενώ εάν δεν υπάρχει επανειλημμένη τέλεση, αρκεί για το κατ' επάγγελμα να διαπιστώνεται ότι η αξιόποινη πράξη τελείται μεν για πρώτη φορά, όχι όμως ευκαιριακώς, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητά του με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος. Είναι, πάντως, δυνατή η ταυτόχρονη συνδρομή και των δύο περιπτώσεων της κατ' επάγγελμα τελέσεως ενός εγκλήματος, όταν αυτό έχει τελεσθεί επανειλημμένα, αλλά ο δράστης έχει συγχρόνως διαμορφώσει και υποδομή με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως. Κατά συνήθεια δε τέλεση υπάρχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς την διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος, ως στοιχείο της προσωπικότητάς του.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 και 4 του ν. 2331/1995, όπως η παρ. 4 αυτού αντικαταστάθηκε με το άρθρο 5 του ν. 2655/1998, "με ποινή καθείρξεως μέχρι δέκα ετών τιμωρείται όποιος από κερδοσκοπία, ή με σκοπό να συγκαλύψει την αληθή προέλευση ή να παράσχει συνδρομή σε πρόσωπο που ενέχεται σε εγκληματική δραστηριότητα, αγοράζει, αποκρύπτει, λαμβάνει ως εμπράγματη ασφάλεια, δέχεται στην κατοχή του, καθίσταται οπωσδήποτε δικαιούχος, μετατρέπει ή μεταβιβάζει οποιαδήποτε περιουσία που προέρχεται από την προαναφερόμενη δραστηριότητα". Η έννοια της "εγκληματικής δραστηρι-ότητας", που προβλέπεται και τιμωρείται κατά την πιο πάνω διάταξη, προσδιορίζεται στην τέλεση συγκεκριμένων εγκλημάτων που απαριθμούνται περιοριστικά στο στοιχείο α' του αρ. 1 του ν. 2331/1995, μεταξύ των οποίων ρητώς αναφέρεται ως υποπερίπτωση αη και το έγκλημα της απάτης, αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη (άρθρο 386 παρ. 1 εδ. β του ΠΚ) ή αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια (άρθρο 386 παρ. 3 του ΠΚ). Με την τροποποίηση του ν. 2331/1995 δια του ν. 3424/13.12.2005 απαλείφθηκε, από τα πιο πάνω περιοριστικά αριθμούμενα "βασικά" αδικήματα του άρθρου 1 στοιχ. α, η υποπερίπτωση αη που αφορά την αξιόποινη πράξη της απάτης. Προστέθηκε, όμως, με την παρ.1 του άρθρου 1 του ν. 3424/2005, η υποπερίπτωση ιι, σύμφωνα με την οποία εντάσσεται στα βασικά εγκλήματα "κάθε αξιόποινη πράξη που τιμωρείται με ποινή στερητική της ελευθερίας, της οποίας το ελάχιστο όριο είναι άνω των έξι μηνών και από την τέλεσή της προέκυψε περιουσία τουλάχιστον 15.000 ευρώ", επομένως και η πράξη της κακουργηματικής απάτης, αφού το ελάχιστο όριο της επιβλητέας ποινής γι' αυτήν είναι κάθειρξη τουλάχιστον πέντε ετών. Από τη διατύπωση των διατάξεων αυτών, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, που είναι υπαλλακτικώς μικτό και ιδιώνυμο έγκλημα, υπό την έννοια ότι οι πλείονες τρόποι πραγματώσεώς του αποτελούν εκφάνσεις της ίδιας εγκληματικής δραστηριότητας και μπορούν να εναλλαχθούν, ενώ, στην περίπτωση συνδρομής περισσοτέρων τρόπων τελέσεως, τελείται ένα μόνο έγκλημα, του οποίου, μάλιστα, χρόνος τελέσεως είναι ο χρόνος που εκδηλώθηκε ο πρώτος τρόπος τελέσεως, αντικειμενικώς μεν απαιτείται αγορά, απόκρυψη, λήψη με τη μορφή της εμπράγματης ασφάλειας, αποδοχή στην κατοχή, μετατροπή ή μεταβίβαση οποιασδήποτε περιουσίας, που προέρχεται από την τέλεση των εμπεριεχόμενων στο άρθρο 1 του ως άνω νόμου αξιόποινων πράξεων, υποκειμενικώς δε απαιτείται δόλος, έστω και ενδεχόμενος, για τη συνδρομή των ανωτέρω στοιχείων και, επί πλέον, ο δράστης να ενεργεί με σκοπό την κερδοσκοπία ή τη συγκάλυψη της αληθινής προέλευσης της από το άρθρο 1 στοιχ. γ' του ίδιου νόμου καθοριζόμενης "περιουσίας", η οποία περιλαμβάνει τα "περιουσιακά στοιχεία κάθε είδους, ενσώματα ή ασώματα, κινητά ή ακίνητα, υλικά ή άυλα, καθώς και τα νομικά έγγραφα ή στοιχεία που αποδεικνύουν τίτλο ιδιοκτησίας ή δικαιώματα προς απόκτηση τέτοιων περιουσιακών στοιχείων". Από τη γραμματική δε διατύπωση της παραπάνω διατάξεως του άρθρου 2 παρ. 1 του ν. 2331/1995 (και πριν από την ισχύ του ν. 3424/2005), συνάγεται, ότι αποκλείεται η ταύτιση του ενεργητικού υποκειμένου του βασικού εγκλήματος, από το οποίο προήλθαν τα παράνομα έσοδα, με τον δράστη της νομιμοποιήσεως μόνο στην περίπτωση της νομιμοποιήσεως προς το σκοπό παροχής συνδρομής σε πρόσωπο, που ενέχεται σε εγκληματική δραστηριότητα. Διότι, κάνοντας μνεία ο νομοθέτης για παροχή συνδρομής σε ενεχόμενο σε εγκληματική δραστηριότητα πρόσωπο, αναφέρεται προφανώς σε τρίτο πρόσωπο, το οποίο είναι και το ενεργητικό υποκείμενο μιας εκ των πράξεων του άρθρου 1 του ν. 2331/1995 και, στην περίπτωση αυτή, αποκλείεται η ταύτιση του ενεργητικού υποκειμένου του βασικού εγκλήματος, από το οποίο προήλθαν τα παράνομα έσοδα, με τον υπαίτιο του εγκλήματος της νομιμοποίησης. Στις υπόλοιπες περιπτώσεις, εφόσον ο νόμος δεν διακρίνει και δεδομένου ότι χρησιμοποιεί την έκφραση "όποιος", ενεργητικό υποκείμενο του εγκλήματος του άρθρου 2 παρ. 1 του ν. 2331/1995 μπορεί να είναι οποιοσδήποτε, ακόμη και ο υπαίτιος ενός από τα βασικά εγκλήματα και γι' αυτό δεν πρέπει να γίνεται συσταλτική ερμηνεία του, αφού έχει θεσπισθεί για την αντιμετώπισή του. Και ναι μεν μετά το ν. 2332/1995, όπως αυτός ίσχυσε μετά την αντικατάστασή του από το ν. 3424/2005, δημοσιεύθηκε ο δυσμενέστερος στο σύνολό του ν. 3691/5.8.2008, ο οποίος στο άρθρο 45 παρ. 1 στοιχ. ε ορίζει ότι "η ποινική ευθύνη για το βασικό αδίκημα δεν αποκλείει την τιμωρία των υπαιτίων (αυτουργού και συμμέτοχων) για τις πράξεις των στοιχείων α', β' και γ' της παραγράφου αυτής, εφόσον τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης των πράξεων νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα είναι διαφορετικά από εκείνα του βασικού εγκλήματος", ενώ στο άρθρο 2 παρ. 2 στοιχ. δ' αυτού τυποποιείται για πρώτη φορά ως τρόπος τελέσεως του εγκλήματος της νομιμοποιήσεως εσόδων "η χρησιμοποίηση του χρηματοπιστωτικού τομέα με την τοποθέτηση σ` αυτόν ή τη διακίνηση μέσω αυτού εσόδων που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες με σκοπό να προσδοθεί νομιμοφάνεια στα εν λόγω έσοδα", δηλαδή για πρώτη φορά μπορεί να θεωρηθεί η απλή και μόνο κατάθεση σε τράπεζα του προϊόντος ενός εγκλήματος, εφόσον αποδεικνύεται και η συνδρομή του σκοπού πρόσδοσης νομιμοφάνειας στα έσοδα αυτά, ως αυτοτελής πράξη νομιμοποιήσεως εσόδων. Όμως, και υπό το κράτος της ισχύος του προηγούμενου νόμου, που, ως επιεικέστερος, διέπει την κρινόμενη περίπτωση, δεν αποκλειόταν η νομιμοποίηση εσόδων που προέρχονταν από εγκληματική δραστηριότητα να γίνει με κατάθεση αυτών σε Τράπεζα, εφόσον ότι ο δράστης, με τον τρόπο αυτό, συγκάλυπτε την παράνομη προέλευση των εσόδων που προερχόταν από την παράνομη δραστηριότητά του, επιχειρώντας να προσδώσει στα εν λόγω έσοδά του νομιμοφανή υπόσταση, μέσω του τραπεζικού συστήματος. Κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 187 παρ. 3 ΠΚ, συμμορία είναι η ένωση με άλλον (δηλ. συμφωνία δύο τουλάχιστον προσώπων) προς διάπραξη ενός τουλάχιστον μη προσδιοριζόμενου κακουργήματος ή πλημμελήματος τιμωρουμένου με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και με το οποίο επιδιώκεται οικονομικό ή άλλο υλικό όφελος ή η προσβολή της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας ή της γενετήσιας ελευθερίας. Υποκειμενικά απαιτείται δόλος, ο οποίος ενέχει τη γνώση και τη θέληση της συμφωνίας για την τέλεση κακουργήματος ή πλημμελήματος, αρκεί δε και ενδεχόμενος δόλος.
Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος. Ειδικώς, ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Δεν αποτελεί, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ.ΑΠ 3/2008).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ` αριθ. 723/2009 απόφασή του, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών κήρυξε ενόχους τους αναιρεσείοντες συμμορίας, κακουργηματικής πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατά συναυτουργία και κατ' εξακολούθηση, κακουργηματικής απάτης (κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και με συνολικό όφελος και αντίστοιχη ζημία πάνω από 73.000 €) κατά συναυτουργία και κατ' εξακολούθηση και νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα και τους καταδίκασε σε συνολική ποινή καθείρξεως 13 ετών τον καθένα. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, μετά την παράθεση νομικών σκέψεων, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "... αποδείχθηκαν, ... ,τα εξής πραγματικά περιστατικά: Αρχές Ιουλίου του έτους 2005 οι κατηγορούμενοι Χ1, Χ2 (αναιρεσείοντες) και Χ3 μετά από συναπόφαση και με κοινό δόλο, γνωρίζοντας ο καθένας την πρόθεση του άλλου, ενώθηκαν για να διαπράξουν συγκεκριμένες κακουργηματικές πράξεις πλαστογραφίας και απάτης, με κοινό στόχο να σφετεριστούν μέρος της μεγάλης κινητής περιουσίας του υπέργηρου συνταξιούχου δικηγόρου ΑΑ, που είχε γεννηθεί στις 3/2/1902 στην ..., κατοίκου στη ζωή ..., ... . Για την υλοποίηση του σκοπού τους αυτού, μετά από κοινό σχεδιασμό και με κοινή δράση, με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις άλλοτε ταυτόχρονες και άλλοτε διαδοχικές προέβησαν στις παρακάτω πράξεις. Ειδικότερα σε χρόνο που δεν εξακριβώθηκε κατά την αποδεικτική διαδικασία ακριβώς, πάντως μέχρι την 20/7/2005, αφού προηγουμένως περιήλθε στην κατοχή τους με ανεξακρίβωτο τρόπο το δελτίο της αστυνομικής ταυτότητας του προαναφερθέντος συνταξιούχου δικηγόρου ΑΑ ή φωτοτυπία του δελτίου του, κατάρτισαν δύο πλαστά δελτία αστυνομικής ταυτότητας. Το ένα, με αριθμό ..., έφερε τη φωτογραφία του πρώτου κατηγορουμένου Χ1 και το όνομα Χ1-Α, γεν. την 18/4/1959 στην ..., κάτοικος ..., ..., και το άλλο με αριθμό ... στο όνομα Χ1-Β και όλα τα λοιπά στοιχεία του δελτίου της αστυνομικής ταυτότητας του ως άνω συνταξιούχου δικηγόρου (παθόντος), εκτός από την χρονολογία γέννησής του, που τέθηκε 3/2/1932, αντί της 3/2/1902, και του αναστήματός του, που τέθηκε ύψος 1,75 αντί 1,60, έφερε δε το δελτίο αυτό τη φωτογραφία ενός προσώπου τα στοιχεία του οποίου δεν εξακριβώθηκαν κατά την αποδεικτική διαδικασία, και το οποίο προφανώς συνδύαζε τα νέα στοιχεία (ηλικία και ύψος), το άτομο δε αυτό δεν το αποκάλυψαν οι κατηγορούμενοι. Στις 20/7/2005 ο πρώτος κατηγορούμενος, εμφανίζοντας τον εαυτό του ως Χ1-Α και σαν ανιψιό του παθόντος, κάνοντας χρήση και των δύο πλαστών δελτίων αστυνομικής ταυτότητας και προσκομίζοντας πλαστή εξουσιοδότηση (συνοδευμένη και από φωτοτυπίες των πλαστών ταυτοτήτων) του συνταξιούχου δικηγόρου προς αυτόν για την διαχείριση και μεταφορά του χαρτοφυλακίου του που αποτελείτο από 291.379 μετοχές αυτού της Τράπεζας της Ελλάδος, οικονομικής αξίας 8.500.000 ευρώ, πέτυχε τη μεταφορά τους από την Εθνική Χρηματιστηριακή στην Εγνατία Χρηματιστηριακή. Στη συνέχεια, στις 22/7/2005, ο ίδιος κατηγορούμενος και ο εικονιζόμενος στην δεύτερη πλαστή ταυτότητα άγνωστος τρίτος, εμφανίστηκαν στο Υποκατάστημα της Γενικής Τράπεζας της Ελλάδος επί της οδού ..., παριστάνοντας ο άγνωστος τρίτος τον συνταξιούχο δικηγόρο ΑΑ (παθόντα) και ο πρώτος κατηγορούμενος τον ανιψιό του και κάνοντας χρήση των πλαστών ταυτοτήτων, άνοιξαν τον ... κοινό τραπεζικό λογαριασμό ταμιευτηρίου, για να εμβάζουν σ' αυτόν χρήματα από πωλήσεις του παθόντος. Τις επόμενες ημέρες με εντολές του πρώτου κατηγορουμένου πωλήθηκε μεγάλος αριθμός μετοχών του παθόντος και εμβάστηκε με τη ρευστοποίησή τους στον παραπάνω τραπεζικό λογαριασμό το συνολικό ποσό των 4.700.000 ευρώ. Στις 27/7/2005 ο τρίτος κατηγορούμενος Χ3, εμφανιζόμενος σαν εκπρόσωπος στενών συγγενών του παθόντος που διέμεναν στην ... και ο δικηγόρος Αθηνών ΒΒ, ισχυριζόμενος ότι ενεργούσε ως πληρεξούσιος των στενών συγγενών που ενδιαφέροντο για την τύχη του εν λόγω παθόντος, μετέβησαν στο νοσοκομείο "Παμμακάριστος" στο οποίο ενοσηλεύετο από 18/7/2005 ο συνταξιούχος δικηγόρος (όπου τον είχαν μεταφέρει οι γνωστοί του ΓΓ και ΔΔ) και τον παρέλαβαν από εκεί και τον μετέφεραν στον οίκο ευγηρίας "το σπίτι της αγάπης" επί της οδού ... στη ... . Στον οίκο αυτόν τον παρέδωσε ο δεύτερος κατηγορούμενος Χ2, ο οποίος εμφανίστηκε ως ανιψιός του, προκατέβαλε μάλιστα και το ποσό των 1.400 ευρώ για τον πρώτο μήνα της διαμονής του σ' αυτόν. Η παραπάνω μεταφορά του παθόντος αποσκοπούσε στον αποκλεισμό της επικοινωνίας του με άλλα πρόσωπα με τα οποία ο παθών διατηρούσε σχέσεις και γνώριζαν την οικογενειακή του κατάσταση. Περαιτέρω...ο πρώτος κατηγορούμενος σε εκτέλεση του κοινού εγκληματικού τους σχεδίου για εκταμίευση των ποσών από το λογαριασμό που είχαν ανοίξει στο παραπάνω υποκατάστημα της Γενικής Τράπεζας της Ελλάδος, κατά το χρονικό διάστημα από 3/8/2005 έως 11/8/2005, κάνοντας πάντοτε χρήση της πλαστής ταυτότητας, εν γνώσει των συγκατηγορουμένων του και μετά από συναπόφασή τους, εκταμίευσε συνολικά το ποσό των 3.045.000 ευρώ, αναλαμβάνοντας άλλες φορές ο ίδιος τα σχετικά ποσά από το Υποκατάστημα της Γενικής Τράπεζας της οδού ..., και άλλες φορές εκδίδοντας σχετικές τραπεζικές επιταγές, που ακολούθως οπισθογραφούσε στον δεύτερο κατηγορούμενο, ο οποίος και τις εξαργύρωνε στο Κεντρικό κατάστημα αυτής, επειδή το εν λόγω υποκατάστημα δεν είχε διαθέσιμο το αναληπτέο ποσό. Με αυτό τον τρόπο ο πρώτος κατηγορούμενος ανέλαβε στις 3/8/2005 400.000 ευρώ, στις 5/8/2005 270.000 ευρώ, στις 10/8/2005 70.000 ευρώ, ενώ στις 8/8/2005 εξέδωσε δύο τραπεζικές επιταγές συνολικής αξίας 1.500.000 ευρώ και στις 11/8/2005 εξέδωσε μία τραπεζική επιταγή αξίας 805.000 ευρώ από το παραπάνω υποκατάστημα, τις οποίες οπισθογράφησε όλες στο δεύτερο κατηγορούμενο, ο οποίος εκταμίευσε αμέσως τα σχετικά ποσά από το Κεντρικό Υποκατάστημα της Γενικής Τράπεζας. Μάλιστα αυτός (δεύτερος κατηγορούμενος) είχε επικοινωνήσει προηγουμένως τηλεφωνικά με το Κεντρικό Κατάστημα της Γενικής Τράπεζας της Ελλάδος και ζήτησε να υπάρχουν διαθέσιμα τα σχετικά ποσά ... . Όμως η εγκληματική δραστηριότητα των κατηγορουμένων έλαβε τέλος την 22/8/2005 όταν ο πρώτος κατηγορούμενος εμφανίστηκε στο ίδιο υποκατάστημα, χρησιμοποιώντας πάλι το πλαστό δελτίο ταυτότητας και εξέδωσε στο όνομα του τραπεζική επιταγή ποσού 1.035.000 ευρώ, που προήλθε από ρευστοποίηση μετοχών των αμέσως προηγουμένων ημερών, και αποπειράθηκε να εισπράξει το σχετικό ποσό από το ταμείο του υποκαταστήματος, αλλά δεν ολοκλήρωσε την πράξη του, επειδή συνελήφθη από αστυνομικά όργανα του αστυνομικού τμήματος Ομονοίας, τα οποία τον ανέμεναν να εμφανιστεί για να τον συλλάβουν, μετά από ειδοποίησή τους από τον διευθυντή του υποκαταστήματος ..., ο οποίος θεώρησε ύποπτο το άνοιγμα του λογαριασμού από αγνώστους στο υποκατάστημα πελάτες, που διέθεταν και διακινούσαν ιδιαίτερα μεγάλα ποσά. Τον πρώτο κατηγορούμενο είχε μεταφέρει στο εν λόγω υποκατάστημα για να προβεί στην προσχεδιασμένη εκταμίευση ο τρίτος κατηγορούμενος με δίκυκλο μοτοποδήλατο, ενώ ο δεύτερος κατηγορούμενος το πρωί της ίδιας ημέρας επικοινώνησε τηλεφωνικά με το Κεντρικό Κατάστημα της Γενικής Τράπεζας και ζήτησε να υπάρχει διαθέσιμο το σχετικό ποσό, ώστε να το εισπράξει προφανώς ο ίδιος μετά από οπισθογράφηση της τραπεζικής επιταγής σ' αυτόν. Κατά τη σύλληψη του πρώτου κατηγορουμένου βρέθηκε πάνω του η πραγματική του αστυνομική ταυτότητα, αλλά και η προαναφερόμενη πλαστή με την φωτογραφία του, η οποία κατασχέθηκε. Επίσης στην κατοχή του δευτέρου κατηγορουμένου βρέθηκε η πραγματική ταυτότητα του παθόντος, την οποία είχε παραδώσει σ' αυτόν στις 10/8/2005 ο δικηγόρος ΒΒ, στον οποίο, ως πληρεξούσιο των συγγενών του παθόντος, την είχαν παραδώσει στις 28/7/2005 οι ΓΓ και ΔΔ μαζί με δύο βιβλιάρια τράπεζας και άλλα προσωπικά έγγραφα που είχαν στην κατοχή τους. Στις πράξεις αυτές οι κατηγορούμενοι προέβησαν με σκοπό να παραπλανήσουν με την χρήση των πλαστών εγγράφων άλλους σχετικά με γεγονότα που μπορούσαν να έχουν έννομες συνέπειες και σκόπευαν να προσπορίσουν στον εαυτό τους και στον άγνωστο συνεργάτη τους και ν' αποκομίσουν οι ίδιοι και ο άγνωστος συνεργάτης τους παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτοντας την περιουσία τρίτου, παριστάνοντας εν γνώσει τους τα προαναφερθέντα ψευδή γεγονότα ως αληθή εξαιτίας των οποίων παραπλανήθηκαν άλλοι και πείστηκαν να προβούν σε πράξεις ένεκα των οποίων ως άμεσο αποτέλεσμα επήλθε ζημία στην περιουσία τρίτου. Περαιτέρω...οι πρώτος και δεύτερος των κατηγορουμένων, ενεργώντας με πρόθεση και με σκοπό την κερδοσκοπία αλλά και τη συγκάλυψη της παράνομης προέλευσης των εσόδων που αποκόμισαν από την προαναφερόμενη κακουργηματική πράξη της απάτης κατ' εξακολούθηση με χρήση πλαστών εγγράφων που τέλεσαν, έλαβαν στην κατοχή τους τα ποσά που εκταμίευσαν και κατέστησαν δικαιούχοι αυτών, ακολούθως δε, επιδιώκοντας να προσδώσουν νομιμοφανή υπόσταση στα παράνομα έσοδα μέσω του τραπεζικού συστήματος, ένα μέρος αυτών κατέθεσαν σε τραπεζικούς λογαριασμούς των ιδίων ή οικείων τους, όπως προέκυψε μετά τη δέσμευση και το άνοιγμα των τραπεζικών λογαριασμών τους με την 8/2006 διάταξη της 23ης Τακτικής Ανακρίτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών, ύστερα από την άσκηση σε βάρος τους συμπληρωματικής ποινικής δίωξης για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα. Πιο συγκεκριμένα, με πρόθεση και με τον προαναφερόμενο σκοπό, οι πρώτος και δεύτερος των κατηγορουμένων από τα έσοδα της προειρημένης εγκληματικής δραστηριότητας αυτών κατέθεσαν: Α) Ο Χ1 κατέθεσε κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα από 17/8/2005 έως 22/8/2005 τα εξής ποσά: α) Στον ... λογαριασμό ταμιευτηρίου της Τράπεζας EUROBANK με συνδικαιούχους αυτόν και τη μνηστή του ΕΕ κατέθεσε 20.000 ευρώ στις 17/8/2005 και 10.530 ευρώ στις 22/8/2005. β) Στον ... λογαριασμό της Τράπεζας ALFA BANK με δικαιούχο αυτόν κατέθεσε 20.000 ευρώ στις 5/8/2005, 30.000 ευρώ στις 9/8/2005 και 20.000 ευρώ στις 16/8/2005. γ) Στον ... λογαριασμό της Τράπεζας ALFA BANK με δικαιούχο αυτόν κατέθεσε 5.500 ευρώ στις 2/8/2005, 20.000 ευρώ στις 5/8/2005 και 10.000 ευρώ στις 10/8/2005. Επίσης από τα έσοδα της προαναφερόμενης εγκληματικής δραστηριότητας ο ίδιος κατηγορούμενος με τον ίδιο σκοπό (κερδοσκοπίας και συγκάλυψης της προέλευσής τους) διέθεσε σε χρόνο που δεν προέκυψε με ακρίβεια μεγάλο χρηματικό ποσό, το ακριβές ύψος του οποίου δεν διακριβώθηκε, δεν ήταν πάντως μικρότερο από 60.000 ευρώ, για την αγορά ενός αυτοκινήτου, εργοστασίου κατασκευής ΜΕΡΣΕΝΤΕΣ, τύπου SLK, κυλινδρισμού 3498 κυβικών, το οποίο καταχωρήθηκε στο όνομα της παραπάνω μνηστής του, με αριθμό κυκλοφορίας ... και χρόνο έκδοσης της αδείας 11/8/2005. Β) Ο Χ2, ενεργώντας με πρόθεση και με τον προαναφερόμενο σκοπό, κατέθεσε στον ... λογαριασμό της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος με δικαιούχο την πρώην σύζυγο του ΣΤ, 25.000 ευρώ στις 8/8/2005, 16.000 ευρώ στις 9/8/2005, 10.000 ευρώ στις 12/8/2005 και 25.000 ευρώ στις 17/8/2005. Εξάλλου κατά τους χρόνους διαπράξεως των πιο πάνω πράξεων απάτης, οι πρώτος και δεύτερος των κατηγορουμένων ήταν ήδη πρόσωπα που διέπρατταν απάτες κατ' επάγγελμα, εφόσον από την επανειλημμένη, κατά τα παραπάνω, τέλεση αυτών και την υποδομή που είχαν διαμορφώσει (έδρασαν με βάση άριστα καταστρωμένο σχέδιο, με ακρίβεια, μεθοδικότητα και σχεδιασμό, όπως προεξετέθη, καταρτίσαντες πλαστές ταυτότητες τις οποίες χρησιμοποίησαν και κατάφεραν να μεταφέρουν το χαρτοφυλάκιο του παθόντα σε άλλη χρηματιστηριακή εταιρία, άνοιξαν τραπεζικό λογαριασμό για την εισροή σ` αυτόν του προϊόντος της παράνομης ρευστοποίησης των μετοχών του παθόντος, και χρησιμοποίησαν άγνωστο πρόσωπο για να παριστάνει τον παθόντα, και εξαπάτησαν τρίτους με σκοπό να σφετεριστούν τα χρήματα του υπερήλικα ΑΑ), προκύπτει σκοπός τους για πορισμό σταθερού και μονίμου εισοδήματος, (εισόδημα το οποίο αποκόμισαν οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι κατά τα άνω), και κατά συνήθεια, εφόσον από την επανειλημμένη τέλεση τέτοιων πράξεων απάτης, προκύπτει σταθερή ροπή αυτών προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος απάτης, ως στοιχείο (χαρακτηριστικό γνώρισμα), της προσωπικότητάς τους. Η τέλεση των παραπάνω αξιοποίνων πράξεων από τους κατηγορουμένους, σαφώς προκύπτει και αποδεικνύεται από την προσήκουσα εκτίμηση του όλου ανωτέρω αποδεικτικού υλικού που προσκομίστηκε, και ιδίως από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας που δόθηκαν ενώπιον του δικαστηρίου τούτου, αλλά και των μαρτύρων κατηγορίας ..., Διευθύντριας της Χρηματιστηριακής εταιρίας ΕΓΝΑΤΙΑ, ..., διευθύνοντα συμβούλου της ίδιας εταιρίας και ..., υπαλλήλου στο κεντρικό κατάστημα της Γενικής Τράπεζας, οι καταθέσεις των οποίων περιέχονται στα πρακτικά της εκκαλουμένης απόφασης, τα οποία διαβάστηκαν και λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο κατά το άρθρο 502 παρ.1 εδ. γ του ΚΠΔ, εφόσον αυτοί κατέθεσαν με αμεροληψία, αντικειμενικότητα, και πειστικότητα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, συνδυαζόμενα μεταξύ τους και προσηκόντως εκτιμώμενα και αξιολογούμενα, αβιάστως οδηγούν στις πιο πάνω παραδοχές, αναφορικά με την τέλεση από τους κατηγορουμένους των παραπάνω αξιοποίνων πράξεων. Τα δε από τις παραπάνω μαρτυρικές καταθέσεις προκύπτοντα και αποδεικνυόμενα ενισχύονται και από τα αναγνωσθέντα έγγραφα. Κάτι διαφορετικό δεν προκύπτει από κάποιο από τα λοιπά στα πρακτικά μνημονευόμενα αποδεικτικά στοιχεία, και μάλιστα ούτε από τις καταθέσεις των μαρτύρων υπεράσπισης, εφόσον οι μάρτυρες αυτοί δεν κατέθεσαν κάτι για τις πιο πάνω πράξεις, αλλά ούτε από τις απολογίες των κατηγορουμένων ενώπιον του δικαστηρίου τούτου, ούτε από τις προανακριτικές και ανακριτικές τους απολογίες, περικοπές των οποίων αναγνώσθηκαν κατά τα άνω για την επισήμανση αντιφάσεων (βλ. πρακτικά), από τους οποίους κατηγορούμενους ο πρώτος και ο δεύτερος ουσιαστικά ομολογούν τις πράξεις τους, αποδεχόμενος ο μεν πρώτος ότι με τις πλαστές ταυτότητες μετέφερε το χαρτοφυλάκιο των μετοχών του παθόντα από την Εθνική Χρηματιστηριακή στην Εγνατία, ότι άνοιξε λογαριασμό στο όνομά του στην Γενική Τράπεζα, όπου ενέβαζε τα χρήματα από την πώληση των μετοχών του παθόντα, και στη συνέχεια εκταμίευε διάφορα χρηματικά ποσά από τον λογαριασμό αυτό, ισχυριζόμενος ότι όλα αυτά τα έπραξε διότι είχε οικονομική ανάγκη και χρέη, και αυτό το εκμεταλλεύθηκε κάποιος ΖΖ, που είχε συλλάβει το όλο σχέδιο, ο δεύτερος κατηγορούμενος δε αποδεχόμενος ότι εισέπραξε τις ως άνω 3 επιταγές διότι και αυτός είχε μεγάλη οικονομική ανάγκη και ήθελε τα χρήματα για να σώσει την φαρμακοβιομηχανία του, τον "έμπλεξε δε και αυτόν, όπως και τον πρώτο, κάποιος ΖΖ", ενώ ο τρίτος κατηγορούμενος με την ανειλικρινή και μη ανταποκρινόμενη προς την πραγματικότητα απολογία του, επιχείρησε να αρνηθεί την τέλεση των πράξεων. Επομένως, πρέπει οι κατηγορούμενοι να κηρυχθούν ένοχοι για τη αξιόποινη πράξη του άρθρου 187 παρ. 3 ΠΚ, για την κακουργηματική πλαστογραφία μετά χρήσεως κατά συναυτουργία και κατ' εξακολούθηση με σκοπό τον πορισμό οφέλους που υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ, και επί πλέον οι πρώτος και δεύτερος της τετελεσμένης απάτης κατά συναυτουργία και κατ' εξακολούθηση που τελέστηκε κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, με συνολικό όφελος που επιδιώχθηκε και αντίστοιχη ζημία που υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ, και της πράξης της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, ...".
Με αυτά που δέχθηκε, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση την απαιτούμενη, κατά τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για την κρίση του ότι οι αναιρεσείοντες τέλεσαν τις αξιόποινες πράξεις για τις οποίες καταδικάσθηκαν. Συγκεκριμένα, εκτίθενται στην απόφαση, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την αποδεικτική διαδικασία, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων της συμμορίας, της κακουργηματικής πλαστογραφίας και της απάτης κατά συναυτουργία και κατ' εξακολούθηση και της νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, για τα οποία πρόκειται, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία αποδείχθηκαν τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις υπαγωγής τους στις ανωτέρω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφαρμόσθηκαν, οι οποίες δεν παραβιάσθηκαν ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα: α) Ως προς τη συμμορία, παρατίθεται στην απόφαση ότι οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι και ο συγκατηγορούμενός τους Χ3 , μετά από συναπόφαση και με κοινό δόλο, ενώθηκαν για να διαπράξουν συγκεκριμένες κακουργηματικές πράξεις πλαστογραφίας και απάτης με κοινό στόχο να σφετερισθούν μέρος της κινητής περιουσίας του ΑΑ, περιγράφεται δε και ο τρόπος, με τον οποίο, μετά από κοινό σχεδιασμό, υλοποίησαν το σκοπό αυτό. β) Ως προς την κακουργηματική πλαστογραφία με χρήση κατά συναυτουργία και κατ' εξακολούθηση, εκτίθεται ότι οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι, με κοινή δράση, με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις άλλοτε ταυτόχρονες και άλλοτε διαδοχικές, κατάρτισαν πλαστά έγγραφα (δύο πλαστά δελτία αστυνομικής ταυτότητας) με σκοπό, με τη χρήση φωτοτυπιών αυτών και πλαστής εξουσιοδοτήσεως, να παραπλανήσουν άλλους (τους αρμοδίους τραπεζικούς υπαλλήλους) για γεγονός που μπορούσε να έχει έννομη συνέπεια (ότι, δηλαδή, ο από αυτούς Χ1 ήταν ο Χ1-Α, ανιψιός του παθόντος ΑΑ και να μπορέσουν, έτσι, να πετύχουν τη μεταφορά του χαρτοφυλακίου του παθόντος, στη συνέχεια δε ο αυτός αναιρεσείων και άγνωστος τρίτος, εμφανιζόμενος ως ο παθών, να ανοίξουν κοινό λογαριασμό και να εμβάζουν σ` αυτόν χρήματα του παθόντος) και ότι στην πράξη τους αυτή προέβησαν με σκοπό να προσπορίσουν στον εαυτό τους, αλλά και στον άγνωστο τρίτο, παράνομο περιουσιακό όφελος συνολικού ύψους 3.045.000 ευρώ (ήτοι άνω των 15.000 ευρώ), όσο και το συνολικό ποσό που εκταμίευσε ο Χ1, αναλαμβάνοντας άλλες φορές ο ίδιος τα σχετικά ποσά από το Υποκατάστημα της γενικής Τράπεζας της οδού ... και άλλες φορές εκδίδοντας τραπεζικές επιταγές, τις οποίες μεταβίβαζε με οπισθογράφηση στον αναιρεσείοντα- κατηγορούμενο Χ2, ο οποίος τις εξαργύρωνε στο κεντρικό κατάστημα της ίδιας Τράπεζας. γ) Ως προς την κακουργηματική απάτη κατά συναυτουργία και κατ` εξακολούθηση, παρατίθεται στην απόφαση 1) ο κοινός σκοπός των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων να περιπο-ήσουν στον εαυτό τους παράνομο περιουσιακό όφελος εις βάρος της περιουσίας του ΑΑ, 2) η εν γνώσει αυτών παράσταση στους αρμοδίους τραπεζικούς υπαλλήλους ψευδών γεγονότων ως αληθινών, ότι, δηλαδή, κατά τα ανωτέρω, ο Χ1 ήταν ο ανιψιός του παθόντος Χ1-Α, ο δε άγνωστος τρίτος ήταν ο ίδιος ο παθών, ενώ τα δελτία αστυνομικής ταυτότητας και η εξουσιοδότηση ήταν γνήσια, από την οποία (παράσταση), ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκαν οι άνω υπάλληλοι και προέβησαν στην επιζήμια για τον παθόντα συμπεριφορά, ήτοι στη μεταφορά του χαρτοφυλακίου του παθόντος από την Εθνική Χρηματιστηριακή στην Εγνατία Χρηματιστηριακή, στο άνοιγμα κοινού λογαριασμού στο όνομα του Χ1-Α και του παθόντος ΑΑ, στην πραγματικότητα, όμως, στο όνομα του κατηγορουμένου Χ1 και του αγνώστου συνεργού του, και στην εκταμίευση του άνω ποσού και γ) βλάβη ξένης, ήτοι του παθόντος ΑΑ, περιουσίας, η οποία τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις ως άνω παραπλανητικές ενέργειες των αναιρεσειόντων. Αιτιολογούνται, ακόμη, πλήρως οι επιβαρυντικές περιστάσεις της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τελέσεως της εν λόγω αξιόποινης πράξεως, η οποία, πέραν του ύψους του συνολικού οφέλους των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων και της αντίστοιχης ζημίας του παθόντος, προσδίδει σ' αυτήν την κακουργηματική της μορφή, με την αναφορά τόσο της επανειλημμένης τέλεσής της, όσο και στοιχείων που υποδηλώνουν ότι αυτοί είχαν διαμορφώσει υποδομή με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσής της (δράση με βάση άριστα καταστρωμένο σχέδιο, μεθοδικότητα και σχεδιασμό, κατάρτιση πλαστών ταυτοτήτων, άνοιγμα κοινού λογαριασμού για την εισροή σ` αυτόν του προϊόντος της παράνομης ρευστοποιήσεως των μετοχών του παθόντος, κ.λπ.), καθώς και ότι από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως της απάτης προκύπτει σταθερή ροπή τους προς τέλεση του εγκλήματος αυτού ως στοιχείο της προσωπικότητάς τους. Και δ) ως προς τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, εκτίθεται ότι οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι, με σκοπό την κερδοσκοπία και τη συγκάλυψη της παράνομης προελεύσεως των εσόδων που αποκόμισαν με τον προαναφερόμενο τρόπο, επιδιώκοντας να προσδώσουν νομιμοφανή υπόσταση σ' αυτά μέσω του τραπεζικού συστήματος, ο μεν Χ1 κατέθεσε μέρος αυτών σε λογαριασμούς είτε του ιδίου είτε κοινούς με τη μνηστή του ΕΕ, ο δε Χ2 σε κοινό λογαριασμό με την πρώην σύζυγό του ΣΤ, ενώ ο Χ1 αγόρασε και αυτοκίνητο, μάρκας MERCEDES, στο όνομα της μνηστής του. Επομένως, οι σχετικοί, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' ΚΠοινΔ, λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Ειδικότερα: α) Οι αιτιάσεις του Χ1 ότι δεν αναφέρονται περιστατικά από τα οποία να προκύπτει η συμμετοχή του στην κατάρτιση των πλαστών ταυτοτήτων και του Χ2 ότι επιβάλλεται προσωπική επαφή του φερομένου ως δράστη της πλαστογραφίας με το έγγραφο, το οποίο καταρτίζει, και δεν νοείται πλαστογραφία, η οποία να τελείται από περισσότερα του ενός πρόσωπα "από κοινού", ότι δεν αναφέρονται περιστατικά από τα οποία να προκύπτει ότι συντάκτης των δύο πλαστών ταυτοτήτων είναι αυτός, ότι δεν εξειδικεύεται κατά ποιον τρόπο οι αναιρεσείοντες- κατηγορούμενοι προέβησαν από κοινού στην κατάρτιση των πλαστών ταυτοτήτων, καθώς και στην επικόλληση στα δελτία των φωτογραφιών του Χ1 στη μία και αγνώστου προσώπου στην άλλη και ο τρόπος της συμμετοχής του καθενός και ότι δεν αναφέρονται περιστατικά από τα οποία να προκύπτει η συμμετοχή του στο έγκλημα της απάτης κατ' εξακολούθηση και δεν εξειδικεύεται η συμμετοχή του στις ενέργειες του συγκατηγορουμένου του Χ1 να εισπράξει στις 3.8.2005, 5.8.2005 και 10.8.2005 τα ποσά των 400.000, 270.000 και 70.000 αντιστοίχως, είναι αβάσιμες, καθόσον, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, συναυτουργία είναι δυνατή και στην κατάρτιση πλαστού εγγράφου, χωρίς να απαιτείται αναφορά των επί μέρους ενεργειών καθενός εκ των συναυτουργών τόσο στην πλαστογραφία όσο και στην απάτη, αναφέρεται δε στην απόφαση ότι οι κατηγορούμενοι κατήρτισαν τα επίδικα πλαστά έγγραφα και προέβησαν στις ψευδείς παραστάσεις με κοινό δόλο και κοινή δράση, αποβλέποντες στον ίδιο κοινό σκοπό (να καρπωθούν το αντίτιμο των μετοχών του παθόντος ΑΑ), β) Η αιτίαση του Χ1 ότι δεν προσδιορίζεται το περιεχόμενο της πλαστής εξουσιοδοτήσεως, της οποίας έκανε αυτός χρήση για τη μεταφορά του χαρτοφυλακίου από την Εθνική Χρηματιστηριακή στην Εγνατία Χρηματιστηριακή, είναι αβάσιμη, γιατί, για την πληρότητα της αιτιολογίας, αρκεί η αναφορά ότι επρόκειτο για πλαστή εξουσιοδότηση του συνταξιούχου δικηγόρου (παθόντος) προς αυτόν για τη διαχείριση και μεταφορά του χαρτοφυλακίου του που αποτελείτο από 291.379 μετοχές αυτού της Τράπεζας της Ελλάδος, χωρίς να απαιτείτο η παράθεση ολοκλήρου του κειμένου της πλαστής εξουσιοδοτήσεως, γ) Από την παραδοχή στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως ότι οι κατηγορούμενοι από τις πράξεις της πλαστογραφίας και της απάτης σκόπευαν να προσπορίσουν στον εαυτό τους και στον άγνωστο συνεργάτη τους και να αποκομίσουν οι ίδιοι και ο άγνωστος συνεργάτης τους παράνομο περιουσιακό όφελος, ενώ στο διατακτικό αναφέρεται ότι σκόπευαν αυτοί να προσπορίσουν "στον εαυτό τους" παράνομο περιουσιακό όφελος δεν δημιουργείται καμιά ασάφεια, αφού δεν ασκεί καμιά επιρροή αν οι κατηγορούμενοι, με τις πράξεις τους, σκόπευαν να προσπορίσουν παράνομο περιουσιακό όφελος, εκτός από τον εαυτό τους, και σε άλλους και η αιτίαση του Χ1 για το αντίθετο είναι αβάσιμη, δ) Η αιτίαση του Χ2 ότι το Δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε δύο διαφορετικές εκδοχές για την περιέλευση σ' αυτούς του πραγματικού δελτίου αστυνομικής ταυτότητας του παθόντος και δη, ενώ αρχικά δέχεται ότι οι κατηγορούμενοι κατήρτισαν δύο πλαστά δελτία ταυτότητας του δικηγόρου ΑΑ ή φωτοτυπία του δελτίου του, στη συνέχεια δέχεται ότι στην κατοχή του δευτέρου κατηγορουμένου (Χ2) βρέθηκε η πραγματική ταυτότητα του παθόντος, την οποία είχε παραδώσει σ' αυτόν την 10.8.2005 ο δικηγόρος ΒΒ, μεταξύ δε των δύο αυτών παραδοχών υπάρχει αντίφαση, είναι αβάσιμη, γιατί ο τρόπος περιελεύσεως στα χέρια των κατηγορουμένων ή του ενός από αυτούς του δελτίου της πραγματικής ταυτότητας του παθόντος δεν ασκεί επιρροή ούτε περιλαμβάνεται στα στοιχεία που απαιτούνται για τη θεμελίωση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της πλαστογραφίας, για το οποίο καταδικάσθηκαν, ε) Η αιτίαση του Χ1 ότι, ενώ, κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως, οπισθογράφησε αυτός προς το συγκατηγορούμενό του Χ2τρεις επιταγές, συνολικού ύψους 2.305.000 €, το Πενταμελές Εφετείο δεν δέχεται ότι, στις περιπτώσεις των επιταγών αυτών, τα εισπραχθέντα από τον συγκατηγορούμενό του ποσά επιμερίσθηκαν μεταξύ τους και με βάση ποια συμφωνία είναι αβάσιμη, γιατί, κατά τις παραδοχές της αποφάσεως, οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι έδρασαν από κοινού, από-σκοπούντες στο συνολικό όφελος, και δεν έχει καμιά σημασία τι, τελικά, θα λάμβανε ο καθένας κατά τις μεταξύ τους συμφωνίες. στ) Η αιτίαση του ιδίου ότι, όσον αφορά την κατ` επάγγελμα τέλεση της απάτης, δεν προσδιορίζεται αν υπάρχουν και ποιες είναι οι άλλες πράξεις απάτης, εκτός της επίδικης, που τέλεσε είναι αβάσιμη, γιατί, κατά, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, επανειλημμένη τέλεση υπάρχει και επί εγκλήματος κατ' εξακολούθηση, όπως εν προκειμένω, και δεν ήταν αναγκαίο να έχει τελέσει αυτός και άλλες όμοιες πράξεις πριν από εκείνες για τις οποίες καταδικάσθηκε ούτε να υπάρχει προηγούμενη καταδίκη. Κατά τα λοιπά, όπως αναφέρθηκε, επαρκώς αιτιολογείται τόσο η υποδομή που είχαν διαμορφώσει οι δράστες με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως του εγκλήματος της απάτης όσο και η κατά συνήθεια τέλεση αυτής και οι περί του αντιθέτου αιτιάσεις των αναιρεσειόντων είναι αβάσιμες. ζ) Η αιτίαση του Χ2 ότι η οπισθογράφηση των επιταγών, η παράδοσή τους σ' αυτόν και η επικοινωνία του τηλεφωνικώς με την Τράπεζα δεν συνιστά απάτη, αλλά μη αξιόποινη ενέργεια και ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα δέχεται ότι η ενέργεια αυτή αποτελεί περιστατικό απάτης είναι αβάσιμη, γιατί το Δικαστήριο δέχθηκε ότι το σύνολο της συμπεριφοράς των αναιρεσειόντων συνιστά απάτη και όχι η ως άνω μεμονωμένη ενέργεια, η οποία αναφέρεται για να καταδειχθεί λεπτομερώς ο τρόπος με τον οποίο έδρασαν αυτοί. η) Οι αιτιάσεις των αναιρεσειόντων ότι, υπό την ισχύ του ν. 2331/2005, όπως ίσχυε πριν από την τροποποίησή του με το ν. 3424/13.12.2005, δεν μπορούσε ο δράστης του προηγουμένου βασικού εγκλήματος να είναι και δράστης της νομιμοποιήσεως των εσόδων που προέρχονταν από αυτό, ενώ η απλή κατάθεση στην Τράπεζα μπορεί να θεωρηθεί ως τρόπος τελέσεως του εγκλήματος της νομιμοποιήσεως εσόδων μετά την ισχύ του δυσμενέστερου ν. 3691/2008, είναι αβάσιμες, γιατί, υπό το κράτος του νόμου που ίσχυε κατά το χρόνο τελέσεως των πράξεων, αποκλείετο η ταύτιση του ενεργητικού υποκειμένου του βασικού εγκλήματος, από το οποίο προήλθαν τα παράνομα έσοδα, με τον δράστη της νομιμοποιήσεως, μόνο στην περίπτωση της νομιμοποιήσεως προς το σκοπό παροχής συνδρομής σε πρόσωπο, που ενεχόταν σε εγκληματική δραστηριότητα, περί της οποίας περιπτώσεως δεν πρόκειται εδώ, όχι δε και στις λοιπές περιπτώσεις, ενώ η κατάθεση σε Τράπεζα εσόδων που προέρχονταν από εγκληματική δραστηριότητα στοιχει-οθετούσε την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, έστω και αν δεν προβλεπόταν ρητώς. Αιτιολογείται δε επαρκώς ότι η πραγμάτωση του βασικού εγκλήματος της απάτης, καθώς και αυτή του εγκλήματος της νομιμοποιήσεως εσόδων ήταν προσχεδιασμένα, ενώ, για την πληρότητα της αιτιολογίας, δεν ήταν αναγκαίο να αναφέρεται κατά ποιο τρόπο η κατάθεση σε τραπεζικούς λογαριασμούς προσέδωσε νομιμοφανή υπόσταση στα συγκεκριμένα έσοδα, εάν, δηλαδή, και πώς παρήχθη με την κατάθεση νόμιμος τίτλος που να δικαιολογεί την κατοχή των ποσών αυτών ως προερχομένων από νόμιμες δραστηριότητες, αρκεί δε το αναγραφόμενο ότι οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι επεδίωκαν να προσδώσουν νομιμοφανή υπόσταση στα παράνομα έσοδα μέσω του τραπεζικού συστήματος, και οι περί του αντιθέτου αιτιάσεις του Χ1 είναι αβάσιμες. θ) Από το ότι, κατά τις παραδοχές της αποφάσεως, ο κατηγορούμενος Χ1 ανέλαβε στις 3.8.2005 400.000 ευρώ, στις 5.8 2005 270.000 ευρώ κ.λπ., ότι η εγκληματική δραστηριότητα των κατηγορουμένων έλαβε τέλος στις 22.8.2005 και ότι, κατέθεσε, μεταξύ άλλων, στην EUROBANK 10.530 ευρώ στις 22.8.2005 και στην ALFA BANK 5.500 ευρώ στις 2.8.2005 (κατά την ημέρα, δηλαδή, που συνελήφθη και πριν από την πρώτη ανάληψη αντιστοίχως) δεν δημιουργείται ασάφεια, καθόσον η πράξη της νομιμοποιήσεως εσόδων τοποθετείται εντός του χρονικού διαστήματος από 22.7.2005 μέχρι 22.8.2005, χωρίς να έχει ιδιαίτερη σημασία ο χρόνος τελέσεως κάθε μερικότερης πράξεως ούτε το ότι στο σκεπτικό αναγράφεται (προφανώς από παραδρομή) ότι η πράξη τελέσθηκε από 17.8.2005 έως 22.8.2005, αφού δεν τίθεται ζήτημα παραγραφής, και η περί του αντιθέτου αιτίαση του ιδίου είναι αβάσιμη, ι) Η αιτίαση του ιδίου ότι το Δικαστήριο της ουσίας, όσον αφορά την πράξη της νομιμοποιήσεως εσόδων, παρέλειψε να αξιολογήσει και να σχολιάσει την απολογία του και το αναγνωσθέν έγγραφο που τιτλοφορείται "δελτία Ζ-read του Χ1" είναι αβάσιμη, γιατί το Δικαστήριο έλαβε υπόψη και εξετίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και δεν ήταν, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως, ια) Η αιτίαση του Χ2 ότι, μετά τη δημοσίευση του ν. 3424/2005, η απάτη ως βασικό έγκλημα δραστηριότητας νομιμοποιήσεως εσόδων έχει καταργηθεί, ενώ η παρ.1 του άρθρου 1 του νόμου 3424/2005 (υποπερ. ιι), σύμφωνα με την οποία εντάσσεται στα βασικά εγκλήματα "κάθε αξιόποινη πράξη που τιμωρείται με ποινή στερητική της ελευθερίας, της οποίας το ελάχιστο όριο είναι άνω των έξι μηνών και από την τέλεσή της προέκυψε περιουσία τουλάχιστον 15.000 ευρώ", δεν μπορεί να εφαρμοσθεί, γιατί ανάγεται στο μέλλον, είναι μη νόμιμη, καθόσον, όπως αναφέρθηκε, η τελευταία αυτή διάταξη περιλαμβάνει και το έγκλημα της κακουργηματικής απάτης. Πράγματι, κατά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 ΠΚ, αν από την τέλεση της πράξης έως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν δύο ή περισσότεροι νόμοι, εφαρμόζεται αυτός που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις. Στην προκειμένη δε περίπτωση, ορθά κρίθηκε ότι και η απάτη εντάσσεται στα βασικά εγκλήματα, αφού αυτή ρητά αναφερόταν στο ν. 2331/1995 και δεν καταργήθηκε με τον μεταγενέστερο ν. 3424/2005, και ιβ) η αιτίαση του Χ1 ότι, όσον αφορά το πλημμέλημα της συμμορίας, το αιτιολογικό αποτελεί επανάληψη του διατακτικού χωρίς παράθεση των περιστατικών που προέκυψαν από τη διαδικασία, στα οποία θεμελιώνεται η κρίση του Δικαστηρίου περί της συμφωνίας του με τους συγκατηγορουμένους του για τη διάπραξη των συγκεκριμένων κακουργηματικών πράξεων της πλαστογραφίας και της απάτης, είναι αβάσιμη, γιατί, πέραν του ότι το Δικαστήριο αιτιολόγησε επαρκώς την καταδικαστική του κρίση και για την πράξη της συμμορίας, κατά τα προαναφερθέντα δεν υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται αυτή σε επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο με το σκεπτικό θεωρείται ενιαίο σύνολο και αλληλοσυμπληρώνονται.
Η επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναιρέσεως, πρέπει να εκτείνεται όχι μόνο σε σχέση με τα περιστατικά που απαρτίζουν την κατηγορία, αλλά και όσον αφορά τους αυτοτελείς ισχυρισμούς. Είναι δε αυτοτελείς οι ισχυρισμοί εκείνοι, οι οποίοι προβάλλονται, σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 Κ.Ποιν.Δ., στο δικαστήριο της ουσίας από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και τείνουν στην άρση του αδίκου χαρακτήρα της πράξεως, τον αποκλεισμό ή τη μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή τη μείωση της ποινής. Οι ισχυρισμοί αυτοί πρέπει να προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, δηλαδή με τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για την θεμελίωσή τους κατά την οικεία διάταξη, ώστε να μπορεί ο δικαστής ύστερα από αξιολόγηση να κάνει δεκτούς ή να απορρίψει αυτούς, άλλως το δικαστήριο της ουσίας δεν υπέχει υποχρέωση να απαντήσει αιτιολογημένα στην απόρριψή τους. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός είναι και ο περί συνδρομής ορισμένης ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ. 2 ΠΚ, αφού η παραδοχή του οδηγεί στην επιβολή μειωμένης ποινής κατά το μέτρο του άρθρου 83 του ιδίου Κώδικα υπό την προϋπόθεση της προβολής του κατά τρόπο σαφή και ορισμένο. Όταν συντρέχουν περισσότερες ελαφρυντικές περιστάσεις, σύμφωνα με το άρθρο 85 ΠΚ, ναι μεν η μείωση της ποινής γίνεται μία φορά μόνο, το δικαστήριο όμως, προκειμένου να προβεί στην επιμέτρηση της ποινής, θα λάβει υπόψη του, μέσα στα όρια της ελαττωμένης ποινής, και το εν λόγω γεγονός της συνδρομής των περισσοτέρων ελαφρυντικών περιστάσεων. Ως ελαφρυντικές περιστάσεις θεωρούνται, μεταξύ άλλων, οι προβλεπόμενες από την παρ. 2 του άρθρου 84 του ΠΚ, με στοιχεία α', δ' και ε', ήτοι: α) το ότι ο υπαίτιος έζησε ως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή, δ) το ότι επέδειξε ειλικρινή μετάνοια και επεδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του και ε) το ότι ο υπαίτιος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, για να αναγνωρισθεί η ελαφρυντική περίσταση της ειλικρινούς μετανοίας, πρέπει η μετάνοια, την οποία επέδειξε ο κατηγορούμενος, να είναι έμπρακτη, να συνδυάζεται, δηλαδή, με περιστατικά που δείχνουν ότι αυτός επεδίωξε ειλικρινά και όχι προσχηματικά να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του. Για να αναγνωρισθεί δε η ελαφρυντική περίσταση της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη, πρέπει η συμπεριφορά αυτή να εκτείνεται σε μεγάλο σχετικά χρονικό διάστημα και υπό καθεστώς ελευθερίας του υπαιτίου, διότι τότε μόνον η επιλογή του αντανακλά στην γνήσια ψυχική του στάση και παρέχει αυθεντική μαρτυρία ως προς την ποιότητα του ήθους του και της κοινωνικής προδιαθέσεώς του, ήτοι απαιτείται, εκτός από το μεγάλο σχετικά χρονικό διάστημα, η συνδρομή και άλλων περιστατικών δηλωτικών της αρμονικής συμβίωσης του δράστη μετά την πράξη.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ο αναιρεσείων Χ1, με αυτοτελείς ισχυρισμούς που κατέθεσαν οι συνήγοροί του εγγράφως και ανέπτυξαν και προφορικώς στο ακροατήριο, ζήτησε να αναγνωρισθούν στο πρόσωπό του οι ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 παρ. 2 εδάφ. α' (για την οποία θα λεχθεί παρακάτω) και ε' ΠΚ. Ως προς τη συνδρομή των στοιχείων του εδαφίου ε' της παρ. 2 του άρθρου 84 ΠΚ, ο αναιρεσείων αυτός επικαλέσθηκε ότι καθ' όλο το διάστημα του εγκλεισμού του στη Φυλακή (31/2 έτη από την τέλεση των πράξεων) έχει επιδείξει άριστη συμπεριφορά και ουδέποτε τιμωρήθηκε πειθαρχικά, ενώ, κατά τη διάρκεια της κρατήσεώς του, εργάζεται στο Τυπογραφείο της Φυλακής. Ο δε αναιρεσείων Χ2 ζήτησε προφορικά, δια του συνηγόρου του, να του αναγνωρισθούν οι ελαφρυντικές περιστάσεις της ειλικρινούς μεταμελείας και της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη. Οι ως άνω ισχυρισμοί του Χ2 προβλήθηκαν παντελώς αορίστως, αφού δεν έγινε επίκληση κανενός περιστατικού που να αποδεικνύει ότι αυτός έδειξε ειλικρινή μετάνοια και επεδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες των πράξεών του, καθώς και ότι για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά τις πράξεις του συμπεριφέρθηκε καλά υπό καθεστώς ελευθερίας. Ο δε ισχυρισμός του Χ1 δεν ήταν νόμιμος, αφού αυτός επικαλείται καλή διαγωγή μόνο μέσα στη Φυλακή, όπου κρατείται από τη σύλληψή του. Το Δικαστήριο της ουσίας, επομένως, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει και, πολύ περισσότερο, να αιτιολογήσει την απορριπτική του κρίση. Παρά ταύτα, τους απέρριψε με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, την εξής: "Ενόψει του όλου παραπάνω αποδεικτικού υλικού, το Δικαστήριο δεν δέχεται ότι συντρέχει στο πρόσωπο και των τριών κατηγορουμένων (των αναιρεσειόντων και του Χ3) η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 ε' του ΠΚ, καθόσον η καλή συμπεριφορά τους στις φυλακές δεν αρκεί για την παραδοχή του, αφού η καλή διαγωγή τους δεν είναι προϊόν ελεύθερης βούλησής τους, αλλά αποτέλεσμα της υποχρεωτικής συμμόρφωσής τους στους κανονισμούς λειτουργίας των φυλακών, αλλά και του φόβου τους ενόψει της δίκης και της εκκρεμότητας της εναντίον τους κατηγορίας, ούτε αποδείχθηκαν άλλα θετικά στοιχεία δυνάμενα να θεμελιώσουν την αναγνώριση του ελαφρυντικού (...). Ούτε επίσης στο πρόσωπο του δεύτερου κατηγορουμένου η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 δ' του ΠΚ, εφόσον αυτός μέχρι τώρα δεν φαίνεται να έχει επιδείξει ειλικρινή μετάνοια και να έχει επιδιώξει να μειώσει τις συνέπειες των πράξεών του, παρά το ότι, υποκριτικώς όμως, διατείνεται ότι ήδη έχει μετανοήσει, προφανώς για να επιτύχει την αναγνώριση υπέρ αυτού της εν λόγω ελαφρυντικής περιστάσεως, χωρίς όμως και να παρέχει δείγματα τέτοιας ειλικρινούς μετάνοιας, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη ότι η ανυπαρξία ειλικρινούς μετάνοιας προκύπτει και αποδεικνύεται από τον τρόπο με τον οποίο απολογήθηκε, αποφεύγοντας να αποκαλύψει το οργανωμένο σχέδιο δράσεως". Επομένως, οι σχετικοί, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ, λόγοι των αιτήσεων, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την απόρριψη των ανωτέρω αυτοτελών ισχυρισμών, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι.
Περαιτέρω, ο αναιρεσείων Χ1 ζήτησε, όπως αναφέρθηκε, να του αναγνωρισθεί και η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. α ΠΚ. Ώς προς τη συνδρομή των στοιχείων της ελαφρυντικής αυτής περιστάσεως επικαλέσθηκε ότι: "Το σύνολο της συμπεριφοράς του ανταποκρινόταν στα σύγχρονα πρότυπα οικογενειακής, επαγγελματικής και κοινωνικής ζωής, ενώ απουσίαζε από την ζωή του οποιαδήποτε αντικοινωνική εκτροπή. Τα παραπάνω προκύπτουν από το ποινικό του μητρώο και από το γεγονός ότι συνεχώς μέχρι του χρόνου τελέσεως της πράξεως είχε σταθερή και μόνιμη εργασία, χωρίς να έχει απασχολήσει για οιαδήποτε αιτία την Δικαιοσύνη. Σημειωτέον ότι η καταδίκη του δυνάμει της υπ' αριθ. 20403/82 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημ/κείου Αθηνών για τα πλημμελήματα της ανθρωποκτονίας και της σωματικής βλάβης από αμέλεια σε συνολική ποινή φυλακίσεως εξ μηνών και δεκαπέντε (15) ημερών ουδόλως αναιρεί τον πρότερο έντιμο βίο του, εφόσον πρόκειται για αδικήματα ήσσονος ποινικής απαξίας, που τελέσθηκαν μάλιστα προ 27 ετών. Περαιτέρω, μέχρι του εγκλεισμού του στις Φυλακές διατηρούσε επιχείρηση καφετερίας στο ... με την επωνυμία "COOL". Η παραπάνω επιχείρησή του λειτουργούσε νομίμως και εκπληρούσε όλες τις οικονομικές και φορολογικές του υποχρεώσεις. Όπως προκύπτει από το αναγνωσθέν πιστοποιητικό του Δημάρχου ... τυγχάνει πατέρας ενός τέκνου, του ..., ο οποίος φοιτά στο Ινστιτούτο Επαγγελματικής Κατάρτισης ΔΕΛΤΑ Θεσσαλονίκης στην ειδικότητα ΤΕΧΝΙΚΟΣ ΔΙΑΚΟΣΜΗΣΗΣ, ενώ μέχρι του χρόνου συλλήψεώς του είχε επωμισθεί εξ ολοκλήρου την ευθύνη των σπουδών του. Τέλος, όπως πιστοποιείται από την αναγνωσθείσα από 19 Ιουνίου 2007 συστατική επιστολή του Δημάρχου ..., ..., είναι ένας εργατικός, συνεργάσιμος και πολύ αγαπητός πολίτης στην κοινωνία του ..., και εκτός από την επιμέλεια και φροντίδα του γιού του ..., είναι ο μοναδικός προστάτης της υπερηλίκου μητέρας του ..., η οποία διάγει το 76° έτος της ηλικίας της, όπως και της αγάμου αδελφής του ..., ηλικίας 53 ετών. Ο άριστος και έντιμος πρότερος ατομικός, οικογενειακός και επαγγελματικός βίος του αποδεικνύεται και από τις καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων υπερασπίσεως, οι οποίοι επιβεβαίωσαν από προσωπική αντίληψη ότι υπήρξε υπόδειγμα φιλήσυχου και εργατικού ανθρώπου, και ουδέποτε έδωσε την παραμικρή αφορμή για αρνητικά σχόλια.
Συνεπώς ο πρότερος έντιμος βίος ανάγεται σε όλες τις ως άνω μορφές της κοινωνικής συμπεριφοράς του, ενώ η συγκεκριμένη πράξη αποτελεί μεμονωμένη εξαίρεση αντικοινωνικής εκτροπής". Το Δικαστήριο της ουσίας απέρριψε τον αυτοτελή αυτόν ισχυρισμό με την αιτιολογία ότι: "Ενόψει του όλου παραπάνω αποδεικτικού υλικού, το δικαστήριο δεν δέχεται ότι συντρέχει υπέρ του πρώτου κατηγορουμένου η ελαφρυντική περίσταση του ότι αυτός έζησε ως τους χρόνους που άρχισαν να γίνονται τα πιο πάνω από αυτόν διαπραχθέντα εγκλήματα έντιμη, ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή (άρθρο 84 παρ. 2α του ΠΚ), διότι (και ανεξαρτήτως της καταδίκης που φέρει στο ποινικό του μητρώο για ανθρωποκτονία και για σωματική βλάβη, από αμέλεια), ενόψει τόσο της βαρύτητας και του είδους των από τον κατηγορούμενο αυτόν διαπραχθέντων εγκλημάτων, όσο και του ότι διέπραττε κατ' εξακολούθηση τα εγκλήματα της κακουργηματικής απάτης και πλαστογραφίας και μάλιστα για πορισμό εισοδήματος, δεν δικαιολογείται στη συγκεκριμένη περίπτωση αναγνώριση της εν λόγω ελαφρυντικής περιστάσεως". Η αιτιολογία, όμως, αυτή, για την απόρριψη του εν λόγω αυτοτελούς ισχυρισμού, ο οποίος είναι σαφής και ορισμένος, δεν είναι η απαιτούμενη, σύμφωνα με τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ, ενόψει του ότι το Πενταμελές Εφετείο δεν εκθέτει περιστατικά που ανάγονται σε χρόνο προγενέστερο του χρόνου της τελέσεως των πράξεων που να δικαιολογούν την μη συνδρομή στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος της εν λόγω ελαφρυντικής περιστάσεως, αφού τα ως άνω αρνητικά περιστατικά ανάγονται στο χρονικό διάστημα που ο αναιρεσείων τέλεσε τις πράξεις, ενώ δεν περιέλαβε καμιά σκέψη σε σχέση με τα από τον αναιρεσείοντα επικαλούμενα περιστατικά. Επομένως, ο, από το άρθρο 510§1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ, λόγος της αιτήσεως αυτού, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την απόρριψη του ισχυρισμού αυτού, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός.
Περαιτέρω, κατά την αρχή που καθιερώνεται με τη διάταξη του άρθρου 463 ΚΠοινΔ, το ένδικο μέσο, άρα και αυτό της αναιρέσεως (άρθρο 462 ΚΠοινΔ), μπορεί να το ασκήσει μόνον εκείνος, στον οποίο ρητώς ο νόμος παρέχει αυτό το δικαίωμα και έχει έννομο συμφέρον για την άσκησή του στη συγκεκριμένη περίπτωση. Η ίδια αρχή ισχύει και για την προβολή κάθε λόγου του ενδίκου μέσου (Ολ. ΑΠ 1244/1986). Αν το έννομο συμφέρον ελλείπει, το ένδικο μέσο ή ο λόγος του, κατά περίπτωση, απορρίπτεται ως απαράδεκτος. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 504 παρ.3, 492, 373, 310 παρ.2, 463 και 476 του ΚΠΔ προκύπτει, ότι δικαίωμα προς άσκηση του ένδικου μέσου της αναιρέσεως, κατά του μέρους της αποφάσεως που αφορά την απόδοση ή τη δήμευση πράγματος που έχει κατασχεθεί, έχει, εκτός από τον κατηγορούμενο και τον πολιτικώς ενάγοντα και ο τρίτος, του οποίου τις αξιώσεις έκρινε το Δικαστήριο, εφόσον όμως αυτός άσκησε παρέμβαση στη δίκη και προέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τις αξιώσεις του επί των κατασχεθέντων πραγμάτων, περί των οποίων (αξιώσεων) αποφάσισε το Δικαστήριο. Διαφορετικά, αν δηλαδή αυτός δεν έχει καταστεί διάδικος με τον τρόπο που προαναφέρθηκε, δεν έχει δικαίωμα να ασκήσει αναίρεση κατά της αποφάσεως που διατάσσει τη δήμευση του κατασχεθέντος, παρά μόνον τριτανακοπή κατ' αυτής ενώπιον του αρμόδιου πολιτικού δικαστηρίου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 583, 586 παρ.1 και 587 του ΚΠολΔ, εφόσον ο αναιρεσείων δεν προσκλήθηκε στην εκκρεμή ποινική δίκη ή δεν έλαβε μέρος σε αυτήν, ως κυρίως ή προσθέτως παρεμβαίνων, είτε στο πρωτοβάθμιο είτε στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, καθόσον η απόφαση αυτή, κατά το περί δημεύσεως κεφάλαιό της, είτε επιβάλλει τη δήμευση ως ασφαλιστικό μέτρο, είτε ως παρεπόμενη ποινή, ως οδηγούσα στην κτήση της κυριότητας του δημευθέντος από το Δημόσιο πρωτοτύπως, αφότου η απόφαση γίνει αμετάκλητη, εκτός αν πρόκειται για ακίνητο, οπότε πρέπει να ακολουθήσει μεταγραφή, είναι πολιτική. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη απόφαση, διατάχθηκε η δήμευση του υπ' αριθ. κυκλ. ... ΙΧΕ αυτοκινήτου, μάρκας MERCEDES, τύπου SLK 350, με ημερομηνία εκδόσεως αδείας την 11.8.2005 στο όνομα της μνηστής του αναιρεσείοντος Χ1, ΕΕ, για το λόγο ότι αυτό αγοράσθηκε με χρήματα που προέρχονταν από την εγκληματική δραστηριότητα του αναιρεσείοντος, πράγμα το οποίο γνώριζε η ως άνω ιδιοκτήτρια αυτού. Ο αναιρεσείων, με τον τελευταίο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ, λόγο της αιτήσεώς του, πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την επιβολή της δημεύσεως του αυτοκινήτου. Ο λόγος αυτός είναι, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, απαράδεκτος για έλλειψη εννόμου συμφέροντος, γιατί μόνη δικαιουμένη να ζητήσει την απόδοση του αυτοκινήτου ήταν η ιδιοκτήτρια αυτού ΕΕ, η οποία, όμως, δεν παρενέβη στη δίκη ενώπιον του Δικαστηρίου της ουσίας και, επομένως, δεν θα εδικαιούτο να ασκήσει κατά της προσβαλλόμενης αποφάσεως αίτηση αναιρέσεως. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει: α) να απορριφθεί στο σύνολό της η αίτηση του Χ2 και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ) και β) να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς την απορριπτική του αυτοτελούς ισχυρισμού του αναιρεσείοντος Χ1 για την αναγνώριση της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84§2 εδ. α ΠΚ διάταξή της, συνακόλουθα δε και ως προς τις διατάξεις της περί επιβολής ποινών σ' αυτόν και περί καθορισμού συνολικής ποινής, και να παραπεμφθεί η υπόθεση, ως προς το σημείο αυτό, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, του οποίου η συγκρότηση από δικαστές άλλους, από εκείνους που τη δίκασαν προηγουμένως, είναι εφικτή (άρθρο 519 ΚΠοινΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ τις υπ' αριθ. 4/25.5.2009 και από 30.5.2009 (με αριθ. πρωτ. 4641/2009) αιτήσεις του Χ1 και του Χ2, αντιστοίχως, για αναίρεση της υπ' αριθ. 723/2009 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 30.5.2009 αίτηση του Χ2.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα Χ2 στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
ΑΝΑΙΡΕΙ εν μέρει την υπ' αριθ. 723/2009 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών και συγκεκριμένα ως προς την απορριπτική του αυτοτελούς ισχυρισμού του αναιρεσείοντος Χ1 για την αναγνώριση της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. α ΠΚ διάταξή της και ως προς τις διατάξεις της περί επιβολής ποινών σ' αυτόν και περί καθορισμού συνολικής ποινής.
ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση, κατά το ως άνω αναιρούμενο μέρος της, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από δικαστές άλλους, από εκείνους που τη δίκασαν προηγουμένως.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ, κατά τα λοιπά, την υπ' αριθ. 4/25.5.2009 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της ως άνω αποφάσεως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Μαΐου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 4 Ιουνίου 2010.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή