Αριθμός 195/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ ‘ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ευγενία Προγάκη, Ασπασία Μαγιάκου, Νικήτα Χριστόπουλο και Πέτρο Σαλίχο, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 21 Δεκεμβρίου 2016, με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Γ. Μ. του Ε., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Αντώνιο Γραφανάκη.
Των αναιρεσίβλητων: 1)Ι. Δ. του Ε., κατοίκου ..., ως κληρονόμου της αρχικώς ενάγουσας, Σ. συζ. Ε. Δ., 2)Κ. Δ. του Α., κατοίκου ..., 3)Ε. Δ. του Α., κατοίκου ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Ιωάννη Δρυλλεράκη ο οποίος ανακάλεσε την από 20-12-2016 δήλωση κατ ‘ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και παραστάθηκε στο ακροατήριο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 21-12-2003 .αγωγή της αρχικώς ενάγουσας Σ. Δ. δικαιοπαρόχου του 1ου αναιρεσίβλητου και του 2ου ήδη αναιρεσίβλητου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Λασιθίου.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 75/2005, 35/2011 οριστική του ιδίου Δικαστηρίου, 63/2014 του Εφετείου Ανατολικής Κρήτης.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 21-5-2014 αίτησή του και τους από 30-10-2014 πρόσθετους λόγους αυτής, που επανέφερε προς συζήτηση μετά από ματαίωση με την από 25-5-2016 κλήση του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Πέτρος Σαλίχος, ανέγνωσε την από 24-11-2014 έκθεση της κωλυομένης Αρεοπαγίτη Ελένης Διονυσοπούλου, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως.
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής, ο πληρεξούσιος των αναιρεσίβλητων ζήτησε να απορριφθούν, καθένας δε να καταδικασθεί το αντίδικο μέρος στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 1721 παρ. 1 εδ. α ‘ Α.Κ., η ιδιόγραφη διαθήκη γράφεται ολόκληρη με το χέρι του διαθέτη, χρονολογείται και υπογράφεται από αυτόν. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 1723 Α.Κ., όποιος δεν είναι ικανός να διαβάζει χειρόγραφα δεν μπορεί να συντάξει ιδιόγραφη διαθήκη. Η τελευταία αυτή διάταξη θεσπίσθηκε για να καταστεί σεβαστή η θεμελιώδης αρχή, που διέπει το δίκαιο των διαθηκών, κατά την οποία δεν υπάρχει ισχυρή διαθήκη παρά μόνον όταν αυτή εκφράζει τη θέληση του συντάκτη της. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για το κύρος της ιδιόγραφης διαθήκης απαιτείται εκτός από την ιδιόχειρη σύνταξή της, ο διαθέτης να μπορεί να διαβάσει και εννοήσει αυτά που έγραψε, ελέγχοντας έτσι αν πράγματι το κείμενο που ιδιοχείρως έχει γραφεί από αυτόν ανταποκρίνεται στην πραγματική του βούληση. Ανίκανος να διαβάζει χειρόγραφα είναι προφανώς εκείνος που δε γνωρίζει ανάγνωση και γραφή, ο οποίος σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να συντάξει ιδιόγραφη διαθήκη. Έτσι είναι άκυρη η ιδιόγραφη διαθήκη που συνέταξε διαθέτης αγράμματος, ο οποίος ιχνογράφησε μηχανικά σχέδιο διαθήκης, το οποίο έγραψε τρίτος. Την ακυρότητα της διαθήκης μπορεί να προτείνει καθένας που έχει άμεσο έννομο συμφέρον, όπως οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του διαθέτη, στους οποίους λόγω της ακυρότητας της διαθήκης περιέρχεται η κληρονομία του. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ., προκύπτει ότι λόγος αναίρεσης για ευθεία παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμόστηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμόστηκε ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ ‘ ουσίαν, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση και τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των περιστατικών στη διάταξη στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (Ολ. Α.Π. 7/2006, Ολ. Α.Π. 4/2005). Τέλος, κατά το άρθρο 559 αρ. 19 του ΚΠολΔ., ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, έλλειψη νόμιμης βάσης, λόγω ανεπαρκών ή αντιφατικών αιτιολογιών, υπάρχει, όταν από το αιτιολογικό της απόφασης, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, σύμφωνα με το νόμο, είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση ότι συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρμόσθηκε ή ότι δεν συντρέχουν οι όροι της εφαρμογής της. Ως ζητήματα δε των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί την απόφαση από νόμιμη βάση, νοούνται οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν, δηλαδή, στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του δικαιώματος, που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, όχι όμως και τα πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα που συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, για τα οποία η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης (Ολ. Α.Π. 24/1992). Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης το Εφετείο δέχθηκε κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Στις 20-10-2003 απεβίωσε στον ... η Ε. χήρα Κ. Μ., κάτοικος εν ζωή ... Μεραμβέλλου, η οποία δεν είχε τέκνα και ο σύζυγός της είχε προαποβιώσει. Η πρώτη αρχικώς ενάγουσα ήταν αδελφή της και οι λοιποί ενάγοντες ανήψια της, τέκνα προαποβιώσασας αδελφής της. Μετά τον θάνατο της ανωτέρω, με αίτηση του εναγομένου, συζύγου ανηψιάς της από αδελφό, δημοσιεύθηκε με τα με αριθμό 166/5-11-2003 πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λασιθίου και κηρύχθηκε κυρία με την με αριθμό 9/2004 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, η από 1-7- 1999 ιδιόγραφη διαθήκη της, η οποία έχει το παρακάτω περιεχόμενο: "Ιδιόγραφος διαθήκη. Εγό η ... από τις ... σηνταζιουχος του ογα διαθετο μετά το θάνατο μου τα παρακατο ακινιτα στον ανηψυιο μου … ταχυδρόμο για τεην βοηθηα κε την αγάπη του μετά το θάνατο του άνδρα μου το μιλο με το ικοπεδο που συνορευη με δρόμο,με την με το ... το ... που συνορεβι με την ... με το ... με το δρόμο το ... που συνορεβι με το δρόμο με το ... με το αδελφό μου τα ανοτερο τα έγραφα εγο η ιδία με σοασ τας φρενας ι διαθετο ... 1-7-1999 ...". Η ανωτέρω διαθέτιδα δεν είχε φοιτήσει σε καμία τάξη του σχολείου και ουδέποτε επεδίωξε να μάθει γραφή και ανάγνωση, όπως σαφώς καταθέτει ο μάρτυρας των εναγόντων, ανηψιός της από αδελφή και δεν αντικρούεται από τον μάρτυρα του εναγομένου, ο οποίος δήλωσε άγνοια περί τούτου. Η Ε. Μ. είχε μάθει μόνο να γράφει το όνομά της, το οποίο έθετε σαν υπογραφή, όποτε απαιτείτο τούτο, στις διάφορες καθημερινές συναλλαγές της (λήψη σύνταξης, υπογραφή συμβολαίων, συναλλαγές με Τράπεζες, Εφορία κλπ). Λόγω της έλλειψης γραμματικών της γνώσεων δεν συνέταξε και δεν έγραψε ουδέποτε κείμενο, δηλαδή, έστω και ανορθόγραφα, λέξεις με νοηματικό περιεχόμενο και όσα έγγραφα προσκομίζουν οι διάδικοι αλλά και τέθηκαν από αυτούς υπόψη στον δικαστικό γραφολόγο, φέρουν μόνο την υπογραφή της και αυτή μάλιστα όχι πάντα στο σύνολο της, αλλά, κάθε φορά, με παραλλαγές από παραλείψεις γραμμάτων, αναγραμματισμούς και προσθήκες άσχετων γραμμάτων. Ο εναγόμενος προς απόδειξη της γνώσης γραφής και ανάγνωσης από την διαθέτιδα, επικαλείται και προσκομίζει τις με αριθμό .../1956 και ...1956 συμβολαιογραφικές πράξεις του Συμβολαιογράφου Νεαπόλεως Λασιθίου Εμμανουήλ Μαυρογιάννη, τις οποίες υπογράφει αυτή χωρίς να δηλώσει άγνοια γραμμάτων και τις με αριθμό .../2002 και .../2003 συμβολαιογραφικές πράξεις της Συμβολαιογράφου Αγίου Νικολάου Λασιθίου Αικατερίνης Κοζύρη-Περάκη, τις οποίες υπογράφει δηλώνοντας ότι γνωρίζει γράμματα. Όμως, μόνο από τις δηλώσεις της διαθέτιδος στα έγγραφα αυτά, δεν μπορεί να συναχθεί ότι η διαθέτης ήταν εγγράμματος, όταν η ίδια, ενώ στις συμβολαιογραφικές πράξεις του έτους 1956 δεν δηλώνει αγράμματος, στις μεταγενέστερες με αριθμό ...1969 και .../1975 συμβολαιογραφικές πράξεις του Συμβολαιογράφου Αγίου Νικολάου Λασιθίου Δημητρίου Καραβελάκη, δηλώνει άγνοια γραμμάτων. Έτσι η ανωτέρω θανούσα, μη γνωρίζουσα γραφή και ανάγνωση, όπως βάσιμα υποστηρίζουν οι ενάγοντες προς θεμελίωση της αγωγής τους, δεν ήταν ικανή να αποτυπώσει την ελεύθερη βούλησή της. Η ανωτέρω διαθήκη της, όπως διαπιστώθηκε από τον γραφολόγο Μ. Π., που όρισε το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και ο οποίος διενήργησε γραφολογική πραγματογνωμοσύνη, υπογράφηκε πράγματι από την ίδια. Ο ανωτέρω γραφολόγος, αναφέρει ως προς το κείμενο της διαθήκης, ότι δεν μπορεί να καταλήξει σε επιστημονικό συμπέρασμα διότι, δεν είχε επαρκές προς τούτο υλικό, καθώς τα προς σύγκριση έγγραφα που τέθηκαν υπόψη του από τους διαδίκους, έφεραν μόνο την υπογραφή της διαθέτιδος. Όμως, κατά τα μερικότερα συμπεράσματά του, ως προς το κείμενο της διαθήκης, η γραφή έχει κατανεμηθεί ομαλά στο έγγραφο της διαθήκης, εμφανίζει στο σύνολό της ομογένεια μεγέθους, με ίδια ταχύτητα χάραξης των μορφωμάτων χαμηλή και με μέση πίεση, ώστε η διαθήκη έχει γραφεί με ελεύθερη χρήση χειρός και παρουσιάζει γνήσιο γραφικό τρόμο, ο οποίος παρατηρείται και στα έγγραφα που φέρουν την υπογραφή της διαθέτιδος και του παραδόθηκαν προς σύγκριση και τέλος, το γραφικό σύνολο "… ", το οποίο βρίσκεται στην πρώτη σειρά του κειμένου της διαθήκης, έχει γραφεί από το χέρι της διαθέτιδος.
Συνεπώς, κατά λογική ακολουθία, όλο το κείμενο έχει γραφεί από το αυτό πρόσωπο και αφού το ενδιάμεσο γραφικό σύνολο " " διαπιστώθηκε ότι γράφηκε από την Ε. Μ., άρα και όλο το κείμενο της διαθήκης γράφηκε από την ίδια. Πλην, όμως, δεδομένου ότι, όπως προεκτέθηκε, ήταν αυτή αγράμματος, ο μόνος τρόπος γραφής του κειμένου από την διαθέτιδα, σε μια τέτοια περίπτωση, ήταν η αντιγραφή όμοιου σχεδίου τρίτου και συνεπώς η διαθήκη δεν είναι έγκυρη διότι η Ε. Μ., δεν μπορούσε να ελέγξει αν το σχέδιο που συντάχθηκε από τρίτο και αντέγραψε, αποτυπώνει την πραγματική δική της θέληση, αλλά ήταν τούτο ακατάληπτο γι ‘ αυτή". Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο δέχθηκε ως κατ ‘ ουσίαν βάσιμη την ένδικη αγωγή των αναιρεσιβλήτων, αρνητική αναγνωριστική ακυρότητας ιδιόγραφης διαθήκης, αγράμματης διαθέτιδος και ακολούθως απέρριψε την έφεση του εναγομένου - ήδη αναιρεσείοντος - κατά της εκκληθείσας πρωτοβάθμιας απόφασης, που είχε δεχθεί τα ίδια. Έτσι που έκρινε το Εφετείο σε σχέση με το ουσιώδες ζήτημα του κύρους της επίμαχης διαθήκης δεν παραβίασε με εσφαλμένη εφαρμογή τις προαναφερθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1721 παρ. 1 και 1723 Α.Κ., τις οποίες ορθώς εφάρμοσε, καθόσον υπάρχει στην απόφασή του νομική ακολουθία μεταξύ των πραγματικών περιστατικών που έγιναν δεκτά από αυτήν και υπήχθησαν στις παραπάνω διατάξεις και του συμπεράσματος του δικανικού συλλογισμού. Περαιτέρω, το Εφετείο δε στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης, αφού διέλαβε σ ‘ αυτήν ως προς το ίδιο ουσιώδες ζήτημα επαρκείς αιτιολογίες, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή μη εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων, τις οποίες εφάρμοσε με τις σαφείς παραδοχές ότι η διαθέτης ήταν αγράμματη, γνώριζε μόνον να υπογράφει, η επίμαχη ιδιόγραφη διαθήκη έχει πράγματι γραφεί και υπογραφεί από την ίδια, κατ ‘ αντιγραφή όμοιου σχεδίου, που συνέταξε τρίτος, δεν μπορούσε όμως να διακρίνει αν αυτά που έγραψε ανταποκρίνονται στην πραγματική της βούληση και συνεπώς η διαθήκη αυτή είναι άκυρη. Επομένως, όσα αντίθετα υποστηρίζει ο αναιρεσείων με τους πρώτο και τρίτο λόγους του κύριου δικογράφου της αίτησης αναίρεσης και τον τρίτο πρόσθετο λόγο, αποδίδοντας στην προσβαλλόμενη απόφαση την αναιρετική πλημμέλεια της ευθείας παραβίασης των παραπάνω ουσιαστικών διατάξεων από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή, καθώς και την από τον αρ. 19 του ίδιου άρθρου πλημμέλεια της έλλειψης νόμιμης βάσης λόγω ανεπαρκών αιτιολογιών ως προς το παραπάνω ουσιώδες ζήτημα είναι αβάσιμοι. Οι περαιτέρω διαλαμβανόμενες αιτιάσεις στο υπόλοιπο μέρος του τρίτου λόγου του κύριου δικογράφου της αίτησης αναίρεσης είναι απαράδεκτες, καθόσον αφορούν ελλείψεις αναγόμενες ειδικότερα στην ανεπάρκεια της αιτιολόγησης του αποδεικτικού πορίσματος, η οποία δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, εφόσον το πόρισμα που έχει εξαχθεί από τις αποδείξεις ότι δηλαδή η επίμαχη διαθήκη είναι άκυρη αν και έχει ιδιοχείρως γραφεί και υπογραφεί από τη διαθέτη επειδή αυτή ήταν αγράμματη και συνεπώς ήταν ανίκανη να συντάξει ιδιόγραφη διαθήκη, διατυπώνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση με πληρότητα και σαφήνεια. Περαιτέρω, ο δεύτερος πρόσθετος λόγος της αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αρ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ., είναι απαράδεκτος, καθόσον οι σχετικές αιτιάσεις αφορούν απλά επιχειρήματα του αναιρεσείοντος προς στήριξη των απόψεών του, ότι η διαθέτιδα δεν ήταν αγράμματη και συνεπώς ήταν έγκυρη η διαθήκη της, που δεν υπόκεινται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ.). Κατά τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ., λόγος αναιρέσεως ιδρύεται αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγματα" νοούνται οι αυτοτελείς ισχυρισμοί που τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ασκούμενου με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, καθώς και οι λόγοι έφεσης ή αντέφεσης, που περιέχουν παράπονα κατά της πρωτοβάθμιας κρίσης (Ολ. Α.Π. 11/1996). Δεν αποτελούν πράγματα και άρα δεν ιδρύεται ο παραπάνω λόγος αναίρεσης αν δεν ληφθούν υπόψη οι ισχυρισμοί που αποτελούν απλή ή αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής, ενστάσεως καθώς και οι ισχυρισμοί που συνιστούν επιχειρήματα, πραγματικά ή νομικά, ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, από την εκτίμηση των αποδείξεων, ή από το νόμο. Δεν ιδρύεται ο λόγος αυτός της αναιρέσεως αν το δικαστήριο που δίκασε, έλαβε υπό όψη τον ισχυρισμό που προτάθηκε και τον απέρριψε για οποιονδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό. Ο λόγος αυτός της αναίρεσης δεν ιδρύεται και στην περίπτωση κατά την οποία το δικαστήριο της ουσίας στα πλαίσια της αξιολόγησης του αποδεικτικού υλικού και προς τον σκοπό του ακριβέστερου προσδιορισμού κατά το χρόνο, τόπο ή άλλων στοιχείων των εκτιθέμενων πραγματικών περιστατικών στην αγωγή που συγκροτούν την ιστορική και νομική βάση της διαφοροποιείται ως προς τα στοιχεία αυτά υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι η διαφοροποίηση αυτή δεν επάγεται αλλοίωση ως προς τα ουσιώδη στοιχεία του περιγραφόμενου στην αγωγή βιοτικού συμβάντος, ως γενεσιουργού αιτίας της διαγνωστέας έννομης συνέπειας. Με τον πρώτο λόγο της αίτησης αναίρεσης, κατά το υπόλοιπο μέρος, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αρ. 8 α ‘ του άρθρου 559 ΚΠολΔ., συνιστάμενη στο ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη για το σχηματισμό του αποδεικτικού του πορίσματος ουσιώδεις ισχυρισμούς που δεν προτάθηκαν και ειδικότερα δέχθηκε ότι η διαθέτιδα, η οποία ιδιοχείρως έγραψε την επίμαχη διαθήκη δε γνώριζε γραφή και ανάγνωση και επομένως δεν μπορούσε να αντιληφθεί τι έγραφε και δεν μπορούσε να ελέγξει αν το κείμενο της διαθήκης αποτυπώνει την πραγματική της θέληση, αλλά τούτο ήταν ακατάληπτο γι ‘ αυτήν, ενώ στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιλαμβάνονται τέτοιοι ισχυρισμοί, παρά μόνον ότι η διαθήκη δεν έχει γραφεί από το χέρι της διαθέτιδος, καθόσον αυτή δεν γνώριζε ανάγνωση και γραφή, ήταν δηλαδή αγράμματη. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, καθόσον οι παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης και τα διαλαμβανόμενα σ ‘ αυτές παραπάνω πραγματικά περιστατικά δε συνιστούν πράγματα υπό την προεκτεθείσα έννοια και δεν επάγονται τη μεταβολή της ιστορικής βάσης της αγωγής, στην οποία πράγματι δεν έχουν περιληφθεί, αλλά είναι περιστατικά που προέκυψαν κατά την ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας από τις αποδείξεις, παρεκτός του ότι δεν έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης μετά τη σαφή παραδοχή της προσβαλλόμενης απόφασης, σύμφωνα με τα συγκροτούντα την ιστορική βάση της αγωγής πραγματικά περιστατικά ότι η διαθέτιδα ήταν αγράμματη και συνεπώς ήταν αυτονόητο ότι αδυνατούσε να κατανοήσει το περιεχόμενο γραπτού κειμένου. Με το υπόλοιπο μέρος του ίδιου λόγου της αίτησης αναίρεσης, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αρ. 8 β ‘ του άρθρου 559 ΚΠολΔ., συνιστάμενη στο ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη το δέκατο πρόσθετο λόγο της έφεσης του αναιρεσείοντος κατά της πρωτοβάθμιας απόφασης, με τον οποίο διατυπώθηκε παράπονο επειδή έλαβε υπόψη ουσιώδεις ισχυρισμούς που δεν είχαν προτείνει οι ενάγοντες και ειδικότερα ότι η επίδικη διαθήκη είχε γραφεί και υπογραφεί από τη διαθέτιδα, η οποία όμως δεν ήταν ικανή να αποτυπώσει τη βούλησή της με λέξεις. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, καθόσον, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, το Εφετείο έλαβε υπόψη το σχετικό λόγο έφεσης και τον απέρριψε.- Από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 10 περ. α ‘ του ΚΠολΔ, που ορίζει ότι αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παρά το νόμο δέχτηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, ως αληθινά, χωρίς απόδειξη, προκύπτει ότι ο λόγος αυτός αναιρέσεως ιδρύεται, όταν το δικαστήριο δέχεται πράγματα, δηλαδή αυτοτελείς πραγματικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι τείνουν σε θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του δικαιώματος, που ασκείται με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση, χωρίς να έχει προσαχθεί οποιαδήποτε απόδειξη για τα πράγματα αυτά, ή όταν δεν εκθέτει από ποια αποδεικτικά στοιχεία άντλησε την απόδειξη γι ‘ αυτά. Με το δεύτερο λόγο του κύριου δικογράφου της αίτησης αναίρεσης αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση ως πλημμέλεια ότι το Εφετείο δέχθηκε χωρίς απόδειξη ότι η διαθέτιδα αντέγραψε ένα όμοιο σχέδιο διαθήκης τρίτου και με βάση αυτήν την παραδοχή δέχθηκε ως ουσιαστικά βάσιμη την ένδικη αγωγή. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, καθόσον τα προαναφερόμενα δεν αποτελούν πράγματα υπό την προεκτεθείσα έννοια αλλά συμπεράσματα του δικαστηρίου της ουσίας από την εκτίμηση των αποδείξεων. - Από τις διατάξεις των άρθρων 335 και 338 έως 340 ΚΠολΔ. προκύπτει ότι το δικαστήριο, για να σχηματίσει τη δικανική πεποίθησή του, ως προς τη βασιμότητα ή μη των προβαλλόμενων από τους διαδίκους πραγματικών γεγονότων, τα οποία ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη όλα τα νόμιμα αποδεικτικά μέσα, τα οποία επικαλούνται και προσκομίζουν νομίμως οι διάδικοι για άμεση και έμμεση απόδειξη, χωρίς να είναι ανάγκη να γίνεται ειδική μνεία και χωριστή αξιολόγηση του καθενός από αυτά, κατ ‘ αντιδιαστολή προς τα άλλα αποδεικτικά μέσα, τα οποία φέρονται ότι λήφθηκαν υπόψη προς σχηματισμό της κρίσης του. Δεν αποκλείεται το δικαστήριο της ουσίας να μνημονεύει και να εξαίρει μερικά από τα αποδεικτικά μέσα, λόγω της, κατά την ελεύθερη κρίση του, μεγαλύτερης σημασίας τους, αρκεί να καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο, από το όλο περιεχόμενο της αποφάσεως, ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα τα οποία επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν νομίμως οι διάδικοι. Η παράβαση της υποχρεώσεως αυτής ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 559 αρ.11 περ.γ ‘ ΚΠολΔ., υπό την αποκλειστική προϋπόθεση ότι το πραγματικό γεγονός, το οποίο επικαλείται ο διάδικος, ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, αφού μόνο ένα τέτοιο (ουσιώδες) γεγονός, καθίσταται αντικείμενο αποδείξεως. Εξάλλου, επί παραπόνου για μη λήψη υπόψη αποδεικτικών μέσων, που προσκομίσθηκαν με επίκληση, πρέπει για το παραδεκτό του λόγου αυτού, να εξειδικεύονται στο αναιρετήριο τα αποδεικτικά μέσα, να προσδιορίζεται το περιεχόμενό τους και το παραδεκτό της προσαγωγής τους να καθορίζεται δε ο ισχυρισμός το βάσιμο ή αβάσιμο του οποίου θα αποδεικνυόταν με τα αποδεικτικά αυτά μέσα, καθώς και οι λόγοι για τους οποίους ο ισχυρισμός αυτός ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Με τον πρώτο πρόσθετο λόγο της αίτησης αναίρεσης, ο αναιρεσείων προβάλλει αιτιάσεις από τον αρ. 11γ ‘ του άρθρου 559 ΚΠολΔ., ισχυριζόμενος ότι το Εφετείο για το σχηματισμό του αποδεικτικού του πορίσματος δεν έλαβε υπόψη και δε συνεκτίμησε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων την υπ ‘ αριθμ. 9/2004 απόφαση και τα πρακτικά του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου, με τις περιλαμβανόμενες σ ‘ αυτά καταθέσεις μαρτύρων, με την οποία κηρύχθηκε κυρία η επίμαχη διαθήκη, την οποία απόφαση προσκόμισε και επικαλέστηκε με τις προτάσεις του στο δικαστήριο της ουσίας προς απόδειξη του ισχυρισμού του περί της εγκυρότητας της ίδιας διαθήκης, με την οποία (απόδειξη) αυτός βαρυνόταν, ως εναγόμενος στην ένδικη αρνητική αναγνωριστική της ακυρότητας αυτής αγωγή. Από την επισκόπηση των προτάσεων του αναιρεσείοντος, που κατέθεσε, ως εκκαλών, στο Εφετείο προκύπτει ότι επικαλέστηκε και δήλωσε ότι προσκομίζει μεταξύ άλλων και τα παραπάνω έγγραφα. Από την περιλαμβανόμενη στην προσβαλλόμενη απόφαση ρητή βεβαίωση του Εφετείου ότι στο αποδεικτικό του πόρισμα κατέληξε αφού έλαβε υπόψη όλα τα έγγραφα, τα οποία είχαν επικαλεστεί και προσκομίσει νομίμως οι διάδικοι, και από το περιεχόμενο της απόφασης, δε γεννάται αμφιβολία ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε με τις υπόλοιπες αποδείξεις και τα έγγραφα αυτά για να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα, παρόλο που δεν μνημονεύει ειδικώς και δεν αξιολογεί χωριστά τις περιλαμβανόμενες στα σχετικά πρακτικά καταθέσεις των μαρτύρων. Επομένως είναι αβάσιμος ο λόγος αυτός της αναίρεσης. - Τα διδάγματα της κοινής πείρας, δηλαδή οι αρχές για την εξέλιξη των πραγμάτων, που συνάγονται από την παρατήρηση του καθημερινού βίου, την επιστημονική έρευνα και την επαγγελματική ενασχόληση, μπορούν να χρησιμοποιηθούν είτε για την ερμηνεία των κανόνων δικαίου, είτε για να εξακριβωθεί η βασιμότητα πραγματικών περιστατικών, που αποτέλεσαν το αντικείμενο της απόδειξης (άρθρο 336 παρ.4 ΚΠολΔ.), είτε για να γίνει, μετά την εξακρίβωση της βασιμότητας αυτών υπαγωγή τους σε νομικούς κανόνες (Ολ. Α.Π. 8/2005). Κατά δε το άρθρο 559 αρ.1 β ‘ ΚΠολΔ., η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας δημιουργεί λόγο αναιρέσεως αν το δικαστήριο της ουσίας παρέβη δίδαγμα της κοινής πείρας, που αφορά την ερμηνεία κανόνα ουσιαστικού δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε αυτόν. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ιδρύεται λόγος αναίρεσης, που για να είναι ορισμένος, πρέπει να αναφέρονται σ ‘ αυτόν τα διδάγματα της κοινής πείρας που παραβιάσθηκαν, όταν το δικαστήριο εσφαλμένα χρησιμοποιεί ή παρέλειψε να χρησιμοποιήσει διδάγματα από την κοινή πείρα, έστω και αυτεπάγγελτα για την ανεύρεση της αληθινής έννοιας κανόνα δικαίου ή για την υπαγωγή σε αυτόν των πραγματικών γεγονότων, όχι όμως όταν το δικαστήριο παραβαίνει τα διδάγματα αυτά κατά την εκτίμηση των αποδείξεων. Με το τρίτο μέρος του τρίτου λόγου του κύριου δικογράφου της αίτησης αναίρεσης και τον τέταρτο πρόσθετο λόγο αυτής αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αρ. 1β ‘ του άρθρου 559 ΚΠολΔ., της παραβίασης των διδαγμάτων της κοινής πείρας από το δικαστήριο της ουσίας κατά την υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών, που δέχθηκε ανελέγκτως, στους κανόνες των άρθρων 1721 και 1723 Α.Κ., στη συνδρομή των όρων των οποίων στήριξε το αποδεικτικό του πόρισμα ότι ήταν άκυρη η επίμαχη διαθήκη, καθόσον δέχθηκε ότι η διαθέτιδα ουδέποτε έγραψε κείμενο, μόνο έθετε την υπογραφή της, καθώς και ότι η διαθήκη της είναι ιδιόγραφη αλλά το περιεχόμενό της ήταν ακατάληπτο γι ‘ αυτήν και ότι αντέγραψε σχέδιο τρίτου, ενώ σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας κάθε άνθρωπος τουλάχιστον 64 ετών έχει μάθει εμπειρικά το σχήμα και τον ήχο των γραμμάτων, δηλαδή να αναγνωρίζει στοιχειωδώς τα γράμματα και να τα διαβάζει ή να τα γράφει και όταν έχει καθημερινές συναλλαγές με τράπεζες, συμβόλαια, Εφορία, μπορεί να γράψει ένα απλό κείμενο και να το κατανοήσει, ότι αυτή η εμπειρική γνώση δημιουργείται μέσα στην καθημερινότητα και από την παρατήρηση απλών κειμένων της ζωής, όπως πινακίδων γύρω του και να μπορεί να τα διαβάσει ή να τα γράψει έστω ελάχιστα και ότι ο αγράμματος που θέλει να αντιγράψει ένα κείμενο και να το εμφανίσει ως δικό του απευθύνεται σε κάποιον που γνωρίζει γράμματα και συνεπώς το κείμενό του θα έχει καθόλου ή λίγα ορθογραφικά λάθη και ο αγράμματος αν δεν ήταν σίγουρος γι ‘ αυτό που έγραψε θα κατέφευγε σε πρόσωπο της εμπιστοσύνης του για να το διαβάσει και να βεβαιωθεί για το περιεχόμενό του. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, καθόσον τα παρατιθέμενα συμπεράσματα δεν έχουν χαρακτήρα διδάγματος κοινής πείρας με την προεκτεθείσα έννοια, αλλά αποτελούν απλά επιχειρήματα για τη στήριξη των απόψεων του αναιρεσείοντος περί της εγκυρότητας της επίμαχης διαθήκης, επειδή η διαθέτιδα, που έγραψε αυτήν ιδιοχείρως, γνώριζε ανάγνωση και γραφή, δεν χρησιμοποιήθηκαν δε κατά την υπαγωγή στους παραπάνω κανόνες ουσιαστικού δικαίου πραγματικών περιστατικών, αλλά όπως προκύπτει από το περιεχόμενό τους, η μη χρησιμοποίησή τους ανάγεται στην εκτίμηση των αποδείξεων για την εξακρίβωση της βασιμότητας των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης. Κατ ‘ ακολουθίαν αυτών, πρέπει η ένδικη αίτηση αναίρεσης και οι από 21-1-2015 πρόσθετοι επ ‘ αυτής λόγοι να απορριφθούν στο σύνολό τους, να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ., που προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 4055/2012, παραβόλου και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων, ως ηττηθείς διάδικος, στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσίβλητων (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ.), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.-
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 10-7-2014 αίτηση και τους από 2-1-2015 πρόσθετους επ ‘ αυτής λόγους του Γ. Μ. για αναίρεση της υπ ‘ αριθμ. 73/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κρήτης.
Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσίβλητων, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 24 Ιανουαρίου 2017.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 1η Φεβρουαρίου 2017.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ