Αριθμός 853/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1’ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεράσιμο Φουρλάνο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Πέππα, Γεώργιο Λέκκα, Πηνελόπη Ζωντανού και Αθανάσιο Καγκάνη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ, δημόσια στο ακροατήριό του, στις 11 Ιανουαρίου 2016, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Γ. (Ρ.) Θ. - Λ. συζύγου Α. Λ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αντώνιο Αλεξανδρή και δεν κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσιβλήτου: Ε. Κ. του Ν., κατοίκου ..., η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου της Ιωάννη Ιωσηφέλλη και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 11/7/2006 αγωγή της ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 985/2008, μη οριστική και 2484/2012, οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 4522/2014 του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 24/12/2014 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο Εισηγητής, Αρεοπαγίτης Αθανάσιος Καγκάνης, ανέγνωσε την, από 23/12/2015, έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη των λόγων της αναίρεσης.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος της αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ.2, 118 παρ.4 και 216 παρ.1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, το αγωγικό δικόγραφο πρέπει να να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων, τα οποία θεμελιώνουν, κατά νόμο, την αγωγή και δικαιολογούν την άσκηση αυτής από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Η έκθεση στο δικόγραφο της αγωγής των πραγματικών περιστατικών, τα οποία πρέπει να είναι όσα είναι νομικώς ικανά και αναγκαία για τη θεμελίωση του δικαιώματος, η προστασία του οποίου ζητείται και τα οποία πρέπει να αναφέρονται με τέτοια σαφήνεια, ώστε να εξατομικεύουν την επίδικη έννομη σχέση, χωρίς να καταλείπεται αμφιβολία περί της αξιώσεως, η οποία απορρέει από αυτά, είναι απαραίτητη για να υπάρχει η δυνατότητα, στο μεν δικαστήριο να κρίνει τη νομική βασιμότητα της αγωγής και να διατάξει τις δέουσες αποδείξεις, στο δε εναγόμενο να μπορεί να αμυνθεί κατά της αγωγικής αξιώσεως, που θεμελιώνεται επ’ αυτών με ανταπόδειξη ή ένσταση, Εξ άλλου, από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων, μ’ αυτές των άρθρων 914, 297 και 298 ΑΚ, προκύπτει, ότι, στην αγωγή προς αποζημίωση από αδικοπραξία, για την πληρότητα του δικογράφου, πρέπει να αναφέρονται πλην άλλων και τα περιστατικά εκείνα, που συνιστούν την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εναγομένου. Η συμπεριφορά αυτή μπορεί να συνίσταται, όχι μόνο σε θετική πράξη, αλλά και σε παράλειψη, εφ’ όσον εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωμένος σε πράξη από το νόμο, τη δικαιοπραξία, ή από την καλή πίστη κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη. Πρέπει, περαιτέρω, να αναφέρονται τα γεγονότα, που δικαιολογούν την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς και της ζημίας που επήλθε στον ενάγοντα, καθώς και τα στοιχεία εκείνα που προσδιορίζουν τη θετική και αποθετική ζημία του ενάγοντος. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 24 του α.ν. 1565/1939 "περί Κωδικός ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος", που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 47 του ΕισΝΑΚ "Ο ιατρός οφείλει να παρέχει μετά ζήλου, ευσυνειδησίας και αφοσίωσης την ιατρικήν αυτού συνδρομήν, συμφώνως προς τας θεμελιώδεις αρχάς της ιατρικής επιστήμης και της κτηθείσης πείρας, τηρώντας τας ισχύουσας διατάξεις περί διαφυλάξεως της υγείας των ασθενών και προστασίας των υγιών". Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με εκείνες που προαναφέρθηκαν, προκύπτει, ότι ο ιατρός ευθύνεται σε αποζημίωση για τη ζημία που έπαθε ο ασθενής πελάτης του από κάθε αμέλεια του, ακόμη και ελαφρά, εάν, κατά την εκτέλεση των ιατρικών καθηκόντων του, παρέβη την υποχρέωση επιμελείας του να ενεργήσει σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης. Αντιθέτως, δεν φέρει καμιά ευθύνη αν ενήργησε σύμφωνα με τους πιο πάνω κανόνες (lege artis), και, ειδικότερα, όπως θα ενεργούσε κάτω από τις ίδιες συνθήκες και περιστάσεις και έχοντας στη διάθεση του τα ίδια μέσα ένας μέσος, συνετός και επιμελής ιατρός. Από τα ανωτέρω συνάγεται και κατά νομολογιακή παραδοχή γίνεται δεκτό, ότι ο ιατρός οφείλει να παρέχει την ζητηθείσα ιατρική συνδρομή όχι μόνο, όπως ορίζει το άρθρο 330 ΑΚ, κατά το μέτρο της επιμέλειας που απαιτείται στις συναλλαγές, αλλά με ζήλο, ευσυνειδησία και αφοσίωση, σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης και της κτηθείσης πείρας, επιδεικνύοντας επιμέλεια πέραν της απαιτουμένης στις συναλλαγές, από το άρθρο 330 ΑΚ. Ωστόσο, η ανωτέρω παραδοχή, ότι η επιμέλεια που απαιτείται από τον ιατρό πρέπει να είναι "ιδιαίτερη και αυξημένη", δεν προσθέτει κάτι νέο στο άρθρο 330 ΑΚ, καθώς με ορθή ερμηνευτική του προσέγγιση για τον καθορισμό του μέτρου της επιμέλειας, που απαιτείται κατά την παροχή των ιατρικών υπηρεσιών, ασφαλώς και θα ληφθούν υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ιατρικής δραστηριότητας, όπως είναι, ιδίως, η εγγενής επικινδυνότητά της για αγαθά της προσωπικότητας με μεγάλη βαρύτητα (ζωή, υγεία) και η υπαγωγή της σε "κανόνες" ή πρότυπα συμπεριφοράς, που καθορίζονται από την επιστήμη και εμπειρία. Η άποψη αυτή αποδίδει την κρατούσα αντικειμενική θεωρία για την αμέλεια, σύμφωνα με την οποία, ως μέτρο σύγκρισης λαμβάνεται υπόψη όχι η συμπεριφορά, που μπορούσε να επιδείξει ο ίδιος ο δράστης, αλλά η συμπεριφορά που μπορούσε να επιδείξει ο μέσος εκπρόσωπος του επαγγέλματος, δηλαδή ο τυπικός εκπρόσωπος του κύκλου του. Κατ’ εφαρμογή των ανωτέρω, στο χώρο της ιατρικής ευθύνης γίνεται δεκτό, ότι θα γίνεται κάθε φορά αναγωγή στην ειδικότητα του κάθε ιατρού για την ανεύρεση του προτύπου επιμέλειας, το οποίο σχηματίζεται από τα κατά κοινή συνείδηση και αντικειμενική κρίση, δεοντολογικώς κρατούντα σε ορισμένη ειδικότητα ιατρού. Τα όρια του κριτηρίου αυτού αναδεικνύονται σε περιπτώσεις όπου η επιβαλλόμενη επιμέλεια του ιατρού της οικείας ειδικότητας τηρείται, αλλά η ζημία θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί με την τήρηση μεγαλύτερης (εξιδιασμένης) επιμέλειας. Για τη θεμελίωση της (αδικοπρακτικής) ιατρικής ευθύνης απαιτείται παράνομη και υπαίτια πρόκληση ζημίας. Αμφότερες οι προϋποθέσεις αυτές (παρανομία και υπαιτιότητα) συντρέχουν ταυτοχρόνως, με βάση τη θεώρηση της αμέλειας, ως μορφής πταίσματος και ως μορφής παρανομίας ("διπλή λειτουργία της αμέλειας"). Έτσι, αν, στο πλαίσιο μιας ιατρικής πράξης, παραβιασθούν οι κανόνες και αρχές της ιατρικής επιστήμης και εμπειρίας ή (και) οι, εκ του γενικού καθήκοντος πρόνοιας και ασφάλειας, απορρέουσες υποχρεώσεις επιμέλειας του μέσου συνετού ιατρού της ειδικότητας του ζημιώσαντος, τότε η συμπεριφορά αυτή είναι παράνομη και, συγχρόνως, υπαίτια [ΑΠ 687/2013, ΑΠ 1693/2013, ΑΠ 1741/2013, ΑΠ 424/2012, ΑΠ 1444/2012, ΑΠ 1227/2007 (ΝΟΜΟΣ)]. Τέλος, η ανεπάρκεια των πραγματικών περιστατικών που εκτίθενται στην αγωγή σε σχέση με αυτά που απαιτούνται από το νόμο για τη θεμελίωση της, χαρακτηρίζεται ως νομική αοριστία και ελέγχεται με τον αναιρετικό λόγο από τον αριθμό 1 του αρθρ. 559 ΚΠολΔ, ως παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, εφόσον το δικαστήριο της ουσίας έκρινε τελικά ως ορισμένη την αγωγή, αρκούμενο σε λιγότερα ή διαφορετικά στοιχεία από αυτά που απαιτεί ο νόμος. Με τον ίδιο λόγο ελέγχεται και το σφάλμα του δικαστηρίου της ουσίας να κρίνει ως αόριστη την αγωγή, αξιώνοντας για τη θεμελίωση της περισσότερα στοιχεία από όσα απαιτεί ο νόμος για τη θεμελίωση του επιδίκου δικαιώματος (Ολ ΑΠ 18/1998). Αντίθετα, η έλλειψη εξειδίκευσης των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν, κατ’ αρχήν, το ασκούμενο με την αγωγή ουσιαστικό δικαίωμα και αποτελούν την προϋπόθεση εφαρμογής του αντίστοιχου κανόνα ουσιαστικού δικαίου χαρακτηρίζεται ως ποσοτική αοριστία της αγωγής, και ελέγχεται αναιρετικά με το λόγο από, τον αριθ. 14 του αρθρ. 559 ΚΠολΔ (Ολ. ΑΠ 1573/1981, ΑΠ 825/2015, ΑΠ 579/2015, ΑΠ 697/12, ΑΠ 1495/09). Η νομική αυτή παραδοχή τελεί υπό την προϋπόθεση, ότι η κυριαρχική εκτίμηση του δικογράφου της αγωγής από το δικαστήριο της ουσίας, ανταποκρίνεται στο πραγματικό περιεχόμενο αυτής. Σε αντίθετη περίπτωση, στοιχειοθετείται ο προβλεπόμενος από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 8 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως με την έννοια, ότι δεν λήφθηκε υπόψη αγωγικός ισχυρισμός, θεμελιωτικός του φερομένου προς διάγνωση δικαιώματος, ο οποίος διαφοροποιεί την εκτίμηση για αοριστία της αγωγής ή αντιστρόφως λήφθηκε υπόψη ισχυρισμός, που δικαιολογούσε την νομική ή ποιοτική επάρκεια της αγωγής, ο οποίος δεν προτάθηκε με το δικόγραφο της (ΑΠ 880/2010, ΑΠ 1495/2009).
Με τον πρώτο λόγο της αναίρεσης προβάλλεται από την αναιρεσείουσα η από το άρθρο 559 αρ. 14 ΚΠολΔ, αιτίαση με την επίκληση ότι, η προσβαλλομένη απόφαση, παρά το νόμο, δέχθηκε το ορισμένο του δικογράφου της κατ’ αυτής από την αναιρεσίβλητη εγερθούσας και επί των διατάξεων των άρθρων 914, 297, 298, 932 ΑΚ και 24 α.ν. 1565/39 "περί Κώδικος ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος" θεμελιωθείσας ένδικής αγωγής, με την οποία η τελευταία ζήτησε την καταψήφισή της στην καταβολή του ποσού των 235.320 ευρώ, ως αποζημίωση και χρηματική της ικανοποίηση για την υλική ζημία και την ηθική, βλάβη, την οποία φέρεται ότι υπέστη από την περιγραφόμενη σ’ αυτήν αδικοπρακτική συμπεριφορά της αναιρεσείουσας (σωματική βλάβη από αμέλεια αποδιδόμενη στην αναιρεσείουσα - ιατρό και γενόμενη κατά την εκτέλεση των ιατρικών καθηκόντων της) παραλείποντας να κηρύξει το απαράδεκτο αυτού (δικόγραφο), λόγω αοριστίας, απορρέουσας από την ελλιπή εξειδίκευση των θεμελιωτικών της επικαλουμένης αδικοπρακτικής συμπεριφοράς και της προκληθείσας ζημίας πραγματικών περιστατικών. Στην προκειμένη περίπτωση από την παραδεκτή (αρθ.561 παρ.2 ΚΠολΔ) επισκόπηση του δικογράφου της ένδικης αγωγής και της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι με την από 11-7-2006 [ως άνω] αγωγή οι γονείς της αναιρεσίβλητης, ως ασκούντες από κοινού τη γονική μέριμνα της, κατά τον χρόνο εκείνο, ανήλικης και ήδη ενηλικιωθείσας αναιρεσίβλητης εξέθεσαν ότι "κατά το μήνα Μάιο του έτους 2000, η εναγόμενη, (αναιρεσείουσα) οδοντίατρος, ανέλαβε να διενεργήσει οδοντιατρικές και ορθοδοντικές εργασίες στην οδοντοστοιχία της, ανήλικης (τότε) θυγατέρας τους προκειμένου να αντιμετωπιστεί πρόβλημα ανατολής ευμεγεθών μονίμων οδόντων. Κατά τη διάρκεια της θεραπείας αυτής, η οποία συνεχίστηκε μέχρι τον μήνα Μάιο του έτους 2004, η εναγόμενη τοποθέτησε ειδικούς ελαστικούς δακτυλίους, "λαστιχάκια" στην οδοντοστοιχία της, υποδεικνύοντας της ότι δεν έπρεπε να αφαιρούνται, ούτε κατά τη διάρκεια της νύκτας. Λίγες ημέρες αργότερα και ενώ αυτή (ενάγουσα) ακολουθούσε επακριβώς τις υποδείξεις της, άρχισε να νιώθει έντονους πόνους, ενώ οι ειδικοί ελαστικοί δακτύλιοι "λαστιχάκια" εξαφανίστηκαν. Η εναγόμενη ενημερώθηκε αμέσως προς τούτο, ωστόσο καθησύχασε αυτή και τους γονείς της και της χορήγησε αναλγητικά φάρμακα, χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Τελικά οι τελευταίοι αναγκάστηκαν να απευθυνθούν σε άλλους ιατρούς διαφόρων ειδικοτήτων και, μετά από σειρά εξειδικευμένων ιατρικών εξετάσεων, στις οποίες υποβλήθηκε αυτή (ενάγουσα), διαπιστώθηκε ότι "οι ειδικοί ελαστικοί δακτύλιοι "λαστιχάκια" είχαν εισχωρήσει πολύ βαθιά στα ούλα, με αποτέλεσμα να απορροφηθούν απ’ αυτά και να προκληθεί, εκτός των άλλων, έντονη φλεγμονή, οίδημα και καθίζηση των ούλων στην περιοχή των άνω κεντρικών τομέων, οι οποίοι ήταν "ενωμένοι" με σύνθετη ρητίνη, που επεκτεινόταν και υποουλικά, ενώ βρίσκονταν σε τραυματική σύγκλειση με τους τομείς της κάτω γνάθου, καθώς και έντονη κινητικότητα των δοντιών 11 και 21 και αιμορραγία αυτών κατά την ανίχνευση". Τελικά οι ειδικοί ελαστικοί δακτύλιοι αφαιρέθηκαν μετά από χειρουργική επέμβαση, στην οποία υποβλήθηκε (η ενάγουσα), στις 14-1-2005, από τον γναθοχειρουργό, Κ. Ν., και στη συνέχεια ακολουθήθηκε θεραπεία αποκατάστασης, ωστόσο η οδοντοστοιχία της έχει υποστεί μόνιμη βλάβη, ενώ στο μέλλον απαιτείται να υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση για προσθετική αποκατάσταση των δοντιών 11 και 21, με δημιουργία οστικού μοσχεύματος και εμφυτεύματα, όπως αναλυτικό εκτίθεται στην αγωγή. Η βλάβη αυτή οφείλεται σε αμελή συμπεριφορά της εναγομένης - οδοντιάτρου, η οποία, κατά την άσκηση των ιατρικών της καθηκόντων, δεν ενήργησε, όπως όφειλε και μπορούσε, σύμφωνα με τους ενδεδειγμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης και ειδικότερα, αφενός μεν χρησιμοποίησε ελαστικό νήμα γύρω από τη βάση των δοντιών, χωρίς προηγουμένως αυτό, είτε να έχει σταθεροποιηθεί με κάποιου είδους συνδετήρα ή άγκιστρο, είτε να έχει συνδεθεί απευθείας με τα δόντια ή με τους ορθοδοντικούς συνδέσμους αφετέρου δε, μολονότι ενημερώθηκε ότι οι ειδικοί ελαστικοί δακτύλιοι είχαν εξαφανιστεί και ότι η αυτή (ενάγουσα) υπέφερε από έντονο άλγος, σε ουδεμία ενδεδειγμένη ιατρική ενέργεια προέβη, προς αποφυγή ή μείωση της ανωτέρω προκληθείσης βλάβης, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην ένδικη αγωγή. Περαιτέρω, η ενάγουσα εκθέτει ότι, εξαιτίας της ανωτέρω παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς της εναγομένης, υπέστη και θα υποστεί στο μέλλον μείωση της περιουσίας της, η οποία προέρχεται από δωρεές των γονέων και των παππούδων της και προοριζόταν για την κάλυψη των σπουδών της, καθώς και ηθική βλάβη, η οποία πρέπει να αποκατασταθεί. Με βάση τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά... η ενάγουσα ζητεί: Α) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να της καταβάλει α) το ποσό των 6.520 ευρώ για τη δαπάνη, στην οποία υποβλήθηκε για την αμοιβή τόσο της ιδίας (εναγομένης), για τις υπηρεσίες που της παρείχε κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα, όσο και των λοιπών θεραπόντων ιατρών, για διαγνωστικές ιατρικές εξετάσεις, καθώς και για οδοντιατρικές και ορθοδοντικές εργασίες, που διενήργησαν, για την αποκατάσταση της προκληθείσας βλάβης, όπως αναλυτικά οι επιμέρους υπηρεσίες εκτίθενται στην αγωγή, β) το ποσό (60 Χ 80=) 4.800 ευρώ, στο οποίο αντιστοιχεί η δαπάνη, στην οποία θα υποβαλλόταν στο μέλλον για μηνιαία επίσκεψη στους θεράποντες ιατρούς της, για χρονικό διάστημα εξήντα (60) μηνών από την άσκηση της αγωγής μέχρι την ενηλικίωση της, γ) το ποσό των (60 Χ 100=) 6.000 ευρώ, στο οποίο αντιστοιχεί η δαπάνη, στην οποία θα υποβαλλόταν στο μέλλον για μηνιαία ορθοδοντική θεραπεία, για το ανωτέρω χρονικό διάστημα των εξήντα (60) μηνών, δ) το ποσό των (60 Χ 100=) 6.000 ευρώ, στο οποίο αντιστοιχεί η δαπάνη, στην οποία θα υποβαλλόταν στο μέλλον για τη λήψη ειδικής βελτιωμένης διατροφής (κρέας, φρούτα, ψάρι) για το ίδιο, ως άνω, χρονικό διάστημα, ε) το ποσό των (60 Χ 50=) 3.000 ευρώ, στο οποίο αντιστοιχεί η δαπάνη, στην οποία θα υποβαλλόταν στο μέλλον για την μετάβαση της μηνιαίως από την οικία της στη ... προς τους θεράποντες ιατρούς της στη ... και την επιστροφή της, στ) το ποσό των 9.000 ευρώ, στο οποίο αντιστοιχεί η δαπάνη, στην οποία θα υποβληθεί για μελλοντική χειρουργική επέμβαση προσθετικής αποκατάστασης, με εμφυτεύματα, των δοντιών 11 και 21 και ζ) το ποσό των 50.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, που υπέστη από την ανωτέρω αδικοπρακτική συμπεριφορά της και Β) να αναγνωριστεί ότι η εναγόμενη οφείλει να της καταβάλει το ποσό των 150.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της, ως άνω, ηθικής βλάβης". Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, η οποία, (πλην άλλων) απέρριψε ως αβάσιμο τον πρωτοδίκως επίσης απορριφθείσα και με την ασκηθείσα (εναγομένη) έφεση επαναφερθέντα ισχυρισμό αοριστίας αυτής δεχθείσα ότι "η αγωγή είναι ορισμένη και περιέχει όλα τα αναγκαία στοιχεία για τη θεμελίωση της στις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 299, 330 εδ. β’ , 914, 929 εδ. α’ , 930 εδ. α’ και β’ , 932, 345, 346 του ΑΚ, 70 του ΚΠολΔ, 314 παρ. 1 ΠΚ, άρθρο 24 του α.ν. 1565/1939 "περί Κωδικός ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος".
Έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παρέλειψε, παρά το νόμο, να κηρύξει το απαράδεκτο, λόγω αοριστίας, της ένδικης αγωγής αφού στο δικόγραφο της διαλαμβάνονται όλα τα από τις προδιαληφθείσες διατάξεις (άρθρα 216 ΚΠολΔ 914, 330, 929. 930, 932 ΑΚ 24 ν.1565/1939) απαιτούμενα και στη μείζονα σκέψη αναφερόμενα για την πληρότητά του στοιχεία και ειδικότερα α) η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της αναιρεσείουσας - εναγομένης ιατρού με λεπτομερή αναφορά των θεμελιωτικών αυτής πράξεων και παραλείψεων κατά την εκτέλεση των ιατρικών της καθηκόντων β) η προκληθείσα βλάβη της οδοντικής υγείας της αναιρεσίβλητης (παθούσας) με επακριβή προσδιορισμό της εξ αυτής προσγενομένης ηθικής βλάβης και υλικής ζημίας συνισταμένης (της τελευταίας), πλην άλλων, και στη δαπάνη αφενός λήψεως βελτιωμένης διατροφής με λεπτομερή προσδιορισμό τόσο του είδους όσο και του ύψους αυτής (γαλακτοκομικά προϊόντα, κρέας, ψάρι, φρούτα αξίας 100ευρώ το μήνα όσο και του απαιτούμενου χρόνιων διαστήματος (60 μήνες) και αφετέρου μεταφοράς ύψους 3.000€, με τη λεπτομερή επίκληση "της αναγκαιότητας πραγματοποιήσεως δύο επισκέψεων ανά μήνα με ΤΑΧΙ από την οικία της (...) στους θεράποντες ιατρούς (...) για χρόνιο διάστημα 60 μηνών και γ) ο αιτιώδης σύνδεσμός μεταξύ της ζημιογόνου συμπεριφοράς και της επελθούσας ζημίας. Η κατά τα άνω λεπτομερής αναφορά των θεμελιωτικών της ασκούμενης αγωγικής αξίωσης πραγματικών περιστατικών ανταποκρίνεται στην απαιτούμενη από τη διάταξη του άρθρου 216 ΚΠολΔ "ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν κατά το νόμο την αγωγή", αφού με τον τρόπο αυτό εξυπηρετείται ο επιδιωκόμενος από τις εν λόγω διατάξεις σκοπός, της παροχής, δηλαδή, της δυνατότητας στο μεν δικαστήριο να ερευνήσει τη νομική βασιμότητα της καταγόμενης προς κρίση αξιώσεως, στο δε εναγόμενο να αμυνθεί ικανοποιητικώς (ΑΠ 43/2015) με αποτέλεσμα να ελέγχεται αρνητικά, κρινομένη απορριπτέα ως αβάσιμη η προβαλλόμενη, με τον από το άρθρο 559 αρ.14 ΚΠολΔ πρώτο λόγο, αιτίασης. Στον ίδιο αναιρετικό λόγο, γίνεται αναφορά (κύρια και επικουρική) στους αναιρετικούς λόγους από το άρθρο 559 αρ.10, και 9. Όμως, στα πλαίσια του λόγου αυτού, τούτο γίνεται εντελώς αόριστα και απαράδεκτα, αφού ούτε ποια πραγματικά περιστατικά έγιναν δεκτά αν και ήταν αναπόδεικτα, ούτε προσδιορίζεται γιατί συντρέχει λόγος αναίρεσης...κατ’ αρθρο 559 αρ.9 και κατ’ άρθρο 559 αρ.10 ΚΠολΔ). Κατά τη διάταξη του άρθρου 929 εδ α του ΑΚ, που ορίζει, ότι σε περίπτωση βλάβης του σώματος ή της υγείας προσώπου η αποζημίωση περιλαμβάνει εκτός από τα νοσήλια και τη ζημία που έχει ήδη επέλθει οτιδήποτε ο παθών θα στερείται στο μέλλον ή θα ξοδεύει επιπλέον, εξ αιτίας της αύξησης των δαπανών του, προκύπτει ότι ο παθών μπορεί να απαιτήσει την αποκατάσταση της μελλοντικής θετικής ζημίας του, η οποία περιλαμβάνει, ορισμένες, συνήθως επαναλαμβανόμενες και διαρκείς δαπάνες, που γίνονται για τον περιορισμό ή την ελάφρυνση των δυσμενών συνεπειών, οι οποίες παραμένουν στον παθόντα μετά την αποκατάσταση της σωματικής βλάβης. Κατ’ εξαίρεση δε, μπορεί το Δικαστήριο, όταν το ζητήσει ο παθών και συντρέχει σπουδαίος λόγος, να τις επιδικάσει σε κεφάλαιο εφ’ άπαξ. Σπουδαίος λόγος υπάρχει, όταν συγκεντρωμένη η αποζημίωση μπορεί να εξυπηρετήσει καλύτερα τα συμφέροντα του δικαιούχου ή όταν υπάρχουν δυσμενείς προσωπικοί ή οικονομικοί λόγοι στην πλευρά του υπόχρεου της αποζημίωσης. Ως κεφάλαιο εφ’ άπαξ, κατά την έννοια του άρθρου 930 παρ. 1 ΑΚ, νοείται το σύνολο των μελλοντικών δόσεων που δεν υπόκειται σε μείωση για οποιοδήποτε λόγο. Η μελλοντική δε, ως ανωτέρω, ζημία, αποκαθίσταται εφ’ όσον η επέλευσή της είναι βέβαιη και η έκτασή της μπορεί από τώρα να προσδιορισθεί, όχι όμως όταν είναι ενδεχόμενη και υποθετική (ΑΠ 895/2013, Απ 157/2012, ΑΠ 321/2011).
Περαιτέρω, από τη διάταξη του αρθρ. 559 αρ.1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, λόγος αναιρέσεως για ευθεία παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται, αν αυτός δεν εφαρμόστηκε ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμόστηκε ενώ δεν έπρεπε καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία του κανόνα δικαίου, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή σ’ αυτόν των περιστατικών της ατομικής περιπτώσεως (Ολ. ΑΠ 10/2011, ΑΠ 191/2013, ΑΠ 486, 568/13). Προς εξεύρεση της παραβιάσεως ελέγχεται ο δικανικός συλλογισμός που διατυπώνεται, έστω και ατελώς, και συγκροτείται από τη μείζονα πρόταση (νομική διάταξη), την ελάσσονα πρόταση (πραγματικές παραδοχές) και το συμπέρασμα. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται, ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε, ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναιρέσεως, αν οι πραγματικές παραδοχές της αποφάσεως καθιστούν φανερή την παραβίαση και τούτο συμβαίνει, όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι, τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο παρότι, τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των περιστατικών στη διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται. (ΑΠ 1062/14, ΑΠ609/13).
Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ.19 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται, αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση, και, ιδίως, αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι, ο προβλεπόμενος απ’ αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή .όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας, που απαγγέλθηκε ή την άρνηση της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). Δεν υπάρχει όμως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες. Εξ άλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και, γενικότερα, στην αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι .ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. (ΑΠ 1254/10, ΑΠ 179, 495/13 ΑΠ 2119/2014).
Με τους δεύτερο, και τέταρτο, κατά τα τρία πρώτα σκέλη αυτού, λόγους της αναίρεσης προβάλλονται από την αναιρεσείουσα οι, από το άρθρο 559 αρ. 1 και 19 ΚΠολΔ, αιτιάσεις με την επίκληση ότι, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των, ουσιαστικού δικαίου, διατάξεω των άρθρων 914, 330, 297, 298, 932, ΑΚ και 24 α.ν. 1565/1939 η προσβαλλομένη απόφαση έκανε δεκτή, ως και ουσιαστικά βάσιμη, την κατ’ αυτής από την αναιρεσίβλητη εγερθείσα και επί των προαναφερθεισών διατάξεων θεμελιωθείσα ένδικη αγωγή, δεχθείσα, με ελλιπείς, ασαφείς και αντιφατικές αιτιολογίες της ελάσσονος προτάσεως του νομικού της συλλογισμού, που αναφέρεται στο πραγματικό των εφαρμοσθέντων ως άνω κανόνων δικαίου, τη συνδρομή των από την αναιρεσίβλητη - ενάγουσα επικληθεισών για την κατάφαση της αποδιδομένης σ’ αυτήν (αναιρεσείουσα) αδικοπρακτικής συμπεριφοράς, προϋποθέσεων παρόλο που τα ως αποδειχθέντα, γενόμενα δεκτά πραγματικά περιστατικά απέκλειαν την κρίση αυτή επιβάλλοντας την απόρριψή της (αγωγής) ως αβάσιμης. Στην προκειμένη περίπτωση από την παραδεκτή (αρθ 561παρ. 2 ΚΠολΔ) επισκόπηση της προσβαλλομένης απόφασης προκύπτει ότι, αυτή, μετ’ εκτίμηση των προσκομισθεισών από τους διαδίκους αποδείξεων, δέχθηκε, αναφορικά με τα κρίσιμα για την έκβαση της δίκης ως άνω ζητήματα, τα ακόλουθα: "περί του έτους 2000, οι γονείς της γεννηθείσας το έτος 1993, ανήλικης κατά τον χρόνο εκείνο, ενάγουσας και νυν εφεσίβλητης, ανέθεσαν στην εναγομένη και νυν εκκαλούσα, οδοντίατρο, τη διενέργεια οδοντιατρικών και ορθοδοντικών εργασιών στην οδοντοστοιχία της θυγατέρας τους, προκειμένου να αντιμετωπισθεί πρόβλημα ανατολής ευμεγεθών μονίμων οδόντων, που παρουσίαζε η τελευταία. Κατά τη διάρκεια της θεραπείας η εφεσίβλητη - ενάγουσα επισκεπτόταν, μαζί με τους γονείς της, τακτικά την εκκαλούσα - εναγομένη, η οποία εκτελούσε σταδιακά τις οδοντιατρικές και ορθοδοντικές εργασίες, που είχε αναλάβει. Η θεραπεία συνεχίστηκε ομαλά μέχρι τον μήνα Μάιο του έτους 2004, οπότε η τελευταία τοποθέτησε στην οδοντοστοιχία της ανήλικης ειδικούς ελαστικούς δακτυλίους "λαστιχάκια", υποδεικνύοντας της ότι έπρεπε να παραμένουν διαρκώς, ακόμη και κατά τη διάρκεια της νύκτας. Λίγες ημέρες μετά την τοποθέτηση τους και ενώ η ενάγουσα τηρούσε επακριβώς τις οδηγίες της εκκαλούσας-εναγομένης-οδοντιάτρου της, οι ειδικοί ελαστικοί δακτύλιοι εξαφανίστηκαν από την οδοντοστοιχία της, ενώ η ίδια άρχισε να παραπονείται για έντονους πόνους. Οι γονείς της ενημέρωσαν αμέσως αυτήν (εκκαλούσα - εναγόμενη), η οποία, μετά από σχετική εξέταση της ανήλικης, τους καθησύχασε, λέγοντας τους ότι δεν διαπίστωσε οτιδήποτε ανησυχητικό και της χορήγησε αναλγητικά φάρμακα για την αντιμετώπιση του πόνου. Ωστόσο, παρά τη χορήγηση των αναλγητικών φαρμάκων η ανήλικη εξακολουθούσε να υποφέρει από έντονο άλγος, το οποίο γινόταν οξύτερο και επιπλέον ένιωθε κινητικότητα στα δόντια της. Για τον λόγο αυτό η εφεσίβλητη - ενάγουσα επισκέφτηκε, μαζί με τους γονείς της, την παιδοδοντίατρο Ν. Λ., η οποία διαπίστωσε ότι "οι 11 και 21 κεντρικοί τομείς της άνω γνάθου παρουσίαζαν κινητικότητα, καθώς και καθίζηση των ούλων". Μετά τη θεραπευτική μέθοδο, την οποία εφάρμοσε η εν λόγω ιατρός στην ασθενή (καθαρισμό και φθορίωση, εμφράξεις στους μόνιμους γομφίους 26 και 46, λείανση της έμφραξης στον γομφίο 36μι εμφράξεις σύνθετης ρητίνης στον αριστερό κεντρικό τομέα άνω γνάθου και στον αριστερό πλάγιο τομέα), την παρέπεμψε για περαιτέρω θεραπεία στην ορθοδοντικό Κ. Ν.. Η τελευταία εξέτασε την ενάγουσα στις 14-5-2004 και διαπίστωσε ότι "εμφάνιζε έντονη φλεγμονή των ούλων στη περιοχή των άνω κεντρικών τομέων, οι οποίοι ήταν ενωμένοι με σύνθετη ρητίνη, που επεκτεινόταν και υποουλικά. Οι κεντρικοί τομείς βρίσκονταν σε σύγκλιση με τους τομείς της κάτω γνάθου, εμφάνιζαν έντονη κινητικότητα και ταυτόχρονα αιμορραγούσαν. Οι πρώτοι προγόμφιοι της άνω και κάτω γνάθου απουσίαζαν από τον οδοντικό φραγμό". Από το ιστορικό της ασθενούς, η εν λόγω ιατρός πληροφορήθηκε ότι τα δόντια αυτά είχαν αφαιρεθεί στο πλαίσιο ορθοδοντικής θεραπείας από προηγούμενο οδοντίατρο (την εκκαλούσα - εναγόμενη), η οποία, όπως της δήλωσαν οι γονείς της ανήλικης, λόγω του κενού που δημιουργήθηκε μεταξύ των κεντρικών τομέων, ζήτησε από την ασθενή να φορά ορθοδοντικά λαστιχάκια, προκειμένου να συμπλησιάσουν οι δύο κεντρικοί τομείς της άνω γνάθου. Κατά την ίδια επίσκεψη, ελήφθη από την ενάγουσα αποτύπωμα του κάτω οδοντικού τόξου για να κατασκευασθεί προσωρινός νάρθηκας, με σκοπό να αρθεί ο τραυματικός συγκλεισιακός παράγοντας επί των άνω τομέων, μέχρι την πλήρη επανορθωτική διευθέτηση της σύγκλεισης. Ακολούθως η, ως άνω, ορθοδοντικός, επειδή δεν διέθετε τη σχετική χειρουργική ειδικότητα και, ως εκ τούτου, δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της έντονης φλεγμονής, που εμφάνιζε η εφεσίβλητη-ενάγουσα στη περιοχή των ούλων, την παρέπεμψε στον ειδικό περιοδοντολόγο, Γ. Γ., με ειδική μνεία να αναζητήσει πιθανόν εγκλωβισμένα ορθοδοντικά λαστιχάκια υποουλικά. Ο τελευταίος, κατά την κλινική εξέταση της ασθενούς στο ιατρείο του κατά τον ίδιο μήνα (Μάιο 2004), διαπίστωσε ότι "εμφάνιζε έντονο οίδημα και ερυθρότητα στην περιοχή των ελεύθερων και προστεφυκότων ούλων των δοντιών 11 και 21, ότι η κινητικότητα των δοντιών ήταν 2+ (κλίμακα Miller) και ότι υπήρχε αυτόματη αιμορραγία κατά την ανίχνευση. Προστομιακά υπήρχαν θύλακες, βάθους 10 - 15 mm, σε όλη την περιοχή του προστομιακού φατνιακού πετάλου, το οποίο έμοιαζε να απουσιάζει". Κατόπιν έγινε καθαρισμός όλου του οδοντικού φραγμού και ριζική απόξεση στην περιοχή των δοντιών 11 και 21, κατά την διάρκεια της οποίας κατέστη αδύνατη η εντόπιση των ελαστικών. Ο ανωτέρω ιατρός ζήτησε από την ορθοδοντικό, Κ. Ν., να ναρθηκοποιήσει τους τομείς της άνω γνάθου, οι οποίοι παρουσίαζαν μεγάλη κινητικότητα, προκειμένου ο ίδιος να προβεί σε υποουλικές αποξέσεις. Στις 19-5-2004 η τελευταία τοποθέτησε στην ασθενή με την άμεση μέθοδο (επειδή ήταν αδύνατη η λήψη αποτυπώματος λόγω της κινητικότητας των άνω τομέων) και με ιδιαίτερη δυσκολία, λόγω της αυτόματης αιμορραγίας, υπερώια χρυσό τόξο τύπου ZMRW twisted, το οποίο ναρθηκοποίησε τους τομείς της άνω γνάθου. Η ενάγουσα επανεξετάστηκε από τον ιατρό, Γ. Γ., τον μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2004, οπότε διαπιστώθηκε ύφεση της φλεγμονής, έλλειψη αιμορραγίας κατά την ανίχνευση, αλλά οι θύλακες εξακολουθούσαν να υπάρχουν σε παραπλήσια μεγέθη. Επειδή η χειρουργική διάνοιξη θα ήταν τραυματική και επώδυνη διαδικασία για την ανήλικη τότε ενάγουσα, ο εν λόγω ιατρός αποφάσισε να μην προβεί άμεσα σε χειρουργική διάνοιξη, αλλά να επαναξιολογηθεί η περιοχή μετά από ένα δίμηνο. Τελικά στις 16-12-2004 η ανήλικη, μαζί με τους γονείς της, επισκέφτηκαν τον Κ. Ν., γναθοχειρουργό, ο οποίος, κατά την κλινική εξέταση αυτής, διαπίστωσε ότι "παρουσίαζε συρίγγια με πυώδεις εκκρίσεις παρειακά των δοντιών 11 και 21, σημαντική αλλοίωση του οστού περιρριζικά αυτών, των οποίων τα ακρορρίζια βρίσκονταν σε κοντινή απόσταση μεταξύ τους". Παρέπεμψε την ασθενή στον Κ. Λ., ενδοδοντιστή, για αξιολόγηση του περιστατικού και απονεύρωση των, ως άνω, δοντιών 11 και 21. Ο τελευταίος, μετά από κλινικό και ακτινογραφικό έλεγχο, που πραγματοποιήθηκε στις 24-12-2004, διαπίστωσε "περιοακρορριζική αλλοίωση και συρίγγιο στους δύο κεντρικούς τομείς 11 και 21 της άνω γνάθου". Εφαρμόσθηκε έλεγχος ζωτικότητας και διαπιστώθηκε ότι τα δόντια ήταν νεκρά. Ακολούθησε ενδοδοντική θεραπεία με απονευρώσεις, οι οποίες ολοκληρώθηκαν στις 5-1-2005, αλλά τα συρρίγγια και οι πυώδεις εκκρίσεις παρέμειναν. Εν συνεχεία και μετά από υπόδειξη του γναθοχειρουργού, Κ. Ν., η ανήλικη επισκέφτηκε τον ιατρό, Ν. Χ., καθηγητή του τμήματος ορθοδοντικής της Οδοντιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, ο οποίος, μετά από κλινικές εξετάσεις που πραγματοποίησε, διαπίστωσε ότι "οι τέσσερις πρώτοι προγόμφιοι είχαν εξαχθεί και στη θέση των πρώτων γομφίων της άνω γνάθου είχαν τοποθετηθεί σύνδεσμοι. Παρατηρήθηκαν δίοδοι αποβολής πύου εξωτερικά των κοπτήρων της άνω γνάθου. Οι κεντρικοί κοπτήρες της άνω γνάθου παρουσίαζαν κινητικότητα τρίτου βαθμού και περιοδοντικούς θύλακες, βαθύτερους από 10 χιλιοστά περιφερικά, εσωτερικά και εξωτερικά, με δύο στόμια συριγγίου ορατά πάνω στο ούλο εσωτερικά του χείλους". Λόγω του ιστορικού της ασθενούς και της σοβαρής κινητικότητας του φατνιακού οστού, οι ιατροί Ν. Χ. και Κ. Ν., υποψιάστηκαν ότι αιτία της ως άνω, εξέλιξης στην οδοντική υγεία της ασθενούς ήταν οι ειδικοί ελαστικοί σύνδεσμοι, που είχαν τοποθετηθεί στο πλαίσιο της προηγηθείσης ορθοδοντικής θεραπείας. Αναλογιζόμενοι την λειτουργική και αισθητική σπουδαιότητα των κεντρικών κοπτήρων, την ηλικία της ασθενούς και την προηγηθείσα εξαγωγή των πρώτων προγομφίων, αποφάσισαν να προβούν σε χειρουργική επέμβαση, προκειμένου να αφαιρέσουν το ελαστικό νήμα και να διατηρηθούν οι κοπτήρες στη θέση τους για όσο το δυνατόν μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Πριν την χειρουργική επέμβαση ακολουθήθηκε ενδοδοντική θεραπεία στους κοπτήρες. Η επέμβαση πραγματοποιήθηκε στις 14-1-2005 με τοπική αναισθησία. Κατά την διενέργεια αυτής ένα χειλικό μυκοπεριοστεϊκό τμήμα ανασηκώθηκε για να αποκαλύψει ένα ελαστικό τμήμα γύρω από τη ρίζα των κοπτήρων 11 και 21. Το νήμα αυτό κόπηκε με ψαλίδι και αφαιρέθηκε. Αφαίρεση του κοκκώδους ιστού αποκάλυψε και ένα δεύτερο νήμα, το οποίο βρισκόταν πιο κοντά στη ρίζα των άνω κοπτήρων και αφαιρέθηκε κατά τον ίδιο τρόπο. Οι μαλακοί ιστοί των ούλων επανατοποθετήθηκαν, έγινε απόξεση της φλεγμονώδους περιοχής και συρραφή τους. Λίγες ημέρες μετά την επέμβαση, η κινητικότητα των δοντιών είχε ήδη μειωθεί και ξεκίνησε γενική ορθοδοντική θεραπεία. Η εφεσίβλητη - ενάγουσα υποβαλλόταν σε τακτές ακτινογραφικές εξετάσεις για την παρακολούθηση της ίασης του φατνιακού οστού. Μετά την, ως άνω, χειρουργική επέμβαση ο γναθοχειρουργός, Κ. Ν., ενημέρωσε τους γονείς της ανήλικης ότι τα χαμένα λαστιχάκια, που είχαν τοποθετηθεί από την εναγόμενη στα δόντια της θυγατέρας τους, είχαν εισχωρήσει τόσο βαθιά στη σάρκα των ούλων της και, αφού σάπισαν, κατέφαγαν το οστό, αιτία που προκαλούσε έντονο άλγος στην τελευταία. Τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά πλήρως αποδεικνύονται από τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες βεβαιώσεις των προαναφερομένων θεραπόντων ιατρών της εφεσίβλητης - ενάγουσας και ειδικότερα .... Περαιτέρω, τα ανωτέρω περιστατικά ενισχύονται από την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. ... έκθεση οδοντιατρικής πραγματογνωμοσύνης της χειρουργού οδοντιάτρου, Ε.-Α. Β., η οποία, αφού μελέτησε όλο το ιστορικό της ασθενούς, την πανοραμική και τις οπισθοφατνιακές ακτινογραφίες, που λήφθησαν σας 3-7-2009 και διενήργησε κλινική εξέταση αυτής στις 6-7-2009, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι "η βλάβη που προκλήθηκε στην οδοντοστοιχία της ανήλικης ήταν ιδιαίτερα σημαντική και οφείλεται στους ελαστικούς ορθοδοντικούς δακτυλίους, που τοποθετήθηκαν και παρέμειναν για μεγάλο χρονικό διάστημα μέσα στα φατνία της. Η πλήρης απομάκρυνση του αιτιολογικού παράγοντα (ορθοδοντικοί ελαστικοί δακτύλιοι), οι σωστοί χειρουργικοί χειρισμοί και το νεαρό της ηλικίας της ασθενούς βοήθησαν, ώστε να υπάρξει σημαντική αποκατάσταση της βλάβης, ίσως πέρα από κάθε προσδοκία, με ικανοποιητική οστική στήριξη. Ωστόσο η ασθενής χρήζει συνεχούς παρακολούθησης από περιοδοντολόγο και σε περίπτωση που η κατάσταση της παραμείνει στάσιμη ή επιδεινωθεί χρειάζεται χειρουργική επέμβαση στο περιδόντιο των δοντιών 11 και 21 για αποκατάσταση των βλαβών. Σε περίπτωση δε σημαντικής επιδείνωσης στο μέλλον υπάρχει η δυνατότητα εξαγωγής των δοντιών 11 και 21 και αποκατάσταση της περιοχής με μόσχευμα και εμφυτεύματα". Σύμφωνα δε με την ίδια έκθεση για μεγάλο χρονικό διάστημα υπήρξε αδυναμία της ενάγουσας να μασά τις τροφές με τα μπροστινά δόντια, και έλλειψη υγιούς χαμόγελου, ενώ τα προβλήματα αυτά είχαν αποκατασταθεί σε μεγάλο βαθμό, αλλά όχι πλήρως. Η κρίση του Δικαστηρίου σχετικά με την προκληθείσα βλάβη στην οδοντοστοιχία της ενάγουσας ενισχύεται και από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα, Α. Α., καθηγητή Ορθοδοντικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, ο οποίος μελέτησε το ιστορικό της πορείας της οδοντικής υγείας της ενάγουσας και προέβη στην κλινική εξέταση της στις 18-10-2007, αναφέρει δε ότι, λόγω προηγηθείσης βλάβης, εξαιτίας εσφαλμένης ορθοδοντικής θεραπείας, στην οποία είχε υποβληθεί, παρουσίαζε κινητικότητα στα μπροστινά δόντια και είχε απολέσει τμήμα του οστού του φατνιακού και των ούλων. Περαιτέρω, σημειώνεται ότι οι Ν. Χ., καθηγητής του τμήματος ορθοδοντικής της Οδοντιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Ά. Τ., οδοντίατρος και Κ. Ν., γναθοχειρουργός, οι οποίοι, όπως προαναφέρθηκε, μελέτησαν το ιστορικό της ασθενούς και ανέλαβαν την ορθοδοντική της θεραπεία για την αποκατάσταση της οδοντικής της υγείας, στην επικαλούμενη και προσκομιζόμενη σε επίσημη μετάφραση, χωρίς ημερομηνία, ιατρική έκθεση που συνέταξαν, αναφέρουν ότι "όταν ένα ελαστικό νήμα περάσει μέσα στον αύλακα του ούλου είναι αδύνατον να εντοπιστεί με ακτινογραφία ή να διακριθεί από τον φυσιολογικό ιστό με καθετηριασμό. Παρόλα αυτά ενδείξεις για την ύπαρξη περιοδοντικής φλεγμονής, όπως ερυθρότητα, οίδημα, κινητικότητα των δοντιών, ευαισθησία στα χτυπήματα, σε συνδυασμό με προσεκτική εκτίμηση του ιστορικού του ασθενούς, μπορεί να οδηγήσει στην έγκαιρη διάγνωση και αφαίρεση του ελαστικού νήματος, προτού προκληθεί σοβαρή ζημιά στα οστά. Για να αποφευχθούν τέτοιου είδους επιπλοκές σε ασθενείς που ακολουθούν θεραπεία με ελαστικά νήματα, αφενός μεν τα ελαστικά νήματα δεν θα πρέπει να χρησιμοποιούνται γύρω από τη βάση των δοντιών, χωρίς προηγουμένως είτε να έχουν σταθεροποιηθεί με κάποιου είδους συνδετήρα ή άγκιστρο, είτε να συνδέονται απευθείας με τα δόντια ή με τους ορθοδοντικούς συνδέσμους, αφετέρου δε σε περίπτωση που ο ασθενής παραπονεθεί για πόνο ή εμφανιστεί φλεγμονή στα ούλα, ο οδοντίατρος θα πρέπει να υποψιαστεί απορρόφηση του ελαστικού νήματος από τα ούλα". Τούτα βεβαιώνονται πλήρως και από την κατάθεση του προαναφερόμενου μάρτυρα, Α. Α. (καθηγητή Ορθοδοντικής της Οδοντιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών). Από όλα τα παραπάνω πλήρως αποδεικνύεται ότι αποκλειστικά υπαίτια για την βλάβη που προκλήθηκε στην οδοντοστοιχία της εφεσίβλητης - ενάγουσας είναι η εκκαλούσα - εναγομένη, η οποία, στο πλαίσιο των ορθοδοντικών εργασιών, που ανέλαβε, χρησιμοποίησε ελαστικό νήμα γύρω από τη βάση των δοντιών, χωρίς προηγουμένως, είτε να έχει σταθεροποιήσει το ελαστικό με κάποιου είδους συνδετήρα ή άγκιστρο, είτε να συνδέσει αυτό απευθείας με τα δόντια ή με τους ορθοδοντικούς συνδέσμους. Επίσης, μολονότι μετά την εφαρμογή των ειδικών ελαστικών δακτυλίων, η ασθενής παραπονέθηκε για απώλεια αυτών και έντονο άλγος, αντί να αντιληφθεί το ενδεχόμενο της απορρόφησης του ελαστικού νήματος από τα ούλα και να προβεί άμεσα στις δέουσες ενέργειες όπως όφειλε και μπορούσε, προκειμένου να αποφευχθεί σοβαρή ζημία στα οστά, ουδέν έπραξε, αλλά αρκέστηκε στη χορήγηση αναλγητικών φαρμάκων, καθησυχάζοντας την ενάγουσα και τους γονείς της ότι δεν επρόκειτο για οτιδήποτε ανησυχητικό, με αποτέλεσμα οι ελαστικοί ορθοδοντικοί δακτύλιοι, που τοποθετήθηκαν, να παραμείνουν για μεγάλο χρονικό διάστημα μέσα στα φατνία της και να προκληθεί η προαναφερόμενη ζημία. Αποδεικνύεται συνεπώς, ότι η εκκαλούσα - εναγόμενη - οδοντίατρος, κατά την πραγματοποίηση της ορθοδοντικής θεραπείας στην οδοντοστοιχία της ανήλικης, δεν ενήργησε με επιμέλεια και σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές και τους ενδεδειγμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης (lege artis), όπως θα ενεργούσε, κάτω από τις ίδιες συνθήκες, ένας μέσος συνετός και επιμελής ιατρός, αλλά προέβη σε σφάλματα και παραλείψεις, με συνέπεια να προκληθεί σημαντική βλάβη της οδοντοστοιχίας της ανήλικης, η οποία, παρά τις επανορθωτικές παρεμβάσεις από τους προαναφερόμενους θεράποντες ιατρούς, δεν αποκαταστάθηκε εντελώς. Όλα τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, στα οποία στηρίζεται η κρίση του Δικαστηρίου, δεν δύνανται να αναιρεθούν από την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από την εναγόμενη έκθεση του τεχνικού της συμβούλου, οδοντιάτρου - γναθοπροσωπικού χειρουργού, Ν. Π., ο οποίος, αφού μελέτησε όλο τον ιατρικό φάκελο της ασθενούς και προέβη σε κλινική εξέταση αυτής στις 12-7-2010, με βάση τα κλινικά και ακτινογραφικά δεδομένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι "Οι τομείς 11 και 21 έχουν υποβληθεί σε ενδοδοντικές θεραπείες με άριστο αποτέλεσμα. Υπάρχει ελάχιστη οστική απορρόφηση στην άπω περιοχή του 11 και η οστική επούλωση στην περιοχή των 11 και 21 σε σχέση με προηγούμενη πανοραμική ακτινογραφία προ της ενδοδοντικής θεραπείας είναι θεαματική. Συμπερασματικά με βάση τα κλινικά και ακτινογραφικά δεδομένα η ασθενής δύναται να σιτίζεται και να χαμογελά χωρίς πρόβλημα". Επίσης, στην ίδια έκθεση ο εν λόγω ιατρός αναφέρει ότι, όσο αφορά το ή τα αίτια που προκάλεσαν τις ισχυριζόμενες βλάβες δεν δύναται να εκφέρει γνώμη, καθώς, λόγω εμπλοκής πολλών συναδέλφων του, αλλά και παρέλευσης μεγάλου χρονικού διαστήματος, η εξαγωγή συμπερασμάτων καθίσταται αδύνατη. Από την, ως άνω, έκθεση καθίσταται σαφές ότι ο εν λόγω ιατρός, ο οποίος εξέτασε την ενάγουσα στις 12-7-2010, ήτοι μετά την παρέμβαση των θεραπόντων ιατρών της για την αποκατάσταση της βλάβης, την οποία είχε υποστεί, αναφέρεται σε ενδοδοντικές θεραπείες των τομέων 11 και 21, με άριστο αποτέλεσμα και θεαματική οστική επούλωση αυτών, σε σχέση με προηγούμενη πανοραμική ακτινογραφία προ της ενδοδοντικής θεραπείας. Από μόνο του το γεγονός αυτό, ενισχύει την κρίση περί του ότι σαφώς και υπήρχε σημαντική βλάβη στην οδοντοστοιχία της ανήλικης, η οποία παρουσίασε θεαματική βελτίωση μετά τις προαναφερόμενες επανορθωτικές θεραπείες, στις οποίες η τελευταία υποβλήθηκε. Τα ίδια αναφέρει ο εν λόγω τεχνικός σύμβουλος και στην επικαλούμενη και προσκομιζόμενη υπ’ αρ. .../5-11-2013 ένορκη βεβαίωση του ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών, Ε. Σ.. Τα όσα δε επιπλέον αναφέρει ο τελευταίος στην ίδια ένορκη βεβαίωση, τα οποία πρέπει να σημειωθεί ότι δεν τα επικαλείται στην άνω τεχνική του έκθεση και συγκεκριμένα ότι δεν είναι δυνατόν οι ελαστικοί σύνδεσμοι να τοποθετήθηκαν από την εναγόμενη τον μήνα Μάιο του έτους 2004, διότι είναι επιστημονικό αδύνατη η εξαφάνιση τους εντός ολίγων μόνον ημερών και η μη ανεύρεση τους από τρεις ιατρούς, στους οποίους αποτάθηκε η ασθενής αμέσως μετά τη διακοπή της θεραπείας της, καταρρίπτονται από όλες τις προαναφερόμενες ιατρικές βεβαιώσεις των θεραπόντων ιατρών, που ανέλαβαν την αποκατάσταση της προκληθείσης βλάβης, όπως, επίσης, από την έκθεση πραγματογνωμοσύνης και από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα, Α. Α., αλλά και από την έκθεση του ιδίου (τεχνικού συμβούλου), σύμφωνα με την οποία η ασθενής υποβλήθηκε σε άριστες ενδοδοντικές θεραπείες και υπήρξε θεαματική βελτίωση της κατάστασης της σε σχέση με την πανοραμική ακτινογραφία προ της, ενδοδοντικής θεραπείας. Ο ανωτέρω ισχυρισμός καταρρίπτεται, επίσης, και από την προαναφερόμενη ιατρική έκθεση των ιατρών, Ν. Χ., Ά. Τ. και Κ. Ν., σύμφωνα με την οποία "όταν ένα ελαστικό νήμα περάσει μέσα στον αύλακα του ούλου είναι αδύνατον να εντοπιστεί με ακτινογραφία ή να διακριθεί από τον φυσιολογικό ιστό με καθετηριασμό", γεγονός από το οποίο εξηγείται η μη άμεση ανεύρεση από τους θεράποντες ιατρούς των ειδικών ελαστικών δακτυλίων, που είχαν εισχωρήσει στα ούλα της ανήλικης και η έλλειψη της δυνατότητας αφαίρεσης τους, προτού η τελευταία υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση. Εξάλλου, όπως ήδη προεκτέθηκε, οι θεράποντες ιατροί, στους οποίους απευθύνθηκε η ενάγουσα μετά την διακοπή της θεραπείας της στην εναγόμενη, προέβησαν στην αφαίρεση των ελαστικών δακτυλίων με χειρουργική επέμβαση/στον χρόνο κατά τον οποίο τούτο κρίθηκε σκόπιμο, αφού προηγουμένως προέβησαν στις ενδεδειγμένα ιατρικά αναγκαίες ενέργειες για την άμεση αντιμετώπιση του προβλήματος της έντονης φλεγμονής και του οιδήματος των ούλων, καθώς και της κινητικότητας των δοντιών. Τα ανωτέρω δεν δύνανται να αναιρεθούν ούτε από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα της εκκαλούσας - εναγομένης, Η. Τ., οδοντιάτρου και συνεργάτη αυτής κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, ο οποίος αναφέρει ότι η τελευταία, στο πλαίσιο της ορθοδοντικής θεραπείας που διενήργησε, δεν τοποθέτησε ειδικούς ελαστικούς συνδέσμους στην ενάγουσα, τους οποίους, άλλωστε, ουδέποτε χρησιμοποιούσε, αφού δεν ενδείκνυνται στην ορθοδοντική μέθοδο, που αυτή εφάρμοζε. Υποστηρίζει δε ο ίδιος μάρτυρας ότι πιθανόν η τοποθέτηση τέτοιων ελαστικών να έλαβε χώρα από κάποιον άλλον θεράποντα ιατρό, στον οποίο η εφεσίβλητη - ενάγουσα απευθύνθηκε, αφότου διέκοψε την θεραπείας της στην εκκαλούσα-εναγόμενη. Τούτο, όμως, καταρρίπτεται από την κατάθεση του ιδίου, ο οποίος σε άλλο σημείο αυτής και σε σχετική ερώτηση για τον αν η τοποθέτηση ειδικών ελαστικών συνδέσμων, η οποία γίνεται μόνο στο πλαίσιο ορθοδοντικής θεραπείας, ενδείκνυται σε ασθενή με έντονη φλεγμονή, κινητικότητα των δοντιών και άλγος, απάντησε με κατηγορηματικότητα αρνητικά. Δεδομένου, λοιπόν, του ότι πλήρως αποδείχθηκε ότι η εφεσίβλητη - ενάγουσα διέκοψε την ορθοδοντική θεραπεία, που ακολουθούσε στην εναγόμενη, ακριβώς επειδή εμφάνισε οίδημα, έντονη φλεγμονή και μεγάλη κινητικότητα στα δόντια και κατόπιν απευθύνθηκε στους προαναφερόμενους θεράποντες ιατρούς της, προκειμένου οι τελευταίοι να αντιμετωπίσουν άμεσα τα εν λόγω προβλήματα, καθίσταται αδιαμφισβήτητο το γεγονός ότι η τοποθέτηση των ειδικών ελαστικών συνδέσμων στην οδοντοστοιχία της εφεσίβλητης - ενάγουσας έλαβε χώρα από την εκκαλούσα - εναγόμενη, αφού αυτή και μόνο εκτελούσε εργασίες ορθοδοντικής θεραπείας. Άλλωστε, από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν δύναται να αχθεί αντίθετη κρίση, περί του ότι οι ειδικοί ελαστικοί δακτύλιοι τοποθετήθηκαν από οποιονδήποτε άλλον από τους ιατρούς, στους οποίους η εφεσίβλητη-ενάγουσα αναγκάστηκε να αποταθεί εκ των υστέρων αποκλειστικά και μόνο για την αποκατάσταση της προκληθείσης βλάβης της και, ως εκ τούτου, οι τελευταίοι όφειλαν να προβούν άμεσα σε όλες τις ενδεδειγμένες αναγκαίες ιατρικές ενέργειες και όχι να συνεχίσουν την ορθοδοντική θεραπεία, την οποία είχε ξεκινήσει η εκκαλούσα - εναγόμενη. Ούτε, εξάλλου, προέκυψε από οποιοδήποτε αποδεικτικό μέσο ότι η εφεσίβλητη - ενάγουσα απευθύνθηκε και σε άλλον ιατρό, πλην των προαναφερομένων, οι οποίοι διενήργησαν εργασίες για την αποκατάσταση της προκληθείσης βλάβης. Από όλα τα ανωτέρω, πλήρως αποδεικνύεται, λοιπόν, ότι η εκκαλούσα-εναγόμενη οδοντίατρος επέδειξε αμελή συμπεριφορά, κατά την εκτέλεση των ιατρικών της καθηκόντων, η οποία ήταν ικανή να επιφέρει, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, ζημία στην οδοντική υγεία της ενάγουσας και όντως την επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Σημειώνεται, ότι το υποστηριζόμενο από την τελευταία γεγονός ότι ανέλαβε την ορθοδοντική θεραπεία της εφεσίβλητης-ενάγουσας, έχοντας γνώσεις ορθοδοντικής, τις οποίες είχε αποκτήσει κατά τη διάρκεια μεταπτυχιακών σπουδών στη Γερμανία, για την απόδειξη του οποίου επικαλείται και προσκομίζει, σε επίσημη μετάφραση, την από 12-4-1967 βεβαίωση του ειδικού ιατρού της ορθοπεδικής της γνάθου, Β. Μ., δεν αναιρεί, ούτε μειώνει τον βαθμό αμέλειας, που αυτή επέδειξε, κατά την άσκηση των ιατρικών της καθηκόντων, αφού σε κάθε περίπτωση για την ανεύρεση του προτύπου επιμέλειας, που όφειλε και μπορούσε να επιδείξει, έγινε αναγωγή στις ιδιαίτερες γνώσεις, που διαθέτει ένας ιατρός με την ειδικότητα του ορθοδοντικού, αποδείχθηκε δε ότι αυτή δεν ενήργησε, σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές και τους ενδεδειγμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης και συγκεκριμένα όπως θα έπραττε ένας μέσος συνετός και επιμελής ιατρός, έχοντας την αντίστοιχη ειδικότητα και κτηθείσα πείρα, απορριπτόμενων όλων των περί του αντιθέτου αβάσιμων ισχυρισμών της. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι η εφεσίβλητη-ενάγουσα, εξαιτίας της προκληθείσης βλάβης, υπέστη θετική ζημία και ότι ειδικότερα αναγκάστηκε να δαπανήσει α] το ποσό των 60 ευρώ για την υποβολή της σε πανοραμική και κεφαλομετρική ακτινογραφία. Συνολικά, λοιπόν, αποδεικνύεται ότι υπέστη θετική ζημία, ύψους (60+10=)70 ευρώ (... Επίσης αποδεικνύεται ότι και μετά τις παρεμβάσεις, στις οποίες υποβλήθηκε η εφεσίβλητη - ενάγουσα για την κατά το δυνατόν αποκατάσταση της οδοντικής υγείας της, έχρηζε συνεχούς παρακολούθησης από περιοδοντολόγο και συγκεκριμένα για χρονικό διάστημα εξήντα (60) μηνών από την άσκηση της αγωγής, που έλαβε χώρα στις 19-7-2006, μέχρι την ενηλικίωσή της (έτος 2011), έπρεπε να παρακολουθείται τουλάχιστον μία φορά κάθε μήνα από ειδικό περιοδοντολόγο ή ιατρό άλλης, αναγκαίας κατά περίπτωση, ειδικότητας. Τούτο βεβαιώνει ρητά και κατηγορηματικά ο μάρτυρας, Α. Α., ενισχύεται δε ιδιαίτερα και από την υπ’ αρ. ... έκθεση πραγματογνωμοσύνης της χειρουργού-οδοντιάτρου, Ε. - Α. Β., η οποία, στις 6-7-2009, οπότε και εξέτασε την ενάγουσα, βεβαίωσε ότι η κατάσταση της έχρηζε συνεχούς παρακολούθησης από ειδικό περιοδοντολόγο, καθώς και ότι δεν εξέλιπε το ενδεχόμενο στασιμότητας ή επιδείνωσης αυτής και μάλιστα σημαντικής. Τα εν λόγω αποδεικτικά μέσα δεν δύνανται να αναιρεθούν μόνο από την υπ’ αρ. .../5-11-2013 ένορκη βεβαίωση του τεχνικού συμβούλου της εναγομένης, Ν. Π., ο οποίος αναφέρει ότι ήδη από την 12η-7-2010, οπότε εξέτασε την ενάγουσα, διαπίστωσε ότι η κατάσταση της υγείας της είχε αποκατασταθεί πλήρως, χωρίς, όμως, να καταρρίπτει με επιστημονικά επιχειρήματα την προαναφερόμενη πραγματογνωμοσύνη, σύμφωνα με την οποία, μόλις πριν από ένα έτος, η ανάγκη για την συνεχή παρακολούθηση της κατάστασης της οδοντικής υγείας της ενάγουσας ήταν άμεση και αναγκαία. Σύμφωνα δε με τα διδάγματα της κοινής πείρας (όρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ), η τελευταία θα αναγκαζόταν να δαπανά το ποσό των 60 ευρώ για κάθε μηνιαία επίσκεψη σε ειδικό περιοδοντολόγο ή σε ιατρό άλλης, κατά περίπτωση, ειδικότητας και συνεπώς για όλο το ανωτέρω χρονικό διάστημα των εξήντα (60) μηνών θα αναγκαζόταν να δαπανήσει το συνολικό ποσό των (60 Χ 60=) 3.600 ευρώ. Εξάλλου, για κάθε μετάβαση της, με TAXI, από την οικία της στη ..., προς τους θεράποντες ιατρούς της στη ... και την επιστροφή της, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, θα αναγκαζόταν να δαπανά το ποσό των 40 ευρώ και συνολικά για όλο το ανωτέρω χρονικό διάστημα των εξήντα (60) μηνών, το ποσό των (60 Χ 40=) 2.400 ευρώ. Επιπλέον, από την εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των προαναφερομένων αποδεικτικών μέσων, αποδείχθηκε ότι η κατάσταση της οδοντικής υγείας της ενάγουσας, για την, κατά το δυνατόν, καλύτερη αποκατάσταση της, έχρηζε για όλο το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα τη λήψη ειδικής βελτιωμένης διατροφής, ήτοι εύκολα μασώμενης και πλούσιας σε ασβέστιο, σίδηρο και πρωτείνες, καθώς και ειδικών συμπληρωμάτων και ότι για την αιτία αυτή, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, η τελευταία θα έπρεπε να δαπανά το επιπλέον ποσό των 80 ευρώ μηνιαίως, από αυτό που θα δαπανούσε για τη συνήθη διατροφή της και συνεπώς για όλο το ανωτέρω χρονικό διάστημα θα αναγκαζόταν να δαπανήσει το ποσό των (60 Χ 80=) 4.800 ευρώ. Επομένως, θα αναγκαζόταν να υποβληθεί σε μελλοντικές δαπάνες, συνολικού ύψους (3.600 + 2.400 + 4.800=) 10.800 ευρώ. Σημειώνεται ότι η τελευταία, η οποία, κατά τον χρόνο άσκησης της ένδικης αγωγής, ήταν ηλικίας μόλις δέκα τριών (13) ετών, δεν εργαζόταν και, λόγω των σπουδών της, δεν θα υπήρχε η δυνατότητα να εργαστεί καθόλο το ανωτέρω χρονικό διάστημα της ανηλικότητάς της, ούτε διέθετε οποιαδήποτε εισοδήματα από άλλες πηγές ή πόρους, γεγονότα που δεν αμφισβητούνται από την εναγόμενη, και, ως εκ τούτου, δεν ήταν σε θέση να καλύψει από την ατομική της περιουσία τις ανωτέρω δαπάνες.
Συνεπώς, στη προκειμένη περίπτωση αποδεικνύεται η ύπαρξη σπουδαίου λόγου για εφάπαξ καταβολή της εν λόγω μελλοντικής δαπάνης, η οποία, συγκεντρωμένη, μπορεί να εξυπηρετήσει καλύτερα τα συμφέροντα της δικαιούχου... Περαιτέρω αποδεικνύεται ότι, εξαιτίας της αμελούς συμπεριφορά της εκκαλούσας - εναγομένης και της συνεπεία αυτής προκληθείσης ζημίας, η εφεσίβλητη-ενάγουσα, η οποία, κατά τον επίδικο χρόνο, ήταν ανήλικη, υπέστη ηθική βλάβη, καθώς βίωσε και εξακολουθεί να βιώνει μία τραυματική για την ηλικία της εμπειρία, υποβλήθηκε σε αλλεπάλληλες θεραπείες και επώδυνες χειρουργικές παρεμβάσεις για την αφαίρεση των ελαστικών δακτυλίων, που είχαν εισχωρήσει στα ούλα της, προκαλώντας την τρώση των οστών, ενώ τουλάχιστον μέχρι την ενηλικίωση της η κατάσταση της έχρηζε συνεχούς παρακολούθησης, χωρίς να έχει αποκλεισθεί το ενδεχόμενο της υποβολής της σε χειρουργική επέμβαση για την αφαίρεση των δοντιών 11 και 21 και την προσθετική αποκατάσταση της βλάβης με οστικό μόσχευμα και εμφυτεύματα. Επίσης, εξαιτίας ψυχολογικών παραγόντων, η τελευταία και μετά την, κατά τα ανωτέρω, αποκατάσταση της οδοντικής υγείας της, απέφευγε να μασά τις τροφές με τα μπροστινά δόντια και να χαμογελά, παρά τις διαβεβαιώσεις των θεραπόντων ιατρών της ότι δύναται να λειτουργεί φυσιολογικά. Το Δικαστήριο, εκτιμώντας τις ανωτέρω περιστάσεις και ειδικότερα λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαίτερες συνθήκες του ενδίκου συμβάντος, το είδος και τη βαρύτητα της προσβολής, τον βαθμό του πταίσματος της εκκαλούσας-εναγομένης, την επελθούσα βλάβη της εφεσίβλητης-ενάγουσας, την προσωπικότητα, την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των διαδίκων μερών, κρίνει ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, που υπέστη η τελευταία, το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ." Έτσι που έκρινε το Εφετείο με την προσβαλλομένη απόφαση, δεν προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των προαναφερθεισών, (ουσιαστικού δικαίου) διατάξεων διαλαβούσα στην ελάσσονα πρόταση του νομικού της συλλογισμού, που αναφέρεται στο πραγματικό των εφαρμοσθέντων ως άνω κανόνων δικαίου, πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες αναφορικά με το κρίσιμο για την έκβαση της δίκης ζήτημα, της καταφάσεως δηλαδή της αδικοπρακτικής ευθύνης της αναιρεσείουσας και την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας για την προκληθείσα στην αναιρεσίβλητη σωματική βλάβη δεχθείσα τη συνδρομή των προς θεμελίωση αυτής (αδικοπρακτικής ευθύνης) από την αναιρεσίβλητη επικληθεισών προϋποθέσεων και ειδικότερα α) της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς της αναιρεσείουσας - εναγομένης ιατρού με λεπτομερή αναφορά των θεμελιωτικών αυτής πράξεων και παραλείψεων κατά την εκτέλεση των ιατρικών της καθηκόντων με την υποστηρίζουσα την παραδοχή αυτή ορθή αιτιολογία ότι "απ’ όλα τα παραπάνω πλήρως αποδεικνύεται ότι αποκλειστικά υπαίτια για την βλάβη που προκλήθηκε στην οδοντοστοιχία της εφεσίβλητης - ενάγουσας είναι η εκκαλούσα - εναγομένη, η οποία, στο πλαίσιο των ορθοδοντικών εργασιών, που ανέλαβε, χρησιμοποίησε ελαστικό νήμα γύρω από τη βάση των δοντιών, χωρίς προηγουμένως, είτε να έχει σταθεροποιήσει το ελαστικό με κάποιου είδους συνδετήρα ή άγκιστρο, είτε να συνδέσει αυτό απευθείας με τα δόντια ή με τους ορθοδοντικούς συνδέσμους. Επίσης, μολονότι μετά την εφαρμογή των ειδικών ελαστικών δακτυλίων, η ασθενής παραπονέθηκε για απώλεια αυτών και έντονο άλγος, αντί να αντιληφθεί το ενδεχόμενο της απορρόφησης του ελαστικού νήματος από τα ούλα και να προβεί άμεσα στις δέουσες ενέργειες, όπως όφειλε και μπορούσε, προκειμένου να αποφευχθεί σοβαρή ζημία στα οστά, ουδέν έπραξε, αλλά αρκέστηκε στη χορήγηση αναλγητικών φαρμάκων, καθησυχάζοντας την ενάγουσα και τους γονείς της ότι δεν επρόκειτο για οτιδήποτε ανησυχητικό, με αποτέλεσμα οι ελαστικοί ορθοδοντικοί δακτύλιοι, που τοποθετήθηκαν, να παραμείνουν για μεγάλο χρονικό διάστημα μέσα στα φατνία της και να προκληθεί η προαναφερόμενη ζημία. Αποδεικνύεται συνεπώς, ότι η εκκαλούσα - εναγόμενη - οδοντίατρος, κατά την πραγματοποίηση της ορθοδοντικής θεραπείας στην οδοντοστοιχία της ανήλικης, δεν ενήργησε με επιμέλεια και σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές και τους ενδεδειγμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης (lege artis), όπως θα ενεργούσε, κάτω από τις ίδιες συνθήκες, ένας μέσος συνετός και επιμελής ιατρός, αλλά προέβη σε σφάλματα και παραλείψεις, με συνέπεια να προκληθεί σημαντική βλάβη της οδοντοστοιχίας της ανήλικης, η οποία, παρά τις επανορθωτικές παρεμβάσεις από τους προαναφερόμενους θεράποντες ιατρούς, δεν αποκαταστάθηκε εντελώς" β) της προκληθείσας βλάβης της οδοντοτικής υγείας της αναιρεσίβλητης - ενάγουσας αφενός με επακριβή προσδιορισμό της εξ αιτίας αυτής προσγενομένης ζημίας (ηθικής και υλικής) και της προς αποκατάσταση αυτής απαιτούμενης δαπάνης και αφετέρου με αναφορά της συνδρομής του σπουδαίου λόγου για την εφάπαξ επιδίκαση της μελλοντικής δαπάνης στην οποία η αναιρεσίβλητη θα υποχρεωθεί να υποβληθεί, κατά αποδοχή του, με την ένδικη αγωγή και υπό τη συνιστώσα επίκληση συνδρομή του κατ’ άρθρ. 929 εδάφ. α’ ΑΚ σπουδαίου λόγου διατύπωση "η περιπέτεια της υγείας της ενάγουσας έχει προκαλέσει και θα της προκαλεί μεγάλη οικονομική ζημία που είναι αναγκασμένη να δαπανά μεγάλα ποσά για την ορθοδοντική θεραπεία, τα οποία προορίζονται για την κάλυψη των σπουδών της" υποβληθέντος σχετικού περί εφάπαξ καταβολής αιτήματος με την υποστηρίζουσα την παραδοχή αυτή ορθή αιτιολογία ότι "αποδεδείχθηκε περαιτέρω ότι η παθούσα η οποία, κατά τον χρόνο άσκησης της ένδικης αγωγής, ήταν ηλικίας μόλις δέκα τριών (13) ετών, δεν εργαζόταν και, λόγω των σπουδών της, δεν θα υπήρχε "η δυνατότητα να εργαστεί καθόλο το ανωτέρω χρονικό διάστημα της ανηλικότητάς της, ούτε διέθετε οποιαδήποτε εισοδήματα από άλλες πηγές ή πόρους, γεγονότα που δεν αμφισβητούνται από την εναγόμενη, και, ως εκ τούτου, δεν ήταν σε θέση να καλύψει από την ατομική της περιουσία τις ανωτέρω δαπάνες.
Συνεπώς, στη προκειμένη περίπτωση αποδεικνύεται η ύπαρξη σπουδαίου λόγου για εφάπαξ καταβολή της εν λόγω μελλοντικής δαπάνης, η οποία, συγκεντρωμένη, μπορεί να εξυπηρετήσει καλύτερα τα συμφέροντα της δικαιούχου, σύμφωνα με την προηγηθείσα, υπό στοιχείο
ΙΙ, νομική σκέψη" και γ) του αιτιώδους, μεταξύ της κατά τα άνω αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της αναιρεσείουσας και της προκληθείσας ζημίας, συνδέσμου με την υποστηρίζουσα την παραδοχή αυτών ορθή αιτιολογία ότι "απ’ όλα τα ανωτέρω πλήρως αποδεικνύεται, ότι η εκκαλούσα - εναγόμενη οδοντίατρος επέδειξε αμελή συμπεριφορά, κατά την εκτέλεση των ιατρικών της καθηκόντων, η οποία ήταν ικανή να επιφέρει, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ζημία στην οδοντική υγεία της ενάγουσας και όντως την επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση". Υπό τις πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις παραδοχές αυτές της προσβαλλομένης απόφασης οι οποίες δικαιολογούν το αποδεικτικό πόρισμα, υπό την έννοια της ορθής υπαγωγής των ανελέγκτως γενομένων δεκτών ως αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών στο πραγματικό των ερμηνευθέντων και εφαρμοσθέντων ως άνω κανόνων δικαίου και καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο δεν ευρίσκουν έρεισμα εφαρμογής οι προσβαλλόμενες από το αρθρ. 559 αρ. 1 και 19 ΚΠολΔ αιτιάσεις οι οποίες, για το λόγο, κρίνονται απορριπτέες ως αβάσιμες. Από τη διάταξη του αρθρ.559 αρ. 10 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, ο απ’ αυτήν προβλεπόμενος αναιρετικός λόγος ιδρύεται, όταν το δικαστήριο, παρά το νόμο, δέχθηκε ως αληθινά πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης χωρίς απόδειξη, δηλαδή αυτοτελείς πραγματικούς ισχυρισμούς οι οποίοι τείνουν σε θεμελίωση του δικαιώματος που ασκείται με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση χωρίς να έχει προσκομισθεί οποιαδήποτε απόδειξη γι’ αυτά ή όταν δεν προσδιορίζονται τα αποδεικτικά μέσα με βάση τα οποία διαμορφώθηκε το αποδεικτικό πόρισμα (ΑΠ 242/2014, ΑΠ 273/11, ΑΠ 701/2008) χωρίς όμως να είναι απαραίτητο να αξιολογείται το καθένα χωριστά (ΑΠ 2031/2007, ΑΠ 499/2007). Κατ’ ακολουθίαν αυτών ο τρίτος, κατά το πρώτο σκέλος του, λόγος της αναίρεσης με τον οποίο προβάλλεται από την αναιρεσείουσα η από το άρθρο 559 αρ 10 ΚΠολΔ, αιτίαση (όπως εκτιμάται) με την επίκληση ότι, παρά το νόμο, η προσβαλλομένη απόφαση δέχθηκε για τη διατύπωση του αποδεικτικού της πορίσματος, ως αληθείς τους προβληθέντες από την αναιρεσίβλητη προς θεμελίωση του αγωγικού, προς αποζημίωση της δικαιώματος ισχυρισμούς αυτής περί υποβολής της εξαιτίας της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς, της αναιρεσείουσας, "α) σε δαπάνη, ύψους 3.600 ευρώ, για αμοιβή των θεραπόντων ιατρών της β) σε δαπάνη, ύψους 4.800 ευρώ, για την λήψη βελτιωμένης (εμπλουτισμένης με πρωτεΐνες, βιταμίνες και σίδηρο) διατροφής και γ) σε δαπάνη, ύψους 3.000 ευρώ, για τις αναγκαίες, προς επίσημη των θεραπόντων της ιατρών της, μετακινήσεις της με ΤΑΧΙ από ... προς ... και επιστροφή" χωρίς να προσκομιστεί σχετική περί αυτών απόδειξη εκ μέρους της βαρυνόμενης αναιρεσίβλητης - ενάγουσας κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος αφού, από την παραδεκτή (αρθ 561 παρ 2 ΚΠολΔ) επισκόπηση της προσβαλλομένης απόφασης προκύπτει ότι, το αποδεικτικό πόρισμα αυτής διαμορφώθηκε με βάση τις προσκομισθείσες από τους διαδίκους αποδείξεις και ειδικότερα, κατά τη διαλαμβανομένη σ’ αυτή ρητή αποδοχή, "από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων, Α. Α. και Η. Τ., οι οποίες περιέχονται στα νομίμως επικαλούμενα και προσκομιζόμενα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν από τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες από την εφεσίβλητη - ενάγουσα υπ αρ. 5201/25-10-2007 και 5202/25-10-2007 ένορκες βεβαιώσεις.. από την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από την εκκαλούσα - εναγομένη υπ αρ. .../5-11-2013 ένορκη βεβαίωση του Ν. Π.,... από την υπ’ αριθμ. ... έκθεση οδοντιατρικής πραγματογνωμοσύνης της Ε. - Α. Β., χειρουργού - οδοντιάτρου, η οποία διορίσθηκε, δυνάμει της υπ’ αρ. 8192/2008 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, καθώς και από την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από την εκκαλούσα - εναγόμενη από 22-7-2010 τεχνική έκθεση του τεχνικού συμβούλου αυτής, Ν. Π., οδοντιάτρου - γναθοπροσωπικού χειρουργού,...".
Κατά το άρθρο 338 παρ. 1 ΚΠολΔ κάθε διάδικος οφείλει να αποδείξει τα πραγματικά γεγονότα που είναι αναγκαία για την υποστήριξη της αυτοτελούς αιτήσεως ή ανταιτήσεώς του. Με τη διάταξη αυτή επιβάλλεται στους διαδίκους το δικανικό βάρος αποδείξεως των πραγματικών γεγονότων, τα οποία ο εφαρμοστέος κανόνας δικαίου προϋποθέτει γενικά και αφηρημένα για να ισχύει η έννομη συνέπεια, της οποίας διώκεται η δικαστική διάγνωση. Το βάρος απόδειξης διακρίνεται σε υποκειμενικό και αντικειμενικό. Το υποκειμενικό προσδιορίζει το διάδικο, στον οποίο το δικαστήριο πρέπει να επιβάλλει, με απόφαση του, την ευθύνη προσκομιδής του αποδεικτικού υλικού προς βεβαίωση στον απαιτούμενο βαθμό της πλήρους αποδείξεως των θεμελιωτικών της αξίωσής του πραγματικών γεγονότων. Το πεδίο εφαρμογής του υποκειμενικού βάρους απόδειξης έχει περιορισθεί σημαντικά μετά την κατάργηση .της προδικαστικής αποφάσεως (άρθρο 14 του ν. 2915/2001) και την εφαρμογή της διαδικασίας του άρθρου 270 Κ.Πολ.Δ σε όλες τις υποθέσεις. Αντίθετα, αντικειμενικό βάρος απόδειξης είναι ο κίνδυνος που διατρέχει ο διάδικος στη περίπτωση αμφιβολίας του δικαστή ως προς τη συνδρομή των θετικών προϋποθέσεων γέννησης της επίδικης έννομης συνέπειας. Η εσφαλμένη κατανομή του αντικειμενικού βάρους απόδειξης, με την έννοια του εσφαλμένου προσδιορισμού του φέροντος τον κίνδυνο της αμφιβολίας του δικαστή ως προς τη συνδρομή των θετικών προϋποθέσεων γέννησης της επίδικης έννομης συνέπειας, διαδίκου, στοιχειοθετεί τον προβλεπόμενο από το άρθρο 559 αρ.13 ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης. (ΑΠ.122/14 ΑΠ 1254/10 ΑΠ 692/08). Με τον τρίτο, κατά το δεύτερο σκέλος του. λόγο της αναίρεσης προβάλλεται από την αναιρεσείουσα η από το άρθρο 559 αρ. 13 ΚΠολΔ, αιτίαση με την επίκληση ότι, η προσβαλλομένη απόφαση κατένειμε εσφαλμένως το αντικειμενικό βάρος απόδειξης της συνδρομής των από την αναιρεσίβλητη (ενάγουσα) επικληθέντων για την κατάφαση της αποδιδόμενης σε βάρος της (αναιρεσείουσας), (με την ένδικη αγωγή) αδικοπρακτικής συμπεριφοράς, πραγματικών περιστατικών με αποτέλεσμα να δεχθεί τη συνδρομή της τελευταίας (αδικοπρακτικής συμπεριφοράς) με την εσφαλμένη (κατά την προβαλλόμενη αιτίαση) αιτιολογία της μη ανταπόκρισης της (αναιρεσείουσας - εναγομένης) στο σχετικό αποδεικτικό βάρος, το οποίο όμως δεν εβάρυνε αυτήν αλλά την αναιρεσίβλητη ενάγουσα. Ο λόγος αυτός κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος αφού, από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως, όπως το ακριβές περιεχόμενό της αναφέρθηκε στην έρευνα του τέταρτου λόγου της αναιρέσεως, προκύπτει ότι αυτή (απόφαση) δεν προέβη σε εσφαλμένη κατανομή του βάρους αποδείξεως αναφορικά με την συνδρομή των από την αναιρεσίβλητη - ενάγουσα επικληθεισών για τη θεμελίωση της αποδιδόμενης σε βάρος της αναιρεσείουσας - εναγομένης αδικοπρακτικής συμπεριφοράς προϋποθέσεων καθόσον δέχθηκε την κατάφαση αυτής λόγω επάρκειας των αποδείξεων που προσκομίσθηκαν από την έχουσα το σχετικό αποδεικτικό βάρος αναιρεσίβλητη ενάγουσα σχετικά με την επιδειχθείσα από την αναιρεσείουσα - εναγόμενη παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά, όπως έπρεπε, και όχι λόγω ανεπαρκείας της από την αναιρεσείουσα - εναγομένη προσκομισθείσας αποδείξεως αναφορικά με την έλλειψη συνδρομής της αποδιδόμενης σε βάρος της με την ένδικη αγωγή αδικοπρακτικής συμπεριφοράς, όπως εσφαλμένως υπολαμβάνει η αναιρεσείουσα. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 11 περ. γ ΚΠολΔ, αφαίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο, παρά το νόμο, δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Καμιά ωστόσο διάταξη δεν επιβάλλει την ειδική μνεία και τη χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά α που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, αλλά αρκεί η γενική μνεία των κατ’ είδος αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη (μάρτυρες, έγγραφα, πραγ/νη, ένορκες βεβαιώσεις κ.λπ.). Μόνο αν από τη γενική ή και ρητή ακόμη αναφορά, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης, δεν προκύπτει, κατά τρόπο αμφίβολο, (Ολ Α.Π. 2/2008) ή, κατ’ άλλη έκφραση, αδιστάκτως βέβαιο (Ολ. Α.Π. 13-14-15/2005), ότι λήφθηκε υπόψη κάποιο συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο, στοιχειοθετείται ο από το αρθρ.559 περ. 11γ αναιρετικός λόγος (ΑΠ 577/2015, ΑΠ 87, 483, 495, 1461/13).
Με τον τέταρτο, κατά το τέταρτο σκέλος του, λόγο της αναίρεσης προβάλλεται από την αναιρεσείουσα η από το άρθρο 559 αρ. 11 γ ΚΠολΔ αιτίαση με την επίκληση ότι, παρά το νόμο, η προσβαλλομένη απόφαση δεν έλαβε υπόψη, κατά τη διαμόρφωση του αποδεικτικού της πορίσματος τα προς αντίκρουση της με την ένδικη αγωγή αποδιδομένης σε βάρος της αδικοπρακτικής ευθύνης μετ’ επικλήσεως προσκομισθέντα απ’ αυτήν έγγραφα και ειδικότερα: α) την από 22-7-2010 έκθεση του τεχνικού συμβούλου, ιατρού Γναθοχειρουργού - Αναπληρωτή Καθηγητή Γναθουχειρουργικής του Πανεπιστημίου Αθηνών Ν. Π. και β) την υπ’ αριθμ. ... έκθεση οδοντιατρικής πραγ/σύνης της Ε. - Α. Β....". Ο λόγος αυτός κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος αφού, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης απόφασης, η τελευταία έλαβε υπόψη και τα παραπάνω έγγραφα με την διαλαμβανομένη στη 16η σελίδα αυτής ρητή αναφορά στα εν λόγω έγγραφα (βλ.8ο φύλλο απόφασης). Πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι, η δια του ερευνομένου ως άνω λόγου προβαλλόμενη περαιτέρω αιτίαση ότι από τα παραπάνω έγγραφα συνάγεται αντίθετο πόρισμα από εκείνο που δέχθηκε η προσβαλλομένη απόφαση κρίνεται απαράδεκτη καθόσον, με την επίκληση της πλήττεται η ανέλεγκτη, κατά το αρθ. 561 § 1 ΚΠολΔ, αναιρετικά αξιολόγηση και εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων (ΑΠ 609/13, ΑΠ 495/13, ΑΠ 1127/13 ΑΠ 577/15).
Κατ’ ακολουθίαν όλων των ως άνω αναφερθέντων και ενόψει της μη προβολής άλλου [αναιρετικού] λόγου προ έρευνα, πρέπει ν’ απορριφθεί, στο σύνολό της, η ένδικη αίτηση αναίρεσης, να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο (αρ.495 παρ.4 ΚΠολΔ) και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 24-12-2014 και με αριθμ.καταθ....14, αίτηση αναιρέσεως της 4522/2014 τελεσιδίκου αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης από δύο χιλιάδες επτακόσια (2700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 21 Μαρτίου 2016.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 22 Μαΐου 2017.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ