Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Αυτοπρόσωπη εμφάνιση, Εισαγγελικής πρότασης γνωστοποίηση.
Περίληψη:
Αίτηση αναίρεσης κατά παραπεμπτικού βουλεύματος για απόλυτη ακυρότητα και έλλειψη αιτιολογίας. Πότε υποχρεούται ο Εισαγγελέας να γνωστοποιήσει την πρότασή του προς το Συμβούλιο στον κατηγορούμενο. Πότε υποχρεούται το δικαστικό συμβούλιο (ΑΠ ή Εφετών) να δεχθεί το αίτημα του κατηγορουμένου για αυτοπρόσωπη εμφάνιση σ' αυτό. Αιτιάσεις κατηγορουμένου κατά της εκτίμησης των αποδείξεων ως λόγος αναίρεσης για έλλειψη του βουλεύματος της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας.
Αριθμός 2503/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Παπαηλιού και Παναγιώτη Ρουμπή - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Νικολούδη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 20 Οκτωβρίου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ, κατοίκου Αθηνών, περί αναιρέσεως του με αριθμό 144/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ψ.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη ζητά τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 5 Μαρτίου 2009 αίτησή της, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 399/2009. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με τη με αριθμό 212/16.6.2009 έγγραφη πρότασή του, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω κατ' άρθρ. 485 §1 Κ.Π.Δ., την υπ' αριθ. 34/5-3-2009 αίτηση αναίρεσης της Χ, κατοίκου ..., κατά του υπ' αριθμ. 144/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτω τ' ακόλουθα: Α) Με το προσβαλλόμενο βούλευμα απορρίφθηκε κατ' ουσία η υπ' αριθμ. 472/2008 έφεση της τώρα αναιρεσείουσας κατά του υπ' αριθμ. 2692/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών (όπως διορθώθηκε με το υπ' αριθμ. 3105/08 βούλευμα του ίδιου συμβουλίου), με το οποίο παραπέμφθηκε αυτή στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (κακουργημάτων), για τα εγκλήματα της κακουργηματικής πλαστογραφίας μετά χρήσεως και της κακουργηματικής απάτης (άρθρ. 94, 216 §§1,3, 386 §§1,3 Π.Κ.) και επικυρώθηκε το πρωτόδικο βούλευμα. Β) Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε εμπρόθεσμα και νομότυπα, από πρόσωπο δικαιούμενο προς τούτο και κατά βουλεύματος που υπόκειται σε αναίρεση, σύμφωνα με τα άρθρα 473 §1, 474 και 482 §§1,3 Κ.Π.Δ., με την ως άνω δήλωση ενώπιον του Γραμματέα του Εφετείου Αθηνών, την 5-3-2009, ενώ το προσβαλλόμενο βούλευμα είχε επιδοθεί στον αντίκλητο Δικηγόρο της Κων. Κούτρα, την 24-2-2009. Είναι κατά συνέπεια τυπικά δεκτή και ερευνητέα στην ουσία. Γ) Ως λόγοι αναίρεσης προβάλλονται με την κρινόμενη αίτηση η απόλυτη ακυρότητα και η έλλειψη ειδικής αιτιολογίας (άρθρ. 484 §1 στοιχ. α' και δ' του Κ.Π.Δ.) και συγκεκριμένα οι αιτιάσεις: α) ότι δεν ειδοποιήθηκε η τώρα αναιρεσείουσα να λάβει γνώση της εισαγγελικής πρότασης, παρ' ότι το είχε ζητήσει με την έφεσή της και β) ότι απορρίφθηκε χωρίς επαρκή αιτιολογία το αίτημά της για αυτοπρόσωπη εμφάνισή της και κατ' αντιπαράσταση εξέτασή της με τη μηνύτρια, ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών. Δ) α) Κατά τις διατάξεις του άρθρ. 308 §2 εδ. α' και β' του Κ.Π.Δ. οι διάδικοι έχουν το δικαίωμα να γνωστοποιήσουν και προφορικά στον εισαγγελέα και πριν καταρτίσει την πρότασή του ότι επιθυμούν να γνωρίσουν το περιεχόμενό της. Ο Εισαγγελέας οφείλει, σ' αυτή την περίπτωση, να ειδοποιήσει το διάδικο που άσκησε το δικαίωμα αυτό, αν κατοικεί στην έδρα του δικαστηρίου, διαφορετικά τον αντίκλητο που έχει διορίσει στην έδρα αυτή, για να προσέλθει και λάβει γνώση της πρότασής του μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες. Από τις διατάξεις αυτές, η παράβαση των οποίων δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα, κατ' άρθρ. 171 §1 περ. δ' Κ.Π.Δ. και άρα τον αναιρετικό λόγο της διάταξης του άρθρ. 484 §1 στοιχ. α' Κ.Π.Δ., σαφώς προκύπτει ότι προϋπόθεση για την υποχρέωση του εισαγγελέα να ειδοποιήσει τον κατηγορούμενο να λάβει γνώση της πρότασης είναι να έχει υποβάλλει ο τελευταίος αίτηση γι' αυτό πριν την κατάρτιση κάθε συγκεκριμένης πρότασης και ότι αντίθετα ο εισαγγελέας δεν έχει υποχρέωση να καλεί τον κατηγορούμενο χωρίς να έχει υποβληθεί σχετική αίτηση. Στην κρινόμενη υπόθεση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, η τώρα αναιρεσείουσα, ούτε με την υπ' αριθμ. 472/08 έκθεση εφέσεώς της ούτε με το επισυναπτόμενο σ' αυτή σημείωμα - υπόμνημα ("εξουσιοδότηση") δεν ζήτησε να λάβει γνώση της πρότασης που θα κατήρτιζε ο Εισαγγελέας Εφετών. Κατά συνέπεια ο τελευταίος δεν είχε υποχρέωση να ειδοποιήσει την εκκαλούσα κατηγορουμένη ή τον αντίκλητό της να προσέλθουν και να λάβουν γνώση της πρότασής του. Ο προβαλλόμενος λόγος αναίρεσης είναι ουσιαστικά αβάσιμος καθ' ότι στηρίζεται σε ανύπαρκτη προϋπόθεση. β) Κατά το άρθρ. 309 §2 Κ.Π.Δ., το οποίο εφαρμόζεται αναλόγως και κατά τη διαδικασία ενώπιον του συμβουλίου εφετών ( άρθρ. 316 §2) "το συμβούλιο με αίτηση ενός από τους διαδίκους είναι υποχρεωμένο να διατάσσει την εμφάνισή τους ενώπιόν του, με την παρουσία και του εισαγγελέα για να δώσουν κάθε διευκρίνιση. Τότε μόνο είναι δυνατό να απορρίψει την αίτηση για εμφάνιση όταν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι που αναφέρονται ειδικά στο βούλευμα". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, μόνο αν το συμβούλιο δεν απαντήσει καθόλου επί της αιτήσεως του κατηγορουμένου για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιόν του, ή αν αρνηθεί αναιτιολόγητα την εμφάνιση αυτή επέρχεται απόλυτη ακυρότητα σύμφωνα με το άρθρο 171 §1δ' Κ.Π.Δ. και δημιουργείται λόγος αναιρέσεως κατ' άρθρ. 484 §1 στοιχ. α' του Κ.Π.Δ. Στην προκειμένη υπόθεση, το Συμβούλιο Εφετών, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα απέρριψε το αίτημα της αναιρεσείουσας, για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιόν του, με την αιτιολογία ότι "οι ισχυρισμοί της με πληρότητα και σαφήνεια αναπτύσσονται στην έφεσή της και δεν χρήζουν περαιτέρω διευκρινίσεων εφ' όσον δεν υπάρχουν ασάφειες ως προς το νομικό και πραγματικό μέρος των βαρυνόντων αυτή κατηγοριών". Επομένως αιτιολογημένα το Συμβούλιο Εφετών απέρριψε το αίτημα της αναιρεσείουσας και αβάσιμος τυγχάνει ο προβαλλόμενος λόγος αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας και απόλυτη ακυρότητα (βλ. Α.Π. 960/2006 Ποιν. Δικ. 2006.1346 Α.Π. 2125/2002 Ποιν. Χρ. ΝΓ' 134). Ε) Οι λοιπές προβαλλόμενες με το αναιρετήριο έγγραφο αιτιάσεις είτε αποτελούν ουσιαστικές εκτιμήσεις της αναιρεσείουσας διαφορετικές από τις αξιολογήσεις του προσβαλλομένου βουλεύματος, είτε, άπτονται ευθέως της ουσίας και είναι για το λόγο αυτό απαράδεκτες. Εξάλλου η εκ μέρους της αναιρεσείουσας αμφισβήτηση των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των ως άνω εγκλημάτων, αποτελεί άρνηση των κατηγοριών και είναι, ως εκ τούτου, εκτός αναιρετικού ελέγχου. ΣΤ) Με βάση τα προεκτεθέντα η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης είναι ουσιαστικά αβάσιμη και πρέπει να απορριφθεί και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στην αναιρεσείουσα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΠΡΟΤΕΙΝΩ
Α) Να απορριφθεί η υπ' αριθμ. 34/5-3-2009 αίτηση αναίρεσης της Χ, κατοίκου ..., κατά του υπ' αριθμ. 144/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Β) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στην ως άνω αναιρεσείουσα.
Αθήνα 19-5-2009
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Παναγιώτης Ε. Νικολούδης"
Αφού άκουσε τον ως άνω Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που αναφέρθηκε στην προαναφερόμενη εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη υπ'αριθμ. 34/5.3.2009 αίτηση αναίρεσης της κατηγορουμένης Χ ζητείται η αναίρεση του υπ' αριθμ. 144/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίφθηκε η αίτησή της για αυτοπρόσωπη εμφάνισή της σ' αυτό και κατ' ουσίαν η υπ' αριθμ. 472/2008 έφεσή της κατά του υπ' αριθμ. 2692/2008 παραπεμπτικού γι' αυτήν βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών (όπως διορθώθηκε με το υπ' αριθμ. 3105/2008 βούλευμα του ίδιου Συμβουλίου). Η ως άνω αίτηση ασκήθηκε εμπρόθεσμα και νομότυπα από πρόσωπο δικαιούμενο προς τούτο και κατά βουλεύματος υποκειμένου σε αναίρεση. Επομένως είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω. Κατά τα άρθρα 485 παρ.1 και 309 παρ. 2 ΚΠΔ το ποινικό τμήμα του Αρείου Πάγου, που συνεδριάζει με τριμελή σύνθεση ως συμβούλιο, δεν είναι υποχρεωμένο να διατάσσει, ύστερα από αίτηση του κατηγορουμένου, την αυτοπρόσωπη ενώπιον αυτού εμφάνισή του, εάν κρίνει ότι ο κατηγορούμενος έχει εκθέσει επαρκώς τους ισχυρισμούς του ως προς τις πλημμέλειες του προσβαλλόμενου με την αναίρεση βουλεύματος, ή αν οι προβαλλόμενες με την αναίρεση πλημμέλειες δεν δικαιολογούν ως εκ της φύσεώς τους την αυτοπρόσωπη εμφάνιση του κατηγορουμένου ή αν το σχετικό αίτημα υποβάλλεται εντελώς αορίστως. Περαιτέρω το ίδιο Συμβούλιο ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η υπόθεση για την έκδοση βουλεύματος μπορεί ακόμα, χωρίς να υποχρεούται, να επιτρέψει στους συνηγόρους και την προφορική ανάπτυξη της υπόθεσης κατά την ημέρα της διάσκεψης της υπόθεσης. Επίσης μέχρι την προαναφερόμενη χρονική στιγμή μπορεί κάποιος διάδικος να υποβάλλει στο συμβούλιο έγγραφα ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία. Στην περίπτωση όμως που τα στοιχεία αυτά ασκούν ουσιώδη επιρροή στην κρίση του συμβουλίου, το τελευταίο οφείλει αυτεπαγγέλτως πριν προχωρήσει στη διάσκεψη να καλέσει τους υπολοίπους διαδίκους ή τους αντικλήτους τους σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 2 του άρθρου 308 ΚΠΔ που εφαρμόζεται αναλόγως για να ενημερωθούν και γνωστοποιήσουν τις τυχόν παρατηρήσεις τους.
Στην προκειμένη περίπτωση ο συνήγορος της αναιρεσείουσας δικηγόρος Αθηνών Βασίλειος Ράλλης με τη συνοπτική αίτηση - υπόμνημα που κατέθεσε στη γραμματέα του Συμβουλίου τούτου του Αρείου Πάγου την 21.10.2009 (επομένη ημέρα της εισαγωγής της σ' αυτό (20.10.2009) για διάσκεψη και έκδοση βουλεύματος ζήτησε την αυτοπρόσωπη εμφάνισή του ενώπιον αυτού κατά τη διάσκεψη της υπόθεσης, για λογαριασμό της αναιρεσείουσας και όχι την αυτοπρόσωπη εμφάνιση της ίδιας της αναιρεσείουσας, ενώ παράλληλα ζήτησε προθεσμία για προσκόμιση εγγράφων αποδεικτικών στοιχείων, τα οποία, συνολικά δέκα εννέα (19) προσκόμισε η ίδια η αναιρεσείουσα, συνημμένα στο από 3.11.2009 υπόμνημά της, στο οποίο αναφέρει, εκτός των άλλων, κατά λέξη "... γι αυτό έχω ζητήσει την αυτοπρόσωπη εμφάνισή μου για να τα παρουσιάσω με τον πληρεξούσιο δικηγόρο μου ...". Για τα παραπάνω υποβαλλόμενα στο Συμβούλιο τούτο αιτήματα πρέπει να αναφερθούν τα ακόλουθα: 1) Ως προς το αίτημα εμφάνισης μόνο του συνηγόρου της αναιρεσείουσας ενώπιον του Συμβουλίου αυτού, τούτο κρίνεται απορριπτέο, καθόσον στην κρινόμενη αίτηση αναίρεσης εκτίθενται λεπτομερώς οι απόψεις της αναιρεσείουσας ως προς τις επικαλούμενες απ' αυτήν πλημμέλειες του προσβαλλόμενου βουλεύματος και η περαιτέρω ανάλυσή τους δεν κρίνεται αναγκαία για το σχηματισμό γνώμης από τα μέλη του Συμβουλίου τούτου για την κρινόμενη υπόθεση, 2) Ως προς την προσκόμιση πρόσθετων αποδεικτικών στοιχείων, το Συμβούλιο αφού αυτά προσκομίστηκαν πριν την ημέρα της διάσκεψης της υπόθεσης με κατηγορουμένη την αναιρεσείουσα (9.12.2009), τα έλαβε υπόψη του και τί συνεκτίμησε με όλα τα λοιπά στοιχεία της δικογραφίας, ενώ ενημερώθηκε γι' αυτά και ο συνήγορος της πολιτικώς ενάγουσας, σύμφωνα με το άρθρο 309 παρ. 2 εδ. στ' ΚΠΔ (Βλ. σχετικά την από 2.12.2009 εξουσιοδότηση του συνηγόρου της πολιτικώς ενάγουσας δικηγόρου Αθηνών Βασιλείου Καπερνάρου), χωρίς όμως να προβεί σε έγγραφη γνωστοποίηση των τυχόν παρατηρήσεών του, καθόσον δεν έχει τέτοια υποχρέωση. Τέλος η εμπεριεχόμενη στο από 3.11.2009 συμπληρωματικό υπόμνημά της αίτηση για αυτοπρόσωπη εμφάνιση της ίδιας μαζί με τον συνήγορό της και όχι μόνο του τελευταίου, όπως αυτός ζήτησε με την ως άνω από 21.10.2009 αίτησή του ενώπιον του συμβουλίου αυτού, αυτή είναι απαράδεκτη ως εκ του τρίτου και του χρόνου υποβολής της. Ειδικότερα αυτή δεν υποβλήθηκε ούτε με το δικόγραφο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης ούτε με αυτοτελές δικόγραφο που κατέθεσε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για να υποβάλει ο τελευταίος, όπως θα όφειλε, στο παρόν Συμβούλιο τη σχετική για την εν λόγω αίτηση έγγραφη πρότασή του (άρθρα 32 παρ.1 και 4 και 138 παρ. 2 και 3 του ΚΠΔ), επιπλέον δε αναφέρεται ότι αυτό, δηλαδή την αυτοπρόσωπη εμφάνισή της στο Συμβούλιο τούτο, το έχει ζητήσει, ενώ αυτό δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αφού με την από 21.10.2009 αίτηση - υπόμνημα ζητείται ρητά και αναμφίβολα η αυτοπρόσωπη παράσταση στο Συμβούλιο μόνο του συνηγόρου της Βασιλείου Ράλλη, για λογαριασμό της, παρουσία της μηνύτριας και των εκπροσώπων της, που απορρίφθηκε κατά τα προαναφερόμενα. Δηλονότι και ανεξαρτήτως της ουσιαστικής βασιμότητάς του ή όχι του ανωτέρω αιτήματος η αναιρεσείουσα δεν έχει υποβάλλει νομότυπα και εμπρόθεσμα, ευθέως, σαφώς και ορισμένα αίτηση περί αυτοπρόσωπης εμφάνισης αυτής της ίδιας ενώπιον του Συμβουλίου για παροχή διευκρινίσεως και γι' αυτό η εμπεριεχόμενη στο από 3.11.2009 υπόμνημά της σχετική αίτηση για να παρουσιάσει με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της των ευνοϊκών γι' αυτήν στοιχείων (εγγράφων που νόμιμα υπέβαλε στο Συμβούλιο τούτο και αυτό συναξιολόγησε με τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία) πρέπει να απορριφθεί. Εξάλλου πρέπει να αναφερθεί ότι η μη παραδοχή του προαναφερόμενου αιτήματος της αναιρεσείουσας εκ δικονομικών λόγων δεν αντίκειται στο άρθρο 6 της Σύμβασης της Ρώμης για τα ανθρώπινα δικαιώματα (ν.δ.53/1974) και ειδικότερα στο δικαίωμά της να υπερασπίσει η ίδια τον εαυτόν της (παρ. 2 περ. γ' του ως άνω άρθρου), καθόσον ανεξαρτήτως του ότι με όλα τα έγγραφα που προσκόμισε στο Συμβούλιο τούτο έχει επαρκώς καλύψει όλους τους υπερασπιστικούς ισχυρισμούς της χωρίς να απαιτείται κάποια ιδιαίτερη διευκρίνιση αυτών εκ μέρους της (αναιρεσείουσας) με την αυτοπρόσωπη εμφάνισή της στο Συμβούλιο τούτο, αφού με την τήρηση των δικονομικών διατυπώσεων για την υποβολή αιτημάτων προς το δικαστικό συμβούλιο ενώ διασφαλίζεται η ασφάλεια του δικαίου και η ορθή λειτουργία της Δικαιοσύνης, κατ' ουδέν παρεμποδίζουν την ελεύθερη πρόσβαση στο Συμβούλιο, υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι αυτή δεν ζητείται παρελκυστικά (βλ. σχ. Ολ.Α.Π. 2/2008). Συνακόλουθα η σχετική περί του αντιθέτου των ανωτέρω αιτίαση της αναιρεσείουσας, όσον αφορά της αυτοπρόσωπης εμφάνισης της στο Συμβούλιο τούτο, είναι απορριπτέα ως αβάσιμη. Περαιτέρω, με την κρινόμενη αίτηση, κατ' εκτίμηση του δικογράφου αυτής, προβάλλονται ως λόγοι αναίρεσης κατά του προσβαλλόμενου υπ' αριθμ. 144/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, η απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας και η έλλειψη ειδικής αιτιολογίας στο προσβαλλόμενο βούλευμα (άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. α' και δ' ΚΠΔ).
Ειδικότερα με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης αίτησης η αναιρεσείουσα προβάλλει το λόγο της απόλυτης ακυρότητας του προσβαλλομένου βουλεύματος (άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. α'ΚΠΔ), ισχυριζόμενη ότι δεν ειδοποιήθηκε από τον αρμόδιο Εισαγγελέα Εφετών να προσέλθει και να λάβει γνώση της πρότασής του πριν την υποβολή της στο Συμβούλιο Εφετών που εξέδωσε το προσβαλλόμενο βούλευμα, όπως αυτός όφειλε να ενεργήσει και έτσι παραβιάσθηκε το σχετικό υπερασπιστικό δικαίωμά της (άρθρο 308 παρ. 2 σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ. 1 περ. δ' ΚΠΔ). Προϋπόθεση όμως για την άσκηση του ως άνω δικαιώματος της αναιρεσείουσας ήταν να έχει ζητήσει προηγούμενα αυτό, όπως ορίζεται από το πρώτο των προαναφερομένων άρθρων, το οποίο άλλωστε δεν αποκλείει να γνωρίσει ο κάθε κατηγορούμενος την πρόταση του Εισαγγελέα και μετά την υποβολή της στο συμβούλιο. Στην κρινόμενη υπόθεση όμως, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας προς έρευνα του παραδεκτού και του ανωτέρω λόγου αναίρεσης ούτε στην υπ' αριθμ. 472/2008 έκθεση έφεσής της ούτε με το επισυναπτόμενο σ'αυτή σημείωμα - υπόμνημα (εξουσιοδότησή) της, δεν ζήτησε να λάβει γνώση της Εισαγγελικής πρότασης πριν της υποβολής της στο αρμόδιο συμβούλιο Εφετών Αθηνών. Κατά συνέπεια ο Εισαγγελέας Εφετών Αθηνών δεν είχε υποχρέωση να ειδοποιήσει την τότε εκκαλούσα και ήδη αναιρεσείουσα ή τον αντίκλητό της να προσέλθουν και να λάβουν γνώση της σχετικής πρότασής του πριν την υποβολή της στο αρμόδιο Συμβούλιο Εφετών. Επομένως ο ως άνω λόγος της κρινόμενης αίτησης περί απόλυτης ακυρότητας πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Εξάλλου πρέπει να αναφερθεί ότι όσα αναφέρει στην κρινόμενη αίτησή της η αναιρεσείουσα για το συνήγορό της Διονύσιο Κολιόπουλο που άσκησε την έφεσή της κατά του υπ' αριθμ. 2692/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και ειδικότερα να περιορίζει την εξουσία του στο να καταθέσει μόνο την αίτηση αυτή ως αντιπρόσωπός της και όχι να ενεργήσει ως πληρεξούσιος δικηγόρος της δεν αναιρεί την έλλειψη αιτήματός της να λάβει γνώση της προαναφερόμενης εισαγγελικής πρότασης και την εντεύθεν ανυπαρξία υποχρέωσης του τελευταίου για σχετική ειδοποίησή της. Ακόμα περαιτέρω, όσον αφορά το αίτημα της αναιρεσείουσας και τότε εκκαλούσας να εμφανισθεί ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών για να δώσει διευκρινήσεις για την υπόθεσή της που είναι νόμιμο (άρθρο 309 παρ. 2 και 316 παρ. 2 ΚΠΔ), το ως άνω Συμβούλιο, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα (σελ. 37-38) το απέρριψε ως κατ' ουσίαν αβάσιμο με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, χωρίς να δεχθεί ως προς αυτό την αντίθετη συνοπτική εισαγγελική πρόταση. Γι' αυτό και ως προς το κεφάλαιο αυτό ο προβαλλόμενος λόγος περί απόλυτης ακυρότητας, λόγω της παραβίασης του ως άνω υπερασπιστικού δικαιώματός της (άρθρα 171 παρ. 1 περ. δ' και 484 παρ. 1 στοιχ. α' ΚΠΔ) είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Εξάλλου το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναίρεσης, όταν αναφέρονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση (κυρία ή προανάκριση) για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με τις οποίες το Συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την πραγμάτωση του εγκλήματος και την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Το συμβούλιο, εξάλλου, οφείλει να λάβει υπόψη και να αξιολογήσει το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων που προέκυψαν από την προδικασία και υπερβαίνει γι' αυτό (αρνητικά) την εξουσία που του παρέχουν τα άρθρα 309, 310 και 313 ΚΠΔ αν περιορισθεί στον έλεγχο και την αξιολόγηση μόνο των στοιχείων που ενισχύουν τις ενδείξεις ή μόνον εκείνων που τις αποδυναμώνουν. Εάν, όμως, κατά την έννοια και αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων, δεχθεί το συμβούλιο ως αληθινά ή όχι τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του αποδιδομένου στον κατηγορούμενο εγκλήματος, δεν υπερβαίνει την εξουσία του, εφόσον οι σχετικές παραδοχές στηρίζουν την κρίση του για την ύπαρξη ή ανυπαρξία σοβαρών ενδείξεων (Ολ.ΑΠ 9/2001). Στην προκειμένη περίπτωση, το προσβαλλόμενο υπ' αριθμ. 144/2009 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, απέρριψε, εκτός του αιτήματος περί αυτοπρόσωπης εμφάνισης σ'αυτό της εκκαλούσας - κατηγορουμένης και ήδη αναιρεσείουσας, ως κατ' ουσίαν αβάσιμη την υπ' αριθμ. 472/7.10.2008 έφεση της εκκαλούσας Χ, κατοίκου τότε ..., κατά του υπ' αριθμ. 2692/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, όπως αυτό διορθώθηκε με το υπ' αριθμ. 3105/2008 βούλευμα του ιδίου Συμβουλίου, με το οποίο έχει παραπεμφθεί αυτή στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών για να δικασθεί ως υπαίτια για τις αξιόποινες πράξεις: 1) της πλαστογραφίας από κοινού κατ' εξακολούθηση από υπαίτιους που σκόπευαν να προσπορίσουν στον εαυτό τους βλάπτοντας άλλον περιουσιακό όφελος που υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ, με χρήση των πλαστών εγγράφων, 2) της απόπειρας απάτης ενώπιον του Δικαστηρίου από κοινού, τετελεσμένης και σε απόπειρα απάτης που το περιουσιακό όφελος και η αντίστοιχη προξενηθείσα ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ, 3) της απάτης ενώπιον Δικαστηρίου από κοινού με τον ... τετελεσμένης και σε απόπειρα, που το περιουσιακό όφελος και η αντίστοιχη προξενηθείσα ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ, 4)της απάτης ενώπιον Δικαστηρίου που το περιουσιακό όφελος και η αντίστοιχη προξενηθείσα ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ και 5) της πλαστογραφίας από κοινού με τον ... από υπαίτιους που σκόπευαν να προσπορίσουν στον εαυτό τους βλάπτοντας άλλον περιουσιακό όφελος που υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ με τη χρήση των πλαστών εγγράφων, αξιόποινες πράξεις που φέρεται ότι τέλεσε η αναιρεσείουσα στην ... την μεν πρώτη τούτων εντός του έτους 1996 και πριν της 13.9.1996 και τις λοιπές κατά το έτος 2003. Ειδικότερα το προσβαλλόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών δέχθηκε, με καθολική αναφορά στην πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, που έχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, όλα τα σαφώς και ορισμένα αναφερόμενα σ' αυτήν πραγματικά περιστατικά από τα οποία έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για παραπομπή της αναιρεσείουσας στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών για να δικασθεί ως υπαίτια ή συνυπαίτια των ως άνω εγκλημάτων. Ακολούθως το ως άνω Συμβούλιο απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την έφεση της αναιρεσείουσας κατά του υπ' αριθμ. 2692/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, όπως αυτό διορθώθηκε με το υπ' αριθμ. 3105/2008 βούλευμα του ίδιου Συμβουλίου, με το οποίο έχει παραπεμφθεί η αναιρεσείουσα και οι λοιποί συγκατηγορούμενοί της στο ακροατήριο του προαναφερόμενου Δικαστηρίου για να δικασθούν για τις ως άνω αξιόποινες πράξεις. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα αν την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για τα προαναφερθέντα εγκλήματα της κακουργηματικής πλαστογραφίας και απάτης, αφού εκτίθενται σ' αυτό με σαφήνεια και πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και από τα οποία συνήγαγε την αναιρετικά ανέλεγκτη ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων κρίση του για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων των ως άνω εγκλημάτων, μνημονεύει δε τα αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και πείστηκε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή της αναιρεσείουσας στο ακροατήριο του αρμοδίου Δικαστηρίου, παραθέτει δε τέλος τις σκέψεις και τους νομικούς συλλογισμούς με βάση τους οποίους υπήγαγε τα ανωτέρω περιστατικά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13γ, 26 παρ. 1. εδ. α', 27 παρ. 1, 42 παρ. 1, 45, 94, 98, 216 παρ. 1 και 3 εδ. α' και 386 παρ. 1 και 3Β του Π.Κ. Επομένως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο περί του αντιθέτου από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠΔ λόγος αναίρεσης κατά του προσβαλλόμενου βουλεύματος, οι δε λοιπές αιτιάσεις της αναιρεσείουσας, με τις οποίες πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Συμβουλίου Εφετών είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη. Εξάλλου η εκ μέρους της αναιρεσείουσας αμφισβήτηση των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των αποδιδόμενων σ'αυτήν ως άνω εγκλημάτων αποτελεί άρνηση των κατηγοριών της και είναι ως εκ τούτου εκτός αναιρετικού ελέγχου, με την επισήμανση ότι για την παραπομπή της στο ακροατήριο αρκεί η ύπαρξη επαρκών ενδείξεων, όχι όμως και για την καταδίκη της για την οποία απαιτείται πληρότητα αποδείξεων, που αποτελεί αντικείμενο της αποδεικτικής διαδικασίας. Μετά από αυτά και επειδή δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναίρεσης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης στο σύνολό της και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 5 Μαρτίου 2009 αίτηση της Χ, κατοίκου ..., για αναίρεση του υπ' αριθμ. 144/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9 Δεκεμβρίου 2009. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 22 Δεκεμβρίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ