Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2341 / 2008    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Περουσιακής κατάστασης ανακριβής δήλωση.




Περίληψη:
Αίτηση αναιρέσεως κατά παραπεμπτικού βουλεύματος για ανακριβή δήλωση περιουσιακής καταστάσεως. Λόγος αναιρέσεως: έλλειψη αιτιολογίας. Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.




ΑΡΙΘΜΟΣ 2341/2008

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου, Γεωργίου Σαραντινού), ο οποίος ορίσθηκε με την 57/1.4.08 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη και Ανδρέα Τσόλια - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 15 Απριλίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης ..., περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 1301/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 18 Ιουνίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1697/2007.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Δημήτριος Πρίαμος Λεκκός εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσου με αριθμό 68/12.2.08, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Eισάγω κατά το άρθρο 485 παρ. 1 Κ.Π.Δ., την με αριθμό 134/18-6-07 αίτηση της ..., συνταξιούχου εφοριακού, για αναίρεση του με αριθμό 1301/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, δια του οποίου παραπέμπεται ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών, για να δικαστεί για υποβολή ανακριβούς δηλώσεως περιουσιακής καταστάσεως (άρθρα 2 παρ. 19 Ν.2343/95 και 4 παρ. 3,5,9 παρ. 5 Ν.3213/03, όπως η παρ. 5 του όρου 9 προστ. με άρθρο 13 παρ. 4 εδ. β'Ν.3242/04 και 27 παρ. 3 σε συνδ. με άρθρα 24 και 25 Ν.2429/96 και άρθρο 13 Ν.2836/00) και εκθέτω τα ακόλουθα:
Η υπό κρίση αίτηση έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα από τη κατηγορουμένη και στρέφεται κατά βουλεύματος που τη παραπέμπει στο ακροατήριο του Τριμελούς, για πλημμελήματα, Εφετείου και περιέχει συγκεκριμένους λόγους και δη της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. γ' Κ.Π.Δ., αρμοδίως δε άγεται ενώπιον σας, σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 1 Ν.3213/2003, κατά το οποίο "......κατά του βουλεύματος επιτρέπεται η άσκηση αναιρέσεως, την οποίαν ασκούν ο κατηγορούμενος, όταν παραπέμπεται για τις πράξεις που προβλέπονται στις παρ. 1 και 3 του άρθρου 4 και ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου σε κάθε περίπτωση".
Οι προβαλλόμενοι λόγοι συνίστανται, όπως αναφέρονται στην αίτηση αναίρεσης, ότι στο προσβαλλόμενο βούλευμα δεν υπάρχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και ειδικότερα δεν αναφέρονται τα στοιχεία από τα οποία έκρινε το Συμβούλιο ότι α) η περιέχουσα ανακριβή στοιχεία δήλωσή της της από 30.6.2002 οφειλόταν σε δόλο και όχι σε παραδρομή, β) με δόλο δήλωσε στην από 30.6.2002 δήλωσή της ότι είναι δικαιούχος σε ποσοστό 1/4 ποσού 143.914 δολλαρίων ΗΠΑ κλπ, γ) αναληθώς και από δόλο δήλωσε στην από 30-6-2002 δήλωσή της ότι είναι διαχειρίστρια ενός ομολόγου στη Τράπεζα ALRHA BANK, σε συνάλλαγμα 54.058 δολλ. που ανήκε εξ ολοκλήρου στον εξάδελφό της ... και δ) αναληθώς και από δόλο με την από 27-6-2003 δήλωσή της δήλωσε ότι είναι δικαιούχος καταθέσεως από μισθούς στη Τράπεζα Πειραιώς ποσού 127.418 € κατά το 1/4.
Κατά το άρθρο 4 παρ. 3 του νόμου 3213/2003 "ελεγχόμενος, που παραλείπει να υποβάλλει την κατά τα άρθρα 1 και 2 δήλωση ή υποβάλλει εν γνώσει του ανακριβή στοιχεία, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών και με χρηματική ποινή. Στον υπαίτιο επιβάλλεται και στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων από ένα έως και τέσσερα έτη. Αν η πράξη τελέστηκε από αμέλεια, επιβάλλεται φυλάκιση έξι μηνών έως δύο ετών".
Το παραπεμπτικό βούλευμα, έχει την απαιτουμένη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, εκ της ελλείψεως της οποίας ιδρύεται ο εκ του άρθρου 484 παρ. 1 περ. δ' του Κ.Π.Δ. λόγος αναιρέσεως, όταν περιέχονται σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη κυρία ανάκριση ή τη προανάκριση που ενεργήθηκαν σχετικά , σε σχέση με τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, για το οποίο έχει ασκηθεί ποινική δίωξη, οι αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) που θεμελιώνουν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή τους στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε και κρίθηκε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής, ικανές να στηρίξουν την κατηγορία και τη παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Δεν απαιτείται δε για τη πληρότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος η χωριστή αναφορά καθενός αποδεικτικού μέσου σε συνδυασμό με το τι αποδείχθηκε από το καθένα αλλά αρκεί η γενική αναφορά στο σύνολο του είδους των. Ειδικά για το δόλο που ως υποκειμενικό στοιχείο ενυπάρχει κατά τα άρθρα 26 παρ. 1 και 27 παρ. 1 Π.Κ. στη θέληση παραγωγής των συγκροτούντων την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος πραγματικών περιστατικών και εξυπακούεται ότι ενυπάρχει αυτός από τη πραγμάτωσή τους, δεν απαιτείται ιδιαίτερη αιτιολογία, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για την ύπαρξή του ή αν πρόκειται για ενδεχόμενο δόλο (Α.Π. 1304/2003 ΠΧ ΝΔ/2004 σελ. 517).
Στη προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, κατ'επιτρεπτή αναφορά στους λόγους που αναπτύσσονται στην εισαγγελική πρόταση, δέχτηκε ανελέγκτως ότι "από τη κυρία ανάκριση που διενεργήθηκε και ειδικότερα από τις καταθέσεις των μαρτύρων, τα έγγραφα της δικογραφίας και την απολογία της κατηγορουμένης συνολικά εκτιμωμένων, προέκυψαν τα ακόλουθα:
Η κατηγορουμένη, που είχε την ιδιότητα της ελεγκτού στο διαπεριφερειακό Ελεγκτικό Κέντρο Αθηνών, με τις από 30-6-2002, 27-6-2003 και 22-6-2005 δηλώσεως που αφορούσαν τις χρήσεις των ετών 2001, 2002 και 2004, αντιστοίχως, δήλωσε ανακριβώς τα εξής:
α) ότι είχε κατάθεση, στην Τράπεζα Πίστεως, από μισθούς, πλέον τόκων, ύψους 101.803 δρχ. ενώ η αλήθεια ήταν ότι την 31-12-2001 είχε κατάθεση ύψους 101.803 Ευρώ, στην Τράπεζα Πειραιώς.
β) ότι είναι δικαιούχος, σε ποσοστό 1/4, ποσού 143.914 Δολαρίων ΗΠΑ 1.941 Λιρών Αγγλίας και 169.692 Ευρώ τα οποία ανήκαν στη μητέρα της και θα περιέρχονταν σ'αυτή μετά το θάνατο της μητέρας, ενώ η αλήθεια ήταν ότι ήτο δικαιούχος όλων των παραπάνω ποσών κατά 100%.
γ) ότι ήταν, μαζί με τις αδελφές της, διαχειρίστρια ενός ομολόγου στην τράπεζα ALPHA BANK, σε συνάλλαγμα ύψους 54.058 Δολαρίων, που ανήκαν στον εξάδελφό της ..., ενώ η αλήθεια είναι ότι ήταν η ίδια δικαιούχος των χρημάτων αυτών, σε ποσοστό 1/4, δ) ότι ήταν δικαιούχος καταθέσεως στην Τράπεζα Πειραιώς, από μισθούς, του ποσού των 127.418 Ευρώ, κατά το 1/4, ενώ η αλήθεια είναι ότι ήταν δικαιούχος της καταθέσεως αυτής σε ποσοστό 100%, ε) ότι ήταν δικαιούχος ποσού 144.655,8 Δολαρίων ΗΠΑ και ποσού 171.143,19 Ευρώ κατατεθειμένων στην Τράπεζα ALPHA BANK, κατά 1/4, ενώ η αλήθεια είναι ότι ήτο δικαιούχος των παραπάνω καταθέσεων σε ποσοστό 100%, στ) ότι τα ίδια δήλωσε, αναφορικά με τις παραπάνω (στοιχ. δ' και ε') καταθέσεις και στην από 22-6-2005 δήλωσή της. Το "ανακριβές" των παραπάνω δηλώσεων προκύπτει-συνάγεται από επιγενόμενες ενέργειες της ίδιας της κατηγορουμένης και συγκεκριμένα από το ότι αυτή, στη δήλωσή της για το έτος 2004 δήλωσε ότι είναι 100% δικαιούχος των 134.322,62 ευρώ, που ήταν κατατεθειμένα στην Τράπεζα Πειραιώς και κυρίως από το ότι, το έτος 2006 η ίδια ανέλαβε το σύνολο των ποσών που αναφέρθηκαν παραπάνω και τα κατέθεσε σε ατομικούς λογαριασμούς της. Επίσης ως αυτονόητο συμπέρασμα προκύπτει ότι με τις προαναφερθείσες ανακριβείς δηλώσεις αντικειμενικώς καθίστατο δυσχερής ο έλεγχος των περιουσιακών της στοιχείων και των μεταβολών της περιουσιακής της κατάστασης.
Με βάση τα παραπάνω, έχω τη γνώμη ότι προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής της κατηγορουμένης για την πράξη που της αποδίδεται και θα πρέπει το Συμβούλιό Σας να αποφανθεί σύμφωνα με τα άρθρ. 309 § 1 περ. ε, 313 του Κ.Π.Δ., 5 του Ν.3213/03 και 28 του Ν.2429/96 και να διατάξει την παραπομπή της στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών, το οποίο είναι αρμόδιο καθ'ύλη και κατά τόπο για την εκδίκαση της παρούσας υπόθεσης σύμφωνα με τα άρθρ. 119 § 1, 122 § 1 Κ.Π.Δ. και 28 § 2 του Ν.2496/96".
Με τις παραδοχές αυτές το προσβαλλόμενο βούλευμα έχει πλήρη, σαφή και συγκεκριμένη αιτιολογία και ορθά υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά στις διατάξεις του νόμου 3213/2003 και ουδεμία αντίφαση παρατηρείται στο σκεπτικό, ούτε και υπάρχουν αντιφάσεις την αιτιολογία του προσβαλλομένου βουλεύματος και δεν υφίσταται έλλειψη αιτιολογίας και πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης. ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Προτείνω 1) να απορριφθεί η με αριθμό 134/18-6-07 αίτηση της ..., για αναίρεση του υπ'αριθμ. 1301/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
2) να επιβληθούν τα έξοδα της διαδικασίας αυτής στην αναιρεσείουσα. Αθήνα 14 Νοεμβρίου 2007
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου ΠάγουΚυριάκος Καρούτσος
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
ΕΠΕΙΔΗ, κατά το άρθρο 4 παρ. 3 του νόμου 3213/2003 "ελεγχόμενος, που παραλείπει να υποβάλει την κατά τα άρθρα 1 και 2 δήλωση, η υποβάλλει εν γνώσει του ανακριβή στοιχεία, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών και με χρηματική ποινή. Στον υπαίτιο επιβάλλεται και στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων από ένα έως και τέσσερα έτη. Αν η πράξη τελέστηκε από αμέλεια, επιβάλλεται φυλάκιση έξι μηνών έως δύο ετών". Εξάλλου, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα, όταν εκτίθενται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ανάκριση, τα οποία θεμελιώνουν την ύπαρξη σοβαρών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα για το οποίο ασκήθηκε κατ' αυτού ποινική δίωξη, αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά, χωρίς να απαιτείται να αναφέρεται το περιεχόμενο κάθε αποδεικτικού στοιχείου και τι προκύπτει απ' αυτό, πρέπει, όμως, να προκύπτει ότι το συμβούλιο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα, δεν υποδηλώνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα. Η αιτιολογία επιτρεπτώς γίνεται με αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, καλύπτει δε η αναφορά αυτή και το στοιχείο της μνείας των αποδεικτικών μέσων που αναφέρονται στην πρόταση αυτή. Είναι επίσης επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Έτσι, δεν υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας, ακόμη και στην περίπτωση που η αιτιολογία εξαντλείται στην επανάληψη του διατακτικού, το οποίο περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του αιτιολογικού. Ειδικά, για τον δόλο, που ως υποκειμενικό στοιχείο ενυπάρχει κατά τα άρθρα 26 παρ. 1 και 27 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα, στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών, που συγκροτούν τη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι ενυπάρχει αυτός (δόλος) από την πραγμάτωσή τους, δεν απαιτείται ιδιαίτερη αιτιολογία, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για την ύπαρξή του ή αν πρόκειται για ενδεχόμενο δόλο. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το βούλευμα, το οποίο αναιρεσιβάλλεται, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, δέχθηκε ανελέγκτως ότι από τα αποδεικτικά μέσα που μνημονεύει κατ' είδος, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Η κατηγορουμένη, που είχε την ιδιότητα της ελεγκτού στο διαπεριφερειακό Ελεγκτικό Κέντρο Αθηνών, με τις από 30.6.2002, 27.6.2003 και 22.6.2005 δηλώσεις, που αφορούσαν τις χρήσεις των ετών 2001, 2002 και 2004, αντιστοίχως, δήλωσε ανακριβώς τα εξής: α) ότι είχε κατάθεση στην Τράπεζα Πίστεως, από μισθούς, πλέον τόκων, ύψους 101.803 δρχ. ενώ η αλήθεια ήταν ότι την 31.12.2001 είχε κατάθεση ύψους 101.803 ευρώ, στην Τράπεζα Πειραιώς. β) ότι είναι δικαιούχος, σε ποσοστό 1/4 ποσού 143.914 δολαρίων ΗΠΑ, 1.941 λιρών Αγγλίας και 169.692 ευρώ, τα οποία ανήκαν στη μητέρα της και θα περιέρχονταν σ' αυτή μετά το θάνατο της μητέρας, ενώ η αλήθεια ήταν ότι ήτο δικαιούχος όλων των παραπάνω ποσών κατά 100%. γ) ότι ήταν, μαζί με τις αδελφές της διαχειρίστρια ενός ομολόγου στην τράπεζα ALPHA BANK, σε συνάλλαγμα, ύψους 54.058 δολαρίων, που ανήκαν στον εξάδελφό της, ..., ενώ η αλήθεια είναι ότι ήταν η ίδια δικαιούχος των χρημάτων αυτών, σε ποσοστό 100%. ε) ότι ήταν δικαιούχος ποσού 144.655,8 δολαρίων ΗΠΑ και ποσού 171.149,19 ευρώ κατατεθειμένων στην Τράπεζα ALPHA BANK κατά 1/4, ενώ η αλήθεια είναι ότι ήτο δικαιούχος των παραπάνω καταθέσεων σε ποσοστό 100%. στ) ότι τα ίδια δήλωσε, αναφορικά με τις πιο πάνω (στοιχ. δ' και ε') καταθέσεις και στην από 22.6.2005 δήλωσή της. Το "ανακριβές" των παραπάνω δηλώσεων προκύπτει - συνάγεται από επιγενόμενες ενέργειες της ίδιας της κατηγορουμένης και συγκεκριμένα από το ότι αυτή, στη δήλωσή της για το έτος 2004 δήλωσε ότι είναι 100% δικαιούχος των 134.322,62 ευρώ, που ήταν κατατεθειμένα στην Τράπεζα Πειραιώς και κυρίως από το ότι το έτος 2006, η ίδια ανέλαβε το σύνολο των ποσών που αναφέρθηκαν παραπάνω και τα κατέθεσε σε ατομικούς λογαριασμούς της. Επίσης ως αυτονόητο συμπέρασμα προκύπτει ότι με τις προαναφερθείσες ανακριβείς δηλώσεις αντικειμενικώς καθίσταται δυσχερής ο έλεγχος των περιουσιακών της στοιχείων και των μεταβολών της περιουσιακής της κατάστασης". Ακολούθως, το Συμβούλιο, με βάση τα παραπάνω κρίνοντας ότι προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής της κατηγορουμένης για την πράξη που της αποδίδεται, διέταξε την παραπομπή της στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (πλημμελημάτων) Αθηνών, για την εκδίκαση της υποθέσεως. Με τις παραδοχές του αυτές, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξεως της υποβολής ανακριβούς δηλώσεως περιουσιακής καταστάσεως, για την οποία παραπέμφθηκε να δικασθεί στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (πλημμελημάτων), τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις σχετικές ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26, 27 του Ποινικού Κώδικα και των άρθρων 2 παρ. 19 Ν. 2343/95 και 4 παρ. 3, 5, 9 παρ. 5 του Ν. 3213/2003, όπως η παράγραφος 5 του άρθρου 9 προστέθηκε με το άρθρο 13 παρ. 4 εδ. β' του Νόμου 3242/2004 και 27 παρ. 3 σε συνδυασμό με τα άρθρα 24 και 25 του Νόμου 2429/96 και άρθρο 13 του Νόμου 2836/2000, τις οποίες το Συμβούλιο Εφετών ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. ΕΠΕΙΔΗ, ενόψει αυτών, ο σχετικός μοναδικός από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας λόγος αναιρέσεως της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος και συνακολούθως η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την 124/18.6.2007 αίτηση της ..., για αναίρεση του 1301/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα τα οποία ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 24 Ιουνίου 2008. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 7 Νοεμβρίου 2008.-
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΚΑΙ ΗΔΗ ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ

<< Επιστροφή