Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 566 / 2019    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Αριθμός 566 /2019

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ' Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Ασπασία Μαγιάκου, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη, Παρασκευή Καλαϊτζή-Εισηγήτρια, Γεώργιο Παπανδρέου, Λάμπρο Καρέλο και Ανθή Γκάμαρη Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την 6η Μαρτίου 2019 με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ά.-Μ. Η. Β., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Διονύσιο Αναγνώστου. Της αναιρεσίβλητης: Σ. Η. Β., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Πάνο Νικολετόπουλο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10-1-2011 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3740/2012 του ιδίου Δικαστηρίου, 6422/2013 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 14-2-2014 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Παρασκευή Καλαϊτζή, ανέγνωσε την από 20-12-2018 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψη αυτής, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
I. Κατ' άρθρ. 1743 ΑΚ, για την κατάρτιση της μυστικής διαθήκης, (περίπτωση, κατά την οποία, συμφώνως προς το άρθρ. 1738 ΑΚ, ο διαθέτης εγχειρίζει στο συμ/φο έγγραφο με τη δήλωση, ότι περιέχει την τελευταία του βούληση, με την παρουσία των μνημονευομένων στο εν λόγω άρθρο προσώπων), πρέπει να συνταχθεί πράξη και να εφαρμοσθούν αναλόγως τα άρθρα 1732 (για τα στοιχεία του τύπου και της ουσίας ως προς την εγκυρότητα της πράξεως), 1733( στο οποίο εκτίθεται, ότι η πράξη διαβάζεται στον διαθέτη, ενώ ακούουν τα συμπράττοντα πρόσωπα ( παρ. 1) και υπογράφεται από όλους τους προαναφερόμενους (παρ. 2), 1734 (όπου γίνεται μνεία των τηρουμένων διατυπώσεων των γενικών διατάξεων για τα συμβολαιογραφικά έγγραφα) και 1735 (όπου προβλέπεται το απαραίτητο της αναγνώσεως της πράξεως από διαθέτη, που δήλωσε ότι είναι κουφός). Εξάλλου, κατά το μεν άρθρο 173 ΑΚ, που εφαρμόζεται και στις διατάξεις τελευταίας βουλήσεως, κατά την ερμηνεία της διαθήκης, αναζητείται η πραγματική θέληση του διαθέτη και με βάση την υποκειμενική άποψή του, χωρίς προσήλωση στις λέξεις, ενώ το άρθρο, 200 ΑΚ, που αναφέρεται στη βάσει της καλής πίστεως και των συναλλακτικών ηθών ερμηνεία των συμβάσεων δεν εφαρμόζεται επί διαθηκών. Όμως και οι δύο παραπάνω διατάξεις αφορούν στην ερμηνεία ιδιωτικών δηλώσεων βούλησης. Εξετέρου, κατ' άρθρ. 438 ΚΠολΔ, έγγραφα που έχουν συνταχθεί κατά τους νομίμους τύπους από δημόσιο υπάλληλο ή λειτουργό (όπως λ.χ. είναι ο συμβολαιογράφος, ο οποίος είναι άμισθος δημόσιος λειτουργός κατ' άρθρ. 1 παρ. 1 του Κώδικος Συμβολαιογράφων, ο οποίος κυρώθηκε με τον ν. 2830 (2000) ή πρόσωπο που ασκεί δημόσια υπηρεσία ή λειτουργία αποτελούν πλήρη απόδειξη για όλους ως προς όσα βεβαιώνονται, στο έγγραφο ότι έγιναν από το πρόσωπο που συνέταξε το έγγραφο ή ότι έγιναν ενώπιόν του, αν το πρόσωπο αυτό είναι καθ' ύλην και κατά τόπον αρμόδιο να κάνει αυτή τη βεβαίωση, (όπως ο συμβολαιογράφος στην αρμοδιότητα του οποίου περιλαμβάνεται και η σύνταξη πράξεως καταρτίσεως μυστικής διαθήκης, κατ' άρθρ. 1738 επ. ΑΚ). Ανταπόδειξη επιτρέπεται μόνο με προσβολή του εγγράφου ως πλαστού. II. Ο από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως, για ευθεία παράβαση κανόνος ουσιαστικου δικαίου ιδρύεται, αν αυτός δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμοσθεί, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, αντιστοίχως δε όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του κανόνος δικαίου για την επέλευση της απαγγελθείσης έννομης συνέπειας ή την άρνησή της. Περαιτέρω, ο κατ' άρθρ. 559 αρ. 20 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται, αν το δικαστήριο της ουσίας, για την απόδειξη ή ανταπόδειξη ουσιώδους ισχυρισμού, δηλαδή ισχυρισμού που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου, με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό. Ως έγγραφα, η παραμόρφωση του περιεχομένου των οποίων θεμελιώνει τον παραπάνω λόγο αναιρέσεως, θεωρούνται τα αναφερόμενα στα άρθρα 338 και 439 ΚΠολΔ ως αποδεικτικά μέσα και μπορεί να είναι είτε ιδιωτικά είτε δημόσια και να χρησιμεύουν προς άμεση ή έμμεση απόδειξη και προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων.
III. Οι παραδοχές της προσβαλλομένης 6422/2013 αποφάσεως του Εφετείου (Τριμελούς) Αθηνών, επιτρεπτώς επισκοπούμενες, έχουν ως ακολούθως: "Στην προκειμένη περίπτωση από όλα τα έγγραφα, που επικαλούνται και προσκομίζουν νομίμως οι διάδικοι και τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ανεξάρτητα αν αυτά πληρούν τους όρους του νόμου σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως, (άρθρο 336, παρ. 4 Κ.Πολ.Δ.) και τις ένορκες καταθέσεις μαρτύρων που δόθηκαν στα πλαίσια άλλων δικών μεταξύ των διαδίκων, οι οποίες λαμβάνονται υπόψη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (Α.Π. 196/1978, ΝοΒ 1998, σελ. 1056, Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας, Ερμηνεία Κ.Πολ.Δ, τόμος I, Αθήνα 2000, σελ. 689), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 14 Ιανουαρίου του 1990 αποβίωσε στην … ο Η. Β., ο οποίος συνέταξε την από 6 Νοεμβρίου του 1984 μυστική διαθήκη, νομίμως δημοσιευθείσα, με την οποία κατέστησε κληρονόμο του την ενάγουσα στις με στοιχεία Δ-1 και Δ-2 οριζόντιες ιδιοκτησίες στην …, αφήνοντας τη λοιπή κινητή και ακίνητη περιουσία του στην εναγόμενη-ετεροθαλή αδελφή της και την από 6 Νοεμβρίου 1987 μυστική διαθήκη, με την οποία την κατέστησε κληρονόμο την ενάγουσα μόνο στη με στοιχεία Δ-1 οριζόντια ιδιοκτησία της επί της οδού ... πολυκατοικίας, αφήνοντας όλη την υπόλοιπη περιουσία του στην εναγόμενη. Η δεύτερη ως άνω διαθήκη κατατέθηκε στο συμβολαιογράφο Ε. Κ., ο οποίος, έχοντας σχετική αρμοδιότητα, κατ' άρθρον 1743 του Α.Κ., συνέταξε τη με αριθμό ...93/26.2.1988 πράξη κατάθεσης και στη συνέχεια με επιμέλεια του ανωτέρω συμβολαιογράφου δημοσιεύτηκε από το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών με το με αριθμό 448/1990 πρακτικό. Στην πιο πάνω πράξη κατάθεσης, η οποία συνιστά δημόσιο έγγραφο κατά την έννοια του άρθρου 438 του Κ.Πολ.Δ., αναφέρονται μεταξύ άλλων αυτολεξεί τα ακόλουθα:
α) "Αναφέρεται ειδικά ότι ο διαθέτης και οι άνω μάρτυρες......, ότι ήταν αυτοί παρόντες, όλο το χρονικό της σύνταξης της παρούσας πράξης" και
β) "Σε βεβαίωση των ανωτέρω συντάχθηκε η παρούσα..... αυτή διαβάστηκε καθαρά και μεγαλόφωνα "εις επήκοον όλων". Η ανωτέρα) βεβαίωση από το συμβολαιογράφο, αν και δεν συνιστά ακριβή επανάληψη των λέξεων του άρθρου 1733 εδ.1 του Α.Κ., πληροί τις προϋποθέσεις εγκυρότητας της πράξης που συντάχθηκε από αυτόν για την κατάρτιση της πιο πάνω μυστικής διαθήκης, διότι αρκεί σύμφωνα με τα αναφερόμενα από τρίτο σκέλος της μείζονος σκέψης, ότι από τη διατύπωση της βεβαίωσης συνάγεται ότι η πράξη διαβάστηκε στον διαθέτη, ενώ άκουγαν τα συμπράττοντα πρόσωπα. Ο συντάκτης αυτής συμβολαιογράφος, ο οποίος είναι άμισθος δημόσιος λειτουργός, κατά τα αναφερόμενα στο δεύτερο σκέλος της μείζονος σκέψης, βεβαίωσε ότι ο ίδιος διάβασε την πράξη σε όλους, που στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι ο διαθέτης και οι μάρτυρες, δηλαδή ότι έγινε από αυτόν η προαναφερθείσα ανάγνωση και ότι ι τη σύνταξη της πράξης αυτοί ήταν παρόντες ενώπιόν του. Η ενάγουσα ισχυρίστηκε ότι όσα πιο πάνω βεβαίωσε ο συντάκτης της είναι ψευδή, χωρίς όμως να την προσβάλλει ως πλαστή. Σύμφωνα όμως με τα αναφερόμενα στο πρώτο σκέλος της μείζονος σκέψης, ανταπόδειξη των ο Εισηγητές όσων βεβαίωσε ο συμβολαιογράφος ότι έγιναν από αυτόν, δηλαδή η ανάγνωση της πράξης ενώπιον του διαθέτη και των μαρτύρων και όσων έγιναν ενώπιόν του, δηλαδή η παρουσία του διαθέτη και των μαρτύρων κατά τη σύνταξη της πράξης, δεν επιτρέπεται χωρίς την προσβολή της πράξης ως πλαστής. Επομένως οι θεμελιωτικοί της αγωγής ισχυρισμοί της ενάγουσας είναι απορριπτέοι ως ουσιαστικά αβάσιμοι.
Συνεπώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε την αγωγή στην ουσία, αφού δέχτηκε την προβληθείσα από την εναγόμενη ένσταση παραγραφής και απέρριψε την αντένσταση διακοπής της παραγραφής που προέβαλε η ενάγουσα , ορθά κατ' αποτέλεσμα έκρινε, αν και με διαφορετική αιτιολογία, η οποία επιτρεπτώς αντικαθίσταται κατά τα αναφερόμενα στο τέταρτο σκέλος της μείζονος σκέψης. Και αυτό διότι το δεδικασμένο που δημιουργήθηκε με την εκκαλούμενη απόφαση δεν επεκτείνεται στο ότι η επίδικη διαθήκη ήταν άκυρη. Πρέπει, επομένως, η κρινόμενη έφεση να απορριφθεί κατ' ουσίαν". Με βάση τις παραδοχές αυτές το δευτεροβάθμιο δικαστήριο απέρριψε κατ' ουσίαν την έφεση της αναιρεσείουσας κατά της 3740/2012 οριστικής αποφάσεως του Πολ/λούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που είχε απορρίψει στην ουσία αγωγή αυτής (αναιρεσείουσας) περί αναγνωρίσεως της ακυρότητος της από 6-11-1987 μυστικής διαθήκης του πατέρα της.
IV. Η αναιρεσείουσα με τους δυο (1ο-2ο) λόγους αναιρέσεως καταλογίζει στο (Τριμελές) Εφετείο Αθηνών, ότι με την ανωτέρω (προσβαλλομένη) απόφασή του υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρ. 559 αρ. 1 ΚΠολΔ. Ειδικότερα, με τον πρώτο λόγο επικεντρώνει τις αιτιάσεις στην (κατ' άρθρ. 1718 ΑΚ) ακυρότητα της μυστικής διαθήκης του πατέρα της, αναφορικά με την πράξη κατάθεσης αυτής, υποστηρίζοντας ότι γιαυτήν δεν τηρήθηκαν οι κατ' άρθρ. 1718 ΑΚ διατυπώσεις, όπου απαιτείται να γίνεται ρητή αναφορά στην παρουσία του διαθέτη, ξεχωριστά, ως και των συμπραττόντων προσώπων. Ακόμη, η αναιρεσείουσα παραπονείται ότι, παρά την άνω διάταξη 1733 παρ. 1 ΑΚ, στο ακροτελεύτιο σημείο της επίμαχης πράξεως, γίνεται μεν μνεία ότι διαβάστηκε καθαρά και μεγαλόφωνα και τις επήκοον όλων, εν τούτοις, όμως, όπως ισχυρίζεται η αναιρεσείουσα, δεν προκύπτει ούτε απ' τη διατύπωση, ούτε συνάγεται από το κείμενο αυτής (πράξεως) η ανάγνωση ολόκληρου του περιεχομένου της, ενώ άκουγαν ο διαθέτης και τα συμπράττοντα πρόσωπα, γεγονός που δεν προκύπτει από το ότι διαβάστηκε εις επήκοον όλων. Ότι, έτσι, με αυτά που δέχτηκε το Εφετείο, υπέπεσε στην προαναφερόμενη πλημμέλεια από τον αρ. 1 του άθρ. 559 ΚΠολΔ, λόγω παραβιάσεως των παραπάνω ουσιαστικών διατάξεων. Με τον δεύτερο λόγο η αναιρεσείουσα προσάπτει στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ότι με την προσβαλλόμενη απόφασή του υπέπεσε στην ίδια ως άνω πλημμέλεια, διότι σε κάθε περίπτωση, προέβη σε ερμηνεία τη συγκεκριμένης πράξεως, πράγμα που σημαίνει ότι βρέθηκε ενώπιον κενού ή αμφιβολίας, σε σχέση με τα βεβαιούμενα στην πράξη αυτή. Πλήν όμως, παρέλειψε να προσφύγει στις ερμηνευτικές διατάξεις 173 και 200 ΑΚ. Προς τεκμηρίωση των αιτιάσεών της η αναιρεσείουσα αναφέρεται στο περιεχόμενο της καταθέσεως του μάρτυρα Ι. Λόγιου 9 της νυν αναιρεσίβλητης) που περιέχεται στην 1789/92 εισηγητική έκθεση, η οποία εκτιμήθηκε για την έκδοση της 2592/2001 αποφάσεως του Πολ/λούς Πρωτοδικείου Αθηνών, σχετικά με αγωγή της (αναιρεσίουσας) κατά της νυν αναιρεσίβλητης για ακύρωση (από διαφορετικό λόγο) της άνω διαθήκης (από 6-11-1987 μυστικής) του πατέρα της και την συμπλήρωση της νόμιμης μοίρας της. Έτι ειδικότερα, η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται, ότι από την προαναφερόμενη μαρτυρική κατάθεση, καθώς και την κατάθεση του μάρτυρα Γ. Λ., που περιέχεται στα πρακτικά της 821/2007 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που αφορούσε αγωγή της (αναιρεσείουσας) κατά της ήδη αναιρεσίβλητης με αίτημα της αναγνώριση της ακυρότητος ( για διαφορετικό λόγο) της διαφιλονικούμενης διαθήκης, προκύπτει ότι υπήρξε μετακίνηση τόσο του καταρτίσαντος την εν λόγω πράξη συμ/φου, όσο και των μαρτύρων από τον χώρο στον οποίο βρισκόταν ο διαθέτης κατά τον χρόνο συντάξεώς της (πράξεως). Επί τη βάσει των προαναφερθέντων η αναιρεσείουσα υποστηρίζει, ότι η αναφορά ότι η πράξη διαβιβάστηκε καθαρά, μεγαλόφωνα και "εις επήκοον" όλων, είναι ηθελημένα αόριστη, προκειμένου να αποκρυφτεί η αντίστοιχη ακυρότητα που προέκυψε και λόγω της απουσίας του παραπάνω μάρτυρα και να αποφευχθεί η αναφορά γεγονότων που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα και κατ' επέκτασιν η προσβολή του εγγράφου αυτού ως πλαστού, που θα επέφερε ενδεχομένως σοβαρές συνέπειες για τον συντάξαντα συμ/φο. Τέλος, κατά την αναιρεσείουσα, η προσβαλλομένη θα έπρεπε, στο πλαίσιο της ερμηνείας, της παραπάνω πράξεως, να λάβει υπόψιν τις παραπάνω ένορκες καταθέσεις και να οδηγηθεί στο πόρισμα ότι δεν τηρήθηκαν οι νόμιμες προϋποθέσεις και ότι συνεπώς η μυστική διαθήκη είναι άκυρη. Αμφότεροι οι λόγοι (1ος-2ος) είναι αβάσιμοι. Ειδικότερα, από την επισκόπηση των παραδοχών καταδεικνύεται ότι κατά τα (ανελέγκτως) δεκτά γενόμενα, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο διαλαμβάνει, ότι ο συντάκτης της πράξεως κατάθεσης συμ/φος διάβασε την πράξη αυτή ( που συνιστά δημόσιο έγγραφο, συμφώνως προς την μείζονα σκέψη) σε όλους (διαθέτη και μάρτυρες), που ήταν παρόντες κατά την σύνταξή της. Γίνεται επίσης δεκτό ότι δεν ανταποδείχθηκε η προσβολή της βεβαιώσεως του συμ/φου ως πλαστής και γιαυτό, μετά ταύτα, το Εφετείο δέχθηκε την ουσιαστική αβασιμότητα των θεμελιωτικών της αγωγής της αναιρεσείουσας ισχυρισμών. Ωσαύτως, αβασίμως η αναιρεσείουσα υποστηρίζει (στον 2ο λόγο), ότι είχε υπάρξει ανάγκη προσφυγής στα άρθρα 173 και 200 ΑΚ, ώστε με την ερμηνευτική τους επενέργεια να αντιμετωπιζόταν το (ερμηνευτικό) κενό του περιεχομένου της επίμαχης πράξεως κατάθεσης της προαναφερόμενης μυστικής διαθήκης.
Εν προκειμένω ζήτημα εφαρμογής ή μη των άρθρων αυτών δεν τίθεται. Ο παρών λόγος αναιρέσεως στηρίζεται επί λανθασμένης προϋποθέσεως. Συγκεκριμένα, (πέραν του ότι από την επισκόπηση των παραδοχών καταδεικνύεται, ότι η πράξη διαβάστηκε στον διαθέτη και στους μάρτυρες), το μεν άρθρο 173 αφορά μεν σε δηλώσεις βουλήσεως και εφαρμόζεται και στις διαθήκες, αλλά η πράξη καταθέσεως (εγχειρίσεως) της διαφιλονικούμενης διαθήκης δεν συνιστά ιδιωτική δήλωση βουλήσεως, που σε περίπτωση ερμηνευτικού κενού παρίστανται ανάγκη προσφυγής στην διάταξη αυτήν, από το πεδίο εφαρμογής της οποίας εκφεύγει, ενώ το άρθρο 200ΑΚ δεν εφαρμόζεται στις περιπτώσεις των διαθηκών, συμφώνως προς την μείζονα σκέψη. Με τον τρίτο (τελευταίο) λόγο η αναιρεσείουσα επιρρίπτει στο Εφετείο, ότι με την αναιρεσιβαλλομένη απόφασή του υπέπεσε στην από τον αρ. 20 του αρθ. 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, καθόσον, αναφορικά με την παραπάνω συμβολαιογραφική πράξη δέχθηκε, κατά παραμόρφωση πράγματα που δεν περιέχονται σε αυτήν, δηλαδή, ότι ο συμβολαιογράφος ανέφερε ότι άκουγαν όλα τα συμπράττοντα πρόσωπα, αν και ο συμ/φος χαρακτηριστικά αναφέρει ότι η πράξη έγινε " εις επήκοον όλων", ενώ το δικαστήριο της ουσίας σχημάτισε την επιζήμια γιαυτήν (αναιρεσείουσα) κρίση του αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο από το έγγραφο, που παραμορφώθηκε, όπως καταδεικνύεται από την μείζονα πρόταση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος γιατί, με βάση τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης και σε συνέχεια των όσων αναπτύχθηκαν ως προς την αβασιμότητα των 1ου-2ου λόγων, το έγγραφο αυτό ορθώς αναγνώσθηκε, ήτοι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν υπέπεσε σε διαγνωστικό σφάλμα ως προς την ανάγνωση αυτού και, κατ' επέκταση, στην πλημμέλεια της παραμόρφωσης του περιεχομένου του κατά την εκτίμησή του ως αποδεικτικού μέσου, ενώ αβασίμως συναρτάται η πλημμέλεια, (ότι το δικαστήριο της ουσίας αποκλειστικώς ή κυρίως στήριξε την κρίση του στο επίμαχο έγγραφο), με την μείζονα πρόταση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατά τα ως άνω, αφού η δικανική κρίση ερείδεται επί των παραδοχών που αναλύονται στην ελάσσονα πρόταση.
V. Κατά συνέπεια, μη υπάρχοντος ετέρου προς διερεύνηση λόγου, η αίτηση πρέπει να απορριφθεί, το καταβληθέν παράβολο πρέπει να εισαχθεί στο Δημόσιο Ταμείο και στην ηττώμενη αναιρεσείουσα πρέπει να επιβληθεί η δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, κατά παραδοχή του αιτήματος της ( άρθρ. 176, 183, 495 παρ. 4, όπως ίσχυε προ της τροποποιήσεώς του με το ν. 4335/2015, συμφώνως προς το διατακτικό.-

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ -
Απορρίπτει την από 14-2-2014 αίτηση της Ά.- Μ. Β. κατά της Σ. Β. περί αναιρέσεως της 6422/2013 αποφάσεως του Εφετείου (Τριμελούς) Αθηνών.-
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο. Και –
Επιβάλλει στην αναιρεσείουσα την δικαστική δαπάνη της αναιρσίβλητης, το ποσόν της οποίας ορίζει σε δυο χιλιάδες επτακόσια ευρώ (2.700€).-
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 3 Απριλίου 2019.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 16 Μαΐου 2019.

Η ΠΡΟΕΔΡΕΟΥΣΑ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ

Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή