Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1942 / 2009    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Δωροδοκία, Σωματική βλάβη από αμέλεια.




Περίληψη:
Σωματική βλάβη από αμέλεια. Παθητική δωροδοκία (δωροληψία). Στοιχεία πράξεων. Λόγοι αναιρέσεως. Έλλειψη αιτιολογίας. Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Ευθύνη ιατρού για ιατρική επέμβαση. Απορρίπτει αίτηση.




Αριθμός 1942/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, ο οποίος ορίσθηκε με την υπ' αριθμ. 42/2009 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Γρηγορίου Μάμαλη), Νικόλαο Ζαΐρη, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο-Εισηγητή, Παναγιώτη Ρουμπή και Κωνσταντίνο Φράγκο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Μαΐου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ, που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αθανάσιο Τσιούμα, για αναίρεση της 3262/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, με πολιτικώς ενάγουσα την Ψ, που δεν παρέστη στο ακροατήριο. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 16 Ιανουαρίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 102/2009.

Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρ. 314 παρ. 1 εδ. α του ΠΚ, "όποιος από αμέλεια προκαλεί σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας άλλου, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών" και, κατά τη διάταξη του αρ. 28 ίου ίδιου Κώδικα, "από αμέλεια πράττει οποίος, από έλλειψη της προσοχής, την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, είτε δεν πρόβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα, που προκάλεσε η πράξη του, είτε το πρόβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν". Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει, ότι για τη θεμελίωση της αξιόποινης πράξεως της σωματική βλάβης από αμέλεια, απαιτείται η διαπίστωση, αφενός μεν ότι ο δράστης δεν κατέβαλε την απαιτούμενη κατά αντικειμενική κρίση προσοχή, την οποία οφείλει να καταβάλει κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος, κάτω από τις ίδιες πραγματικές καταστάσεις, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές, την κοινή πείρα, τη λογική και τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, και αφετέρου, ότι είχε τη δυνατότητα να προβλέψει και να αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα, το οποίο πρέπει να τελεί σε αντικειμενικό αιτιώδη σύνδεσμο με την πράξη ή την παράλειψη. Η παράλειψη ως έννοια, ενυπάρχει σε κάθε είδος αμέλεια, εφόσον το ένα σκέλος της ευθύνη συνίσταται, στη μη καταβολή της προσοχής, δηλαδή σε παράλειψη. Όταν, όμως, η αμέλεια δεν συνίσταται σε ορισμένη παράλειψη, αλλά σε σύνολο συμπεριφοράς που προηγήθηκε του αποτελέσματος τότε για τη θεμελίωση της σωματικής βλάβης από αμέλεια, ως εγκλήματος που τελείται με παράλειψη, απαιτείται η συνδρομή και των όρων του άρ. 15 του ΠΚ. Κατά τη διάταξη αυτή, όπου ο νόμος για την ύπαρξη αξιόποινα πράξης, απαιτεί να έχει επέλθει ορισμένο αποτέλεσμα, η μη αποτροπή του, τιμωρείται όπως η πρόκλησή του με ενέργεια, αν ο υπαίτιος της παράλειψης, είχε ιδιαίτερη (δηλαδή ειδική και όχι γενική) νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος. Η ιδιαίτερη αυτή νομική υποχρέωση (προς ενέργεια τείνουσα στην παρεμπόδιση του αποτελέσματος), μπορεί να πηγάζει από ρητή διάταξη νόμου ή από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων, που συνδέονται με ορισμένη έννομη σχέση του υπόχρεου ή από σύμβαση ή από ορισμένη προηγούμενη συμπεριφορά του, από την οποία δημιουργήθηκε ο κίνδυνος επέλευσης του εγκληματικού αποτελέσματος.
Ειδικά δε επί εγκλήματος, εξ αμελείας, που συνίσταται σε παράλειψη, πρέπει να προσδιορίζεται στην αιτιολογία της απόφασης και από πού πηγάζει η ιδιαίτερη υποχρέωση του υπαίτιου προς ενέργεια (αποτρεπτική του αποτελέσματος) και, αν πρόκειται για επιτακτικό κανόνα δικαίου, και ο κανόνας αυτός. Επίσης από τη διάταξη του άρ. 235 του ΠΚ κατά την οποία τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους, ο υπάλληλος ο οποίος κατά παράβαση των καθηκόντων του ζητεί ή λαμβάνει άμεσα ή με τη μεσολάβηση τρίτου, για τον εαυτό του η για τρίτον, ωφελήματα οποιασδήποτε φύσης ή δέχεται υπόσχεση τούτων, προκειμένου να προβεί σε ενέργεια ή παράλειψη που ανάγεται στα καθήκοντά του ή αντίκειται σε αυτά, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της παθητικής δωροδοκίας (δωροληψίας), απαιτείται, εκτός από την ιδιότητα του δράστη ως υπαλλήλου, κατά την έννοια των άρ. 13 εδ. α' και 253Α του ΠΚ, η από μέρους αυτού του ιδίου ή διό μέσου άλλου, απαίτηση ή αποδοχή ωφελημάτων που δεν δικαιούται ή αποδοχή υπόσχεσης προς παροχή αυτών (ωφελημάτων), για ενέργεια ή παράλειψή του που ανάγεται ή αντίκειται στα καθήκοντά του, όπως αυτό διαγράφονται ή προκύπτουν από το νόμο η τους υπηρεσιακούς κανονισμούς ή τις διαταγές ή οδηγίες των προϊσταμένων του ή την υπηρεσιακή του σχέση ή τη φύση της υπηρεσίας του. Είναι δε αδιάφορο αν η ενέργεια ή η παράλειψη του υπαλλήλου πραγματοποιήθηκε ή αν αυτός σκόπευε ειλικρινά να την πραγματώσει (ΟλΑΠ 6/1998). Πρόκειται για έγκλημα υπαλλακτικώς μικτό, υπό την έννοια ότι οι πλείονες τρόποι πραγματώσεώς του, που ορίζονται στο νόμο και είναι, α) η απαίτηση του ωφελήματος, β) η αποδοχή του και γ) η αποδοχή υπόσχεσης για την παροχή του, μπορούν να εναλλαχθούν, και σε περίπτωση συνδρομής περισσότερων τρόπων, πραγματώνεται ένα μόνον έγκλημα. Εξάλλου η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚποινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, κλπ.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Ε' ΚποινΔ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης 3262/2008 αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών δέχτηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, κατά πιστή αντιγραφή από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως: "Η εγκαλούσα Ψ περί τα τέλη Αυγούστου 2000 έπαθε ρήξη μηνίσκου και μετά από συνεννόηση με τον κατηγορούμενο, εισήλθε την 1-9-2000 στο νοσοκομείο "...", στο οποίο ο παραπάνω ήταν διευθυντής του ορθοπεδικού τμήματος αυτού και εργαζόταν ως χειρουργός ορθοπεδικός. Αφού έγιναν οι απαραίτητες ακτινογραφίες ο κατηγορούμενος της γνωστοποίησε ότι έχει ρήξη μηνίσκου στο δεξί γόνατο και για την αποκατάσταση αυτού θα προέβαινε στις 5-9-2000 σε αρθροσκοπική επέμβαση, ζήτησε δε από το σύζυγο της εγκαλούσας το ποσό των 300.000 δραχμών για την επέμβαση αυτή, τα οποία και έλαβε αν και δεν τα εδικαιούτο διότι ως ιατρός του ΕΣΥ η επέμβαση αυτή αναγόταν στα καθήκοντά του για τα οποία αμείβεται από το Δημόσιο. Στις 5-9-2000 εισήλθε η εγκαλούσα στο χειρουργείο, χειρουργήθηκε στο γόνατο από τον κατηγορούμενο και από την επομένη ημέρα του χειρουργείου άρχισε να έχει οδυνηρούς πόνους. Κατά την ώρα της αρθροσκόπησης ο κατηγορούμενος διέγνωσε χαλαρότητα στην επιγονατίδα του δεξιού ποδιού της ασθενούς και προέβη, χωρίς να ενημερώσει κανένα και χωρίς να βεβαιωθεί από συζήτηση με την ασθενή ότι πρόκειται για καθ' έξη εξάρθρημα της επιγονατίδος, σε ανοικτή επέμβαση, αναδιπλώνοντας τον τένοντα με αποτέλεσμα να προβεί σε επέμβαση που δεν ήταν αναγκαία και στη συνέχεια να επέλθει κάθοδος της επιγονατίδος να ακουμπά αυτή στην κνήμη, όπως και ο τένοντας, ο οποίος παρουσιάζει πάχυνση. Η εγκαλούσα συνέχισε και μετά την έξοδό της από το νοσοκομείο στις 29/9/2000 να έχει φοβερούς πόνους στο γόνατο, στα παράπονά της δε προς τον κατηγορούμενο να της απαντά ότι αυτό είναι συνηθισμένο και να της προτείνει φυσικοθεραπείες. Δύο χρόνια μετά την παραπάνω επέμβαση η εγκαλούσα υποβλήθηκε από τον μάρτυρα-ιατρό ... σε αρθροσκοπική συμφυσιόλυση και σταμάτησαν οι πόνοι έχει όμως μετατοπισμένη προς τα κάτω την επιγονατίδα του δεξιού ποδιού της, βλάβη η οποία δεν αποκαθίσταται. Επί ένα έτος και πλέον η εγκαλούσα απευθυνόταν στον κατηγορούμενο, παραπονούμενη για αφόρητους πόνους στο γόνατο της, το οποίο είχε οίδημα, και αυτός την καθησύχαζε ότι είναι φυσιολογικό να πονά για μεγάλο διάστημα, χωρίς να προβεί σε νέα επέμβαση για να την απαλλάξει από τους πόνους. Απελπισμένη αυτή απευθύνθηκε και σε άλλους γιατρούς, οι οποίοι μετά τη διενέργεια μαγνητικής τομογραφίας της συνέστησαν άμεση νέα επέμβαση στο γόνατο διότι η επιγονατίδα ακουμπούσε στην κνήμη και λόγω της αρχικής επέμβασης είχαν δημιουργηθεί συμφύσεις, στην οποία και υπεβλήθη από τον πιο πάνω ιατρό, ο οποίος στην παρούσα κατάθεσή του ρητώς αναφέρει ότι το πρόβλημα στην εγκαλούσα δημιουργήθηκε διότι ο κατηγορούμενος θεώρησε ότι υπήρχε υποτροπιάζον εξάρθρημα επιγονατίδος και προέβη σε ανοικτή επέμβαση για να το διορθώσει ενώ κάτι τέτοιο δεν συνέβαινε και η γενόμενη στο χειρουργείο από τον κατηγορούμενο διαπίστωση ότι αυτή είχε χαλαρότητα στην επιγονατίδα δεν αποτελεί ασφαλές επιστημονικό κριτήριο για επέμβαση σ' αυτή αφού οι περισσότερες γυναίκες έχουν χαλαρή επιγονατίδα και δεν χειρουργούνται για να το αντιμετωπίσουν αφού δεν δημιουργείται πρόβλημα και αντιμετωπίζεται με ενδυνάμωση του τετρακεφάλου.
Συνεπώς, ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος σωματικής βλάβης από αμέλεια διότι παρέβη τους κοινώς αναγνωρισμένους κανόνες της επιστήμης και δεν ενήργησε με το επιβαλλόμενο καθήκον επιμέλειας, αφού προέβει με επέμβαση της επιγονατίδος αν και δεν ήταν απαραίτητη για τη θεραπεία της εγκαλούσας και στη συνέχεια αν και έλαβε γνώση των επιπλοκών στο γόνατο της εγκαλούσας παρέλειψε να ενεργήσει νέα επέμβαση προς αποκατάσταση της υγείας της και την ανακούφιση αυτής από τους πόνους. Για όλα τα παραπάνω σαφείς και κατηγορηματικές είναι οι καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων, απορριπτομένου ως αβασίμους του αιτήματος του κατηγορουμένου για να κληθεί να καταθέσει ιατρός ορθοπεδικός-πραγματογνώμων, αναβαλλομένης της δίκης, αφού τα υπάρχοντα στοιχεία είναι επαρκή και δεν κρίνεται αναγκαία η προσέλευση αυτού. Επίσης πρέπει να κηρυχθεί ένοχος παθητικής δωροδοκίας, απορριπτομένων ως αβασίμων των ισχυρισμών του που ανάγονται στην ουσία της υπόθεσης. Πρέπει, όμως να αναγνωρισθεί στον κατηγορούμενο το ελαφρυντικό του άρθρου 84 § 2α ΠΚ διότι μέχρι την τέλεση των πιο πάνω πράξεων έζησε έντιμη ατομική, οικογενειακή και γενικά κοινωνική ζωή". Στην συνέχεια, το Δικαστήριο της ουσίας τον άνω κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα κήρυξε ένοχο των πράξεων της σωματικής βλάβης από αμέλεια και της παθητικής δωροδοκίας (δωροληψίας) και ειδικότερα του ότι: "Στην ... στους παρακάτω αναφερόμενους χρόνους: Α)Προξένησε σε άλλον σωματική κάκωση και βλάβη της υγείας του από αμέλεια (εξωτερική και εσωτερική). Συγκεκριμένα: Ο Χ ενήργησε χειρουργική επέμβαση ως χειρουργός ορθοπεδικός και διευθυντής του Ορθοπεδικού Τμήματος του Νομαρχιακού Νοσοκομείου ... "..." στο ως άνω Νοσοκομείο στις 5/9/2000 στην ασθενή και εγκαλούσα Ψ, η οποία υπέφερε από πόνους στο δεξιό γόνατο και ειδικότερα από ρήξη μηνίσκου. Την εγχείρηση αυτή όμως ενήργησε κατά παράβαση των κανόνων της ιατρικής επιστήμης, αφού ανεπίτρεπτα μίκρυνε (αναδίπλωσε) τένοντα, με αποτέλεσμα και τραβηχτεί η επιγονατίδα προς τα κάτω, να ακουμπάει στην κνήμη και να προκαλούνται αφαλάτωση της επιγονατίδας αφόρητοι πόνοι και δυσκολίες κατά το βάδισμα. Μάλιστα για την αποκατάσταση της υγείας της εγκαλούσας Ψ απαιτείται να γίνει νέα χειρουργική επέμβαση με σκοπό την επιμήκυνση του τένοντα. Στη συνέχεια, ο πρώτος κατ/νος, μολονότι λάμβανε γνώση για ένα έτος των παραπόνων της εγκαλούσας, παρέλειψε, αν και είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση για ενέργεια και παρεμπόδιση του αξιόποινου αποτελέσματος που απέρρεε από την ιδιότητα του θεράποντος ιατρού, να ενεργήσει νέα επέμβαση προς αποκατάσταση της υγείας της ασθενούς και ανακούφιση από τους πόνους. Β)Ως υπάλληλος κατά παράβαση των καθηκόντων του ζήτησε και έλαβε για τον εαυτό του ωφελήματα προκειμένου να προβεί σε ενέργεια που αναγόταν στα καθήκοντά του και ειδικότερα ότι ως Διευθυντής του Ορθοπεδικού Τμήματος του Νομαρχιακού Γενικού Νοσοκομείου ... "..." ζήτησε και έλαβε από την εγκαλούσα 300.000 δρχ. για τη χειρουργική επέμβαση που της έκανε κατά τα παραπάνω στις 5/9/2000. Ακολούθως, το άνω Δικαστήριο, αφού αναγνώρισε στον κατηγορούμενο το ελαφρυντικό του προτέρου έντιμου βίου, επέβαλε σε αυτόν συνολική ποινή φυλακίσεως εννέα (9) μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε για χρονικό διάστημα τριών (3) ετών. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτουμένη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των άνω εγκλημάτων για τα οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 18 εδ.β', 26 παρ.1α, 27 παρ.1, 28, 94 § 1, 314 §1α, 315 § 1β', 235, 84 § 2α ΠΚ τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία της αποφάσεως 3262/2008 του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, απολογία κατηγορουμένου), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά. Και συγκεκριμένα έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο της ουσίας και συνεκτίμησε μαζί με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα και τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας, ... και .... Σύμφωνα με τα άνω λεχθέντα, το Δικαστήριο της ουσίας προκειμένου να καταλήξει στην καταδικαστική κρίση του, οδηγήθηκε στις προαναφερόμενες παραδοχές, που αποτελούν την απαιτούμενη από τις πιο πάνω διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Συγκεκριμένα, κατά τρόπο σαφή και πλήρη, αναφέρονται όλα τα στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων για τα οποία αυτός καταδικάστηκε, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών που αποδείχθηκαν στις ουσιαστικές διατάξεις που εφαρμόστηκαν χωρίς να εμφιλοχωρήσουν ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά. Για την πληρότητα δε της αιτιολογίας, είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού και διατακτικού, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Είναι αβάσιμες και πρέπει να απορριφθούν, οι επιμέρους αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος και συγκεκριμένα, ότι: 1)η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αναφέρει τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία προέκυψαν και από τα οποία συνάγεται η θεμελίωση ή όχι της αντίστοιχης εγκληματικής πράξης και δεν αξιολογείται κανένα από τα αποδεικτικά μέσα σε συσχετισμό με τα υπόλοιπα και ιδία, δεν αξιολογούνται τα αντιφατικά αποδεικτικά στοιχεία μεταξύ του μάρτυρα κατηγορίας και του βιβλίου του χειρουργείου. Και τούτο, διότι έχουν αξιολογηθεί τα αναφερόμενα στην αρχή αποδεικτικά μέσα με συσχετισμό μεταξύ τους και όλα τα αποδεικτικά μέσα (μεταξύ των οποίων και το βιβλίο του χειρουργείου) εκτιμήθηκαν ελεύθερα. 2)Δεν υπάρχει η απαιτούμενη αιτιολογία, διότι στο σκεπτικό επαναλαμβάνεται το διατακτικό στο οποίο παρατίθεται απλώς το κατηγορητήριο, χωρίς να περιλαμβάνονται (στο σκεπτικό) και άλλα πραγματικά περιστατικά ή σκέψεις και συλλογισμοί, οι οποίοι οδήγησαν το Δικαστήριο στην καταδικαστική για τον κατηγορούμενο κρίση. Επίσης, η αιτιολογία είναι ασαφής και αντιφατική, ώστε να δημιουργείται αμφιβολία ως προς την τέλεση από τον κατηγορούμενο της πράξης για την οποία κηρύχθηκε ένοχος. 3)Δεν υπάρχει επίσης αιτιολογία, διότι ενώ ανέκυψε παραδοχή ισχυρού αποδεικτικού μέσου (βιβλίο χειρουργείου), υπήρξε παραμόρφωση του αποδεικτικού αυτού μέσου, που οδήγησε προδήλως σε ελαττωματική κρίση. Και τούτο, διότι όλα τα προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα, έχουν εκτιμηθεί ελεύθερα από το Δικαστήριο της ουσίας, όπως, και το βιβλίο χειρουργείου, ως έγγραφο, ενώ δεν υπάρχει αντίφαση στην απόφαση. 4)Δεν υπάρχει η απαιτούμενη αιτιολογία για τους αυτοτελείς ισχυρισμούς του, και ειδικά με την καταλυτική επίδραση αυτών στη στοιχειοθέτηση της έννοιας των εγκλημάτων που κατηγορήθηκε. Και τούτο, διότι κανένας ισχυρισμός δεν υποβλήθηκε κατά τρόπο σαφή και ορισμένο. Κατά τρόπο αόριστο υποβλήθηκε και ο ισχυρισμός, περί συνδρομής των όρων του άρθρου 14 ΠΚ, ως καταλυτικού στοιχείου για τη στοιχειοθέτηση της έννοιας των εγκλημάτων που κατηγορήθηκε και καταδικάστηκε και, για το λόγο αυτό, δεν είχε υποχρέωση να περιλάβει στην απόφασή του το Δικαστήριο διάταξη περί αυτού. Κατά τα λοιπά, ο αναιρεσείων με την αίτηση αναιρέσεως, όπως και με το από 22-5-09 υπόμνημα που κατέθεσε, ασχολείται κυρίως με εκτίμηση των πραγματικά περιστατικών από το δικάσαν Δικαστήριο, απαραδέκτως όμως στην παρούσα δίκη. Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αλλά και της ελλείψεως νόμιμης βάσεως, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατά τα λοιπά, με τους πω πάνω λόγους αναιρέσεως, πλήττεται απαραδέκτως η άνω απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών. Κατόπιν αυτών, εφόσον δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση στο σύνολό της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (ΚΠΔ 583 παρ.1).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την 16 Ιανουαρίου 2009 (υπ' αριθμ. πρωτ. 13/16-1-2009 αίτηση του Χ, για αναίρεση της με αριθμό 3.262/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Ιουλίου 2009.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 13 Οκτωβρίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή