Αριθμός 266/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωστούλα Φλουρή - Χαλεβίδου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ευστάθιο Νίκα, Μαρία Βάρκα, ’ννα Αγγελάτου - Βασιλείου και Αλεξάνδρα Αποστολάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 1η Οκτωβρίου 2021, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος - αναιρεσιβλήτου: Κ. Κ. του Δ., κατοίκου ... και διαμένοντος προσωρινά στην Αθήνα, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παναγιώτη Φώσκολο, που δήλωσε στο ακροατήριο ότι ανακαλεί τις από 30-9-2021 δηλώσεις του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και παρίσταται.
Των αναιρεσιβλήτων - αναιρεσειουσών: 1) Κ. χας Γ. Α., το γένος Δ. Κ., κατοίκου ... και 2) Μ. Α. του Γ., συζ. Δ. Ζ., κατοίκου ... οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Θεοφάνη Παντελιά.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 16-7-2014 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων - αναιρεσειουσών, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Λαμίας και συνεκδικάστηκε με την από 23-10-2014 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος - αναιρεσιβλήτου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 62/2016 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 68/2018 του Μονομελούς Εφετείου Λαμίας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων - αναιρεσίβλητος με την από 1-3-2020 αίτησή του και οι αναιρεσίβλητες - αναιρεσείουσες με την από 16-4-2019 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση των υποθέσεων αυτών, με Εισηγήτρια την Αρεοπαγίτη Αλεξάνδρα Αποστολάκη, που εκφωνήθηκαν από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Οι πληρεξούσιοι των αναιρεσειόντων ζήτησαν την παραδοχή της αντίστοιχης αίτησης αναίρεσής του, την απόρριψη της αντίθετης, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Εισάγονται προς συζήτηση, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, οι από α) 1-3-2020 (αριθμ. κατάθ. 8/28-5-2020) αίτηση του Κ. Κ. και β) 16-4-2019 (αριθμ. κατάθ. 7/19-4-2019) αίτηση των Κ. και Μ. Α. για αναίρεση της 68/2018 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Λαμίας. Οι αιτήσεις αυτές πρέπει, λόγω της προφανούς συνάφειάς τους, να συνεκδικαστούν (άρθρ. 246 και 573 παρ.1 ΚΠολΔ) και να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 577 του ίδιου Κώδικα).
Κατά το άρθρο 321 του ΚΠολΔ, δεδικασμένο, το οποίο, κατά το άρθρο 332 του ίδιου Κώδικα, λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης, δημιουργούν οι οριστικές αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων, που δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση, δηλαδή οι τελεσίδικες. Κατά δε το άρθρο 324 ΚΠολΔ, το δεδικασμένο υπάρχει μεταξύ των ίδιων προσώπων, που παρίστανται με την ίδια ιδιότητα, μόνο για το δικαίωμα που κρίθηκε και εφόσον πρόκειται για το ίδιο αντικείμενο και για την ίδια ιστορική και νομική αιτία. Ταυτότητα ιστορικής αιτίας υπάρχει, όταν τα ίδια πραγματικά περιστατικά που συγκρότησαν την ιστορική βάση της πρώτης αγωγής και με την ίδια νομική διάταξη στηρίζουν και τη μεταγενέστερη αγωγή. Ενώ η ταυτότητα της νομικής αιτίας προϋποθέτει θεμελίωση και των δύο αγωγών στο ίδιο νομικό γεγονός (νομικό κανόνα) που αφορά στη συγκεκριμένη έννομη σχέση (ΑΠ 1255/2015, ΑΠ 1550/2010). Έτσι, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων αυτών (321 και 324), καθώς και εκείνης του άρθρου 322 του ΚΠολΔ, η τελεσίδικη απόφαση αποτελεί δεδικασμένο που δεν επιτρέπει να αμφισβητηθεί και να καταστεί αντικείμενο νέας δίκης το δικαίωμα που κρίθηκε και η δικαιολογική σχέση από την οποία αυτό έχει παραχθεί, δηλαδή εμποδίζει το δικαστήριο να ερευνήσει την ίδια υπόθεση και πάλι, χάριν του δημόσιου συμφέροντος και προς αποφυγή έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων μεταξύ των ίδιων διαδίκων. Η απαγόρευση αυτή ενεργεί τόσο θετικά, με την έννοια ότι το δικαστήριο, ενώπιον του οποίου ανακύπτει εξ αφορμής άλλης δίκης, είτε ως κύριο είτε ως προδικαστικό ζήτημα, το δικαίωμα που κρίθηκε με τελεσίδικη απόφαση, οφείλει να θέσει ως βάση της απόφασής του το δεδικασμένο που προκύπτει από την απόφαση αυτή, λαμβάνοντάς το ως αμάχητη αλήθεια, έστω και αν η απόφαση είναι εσφαλμένη (ΑΠ 2028/2014, ΑΠ 1415/2009), όσο και αρνητικά, με την έννοια ότι απαγορεύεται η συζήτηση νέας αγωγής για το ίδιο δικαίωμα, για την ύπαρξη ή μη του οποίου υπάρχει δεδικασμένο. Το δεδικασμένο αυτό εκτείνεται στο ουσιαστικό ζήτημα για έννο΅η σχέση που προβλήθηκε ΅ε αγωγή, ανταγωγή, κύρια παρέμβαση ή ένσταση συ΅ψηφισ΅ού. Έννο΅η σχέση, κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, είναι το σύνολο των έννομων συνεπειών που κρίθηκαν τελεσίδικα και όχι τα πραγματικά γεγονότα που γέννησαν ή απόσβεσαν τις έννo΅ες συνέπειες (ΑΠ 1443/2017, ΑΠ 1229/2015, ΑΠ 1397/2012, ΑΠ 1520/2010). Εξαίρεση από τη διπλή αυτή δέσμευση δικαιολογείται, όταν ο κρίσιμος για τη μεταγενέστερη δίκη χρόνος διέρρευσε υπό νομικό καθεστώς διαφορετικό από εκείνο που υπήρχε κατά τον κρίσιμο στην προηγούμενη δίκη χρόνο, κατά τον οποίο και κρίθηκε η επίδικη τότε απαίτηση, αφού, στην περίπτωση αυτή, δεν υπάρχει η αναγκαία για την ενεργοποίηση του δεδικασμένου ταυτότητα νομικής αιτίας ή όταν στη μεταγενέστερη αγωγή γίνεται επίκληση νέων πραγματικών περιστατικών που συντελέστηκαν σε χρόνο που ήταν αδύνατη πλέον η παραδεκτή επίκλησή τους στο πλαίσιο της προηγούμενης δίκης. Αν κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει, το δεδικασμένο ισχύει ακόμη και όταν το αντικείμενο της μεταγενέστερης δίκης είναι διαφορετικό από το αντικείμενο της δίκης που προηγήθηκε, έχει όμως ως αναγκαία προϋπόθεση την ύπαρξη του δικαιώματος που κρίθηκε στη δίκη εκείνη με βάση την έννομη σχέση που πρόκειται να κριθεί και στη νέα δίκη, στην οποία ανακύπτει έτσι ως προδικαστικό ζήτημα (ΑΠ 869/2017). Η ύπαρξη και η έκταση του δεδικασμένου προκύπτουν μόνο από το περιεχόμενο της απόφασης και όχι της αγωγής που κρίθηκε, έστω και αν το δικαστήριο δεν εξάντλησε το αντικείμενό της ή αν, αντίθετα, το υπερέβη ή απομακρύνθηκε απ' αυτό (ΑΠ 2028/2014, ΑΠ 156/2013, ΑΠ 1135/2012). Επίσης, το δεδικασμένο, κατ' άρθρ. 331 του ΚΠολΔ, εκτείνεται και στα ζητήματα που κρίθηκαν παρεμπιπτόντως και αποτελούν αναγκαία προϋπόθεση του κύριου ζητήματος, αν το δικαστήριο ήταν καθ' ύλην αρμόδιο να αποφασίσει για τα παρεμπίπτοντα αυτά ζητήματα (ΑΠ 1255/2015, ΑΠ 424/ 2015). Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, για να επεκταθεί το δεδικασμένο στο ζήτημα που κρίθηκε στην προηγούμενη δίκη παρεμπιπτόντως, πρέπει το ζήτημα αυτό να αποτελούσε αναγκαία προϋπόθεση για την κρισιολόγηση του κύριου ζητήματος της διαφοράς της πρώτης δίκης. Δηλαδή, απαιτείται το μεν παρεμπίπτον ζήτημα να αποτελεί στοιχείο - όρο του πραγματικού του κανόνα δικαίου που εφαρμόστηκε, στον οποίο θεμελιώνεται το κύριο, ουσιαστικό ή δικονομικό, ζήτημα, το δε κύριο ζήτημα (να αποτελεί) την έννομη συνέπεια του κανόνα αυτού, την οποία δέχθηκε ή απέρριψε το δικαστήριο. Ζήτημα, που κρίθηκε "παρεμπιπτόντως", νοείται πάντοτε έννομη σχέση (υπό την έννοια που προεκτέθηκε), δικαίωμα ή συνέπεια του ουσιαστικού δικαίου. "Προδικαστικό ζήτημα" είναι η έννομη σχέση, η ύπαρξη της οποίας, σύμφωνα με το πραγματικό του εκάστοτε εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, είναι νομικά κρίσιμη για τη γένεση της έννομης σχέσης ή του δικαιώματος, που κατάγεται σε δίκη ως κύριο ζήτημα. Εξάλλου, οι διαφορές μεταξύ ιδιοκτητών ορόφων ή διαμερισμάτων από τη σχέση της οροφοκτησίας, στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 17 αριθμός 3 (όπως ίσχυε μετά την αναρίθμηση από 2 σε 3 που επέφερε το άρθρο 6 παρ. 5 του ν. 4055/2012 και πριν αντικατασταθεί, ακολούθως, με το άρθρο 1 άρθρο πρώτο παρ. 2 του ν. 4335/2015, με έναρξη ισχύος του, κατ' άρθρ. 1 άρθρο ένατο παρ. 4 αυτού, από 1-1-2016), που εκδικάζονταν κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 648 έως 657 ΚΠολΔ, σύμφωνα με το άρθρ. 647 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, είναι όλες οι διαφορές που δημιουργούνται πράγματι από τη σχέση της οροφοκτησίας, ανεξάρτητα από τη συνδρομή οποιασδήποτε άλλης σχέσης, δηλαδή είναι συναφείς με την ερμηνεία και την εφαρμογή του ν. 3741/1929, του ν.δ. 1024/1971 και των άρθρων 1002 και 1117 ΑΚ, σε συνδυασμό και με τη συστατική πράξη και τον κανονισμό της οροφοκτησίας και αποτελούν γενικά διένεξη ως προς την ύπαρξη, την έκταση και τη διάρκεια των αντίστοιχων δικαιωμάτων και υποχρεώσεών τους ως συνιδιοκτητών της ίδιας πολυκατοικίας, είτε αυτά αφορούν στις αυτοτελείς οριζόντιες ιδιοκτησίες τους, είτε αφορούν στα κοινά μέρη της οικοδομής και του οικοπέδου της. Το Μονομελές Πρωτοδικείο που είναι αρμόδιο να κρίνει τις εν λόγω διαφορές, χωρίς διάκριση της αξίας του αντικειμένου τους, έχει, συνεπώς, αρμοδιότητα να κρίνει και τα ζητήματα που παρεμπιπτόντως αναφύονται στις διαφορές αυτές, όπως είναι το κύρος και η ισχύς των συμφωνιών μεταξύ των ιδιοκτητών ορόφων ή διαμερισμάτων και, για την ταυτότητα του λόγου, μεταξύ συνιδιοκτητών κάθετης ιδιοκτησίας, που περιβλήθηκαν τον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 651 ΚΠολΔ (άρθρ. 620 του ΚΠολΔ μετά το Ν 4335/2015), όπως ίσχυε μέχρι τις 31-12-2015, πριν από το ν. 4335/2015 (άρθρο 1 άρθρο τέταρτο και άρθρο ένατο παρ. 2 και 4 αυτού), οι τελεσίδικες αποφάσεις για τις διαφορές του άρθρου 17 παρ. 2 αποτελούν δεδικασμένο, ενώ οι αποφάσεις για την παράδοση ή απόδοση της χρήσης του μισθίου αποτελούν δεδικασμένο μόνο ως προς το ζήτημα της παράδοσης ή της απόδοσης της χρήσης του μισθίου που έχει κριθεί και όχι ως προς τα ζητήματα που κρίθηκαν παρεμπιπτόντως. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ο τιθέμενος περιορισμός της έκτασης του δεδικασμένου μόνο στο κύριο ζήτημα της παράδοσης ή της απόδοσης της χρήσεως του μισθίου που επιλύθηκε και όχι ως προς τα ζητήματα που κρίθηκαν παρεμπιπτόντως αφορά μόνο στις διαφορές για την παράδοση ή την απόδοση της χρήσης του μισθίου. Αντίθετα, το δεδικασμένο που απορρέει από αποφάσεις επί των υπόλοιπων διαφορών, οι οποίες δικάζονται κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 647 επ. ΚΠολΔ, ισχύει χωρίς κανένα περιορισμό της έκτασής του που θεσπίζεται γενικά και καταλαμβάνει, εκτός των άλλων, σύμφωνα με το προαναφερόμενο άρθρο 331 ΚΠολΔ, και τα ζητήματα που κρίθηκαν παρεμπιπτόντως και αποτελούν αναγκαία προϋπόθεση του κύριου ζητήματος, εφόσον το δικαστήριο ήταν καθ' ύλην αρμόδιο να αποφασίσει για τα παρεμπίπτοντα αυτά θέματα, καθώς και ως προς εκείνα τα ζητήματα επί των οποίων η κρίση και η απόφαση ήταν αναγκαία προς διάγνωση της διαφοράς και όχι ως προς όσα κρίθηκαν χωρίς ανάγκη αλλά πλεοναστικά και παρέργως, δηλαδή αιτιολογίες που δεν ήταν αναγκαίες για την κρίση της διαφοράς (ΑΠ 342/2013, ΑΠ 1226/2012). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 330 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι καλύπτονται από το δεδικασμένο όλες οι ενστάσεις που προτάθηκαν, άσχετα από τη νομική τους θεμελίωση. Από εκείνες, που δεν προτάθηκαν, καλύπτονται: α) όλες οι ενστάσεις από το δικονομικό δίκαιο, β) όλες οι καταχρηστικές ενστάσεις, δηλαδή εκείνες που στηρίζονται σε απλά πραγματικά περιστατικά και γ) όλες οι γνήσιες αυτοτελείς ή αυθύπαρκτες ενστάσεις, δηλαδή εκείνες που, όπως και οι καταχρηστικές, στηρίζονται σε απλό πραγματικό γεγονός, αλλά περαιτέρω στηρίζουν διαπλαστικό δικαίωμα του εναγομένου, ώστε να αποτελούν παράλληλα και ενστάσεις υπό ουσιαστική έννοια. Καλύπτονται, επίσης, οι κατά του προδικαστικού ζητήματος ενστάσεις κατά την ίδια έκταση, είτε το προδικαστικό ζήτημα αφορά στις διαδικαστικές προϋποθέσεις, είτε το επίδικο δικαίωμα (κύριο ζήτημα) και αδιάφορα από το αν η ένσταση ανάγεται στην ύπαρξη της προδικαστικής έννομης σχέσης ή στην έκταση της ευθύνης απ' αυτή. Η ένσταση, που δεν προτάθηκε, καλύπτεται από το δεδικασμένο, εφόσον ήταν δυνατό να προταθεί κατά τη διάρκεια προηγούμενης δίκης, εφόσον δηλαδή υπήρχαν από τότε όλα τα απαιτούμενα για τη θεμελίωσή της γεγονότα, έστω και αν ο διάδικος τα αγνοούσε υπαίτια ή ανυπαίτια. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του ίδιου άρθρου 330 εδάφ. β' του ΚΠολΔ, από τις ενστάσεις που δεν προτάθηκαν εξαιρούνται εκείνες που στηρίζονται σε αυτοτελές δικαίωμα που μπορεί να ασκηθεί και με κύρια αγωγή. Στην εξαίρεση αυτή υπάγονται οι καλούμενες γνήσιες μη αυτοτελείς ή αυθύπαρκτες ενστάσεις. Ωστόσο, προκειμένου να διαπιστωθεί, αν κάποια από τις ενστάσεις αυτές, που δεν προτάθηκε, καλύπτεται από το δεδικασμένο, θα πρέπει να ερευνηθεί αν, σε περίπτωση παραδοχής της, θα οδηγούσε σε κατάλυση ή περιορισμό του δεδικασμένου, διότι δεν θα πρέπει το εν λόγω δικαίωμα, αν ασκηθεί με αγωγή και γίνει δεκτό από το δικαστήριο, να οδηγεί σε αναγνώριση ή απαγγελία έννομης συνέπειας, ασυμβίβαστης με το δεδικασμένο, δεδομένου ότι η ίδια η έννοια του δεδικασμένου αποκλείει την παραδοχή κάθε αντίθετου προς αυτό δικαιώματος που αναιρεί ή περιορίζει την έννομη συνέπεια, η οποία αναγνωρίστηκε με την τελεσίδικη απόφαση. Έτσι, για να καλυφθεί από το δεδικασμένο μία τέτοια ένσταση που δεν προτάθηκε, θα πρέπει η έννομη αυτής συνέπεια να είναι ασυμβίβαστη προς εκείνη που απαγγέλθηκε από την τελεσίδικη απόφαση, ήτοι το δικαίωμα, στο οποίο στηρίζεται η ένσταση, να αντιφάσκει προς το δεδικασμένο (ΑΠ 456/2018, ΑΠ 1214/2015, ΑΠ 856/2014, ΑΠ 178/2013, ΑΠ 1397/2012). Στην κατηγορία των καταχρηστικών ενστάσεων που, αν δεν προτάθηκαν κατά τα ανωτέρω, καλύπτονται από το δεδικασμένο, ανήκει η κατ' άρθρο 281 του ΑΚ ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος (ΑΠ 1058/2019). Η ένσταση αυτή, παρά τη γινόμενη με το άρθρο 330 του ΚΠολΔ ρύθμιση, δύναται επιτρεπτώς να προταθεί στην περίπτωση, κατά την οποία τα πραγματικά περιστατικά, που συγκροτούν την κατάχρηση δικαιώματος, είναι μεταγενέστερα της τελευταίας συζήτησης, μετά την οποία εκδόθηκε η τελεσίδικη απόφαση (ΑΠ 613/2007).
Τέλος, λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 16 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ ιδρύεται και όταν το δικαστήριο της ουσίας, κατά παράβαση του νόμου, δέχθηκε, ότι υπάρχει ή δεν υπάρχει δεδικασμένο. Για να είναι ο λόγος αυτός ορισμένος, πρέπει να καθορίζεται στο αναιρετήριο με σαφήνεια το αντικείμενο της δίκης που προηγήθηκε, τα ζητήματα που κρίθηκαν σ' αυτή με δύναμη δεδικασμένου, ενόψει του αντικειμένου της νέας δίκης, και οι παραδοχές του δικαστηρίου με τα πραγματικά περιστατικά που προσδιορίζουν την πλημμέλεια της προσβαλλόμενης απόφασης, ώστε να μπορεί να κριθεί, αν παραβιάστηκαν οι διατάξεις του ΚΠολΔ για το δεδικασμένο και μάλιστα αν πρόκειται για ψευδή ερμηνεία ή εσφαλμένη εφαρμογή των διατάξεων αυτών. Ο ’ρειος Πάγος ελέγχει μόνο την "παράβαση νόμου", δηλαδή την ψευδή ερμηνεία ή εσφαλμένη εφαρμογή των διατάξεων για το δεδικασμένο σε σχέση με όσα έγιναν ανελέγκτως δεκτά, ήτοι αν αυτά συνιστούν την έννοια του δεδικασμένου και, σε καταφατική περίπτωση, αν αυτό έχει την έκταση και τα αποτελέσματα που του προσέδωσε η απόφαση, ενώ διαφεύγει από τον αναιρετικό έλεγχο, ως κρίση περί τα πράγματα, η συνδρομή ή όχι των περιστατικών ως προς την ταυτότητα της διαφοράς και των διαδίκων (ΑΠ 846/2018). Αν η κρίση για το δεδικασμένο στηρίζεται μόνο επί διαδικαστικών εγγράφων, προς διακρίβωση της βασιμότητας ή όχι του λόγου, ελέγχεται και η εκτίμηση του περιεχομένου τους, ενώ επισκοπείται από τον ’ρειο Πάγο και η απόφαση από όπου απορρέει το δεδικασμένο (ΟλΑΠ 7/2013, ΑΠ 1218/2018, ΑΠ 456/2018, ΑΠ 869/2017, ΑΠ 1255/2015). Εξάλλου, ο αναιρετικός λόγος του αριθμού 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ ιδρύεται και όταν το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόμο κήρυξε απαράδεκτο (ΑΠ 1082/2020, ΑΠ 85/2018, ΑΠ 869/2017). Η προσβαλλόμενη 68/2018 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Λαμίας, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών μεταξύ ιδιοκτητών και διαχειριστών ιδιοκτησίας κατ' ορόφους (άρθρ. 648 έως 661 του ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν τότε), αποτελεί κατάληξη της ακόλουθης διαδικαστικής διαδρομής, όπως προκύπτει από την παραδεκτή, κατ' άρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση των σχετικών διαδικαστικών εγγράφων: Αρχικά, επί των υπ' αριθμ. κατάθεσης 535/ΜΘ 86/08-03-2011 και 3252/ΜΘ 452/17-11-2011, μη ένδικων, αγωγών των ήδη αναιρεσειουσών-αναιρεσίβλητων και του αναιρεσίβλητου-αναιρεσείοντος αντίστοιχα, συνιδιοκτητών καθέτων ιδιοκτησιών επί κοινού οικοπέδου, εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 73/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας, Ειδική Διαδικασία διαφορών μεταξύ ιδιοκτητών οροφοκτησίας, με την οποία, αφού συνεκδικάστηκαν οι αγωγές, έγινε εν μέρει δεκτή η πρώτη αγωγή και αναγνωρίσθηκε η υποχρέωση του εναγομένου αυτής (πρώτης αγωγής) να ανέχεται, να επιτρέπει και να μην παρεμποδίζει τη διέλευση των εναγουσών και την επικοινωνία τους με την υπ' αριθμ. 2 αυτοτελή ιδιοκτησία τους μέσω της κοινής εισόδου, που υφίσταται εντός του μη ρημοτομηθέντος κοινόχρηστου εδαφικού τμήματος του οικοπέδου, και (μέσω) εδαφικής λωρίδας εντός του ακάλυπτου χώρου του οικοπέδου, που βρίσκεται στο τμήμα της με αριθμό 3 αυτοτελούς ιδιοκτησίας του εναγομένου, έγινε εν μέρει δεκτή η δεύτερη αγωγή και υποχρεώθηκαν οι εναγόμενες, με απειλή χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης, να μην παρεμποδίζουν τη χρήση του ενάγοντος στον ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου στο τμήμα της με αριθμό 3 αυτοτελούς ιδιοκτησίας του μέσω της στάθμευσης των αυτοκινήτων τους σ' αυτόν και να παραλείπουν στο μέλλον την παρεμπόδιση της χρήσης αυτής. Επίσης αναγνωρίσθηκε, ότι το ανωτέρω με αριθμ. 4 μη ρημοτομηθέν τμήμα, εναπομείναντος εμβαδού 35,50 τ.μ., είναι κοινόχρηστο μέρος του όλου οικοπέδου, επί του οποίου έχει συσταθεί η κάθετη ιδιοκτησία και δεν μπορεί να χρησιμοποιείται ως χώρος στάθμευσης από τους διαδίκους - ιδιοκτήτες των με αριθμούς 2 και 3 αυτοτελών ιδιοκτησιών του εν λόγω οικοπέδου. Κατά της ανωτέρω πρωτόδικης απόφασης ασκήθηκε έφεση εκ μέρους του εδώ αναιρεσείοντος, η οποία απορρίφθηκε με την 64/2014 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Λαμίας, ενώ επί της αίτησης αναίρεσης από τον ίδιο διάδικο κατά της τελευταίας απόφασης εκδόθηκε η 622/2015 απόφαση του Αρείου Πάγου, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση αναίρεσης και έτσι η 73/2014 απόφαση κατέστη αμετάκλητη. Ακολούθως, οι διάδικοι άσκησαν τις υπ' αριθμ. κατάθεσης 1624/ΜΘ/336/5-11-2014 (ο ήδη αναιρεσίβλητος-αναιρεσείων) και 1096/ΜΘ/238/25-7-2014 (οι ήδη αναιρεσείουσες-αναιρεσίβλητες) ένδικες αγωγές, επί των οποίων εκδόθηκε η 62/2016 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας, Ειδική Διαδικασία διαφορών ιδιοκτητών οροφοκτησίας, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή του αναιρεσίβλητου - αναιρεσείοντος ως απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου από την 73/2014 αμετάκλητη απόφαση, και έγινε εν μέρει δεκτή κατ' ουσίαν η αγωγή των αναιρεσειουσών - αναιρεσίβλητων. Κατόπιν άσκησης έφεσης εκ μέρους του ήδη αναιρεσίβλητου - αναιρεσείοντος εκδόθηκε η προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 68/2018 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Λαμίας, με την οποία απορρίφθηκαν οι λόγοι έφεσης, που έβαλλαν κατά της απόρριψης της αγωγής αυτού, έγιναν εν μέρει δεκτοί οι λόγοι, που προσέβαλλαν την πρωτόδικη απόφαση σε σχέση με την αγωγή των αναιρεσειουσών -αναιρεσίβλητων, εξαφανίσθηκε η εκκαλουμένη και έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή των τελευταίων. Σχετικά με ζήτημα του δεδικασμένου η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έκρινε τα εξής: "3β.-Στην προκειμένη περίπτωση: Στην υπό στοιχείο (B) αγωγή του εκκαλούντος, η οποία έχει τη μορφή αρνητικής αναγνωριστικής αγωγής, κύριο ουσιαστικό ζήτημα είναι η ανυπαρξία του δικαιώματος των εφεσιβλήτων να διέρχονται πεζές από τον ακάλυπτο χώρο και δη μέσω της εδαφικής λωρίδας υπό στοιχεία α-β-γ-δ-ε-ζ-η-θ-ι-ια-ιβ της με αριθμό 3 κάθετης ιδιοκτησίας του εκκαλούντος και να επικοινωνούν με την αριθμό 2 ιδιοκτησία τους μέσω της υπάρχουσας εισόδου του όλου συγκροτήματος. Αντίστοιχα στην δίκη η οποία κρίθηκε τελεσίδικα ήδη με την αριθμ. 73/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας κύριο ουσιαστικό ζήτημα ήταν η αναγνώριση της υποχρέωσης του εκκαλούντος να ανέχεται, να επιτρέπει και να μην παρεμποδίζει τη διέλευση των εφεσιβλήτων και την επικοινωνία τους με την άνω με αριθμό 2 αυτοτελή ιδιοκτησία τους μέσω της κοινής, υφιστάμενης εισόδου εντός του μη ρυμοτομηθέντος κοινόχρηστου εδαφικού τμήματος του οικοπέδου και της υπό στοιχεία α-β-γ-δ-ε-ζ-η-θ-ι-ια-ιβ εδαφικής λωρίδας του ακαλύπτου (κοινόχρηστου) χώρου της με αριθμό 3 αυτοτελούς κάθετης ιδιοκτησίας του. Προδικαστικό όμως ζήτημα στην τελευταία δίκη επί της οποίας εκδόθηκε η παραπάνω τελεσίδικη απόφαση ήταν η ύπαρξη του δικαιώματος διέλευσης των εφεσιβλήτων και επικοινωνίας τους με την άνω με αριθμό 2 αυτοτελή ιδιοκτησία τους μέσω της υπάρχουσας εισόδου του όλου συγκροτήματος και της ως εδαφικής λωρίδας, που κρίθηκε ως αποδεδειγμένη, στηριζόμενη σε σχετική πρόβλεψη της συστατικής πράξης (κανονισμού) της κάθετης ιδιοκτησίας.
Συνεπώς, από την άνω απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας παράγεται δεδικασμένο περί της ύπαρξης του ως άνω δικαιώματος των εφεσιβλήτων, αφού το δικαίωμα αυτό που κρίθηκε από καθ' ύλην αρμόδιο δικαστήριο στην προηγούμενη δίκη ως προδικαστικό ζήτημα, συνδεόταν με τη γένεση και την ενέργεια της αξίωσης που αποτελούσε αντικείμενο της δίκης εκείνης. Επίσης καλύπτονται από το δεδικασμένο της ως άνω απόφασης και οι ενστάσεις περί καταχρηστικής άσκησης του ως άνω δικαιώματος των εφεσιβλήτων και της επίσης τείνουσας στην κατάλυση του δικαιώματος αυτού των εφεσιβλήτων ένστασης περί κατάργησης του προβλεπομένου από την πράξη σύστασης καθέτων ιδιοκτησιών ως άνω τρόπου επικοινωνίας των εφεσιβλήτων με την ιδιοκτησία τους (δικαιοπρακτικής ρύθμισης), λόγω της πλήρωσης της προβλεπόμενης από τη συστατική πράξη διαλυτικής αίρεσης της εν μέρει διάνοιξης δημοτικών οδών και οι οποίες ενστάσεις μπορούσαν να προταθούν και δεν προτάθηκαν.
Συνεπώς η μεταγενέστερα ασκηθείσα από 23-10-2014 (αριθμ. εκθ. καταθ. 1624/ΜΘ/336/5-11-2014) ένδικη αρνητική αναγνωριστική αγωγή του εκκαλούντος, Κ. Κ., με αίτημα την αναγνώριση της ανυπαρξίας του ως άνω δικαιώματος των εφεσιβλήτων, έστω και αν αυτή (αγωγή) για τη θεμελίωσή της στηρίζεται σε καταλυτικά της έννομης σχέσης γεγονότα που συνιστούν τις ως άνω ενστάσεις περί κατάχρησης δικαιώματος και περί κατάργησης του προβλεπομένου από την πράξη σύστασης καθέτων ιδιοκτησιών ως άνω τρόπου επικοινωνίας των εφεσιβλήτων με την ιδιοκτησία τους, λόγω της πλήρωσης της προβλεπόμενης από τη συστατική πράξη διαλυτικής αίρεσης που καλύπτονται από το δεδικασμένο της παραδοχής της αντίστοιχης θετικής, έστω και αν δεν προτάθηκαν, είναι απαράδεκτη. Εφόσον στο ίδιο συμπέρασμα κατέληξε και η εκκαλούμενη, έστω και με ελλιπή αιτιολογία, και απέρριψε την αγωγή του εκκαλούντος ως απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου, ορθά εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε".
Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο, δεχόμενο, με την αιτιολογία που προπαρατέθηκε, την ύπαρξη δεδικασμένου, που είχαν προτείνει οι αναιρεσείουσες-αναιρεσίβλητες, αφού συμπλήρωσε τις αιτιολογίες της εκκαλουμένης απόφασης, απέρριψε τους λόγους της έφεσης του αναιρεσίβλητου-αναιρεσείοντος κατά της πρωτόδικης 62/2016 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας, κατά το μέρος, που έβαλλαν κατά της απόρριψης της αγωγής του, ως απαράδεκτης λόγω δεδικασμένου. Κρίνοντας έτσι το Εφετείο, κατ' ορθή εφαρμογή του νόμου δέχθηκε, ότι υπάρχει δεδικασμένο. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των σχετικών διαδικαστικών εγγράφων, αλλά και από τις ίδιες τις παραδοχές της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, με την προηγούμενη 73/2014 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας που κατέστη αμετάκλητη, κρίθηκε με δύναμη δεδικασμένου, κατά το άρθρο 331 ΚΠολΔ, στο πλαίσιο του τότε αντικειμένου της δίκης, ότι μετά την αναθεώρηση του ρυμοτομικού σχεδίου του οικισμού του Αγίου Κωνσταντίνου, που έλαβε χώρα τον Απρίλιο του 1993, εγκαταλείφθηκε η διάνοιξη του δρόμου στη νότια πλευρά του οικοπέδου, χωρίς όμως τούτο να μεταβάλει την επικοινωνία των εναγουσών με την υπ' αριθμ. 2 ιδιοκτησία τους, η οποία διατηρήθηκε σύμφωνα με τη ρητή πρόβλεψη της πράξης σύστασης και πραγματοποιούνταν με τη διέλευσή τους, με τα πόδια μόνο, μέσω του μη ρυμοτομηθέντος υπό στοιχεία Ζ-Κ-Ε ακάλυπτου χώρου του οικοπέδου με διακριτικό αριθμό 4, εναπομείναντος εμβαδού 35,50 τ.μ., στο τμήμα της υπ' αριθμ. 3 αυτοτελούς οικοδομής του εναγομένου από την υπό στοιχεία α-β-γ-δ-ε-ζ-η-θ-ι-ια-ιβ εδαφική λωρίδα. Με την ίδια απόφαση κρίθηκε με δύναμη δεδικασμένου, ότι το μη ρυμοτομηθέν τμήμα του υπό στοιχεία Ζ-Κ-Ε και με διακριτικό αριθμό 4 εδαφικού τμήματος είναι κοινόχρηστο μέρος του όλου οικοπέδου, επί του οποίου έχει συσταθεί η κάθετη ιδιοκτησία. Ως εκ τούτου, η αγωγή του αναιρεσίβλητου -αναιρεσείοντος, η οποία έχει τη μορφή αρνητικής αναγνωριστικής αγωγής, με αντικείμενο την αναγνώριση της ανυπαρξίας του δικαιώματος των αναιρεσειουσών - αναιρεσίβλητων, λόγω μερικής πλήρωσης της διαλυτικής αίρεσης του σχετικού όρου της πράξης σύστασης, να διέρχονται πεζές από τον ακάλυπτο χώρο και δη μέσω της εδαφικής λωρίδας υπό στοιχεία α-β-γ-δ-ε-ζ-η-θ-ι-ια-ιβ της με αριθμό 3 κάθετης ιδιοκτησίας του εκκαλούντος και να επικοινωνούν με τη με αριθμό 2 ιδιοκτησία τους μέσω της υπάρχουσας εισόδου του όλου συγκροτήματος, προσκρούει στο δεδικασμένο της 73/2014 απόφασης. ’λλωστε, τον ισχυρισμό αυτό ο αναιρεσείων, αν και μπορούσε, δεν πρότεινε με ένσταση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας, το οποίο εξέδωσε την ανωτέρω αμετάκλητη απόφαση. Συμπερασματικά, το ανωτέρω δικαστήριο, προκειμένου να κρίνει, αν οι αναιρεσείουσες -αναιρεσίβλητες είχαν δικαίωμα διέλευσης από το Ζ-Κ-Ε τμήμα μέσω της υπό στοιχεία α-β-γ-δ-ε-ζ-η-θ-ι-ια-ιβ εδαφικής λωρίδας, έπρεπε να κρίνει, αν ο σχετικός όρος της πράξης σύστασης ήταν κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής σε ισχύ, καθώς και αν το Ζ-Κ-Ε τμήμα ήταν κοινόχρηστο ή όχι. Το δικαστήριο εκείνο (Μονομελές Πρωτοδικείο Λαμίας), αφού επρόκειτο για διαφορά μεταξύ συνιδιοκτητών που απέρρεε από τη σχέση της οροφοκτησίας (του άρθρου 17 παρ. 3 ΚΠολΔ), ήταν καθ' ύλην αρμόδιο να κρίνει και για το παρεμπίπτον αυτό ζήτημα και, αναπόφευκτα, για την ισχύ ή κατάργηση του προβλεπόμενου με το σχετικό όρο τρόπο επικοινωνίας, δεχόμενο, τελικά, αναγκαίως, για τη θεμελίωση της κρίσης του, την ισχύ του τρόπου αυτού επικοινωνίας. Το ίδιο, όμως, ζήτημα, αν, δηλαδή, ο τρόπος αυτός επικοινωνίας παραμένει σε ισχύ ή έχει καταργηθεί, ανακύπτει και στην παρούσα περίπτωση της δεύτερης, ένδικης, από 23-10-2014 αγωγής, με την οποία ο αναιρεσείων ζήτησε να αναγνωρισθεί, ότι οι αναιρεσίβλητες δεν έχουν πλέον δικαίωμα να διέρχονται πεζές από τον ακάλυπτο χώρο της με αριθμό 3 κάθετης ιδιοκτησίας του, λόγω μερικής πλήρωσης της διαλυτικής αίρεσης του σχετικού όρου της πράξης σύστασης συνεπεία διάνοιξης των προς βορρά, δύση και ανατολή οδών (απέμεινε μόνο η μη διάνοιξη της νότιας οδού συνεπεία τροποποίησης του ρυμοτομικού σχεδίου της περιοχής), με την επίκληση αποκλειστικά περιστατικών προγενέστερων της συζήτησης, επί της οποίας εκδόθηκε η αμετάκλητη απόφαση. Όμως, το πιο πάνω κρίσιμο ζήτημα, ήτοι αν ο επίδικος όρος είναι σε ισχύ ή έχει καταργηθεί, κρίθηκε ήδη τελεσίδικα με την προηγούμενη 73/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας, χωρίς, μάλιστα, στη δίκη εκείνη να γίνει επίκληση από τον αναιρεσίβλητο-αναιρεσείοντα της κατά τα προεκτιθέμενα κατάργησης του όρου, που υπήρχε στην πράξη σύστασης, μολονότι η επίκληση της κατάργησης αυτής ήταν παραδεκτή στο πλαίσιο εκείνης της δίκης. Κατά συνέπεια, το Εφετείο, ορθώς έθεσε ως βάση της απόφασής του το δεδικασμένο που προέκυπτε από την παραπάνω τελεσίδικη (συνάμα και αμετάκλητη) 73/2014 απόφαση, λαμβάνοντάς το ως αμάχητη αλήθεια. Επομένως, ο από τους αριθμούς 14 και 16 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, 1ος λόγος της από 1-3-2020 αναίρεσης του αναιρεσείοντος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, αφού το Εφετείο δεν κήρυξε παρά το νόμο απαράδεκτο, ούτε κατά παράβαση του νόμου δέχθηκε, ότι υπήρχε δεδικασμένο (ΟλΑΠ 20/2005, ΑΠ 85/2018). Περαιτέρω, με το 2ο λόγο της ίδιας αίτησης αναίρεσης αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι από τους αριθμούς 14 και 16 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλειες, καθόσον η προσβαλλόμενη απόφαση απέρριψε ως απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου και την επικουρική βάση της αγωγής του, με την οποία ισχυρίζεται, ότι η αξίωση των αντιδίκων του να εξακολουθήσουν να διέρχονται μέσα από την αυτοτελή ιδιοκτησία του υπερβαίνει τα τιθέμενα όρια από τη διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ και είναι καταχρηστική, παρότι με τη βάση αυτή επικαλείται νέα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν μετά την 12-4-2013, ημερομηνία συζήτησης των πρώτων αγωγών, επί των οποίων εκδόθηκε η αμετάκλητη 73/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας, όπως εξέθεσε στην ένδικη αγωγή του, τις προτάσεις και προσθήκη του και επανέφερε με τον 5ο λόγο της έφεσής του. Ως νέα περιστατικά κατάχρησης δικαιώματος, με το σχετικό λόγο της αναίρεσής του (και με τον 5ο λόγο της έφεσής του), επικαλείται τις διατυπωμένες ως αξιώσεις των αντιδίκων του στο αιτητικό της αντίθετης αγωγής τους. Υπό τα επικαλούμενα όμως πραγματικά περιστατικά προβάλλει καταχρηστικότητα της αντίθετης αγωγής, ενώ κατά τα λοιπά δεν διαλαμβάνει κανένα περιστατικό κατάχρησης του δικαιώματος των αντιδίκων του, για τη διέλευσή τους από το κοινόχρηστο μη ρημοτομηθέν τμήμα του κοινού οικοπέδου και την εδαφική λωρίδα της αυτοτελούς ιδιοκτησίας του, μεταγενέστερο της συζήτησης, επί της οποίας εκδόθηκε η 73/2014 τελεσίδικη απόφαση. Ενόψει τούτων, το Εφετείο με την κρίση του, ότι η στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ επικουρική βάση της αγωγής είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου, δεν κήρυξε παρά το νόμο απαράδεκτο και δεν δέχθηκε κατά παράβαση του νόμου, ότι υπήρχε δεδικασμένο, καθόσον δεν γίνεται με την επικουρική βάση της αγωγής του ενάγοντος επίκληση πραγματικών περιστατικών, που συγκροτούν την κατάχρηση και τα οποία είναι μεταγενέστερα της τελευταίας συζήτησης, επί της οποίας εκδόθηκε η αμετάκλητη απόφαση, ενώ η έννομη συνέπεια του αγωγικού ισχυρισμού του άρθρου 281 του ΑΚ, δηλαδή η απαγόρευση στις αντιδίκους του να διέρχονται μέσω της εδαφικής λωρίδας του ακάλυπτου χώρου της ιδιοκτησίας του, είναι ασυμβίβαστη προς το δεδικασμένο της απόφασης αυτής. Συνακολούθως, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο από τους αριθμούς 14 και 16 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, 2ος και τελευταίος λόγος της από 1-3-2020 αναίρεσης. Εφόσον στην απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας, δεν περιέχεται η οποιαδήποτε κρίση για την ύπαρξη ή ανυπαρξία δεδικασμένου, δεν ιδρύεται ο λόγος της αναίρεσης από τον αριθμό 16 αλλά από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με την προϋπόθεση, που πρέπει, επίσης, να αναφέρεται στο αναιρετήριο, ότι ο διάδικος προσκόμισε στο δικαστήριο της ουσίας την τελεσίδικη απόφαση, από την οποία απορρέει το δεδικασμένο και το επικαλέσθηκε προς απόδειξη ή απόκρουση της ένδικης αγωγής (ΑΠ 460/2020, ΑΠ 451/2019, ΑΠ 704/2013). Στην προκειμένη περίπτωση, οι αναιρεσείουσες με τον 1ο λόγο της από 16-4-2019 αναίρεσής τους αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια του αριθμού 8 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ. Ειδικότερα, υποστηρίζουν, ότι παρότι υπέβαλαν με τις κατ' έφεση προτάσεις τους παραδεκτώς και νομίμως ισχυρισμό περί δεδικασμένου από την 73/2014 τελεσίδικη απόφαση για το ότι στον ακάλυπτο χώρο της κάθετης συνιδιοκτησίας του αναιρεσίβλητου δεν έχει δικαίωμα να σταθμεύει το όχημά του κανένας από τους συνιδιοκτήτες των κάθετων συνιδιοκτησιών, αφού ο ακάλυπτος χώρος είναι κοινόχρηστο τμήμα του όλου οικοπέδου και δεν παραχωρήθηκε σε κανένα από τους συνιδιοκτήτες η αποκλειστική χρήση του, εντούτοις η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό τους αυτό και απέρριψε εν μέρει ως κατ' ουσίαν αβάσιμα τα δεύτερο και τρίτο αιτήματα της αγωγής τους, κατά το μέρος που με αυτά (αιτήματα) ζητούν να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να παύσει να σταθμεύει το αυτοκίνητό του και το trailer με το σκάφος αναψυχής (βάρκα) στον κοινόχρηστο και κοινόκτητο χώρο της αυτοτελούς ιδιοκτησίας του και να απαγορευθεί σ' αυτόν να τοποθετεί στο μέλλον οποιοδήποτε αντικείμενο στον ίδιο κοινόχρηστο και κοινόκτητο χώρο.
Το Μονομελές Εφετείο Λαμίας με την προσβαλλομένη απόφασή του δέχθηκε κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη, ως προς τα πραγματικά γεγονότα, κρίση του (άρθρ. 561 παρ. 1 ΚΠολΔ), τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά σχετικά με το συναφή λόγο αναίρεσης: "-Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο εκκαλών ο οποίος διαμένει μόνιμα στη Γερμανία και χρησιμοποιεί την ως άνω με διακριτικό αριθμό 3 ανεξάρτητη και διακεκριμένη ιδιοκτησία του, ως εξοχική κατοικία το χρονικό διάστημα, κυρίως των καλοκαιρινών διακοπών, σταθμεύει κατά τον χρόνο της διαμονής του στον ακάλυπτο χώρο της αυτοτελούς και ανεξάρτητης ιδιοκτησίας του ένα trailer με βάρκα και ένα IXE αυτοκίνητο, ενώ έχει ένα σπιτάκι για τον σκύλο του. Συγκεκριμένα σταθμεύει το μεν trailer σε επαφή με την περίφραξη στο βόρειο άκρο του όλου οικοπέδου (μαζί με το σπιτάκι του σκύλου), ενώ το αυτοκίνητο σε επαφή με τον ανατολικό τοίχο της οικοδομής του. Οι ως άνω θέσεις που ο εκκαλών σταθμεύει τα ανωτέρω βρίσκονται εκτός της επίδικης της ως άνω υπό στοιχεία α-β-γ-δ-ε-ζ-η-θ-ι-ια-ιβ εδαφικής λωρίδας και του μη ρυμοτομηθέντος τμήματος του υπό στοιχεία Z-K-E κοινόχρηστου εδαφικού τμήματος του οικοπέδου και συνεπώς δεν δυσχεραίνουν τη διέλευση των εφεσιβλήτων και την επικοινωνία αυτών με την αυτοτελή ιδιοκτησία τους. Και ναι μεν ούτε με την προαναφερόμενη πράξη σύστασης κάθετης (οριζόντιας κατά τίτλο) ιδιοκτησίας ούτε με άλλη κοινή μεταξύ όλων των ιδιοκτητών καταρτισθείσα συμβολαιογραφικά και μεταγραφείσα συμφωνία (δεν έχει συνταχθεί κανονισμός σχέσεων των συνιδιοκτητών) υπάρχει ειδική πρόβλεψη για την χρήση των ακαλύπτων χώρων του οικοπέδου με αποτέλεσμα οι ανωτέρω ακάλυπτοι χώροι (και συνεπώς και οι χρησιμοποιούμενοι από τον εκκαλούντα για στάθμευση) να ανήκουν στα κοινόκτητα και κοινόχρηστα μέρη, πλην όμως η χρήση τους (χρονικά και τοπικά περιορισμένη) από τον εκκαλούντα με βάση τις συγκεκριμένες συνθήκες και στο πλαίσιο του γενικότερου συμφέροντος της ομαλής λειτουργίας της σχέσης της συνιδιοκτησίας δεν κρίνεται βλαπτική για τα δικαιώματα των λοιπών συνιδιοκτητών, δεδομένου μάλιστα ότι τόσο η Ζ. Κ., όσο και οι εφεσίβλητες κάνουν χρήση για τις δικές τους αποκλειστικά ανάγκες επί των ακάλυπτων χώρων των αυτοτελών και ανεξάρτητων ιδιοκτησιών τους και δη η μεν πρώτη επί των ακαλύπτων χώρων του υπό στοιχεία Β-Γ-Δ-Θ-Β τμήματος οι δε δεύτερες του υπό στοιχεία Η-Θ-Δ-ΙΗ του οικοπέδου.
Συνεπώς το αγωγικό αίτημα των εφεσιβλήτων ο εκκαλών να υποχρεωθεί να απομακρύνει το trailer με το σκάφος (βάρκα), το μικρό σπιτάκι σκύλου και τον σκύλο και να παύσει να σταθμεύει το IXE αυτοκίνητό του στο κοινόχρηστο ακάλυπτο χώρο της κάθετης συνιδιοκτησίας του έπρεπε να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμο. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που με την εκκαλουμένη έκρινε ότι ο εφεσίβλητες παρεμποδίζονται στη χρήση του ως άνω κοινόχρηστου ακάλυπτου μέρους του οικοπέδου και περαιτέρω έκανε δεκτό το σχετικό αγωγικό αίτημα, έσφαλε περί την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων κατά τον ουσιαστικά βάσιμο σχετικό λόγο της έφεσης". Κατ' ακολουθίαν τούτων, το Εφετείο εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση κατά τα κεφάλαια της από 16-7-2014 αγωγής των ήδη αναιρεσειουσών, δίκασε την αγωγή αυτή, την οποία δέχθηκε εν μέρει κατ' ουσίαν και απέρριψε ως κατ' ουσίαν αβάσιμα τα αιτήματα των εναγουσών, με τα οποία ζητούσαν να παύσει ο εναγόμενος να σταθμεύει στον ακάλυπτο χώρο της ιδιοκτησίας του το ΙΧΕ αυτοκίνητό του, να απομακρύνει το trailer με το σκάφος του (βάρκα) και το μικρό σπιτάκι σκύλου, και να απαγορευθεί σ' αυτόν να τοποθετεί στο μέλλον οποιοδήποτε αντικείμενο στον ίδιο κοινόχρηστο και κοινόκτητο χώρο. Εντούτοις, το Μονομελές Πρωτοδικείο Λαμίας με την υπ' αριθμ. 73/2014 τελεσίδικη απόφασή του, αποφαινόμενο επί της υπ' αριθμ. κατάθ. 3252/ΜΘ 452/17-11-2011 (μη ένδικης) αγωγής του Κ. Κ. υποχρέωσε τις εναγόμενες Κ. και Μ. Α. να μη σταθμεύουν τα οχήματά τους στον ακάλυπτο χώρο της αυτοτελούς ιδιοκτησίας του ενάγοντος και απαγόρευσε στους διαδίκους να σταθμεύουν τα οχήματά τους στο κοινόχρηστο τριγωνικό, μη ρημοτομηθέν τμήμα. Για την κρίση του αυτή ήταν απαραίτητη η διαπίστωση του χαρακτηρισμού των ακάλυπτων χώρων του κοινού οικοπέδου ως κοινόχρηστων τμημάτων ή ως αντικειμένων αποκλειστικής χρήσης, δηλαδή ιδιόχρηστων, καθώς και αν υπάρχει δικαίωμα των συνιδιοκτητών για τη στάθμευση των οχημάτων τους στους ανωτέρω ακάλυπτους χώρους. Με την 73/2014 τελεσίδικη απόφαση κρίθηκε, ότι με βάση την πράξη σύστασης όλοι οι ακάλυπτοι χώροι των αυτοτελών ιδιοκτησιών των τριών συνιδιοκτητών είναι κοινόχρηστοι και κοινόκτητοι και ότι η στάθμευση οχημάτων είναι ανεπίτρεπτη για όλους τους συνιδιοκτήτες σε οποιοδήποτε κοινόχρηστο τμήμα του οικοπέδου, καθόσον δεν έχει τροποποιηθεί η σύσταση ούτε έλαβε χώρα ιδιαίτερη συμφωνία (με συμβολαιογραφικό έγγραφο και μεταγραφή) μεταξύ των συνιδιοκτητών για την παραχώρηση σε κάποιον εξ αυτών δικαιώματος αποκλειστικής χρήσης στα κοινά μέρη του συγκροτήματος. Ως εκ τούτου, με την τελεσίδικη απόφαση κρίθηκε, μεταξύ άλλων, με δύναμη δεδικασμένου, ότι ο ακάλυπτος χώρος της υπ' αριθμ. 3 αυτοτελούς ιδιοκτησίας του αναιρεσίβλητου είναι κοινόχρηστος και κοινόκτητος και ότι δεν επιτρέπεται η στάθμευση οχημάτων σε κανένα συνιδιοκτήτη στον ακάλυπτο αυτό χώρο και απαγόρευσε στις εναγόμενες, για τις οποίες και μόνο υπήρχε σχετικό αίτημα στη δίκη εκείνη, να σταθμεύουν τα οχήματά τους στον εν λόγω χώρο. Η τελεσίδικη κρίση του ανωτέρω Δικαστηρίου σχετικά με το ανεπίτρεπτο σε όλους τους συνιδιοκτήτες της στάθμευσης οχημάτων, μεταξύ άλλων, στον ακάλυπτο χώρο της αυτοτελούς ιδιοκτησίας του Κ. Κ., ακόμη και αν είναι εσφαλμένη, εντούτοις δεσμεύει το Δικαστήριο, το οποίο δίκασε τις ένδικες αγωγές και όφειλε να θέσει ως βάση της απόφασής του το δεδικασμένο που προέκυπτε από την παραπάνω τελεσίδικη 73/2014 απόφαση, λαμβάνοντάς το ως αμάχητη αλήθεια, έστω και αν το αντικείμενο της παρούσας δίκης είναι διαφορετικό από το αντικείμενο της δίκης που προηγήθηκε, διότι η έννομη σχέση, που κρίνεται στη νέα δίκη, έχει ως αναγκαία προϋπόθεση το κριθέν δικαίωμα στη δίκη εκείνη. Επομένως, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, το οποίο δεν έλαβε υπόψη την προταθείσα από τις αναιρεσείουσες ένσταση δεδικασμένου, υπέπεσε στην πλημμέλεια του αριθμού 8 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ.
Συνεπώς, ο 1ος λόγος της αίτησης αναίρεσης πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος, ενώ παρέλκει η έρευνα των λοιπών λόγων, καθόσον η αναιρετική εμβέλεια του παραπάνω ερευνηθέντος λόγου (που έγινε δεκτός), καθιστά αλυσιτελή την εξέταση των άλλων λόγων, η παραδοχή των οποίων οδηγεί στο ίδιο αποτέλεσμα. Μετά από αυτά, η από 1-3-2020 (αριθμ. κατάθ. 8/28-5-2020) αίτηση αναίρεσης του Κ. Κ. πρέπει να απορριφθεί και να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου, που έχει καταθέσει ο αναιρεσείων, στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει). Ακολούθως, αφού η από 16-4-2019 (αριθμ. κατάθ. 7/19-4-2019) αίτηση αναίρεσης των α) Κ. χήρας Γ. Α., το γένος Δ. Κ., και β) Μ. Α. του Γ. γίνει δεκτή, κατά παραδοχή, ως βάσιμου, του πρώτου (1ου) λόγου της, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά τα κεφάλαιά της που προεκτέθηκαν και, ακολούθως, να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση, κατά τα αναιρούμενα κεφάλαιά της, στο ίδιο δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλο δικαστή, εκτός από εκείνον που δίκασε προηγουμένως (άρθρ. 580 παρ. 3 ΚΠολΔ), ενώ πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου, που έχουν καταθέσει οι αναιρεσείουσες, σε αυτές (άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει). Το σύνολο της δικαστικής δαπάνης από τις δύο αντίθετες αιτήσεις αναίρεσης πρέπει να συμψηφισθεί μεταξύ των διαδίκων, διότι ο αναιρεσείων - αναιρεσίβλητος είναι συγγενής δευτέρου βαθμού εξ αίματος με την πρώτη αναιρεσίβλητη - αναιρεσείουσα (αδέλφια), αλλά και διότι η ερμηνεία του κανόνα δικαίου που εφαρμόσθηκε ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρ. 179 και 183 του ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει: 1) την από 1-3-2020 (αριθμ. κατάθ. 8/28-5-2020) αίτηση του Κ. Κ. και 2) την από 16-4-2019 (αριθμ. κατάθ. 7/19-4-2019) αίτηση των α) Κ. χήρας Γ. Α., το γένος Δ. Κ., και β) Μ. Α. του Γ. για αναίρεση της 68/2018 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Λαμίας.
Απορρίπτει την από 1-3-2020 αίτηση αναίρεσης του Κ. Κ. για αναίρεση της 68/2018 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Λαμίας.
Διατάζει την εισαγωγή του παραβόλου, που έχει καταθέσει ο αναιρεσείων, στο δημόσιο ταμείο.
Δέχεται την από 16-4-2019 αίτηση αναίρεσης των Κ. και Μ. Α..
Αναιρεί εν μέρει την 68/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Λαμίας, ως προς τα κεφάλαια που αναφέρονται στο σκεπτικό της παρούσας.
Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση, κατά τα αναιρούμενα κεφάλαια, στο Μονομελές Εφετείο Λαμίας, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλον δικαστή, πλην αυτού που εξέδωσε την παραπάνω απόφαση.
Διατάζει την επιστροφή στις αναιρεσείουσες του παραβόλου, που έχουν καταθέσει. Και Συμψηφίζει στο σύνολό της τη δικαστική δαπάνη των διαδίκων.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 21 Ιανουαρίου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 18 Φεβρουαρίου 2022.
H ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ