Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 221 / 2017    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)


Αριθμός 221/2017

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ασπασία Καρέλλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου (σύμφωνα με την υπ’ αριθμ.15/2017 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου), Αριστείδη Πελεκάνο - Εισηγητή, Αρτεμισία Παναγιώτου, Χρήστο Βρυνιώτη και Ιωάννη Μαγγίνα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 24 Ιανουαρίου 2017, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευσταθίας Σπυροπούλου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Ε. Μ. του Κ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Παπαδογιαννάκη, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 1470/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημ/κείου Ηρακλείου.
Το Τριμελές Πλημ/κείο Ηρακλείου με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και o αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 22 Απριλίου 2016 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό ...2016.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 473 παρ. 1 του ΚΠΔ, όπου ειδική διάταξη νόμου δεν ορίζει διαφορετικά, η προθεσμία για την άσκηση του ενδίκου μέσου της έφεσης είναι δέκα ημέρες από τη δημοσίευση της απόφασης. Αν ο εκκαλών διαμένει στην ημεδαπή και δεν είναι παρών κατά την απαγγελία της απόφασης, η σχετική προθεσμία είναι επίσης δεκαήμερη και αρχίζει από την επίδοση της απόφασης, η οποία πρέπει να γίνεται όπως ορίζουν τα άρθρα 155 επ. του ΚΠΔ. Διαφορετικά, σύμφωνα με το άρθρο 154 παρ. 2 του ΚΠΔ, επέρχεται ακυρότητα της επίδοσης που εμποδίζει την κίνηση και συμπλήρωση της προθεσμίας για άσκηση της έφεσης. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 155 παρ. 1 εδ. β’ του ΚΠΔ, αν αυτός που ενεργεί την επίδοση δεν βρίσκει τον ενδιαφερόμενο στον τόπο της διαμονής ή της κατοικίας του ή του καταστήματος ή του εργαστηρίου ή του γραφείου, όπου ασκεί το επάγγελμα του, εγχειρίζει το έγγραφο σε κάποιον από εκείνους οι οποίοι, έστω και προσωρινά, διαμένουν μαζί του ή στους οικιακούς βοηθούς ή στον θυρωρό της κατοικίας που μένει ή σε κάποιον από όσους είναι στο κατάστημα ή στο εργαστήριο ή στο γραφείο. Επίσης, κατά την παρ. 1 εδ. γ’ του ίδιου άρθρου, αν δεν βρεθεί στην κατοικία του ο ενδιαφερόμενος ή ο σύνοικος ή ο οικιακός βοηθός ή ο θυρωρός, όποιος κάνει την επίδοση επικολλά το έγγραφο στην πόρτα της κατοικίας. Αν η θυροκόλληση έγινε επειδή τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παρ. 1 εδ. β’ και γ’ αρνήθηκαν να πάρουν το έγγραφο ή απουσίαζαν ή δεν υπήρχαν, επιδίδεται το αντίγραφο του εγγράφου στον τυχόν διορισμένο αντίκλητο του ενδιαφερομένου κατηγορουμένου ή αστικώς υπευθύνου. Σ’ αυτή την περίπτωση τα αποτελέσματα αρχίζουν από την επίδοση στον αντίκλητο. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 161 παρ.1 του ΚΠΔ, για την επίδοση των άρθρων 155-158 του ΚΠΔ αυτός που την ενεργεί συντάσσει στον τόπο επίδοσης αποδεικτικό, στο οποίο πρέπει να σημειώνονται όλα τα στοιχεία που μνημονεύονται στη σχετική παράγραφο και το οποίο υπογράφεται από αυτόν που επιδίδει το έγγραφο, από αυτόν που το παραλαμβάνει και από τον μάρτυρα που προσλήφθηκε για τη διενέργεια της επίδοσης με θυροκόλληση. Τυχόν ελλείψεις του αποδεικτικού, που αφορούν τα στοιχεία αυτά, στα οποία περιλαμβάνεται το ονοματεπώνυμο, η διεύθυνση κατοικίας και το επάγγελμα του μάρτυρα που προσλήφθηκε για την επίδοση με θυροκόλληση, επιφέρουν σχετική ακυρότητα της επίδοσης, η οποία καλύπτεται αν δεν προβληθεί έγκαιρα (άρθρα 173 και 174 ΚΠΔ). Ως υπογραφή νοείται η ιδιόχειρη αναγραφή του ονόματος και του επωνύμου προσώπου, η οποία μπορεί να είναι απλή, περίπλοκη ή ελλειπτική (παράλειψη φθόγγων ή συλλαβών) σε βαθμό που να επιτρέπει τη διακρίβωση της ταυτότητας του υπογραφέα, και δεν αναπληρώνεται από μόνη τη μονογραφή, η οποία δεν έχει τέτοια (διακριβωτική) ικανότητα.
Επίσης, κατά το άρθρο 476 παρ. 1 και 2 του ΚΠΔ, το ένδικο μέσο απορρίπτεται ως απαράδεκτο, μεταξύ άλλων, και όταν ασκήθηκε εκπρόθεσμα, η δε σχετική απόφαση υπόκειται σε αναίρεση για όλους τους λόγους που αναφέρονται περιοριστικά στο άρθρο 510 του ΚΠΔ, με την προϋπόθεση ότι αυτοί πλήττουν μόνο την κρίση που αφορά το απαράδεκτο. Από όσα προαναφέρθηκαν προκύπτει ότι η έφεση κατηγορουμένου κατά ερήμην καταδικαστικής απόφασης είναι εκπρόθεσμη μόνο αν προηγήθηκε έγκυρη επίδοση αυτής και παρήλθε άπρακτη η νόμιμη προθεσμία για άσκηση της έφεσης. Αντίθετα, αν η επίδοση είναι άκυρη, η σχετική προθεσμία δεν κινείται και η έφεση που ασκήθηκε κατά της ερήμην απόφασης είναι εμπρόθεσμη και παραδεκτή. Το στοιχείο αυτό (εγκυρότητα επίδοσης) συνιστά διαδικαστική προϋπόθεση και ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο για την αξιολόγηση του παραδεκτού της έφεσης. Ο Άρειος Πάγος, όταν εξετάζει λόγο αναίρεσης για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας ως προς την απόρριψη αυτοτελούς ισχυρισμού και λόγου έφεσης που αφορά άκυρη επίδοση, παραδεκτά επισκοπεί το περιεχόμενο του αντίστοιχου αποδεικτικού, προκειμένου να αξιολογήσει την εγκυρότητα της επίδοσης και τη βασιμότητα του λόγου αναίρεσης. Η δε απόφαση, που, παρά την ακυρότητα της επίδοσης, έκρινε εκπρόθεσμη την έφεση και την απέρριψε ως απαράδεκτη, υποπίπτει στις αναιρετικές πλημμέλειες του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Η’ ΚΠΔ, της έλλειψης ειδικής αιτιολογίας και της υπέρβασης εξουσίας.
Περαιτέρω, από τις προαναφερόμενες διατάξεις προκύπτει ότι η απόφαση που απορρίπτει έφεση κατηγορουμένου κατά ερήμην καταδικαστικής απόφασης ως απαράδεκτη, επειδή δεν ασκήθηκε μέσα στη νόμιμη προθεσμία του άρθρου 473 παρ. 1 ΚΠΔ, έχει καταρχήν την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, όταν διαλαμβάνεται σ’ αυτή ο χρόνος νόμιμης επίδοσης της εκκαλούμενης απόφασης, ο χρόνος άσκησης της έφεσης και το αποδεικτικό από το οποίο προκύπτει η επίδοση, χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό του περιεχομένου αυτού και χωρίς μνεία των στοιχείων εγκυρότητας της επίδοσης κατά τα άρθρα 154 παρ. 1 και 2, 155 και 161 παρ. 1 του ΚΠΔ (Ολ. ΑΠ 4/1995 και 6/1994). Όταν, όμως, με την έφεση αμφισβητείται το κύρος της επίδοσης για κάποιον νόμιμο λόγο και προβάλλεται από τον εκκαλούντα -κατηγορούμενο άγνοια της επίδοσης και απώλεια της σχετικής προθεσμίας, επειδή ο κατηγορούμενος δεν αναζητήθηκε στον τόπο της κατοικίας του ή επειδή ήταν γνωστή η διαμονή του στη δικαστική αρχή που παράγγειλε την επίδοση ή επειδή το επιδοτήριο δεν φέρει την υπογραφή ή δεν αναγράφει τη διεύθυνση κατοικίας και το επάγγελμα του μάρτυρα που προσλήφθηκε για τη διενέργεια της επίδοσης με θυροκόλληση ή επειδή η επίδοση είναι άκυρη για άλλον νόμιμο λόγο, πρέπει επιπλέον να διαλαμβάνεται στην απόφαση πλήρης και σαφής αιτιολογία για την απορριπτική κρίση του προβαλλόμενου ισχυρισμού και να αναφέρονται στην απόφαση, έστω ως προς το είδος τους, τα αποδεικτικά μέσα που θεμελιώνουν τα πραγματικά περιστατικά της ακροαματικής διαδικασίας, στα οποία το δικαστήριο στήριξε την κρίση του για απόρριψη του σχετικού ισχυρισμού και της έφεσης ως εκπρόθεσμης και απαράδεκτης. Διαφορετικά, στοιχειοθετείται ο λόγος αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχείο Δ’ του ΚΠΔ για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ο δε αναιρετικός έλεγχος περιορίζεται στην ορθότητα της σχετικής εφετειακής κρίσης Στην προκείμενη περίπτωση με την προσβαλλόμενη 1470/2015 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ηρακλείου, απορρίφθηκε ως απαράδεκτη λόγω εκπρόθεσμης άσκησης η από 29-12-2014 (με αρ. καταθ. .../2014) έφεση του αναιρεσείοντος κατά της απόφασης 148/2014 του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Ηρακλείου, που εκδόθηκε ερήμην του και τον καταδίκασε σε φυλάκιση έξι (6) μηνών και σε χρηματική ποινή πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ για την πράξη της παράβασης του άρθρου 17 παρ. 1 και 8α’ του ν. 1337/1983, όπως αντικ. με το άρθρο 5 παρ. 4 του ν. 3212/2003. Με την έφεση αυτή, η οποία παραδεκτά επισκοπείται για τη βασιμότητα των λόγων αναίρεσης, ο αναιρεσείων ισχυρίστηκε ότι αγνοούσε την έκδοση της εκκαλούμενης απόφασης, που επιδόθηκε με θυροκόλληση στη διεύθυνση της εταιρείας του (..., Αθήνα) και ότι η επίδοση αυτής είναι άκυρη, επειδή ο εκκαλών δε αναζητήθηκε στη γνωστή διεύθυνση της κατοικίας του (... Αθήνα) και επειδή στην έκθεση επίδοσης δεν αναφέρεται ούτε ότι αναζητήθηκε σύνοικος ή θυρωρός για την επίδοση σ’ αυτόν της απόφασης, ούτε σημειώνεται το ονοματεπώνυμο, το επάγγελμα και η διεύθυνση κατοικίας του μάρτυρα που προσλήφθηκε για τη διενέργεια της επίδοσης. Επίσης ισχυρίστηκε ότι, σε κάθε περίπτωση, δεν ενημερώθηκε από κανέναν ένοικο της πολυκατοικίας επί της οδού ... για την επίδοση της πρωτόδικης απόφασης.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο απέρριψε τους προαναφερόμενους ισχυρισμούς ως αβάσιμους και την έφεση ως απαράδεκτη λόγω εκπρόθεσμης άσκησης με την εξής αιτιολογία : "Κατά το άρθρο 473 παρ. 1 ΚΠΔ, "όπου ειδική διάταξη νόμου δεν ορίζει διαφορετικά η προθεσμία για την άσκηση ενδίκων μέσων είναι δέκα ημέρες από τη δημοσίευση της απόφασης. Αν ο δικαιούμενος δεν είναι παρών η πιο πάνω προθεσμία είναι επίσης δεκαήμερη, εκτός αν αυτός διαμένει στην αλλοδαπή ή είναι άγνωστη η διαμονή του, οπότε η προθεσμία είναι τριάντα ημερών και αρχίζει σε κάθε περίπτωση από την επίδοση της απόφασης. ...", κατά δε το άρθρο 476 παρ. 1 του ιδίου Κώδικα, "όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν είχε το δικαίωμα ή εναντίον απόφασης ή βουλεύματος για τα οποία δεν προβλέπεται ή όταν ασκήθηκε εκπρόθεσμα ... το δικαστήριο (ως συμβούλιο) ή το δικαστικό συμβούλιο που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που εμφανιστούν, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την εκτέλεση της απόφασης ή του βουλεύματος που έχει προσβληθεί και την καταδίκη στα δικαστικά έξοδα εκείνου που άσκησε το ένδικο μέσο. ...". Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 155 ΚΠΔ, "1. Η επίδοση γίνεται με παράδοση του εγγράφου στα χέρια του ενδιαφερομένου από ποινικό ή δικαστικό επιμελητή ή, σε περίπτωση που δεν υπάρχουν από όργανο της δημόσιας δύναμης ή τον πρόεδρο ή το γραμματέα της κοινότητας ή τον υπάλληλο του Δήμου ο οποίος έχει οριστεί για το σκοπό αυτόν με απόφαση του Δημάρχου. Αν αυτός που κάνει την επίδοση δεν βρίσκει τον ενδιαφερόμενο στον τόπο της διαμονής ή της κατοικίας του ή του καταστήματος ή του εργαστηρίου ή του γραφείου όπου ασκεί το επάγγελμα του, εγχειρίζει το έγγραφο σε κάποιον από εκείνους που έστω και προσωρινά διαμένουν μαζί του ή στους οικιακούς βοηθούς του ή στο θυρωρό της κατοικίας όπου μένει ή σε κάποιον από όσους είναι στο κατάστημα ή στο εργαστήριο ή στο γραφείο. ... 2. ... Αν δεν βρεθεί στην κατοικία του ο ενδιαφερόμενος ή ο σύνοικος ή ο οικιακός βοηθός ή θυρωρός, όποιος κάνει την επίδοση επικολλά το έγγραφο στην πόρτα της κατοικίας. ...". Στην προκειμένη περίπτωση, από την αποδεικτική διαδικασία και ειδικότερα από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα, που εξετάστηκε στο ακροατήριο αυτού του Δικαστηρίου και από τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν νόμιμα και την εν γένει αποδεικτική διαδικασία αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με την εκκαλουμένη με αριθμό 148/2014 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Ηρακλείου, ο εκκαλών καταδικάσθηκε, ερήμην, σε ποινή φυλάκισης έξι μηνών, η οποία ανεστάλη επί τριετία και σε χρηματική ποινή ποσού 5.000 ευρώ, για παράβαση της διάταξης του άρθρου 17 παρ. 1, 8α’ ν. 1337/1983, καθώς και στα έξοδα της δίκης ποσού 80 ευρώ. Ο εκκαλών άσκησε την κρινόμενη έφεση, με εξουσιοδότηση, ενώπιον του γραμματέα του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Ηρακλείου, την 29-12-2014, όπως προκύπτει από τη συνταχθείσα έκθεση έφεσης, με αριθμό πρωτ/λου .../2014, επικαλούμενος ότι η έφεση ασκήθηκε εκπρόθεσμα διότι αυτός δεν έλαβε γνώση της εκκαλουμένης απόφασης, η οποία θυροκολλήθηκε μη έγκυρα στη διεύθυνση της εργασίας του. Ειδικότερα, η ακυρότητα της επίδοσης, σύμφωνα με την έφεση, συνίσταται στο ότι δεν αναζητήθηκε σύνοικος ή θυρωρός και στο αποδεικτικό που συντάχθηκε δεν βεβαιώνεται τούτο, ενώ, στο ίδιο αποδεικτικό, δεν αναγράφεται το ονοματεπώνυμο, το επάγγελμα και η κατοικία του μάρτυρα που προσλήφθηκε για τη θυροκόλληση. Επίσης, σε κάθε περίπτωση, αυτός δεν έλαβε γνώση της εκκαλουμένης απόφασης, διότι ένοικος της πολυκατοικίας επί της οδού ..., παρέλειψε να τον ενημερώσει για την ύπαρξη κοινοποίησης της απόφασης, την οποία ο ένοικος συνέλεξε μαζί με αλληλογραφία από την είσοδο της πολυκατοικίας. Περαιτέρω, η εκκαλουμένη απόφαση, επιδόθηκε στον εκκαλούντα, κατ’ άρθρο 155 παρ.1, 2 ΚΠΔ, με θυροκόλληση της απόφασης την 17-7-2014, στην οδό ..., στην Αθήνα και με παρόντα το μάρτυρα Χ. Τ., κάτοικο ..., επαγγέλματος ... (βλ. το από 17-7-2014 αποδεικτικό επίδοσης απόφασης για κατηγορούμενο γνωστής διαμονής της επιμελήτριας δικαστηρίων Δ. Κ.). Η επίδοση δε έγινε με θυροκόλληση, επειδή δεν βρέθηκε στην ως άνω διεύθυνση ο κατηγορούμενος προσωπικώς, ούτε άλλο από τα αναφερόμενα στο άρθρο 155 παρ. 2 πρόσωπα, όπως βεβαιώνεται σαφώς στην ως άνω έκθεση επίδοσης, η οποία, κατά το κατά κανόνα συμβαίνον, συντάχθηκε με τη συμπλήρωση εντύπου στο οποίο, μετά τη διαγραφή των τυπωμένων φράσεων "Και αφού βρήκα αυτόν προσωπικά ...", "Και αφού δεν βρήκα αυτόν προσωπικά, αλλά το σύνοικο ..." και τη συμπλήρωση της τυπωμένης φράσης "Και αφού δεν βρήκα προσωπικά κανένα από τα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 155 παρ. 2 ΚΠΔ θυροκόλλησα την πιο πάνω απόφαση στην οικία του με την παρουσία του μάρτυρα ...", με το ονοματεπώνυμο (Χ. Τ.), την κατοικία (...) και το επάγγελμα (...) του μάρτυρα που προσλήφθηκε από την επιμελήτρια που ενήργησε την επίδοση.
Συνεπώς, το ως άνω αποδεικτικό επίδοσης περιλαμβάνει όλα τα κατ’ άρθρο 161 παρ. 1 ΚΠΔ αναγκαία στοιχεία, απορριπτόμενου του ισχυρισμού του εκκαλούντος περί ακυρότητας της επίδοσης λόγω έλλειψης των στοιχείων αυτών. Επίσης, από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν επιβεβαιώνεται ο ισχυρισμός του εκκαλούντος ότι ένοικος της πολυκατοικίας επί της οδού ..., συνέλεξε μαζί με την αλληλογραφία από την είσοδο της πολυκατοικίας την απόφαση που θυροκολλήθηκε και, στη συνέχεια, ξέχασε να τον ενημερώσει περί τούτου.
Συνεπώς, ο σχετικός ισχυρισμός του πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν. Επομένως, η κρινόμενη έφεση είναι εκπρόθεσμη, καθόσον ασκήθηκε μετά τη δεκαήμερη προθεσμία από τη νόμιμη επίδοση της απόφασης στον εκκαλούντα, η οποία έγινε την 29-12-2014 και πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω της εκπροθέσμου άσκησης της και να διαταχθεί η εκτέλεση της εκκαλουμένης απόφασης (άρθρο 476 παρ. 1 και 3 ΚΠΔ).".
Η προαναφερόμενη αιτιολογία δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, αφού, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση του από 17-7-2014 αποδεικτικού επίδοσης της απόφασης 148/2014 του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Ηρακλείου, που υπάρχει στον φάκελο της δικογραφίας, η επίδοση, λόγω απουσίας του κατηγορουμένου -αναιρεσείοντος από τον τόπο της εργασίας του, έγινε με θυροκόλληση, χωρίς να αναγράφεται στο αποδεικτικό επίδοσης η διεύθυνση της κατοικίας του μάρτυρα Χ. Τ., ο οποίος προσλήφθηκε από τη δικαστική επιμελήτρια γι’ αυτόν τον σκοπό και αναφέρεται απλώς ως κάτοικος ..., αλλά και χωρίς να σημειώνεται στην έκθεση επίδοσης η υπογραφή αυτού, η οποία δεν μπορεί να αναπληρωθεί από τη μονογραφή που έχει τεθεί στην οικεία θέση (κάτω από την ένδειξη "ο κατά την θυροκόλληση μάρτυρας", με συνέπεια να μην υπάρχει βεβαιότητα ως προς την ταυτότητα του μάρτυρα και ως προς τη σύννομη διενέργεια της επίδοσης με θυροκόλληση. Έτσι, η επίδοση της εκκαλούμενης (148/2014) απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Ηρακλείου, που εκδόθηκε ερήμην του αναιρεσείοντος, είναι άκυρη, η δε σχετική ακυρότητα δεν καλύφθηκε, αφού προβλήθηκε με ειδικό λόγο έφεσης και υποστηρίχτηκε κατά την εφετειακή δίκη.
Συνεπώς, η επίμαχη επίδοση θεωρείται σαν να μην έγινε και δεν επέφερε την έναρξη της δεκαήμερης προθεσμίας για άσκηση έφεσης κατά της πρωτόδικης απόφασης. Συνακολούθως, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο, κρίνοντας ότι είναι έγκυρη η επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, χωρίς να διαλάβει στην προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, και απορρίπτοντας στη συνέχεια την από 29-12-2014 έφεση του αναιρεσείοντος ως απαράδεκτη λόγω εκπρόθεσμης άσκησης, υπέπεσε στις αναιρετικές πλημμέλειες της έλλειψης ειδικής αιτιολογίας και της υπέρβασης εξουσίας, οι δε σχετικοί (πρώτος και δεύτερος) λόγοι αναίρεσης, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Η’ ΚΠΔ, είναι βάσιμοι.
Κατόπιν αυτών, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, το οποίο είναι δυνατό να συγκροτηθεί από δικαστές που δεν μετείχαν στη σύνθεση που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση (άρθρο 519 ΚΠΔ), προκειμένου αυτό να κρίνει για το παραδεκτό της έφεσης του αναιρεσείοντος (ο Άρειος Πάγος δεν έχει τέτοια δικαιοδοσία) και, ανάλογα με την κρίση του, είτε να απορρίψει και πάλι την έφεση ως απαράδεκτη (για άλλον λόγο) είτε να την κρίνει παραδεκτή και να προβεί στην περαιτέρω εκδίκαση της υπόθεσης.
Σημειώνεται, τέλος, ότι η προκείμενη υπόθεση δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 8 και 9 του ν. 4411/2016 (που δεν τελούν σε σχέση αμοιβαίου αποκλεισμού), για εξάλειψη του αξιοποίνου και παύσης της ποινικής δίωξης υπό όρο των πταισμάτων και των πλημμελημάτων που επισύρουν ποινή φυλάκισης μέχρι δύο (2) έτη ή χρηματική ποινή ή και τις δύο ποινές (άρθρο 8) και για παραγραφή και μη εκτέλεση υπό όρο στερητικών της ελευθερίας ποινών διάρκειας μέχρι έξι (6) μήνες, εφόσον οι σχετικές αποφάσεις δεν είχαν γίνει αμετάκλητες και οι αντίστοιχες ποινές δεν είχαν εκτιθεί μέχρι τη δημοσίευση του σχετικού νόμου (3-8-2016). Ειδικότερα και με δεδομένο ότι η ποινή που επιβλήθηκε με την πρωτόδικη απόφαση για την πράξη του άρθρου 17 παρ. 1 και 8α’ του ν. 1337/1983, όπως αντικ. με την παρ. 5 του ν. 3212/2003, η προκείμενη υπόθεση δεν εμπίπτει στο άρθρο 8, επειδή η προβλεπόμενη ποινή είναι φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών και χρηματική ποινή από 5.000 ευρώ έως 50.000 ευρώ, ούτε στο άρθρο 9, επειδή με την εκκαλούμενη απόφαση δεν επιβλήθηκε μόνο στερητική της ελευθερίας ποινή μέχρι έξι (6) μήνες (όπως προβλέπει η σχετική διάταξη για την εφαρμογή της), αλλά και χρηματική ποινή 5.000 ευρώ, που δεν υπόκειται σε υπό όρο παραγραφή και μη εκτέλεση. Η ερμηνευτική εκδοχή, ότι έχει εφαρμογή το άρθρο 9, για υπό όρο παραγραφή και μη εκτέλεση, μόνο ως προς την ποινή της φυλάκισης των έξι μηνών, πρέπει να αποκρουστεί. Και αυτό επειδή, εκτός από το ότι δεν συμπορεύεται με το γράμμα του νόμου, τέτοια εκδοχή θα οδηγούσε σε νομική κατάσταση, η οποία θα επέβαλλε τη μερική υποχρεωτική αρχειοθέτηση της υπόθεσης, ως προς την ποινή της εξάμηνης φυλάκισης, με ενδεχόμενη την άρση της με και από την πλήρωση του όρου και συγχρόνως, ως προς τη χρηματική ποινή : α) είτε θα απέκλειε τη δικαστική επανεξέταση της επιβολής της, καίτοι θα παρέμενε εκτελεστέα, στην περίπτωση οριστικής ματαίωσης του όρου (αν οι συνέπειες της μερικής αρχειοθέτησης και η οριστική ματαίωση του όρου καταλάμβαναν και αυτή), β) είτε θα επέτρεπε την ανεμπόδιστη (από τη μερική αρχειοθέτηση) δικαστική διερεύνηση (νομική και ουσιαστική) της ίδιας υπόθεσης από το δικαστήριο του ενδίκου μέσου, με πλήρη εξουσία αυτού να αποφανθεί για την τέλεση ή μη της σχετικής αξιόποινης πράξης και με περιορισμένη εξουσία να αποφασίσει για την επιβλητέα ποινή (μόνο για τη χρηματική). Τέτοια, όμως, νομική κατάσταση προδήλως δεν εναρμονίζεται με τον σκοπό θέσπισης της ειδικής υπό όρο παραγραφής ποινών και εγκλημάτων, ο οποίος συνίσταται στην εκκαθάριση του αρχείου των εισαγγελιών από ανεκτέλεστες στερητικές της ελευθερίας ποινές για πράξεις ήσσονος εγκληματικότητας και χωρίς έντονη κοινωνικοηθική απαξία και στην υπηρεσιακή ελάφρυνση των δικαστηρίων (όλων των βαθμών) από την ενασχόληση με τέτοιες πράξεις.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την απόφαση 1470/2015 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ηρακλείου. Και
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, στη σύνθεση του οποίου δεν θα μετέχουν οι δικαστές που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Φεβρουαρίου 2017.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 8 Φεβρουαρίου 2017.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή