Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2 / 2019    (ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Αριθμός 2/2019

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΕ ΠΛΗΡΗ ΠΟΙΝΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Πέππα, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη, Πηνελόπη Ζωντανού, Ειρήνη Καλού και Δήμητρα Κοκοτίνη Αντιπροέδρους, Ασπασία Μαγιάκου, Αρτεμισία Παναγιώτου, Σοφία Ντάντου, Δημήτριο Τζιούβα, Γεώργιο Αναστασάκο, Σοφία Καρυστηναίου, Αβροκόμη Θούα, Πέτρο Σαλίχο, Ιωάννη Φιοράκη, Μιλτιάδη Χατζηγεωργίου, Μαρία Τζανακάκη, Νικόλαο Πιπιλίγκα, Αρετή Παπαδιά, Γεώργιο Παπανδρέου, Αντώνιο Τσαλαπόρτα, Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Κυριάκο Οικονόμου, Ευφροσύνη Καλογεράτου-Ευαγγέλου, Σοφία Τζουμερκιώτη, Γεώργιο Δημάκη, Λάμπρο Καρέλο-Εισηγητή, Μαρία Βασδέκη, Ανθή Γκάμαρη, Ζαμπέτα Στράτα, Γεώργιο Χριστοδούλου, Πηνελόπη Παρτσαλίδου-Κομνηνού, Κωνσταντίνα Μαυρικοπούλου, Μαρία Κουβίδου, Στυλιανό Δαρέλλη, 'Ολγα Σχετάκη-Μπονάτου, Κωνσταντίνο Παναρίτη, Αλεξάνδρα Σιούτη, Ζωή Κωστόγιαννη-Καλούση, Θεόδωρο Μαντούβαλο, Χρυσούλα Φλώρου-Κοντοδήμου και Γεώργιο Κόκκορη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 22 Νοεμβρίου 2018, με την παρουσία της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ξένης Δημητρίου - Βασιλοπούλου και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Χαράλαμπου Βουρλιώτη, περί αναιρέσεως υπέρ του νόμου κατά της υπ'αριθ. 75-81, 85-87, 111-128/2014 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Πατρών. Με κατηγορούμενους τους: 1.Ν. Β. του Γ., 2. Γ. Χ. του Π., 3. Κ. Χ. του Π. και 4. Θ. Α. του Π., οι οποίοι δεν εμφανίστηκαν στο ακροατήριο, αφού δεν κλητεύθηκαν από την Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, επειδή πρόκειται για αναίρεση υπέρ του νόμου, η οποία δεν επιδρά στα έννομα συμφέροντά του, σύμφωνα με το άρθρο 505 παρ. 2 Κ.Π.Δ.
Το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Πατρών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 58/30-10-2018 αίτηση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σωφρονιάδη και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1362/2018.

Αφού άκουσε Την Εισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 505 παρ. 2 ΚΠΔ, "ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε απόφασης μέσα στην προθεσμία που ορίζεται από το άρθρο 479 παρ. 2 (άρθρο 483 παρ. 3). Ύστερα από αυτή την προθεσμία μπορεί να ασκήσει αναίρεση μόνο υπέρ του νόμου για τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 510, καθώς και για οποιαδήποτε παράβαση των τύπων της διαδικασίας, χωρίς να βλάπτονται τα δικαιώματα των διαδίκων".
Εν προκειμένω, η υπό κρίση 58/30-10-2018 αίτηση αναίρεσης υπέρ του νόμου του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου κατά της 75-81, 85-87, 111-128/2014 απόφασης του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Πατρών μόνο κατά το μέρος της, κατά το οποίο οι κατηγορούμενοι Ν. Γ. Β., Γ. Π. Χ., Κ. Π. Χ. και Θ. Π. Α. κηρύχθηκαν αθώοι της αξιόποινης πράξης της εμπορίας ανθρώπων κατ' εξακολούθηση και κατ' επάγγελμα, ως αυτουργός ο πρώτος και άμεσοι συνεργοί οι λοιποί (άρθρα 13 περ. στ', 26 παρ. 1, 27, 45, 46 παρ. 1β, 98, 323Α παρ. 1, 2 και 4β ΠΚ), η οποία αίτηση νόμιμα έχει εισαχθεί για εκδίκαση στην πλήρη ποινική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου (άρθρα 505 παρ. 2, 513 παρ. 1ε' ΚΠΔ και 23 παρ. 1β' και 2α του νόμου 1756/1988 "Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάσταση Δικαστικών Λειτουργών", όπως οι παράγραφοι αυτές αντικαταστάθηκαν από το άρθρο 16 παρ. 1 του νόμου 2331/1995), ασκήθηκε νομότυπα με δήλωση του ανωτέρω Αντεισαγγελέα στο Γραμματέα του Αρείου Πάγου (άρθρα 474 παρ. 1, 509 παρ. 1 ΚΠΔ) και για τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 510 παρ. 1 ΚΠΔ, μεταξύ των οποίων και η έλλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που απαιτείται από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ και της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' ΚΠΔ), επειδή δε ασκείται υπέρ του νόμου, δεν απαιτείται να ασκηθεί μέσα σε ορισμένη προθεσμία, ενώ, από την άσκησή της, δεν βλάπτονται τα δικαιώματα των διαδίκων.
Συνεπώς, πρέπει να ερευνηθεί η βασιμότητα των λόγων της.
Ενόψει του τεκμηρίου αθωότητας, που θεσπίζεται και από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ, που κυρώθηκε με το νδ 53/1974 και έχει υπερνομοθετική, κατά το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, ισχύ και δεδομένου, ότι αντικείμενο απόδειξης στην ποινική δίκη είναι η ενοχή και όχι η αθωότητα του κατηγορουμένου, ο οποίος κηρύσσεται ένοχος μόνον αν αποδειχθεί η ενοχή του και όχι αν δεν αποδειχθεί η αθωότητά του, η αθωωτική απόφαση έχει έλλειψη αιτιολογίας, που ιδρύει το λόγο αναίρεσης, που προβλέπεται από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, όταν δεν εκτίθενται σ' αυτή καθόλου ή εκτίθενται ελλιπώς ή κατά τρόπο ασαφή τα πραγματικά περιστατικά, που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και θεμελιώνουν την ανυπαρξία της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, είτε όταν δεν αιτιολογεί το δικαστήριο με σαφήνεια και πληρότητα, γιατί δεν πείσθηκε για την ενοχή του κατηγορουμένου από τα αποδεικτικά μέσα, που προσδιορίζονται στα πρακτικά και τα οποία έλαβε υπόψη του για το σχηματισμό της κρίσης του για τα πράγματα (ΟλΑΠ 1/2018, 3/2010). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠΔ, λόγο αναίρεσης αποτελεί και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει, όταν ο δικαστής αποδίδει σ' αυτή έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή συντρέχει, όχι μόνο όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει ορθά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως αληθινά στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης (ΟλΑΠ 2/2017, 3/2010).
Εξάλλου, με το άρθρο 1 του νόμου 3064/2002 "Καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων κλπ" (ΦΕΚ Α/248/15-10-2002) και προκειμένου να εναρμονισθεί η ελληνική νομοθεσία με την απόφαση - πλαίσιο 2002/629/JAI/19-7-2002 του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων και να αντιμετωπισθούν οι σύγχρονες μορφές της εμπορίας αυτής, όπως οι σχετικές με την αφαίρεση οργάνων του σώματος και την αναγκαστική ή απατηλή εκμετάλλευση της εργασίας, προστέθηκε στον Ποινικό Κώδικα το άρθρο 323Α, με τίτλο "Εμπορία Ανθρώπων". Κατά το άρθρο αυτό, όπως ίσχυε κατά τον κατωτέρω κρίσιμο χρόνο, ήτοι μετά την τροποποίησή του με τα άρθρα δεύτερο παρ. 4 και 5 του νόμου 3875/2010 και 40 του νόμου 3984/2011 και πριν τροποποιηθεί με τα άρθρα 2 παρ. 3 και 4 του νόμου 4198/2013 και 2 παρ. 3 του νόμου 4531/2018, "1. Όποιος, με τη χρήση βίας, απειλής ή άλλων εξαναγκαστικών μέσων, με επιβολή ή κατάχρηση εξουσίας, προσλαμβάνει, μεταφέρει, προωθεί εντός ή εκτός της επικρατείας, κατακρατεί, υποθάλπει, παραδίδει με ή χωρίς αντάλλαγμα σε άλλον ή παραλαμβάνει από άλλον πρόσωπο, με σκοπό την αφαίρεση κυττάρων, ιστών ή οργάνων του σώματός του ή για να εκμεταλλευθεί ο ίδιος ή άλλος την εργασία ή την επαιτεία του, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και με χρηματική ποινή δέκα χιλιάδων έως πενήντα χιλιάδων ευρώ. 2. Με την ποινή της προηγουμένης παραγράφου τιμωρείται ο υπαίτιος αν, για να επιτύχει τον ίδιο σκοπό, αποσπά τη συναίνεση προσώπου με τη χρήση απατηλών μέσων ή το παρασύρει, εκμεταλλευόμενος την ευάλωτη θέση του, με υποσχέσεις, δώρα, πληρωμές ή παροχή άλλων ωφελημάτων". Ως εμπορία ανθρώπων λογίζεται, κατά το παραπάνω άρθρο, η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, φαινόμενο προσβλητικό της ιδέας του ανθρώπου και της ανθρώπινης ιδιότητας και αξιοπρέπειας και απαράδεκτο και ανεπίτρεπτο σε κάθε φιλελεύθερη, δημοκρατική, ευνομούμενη και με ανθρώπινο πρόσωπο κοινωνία, αφού σε κάθε τέτοια κοινωνία, κυρίαρχη αξία, λόγω της φύσης της αυτής, αλλά και βάσει των σχετικών διεθνών συμβάσεων, είναι ο άνθρωπος. Η δυνατότητα της εκμετάλλευσης αυτής μετατρέπει τον άνθρωπο σε εμπορεύσιμο αντικείμενο, που υφίσταται απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση, χάνοντας, ουσιαστικά, κάθε δικαίωμα σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειάς του, ενώ ταυτόχρονα προσβάλλεται το δικαίωμά του στην ελευθερία στις διάφορες ειδικότερες μορφές του, όπως το δικαίωμα στον αυτοπροσδιορισμό και την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας, το δικαίωμα της σεξουαλικής ελευθερίας, το δικαίωμα της ελεύθερης διακίνησης, κυκλοφορίας και επιλογής τόπου κατοικίας, το δικαίωμα επιλογής εργασίας και μη εκτέλεσης αναγκαστικής εργασίας. Με το παραπάνω άρθρο, με το οποίο επιδιώκεται η αντιμετώπιση του απαράδεκτου αυτού φαινομένου της εκμετάλλευσης του ανθρώπου, προστατευόμενο έννομο αγαθό, όπως τούτο συνάγεται και από την ένταξή του στο Δέκατο Όγδοο Κεφάλαιο του Ποινικού Κώδικα με τον τίτλο "εγκλήματα κατά της προσωπικής ελευθερίας", είναι η προσωπική ελευθερία του ατόμου, με την ειδικότερη μορφή της αυτοδιάθεσής του και της δυνατότητάς του να ρυθμίζει κατά τη βούλησή του τα σχετικά με την εργασία του θέματα, την οποία δυνατότητα αναγνωρίζουν επιπλέον τόσο το άρθρο 22 παρ. 3 του Συντάγματος, όσο και το άρθρο 4 παρ. 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Η ελευθερία αυτή αναιρείται στα πλαίσια των εργασιακών σχέσεων, οπότε ο άνθρωπος μετατρέπεται σε αντικείμενο εμπορίας, όταν η εκμετάλλευση της εργασίας του δεν είναι προϊόν της ελεύθερης βούλησής του, αλλά εξαναγκασμού του βάσει των αναγκαστικών μέσων που αναφέρονται στην πρώτη παράγραφο του ανωτέρω άρθρου. Το ίδιο συμβαίνει, όταν η εκμετάλλευση της εργασίας του δεν είναι απόρροια εξαναγκασμού, αλλά προέρχεται από τη βούλησή του, πλην, όμως, αυτή δεν έχει διαμορφωθεί ελεύθερα και αβίαστα, αλλά, αντίθετα, είναι προϊόν εξαπάτησής του ή επειδή παρασύρθηκε με δελεαστικές υποσχέσεις, μετά από εκμετάλλευση της ευάλωτης θέσης του, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παραπάνω άρθρου. Πρόκειται, όπως από τη γραμματική διατύπωση του άρθρου αυτού συνάγεται, για διαζευκτικώς ή υπαλλακτικώς μικτό έγκλημα, με την έννοια, ότι οι περισσότεροι τρόποι τέλεσής του που το άρθρο αυτό προβλέπει, μπορούν να εναλλαχθούν μεταξύ τους, ενώ στην περίπτωση συνδρομής περισσοτέρων τρόπων, εφόσον το παθόν πρόσωπο είναι ένα, στοιχειοθετείται ένα μόνο έγκλημα και μια ποινή επιβάλλεται, οι δε τυχόν λοιπές μορφές τέλεσής του επάγονται επίταση του αξιοποίνου και λαμβάνονται υπόψη κατά την επιμέτρηση της ποινής. Για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του παραπάνω εγκλήματος απαιτείται, στα πλαίσια των εργασιακών σχέσεων, πρόσληψη, μεταφορά, προώθηση εντός ή εκτός της επικράτειας, κατακράτηση, υπόθαλψη, παράδοση με ή χωρίς αντάλλαγμα σε άλλον ή παραλαβή από άλλον προσώπου και επίτευξη καθεμιάς των καταστάσεων αυτών με τη χρήση βίας, απειλής ή άλλου εξαναγκαστικού μέσου, με επιβολή ή κατάχρηση εξουσίας, ήτοι χωρίς την ελεύθερη συναίνεση του παθόντος ή, με τη συναίνεσή του μεν, εφόσον, όμως, αποσπάσθηκε αυτή με τη χρήση απατηλών μέσων ή παρασύρθηκε το θύμα να συναινέσει, μετά από εκμετάλλευση της ευάλωτης θέσης του, με υποσχέσεις, δώρα, πληρωμές ή παροχή άλλων ωφελημάτων. Είναι προφανές, βάσει των ανωτέρω, ότι η απόσπαση της συναίνεσης του θύματος με τη χρήση απατηλών μέσων και η παράσυρσή του να συναινέσει, με εκμετάλλευση της ευάλωτης θέσης του, με υποσχέσεις, δώρα, πληρωμές ή άλλα ωφελήματα, που προβλέπονται στη δεύτερη παράγραφο του άρθρου, δεν αποτελούν επιμέρους τρόπους τέλεσης του εγκλήματος πλέον εκείνων που αναφέρονται στην πρώτη παράγραφο του άρθρου, αλλά επιμέρους μέσα για την πραγμάτωση των πράξεων διακίνησης της πρώτης παραγράφου. Επίσης, η αλλοιωμένη συναίνεση του θύματος αναφέρεται στις πράξεις διακίνησης, όπως η πρόσληψή του κλπ και όχι στην εκμετάλλευση της εργασίας του, που αποτελεί την ουσιαστική αποπεράτωση του εγκλήματος. Από απόψεως δόλου, πρόκειται, αφού απαιτείται η τέλεσή του για το σκοπό που αναφέρεται στο κείμενο του άρθρου, για έγκλημα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση και, συνεπώς, για τη στοιχειοθέτησή του, απαιτείται άμεσος δόλος, ενώ δεν αρκεί ο ενδεχόμενος. Ενεργεί δε ο υπαίτιος με δόλο, όταν γνωρίζει και θέλει, να προσλάβει, μεταφέρει, προωθήσει εντός ή εκτός της επικράτειας, κατακρατήσει, υποθάλψει, παραδώσει με ή χωρίς αντάλλαγμα σε άλλον ή παραλάβει από άλλον πρόσωπο, πλην με τη χρήση κάποιου των ανωτέρω εξαναγκαστικών ή απατηλών μέσων, ήτοι με τη χρήση βίας, απειλής ή άλλου εξαναγκαστικού μέσου, με επιβολή ή κατάχρηση εξουσίας ή με απόσπαση της συναίνεσης του προσώπου με τη χρήση απατηλών μέσων ή με παράσυρσή του, μετά από εκμετάλλευση της ευάλωτης θέσης του, με υποσχέσεις, δώρα, πληρωμές ή παροχή άλλων ωφελημάτων, με απώτερο σκοπό να εκμεταλλευθεί την εργασία του προσώπου αυτού ο ίδιος ο ενεργών τις ανωτέρω πράξεις ή άλλος. Η επίτευξη του παραπάνω σκοπού απαιτείται για την ουσιαστική αποπεράτωση του εγκλήματος, το οποίο, συνεπώς, είναι τετελεσμένο με την πρόσληψη κλπ του θύματος με τη χρήση βίας ή κάποιου από τα λοιπά εξαναγκαστικά ή παραπειστικά μέσα που αναφέρονται στο κείμενο του άρθρου. Μορφές εκμετάλλευσης της εργασίας, κατά την έννοια του παραπάνω άρθρου, αποτελούν και η παροχή της από το θύμα σε τρίτους με την είσπραξη, όμως, της αμοιβής της από το δράστη για δικό του λογαριασμό, η παροχή της στον ίδιο το δράστη χωρίς αμοιβή ή με υποτυπώδη και, γενικά, με δυσανάλογη, σε σχέση με την πραγματική αξία της εργασίας, αμοιβή, ακόμη δε και όταν η εργασία παρέχεται μεν έναντι αντιπαροχής, πλην κατά προφανή παράβαση των διατάξεων του νόμου σχετικά με το ωράριο εργασίας, τους όρους υγιεινής και ασφάλειας και γενικά με συνθήκες, οι οποίες είναι προσβλητικές και εξευτελιστικές για την ανθρώπινη ιδιότητα του εργαζομένου, όπως και σε κάθε περίπτωση που ο δράστης διαμορφώνει και επιβάλει στον εργαζόμενο τέτοιες συνθήκες παροχής της εργασίας του, ώστε να εξασφαλίζεται και να επιτυγχάνεται η αθέμιτη κερδοσκοπία από την παροχή της. Πρόσληψη, ως μορφή τέλεσης του παραπάνω εγκλήματος, είναι η περιέλευση του θύματος, εξαιτίας των παραπάνω εξαναγκαστικών ή απατηλών ενεργειών του δράστη, στη σφαίρα εξουσίασης του τελευταίου, έτσι ώστε να τελεί σε σχέση εξάρτησης μαζί του. Πλην, όμως, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της εμπορίας ανθρώπων και σε αντίθεση με το έγκλημα της δουλείας (εμπόριο δούλων), που προβλέπεται από το προηγούμενο άρθρο 323 ΠΚ, η παραπάνω φυσική εξουσίαση του δράστη επί του θύματος δεν απαιτείται να εξικνείται μέχρι την πλήρη υποδούλωση του θύματος και την πλήρη στέρηση της ελευθερίας του, ούτε να επάγεται τη διαρκή και χωρίς διακοπή θέση του θύματος υπό την εξουσία του δράστη.
Συνεπώς, το παραπάνω έγκλημα δεν αποκλείεται από το γεγονός ότι το θύμα μπορεί να διαθέτει ελεύθερα το χρόνο που του απομένει μετά την παροχή της εργασίας του, από τη δυνατότητά του να εγκαταλείψει την εργασία του και να αναζητήσει νέα και γενικά από τη δυνατότητά του να εναντιωθεί στην εξουσίασή του από το δράστη και να επιδιώξει την ανατροπή της εκμετάλλευσής του, αφού οι δυνατότητές του αυτές δεν αναιρούν το κυρίαρχο, για τη θεμελίωση του παραπάνω εγκλήματος, στοιχείο, που είναι η εκμετάλλευση της εργασίας του από το δράστη, εξαιτίας των ανωτέρω εξαναγκαστικών ή απατηλών μέσων, που αυτός χρησιμοποίησε για να πετύχει το σκοπό τούτο. Περαιτέρω συνέπεια των διαπιστώσεων αυτών είναι, ότι, για να χαρακτηρισθεί κάποιος ως αυτουργός του παραπάνω εγκλήματος, δεν απαιτείται, κατ' ανάγκη, να είναι και εργοδότης, κατά την εργατική νομοθεσία, του θύματος, καθόσον το στοιχείο τούτο ούτε μεταξύ εκείνων της αντικειμενικής υπόστασης της παραπάνω αξιόποινης πράξης αναφέρεται, ούτε συνδέεται αναγκαστικά ή ενυπάρχει σε κάποιο από τα στοιχεία αυτά, ούτε αποτελεί προϋπόθεσή του. Επίσης, στην έννοια των απατηλών μέσων, με τη χρήση των οποίων αποσπάται η συναίνεση του θύματος για πρόσληψή του κλπ, με απώτερο σκοπό την εκμετάλλευση της εργασίας του, περιλαμβάνεται κάθε τι ψευδές, με το οποίο ο δράστης επιχειρεί να συγκαλύψει την αληθινή πρόθεσή του, να εκμεταλλευθεί την εργασία του θύματος και, εξαιτίας της αδυναμίας του θύματος να διαγνώσει το ψεύδος του, το εξαπατά ή το παρασύρει να συναινέσει στις παραπάνω πράξεις διακίνησης.
Συνεπώς, η πράξη της εμπορίας ανθρώπων τελείται με απατηλά μέσα, όταν ο δράστης παρουσιάζει στο θύμα μια ψεύτικη εικόνα της πραγματικότητας και με τον τρόπο αυτό καταφέρνει να το παραπλανήσει και να αποσπάσει τη συναίνεσή του για ορισμένη πράξη διακίνησης, δηλαδή, την πρόσληψή του κλπ, με απώτερο σκοπό να εκμεταλλευτεί την εργασία του. Τα απατηλά τεχνάσματα που μετέρχεται ο δράστης μπορεί να συνίστανται είτε στην εμφάνιση ενός ψευδούς γεγονότος ως αληθινού, είτε στην απόκρυψη ενός γεγονότος, με την παρεμπόδιση του θύματος να λάβει γνώση της αλήθειας, είτε στην παρασιώπηση ενός γεγονότος, με την παράλειψη του δράστη να ανακοινώσει την αλήθεια. Εξάλλου, ως παράσυρση θεωρείται κάθε συμπεριφορά του δράστη, με την οποία επηρεάζει τη βούληση του θύματος σε τέτοιο βαθμό, ώστε το ίδιο το θύμα, να συναινεί στο να εκχωρήσει τον εαυτό του, να παραδώσει, δηλαδή, την ελευθερία του στη σφαίρα επιρροής του δράστη, βιώνοντας έναν αποκλεισμό από τον εξωτερικό κόσμο, ισότιμο με εκείνον του θύματος που υπόκειται σε εξαναγκασμό.
Συνεπώς, ο πυρήνας της αυξημένης απαξίας του συγκεκριμένου μέσου πραγμάτωσης των πράξεων διακίνησης έγκειται στη θραύση της προσωπικής ελευθερίας του θύματος, η οποία καταλήγει στην εκούσια "υποταγή" του στη μεταχείρισή του ως πράγματος από το δράστη, ο οποίος το εξουσιάζει, χωρίς καν να χρειάζεται να χρησιμοποιήσει κάποιο εξαναγκαστικό ή απατηλό μέσο. Επομένως, ο δράστης παρασύρει το θύμα, όταν το θέτει υπό την εξουσία του, απομακρύνοντάς το από τις συνθήκες που στοιχειοθετούν το ευάλωτο της θέσης του, ελέγχοντας, παράλληλα, τις βιοτικές και κοινωνικές ανάγκες του. Επίσης, ως ευάλωτη θέση, την οποία, εκμεταλλευόμενος ο δράστης, παρασύρει το θύμα, με υποσχέσεις κλπ, να συναινέσει στην πρόσληψή του κλπ, με απώτερο σκοπό την εκμετάλλευση της εργασίας του, νοείται η κατάσταση ανάγκης, αδυναμίας ή κινδύνου, στην οποία έχει περιέλθει ένα πρόσωπο, λόγω των οικονομικών, προσωπικών, κοινωνικών κλπ προβλημάτων, που αντιμετωπίζει και εξαιτίας της οποίας κατάστασης δεν έχει άλλη πραγματική και αποδεκτή επιλογή, παρά μόνο να υποκύψει και να αποδεχτεί την εκμετάλλευσή του.
Συνεπώς, η ανωτέρω προϋπόθεση συντρέχει, όταν το θύμα στερείται απόλυτα, ενόψει των συγκεκριμένων βιοτικών και κοινωνικών συνθηκών που το περιβάλλουν, από τους υπάρχοντες σε κάθε άνθρωπο έμφυτους μηχανισμούς αυτοπροστασίας και παραδίδει την ελευθερία του στη σφαίρα επιρροής του δράστη, με πρωτοβουλία του τελευταίου, βιώνοντας έναν αποκλεισμό από τον εξωτερικό κόσμο. Επομένως, το άτομο βρίσκεται σε ευάλωτη, κατά την παραπάνω έννοια, θέση, όταν τελεί υπό συνθήκες απόλυτης αδυναμίας αυτοπροστασίας σημαντικών εννόμων αγαθών του, όπως η ζωή του, η σωματική του ακεραιότητα ή η ελευθερία του, ώστε να μην έχει άλλη πραγματική και αποδεκτή λύση και επιλογή από το να παρασυρθεί και να υποταγεί στην κατάχρηση. Είναι προφανές, ενόψει των ανωτέρω, ότι η οικονομική δυσπραγία και η αδυναμία ανεύρεσης σταθερής απασχόλησης, μόνες τους, εφόσον δεν συνοδεύονται και από άλλες συνθήκες και περιστάσεις, δεν αρκούν για τη στοιχειοθέτηση της ευάλωτης θέσης. Ειδικότερα, στην περίπτωση των παράνομων αλλοδαπών, για την κατάφαση της ευάλωτης θέσης δεν αρκεί η ιδιότητά τους ως αλλοδαπών, ούτε η παράνομη είσοδος και παραμονή τους στη Χώρα, αλλά πρέπει να συντρέχουν και άλλοι παράγοντες, όπως η άγνοια της γλώσσας, των συνθηκών ζωής και εν γένει της νέας πραγματικότητας, η έλλειψη δεσμών με το κράτος παραμονής, ο φόβος της απέλασης, που αποτρέπει την προσφυγή τους στις αρμόδιες αρχές κλπ. Το σύνολο των δυσμενών αυτών παραγόντων δυσχεραίνει την ανεύρεση σταθερής και αξιοπρεπούς εργασίας και είναι δυνατόν, εφόσον συντρέχει και το στοιχείο της αδυναμίας εύρεσης εργασίας, να οδηγήσουν σε συνθήκες εξαθλίωσης, οι οποίες μπορούν να δικαιολογήσουν το χαρακτηρισμό της θέσης τους ως ευάλωτης, υπό την προϋπόθεση της έλλειψης εναλλακτικών επιλογών ή αν, παρά την έλλειψη εναλλακτικών επιλογών, η σύνδεση με το δράστη αποτελεί συνειδητή απόφαση και επιλογή του θύματος. Η παραπάνω έννοια της ευάλωτης θέσης συνάγεται και από το άρθρο 1 της ανωτέρω 2002/629/JAI/19-7-2002 απόφασης - πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ορίζει στην πρώτη παράγραφο, ότι "κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε οι ακόλουθες πράξεις να συνιστούν αξιόποινες πράξεις: η στρατολόγηση, μεταφορά, μεταβίβαση, υπόθαλψη και εν συνεχεία παραλαβή ενός προσώπου, συμπεριλαμβανομένης της ανταλλαγής ή μεταβίβασης του ελέγχου επί του προσώπου αυτού, όταν: α) γίνεται χρήση εξαναγκασμού, βίας ή απειλής, συμπεριλαμβανομένης της απαγωγής, ή β) γίνεται χρήση δόλου ή απάτης, ή γ) συντρέχει κατάχρηση εξουσίας ή μιας ευπαθούς θέσης, τέτοιας φύσεως ώστε το εν λόγω πρόσωπο να μην έχει άλλη αποδεκτή δυνατότητα παρά να υποταγεί στην κατάχρηση", από την Οδηγία 2011/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, που αντικατέστησε την παραπάνω απόφαση και η οποία μεταφέρθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με το νόμο 4198/2013, το άρθρο 2 παρ. 2 της οποίας ορίζει, ότι "ως κατάχρηση ευάλωτης θέσης νοείται η κατάσταση στην οποία το σχετικό πρόσωπο δεν έχει άλλη πραγματική ή παραδεκτή επιλογή από το να υποστεί τη συγκεκριμένη κατάχρηση", από την εισηγητική έκθεση της από 16-5-2005 σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων, η οποία ορίζει στην παράγραφο 83, ότι "με τον όρο κατάχρηση θέση αδυναμίας, πρέπει να εννοείται η κατάχρηση οποιασδήποτε κατάστασης στην οποία το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δεν έχει άλλη πραγματική και αποδεκτή επιλογή από το να υποκύψει. Μπορεί επομένως να πρόκειται για οποιοδήποτε είδος αδυναμίας, είτε αυτή είναι φυσική, ψυχική, συναισθηματική, οικογενειακή, κοινωνική ή οικονομική...Συνοπτικά, πρόκειται για το σύνολο των καταστάσεων κινδύνου που μπορούν να οδηγήσουν ένα ανθρώπινο ον να αποδεχθεί την εκμετάλλευσή του".
Συνεπώς, για να θεωρηθεί, ότι ένα πρόσωπο βρίσκεται σε ευάλωτη, με την παραπάνω έννοια, θέση, απαιτείται να έχει περιέλθει, λόγω των ανωτέρω προβλημάτων που αντιμετωπίζει, σε πλήρη αδυναμία αυτοπροστασίας. Οπότε, αφού αδυνατεί πλήρως να αυτοπροστατευτεί, η δε προστασία του αυτή είναι αναγκαία για την επιβίωσή του ή για την προστασία κάποιου άλλου από τα αγαθά του που προαναφέρθηκαν, "παρασύρεται" πλέον από το δράστη, που εμφανίζεται, να του παρέχει την εν λόγω προστασία, με τη θέση του υπό την εξουσία του και τη δημιουργία σχέσης εξάρτησης απ' αυτόν. Τέλος, η παράσυρση του θύματος με εκμετάλλευση της ευάλωτης θέσης του θα πρέπει να γίνεται με υποσχέσεις, δώρα, πληρωμές ή παροχή άλλων ωφελημάτων. Στην έννοια των δώρων περιλαμβάνονται οικονομικού - περιουσιακού χαρακτήρα αγαθά, τα οποία μπορεί να περιέρχονται στο λήπτη τόσο με τη μορφή της κυριότητας, όσο και με τη μορφή άλλου αποτιμητού σε χρήμα δικαιώματος (εμπράγματου ή ενοχικού) και παροχή αποτιμητών σε χρήμα υπηρεσιών, ενώ παροχή άλλων ωφελημάτων είναι κάθε μη περιουσιακού χαρακτήρα χαριστική παροχή επωφελής για το θύμα, στην οποία αυτό δεν έχει νόμιμη αξίωση. Με τη συγκεκριμένη ρύθμιση της παράσυρσης του θύματος, σε αντίθεση με την προηγούμενη της απατηλής απόσπασης της συναίνεσής του, καλύπτεται η περίπτωση που δεν γίνεται χρήση απατηλών τεχνασμάτων, καθόσον όσα υπόσχεται ο δράστης στο θύμα ανταποκρίνονται στην αλήθεια. Επομένως, το θύμα δεν διατελεί σε πλάνη, καθώς γνωρίζει επακριβώς το σκοπό για τον οποίο προσλαμβάνεται κλπ, ήτοι την προοπτική της εκμετάλλευσης της εργασίας του. Ωστόσο, ο δράστης χρησιμοποιεί τις υποσχέσεις, τα δώρα, τις πληρωμές ή άλλα ωφελήματα σε άτομο, το οποίο βρίσκεται σε κατάσταση ανάγκης, το οποίο με αυτόν τον τρόπο παρασύρεται στο να δώσει τη συναίνεσή του. Το μέγεθος των παροχών είναι αδιάφορο, αφού εκείνο που προέχει είναι η σύνδεσή τους με τη συναινετική στάση του θύματος. Κατ' ακολουθίαν όσων αναφέρθηκαν, για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της εμπορίας ανθρώπων με την ειδικότερη μορφή της εκμετάλλευσης της εργασίας, το στοιχείο της φυσικής εξουσίασης του δράστη επί του θύματος, την οποία επάγονται οι διάφορες μορφές διακίνησης (πρόσληψη κλπ), δεν απαιτεί την πλήρη υποδούλωση, την πλήρη στέρηση της ελευθερίας του θύματος, ούτε τη διαρκή και χωρίς διακοπή θέση του υπό την εξουσία του δράστη, ενώ, για να θεωρηθεί η θέση του θύματος ως ευάλωτη, πρέπει τούτο να έχει περιέλθει σε πλήρη αδυναμία αυτοπροστασίας, με συνέπεια, παρασυρόμενο, να επιδιώκει την προστασία, που ο ίδιος αδυνατεί να παράσχει στον εαυτό του, με τη θέση του υπό την εξουσία του δράστη και τη δημιουργία σχέσης εξάρτησής του απ' αυτόν. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1β' ΠΚ, στην οποία ορίζεται ότι, "με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται όποιος με πρόθεση παρέσχε άμεση συνδρομή στο δράστη κατά τη διάρκεια αυτής της πράξης και στην εκτέλεση της κύριας πράξης", συνάγεται, ότι άμεσος συνεργός είναι εκείνος, ο οποίος, με πρόθεση, παρέχει άμεση συνδρομή στον αυτουργό κατά την εκτέλεση και τη διάρκεια της κύριας πράξης, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε, χωρίς αυτή τη συνδρομή, δεν θα ήταν με βεβαιότητα δυνατή η τέλεση του εγκλήματος υπό τις περιστάσεις που διαπράχθηκε, ενώ, για τη στοιχειοθέτηση της άμεσης συνέργειας, απαιτείται: α) δόλος του άμεσου συνεργού, δηλαδή ηθελημένη παροχή συνδρομής στον πράττοντα, εν γνώσει ότι αυτή παρέχεται κατά την εκτέλεση της άδικης πράξης και β) παροχή άμεσης συνδρομής κατά την τέλεση και κατά τη διάρκεια εκτέλεσης της κυρίας πράξης. Τέλος, δεν είναι ανεπίτρεπτη η μεταβολή της κατηγορίας από άμεσο συνεργό του φυσικού αυτουργού κάποιου εγκλήματος, σε αυτουργό ή συναυτουργό του εγκλήματος αυτού, αφού πρόκειται για την ίδια πράξη, με διαφοροποίηση μόνο του τρόπου συμμετοχής στο έγκλημα, η οποία διαφοροποίηση δεν καθιστά χειρότερη τη θέση του κατηγορουμένου, διότι και στις δύο περιπτώσεις προβλέπεται η ίδια ποινή.
Εν προκειμένω, από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει, ότι το Δικαστήριο που την εξέδωσε, κατέληξε στην αθωωτική, για τους κατηγορούμενους, κρίση του ως προς την αξιόποινη πράξη της εμπορίας ανθρώπων με την ειδικότερη μορφή της απατηλής εκμετάλλευσης της εργασίας, αφού δέχτηκε, κατά την ανέλεγκτη, επειδή αφορά πραγματικά γεγονότα, κρίση του, ότι από τα αποδεικτικά μέσα, που αναφέρει κατ' είδος, προέκυψαν τα εξής: "Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας, τις χωρίς όρκο καταθέσεις των πολιτικώς εναγόντων, τις ένορκες καταθέσεις των νομίμως γνωστοποιηθέντων μαρτύρων πολιτικής αγωγής και των μαρτύρων υπερασπίσεως που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα του κατηγορητηρίου που ανεγνώσθησαν, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και η από 30-6-2013 έκθεση εργαστηριακής πραγματογνωμοσύνης, οι από 19-4-2013 δεκαεννέα ιατροδικαστικές εκθέσεις, η από 17-4-2013 ιατροδικαστική έκθεση, η από 25-4-2013 έκθεση εργαστηριακής πραγματογνωμοσύνης, από όλα τα έγγραφα που προσκομίσθηκαν με επίκληση από την πολιτική αγωγή και από την υπεράσπιση των κατηγορουμένων, από τις δύο μαγνητοταινίες (video) που προβλήθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, από την επισκόπηση των φωτογραφιών που προσκομίσθηκαν, από τις απολογίες των κατηγορουμένων και από όλη τη συζήτηση της υποθέσεως, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά (σημειώνεται ότι η μνεία στη συνέχεια ορισμένων εγγράφων είναι ενδεικτική, διότι κανενός η εκτίμηση δεν παραλείφθηκε): Ο πρώτος κατηγορούμενος Ν. Β., ασκεί την επαγγελματική δραστηριότητα του λαχανέμπορα, δραστηριοποιούμενος αρχικώς με το εμπόριο της μπανάνας, επεκτείνοντας στη συνέχεια την ανωτέρω επαγγελματική του δραστηριότητα και στις εισαγωγές και εξαγωγές οπωροκηπευτικών προϊόντων. Στα πλαίσια της ανωτέρω επαγγελματικής του δραστηριότητας, δημιούργησε αρχικώς την εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με οικογενειακό χαρακτήρα και την επωνυμία "... ΕΠΕ" και στη συνέχεια την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "..." και τον διακριτικό τίτλο "... ΑΕ", με έδρα το Δήμο ... (…..), της οποίας ο ίδιος είναι Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος. Η ανωτέρω ανώνυμη εταιρεία, η οποία ειδικεύεται στην αγορά, πώληση ή μεταπώληση και γενικά στην εμπορία (χονδρική και λιανική), μεταποίηση, τυποποίηση και συσκευασία κάθε φύσεως αγροτικών προϊόντων, μπανανών και οποιονδήποτε προϊόντων εγχωρίων και εισαγωγής για άσκηση εμπορίας, όπως ειδικότερα καθορίζεται ο σκοπός και το αντικείμενο των εργασιών της στο καταστατικό της, το έτος 2011 προχώρησε ευκαιριακά και στη μεταπώληση μονοετών και πολυετών φρούτων και λαχανικών, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονταν και οι φράουλες. Προς το σκοπό αυτό η ανωτέρω ανώνυμη εταιρεία, δια των νομίμων εκπροσώπων της, προέβη το μήνα Δεκέμβριο του έτους 2011 στην σύναψη ιδιωτικών συμφωνητικών (βλ. 2 συμφωνητικά με ημερομηνία 30-12-2011) με διάφορους παραγωγούς καλλιέργειας φράουλας στην περιοχή της …. και της ..., μεταξύ των οποίων ο Φ. Α. του Δ. και η Α. Α., καθώς και η Β. Α., μητέρα του τέταρτου κατηγορούμενου Θ. Α.. Σύμφωνα με τα ανωτέρω ιδιωτικά συμφωνητικά, τα οποία σημειωτέον συνήφθησαν την ίδια ημερομηνία, υποβλήθηκαν προς θεώρηση στην αρμόδια ΔΟΥ και το περιεχόμενό τους, κατά τους κύριους και βασικούς όρους τους, είναι πανομοιότυπο, οι ανωτέρω παραγωγοί αναλαμβάνουν την καλλιέργεια και παραγωγή αγροτικών προϊόντων και κυρίως φράουλας, στα λεπτομερώς περιγραφόμενα στα προαναφερόμενα ιδιωτικά συμφωνητικά, αγροτεμάχια, είτε με υπαίθρια είτε με θερμοκηπιακή καλλιέργεια, με σκοπό την αποκλειστική πώληση της παραγωγής τους στην αντισυμβαλλόμενη εταιρεία "... ΑΕ". Προς υλοποίηση των ανωτέρω και για να επιτευχθούν οι προδιαγραφές ποιότητας, ποσότητας και χρονικής περιόδου, συμφωνήθηκαν όλες οι δαπάνες για την παραγωγή των αγροτικών προϊόντων και ενδεικτικά: α) οι δαπάνες θερμοκηπιακού εξοπλισμού, β) οι δαπάνες για σπορόφυτα φράουλας, λιπάσματα, φυτοφάρμακα κλπ, καθώς και κάθε έξοδο που απαιτείται για την παραγωγή ποιοτικών αγροτικών προϊόντων κατά τη συνήθη καλλιεργητική πρακτική, να καταβάλλονται από την προαναφερόμενη εταιρεία, στο όνομα της οποίας θα εκδίδονται και τα αντίστοιχα παραστατικά (φορολογικά) στοιχεία από τους τρίτους για την πληρωμή αυτών. Συμφωνήθηκε επίσης ότι οι ανωτέρω δαπάνες της β' κατηγορίας, που θα καταβάλει η εταιρεία, παρέχονται προκειμένου αφενός να επιτευχθεί η απαιτούμενη ποιότητα που έχει συμφωνηθεί, αφετέρου θα συμψηφίζεται μέσω έκπτωσης (μείωση της τιμής) κατά την αγορά των προϊόντων από τους παραγωγούς. Επίσης, σύμφωνα με τον υπό στοιχείο 2 όρο των ανωτέρω ιδιωτικών συμφωνητικών, ορίστηκε ότι τα παραγόμενα αγροτικά προϊόντα που θα πωλούνται στην ως άνω εταιρεία, θα είναι της αποκλειστικής παραγωγής των παραγωγών. Η διάρκεια των ανωτέρω συμβάσεων ορίστηκε δεκαετής, αρχόμενη από 1ης Φεβρουαρίου 2011 και λήγουσα στις 31 Ιανουαρίου 2021, με δυνατότητα παράτασης για μία ακόμα πενταετία, εφόσον δεν υπάρξει καταγγελία από οποιοδήποτε από τα συμβαλλόμενα μέρη δύο μήνες πριν τη λήξη της συμβατικής διάρκειας. Επιπλέον, με τα ανωτέρω συμφωνητικά οι συμβαλλόμενοι παραγωγοί αναλαμβάνουν την υποχρέωση να πωλούν τα παραγόμενα αγροτικά προϊόντα, ιδίως φράουλες, άριστης ποιοτικής κατηγορίας, αποκλειστικά στην εταιρεία "... ΑΕ". Σύμφωνα με τον τέταρτο όρο των ανωτέρω ιδιωτικών συμφωνητικών, η τιμή πωλήσεως του προϊόντος θα καθορίζεται με κοινή συμφωνία των παραγωγών και της εταιρείας και θα είναι χαμηλότερη κατά ποσοστό που θα προσδιοριστεί με πρόσθετη συμφωνία και θα λαμβάνει υπόψη όλα τα ποσά που κατέβαλε η εταιρεία "... ΑΕ" για το θερμοκηπιακό εξοπλισμό και για έξοδα παραγωγής των πωλούμενων αγροτικών προϊόντων, όπως αυτά θα αποδεικνύονται από παραστατικά έγγραφα. Τα ανωτέρω συναφθέντα ιδιωτικά συμφωνητικά αποτελούν συμφωνητικά προγράμματος συμβολαιακής γεωργίας, η οποία αποτελεί συμφωνία μεταξύ δύο συμβαλλομένων μερών, που μπορούν να είναι μεμονωμένοι αγρότες ή αγροτικοί συνεταιρισμοί από την πλευρά της παραγωγής και κρατικοί φορείς ή ιδιωτικοί οργανισμοί και επιχειρήσεις από την άλλη πλευρά (εν προκειμένω εδώ των προαναφερόμενων παραγωγών και της εταιρείας "... ΑΕ"), σκοπός της οποίας είναι η παραγωγή αγροτικών προϊόντων δεδομένης ποσότητας και ποιότητας από το ένα συμβαλλόμενο μέρος (παραγωγοί) και η πώληση αυτών σε μια προκαθορισμένη τιμή στο έτερο συμβαλλόμενο μέρος (επιχειρήσεις εμπορίας) και μέσω αυτής διασφαλίζεται αφενός στους παραγωγούς η αναγκαία ρευστότητα, ώστε όχι μόνο να συνεχίζουν να παράγουν, αλλά μέσα από καλύτερο προγραμματισμό των απαιτούμενων εισροών τους, να επιτύχουν καλύτερες τιμές, βελτίωση των όρων παραγωγής και τελικά καλύτερη ποιότητα στο παραγόμενο προϊόν, αφετέρου δε στις εμπορικές επιχειρήσεις εξασφαλίζουν την απαιτούμενη πρώτη ύλη, έτσι ώστε να προγραμματίσουν τις πληρωμές και τις εν γένει ταμειακές τους υποχρεώσεις και να επιδεικνύουν συνέπεια σε συμφωνίες και ρήτρες για την παράδοση των προϊόντων στις οποίες έχουν προχωρήσει. Σε επίπεδο τοπικών κοινωνιών και αγορών, η συμβολαιακή γεωργία δημιουργεί μία συναλλακτική κίνηση τέτοιου είδους, ώστε αμφότερα τα συμβαλλόμενα μέρη αποκομίζουν οφέλη, δεδομένου ότι αφενός καλύπτεται η ανάγκη των παραγωγών να διασφαλίζουν ένα εγγυημένο εισόδημα και αφετέρου η επιθυμία των εμπορικών επιχειρήσεων να έχουν εγγυημένη πρόσβαση σε προϊόντα αυξημένης ποιότητας και ποσότητας, έτσι ώστε να δημιουργείται εν τέλει σημαντική "ανάσα" ρευστότητας, λόγω της άμεσης πληρωμής όλων των συντελεστών που είναι απαραίτητοι για την παραγωγή των προϊόντων. Ενόψει των προεκτεθέντων πλεονεκτημάτων του προγράμματος της συμβολαιακής γεωργίας (γεγονός στο οποίο οφείλεται και η πρόβλεψη τέτοιων προγραμμάτων ήδη και από αρκετές ανώνυμες τραπεζικές εταιρείες, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα αποκόμματα εφημερίδων στα οποία διαφημίζονται τέτοια προγράμματα από την 1... και την 2...) και εκμεταλλευόμενος ο πρώτος κατηγορούμενος Ν. Β. τη φήμη του στον επαγγελματικό του χώρο και στους εν γένει παραγωγούς της περιοχής, ως ενός από τους μεγαλύτερους λαχανέμπορους της Ελλάδας, με τους οποίους σημειωτέον και ιδίως με τον τέταρτο κατηγορούμενο Θ. Α. είχε και στο παρελθόν εμπορικές συναλλαγές και επομένως είχε δημιουργηθεί κλίμα αμοιβαίας εμπιστοσύνης, προέβη το μήνα Δεκέμβριο του έτους 2011, για την υλοποίηση των ανωτέρω συμφωνηθέντων, στη δημιουργία υποκαταστήματος της επιχειρήσεώς του στην περιοχή ..., για την αποθήκευση-συντήρηση και εμπορία φραουλών και συναφών ειδών (συσκευαστήριο). Βάσει των ανωτέρω συμφωνηθέντων με τα προαναφερόμενα ιδιωτικά συμφωνητικά συμβολαιακής γεωργίας, προκύπτει ότι ο Ν. Β. δεν ήταν ιδιοκτήτης των αγροτεμαχίων, στα οποία καλλιεργούνταν η φράουλα, ούτε είχε ο ίδιος προσωπική επαφή και ενασχόληση με την καλλιέργεια και την παραγωγή των φραουλών. Αντίθετα, υποχρέωση αυτού ήταν αποκλειστικά η εκ μέρους του χρηματοδότηση των παραγωγών για την καλλιέργεια της φράουλας, οι οποίοι στη συνέχεια όφειλαν να του πωλήσουν προϊόν άριστης ποιότητας και σε τιμή που είχαν μεταξύ τους με κοινή συμφωνία καθορίσει και έχοντας πριν συνυπολογίσει τα ποσά για τα έξοδα παραγωγής των πωλούμενων αγροτικών προϊόντων που είχε η εταιρεία του καταβάλει, αποδεικνυόμενα από επίσημα παραστατικά έγγραφα. Ειδικότερα, τα ανωτέρω ίσχυαν όσον αφορά και τη συνεργασία του με τον τέταρτο κατηγορούμενο, ο οποίος είναι και ο επίμαχος παραγωγός, στις εκτάσεις καλλιέργειας φράουλας του οποίου έλαβε χώρα το επίδικο επεισόδιο. Συγκεκριμένα, ο Θ. Α., είχε συμφωνήσει με τον Ν. Β. να παράγει φράουλες, είτε με υπαίθρια, είτε με θερμοκηπιακή καλλιέργεια, σε αγροτεμάχια έκτασης 120 στρεμμάτων περίπου, που βρίσκονταν στο 42ο χμ της Νέας Εθνικής Οδού ..., καθώς και στη θέση "..." του δημοτικού διαμερίσματος ... του Νομού …. ιδιοκτησίας της μητέρας του Β. Α., τα οποία διαχειριζόταν ο τελευταίος, το ανωτέρω δε αγροτικό προϊόν ανέλαβε την υποχρέωση να το πωλήσει αποκλειστικά στην εταιρεία "... ΑΕ", η οποία θα κάλυπτε όλα τα έξοδα παραγωγής σύμφωνα με τα προεκτιθέμενα. Ως εκ τούτου, αποκλειστικά εμπλεκόμενος στο κομμάτι της παραγωγής της φράουλας ήταν ο τέταρτος κατηγορούμενος, ο οποίος, ως παραγωγός, ήταν ο μόνος αρμόδιος για την οργάνωση της καλλιέργειας σε πρακτικό επίπεδο. Επομένως, αυτός είχε την αρμοδιότητα για τον καθορισμό του αριθμού των εργατών και την πρόσληψή τους, αυτός ήταν υπεύθυνος για τον καθορισμό της αμοιβής τους και την πληρωμή τους, αυτός ήταν αρμόδιος για την επίβλεψη της εργασίας τους και για τις εν γένει δαπάνες που απαιτούνταν για την παραγωγή ποιοτικού προϊόντος κατά τη συνήθη καλλιεργητική πρακτική. Ο Θ. Α., προς εξυπηρέτηση των αναγκών των καλλιεργούμενων εκτάσεών του, προσέλαβε ως επιστάτη το δεύτερο κατηγορούμενο Γ. Χ. για την επίδικη καλλιεργητική περίοδο, ήτοι από τον Σεπτέμβριο του έτους 2012, με τον οποίο άλλωστε είχαν επαγγελματική συνεργασία και κατά το παρελθόν, ενώ για διάστημα δύο μηνών, ήτοι από το μήνα Φεβρουάριο του έτους 2013 μέχρι και το μήνα Απρίλιο του ιδίου έτους, εργάσθηκε στην παραγωγή και ο τρίτος κατηγορούμενος Κ. Χ., αδελφός του δεύτερου κατηγορούμενου, ο οποίος, μετά την εκπλήρωση των στρατιωτικών του υποχρεώσεων τον Ιούλιο του έτους 2012, κλήθηκε από τον αδελφό του να βοηθήσει στην καλλιέργεια και τη συγκομιδή της φράουλας, αφού από το μήνα Μάρτιο και για τους δύο επόμενους μήνες περίπου ήταν η περίοδος που οι καλλιεργούμενες εκτάσεις απέδιδαν τη μεγαλύτερη ποσότητα στην παραγωγή της φράουλας. Ως εργάτες, για την τέλεση των καλλιεργητικών εργασιών και ιδίως τη συγκομιδή της φράουλας, χρησιμοποιούνταν από τους εν γένει παραγωγούς της περιοχής και επομένως και από το Θ. Α., αλλοδαποί υπήκοοι και δη από το ..., οι οποίοι προσέρχονται προς αναζήτηση εργασίας αθρόα στην συγκεκριμένη περιοχή. Αποδείχθηκε εξάλλου ότι οι αλλοδαποί υπήκοοι ... απευθύνονταν για την εξεύρεση εργασίας σε ομοεθνείς τους, οι οποίοι ήταν επικεφαλείς (κουμάντα) των εργατών στους διάφορους παραγωγούς, οι οποίοι μεσολαβούσαν για την πρόσληψή τους, παρουσιάζοντας τους νέους εργαζόμενους στους παραγωγούς και αφού τους ενημέρωναν, από κοινού με τους τελευταίους, για τους εργασιακούς όρους, στη συνέχεια προσλαμβάνονταν ανάλογα με τις ανάγκες της καλλιεργητικής περιόδου (βλ. σχετικές προς τούτο καταθέσεις του μάρτυρα O. H. του L. και του μάρτυρα αστυνομικού Γ. Α.). Η πρόσληψη των αλλοδαπών εργατών στις καλλιεργούμενες εκτάσεις του Θ. Α. για την καλλιεργητική περίοδο 2012-2013, έγινε μετά από προφορική συμφωνία αυτού με τους υπηκόους ...: α) A. B. του M.-R., β) T. C. του T., γ) Κ. L. του A. Κ., δ) K. G. του C. και ε) H. A. (ο οποίος, κατά την επίδικη καλλιεργητική περίοδο, αντικαταστάθηκε από τον τρίτο ως άνω αναφερόμενο L. Κ.), ως επικεφαλείς (κουμάντα) των ανωτέρω ομοεθνών τους, οι οποίοι είχαν ενημερωθεί για τους εργασιακούς όρους είτε από το Θ. Α. είτε από τον Γ. Χ. και συγκεκριμένα ότι θα καταβαλλόταν ημερομίσθιο 22 ευρώ για 7ωρη εργασία και επιπλέον αμοιβή 3 ευρώ για κάθε ώρα υπερωρίας, θα παρέχονταν στους εργαζόμενους υλικά για την κατασκευή πρόχειρων καταλυμάτων-παραγκών, που θα ηλεκτροδοτούνταν με έξοδα του εργοδότη, δίπλα στις καλλιεργούμενες εκτάσεις, έτσι ώστε να ικανοποιούνται στοιχειωδώς οι στεγαστικές τους ανάγκες, χωρίς να αποκλείεται η δυνατότητα για μίσθωση κατοικίας στην περιοχή, εάν οι ίδιοι οι εργαζόμενοι το επιθυμούσαν και επιπροσθέτως θα τους παρεχόταν τροφή, το κόστος της οποίας θα αφαιρούνταν από το μισθό τους, με τη σειρά τους δε οι ανωτέρω επικεφαλείς ενημέρωναν τους ομοεθνείς εργάτες για τους όρους εργασίας και, έχοντας τη συναίνεση των τελευταίων ότι επιθυμούν να εργασθούν, τους κατατόπιζαν για το είδος της παρεχόμενης εργασίας τους. Στα πλαίσια της ανωτέρω πρακτικής, απασχολήθηκαν στις καλλιεργούμενες εκτάσεις του Θ. Α., κατά την καλλιεργητική περίοδο 2012-2013 (και ειδικότερα μέχρι την 17η Απριλίου 2013), εκτός των άλλων και οι κάτωθι υπήκοοι ..., σε διάφορες αγροτικές εργασίες της καλλιέργειας φράουλας, ήτοι οι: 1) A. B. του N. και R., γεν. το έτος 1983 στο ..., κάτοικος ..., κάτοχος του ...50/25-07-2012 Δ/νση Αλλ. Αττικής Δελτίου Αιτήσαντος Ασύλου, 2) K. L. του A. Κ. και Α., γεν. 05-01-1971 στο ..., κάτοικος ..., κάτοχος του ...580 διαβατηρίου, 3) K. G. του C. Μ. και A. B., γεν. 11-09-1986 στο ..., κάτοικος ..., κάτοχος του ….8000/17-12-2011 Δελτίου Αιτήσαντος Ασύλου, 4) T. C. του T. και J. Β., γεν. το 1978 στο ..., κάτοικος ..., 5) A. H. του P. U. και A. B., γεν. 15-03-1967 στο ..., κάτοικος ..., κάτοχος του ...541 διαβατηρίου και της GR...43 αδείας διαμονής με λήξη 22-06-2014, 6) A. B. του M.-R. και A.-B., γεν. 04-04-1974 στο ..., κάτοικος ..., κάτοχος του ….790/15-11-2011 Δελτίου Αιτήσαντος Ασύλου, 7) C. M. του T. και R., γεν. 1982 στο ..., κάτοικος ..., 8) M.D. J. Τ. A.-M. και J., γεν. το έτος 1990 στο ..., κάτοικος ..., 9) U. A. του A.-Ι. και M.-B., γεν. 01-02-1985 στο ..., κάτοικος ..., 10) M. M. του M.-A. και K.-B., γεν. το έτος 1988 στο ..., κάτοικος ..., 11) Μ. R. του M. και R., γεν. το έτος 1982 στο ..., κάτοικος ..., 12) S. H. του M.-S. και της S. B., γεν. το έτος 1987 στο ..., κάτοικος ..., 13) M... I... του M...-M... και της J.-B., γεν. το έτος 1987 στο ..., κάτοικος ..., 14) Μ. K. του Μ. και της R., γεν. το έτος 1987 στο ..., κάτοικος ..., 15) E. N. του S. και της Α., γεν. το έτος 1981 στο ..., κάτοικος ..., 16) M. U. του S. και της N., γεν. 1/2/1986 στο ..., κάτοικος ..., 17) S. H. του A.-A. και S., γεν. το έτος 1987 στο ..., κάτοικος ..., 18) (επ) F. J. του K. και K., γεν. 20/6/1957 στο ..., κάτοικος ..., 19) Μ. J. του J. και H., γεν. το έτος 1987 στο ..., κάτοικος ..., 20) M. R. του M. και A., γεν. το έτος 1981 στο ..., κάτοικος ..., 21) ) F. M.D. του M.D. J. και της S. B., γεν. 10/10/1988 στο ..., κάτοικος ..., 22) Μ. (ον) S. του D. και S., γεν. το έτος 1990 στο ..., κάτοικος ..., 23) S. A. του A.-G. και M.-A., γεν. το έτος 1990 στο ..., κάτοικος ..., 24) ) A.-M. M. του A.-A. και S., γεν. το έτος 1993 στο ..., κάτοικος ..., 25) A. D. του M.-A. και J.-B., γεν. το έτος 1981 στο ..., κάτοικος ..., 26) MD M. του S. και Z., γεν. 1986 στο ..., κάτοικος ..., 27) H. R. του Ρ.- H. και A., γεν. 15/01/1980 στο ..., κάτοικος ..., 28)) H. B. του C. και R., γεν. το έτος 1980 στο ..., κάτοικος ..., 29) MD T. του M.-S. και F., γεν. το έτος 1982 στο ..., κάτοικος ..., 30) A. H. του N.-A. και S., γεν. το έτος 1997 στο ..., κάτοικος ..., 31) J. H. του A.-L. και N., γεν. το έτος 1981 στο ..., κάτοικος ..., 32) MD (ον) M. του J. S. και H. B., γεν. το έτος 1988 στο ..., κάτοικος ..., 33) M.D. A. H. του MD S. Μ. και της M. R., γεν. το έτος 1987 στο ..., κάτοικος ..., 34) A. K. του R. και A., γεν. το έτος 1983, στο ..., κάτοικος ... και 35) ) Μ. O. του M. και B. M., γεν. το έτος 1989 στο ..., κάτοικος .... Άπαντες οι προαναφερόμενοι αλλοδαποί εργάτες, υπήκοοι ..., ήταν ενήμεροι για τους ισχύοντες εργασιακούς όρους, όπως αυτοί προεκτέθηκαν και τους αποδέχθηκαν με τη δική τους θέληση, αξιολογώντας ότι επρόκειτο για εργασία με ικανοποιητικούς όρους, εκ των οποίων όσον αφορά το ύψος της αμοιβής προέκυψε ότι ήταν το σύνηθες που προσφερόταν και από τους υπόλοιπους παραγωγούς της περιοχής, χωρίς να εξαναγκασθούν στην επιλογή αυτή με οποιοδήποτε τρόπο. Επιπλέον, από τις καταθέσεις της πλειονότητας των ανωτέρω αλλοδαπών εργατών αποδείχθηκε ότι, για την επιλογή τους να εργασθούν στον ανωτέρω εργοδότη, έπαιξε σημαντικό όρο η πληροφόρηση που είχαν, είτε από τους επικεφαλείς είτε από ομοεθνείς τους εργαζομένους σε άλλους παραγωγούς, σχετικά με τη συνέπεια του ανωτέρω εργοδότη στην καταβολή της αμοιβής τους. Δεν αποδείχθηκε ότι κάποιος από τους προαναφερόμενους αλλοδαπούς εργάτες είχε απασχοληθεί στο Θ. Α. κατά την προηγούμενη καλλιεργητική περίοδο, ήτοι από τον Σεπτέμβριο του 2011 έως και τον μήνα Ιούνιο του 2012, πλην του (επ) A. B. του M.-R., αλλά ότι όλοι απασχολήθηκαν κατά την επόμενη καλλιεργητική περίοδο (από Σεπτέμβριο του έτους 2012 μέχρι και τον Απρίλιο του έτους 2013), με χρόνο εργασίας για έκαστο εξ αυτών, που όπως προέκυψε, κυμαίνονταν από 1 1/2 μήνα έως και 5 μήνες συνολικά. Κατά το διάστημα εργασίας τους, έκαστος εκ των ανωτέρω αλλοδαπών εργατών είχε ενταχθεί στην ομάδα ενός από τους προαναφερόμενους επικεφαλείς. Οι τελευταίοι είχαν ως αρμοδιότητα να επιλέγουν καθημερινά τους εργάτες, ανάλογα με τις ανάγκες της καλλιέργειας και σύμφωνα με την ενημέρωση που είχαν από το Θ. Α. και κυρίως από το Γ. Χ. (ο οποίος, ως επιστάτης, είχε την άμεση επίβλεψη των καλλιεργούμενων εκτάσεων), για το είδος της εργασίας που θα εκτελούσαν και τον αριθμό των εργαζομένων που θα απαιτούνταν και επιπλέον είχαν άμεση επιστασία και γνώση για τα προβλήματα που ενδεχομένως οι ομοεθνείς εργάτες αντιμετώπιζαν (προσωπικά ή υγείας, εργασιακά κα) ή τα παράπονα που αυτοί τους εξέφραζαν, ώστε οι εργαζόμενοι που είχαν το πρόβλημα να μην επιλέγονται για εργασία κατά τη δεδομένη στιγμή ή να δίνεται λύση στα προβλήματά τους, κατόπιν σχετικής ενημέρωσης των προαναφερόμενων παραγωγού και επιστάτη. Οι ανωτέρω επικεφαλείς των εργαζομένων ήταν αρμόδιοι και για την πληρωμή των ομοεθνών εργατών που ανήκαν στην ομάδα τους, οι οποίοι σημείωναν σε πρόχειρα τετράδια ανά μήνα τις ημέρες και ώρες εργασίας κάθε ομοεθνή τους εργάτη και αφού διασταύρωναν τα στοιχεία τους με τα αντίστοιχα στοιχεία που είχε σημειώσει ο Γ. Χ. (ενεργώντας για λογαριασμό του Θ. Α.), αντιπαραβάλλοντάς τα, τους δίνονταν τα αντίστοιχα χρηματικά ποσά, τα οποία στη συνέχεια αυτοί (επικεφαλείς των εργατών) τα μοίραζαν στους τελευταίους, ανάλογα με τις ώρες εργασίας καθενός. Οι ισχυρισμοί των αλλοδαπών εργατών-πολιτικώς εναγόντων ότι η πληρωμή τους γινόταν προσωπικά από το Θ. Α. ή το Γ. Χ., δεν ευσταθούν, ως μη αντέχοντες στην κοινή λογική, δεδομένου ότι οι τελευταίοι δεν ήταν σε θέση να γνωρίζουν προσωπικά κάθε έναν αλλοδαπό-εργάτη, αφού αυτοί, όπως προειπώθηκε, προσλαμβάνονταν μετά από σύσταση των επικεφαλείς τους και εναλλάσσονταν χρονικά ανάλογα με τις ανάγκες της καλλιέργειας, επιπλέον δε δεν ήταν εφικτή η συνεννόηση μαζί τους, λόγω της άγνοιας εκ μέρους των ανωτέρω της διαλέκτου μπακλά, που μιλούσαν οι αλλοδαποί εργάτες, αλλά και της άγνοιας εκ μέρους των τελευταίων της ελληνικής γλώσσας, που μιλούσε ο εργοδότης και ο επιστάτης τους. Έτσι άλλωστε δικαιολογείται και ο λόγος ύπαρξης και ο ρόλος των επικεφαλείς (κουμάντων) των αλλοδαπών εργατών. Πολύ περισσότερο, δεν ευσταθούν οι ισχυρισμοί των πολιτικώς εναγόντων ότι υπεύθυνος για την πληρωμή ήταν ο πρώτος κατηγορούμενος Ν. Β., αφού, όπως προειπώθηκε, αυτός δεν ήταν ο εργοδότης τους, ούτε έρχονταν σε επαφή μαζί τους. Οι ανωτέρω πολιτικώς ενάγοντες κατά την ώρα της εργασίας τους έρχονταν σε άμεση επαφή με το Θ. Α. και το Γ. Χ., εκ των οποίων ο πρώτος μετέβαινε καθημερινά στα χωράφια και παρέμενε για κάποιες ώρες, ο δε δεύτερος εργαζόταν στην καλλιέργεια με πλήρες ωράριο, αμειβόμενος και ο ίδιος με μηνιαίο μισθό, επιβλέποντας τους αλλοδαπούς εργάτες για να διαπιστώνει, αν εκτελούσαν προσηκόντως την εργασία τους. Η συμπεριφορά αμφότερων και ιδίως του τελευταίου απέναντι στους αλλοδαπούς εργάτες-πολιτικώς ενάγοντες, πλην επιπλήξεων που τους γίνονταν, ορισμένες φορές σε έντονο βαθμό, αλλά πάντως εντός των θεμιτών ορίων, σε περίπτωση διαπίστωσης πλημμελούς άσκησης ή λάθους κατά την εργασία τους ή σε περίπτωση διαπίστωσης ολιγωρίας και μειωμένης αποδοτικότητας κατά την εκτέλεση της εργασίας τους, ήταν καλή. Αποδείχθηκε δε ότι τόσο οι προαναφερόμενοι πολιτικώς ενάγοντες, όσο και οι λοιποί εργάτες υπήκοοι ... εργάζονταν κανονικά στα αγροτεμάχια του Θ. Α., χωρίς να έχουν εκφράσει μέχρι και το μήνα Φεβρουάριο του έτους 2013 κανένα παράπονο σε βάρος των ανωτέρω κατηγορουμένων, που να αφορούσε είτε τη συμπεριφορά των τελευταίων απέναντί τους είτε τη μη καταβολή της αμοιβής τους. Διαμαρτυρίες εκ μέρους τους διατυπώθηκαν περί τα τέλη του μηνός Φεβρουαρίου με αρχές του μηνός Μαρτίου του έτους 2013, όταν παρατηρήθηκε καθυστέρηση στην καταβολή των δεδουλευμένων τους. Οι πολιτικώς ενάγοντες, κατά τις καταθέσεις τους ενώπιον του ακροατηρίου του παρόντος Δικαστηρίου, ανέφεραν ότι, παρότι εργάζονταν ανελλιπώς στα αγροτεμάχια του Θ. Α., ωστόσο δεν είχαν πληρωθεί καθόλου για όλο το διάστημα της παρεχόμενης εργασίας τους, αναγκαζόμενοι να προβούν σε διακοπή της παροχής της εργασίας τους (απεργία) μία φορά περί τα τέλη του μηνός Φεβρουαρίου, μία φορά περί τα μέσα του μηνός Μαρτίου και στις 15 Απριλίου του έτους 2013 (ήτοι 2 μέρες πριν το επίδικο επεισόδιο), συνέχιζαν δε την εργασία τους μετά από τις υποσχέσεις που τους παρέχονταν από τους κατηγορουμένους (β' και δ') ότι θα πληρωθούν σε ημερομηνίες που οι ίδιοι τους καθόριζαν, χωρίς όμως να τις πραγματοποιούν, επιδιώκοντας με αυτόν τον τρόπο οι ανωτέρω κατηγορούμενοι να κερδίσουν χρόνο και να μην τους καταβάλουν τα δεδουλευμένα τους, παρότι αυτοί θα είχαν εργασθεί για τη συγκομιδή της φράουλας. Επιπλέον δε ανέφεραν ότι οι ανωτέρω κατηγορούμενοι επεδείκνυαν απειλητική και εκφοβιστική συμπεριφορά απέναντί τους, με σκοπό να τους εξαναγκάσουν να μη διεκδικήσουν την αμοιβή τους για την παρεχόμενη εργασία τους. Ως χαρακτηριστικά γεγονότα αποδείξεως της ανωτέρω εκφοβιστικής συμπεριφοράς των εν λόγω κατηγορουμένων ανέφεραν α) ότι αυτοί έφεραν όπλα (ο μεν Θ. Α. πιστόλι, ο δε Γ. Χ. καραμπίνα) κατά την παρουσία τους στα αγροτεμάχια, με σκοπό τον εκφοβισμό τους, τον οποίο επιχειρούσαν να επιτύχουν ο μεν Θ. Α. σηκώνοντας πολλές φορές το πουκάμισό του και επιδεικνύοντας σε αυτούς το όπλο του, ο δε Γ. Χ. φέροντας την καραμπίνα του συνεχώς πάνω του, με σκοπό να τους εμποιήσει φόβο και β) ότι ο Γ. Χ. περί το μήνα Μάρτιο του έτους 2013 πυροβόλησε δύο σκυλιά που περιφέρονταν έξω από τις παράγκες τους, λέγοντάς τους ότι έτσι θα σκοτώσει και αυτούς, επιπλέον δε τους "σήκωνε" χέρι και τους έσπρωχνε. Το Δικαστήριο δεν πείσθηκε για την τέλεση των ανωτέρω γεγονότων σε βάρος των πολιτικώς εναγόντων, για τους κάτωθι λόγους και συγκεκριμένα διότι α) αυτά αναφέρθηκαν το πρώτον από όλους τους πολιτικώς ενάγοντες κατά τις καταθέσεις τους ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, χωρίς κανείς από αυτούς να αναφέρει τα γεγονότα αυτά, όταν εξεταζόταν κατά το στάδιο της προανάκρισης και της κυρίας ανάκρισης, παρότι επρόκειτο για γεγονότα στα οποία οι παθόντες απέδιδαν ιδιαίτερη βαρύτητα και σημασία, αφού αποτελούσαν στοιχεία απόδειξης της εκμετάλλευσης της ευάλωτης θέσης τους από τους κατηγορούμενους (που θα ενίσχυε την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος του άρθρου 323Α του ΠΚ σε βάρος τους), οι οποίοι (κατηγορούμενοι), γνωρίζοντας την παράνομη παραμονή αυτών στη χώρα, την άγνοια από μέρους τους της ελληνικής γλώσσας και την ανάγκη τους για βιοπορισμό, θα εξασφάλιζαν την παροχή της εργασίας τους χωρίς την καταβολή των δεδουλευμένων τους, β) η τέλεση τέτοιων εκφοβιστικών γεγονότων θα έπρεπε να τους οδηγήσει στην αποχώρησή τους από τον ανωτέρω εργασιακό χώρο, άνευ άλλου τινός, αφού, κατά την κοινή λογική, το συναίσθημα του φόβου, που αγγίζει την απειλή για την ίδια τη ζωή και η αντιμετώπισή του, υπερτερεί έναντι οποιουδήποτε άλλου οφέλους ή αγαθού (όπως διεκδίκηση οφειλόμενης αμοιβής, ανάγκη για βιοπορισμό που δεν μπορούσε να επιτευχθεί λόγω της αντικειμενικής αδυναμίας εξεύρεσης άλλης εργασίας κλπ, τα οποία είναι μερικά από αυτά που οι ίδιοι οι πολιτικώς ενάγοντες επικαλέστηκαν για να δικαιολογήσουν την εξακολούθηση της παροχής της εργασίας τους στις καλλιεργούμενες εκτάσεις του τέταρτου κατηγορούμενου) και γ) η περιγραφή των ανωτέρω γεγονότων ήταν ιδιαίτερα ασαφής και αόριστη, αφού ιδίως όσον αφορά το περιστατικό με τα σκυλιά, άλλοι εκ των πολιτικώς εναγόντων ανέφεραν ότι δεν έγινε μπροστά τους, άλλοι ότι άκουσαν τους πυροβολισμούς και βγήκαν από τις παράγκες τους, οπότε και ο Γ. Χ. τους προέτρεψε να μπουν πάλι μέσα και άλλοι ότι το έμαθαν από τρίτους, χωρίς να δώσουν σαφή εξήγηση με ποιόν τρόπο η ενέργεια ενός τέτοιου γεγονότος, χωρίς να επιδιωχθεί από τον ανωτέρω κατηγορούμενο η τέλεσή του ενώπιόν τους, κάτι που κανείς από τους εξετασθέντες μάρτυρες δεν κατέθεσε ότι συνέβη, θα μπορούσε να τους δημιουργήσει φόβο και να αποτελέσει ένα ιδιαίτερα απειλητικό περιστατικό σε βάρος τους. Αντίθετα, αποδείχθηκε από τις ίδιες ως άνω καταθέσεις των πολιτικώς εναγόντων ότι, κατά το διάστημα που παρείχαν την εργασία τους στον ανωτέρω εργοδότη και στον ελεύθερο χρόνο τους, είχαν τη δυνατότητα να κινούνται ελεύθερα στην περιοχή, μεταβαίνοντας ακόμα και στη ... εφόσον το ήθελαν, να ψωνίζουν από τα σούπερ μάρκετ με τα οποία ο εργοδότης τους είχε συμβληθεί για να προμηθεύονται τα τρόφιμά τους και λοιπά είδη για την υγιεινή τους, τα οποία οι ίδιοι οι αλλοδαποί εργαζόμενοι τα επέλεγαν ανάλογα με τις ανάγκες τους, εντός όμως των χρηματικών ορίων που τους είχαν ορισθεί, μπορούσαν να παίζουν κρίκετ σε χώρο γηπέδου πλησίον των πρόχειρων καταλυμάτων τους ή να επιλέγουν οποιονδήποτε άλλο τρόπο για την αναψυχή τους, όπως για παράδειγμα να επισκέπτονται τα καταστήματα που διατηρούσαν στην περιοχή οι ομοεθνείς τους για να αναπτύσσουν κοινωνικές επαφές μεταξύ τους, συμμετέχοντας ακόμα και ως μέλη σε σύλλογο που είχε ιδρυθεί από τους διαμένοντες ομοεθνείς τους στην περιοχή, που είχε ως σκοπό την αντιμετώπιση των εν γένει ζητημάτων που προέκυπταν και τους αφορούσαν. Επίσης, αποδείχθηκε ότι δεν τους επιβλήθηκε από το Θ. Α. ή το Γ. Χ. οποιοδήποτε εξαναγκαστικό μέσο κατά το διάστημα που αυτοί απείχαν από την εργασία τους, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς τους στα τέλη του μηνός Φεβρουαρίου και στις αρχές του μηνός Μαρτίου 2013, προκειμένου να επανέλθουν στην εργασία τους. Από τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά το Δικαστήριο άγεται στην κρίση ότι δεν αποδεικνύεται ότι ο Θ. Α. ως εργοδότης, απέσπασε τη συναίνεση των ανωτέρω υπηκόων ... για να του παρέχουν την εργασία τους με οποιοδήποτε απατηλό μέσο, ούτε αποδείχθηκε ότι αυτός τους παρέσυρε να του παρέχουν την εργασία τους με υποσχέσεις και παροχή άλλων ωφελημάτων, εκμεταλλευόμενος την ευάλωτη θέση στην οποία αυτοί βρίσκονταν, κατάσταση στην οποία δεν διαπιστώθηκε ότι αυτοί πράγματι τελούσαν. Ειδικότερα, για τη στοιχειοθέτηση της έννοιας της ευάλωτης θέσης, θα πρέπει να διαγιγνώσκεται ότι το θύμα βιώνει τέτοιας μορφής εξαθλίωση, ώστε η άρνησή του να υποταχθεί στο δράστη να φαντάζει παράλογη, δηλαδή το θύμα θα πρέπει να βρίσκεται σε απόλυτη αδυναμία αυτοπροστασίας και τότε μόνο το θύμα παρασύρεται με την εκμετάλλευση της ευάλωτης θέσης του, όταν παραδίδει πλήρως την ελευθερία του στη σφαίρα επιρροής του δράστη με πρωτοβουλία του τελευταίου, βιώνοντας έναν αποκλεισμό από τον εξωτερικό κόσμο (βλ. την γνωμοδότηση του Σ. Π., σελ. 8-9 με τις εκεί παραπομπές στην ελληνική και ξένη βιβλιογραφία), προϋποθέσεις που στην προκείμενη περίπτωση εξέλιπαν, δεδομένου ότι, όπως αποδείχθηκε: α) οι αλλοδαποί εργάτες και ο ανωτέρω κατηγορούμενος εργοδότης τους συνυπήρχαν επ' αφορμή της εργασιακής σχέσης που τους συνέδεε και β) οι ειδικότερες συνθήκες και όροι λειτουργίας της εργασιακής αυτής σχέσεως δεν συνέτειναν στην παγίδευση των αλλοδαπών εργατών και την πλήρη εξουσίασή τους από τον εργοδότη, έτσι ώστε να βιώνουν αποκλεισμό από τον εξωτερικό κόσμο και να μην έχουν περιθώρια εγκατάλειψης της ανωτέρω εργασιακής σχέσης και επιλογής άλλης εργασίας. Άλλωστε οι περισσότεροι από τους ανωτέρω πολιτικώς ενάγοντες κατέθεσαν ότι, εάν είχαν λάβει τις οφειλόμενες αποδοχές τους, θα συνέχιζαν να εργάζονται στον ανωτέρω εργοδότη. Αποδείχθηκε επίσης ότι κατά το χρόνο της πρόσληψής τους είχαν τη δυνατότητα διαπραγμάτευσης των εργασιακών όρων (όπως το ύψος του μισθού και των όρων διαβίωσής τους), όπως προέκυψε από τις καταθέσεις των M. A. και Κ. G., εκ των οποίων ο πρώτος ανέφερε ότι "ο εργοδότης στην αρχή μου είπε θα μου δώσει 800 ευρώ και δεν συμφώνησα και μου είπε θα σου δώσω 900 €" και ο δεύτερος ότι "εγώ επέλεξα να μείνω σε σπίτι, δεν υπήρχε περίπτωση να μείνω στην παράγκα. Δεν είχε τουαλέτα, δεν είχε νερό και κάνει τόση ζέστη που σκίζει τα δέρματα των ανθρώπων". Εξάλλου, το γεγονός ότι οι ανωτέρω αλλοδαποί εργάτες-πολιτικώς ενάγοντες βρίσκονταν παρανόμως στην ελληνική επικράτεια, αποτελεί ένα στοιχείο που δεν είναι αρκετό για την κατάφαση της ευάλωτης θέσης τους, διότι εξαιτίας αυτού του γεγονότος βιώνουν μεν μία προβληματική κατάσταση, πλην όμως αυτή απέχει αρκετά από το απαραίτητο στοιχείο για το χαρακτηρισμό της θέσης τους ως ευάλωτης και που είναι η εξαθλίωση και η απόλυτη αδυναμία αυτοπροστασίας τους (βλ. την προαναφερόμενη γνωμοδότηση σελ. 9). Αποδείχθηκε εξάλλου, ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση η παράνομη διαμονή τους στην ελληνική επικράτεια δεν είχε χρησιμοποιηθεί από τον εργοδότη τους ως εξαναγκαστικό μέσο για τη συνέχιση της παροχής της εργασίας τους σε αυτόν και κανέναν έλεγχο δεν είχαν υποστεί από τις αρμόδιες αστυνομικές αρχές τόσο αυτοί όσο και οι λοιποί αλλοδαποί εργαζόμενοι της περιοχής, οι οποίοι ανέρχονταν περίπου στις 4.000, η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων τελούσαν υπό τις ίδιες συνθήκες με τους παθόντες (παράνομη διαμονή στη χώρα, άγνοια της ελληνικής γλώσσας κλπ). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι πράγματι υπήρξε οφειλή εκ μέρους του τέταρτου κατηγορουμένου προς τους αλλοδαπούς εργαζόμενους για τη δεδουλευμένη εργασία τους, πλην όμως δεν προσδιορίζεται στο συνολικό ποσό των 200.000 ευρώ για όλους τους εργαζόμενους, ούτε αφορούσε προγενέστερες καλλιεργητικές περιόδους, ήτοι των ετών 2011 και 2012, όπως αναφέρεται στο παραπεμπτικό βούλευμα και ισχυρίζονται οι πολιτικώς ενάγοντες. Ειδικότερα, προέκυψε ότι οι αλλοδαποί εργαζόμενοι, κατά την επίδικη καλλιεργητική περίοδο (Σεπτέμβριος του 2012 έως και Απρίλιος του 2013), ήταν στο σύνολο τους νεοπροσληφθέντες και δεν είχαν εργασθεί και κατά τις ως άνω προηγούμενες καλλιεργητικές περιόδους, πλην του (επ) A. B. του M.-R., όπως προαναφέρθηκε και του M. A.. Το ανωτέρω γεγονός επιβεβαιώνεται ιδίως από την κατάθεση του πρώτου ως άνω πολιτικώς ενάγοντος, ο οποίος με σαφήνεια ανέφερε ότι "άλλα ήταν τα άτομα που δούλευαν το 2012 και δεν ήταν τα ίδια άτομα που δουλεύαμε το 2013", καθώς και εξ αντιδιαστολής από τις καταθέσεις απάντων των πολιτικώς εναγόντων, εκ των οποίων οι περισσότεροι δεν συγκεκριμενοποίησαν με σαφή στοιχεία τον ισχυρισμό τους περί της ύπαρξης παλαιών εργαζομένων, οι οποίοι τους παρείχαν πληροφορίες σχετικά με τις συνθήκες εργασίας στην καλλιέργεια του Θ. Α., προκειμένου να λάβουν την απόφασή τους για το αν θα εργασθούν σε αυτόν, αφού δεν κατονόμασαν ως παλαιό εργαζόμενο κανέναν από τους ομοεθνείς τους που εργάζονταν κατά την επίδικη καλλιεργητική περίοδο στην καλλιέργεια του ανωτέρω παραγωγού, ούτε όμως στην καλλιέργεια κάποιου εκ των λοιπών παραγωγών της περιοχής. Επίσης από την κατάθεση του προαναφερόμενου πρώτου πολιτικώς ενάγοντος προέκυψε ότι τόσο αυτός όσο και οι λοιποί ομοεθνείς του εργαζόμενοι είχαν εξοφληθεί για την παρεχόμενη εργασία τους για την καλλιεργητική περίοδο 2011-2012 και δεν τους οφείλονταν χρήματα, παρά μόνο για το διάστημα εργασίας τους την επίδικη καλλιεργητική περίοδο. Το αυτό γεγονός επιβεβαιώνεται και από την ενώπιον του ακροατηρίου του παρόντος Δικαστηρίου κατάθεση του M. A., ο οποίος ανέφερε ότι "εγώ για το 2013 δεν έχω πάρει ούτε ένα ευρώ, έχω πληρωθεί για το 2012". Αποδείχθηκε δε, όπως προσδιορίσθηκε κατά την κατάθεση ενός εκάστου εκ των πολιτικώς εναγόντων στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, σε αντίθεση με όσα είχαν καταθέσει περί τούτου κατά το στάδιο της προανάκρισης και της κυρίας ανάκρισης, ότι και ο χρόνος παροχής εργασίας αυτών (αλλά και των εν γένει αλλοδαπών εργατών της περιοχής) κατά την επίδικη καλλιεργητική περίοδο, δεν ξεκινούσε για όλους από το μήνα Σεπτέμβριο, αλλά ότι αρκετοί από αυτούς είχαν προσληφθεί και μεταγενέστερα και ιδίως κατά τους μήνες Ιανουάριο και Φεβρουάριο, με σκοπό να συνεχίσουν να εργάζονται μέχρι το τέλος της καλλιεργητικής περιόδου. Το γεγονός αυτό δικαιολογείται άλλωστε, διότι κατά τους ανωτέρω μήνες η καλλιέργεια απέδιδε την πρώτη παραγωγή φράουλας, με αποκορύφωμα αυτής κατά τους μήνες Απρίλιο, Μάιο και Ιούνιο, ενώ κατά τους προγενέστερους μήνες (Σεπτέμβριο έως και τέλη Δεκεμβρίου), γίνονταν άλλες γεωργικές εργασίες που δεν απαιτούσαν την ύπαρξη πολλών εργατικών χεριών (φύτεμα, ξεβοτάνισμα κλπ). Επιπλέον παρότι στο παραπεμπτικό βούλευμα αναφέρεται ότι 200 αλλοδαποί υπήκοοι ... εργάζονταν στα καλλιεργούμενα με φράουλα αγροτεμάχια του Θ. Α., στους οποίους περιλαμβάνονταν και οι ανωτέρω τριάντα πέντε ονομαστικά αναφερόμενοι, ωστόσο το παρόν Δικαστήριο αξιολογώντας την έκταση των αγροτεμαχίων αυτών, που προσδιορίζεται στα 120 στρέμματα περίπου, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι καθόλο το διάστημα της καλλιεργητικής περιόδου δεν απαιτούνταν ο ίδιος αριθμός εργατών, αφού οι περισσότεροι σε αριθμό εργάτες χρειάζονταν κατά το στάδιο της μεγάλης συγκομιδής, που ελάμβανε χώρα κατά τους μήνες Μάρτιο έως και Μάιο, κρίνει ότι ο αριθμός των εργατών, χωρίς να έχει καταστεί δυνατό από την αποδεικτική διαδικασία να προσδιορισθεί με ακρίβεια, δεν ανερχόταν στον ανωτέρω αριθμό, ο οποίος, για τους ανωτέρω λόγους, αξιολογείται υπερβολικός. Επιπλέον, πρέπει να σημειωθεί ότι, παρότι οι πολιτικώς ενάγοντες κατέθεσαν ενώπιον του ακροατηρίου του παρόντος Δικαστηρίου, ότι τους οφείλονταν συγκεκριμένα ποσά για την παρεχόμενη εργασία τους κατά την επίδικη καλλιεργητική περίοδο, τα οποία, όσοι από αυτούς μπορούσαν να τα θυμηθούν, τα ανέφεραν, ωστόσο δεν κατέστησαν σαφές ποίος ήταν ο τρόπος υπολογισμού τους και ειδικότερα επί τη βάσει πόσων ημερών εργασίας και υπερωριών, τις οποίες πραγματοποίησαν, αυτά τα ποσά υπολογίστηκαν. Περαιτέρω, στη συγκεκριμενοποίηση των οφειλόμενων ποσών στους πολιτικώς ενάγοντες για την επίδικη καλλιεργητική περίοδο δεν προέβησαν ούτε οι εξ αυτών α) A. B. του M.-R., β) T. C. του T., γ) K. L. του A. Κ. και δ) K. G. του C., οι οποίοι, ως επικεφαλείς των ομοεθνών τους εργαζομένων, σημείωναν, όπως είχαν αρμοδιότητα, τα ονόματα των εργατών που εργάσθηκαν, τις ημέρες και τις ώρες εργασίας τους, καθώς και τις πραγματοποιηθείσες υπερωρίες τους, ανά μήνα. Ειδικότερα κανείς από τους ανωτέρω δεν ανέφερε με εξειδίκευση και σαφήνεια, τα ανωτέρω στοιχεία, ούτε προσκόμισαν τις ανωτέρω ιδιόχειρες σημειώσεις προς διαπίστωση τουλάχιστον του γεγονότος ότι αυτές πραγματικά κρατούνταν. Ειδικότερα, ο εκ των πολιτικώς εναγόντων A. B. του M.-R., ενώ ανέφερε στην ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατάθεσή του ότι είχε γράψει ο ίδιος στη λίστα του πόσες ώρες είχε δουλέψει ο κάθε εργαζόμενος στην ομάδα του και ότι ένας είχε τη λίστα με το πόσες ώρες και μέρες δούλεψε ο καθένας, στη συνέχεια ανέφερε ότι κάθε ομάδα εργατών είχε δύο άτομα που σημείωναν τα άτομα που εργάζονταν, τις ημέρες και τις ώρες εργασίας των εργαζομένων ομοεθνών τους, επιπλέον δε, παρότι ανέφερε ότι και άλλες φορές που υπήρξαν διαφορές κατά την αντιπαραβολή των ωρών και ημερών εργασίας στις λίστες που κρατούσαν αυτοί και ο εργοδότης, βρίσκονταν μεταξύ τους λύση, δεν μπόρεσε να αιτιολογήσει επαρκώς, το λόγο που αυτό δεν κατέστη εφικτό στη σχετική διαφωνία που ανέκυψε μεταξύ αυτών και του παραγωγού (Θ. Α.) κατά την αντιπαραβολή των ανωτέρω στοιχείων τους δύο μέρες πριν από την ημερομηνία που συνέβη το επίδικο επεισόδιο (βλ. σελ. 61 των πρακτικών). Ακολούθως, ο εκ των πολιτικώς εναγόντων K. L. του A. Κ. κατέθεσε ότι δεν είχε μαζί του την κατάσταση με τους αλλοδαπούς εργάτες, ότι δεν ήταν όλα τα ονόματα των εργατών γραμμένα στη λίστα και ότι τους εργάτες της δικής του ομάδας τους σημείωνε ο A., προσδιορίζοντας το ποσό της οφειλής προς τους εργαζόμενους της δικής του ομάδας στο ποσό των 60.660 ευρώ, χωρίς να ήταν σε θέση να καταθέσει ειδικότερα προσδιοριστικά στοιχεία του ανωτέρω υπολογισμού, παρότι ο ίδιος ως επικεφαλής της ομάδας του ήταν υπεύθυνος για τον έλεγχο της ορθότητας των καταστάσεων των εργαζομένων, λαμβανομένου επιπροσθέτως υπόψη ότι βάσει της ανωτέρω καταστάσεως εργαζομένων (και των καταστάσεων των λοιπών ομάδων αλλοδαπών εργατών) επιχειρήθηκε συνάντηση, σύμφωνα με την κατάθεσή του, με τον πρώτο κατηγορούμενο Ν. Β., στις 15 Απριλίου 2013 για τη διεκδίκηση των οφειλόμενων δεδουλευμένων τους, γεγονός που επέβαλε την εκ μέρους του μέριμνα για τον έλεγχο της ορθότητας των αναγραφόμενων στη λίστα στοιχείων. Περαιτέρω, ο εκ των πολιτικώς εναγόντων T. C. του T. κατέθεσε ότι η οφειλή στους εργαζόμενους της ομάδας του, η οποία αποτελούνταν από 80 άτομα, ανερχόταν στο ποσό των 100.500 ευρώ, χωρίς όμως να εισφέρει ειδικότερα στοιχεία για τον προσδιορισμό της οφειλής αυτής, παρότι πρόκειται για ένα ποσό που είναι υπερβολικά μεγάλο, αν αξιολογηθεί ότι αφορά την αμοιβή μίας μόνο ομάδας εργαζομένων για μία καλλιεργητική περίοδο, κατά την οποία δεν είχαν προσληφθεί και δεν παρείχαν άπαντες οι εργαζόμενοι την εργασία τους από την έναρξη αυτής. Επιπλέον, ο πολιτικώς ενάγων K. G. του C., ο οποίος ήταν επικεφαλής ομάδας 17 ομοεθνών του εργατών συνολικά, κατέθεσε ότι τα οφειλόμενα χρήματα στους εργαζόμενους αφορούσαν τους μήνες Μάρτιο και Απρίλιο, προσκόμισε δε μία ιδιόχειρη κατάσταση στην οποία αναγράφονται συνολικά κατ' αριθμό και όχι κατ' όνομα το σύνολο των εργαζομένων ανά ημέρα και συνολικά τα οφειλόμενα ποσά στους εργαζόμενους για τους μήνες Μάρτιο και Απρίλιο που ανέρχονταν σε 7.174 και 3.332 ευρώ, αντίστοιχα. Στην ανωτέρω κατάσταση δεν αναφέρονται εξειδικευμένα τα στοιχεία από τα οποία θα μπορούσε να διαπιστωθεί εάν τα συνολικά οφειλόμενα ποσά στους εργαζόμενους ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, ωστόσο όμως αποτελεί, σε συνδυασμό με τα προεκτιθέμενα γεγονότα και αποδεικτικούς συλλογισμούς, ενισχυτικό αποδεικτικό στοιχείο του γεγονότος ότι η οφειλόμενη αμοιβή σε όλους τους αλλοδαπούς εργαζόμενους και όχι μόνο σε αυτούς που αποτελούσαν την ομάδα του ανωτέρω πολιτικώς ενάγοντος (K.), αφού η πληρωμή γίνονταν ταυτόχρονα στους εργαζόμενους όλων των ομάδων, αφορούσε το διάστημα των μηνών Μαρτίου και Απριλίου του έτους 2013 και ανέρχονταν στο συνολικό ποσό των 40.000-42.000 ευρώ περίπου. Αυτό επιρρωνύεται και από τους εξετασθέντες ενώπιον του ακροατηρίου του παρόντος Δικαστηρίου μάρτυρες Α. Μ. και Α. Μ., εκ των οποίων ο πρώτος τυγχάνει λογιστής του πρώτου κατηγορούμενου Ν. Β., ενώ η δεύτερη βοηθός λογιστού στην επιχείρηση του ανωτέρω κατηγορουμένου και οι οποίοι ανέφεραν ότι το ανωτέρω ποσό προέκυψε μετά από έλεγχο που πραγματοποιήθηκε μετά το επίδικο συμβάν. Για την καθυστέρηση της αμοιβής των εργαζομένων, ο πρώτος κατηγορούμενος είχε λάβει μία πρώτη ενημέρωση κατά την επίσκεψή του που πραγματοποιήθηκε περί τα τέλη του μηνός Μαρτίου 2013 (βλ. κατάθεση L. σελ. 95 πρακτικών) στις καλλιεργούμενες εκτάσεις του τέταρτου κατηγορούμενου Θ. Α., η οποία είχε ως κύριο σκοπό τον έλεγχο του παραγόμενου προϊόντος, προκειμένου να διαπιστωθεί η άριστη ποιότητά του, που ήταν προϋπόθεση πριν τη σύναψη συμβάσεων πωλήσεώς του στα σούπερ μάρκετ. Κατά την επίσκεψή του αυτή, τον προσέγγισαν οι επικεφαλείς των εργαζομένων και του εξέφρασαν τα παράπονά τους για την καθυστέρηση στην πληρωμή τους, λαμβάνοντας τη διαβεβαίωση από τον ίδιο ότι το ζήτημα της πληρωμής τους θα διευθετηθεί. Το ανωτέρω γεγονός καταγράφηκε και στο προσκομιζόμενο από τους συνηγόρους της πολιτικής αγωγής video, το οποίο, μετά από τη δήλωση του συνηγόρου υπεράσπισης του πρώτου κατηγορουμένου, ότι αποσύρει την υποβαλλόμενη ένσταση ώστε το ανωτέρω video να μην αποτελέσει αποδεικτικό στοιχείο ως παρανόμως ληφθέν, λαμβάνεται υπόψη από το παρόν Δικαστήριο για το σχηματισμό της δικανικής του κρίσης, μη προβαλλομένης πλέον αντίρρησης εναντίον του ως αποδεικτικού μέσου. Από την προβολή του video αυτού, η οποία πραγματοποιήθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, διαπιστώθηκε ότι πράγματι ο πρώτος κατηγορούμενος εμφανίζεται να συνομιλεί με τους επικεφαλείς των εργαζομένων και να τους διαβεβαιώνει για την πληρωμή τους. Η ανωτέρω ενέργεια του εν λόγω κατηγορουμένου, δεν αναιρεί το γεγονός ότι, όπως προεκτέθηκε, αυτός δεν είχε την ιδιότητα του εργοδότη των αλλοδαπών εργατών και επομένως δεν είχε την υποχρέωση για την πληρωμή τους, αλλά, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, αιτιολογείται αφενός από την ανάγκη του ιδίου να διαφυλάξει την αξιοπιστία του εμπορικού του ονόματος και της καλής επιχειρηματικής φήμης που είχε δημιουργήσει ως μεγαλέμπορος φρούτων και την εξασφάλιση της έγκαιρης προμήθειάς του με τα προϊόντα που θα διέθετε εκείνος στη συνέχεια και της ποιότητάς τους και αφετέρου από πλευράς των αλλοδαπών εργατών η προσέγγισή του ως εργοδότη τους, φαίνεται λογική και αναμενόμενη, αφού λόγω της οργανωμένης επιχείρησης που αυτός διατηρούσε για τη συσκευασία και την πώληση της φράουλας στην περιοχή, για τον οποίο γνώριζαν στη μικρή κοινωνία της ...ς ότι θα ήταν και ο τελικός αποδέκτης του προϊόντος, που θα το διοχέτευε προς πώληση στην αγορά, πίστευαν ότι από αυτόν θα εξαρτιόταν η πληρωμή τους. Αποδείχθηκε, κατά τα προεκτιθέμενα, ότι εφόσον ο τέταρτος κατηγορούμενος Θ. Α., ήταν ο εργοδότης των αλλοδαπών εργαζομένων, η υποχρέωση για την πληρωμή τους βάρυνε τον ίδιο. Ο τελευταίος και ενώ στα τέλη Μαρτίου είχαν προηγηθεί οι συστάσεις του πρώτου κατηγορούμενου για τη διευθέτηση του ζητήματος της πληρωμής των εργαζομένων, προσέφερε στις 5 Απριλίου 2013 (βλ. κατάθεση του L.) σε τρεις από τους επικεφαλείς των ομάδων εργατών υπηκόων ..., 20.000 ευρώ, συνολικά, έναντι των οφειλόμενων δεδουλευμένων αποδοχών τους και ειδικότερα προσέφερε 10.000 ευρώ στον T., 5.000 ευρώ στον L. και 5.000 ευρώ στον H. M. (επικεφαλής άλλης ομάδας εργαζομένων που δεν απεργούσαν και δεν συμμετείχαν στο επεισόδιο). Ο εκ των προαναφερομένων επικεφαλής των αλλοδαπών εργατών L., άγνωστο για ποιο λόγο, κατά τους ισχυρισμούς του, δεν παρέλαβε το ανωτέρω χρηματικό ποσό, χωρίς ωστόσο προηγουμένως να λάβει την άποψη των εργατών της ομάδας του, δεδομένης της ύπαρξης των παραπόνων για την καθυστέρηση της καταβολής της αμοιβής τους και της ανάγκης αυτών για την κάλυψη των βιοποριστικών τους αναγκών και παρότι κάποιοι από αυτούς επιθυμούσαν να είχε εισπραχθεί το ανωτέρω ποσό (βλ. κατάθεση του πέμπτου πολιτικώς ενάγοντος H. A., σελ. 133 των πρακτικών). Ο ανωτέρω επικεφαλής των αλλοδαπών εργατών, αιτιολόγησε τη μη λήψη του προσφερθέντος χρηματικού ποσού, ισχυριζόμενος ότι κατά το χρόνο παράδοσής του δεν υπήρχε παρουσία τρίτων προσώπων, γεγονός που μπορούσε να δημιουργήσει δυσπιστία των εργατών προς το πρόσωπό του για το αν πράγματι του είχαν δοθεί τα χρήματα, διότι και την προηγούμενη καλλιεργητική περίοδο οι κατηγορούμενοι είχαν ισχυρισθεί ότι είχαν δώσει χρήματα στον ξάδελφό του, ο οποίος επίσης ήταν επικεφαλής ομάδας εργατών, για να προβεί στην καταβολή της αμοιβής τους, ενώ κάτι τέτοιο δεν είχε συμβεί, με αποτέλεσμα οι εργάτες να στραφούν εναντίον του τελευταίου και να του προσάψουν ότι υπεξαίρεσε τα χρήματά τους. Επιπροσθέτως δε, ο ανωτέρω επικεφαλής ισχυρίσθηκε ότι δεν προέβη στη λήψη του ποσού, διότι θεώρησε ότι επρόκειτο για μικρό ποσό σε σχέση με το, κατά τη γνώμη του, οφειλόμενο, με την προσφορά του οποίου ο εργοδότης επιδίωκε να κατευνάσει προσωρινά την αγανάκτηση των εργατών, ώστε αυτοί να συνεχίσουν να εργάζονται μέχρι το τέλος της καλλιεργητικής περιόδου και στη συνέχεια να τους διώξει χωρίς την καταβολή της υπόλοιπης αμοιβής για την παρεχόμενη εργασία τους. Χαρακτηριστικά, ο ανωτέρω πολιτικώς ενάγων ανέφερε στην κατάθεσή του: "ήρθε ο Χ. στις 6 του μήνα με τα λεφτά και δεν τα πήρα, γιατί δεν ήταν μπροστά οι άλλοι. Μας έφερε 5.000 € κι εγώ είπα στους εργάτες ότι μας έφερε μόνο 5.000 €, προσπαθεί να βγάλει τη χρονιά και να μας δώσει κλωτσιά. Μετά που έφυγε ο Χ., πήγα και τους εξήγησα ότι δεν τα πήρα, επειδή και τον προηγούμενο χρόνο είχε πει ότι είχε δώσει τα λεφτά στον ξάδερφό μου και δεν τα είχε δώσει. Υπήρχε υποψία ότι θα μπορούσαν οι εργαζόμενοι να σκεφτούν ότι πήρα τα λεφτά. Οι εργάτες με πίστευαν όλοι, αλλά, αν έπαιρνα τα λεφτά, δεν θα με πίστευαν", (βλ. σελ 96 των πρακτικών). Πέραν του γεγονότος ότι τα σκέλη της ανωτέρω αιτιολογίας για τη μη λήψη των χρημάτων από τον προαναφερόμενο επικεφαλής των εργατών είναι αντιφατικά μεταξύ τους, πρέπει να λεχθεί επιπροσθέτως ότι, παρότι ο ίδιος αναφέρει ότι μεταγενέστερα εξήγησε στους ομοεθνείς του εργαζόμενους το λόγο της άρνησής του να λάβει το προσφερόμενο χρηματικό ποσό, ωστόσο από τις ενώπιον του ακροατηρίου του παρόντος Δικαστηρίου καταθέσεις των πολιτικώς εναγόντων, προκύπτει ότι οι περισσότεροι από αυτούς δεν είχαν λάβει καμία ενημέρωση για το γεγονός αυτό, ούτε τους δόθηκε εξήγηση για την ενέργειά του να μη το λάβει, έστω και μεταγενέστερα. Εξάλλου, η ιδιότητά του ως επικεφαλής ομάδας εργαζομένων, δεν του παρείχε το δικαίωμα να αποφασίζει για λογαριασμό των τελευταίων, χωρίς προηγουμένως να έχει λάβει τη γνώμη αυτών και τη συναίνεσή τους για οποιαδήποτε πράξη του που τους αφορούσε άμεσα. Περαιτέρω, από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν επιρρωνύεται ο ισχυρισμός του ότι η πραγματική επιδίωξη του εργοδότη με την καταβολή του ποσού των 5.000 ευρώ ήταν να κατευνάσει προσωρινά την αγανάκτηση των εργατών, ώστε αυτοί να συνεχίσουν να εργάζονται μέχρι το τέλος της καλλιεργητικής περιόδου και στη συνέχεια να τους διώξει χωρίς την καταβολή της υπόλοιπης αμοιβής για την παρεχόμενη εργασία τους, αφού κατά το χρόνο που προσφέρθηκαν τα χρήματα, όχι μόνο δεν είχε τελειώσει η καλλιεργητική περίοδος, αλλά βρίσκονταν στο σημείο που θα ξεκινούσε η συγκομιδή της καλλιέργειας που θα απέδιδε τη μεγαλύτερη ποσότητα της παραγωγής φραουλών, μετά το τέλος της οποίας θα γινόταν η εκκαθάριση των λογαριασμών μεταξύ του πρώτου και του τέταρτου κατηγορουμένου, έτσι ώστε ο τελευταίος να λάβει, μετά την αφαίρεση των εξόδων που του είχαν ήδη καταβληθεί από τον πρώτο, το καθαρό τίμημα της πωλήσεως των φραουλών και να προβεί στη συνέχεια στην αποπληρωμή των εργατών, γεγονός που και οι ίδιοι γνώριζαν, ότι θα ελάμβανε χώρα κατά την ανωτέρω χρονική στιγμή, όπως αρκετοί εξ αυτών κατέθεσαν στις προανακριτικές τους καταθέσεις (τις οποίες στη συνέχεια αναίρεσαν με τις καταθέσεις τους ενώπιον του ακροατηρίου του παρόντος Δικαστηρίου). Επιπλέον δε, όπως ήδη προαναφέρθηκε, για την προηγούμενη καλλιεργητική περίοδο άπαντες οι εργαζόμενοι είχαν εξοφληθεί, έτσι ώστε να μην υπάρχει αληθινό προηγούμενο, που θα μπορούσε να οδηγήσει στον ανωτέρω συλλογισμό. Το ενδεχόμενο της πρόθεσης για εξαπάτηση των αλλοδαπών εργατών, φαίνεται επομένως να καλλιεργήθηκε από τον ίδιο τον L. Κ., αφού σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, αποτελούσε προσωπική του εκτίμηση, όπως επιβεβαιώνεται και από την κατάθεση του έτερου επικεφαλή των εργαζομένων T. C. (βλ. σελ. 100 των πρακτικών, όπου αναφέρει "μια μέρα ήρθε ο Γ. Χ. και ήθελε να δώσει 5.000 € στον L. για να συνεχίσει να δουλεύει και ο L. δεν τα πήρε. Μας εξήγησε ότι με τόσο λίγα λεφτά και, αν δουλέψουμε ακόμα 2 μήνες, μετά τι θα κάνουμε;"). Σε κάθε περίπτωση πάντως, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, η ύπαρξη των παραπόνων των εργατών για την καθυστέρηση της πληρωμής τους θα έπρεπε να επιφέρει, ως λογική αντίδραση του ανωτέρω επικεφαλή των εργαζομένων, την έγκαιρη γνωστοποίηση στους τελευταίους της προσφοράς από τον εργοδότη του χρηματικού ποσού, διότι ενδεχομένως να λειτουργούσε προσωρινώς και κατευναστικά στις αντιδράσεις τους και θα διαφύλαττε την ομαλή συνεργασία, επιπλέον δε θα παρείχετο και ο απαιτούμενος χρόνος για να διαπιστωθούν οι πραγματικές προθέσεις του εργοδότη, χωρίς να αμβλύνεται η δυνατότητα διεκδίκησης από τους εργαζόμενους των οφειλόμενων δεδουλευμένων τους σε περίπτωση που αυτός δεν τους τα κατέβαλε τελικά μετά το πέρας της καλλιεργητικής περιόδου. Επιπλέον, η αιτίαση του εν λόγω επικεφαλής των εργατών (L.) για το ενδεχόμενο να δημιουργηθεί δυσπιστία στο πρόσωπό του από τους εργαζόμενους της ομάδας του εάν ελάμβανε τα χρήματα, χωρίς την παρουσία τρίτων, θα ευσταθούσε ως λογικό επιχείρημα μόνο στην περίπτωση που αυτός, ενώ είχε εισπράξει τα χρήματα, δεν τα απέδιδε πράγματι στη συνέχεια στους εργάτες. Εξάλλου, διασφάλιση της αξιοπιστίας του ανωτέρω επικεφαλής έναντι των εργατών της ομάδας του υπήρχε, λαμβανομένου υπόψη ότι αφενός μεν υπήρχε η παρουσία και των έτερων δύο επικεφαλείς των αλλοδαπών εργαζομένων (T. και H. M.) κατά την προσφορά των χρημάτων, γεγονός το οποίο δεν αμφισβητείται, παρά την άρνηση του ανωτέρω γεγονότος από τον T. στην ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατάθεσή του (βλ. σελ. 100 πρακτικών, όπου αναφέρει "εμένα προσωπικά δεν μου έδωσαν λεφτά"), αφετέρου δε, όπως ο ίδιος κατέθεσε, οι εργαζόμενοι, τουλάχιστον στο πρόσωπό του, διατηρούσαν αμέριστη εμπιστοσύνη και επομένως δεν θα συνέτρεχε λόγος για αμφισβήτηση του σεβασμού και της εμπιστοσύνης που έτρεφαν προς το πρόσωπό του, χωρίς να έχει δοθεί από τον ίδιο αφορμή για τούτο. Ενόψει των προεκτιθέμενων, από τα οποία δημιουργείται κατά την κρίση του Δικαστηρίου, δυσπιστία ως προς την αποδεικτική βαρύτητα της κατάθεσης του πολιτικώς ενάγοντος L. Κ. και λαμβανομένου υπόψη ότι η προσφορά του ανωτέρω χρηματικού ποσού από το Θ. Α. δεν αμφισβητείται, δημιουργείται αμφιβολία στο Δικαστήριο για τους λόγους και το σκεπτικό, με το οποίο ο L. δεν έλαβε το προσφερθέν ποσό. Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση και εφόσον δεν τηρήθηκαν από πλευράς του εργοδότη οι νόμιμες διατυπώσεις για την απόδειξη της εκ μέρους του καταβολής του χρηματικού ποσού (ιδιόχειρη απόδειξη με υπογραφή του λαβόντος κλπ), παρότι η τήρηση των διατυπώσεων αυτών δεν αποτελούσε τη συνήθη πρακτική πληρωμής των αλλοδαπών εργατών, όπως προκύπτει και από την κατάθεση του μάρτυρα O. H. που τυγχάνει παραγωγός της περιοχής, έφερε ο ίδιος το βάρος σε περίπτωση αμφισβήτησης να διευθετήσει την οικονομική διαφορά. Αποδείχθηκε δε, ότι επακολούθησε μεταξύ του Θ. Α. και των επικεφαλείς των εργατών υπηκόων ... διαφωνία ως προς τη διευθέτηση της ανωτέρω οικονομικής διαφοράς, η οποία είχε ως επακόλουθο την εκ μέρους των εργατών πραγματοποίηση απεργίας από την 15η Απριλίου 2013, προς διεκδίκηση των δεδουλευμένων τους, τα οποία, όπως ήδη αποδείχθηκε και προαναφέρθηκε, αφορούσαν το δίμηνο των μηνών Μαρτίου-Απριλίου και όχι προγενέστερο χρονικό διάστημα. Η αποχή των εργατών-υπηκόων ... από την εργασία τους πραγματοποιήθηκε σε επικίνδυνη χρονική περίοδο για την καλλιέργεια των φραουλών, αφού είχε αρχίσει η συγκομιδή τους, από την οποία θα προερχόταν και η μεγαλύτερη ποσότητα φραουλών όλης της καλλιεργητικής περιόδου και υπήρχαν στενά χρονικά όρια για τη συγκομιδή, που, αν δεν τηρούνταν, λόγω του ευπαθούς χαρακτήρα του προϊόντος, θα καταστρεφόταν η παραγωγή. Αποδείχθηκε περαιτέρω, ότι οι εργαζόμενοι εξακολούθησαν να μη παρέχουν την εργασία τους και για τις δύο επόμενες ημέρες, διαμένοντας στα πρόχειρα καταλύματα που τους είχαν παραχωρηθεί και τρεφόμενοι με τα τρόφιμα τα οποία τους παρέχονταν από τον εργοδότη τους, χωρίς ο τελευταίος να τους εκδιώξει από εκεί. Ενόψει της άρνησης των εργατών να επανέλθουν στην εργασία τους, πραγματοποιήθηκε το πρωί της 17ης Απριλίου 2014 (προφανώς, 2013), στο συσκευαστήριο του Ν. Β. στο ... συνάντηση μεταξύ των επικεφαλείς των εργαζομένων από τη μία πλευρά, ήτοι των B., L., T. και με την παρουσία του A., ο οποίος τηρούσε τις καταστάσεις εργαζομένων του L. και των Θ. Α. και Γ. Χ. και με την παρουσία έτερου ατόμου με το όνομα Θ., ο οποίος βοηθούσε το Θ. Α. στην καταγραφή των ποσών πληρωμής των εργατών και στη διευθέτηση των εν γένει λογιστικών θεμάτων, προς εξεύρεση λύσης της οικονομικής διαφοράς, η οποία τελικά δεν επιτεύχθηκε. Κατά τη συνάντηση αυτή, δεν αποδείχθηκε ότι ήταν παρών και ο πρώτος κατηγορούμενος Ν. Β., παρότι αυτό αναφέρθηκε από όλους τους εξετασθέντες πολιτικώς ενάγοντες, πλην του πρώτου εξ αυτών B. A., ο οποίος ανέφερε ότι στη συνάντηση ήταν "ο Γ.Χ., ο Θ. και ο Θ. (ενν. το Θ. Α.)" (βλ. σελ. 66 των πρακτικών). Η κατάθεση αυτή αξιολογείται περισσότερο αξιόπιστη σε σχέση με αυτές των υπολοίπων, αφού, σε σύγκριση με τις καταθέσεις των λοιπών επικεφαλείς, είναι ο μόνος που εξειδικεύει με σαφήνεια τα πρόσωπα που ήταν παρόντα και την αρμοδιότητά τους (πχ αναφέρει ότι και ο K. προσήλθε, αλλά δεν τον άφησαν να μπει μέσα, ο δε L. μιλούσε ελληνικά και μετέφραζε και στη γλώσσα τους, βλ. σελ 71 των πρακτικών), ενώ δίνει και επιπρόσθετα γεγονότα (πχ ότι ζήτησαν να μιλήσουν με τον Ν. Β., αλλά δεν τους άφησαν, βλ. σελ. 64 και 66 των πρακτικών). Όσον αφορά τις καταθέσεις των υπολοίπων πολιτικώς εναγόντων, αυτές δεν επαρκούν για να αντικρούσουν τον ανωτέρω μάρτυρα, δεδομένου ότι δεν παρευρέθηκαν στη συνάντηση και εξ αυτού του λόγου δεν είχαν άμεση και ιδία αντίληψη των γεγονότων, αλλά κατέθεσαν αυτά που ακολούθως πληροφορήθηκαν. Στη συνέχεια, αποδείχθηκε ότι, επειδή δεν πραγματοποιήθηκε η διευθέτηση του οικονομικού ζητήματος, οι εργαζόμενοι αρνήθηκαν να συνεχίσουν να εργάζονται, παρά το γεγονός ότι ο Θ. Α. και ο Γ. Χ. επιχείρησαν να τους μεταπείσουν, λέγοντάς τους ότι, αν δεν δούλευαν, θα τους έδιωχναν (βλ. κατάθεση B., σελ 64 των πρακτικών). Κατόπιν αυτών και ενώ στο μεταξύ άπαντες επέστρεψαν στα καλλιεργούμενα χωράφια του Θ. Α., ζητήθηκε από τους έως τότε εργαζόμενους υπηκόους ..., να αποχωρήσουν από αυτά, ώστε να προσλάβουν στη θέση τους άλλους εργάτες ομοεθνείς τους, ενέργεια στην οποία και προέβησαν άμεσα. Η απόφαση του Θ. Α. να προσλάβει νέους εργάτες στη θέση των μέχρι τότε εργαζομένων λήφθηκε υπό την πίεση της ανάγκης για τη συγκομιδή των φραουλών, δεδομένου ότι ήδη ήταν ώριμες και είχαν παραμείνει πάνω στα φυτά 2 μέρες, λόγω της απεργίας των εργαζομένων, με κίνδυνο να σαπίσουν. Κατόπιν αυτών, ο Γ. Χ. με φορτηγό αυτοκίνητο μετέφερε τους νεοπροσληφθέντες αλλοδαπούς εργαζόμενους, 50 περίπου στον αριθμό, με τον επικεφαλής αυτών πέμπτο κατηγορούμενο υπήκοο ... N. H. H. στα καλλιεργούμενα αγροτεμάχια, προκειμένου οι τελευταίοι να εργασθούν για τη συγκομιδή των φραουλών. Μετά την εξέλιξη αυτή και ενώ οι νεοπροσληφθέντες αλλοδαποί εργάτες είχαν ξεκινήσει να εργάζονται μαζεύοντας τις φράουλες σε τελάρα για να φορτωθούν, οι παλαιοί εργαζόμενοι, μεταξύ των οποίων και οι προαναφερόμενοι πολιτικώς ενάγοντες, ανερχόμενοι περίπου σε 100-150 άτομα, βλέποντας ότι έχαναν την εργασία τους και πιστεύοντας ότι δεν θα τους καταβάλλονταν τα δεδουλευμένα τους, κατευθύνθηκαν, κρατώντας στα χέρια τους ξύλινα ρόπαλα και σιδηροσωλήνες, προς τους νεοπροσληφθέντες ομοεθνείς τους, ώστε να τους εκδιώξουν με τη βία και να διεκδικήσουν την καταβολή των δεδουλευμένων τους. Το γεγονός αυτό έγινε αντιληπτό τόσο από το Γ. Χ., όσο και από το Θ. Α., που βρίσκονταν εκείνη τη στιγμή στα χωράφια, προκειμένου να καθοδηγήσουν τους νεοπροσληφθέντες εργάτες για τον τρόπο της εργασίας τους. Αντιλαμβανόμενοι οι ανωτέρω κατηγορούμενοι ότι επέκειτο πρόκληση επεισοδίου, ο μεν Γ. Χ. επιχείρησε να κατευθυνθεί προς τους εξαγριωμένους αλλοδαπούς εργάτες που κινούνταν επιθετικά προς το σημείο όπου εργάζονταν οι νεοπροσληφθέντες ομοεθνείς τους, προκειμένου να τους αποτρέψει να συμπλακούν μεταξύ τους, ο δε Θ. Α. κατευθύνθηκε προς το σημείο όπου εργάζονταν οι νεοπροσληφθέντες εργάτες, όπου μαζί τους βρίσκονταν και ο τρίτος κατηγορούμενος Κ. Χ., εργαζόμενος, για να τους απομακρύνει από το σημείο προς αποφυγή της συμπλοκής. Ο Γ. Χ., βλέποντας τις επιθετικές διαθέσεις των εξαγριωμένων εργατών, οι οποίοι κατευθύνονταν στο χώρο που εργάζονταν οι νεοπροσληφθέντες ομοεθνείς τους για να συμπλακούν μαζί τους, πυροβόλησε με μία κυνηγετική καραμπίνα μάρκας FRANCHI με αριθμό ΑΗ-…050, την οποία είχε τοποθετημένη εντός του αγροτικού φορτηγού και την οποία κατείχε παράνομα, αφού δεν είχε λάβει νόμιμη άδεια, αρχικά δύο φορές στον αέρα για εκφοβισμό τους. Επειδή όμως οι τελευταίοι δεν πτοήθηκαν, αλλά συνέχισαν την πορεία τους, στη συνέχεια πυροβόλησε επανειλημμένως άλλες τρεις φορές εναντίον τους από απόσταση 50-60 μέτρων περίπου, με προφανή σκοπό να τους προξενήσει σωματικές κακώσεις, όπως και τους προκάλεσε, όπως ειδικότερα θα αναφερθεί κατωτέρω, με τρόπο όμως που μπορούσε να τους προκαλέσει, λόγω του χρησιμοποιηθέντος μέσου, κίνδυνο για βαριά σωματική τους βλάβη, αν επλήττοντο καίρια και ευαίσθητα σημεία του σώματός τους. Από τους πυροβολισμούς του ανωτέρω κατηγορούμενου Γ. Χ. τραυματίσθηκαν σε διάφορα σημεία του σώματος τους (κεφαλή, θωρακική και κοιλιακή χώρα, κάτω και άνω άκρα), υποστάντες τραυματικές εκδορές και υποδόριες κακώσεις, οι οποίες αντιμετωπίσθηκαν επιτυχώς στα πλησιέστερα νοσοκομεία της περιοχής, τριάντα (30) συνολικά από τους τριάντα πέντε (35) προαναφερόμενους πολιτικώς ενάγοντες, όλοι υπήκοοι ..., πλην των κάτωθι: B. A., C. T., G. K., H. A. και B. A., όπως οι ίδιοι ανέφεραν στις καταθέσεις τους ενώπιον του ακροατηρίου του παρόντος Δικαστηρίου. Από την προβολή του video, στο οποίο καταγράφηκε το επίδικο επεισόδιο και του οποίου η γνησιότητα δεν αμφισβητήθηκε, προέκυψε ότι κατά τη στιγμή της εξέλιξης του επεισοδίου ένα άτομο πυροβολεί, ρίχνοντας 5 ντουφεκιές, ο οποίος είναι ο εκ των κατηγορουμένων Γ. Χ., η πράξη του οποίου επιβεβαιώθηκε από όλους τους παθόντες και ομολογήθηκε και από τον ίδιο. Από το ίδιο video δεν προέκυψε η παρουσία των τρίτου και τέταρτου των κατηγορουμένων στο συγκεκριμένο σημείο και οι εκ μέρους τους πυροβολισμοί, όπως οι πολιτικώς ενάγοντες κατέθεσαν, αναφέροντας ότι οι τρεις ανωτέρω κατηγορούμενοι στέκονταν παράλληλα και σε μικρή απόσταση μεταξύ τους και πυροβολούσαν διαδοχικά, ρίχνοντας αλλεπάλληλους πυροβολισμούς, ο αριθμός των οποίων ποικίλει σύμφωνα με την κάθε κατάθεση εκάστου εξ αυτών. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι μετά το επεισόδιο τόσο ο Γ. Χ. όσο και οι Κ. Χ. και Θ. Α. αποχώρησαν εσπευσμένα από το χώρο του επεισοδίου, για να αποφύγουν τη σύλληψή τους από τις αρμόδιες αστυνομικές αρχές. Ο Γ. Χ. έκρυψε το κυνηγετικό του όπλο ανάμεσα σε χόρτα και σκουπίδια στην περιοχή "...", δίπλα από χωμάτινο δρόμο. Το όπλο αυτό ανευρέθηκε δύο μέρες αργότερα από όργανα του Τμήματος Ασφαλείας ... και κατασχέθηκε μετά από υπόδειξη του συγκατηγορούμενου αδελφού του Κ. Χ., όπως διαπιστώθηκε δε είχε στη θαλάμη του ένα (1) πλήρες φυσίγγιο μάρκας Βώσσος No 4 και άλλα πέντε (5) όμοια φυσίγγια στην αποθήκη φυσιγγίων (βλ. την από 19-4-2013 σχετική έκθεση κατασχέσεως του τμήματος Ασφαλείας ...). Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των πολιτικώς εναγόντων, αυτοί δέχθηκαν τους πυροβολισμούς από το κυνηγετικό όπλο του Γ. Χ., από απόσταση 5-10 μέτρων και ότι είχε ανθρωποκτόνο πρόθεση. Ο ισχυρισμός αυτός όμως, ο οποίος μπορεί να επανεξετασθεί από το παρόν Δικαστήριο σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, παρότι ήδη αξιολογήθηκε από το 71/2014 παραπεμπτικό βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Πατρών, δεν ευσταθεί. Το συμπέρασμα αυτό αιτιολογείται με τα κάτωθι επιχειρήματα: α) από το είδος των σωματικών κακώσεων που οι πολιτικώς ενάγοντες υπέστησαν (τραυματικές εκδορές και υποδόριες κακώσεις), οι οποίες χαρακτηρίζονται μεν ως επικίνδυνες λόγω του μέσου που χρησιμοποιήθηκε για την πρόκλησή τους, αλλά είναι ελαφρές, γεγονός που υποδηλώνει, κατά την εκτίμηση των ιατροδικαστών Κ. Α. και Σ. Μ., ότι αυτές προκλήθηκαν από βολή κυνηγετικού όπλου από μεγάλη απόσταση. Στην εκτίμηση αυτή άλλωστε καταλήγει και ο δικαστικός βαλλιστικός πραγματογνώμονας Γ. Ρ. (βλ. την από 8-7-2013 σχετική έκθεσή του), λόγω της μικρής ικανότητας διείσδυσης των χόνδρων-σκαγιών στο δέρμα των παθόντων και β) από το δραστικό βεληνεκές του κυνηγετικού όπλου που χρησιμοποιήθηκε, το οποίο είναι 43 μέτρα (βλ. την 40η σελίδα της ανωτέρω εκθέσεως, καθώς και την 7η σελίδα της έκθεσης εργαστηριακής πραγματογνωμοσύνης της Διεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών). Αν συνεπώς οι παθόντες εβάλλοντο από απόσταση μικρότερη των 43 μέτρων, θα είχαμε θανατηφόρα αποτελέσματα και όχι ελαφρές σωματικές κακώσεις. Για να μη προκληθούν μάλιστα βαρύτερες σωματικές κακώσεις, σημαίνει, κατά λογική ακολουθία, ότι η απόσταση από την οποία πυροβόλησε ο δεύτερος κατηγορούμενος τους παθόντες είναι πολύ μεγαλύτερη των 50 μέτρων. Ο ανωτέρω κατηγορούμενος γνώστης ασφαλώς της βλητικής ικανότητας του όπλου του, αν είχε ανθρωποκτόνο πρόθεση, θα πλησίαζε περισσότερο τους παθόντες πριν πυροβολήσει εναντίον τους και δεν θα έριχνε κατ' αυτών από την προαναφερθείσα μεγάλη απόσταση, που μόνο σωματικές κακώσεις μπορούσε να τους προκαλέσει. Όπως δε προέκυψε, δεν είχε σκοπό να σκοτώσει τους παθόντες, αλλά να τους αναγκάσει να απομακρυνθούν και να μην προσεγγίσουν τους νεοπροσληφθέντες ομοεθνείς τους εργάτες. Στην αντίθεση περίπτωση, ο Γ. Χ., μπορούσε, ενώ έβλεπε ότι οι απειλητικά κινούμενοι προς το μέρος των νεοπροσληφθέντων εργατών, παθόντες δεν ανέκοπταν την πορεία τους, να ρίξει στη συνέχεια και άλλους πυροβολισμούς εναντίον των τελευταίων από πιο κοντινή απόσταση, αφού από το κατασχεθέν όπλο του προέκυψε ότι υπήρχαν εντός αυτού 1 φυσίγγιο στη θαλάμη και 5 όμοια ακόμη στην αποθήκη του, αντ' αυτού όμως προτίμησε να αποχωρήσει. Το ανωτέρω συμπέρασμα ενισχύεται και από την ένορκη κατάθεση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου του βαλλιστικού πραγματογνώμονα Γ. Ρ., ο οποίος επιβεβαίωσε ότι, κατά τη στιγμή που ανευρέθηκε το όπλο, αυτό είχε πέντε φυσίγγια στο γεμιστήρα και ένα στη θαλάμη, γεγονός από το οποίο συνάγεται ότι κάποιος ξαναγέμισε το όπλο, πλην όμως δεν ξαναπυροβόλησε και το πέταξε, έτσι ώστε να συνάγεται ότι, αν ήθελε να πυροβολήσει πάλι, θα το έκανε. Επιπροσθέτως, η έλλειψη ανθρωποκτόνου σκοπού επιβεβαιώνεται και από το συμπέρασμα της από 18 Ιουλίου 2014 πραγματογνωμοσύνης του ανωτέρω βαλλιστικού πραγματογνώμονα (βλ. σελ. 5 σε συνδ. με τη σελ. 10 περ. ΙΓ), σύμφωνα με το οποίο, ενώ από τους 5 πυροβολισμούς που είναι δεδομένο ότι έλαβαν χώρα σύμφωνα με τα κατασχεθέντα φυσίγγια, έχουν βληθεί 1025 χόνδροι-σκάγια (5 φυσίγγια Χ 205 χόνδροι σε κάθε φυσίγγιο, όπως αναφέρεται στην ως άνω έκθεση του ιδίου βαλλιστικού πραγματογνώμονα), εκ των οποίων προκλήθηκαν 200 εμπάρσεις χόνδρων στους παθόντες, όπως αυτές έχουν καταγραφεί ιατροδικαστικά και συνεπώς 820 χόνδροι-σκάγια δεν έπληξαν αυτούς, συνάγεται πως είτε το σύνολο των 5 πυροβολισμών δεν εστρέφετο άμεσα κατά των παθόντων, αλλά ερρίφθησαν πλησίον αυτών, με αποτέλεσμα κάποιοι από τους παθόντες να βρεθούν στα όρια του κώνου διασποράς των χόνδρων είτε ότι δύο με τρεις πυροβολισμοί έπεσαν στον αέρα. Επίσης, εκτός από το ότι δεν αποδείχθηκε η παρουσία των κατηγορουμένων Κ. Χ. και Θ. Α. στο σημείο που έλαβε χώρα το επεισόδιο, αλλά αντίθετα ότι αυτοί βρίσκονταν στο σημείο που εργάζονταν οι νεοπροσληφθέντες αλλοδαποί εργάτες, δεν αποδείχθηκε επίσης ότι αυτοί έφεραν όπλα και ειδικότερα ο μεν πρώτος ένα αγνώστου τύπου κυνηγετικό όπλο-καραμπίνα, ο δε δεύτερος αγνώστου τύπου και προελεύσεως πιστόλι, καθώς και ότι αυτοί πυροβόλησαν προγενέστερα ή μεταγενέστερα του επίδικου επεισοδίου, όπως ισχυρίζονται οι πολιτικώς ενάγοντες. Το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται και από την ένορκη κατάθεση ενώπιον του ακροατηρίου του παρόντος Δικαστηρίου, του ανωτέρω βαλλιστικού πραγματογνώμονα, ο οποίος ανέφερε ότι "δεύτερο όπλο καραμπίνα δεν μπορεί να είναι, γιατί θα υπήρχαν κάλυκες και συγκεντρωτήρες. Δίκαννο θα μπορούσε να είναι όπως και μονόκαννο, αλλά και πάλι θα πρέπει να έχουμε κι άλλα ευρήματα. Το πιστόλι απορρίπτει τους κάλυκες. Αν υπήρχε πιστόλι, θα υπήρχαν κάλυκες. Δεν ήμουν εκεί να ξέρω πως πυροβόλησαν. Τα ευρήματα συνηγορούν ότι είναι ένα όπλο και πέντε πυροβολισμοί. Αν υπήρχε κι άλλο όπλο, θα έπρεπε να υπάρχουν συγκεντρωτήρες κάλυκες κι άλλες πύλες εισόδου των πλήξεων. Εδώ όλες οι πλήξεις είναι ίδιες" (βλ, σελ. 157-160 των πρακτικών), σε συνδυασμό με το με στοιχεία ΙΔ συμπέρασμα της ιδίας ως άνω πραγματογνωμοσύνης, κατά το οποίο, το γεγονός ότι: α) τα θύματα φέρουν περί τις 200 εμπάρσεις-τραύματα, β) ιατροδικαστικά-ιατρικά δεν αναφέρεται διαφοροποίηση στη μορφολογία των εμπάρσεων, καθώς και στη διεισδυτικότητα των χόνδρων-σκαγιών και γ) δεν βρέθηκαν άλλα ευρήματα-πειστήρια, ενδεικτικά ύπαρξης περισσοτέρων όπλων και συνεπώς αποκλείεται η χρήση άλλου όπλου, καθώς και η πυροδότηση φυσιγγίων από περισσότερα του ενός όπλα. Πρέπει να σημειωθεί δε, ότι η κρίση του Δικαστηρίου περί μη ύπαρξης άλλων όπλων, πλην αυτού που έφερε ο Γ. Χ., δεν αναιρείται από τις καταθέσεις απάντων των πολιτικώς εναγόντων, οι οποίοι κατηγορηματικά ανέφεραν ότι και οι τρεις ανωτέρω κατηγορούμενοι έφεραν διαφορετικά όπλα και πυροβολούσαν εναντίον τους σχεδόν ταυτόχρονα, αφού ομοεθνείς τους, που φέρονται ότι τραυματίσθηκαν κατά το επίδικο επεισόδιο και έχει ασκηθεί συμπληρωματική ποινική δίωξη σε βάρος των κατηγορουμένων για τις ίδιες πράξεις, στις προανακριτικές τους καταθέσεις περιγράφουν με διαφορετικό τρόπο το γεγονός των πυροβολισμών σε βάρος τους, αναφέροντας συγκεκριμένα ότι με μία καραμπίνα τους πυροβολούσαν ο Γ. και ο Κ. Χ. αρχίζοντας να πυροβολεί ο πρώτος και στη συνέχεια ο δεύτερος (βλ. τις από 21-8-2013, 22-8-2013, 23-8-2013 και 24-8-2013 16 προανακριτικές καταθέσεις των αναφερόμενων σε αυτές υπηκόων ...). Εξάλλου, δεν αποδείχθηκε ότι η παρουσία του Γ. Χ. στο σημείο που προκλήθηκε το επεισόδιο ήταν προσχεδιασμένη και ότι αυτός έφερε το όπλο μαζί του μετά από τηλεφωνική συνεννόηση με τον πρώτο κατηγορούμενο Ν. Β., ο οποίος τον προέτρεψε να εκδιώξει με κάθε τρόπο τους εξεγερμένους αλλοδαπούς εργάτες, προκαλώντας τους με τη χρήση του όπλου ακόμα και σωματικές κακώσεις, γνωρίζοντας και αποδεχόμενος και αυτός το γεγονός ότι από την πράξη αυτή μπορούσε να προκληθεί στους παθόντες, λόγω του χρησιμοποιούμενου μέσου, βαριά σωματική τους βλάβη. Και αυτό διότι, αφενός μεν τον εν λόγω κατηγορούμενο (Ν. Β.) ουδεμία εργοδοτική σχέση τον συνέδεε με τους αλλοδαπούς εργάτες, όπως προαναφέρθηκε, αφετέρου δε εντελώς αόριστα αναφέρεται στην πλειονότητα των καταθέσεων των πολιτικώς εναγόντων ότι, πριν την έναρξη του επεισοδίου, είδαν το Γ. Χ. να συνομιλεί στο κινητό του τηλέφωνο και στη συνέχεια προέβη στους πυροβολισμούς και συνεπώς δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί ασφαλής δικανική κρίση περί της εκ μέρους του Ν. Β. τέλεσης της πράξης της ηθικής αυτουργίας που του αποδίδεται. Ομοίως, δεν αποδείχθηκε ότι και ο πέμπτος κατηγορούμενος N. H. H. έφερε, κατά τη στιγμή του επεισοδίου, ένα σιδερένιο ρόπαλο, κατάλληλο για άμυνα και επίθεση, αφού κανείς από τους εξετασθέντες πολιτικώς ενάγοντες δεν ανέφερε το γεγονός αυτό. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η εργασία του τρίτου κατηγορούμενου Κ. Χ. στα χωράφια του Θ. Α. ήταν περιστασιακή κατά το τελευταίο τρίμηνο, αυτός δε καμία επιστασία δεν ασκούσε στους αλλοδαπούς εργάτες, αφού η πλειονότητα εξ αυτών κατέθεσαν ότι σπάνια τον έβλεπαν στην καλλιέργεια. Εξάλλου, σύμφωνα με τα προεκτιθέμενα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία δεν προέκυψε η εκ μέρους του τέταρτου των κατηγορουμένων Θ. Α. τέλεση πυροβολισμών στον αέρα με πιστόλι αγνώστου τύπου και προελεύσεως, κατά τη στιγμή που διαδραματιζόταν το επίδικο επεισόδιο, με πρόθεση να ενισχύσει τους ανωτέρω δύο συγκατηγορούμενούς του στη διάπραξη της επικίνδυνης σωματικής βλάβης κατά συναυτουργία και κατά συρροή σε βάρος των 35 αλλοδαπών εργατών, όπως του αποδίδεται με το 71/2014 παραπεμπτικό βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Πατρών, δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί σε βάρος του η πράξη της άμεσης συνέργειας στην προαναφερόμενη πράξη της επικίνδυνης σωματικής βλάβης, υπό τα ανωτέρω περιγραφόμενα στο διατακτικό του βουλεύματος πραγματικά περιστατικά. Ωστόσο, ο εν λόγω κατηγορούμενος, ο οποίος, ως έχων την ιδιότητα του εργοδότη των αλλοδαπών εργαζομένων, είχε την ευθύνη για την διευθέτηση οποιουδήποτε ζητήματος δημιουργούνταν σχετικά με τις συνθήκες και τους όρους εργασίας τους, έπρεπε, δεδομένου ότι είχε διαφανεί ήδη δύο μέρες πριν την ημέρα που έλαβε χώρα το επίδικο επεισόδιο, η αντίδραση δυσαρέσκειας των αλλοδαπών εργατών με την πραγματοποίηση απεργίας εκ μέρους τους, να μεριμνήσει για την, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, επίλυση του προβλήματος, διασφαλίζοντας την ομαλή συνεργασία του ιδίου και του επιστάτη συγκατηγορούμενού του Γ. Χ. με αυτούς, προβαίνοντας σε κατάλληλες συμβουλές και υποδείξεις για τη συμπεριφορά που έπρεπε ο τελευταίος να υιοθετήσει τόσο πριν όσο και κατά την εξέλιξη του επίδικου επεισοδίου σχετικά με το χειρισμό των εξαγριωμένων εργατών, οι οποίες έπρεπε να κατευθύνονται στην αποτροπή εκ μέρους του τελευταίου βίαιων ενεργειών σε βάρος των αλλοδαπών εργατών, προσπαθώντας να επιτύχει τον κατευνασμό του θυμού τους και σε περίπτωση που αυτό δεν επιτυγχάνονταν στην απομάκρυνσή του από το χώρο του περιστατικού και την ενημέρωση από τον τελευταίο των αρμοδίων αστυνομικών αρχών, προκειμένου να επιληφθούν νομίμως για την αποτροπή του συμβάντος ή για τη νόμιμη αντιμετώπιση αυτού στην περίπτωση πρόκλησής του (όπως εν προκειμένω έγινε), ενέργειες, στις οποίες ο εν λόγω κατηγορούμενος δεν προέβη, παρότι είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προς τούτο, εξαιτίας της προαναφερόμενης ιδιότητάς του, συνδράμοντας με αυτόν τον τρόπο στην τέλεση εκ μέρους του συγκατηγορουμένου του των πράξεων α) της επικίνδυνης σωματικής βλάβης κατά συρροή σε βάρος των 30 προαναφερόμενων αλλοδαπών εργατών και β) της απόπειρας της επικίνδυνης σωματικής βλάβης κατά συρροή σε βάρος των προαναφερομένων 5 αλλοδαπών εργατών. Κατόπιν των προεκτιθέμενων αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών, από τα οποία προέκυψε ότι δεν συγκροτείται η αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος της εμπορίας ανθρώπων (άρθρο 323Α παρ. 2 του ΠΚ) και επομένως δεν μπορεί περαιτέρω να στοιχειοθετηθεί και οποιαδήποτε ευθύνη για συμμετοχή στο ανωτέρω έγκλημα, δεδομένου ότι οι επιμέρους μορφές συμμετοχής διέπονται από την αρχή της παρακολουθηματικότητας έναντι της κύριας πράξης, που θα πρέπει να είναι αρχικά και τελικά άδικη, προϋπόθεση που, κατά τα προεκτεθέντα, δεν πληρούται εν προκειμένω, το Δικαστήριο άγεται στην κρίση ότι ο πρώτος κατηγορούμενος Ν. Β., ως μη έχων την ιδιότητα του εργοδότη, πρέπει να κηρυχθεί αθώος για την πράξη της εμπορίας ανθρώπων, τελεσθείσα κατ' εξακολούθηση και κατ' επάγγελμα και αθώοι πρέπει να κηρυχθούν οι δεύτερος και τρίτος κατηγορούμενοι Γ. και Κ. Χ. για την πράξη της άμεσης συνέργειας σε εμπορία ανθρώπων τελεσθείσα κατ' εξακολούθηση και κατ' επάγγελμα, που αποδίδεται σε έκαστο εξ αυτών, καθώς επίσης αθώος πρέπει να κηρυχθεί και ο τέταρτος κατηγορούμενος Θ. Α., για την αποδιδόμενη σε αυτόν πράξη της άμεσης συνέργειας σε εμπορία ανθρώπων, τελεσθείσα κατ' εξακολούθηση και κατ' επάγγελμα. Περαιτέρω, αθώος πρέπει να κηρυχθεί ο πρώτος κατηγορούμενος Ν. Β. και για τις λοιπές αποδιδόμενες σε αυτόν άδικες πράξεις, ήτοι της παράβασης του άρθρου 86 παρ. 4 του Ν. 3386/2005 και της ηθικής αυτουργίας σε επικίνδυνη σωματική βλάβη κατά συναυτουργία και κατά συρροή, δεδομένου ότι, ως μη έχων την ιδιότητα του εργοδότη στην προκείμενη περίπτωση, δεν στοιχειοθετείται η αντικειμενική υπόσταση της πρώτης εκ των ανωτέρω πράξεων σε βάρος του, ενώ δεν προέκυψε από τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά η τέλεση από μέρους του της δεύτερης εκ των ανωτέρω άδικων πράξεων. Ακολούθως, αθώος πρέπει να κηρυχθεί ο τρίτος κατηγορούμενος Κ. Χ. για τις λοιπές αποδιδόμενες σε αυτόν άδικες πράξεις της επικίνδυνης σωματικής βλάβης κατά συναυτουργία και κατά συρροή, της παράνομης οπλοφορίας και της οπλοχρησίας, δεδομένου ότι από τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά δεν προέκυψε η τέλεση αυτών. Επίσης, αθώοι πρέπει να κηρυχθούν οι δεύτερος και τέταρτος των κατηγορουμένων Γ. Χ. και Θ. Α. για τις πράξεις της επικίνδυνης σωματικής βλάβης κατά συναυτουργία και της απλής συνέργειας στην επικίνδυνη σωματική βλάβη κατά συναυτουργία, αντίστοιχα, σε βάρος του έκτου των παθόντων H. (ον) MD M. (επ) του S. ...H, δεδομένου ότι από τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά δεν προέκυψε η τέλεση αυτών σε βάρος του προαναφερόμενου παθόντος, καθώς επίσης αθώος πρέπει να κηρυχθεί ο τέταρτος κατηγορούμενος Θ. Α. για τις πράξεις της παράνομης οπλοφορίας και της οπλοχρησίας που του αποδίδονται, ως μη αποδειχθείσα η από μέρους του τέλεσή τους. Τέλος, αθώος πρέπει να κηρυχθεί και ο πέμπτος κατηγορούμενος N. H. H., ο οποίος δικάζεται σαν να ήταν παρών, σύμφωνα με το άρθρο 340 παρ. 3 του ΚΠΔ, καθόσον κλητεύθηκε σύμφωνα με το από 2-5-2014 αποδεικτικό επίδοσης του Αρχιφύλακα Μ. Ν. που υπηρετεί στο Α/Τ ..., για την πράξη της παράνομης οπλοφορίας που του αποδίδεται, διότι από τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά δεν προέκυψε η τέλεση αυτής εκ μέρους του. Περαιτέρω, πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι Α) ο δεύτερος κατηγορούμενος Γ. Χ. α) για την πράξη της απόπειρας επικίνδυνης σωματικής βλάβης κατά συρροή, που τελέσθηκε σε βάρος των B. A., C. T., G. K., H. A. και B. A., εκ των παθόντων, β) για την πράξη της επικίνδυνης σωματικής βλάβης κατά συρροή σε βάρος των λοιπών 30 παθόντων, όπως ειδικότερα αναφέρονται αυτοί ονομαστικά στο διατακτικό της παρούσας, γ) για την πράξη της παράνομης οπλοφορίας και δ) για την πράξη της οπλοχρησίας, Β) ο τέταρτος κατηγορούμενος Θ. Α. α) για την πράξη της απλής συνέργειας σε απόπειρα επικίνδυνης σωματικής βλάβης κατά συρροή, που τελέσθηκε σε βάρος των B. A., C. T., G. K., H. A. και B. A. εκ των παθόντων, τελεσθείσα, κατ' ορθότερο νομικό χαρακτηρισμό, δια παραλείψεως, ως έχων ιδιαίτερη νομική υποχρέωση, β) για την πράξη της απλής συνέργειας στην επικίνδυνη σωματική βλάβη κατά συρροή, που τελέσθηκε σε βάρος των λοιπών 30 παθόντων, όπως ειδικότερα αναφέρονται αυτοί ονομαστικά στο διατακτικό της παρούσας, τελεσθείσα, κατ' ορθότερο νομικό χαρακτηρισμό, δια παραλείψεως, ως έχων ιδιαίτερη νομική υποχρέωση. Στο σημείο αυτό πρέπει να λεχθεί ότι κρίνονται απορριπτέοι ως ουσιαστικώς αβάσιμοι οι προβαλλόμενοι εκ μέρους των κριθέντων ως ενόχων κατηγορουμένων αυτοτελείς ισχυρισμοί περί άμυνας υπέρ τρίτων και καταστάσεως ανάγκης, αφού δεν αποδείχθηκαν τα πραγματικά περιστατικά που θα τους στοιχειοθετούσαν, δεδομένου ότι, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, η αντίδραση των εν λόγω κατηγορουμένων, ήτοι του μεν Γ. Χ. να προβεί σε πυροβολισμούς έναντι των αλλοδαπών εργαζομένων, του δε Θ. Α. να παραλείψει να αποφύγει την πρόκληση του επίδικου αιματηρού επεισοδίου, δεν έλαβε χώρα προς υπεράσπιση των νεοπροσληφθέντων εργαζομένων, οι οποίοι κινδύνευαν από την επίθεση των παθόντων, αλλά προς διασφάλιση των τελάρων με τις φράουλες, τα οποία, όπως ανέφεραν ο τρίτος και ο τέταρτος κατηγορούμενος, έπρεπε να τα φορτώσουν στο φορτηγό, για να μη καταστραφούν από την ενδεχόμενη επίθεση των εξαγριωμένων αλλοδαπών εργατών. Ομοίως η εκ του κατηγορουμένου Γ. Χ. ενέργεια των πυροβολισμών εναντίον των αλλοδαπών εργατών, οι οποίοι κινούνταν επιθετικά και κατά του ιδίου, δεν μπορεί να δικαιολογήσει την από μέρους του αντίδραση ως θεμιτό μέσο υπεράσπισης της σωματικής του ακεραιότητας και της ζωής του, αφού είχε τη δυνατότητα ο ίδιος, για να επιτύχει τούτο, να απομακρυνθεί από το χώρο του επεισοδίου. Εξάλλου, εφόσον από τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά προέκυψε ότι ο ανωτέρω τέταρτος κατηγορούμενος, είχε πραγματικά την ιδιότητα του εργοδότη των τριάντα πέντε (35) τουλάχιστον αλλοδαπών εργατών-πολιτικώς εναγόντων στα καλλιεργούμενα με φράουλες αγροτεμάχιά του, οι οποίοι, όπως αποδείχθηκε, στερούνταν άδειας διαμονής στη χώρα μας και παρά το γεγονός ότι το γνώριζε, αυτός τους απασχολούσε για το χρονικό διάστημα της επίδικης καλλιεργητικής περιόδου (από το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2013 -προφανώς: του έτους 2012- έως το μήνα Απρίλιο του ιδίου έτους), υφίστανται ενδείξεις για την τέλεση εκ μέρους του της άδικης πράξης της παράνομης απασχόλησης αλλοδαπών και επομένως πρέπει να διαβιβαστούν τα πρακτικά της παρούσας δίκης στον αρμόδιο κατά τόπο Εισαγγελέα, προκειμένου να προβεί ο τελευταίος στις δέουσες ενέργειες για τη διερεύνηση τυχόν ποινικής ευθύνης του ως άνω κατηγορούμενου για την εκ μέρους του τέλεση της πράξης της παράβασης του άρθρου 86 παρ. 4 του Ν. 3386/2005, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο διατακτικό της παρούσας, χωρίς να ευσταθεί ο ισχυρισμός του ότι στην ανωτέρω ενέργειά του προέβη, λόγω της υφιστάμενης κατάστασης ανάγκης για τη συγκομιδή των φραουλών, διότι μόνο παρανόμως διαμένοντες στην περιοχή της ...ς αλλοδαποί εργάτες πραγματοποιούσαν αγροτικές εργασίες στην καλλιέργεια των φραουλών και όχι Έλληνες, οι οποίοι απέχουν από την τέλεση των εν λόγω αγροτικών εργασιών, αφού τα ανωτέρω εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά δεν εμπίπτουν σε αυτά που απαιτούνται για τη στοιχειοθέτηση της έννοιας της κατάστασης ανάγκης".
Στη συνέχεια δε των παραδοχών του αυτών, το Δικαστήριο της ουσίας κατέληξε στο αθωωτικό του πόρισμα, διαλαμβάνοντας, ειδικότερα, στο διατακτικό της απόφασής του, ότι "1)
Κηρύσσει ομόφωνα αθώο τον 1° κατηγορούμενο Ν. Β. του ότι: Στους παρακάτω αναφερόμενους τόπο και χρόνους, με περισσότερες πράξεις τέλεσε περισσότερα του ενός εγκλήματα, τα οποία προβλέπονται και τιμωρούνται από το νόμο με στερητικές της ελευθερίας ποινές και πιο συγκεκριμένα: α) Στο 42° χιλιόμετρο της Νέας Εθνικής οδού ..., κατά το από Ιανουαρίου 2011 έως 17 Απριλίου 2013 χρονικό διάστημα, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, με σκοπό να εκμεταλλευθεί ο ίδιος την εργασία άλλων, απόσπασε τη συναίνεσή τους, εκμεταλλευόμενος την ευάλωτη θέση τους, με υποσχέσεις και παροχή άλλων ωφελημάτων. Ενήργησε δε κατ' επάγγελμα. Ειδικότερα, στον παραπάνω τόπο και χρόνο, με σκοπό να εκμεταλλευθεί ο ίδιος την εργασία αλλοδαπών υπηκόων ..., οι οποίοι συρρέουν κατ' έτος αθρόα στην περιοχή της ... Ηλείας προς ανεύρεση εργασίας και πορισμό των προς το ζην, στις καλλιέργειες φράουλας που διατηρεί εκεί για τις ανάγκες της εμπορίας του, απόσπασε τη συναίνεση για την παροχή της εργασίας αυτής διακοσίων (200) και πλέον ατόμων απ' αυτούς, στους οποίους συγκαταλέγονται και οι παρακάτω αναφερόμενοι τριάντα (35) τον αριθμό τοιούτοι και δη οι: 1) (επ) A. B. του N. και της R., γεν. το έτος 1983 στο ..., κάτοικος ..., κάτοχος του ...50/25-07-2012 Δ/νση Αλλ. Αττικής Δελτίου Αιτήσαντος Ασύλου, 2) (επ) K. (ον) L. του A. Κ. και της A., γεν. 05-01-1971 στο ..., κάτοικος ..., κάτοχος του ...580 διαβατηρίου, 3) (επ) K. (ον) G. του C. Μ. και A. B., γεν. 11-09-1986 στο ..., κάτοικος ..., κάτοχος του ….8000/17-12-2011 Δελτίου Αιτήσαντος Ασύλου, 4) (επ) T. (ον) C. του T. και J. Β., γεν. το 1978 στο ..., κάτοικος ..., 5) (επ) A. H. του P. U. και A. B., γεν. 15-03-1967 στο ..., κάτοικος ..., κάτοχος του ...541 διαβατηρίου και της GR...43 αδείας διαμονής με λήξη 22-06-2014, 6) (επ) A. (ον) B. του M.-R. και A.-B., γεν. 04-04-1974 στο ..., κάτοικος ..., κάτοχος του …790/15-11-2011 Δελτίου Αιτήσαντος Ασύλου, 7) (επ) C. M. του T..R και της R., γεν. το 1982 στο ..., κάτοικος ..., 8) (επ) MD J. του A.-M. και J., γεν. το έτος 1990 στο ..., κάτοικος ..., 9) (επ) ...H (ον) A. του A.- Ι. και M.-B., γεν. 01-02-1985 στο ..., κάτοικος ..., 10) (επ) M. M. του M.-A. και της K.-B., γεν. το έτος 1988 στο ..., κάτοικος ..., 11) (επ) Μ. R. του M. και της R., γεν. το έτος 1982 στο ..., κάτοικος ..., 12) (επ) S. H. του M.-S. και της S. B., γεν. το έτος 1987 στο ..., κάτοικος ..., 13) (επ) M... (ον) I... του M...-M... και της J.-B., γεν. το έτος 1987 στο ..., κάτοικος ..., 14) (επ) Μ. (ον) K. του Μ. και της R., γεν. το έτος 1987 στο ..., κάτοικος ..., 15) (επ) E. (ον) N. του S. και της Α., γεν. το έτος 1981 στο ..., κάτοικος ..., 16) (επ) M. (ον) U. του S. και της N., γεν. 1/2/1986 στο ..., κάτοικος ..., 17) (επ) S. (ον) H. του A.-A. και S., γεν. το έτος 1987 στο ..., κάτοικος ..., 18) (επ) F. J. του K. και K., γεν. 20/6/1957 στο ..., κάτοικος ..., 19) (επ) Μ. (ον) J. του J. και H., γεν. το έτος 1987 στο ..., κάτοικος ..., 20) (επ) M. R. του M. και A., γεν. το έτος 1981 στο ..., κάτοικος ..., 21) (επ) F. M. του M. J. και της S. B., γεν. 10/10/1988 στο ..., κάτοικος ..., 22) (επ) Μ. (ον) S. του D. και S., γεν. το έτος 1990 στο ..., κάτοικος ..., 23) S. A. του A.-G. και M.-A., γεν. το έτος 1990 στο ..., κάτοικος ..., 24) A.-M. M. του A.-A. και S., γεν. το έτος 1993 στο ..., κάτοικος ..., 25) A. D. του M.-A. και J.-B., γεν. το έτος 1981 στο ..., κάτοικος ..., 26) MD (ον) M. του S. και Z., γεν. το 1986 στο ..., κάτοικος ..., 21) H. R. του Ρ.- H. και A., γεν. 15/01/1980 στο ..., κάτοικος ..., 28) H. B. του C. και R., γεν. το έτος 1980 στο ..., κάτοικος ..., 29) M. T. του M.-S. και F., γεν. το έτος 1982 στο ..., κάτοικος ..., 30) A. H. του N.-A. και S., γεν. το έτος 1997 στο ..., κάτοικος ..., 31) ) J. H. Τ. A.-L. και N., γεν. το έτος 1981 στο ..., κάτοικος ..., 32) M. M. του J. S. και H. B., γεν. το έτος 1988 στο ..., κάτοικος ..., 33) M. A. H. του M. S. Μ. και της M. R., γεν. το έτος 1987 στο ..., κάτοικος ..., 34) A.L K. του R. και A., γεν. το έτος 1983, στο ..., κάτοικος ... και 35) Μ. O. του M. και B. M., γεν. το έτος 1989 στο ..., κάτοικος ..., εκμεταλλευόμενος την ευάλωτη θέση τους και δη το γεγονός: α) ότι οι περισσότεροι από αυτούς διέμεναν παράνομα στη χώρα και ως εκ τούτου δεν είχαν τη δυνατότητα να μετακινούνται ελεύθερα, β) είχαν ανάγκη να εργασθούν για βιοπορισμό και γ) αγνοούσαν την ελληνική γλώσσα και έτσι δεν μπορούσαν να διεκδικήσουν ευχερώς τα δικαιώματά τους, με την υπόσχεση ότι θα τους κατέβαλε ημερομίσθιο ανερχόμενο στο ποσό των 22 ευρώ και παρέχοντάς τους και άλλα ωφελήματα και δη τόπο και υλικά για την κατασκευή πρόχειρων καταλυμάτων που θα ικανοποιούσαν στοιχειωδώς τις στεγαστικές τους ανάγκες. Έτσι ενεργώντας, μετά την εγκατάσταση των ανωτέρω στα πρόχειρα καταλύματα, απαιτούσε απ' αυτούς, με τη συνδρομή των συγκατηγορουμένων του Γ., Κ. Χ. και Θ. Α., τους οποίους είχε προσλάβει ως επιστάτες, να εργάζονται, παρά το γεγονός ότι δεν τους είχε καταβάλει δεδουλευμένα, που ανέρχονταν συνολικά (για όλους τους εργαζόμενους) στο ποσό των 200.000 περίπου ευρώ, απειλώντας τους ότι, εάν απαιτούσαν την καταβολή των δεδουλευμένων, θα τους έκαιγε μαζί με τις παράγκες, στις οποίες διέμεναν. Όταν δε στις 17-4-2013 οι εργαζόμενοι στην καλλιέργεια φράουλας αλλοδαποί, υπήκοοι ..., απαίτησαν από αυτόν να τους καταβάλει τα οφειλόμενα ημερομίσθια, αρνούμενοι να εργασθούν, τους απέλυσε και προσέλαβε στη θέση τους άλλους ομοεθνείς τους. Από την επανειλημμένη τέλεση δε της πιο πάνω πράξης του, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος, λόγω εκμεταλλεύσεως της εργασίας μεγάλου αριθμού αναξιοπαθούντων αλλοδαπών εργατών...2)
Κηρύσσει ομόφωνα αθώο τον 3ο κατηγορούμενο Κ. Χ. του ότι: Στους παρακάτω αναφερόμενους τόπο και χρόνους, με περισσότερες πράξεις τέλεσε περισσότερα του ενός εγκλήματα, τα οποία προβλέπονται και τιμωρούνται από το νόμο με στερητικές της ελευθερίας ποινές και πιο συγκεκριμένα: α) Στο 42° χιλιόμετρο της Νέας Εθνικής οδού ..., κατά το από μηνός Ιανουαρίου 2011 έως 17 Απριλίου 2013 χρονικό διάστημα, με περισσότερες πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, ενεργώντας εκ προθέσεως, παρέσχε άμεση συνδρομή, μετά των συγκατηγορουμένων του Γ. Χ. και Θ. Α., στον πρώτο κατηγορούμενο κατά τη διάρκεια και στην εκτέλεση απ' αυτόν της κύριας αξιόποινης πράξης της εμπορίας ανθρώπων, τελεσθείσας κατ' εξακολούθηση και κατ' επάγγελμα, όπως αυτή ειδικότερα περιγράφεται ανωτέρω, ενήργησε δε και αυτός κατ' επάγγελμα. Πιο συγκεκριμένα, γνωρίζοντας το εγκληματικό σχέδιο και τις προθέσεις του συγκατηγορούμενού του για εκμετάλλευση της εργασίας των ανωτέρω αλλοδαπών εργατών φράουλας, υπηκόων ..., τον συνέδραμε κατά την υλοποίηση τούτου και δη κατά την εκτέλεση απ' αυτόν της ανωτέρω περιγραφόμενης αξιόποινης πράξης, απαιτώντας ειδικότερα απ' αυτούς (εργάτες), με την ιδιότητα του επιστάτη, να εργάζονται συνεχώς στην καλλιέργεια και συγκομιδή της φράουλας του εργοδότη τους, χωρίς να αξιώνουν όλα τα δεδουλευμένα, με την απειλή ότι, άλλως, θα τους έκαιγαν μαζί με τις παράγκες, στις οποίες διέμεναν. Από την επανειλημμένη δε τέλεση της πράξης του αυτής, προκύπτει σκοπός του για πορισμό παράνομου εισοδήματος, λόγω των υψηλών αμοιβών που ελάμβανε, ένεκα κυρίως του ρόλου του στην εκμετάλλευση της εργασίας των αναξιοπαθούντων αλλοδαπών εργατών, από τον εργοδότη και συγκατηγορούμενό του Ν. Β....
Κηρύσσει ομόφωνα αθώους τους δεύτερο και τέταρτο κατηγορουμένους Γ. Χ. και Θ. Α., αντίστοιχα, του ότι: α) Στο 42° χιλιόμετρο της ΝΕΟ ..., κατά το από μηνός Ιανουαρίου 2011 έως 17 Απριλίου 2013 χρονικό διάστημα, με περισσότερες από μία πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, ενεργώντας εκ προθέσεως, παρέσχον άμεση συνδρομή στον πρώτο κατηγορούμενο Ν. Β., κατά τη διάρκεια και στην εκτέλεση απ' αυτόν της κύριας αξιόποινης πράξης της εμπορίας ανθρώπων, τελεσθείσας κατ' εξακολούθηση και κατ' επάγγελμα, όπως αυτή ειδικότερα περιγράφεται ανωτέρω. Ενήργησαν δε και αυτοί κατ' επάγγελμα. Πιο συγκεκριμένα, γνωρίζοντας το εγκληματικό σχέδιο και τις προθέσεις του Ν. Β. για εκμετάλλευση της εργασίας των ανωτέρω αλλοδαπών εργατών φράουλας, υπηκόων ..., τον συνέδραμαν κατά την υλοποίηση τούτου και δη κατά την εκτέλεση απ' αυτόν της ανωτέρω αξιόποινης πράξης, απαιτώντας ειδικότερα απ' αυτούς (εργαζόμενους), με την ιδιότητα των επιστατών, να εργάζονται συνεχώς στην καλλιέργεια και συγκομιδή της φράουλας του εργοδότη τους, χωρίς να αξιώνουν όλα τα δεδουλευμένα, με την απειλή ότι, άλλως, θα τους έκαιγαν, μαζί με τις παράγκες, στις οποίες διέμεναν. Από την επανειλημμένη δε τέλεση της πράξης τους αυτής, προκύπτει σκοπός τους για πορισμό παράνομου εισοδήματος, λόγω των υψηλών αμοιβών που ελάμβαναν, ένεκα κυρίως του ρόλου τους στην εκμετάλλευση της εργασίας των αναξιοπαθούντων αλλοδαπών εργατών από τον εργοδότη και συγκατηγορούμενό τους Ν. Β....".
Σύμφωνα με το προεκτεθέν περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασής του, το Δικαστήριο της ουσίας, ως προς την αξιόποινη πράξη της εμπορίας ανθρώπων: α) ήχθη στην απαλλακτική του κρίση, επειδή έκρινε, ότι πρόσληψη του θύματος, εξαιτίας παράσυρσής του, με εκμετάλλευση της ευάλωτης θέσης του από το δράστη, υφίσταται, όταν το θύμα παραδίδει πλήρως την ελευθερία του στο δράστη, προϋπόθεση, που, κατά τις παραδοχές του, δεν συνέτρεχε στη συγκεκριμένη υπόθεση, αφού, ενόψει των ανωτέρω ελευθεριών των εργαζομένων, τις οποίες δέχτηκε και, συγκεκριμένα, της δυνατότητάς τους να κινούνται ελεύθερα, να μεταβαίνουν στη ..., να κάνουν αγορές από τα καταστήματα, να αθλούνται και να αναπτύσσουν κοινωνικές επαφές, έκρινε, ότι αυτοί δεν είχαν τεθεί υπό την πλήρη εξουσία του δράστη, δεν βίωναν αποκλεισμό από τον εξωτερικό κόσμο και είχαν περιθώρια εγκατάλειψης της εργασιακής τους σχέσης και επιλογής άλλης εργασίας. β) Κήρυξε, περαιτέρω, αθώο τον πρώτο κατηγορούμενο Ν. Β., επειδή δέχτηκε, ότι αυτός δεν ήταν εργοδότης των αλλοδαπών εργαζομένων. γ) Δέχτηκε, ότι οι αλλοδαποί εργαζόμενοι δεν ήταν σε ευάλωτη θέση και, συνεπώς, ότι δεν στοιχειοθετείται στη συγκεκριμένη υπόθεση η αξιόποινη πράξη της εμπορίας ανθρώπων, καθόσον βρίσκονταν μεν οι παραπάνω αλλοδαποί παράνομα στη Χώρα, τούτο, όμως, δεν ήταν, κατά την κρίση του, αρκετό για την κατάφαση της ευάλωτης θέσης τους, διότι βίωναν μεν, εξαιτίας της παράνομης παραμονής τους, μια προβληματική κατάσταση, η προβληματική, όμως, αυτή κατάστασή τους απείχε από την εξαθλίωση και την απόλυτη αδυναμία αυτοπροστασίας τους, που χαρακτηρίζουν την ευάλωτη θέση. δ) Δεν πείσθηκε το Δικαστήριο της ουσίας για απειλητική και εκφοβιστική συμπεριφορά των ανωτέρω τριών τελευταίων κατηγορουμένων έναντι των αλλοδαπών και, συνεπώς, για τέλεση της παραπάνω αξιόποινης πράξης με τα εξαναγκαστικά μέσα της πρώτης παραγράφου του άρθρου 323Α ΠΚ, διότι, κατά τις παραδοχές του, τότε, οι αλλοδαποί, λόγω του φόβου τους, θα είχαν αποχωρήσει από τον εργασιακό τους χώρο, άνευ άλλου τινός, αφού, σύμφωνα με τις ίδιες παραδοχές του, κατά την κοινή λογική, το συναίσθημα του φόβου, που αγγίζει την απειλή για την ίδια τη ζωή και η αντιμετώπισή του, υπερτερεί έναντι οποιουδήποτε άλλου οφέλους ή αγαθού, όπως η διεκδίκηση της οφειλόμενης αμοιβής, η ανάγκη για βιοπορισμό, έστω και αν δεν μπορεί να επιτευχθεί, λόγω της αντικειμενικής αδυναμίας εξεύρεσης άλλης εργασίας. ε) Τέλος, το ΜΟΔ Πατρών, μετά την αθώωση, για τον παραπάνω λόγο, του Ν. Β., που είχε κατηγορηθεί, ως αυτουργός του εγκλήματος της εμπορίας ανθρώπων, αθώωσε και τους άμεσους συνεργούς ανωτέρω τρεις τελευταίους κατηγορουμένους, λόγω του παρακολουθηματικού χαρακτήρα της άμεσης συνέργειας. Με αυτά που δέχτηκε και έτσι που έκρινε το ΜΟΔ Πατρών με την προσβαλλόμενη απόφασή του, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικού ποινικού δικαίου διατάξεις του άρθρου 323Α ΠΚ, ενώ δεν διέλαβε στην απόφασή του αυτή την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, που απαιτείται από τα άρθρα 93 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ. Ειδικότερα, δεν εκτίθενται στην εν λόγω απόφασή του, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και στηρίζουν την ανυπαρξία των στοιχείων, που απαιτούνται για τη συγκρότηση της αντικειμενικής υπόστασης του παραπάνω εγκλήματος, διαλαμβάνοντας ελλιπείς και ασαφείς αιτιολογίες, εξαιτίας των οποίων στέρησε την απόφασή του αυτή νόμιμης βάσης, καθιστώντας ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή μη εφαρμογή των διατάξεων του παραπάνω άρθρου, όπως και εκείνων των άρθρων 45 και 46 παρ. 1β ΠΚ.
Συγκεκριμένα: Ήχθη το Δικαστήριο της ουσίας στην απαλλακτική του κρίση για την παραπάνω αξιόποινη πράξη, επειδή δέχτηκε, ότι οι αλλοδαποί εργαζόμενοι δεν είχαν παραδώσει πλήρως την ελευθερία τους στο δράστη, ενώ, κατά την προεκτεθείσα σκέψη, τούτο δεν αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του παραπάνω εγκλήματος, αλλά εκείνου του άρθρου 323 ΠΚ και έτσι, με την κρίση του αυτή, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφήρμοσε τις διατάξεις του άρθρου 323Α ΠΚ, τις οποίες παραβίασε ευθέως.
Περαιτέρω, δεν διέλαβε ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ως προς την αθώωση του πρώτου κατηγορουμένου Ν. Β., καθόσον αρκέσθηκε για την αθώωσή του στο ότι αυτός δεν είχε την, κατά την εργατική νομοθεσία, ιδιότητα του εργοδότη των αλλοδαπών εργατών, αιτιολογία, όμως, η οποία είναι ελλιπής, αφού, κατά την προεκτεθείσα σκέψη, η έλλειψη της ιδιότητας αυτής δεν αρκεί μόνη για τη μη θεμελίωση της υπόστασης του παραπάνω εγκλήματος. Παράλληλα, δεν αξιολόγησε το Δικαστήριο της ουσίας, αν και κατά πόσο οι παραδοχές του για τον παραπάνω κατηγορούμενο πληρούν ή όχι, σε συνδυασμό και με τις λοιπές παραδοχές του, ως προς τις συνθήκες απασχόλησης, αμοιβής και διαβίωσης των αλλοδαπών εργαζομένων, την υπόσταση της αξιόποινης πράξης του άρθρου 323Α ΠΚ, που αποδόθηκε στον ανωτέρω κατηγορούμενο, καίτοι, βάσει των παραδοχών του αυτών, ο εν λόγω κατηγορούμενος δεν ήταν αμέτοχος, όπως εμφανίζεται με την προσβαλλόμενη απόφαση, των συνθηκών εργασίας των αλλοδαπών εργατών και του καθορισμού και της καταβολής της αμοιβής τους για την παραπάνω εργασία τους. Συνίστανται δε οι μη αξιολογηθείσες αυτές παραδοχές του Δικαστηρίου της ουσίας, ως προς τον πρώτο κατηγορούμενο, στο ότι: 1) "όλες οι δαπάνες και κάθε έξοδο παραγωγής αγροτικών προϊόντων (άρα και οι σχετικές εργατικές αμοιβές) θα καταβάλλονταν από την εταιρεία του", 2) "η τιμή πώλησης του προϊόντος (της φράουλας) θα καθοριζόταν με συμφωνία του παραγωγού και της εταιρείας του και θα λάμβανε υπόψη (δηλ., θα αφαιρούνταν) όλα τα ποσά που θα είχε καταβάλει η εταιρεία του για έξοδα παραγωγής", 3) "υποχρέωσή του ήταν η χρηματοδότηση των παραγωγών για την καλλιέργεια της φράουλας και θα κάλυπτε όλα τα έξοδα παραγωγής", 4) "στις 15-4-2013 επιχειρήθηκε συνάντηση των εργαζομένων μαζί του για τη διεκδίκηση των οφειλομένων δεδουλευμένων τους", 5) "η κρίση του ΜΟΔ ως προς το οφειλόμενο στους εργαζόμενους ποσό επιρρωνύεται και από τους εξετασθέντες μάρτυρες Α. Μ. και Α. Μ., εκ των οποίων ο πρώτος τυγχάνει λογιστής και η δεύτερη βοηθός λογιστή του ανωτέρω κατηγορουμένου", 6) "για την καθυστέρηση της αμοιβής των εργαζομένων, ο ανωτέρω κατηγορούμενος είχε λάβει μια πρώτη ενημέρωση κατά την επίσκεψή του περί τα τέλη Μαρτίου 2013 στις καλλιεργούμενες εκτάσεις", 7) "κατά την επίσκεψή του αυτή, τον προσέγγισαν οι επικεφαλείς των εργαζομένων και του εξέφρασαν τα παράπονά τους για την καθυστέρηση της πληρωμής τους, λαμβάνοντας τη διαβεβαίωση από τον ίδιο ότι το ζήτημα της πληρωμής τους θα διευθετηθεί", 8) "είχαν προηγηθεί οι συστάσεις του εν λόγω κατηγορουμένου προς το Θ. Α., για τη διευθέτηση του ζητήματος της πληρωμής των εργαζομένων", 9) "το πρωί της 17-4-2013 πραγματοποιήθηκε συνάντηση στο συσκευαστήριο του κατηγορουμένου αυτού μεταξύ των επικεφαλείς των εργαζομένων και των Θ. Α. και Γ. Χ. προς εξεύρεση λύσης της οικονομικής διαφοράς" και 10) "οι εργαζόμενοι, κατά τη συνάντηση αυτή, ζήτησαν να μιλήσουν με τον ανωτέρω κατηγορούμενο, αλλά δεν τους άφησαν".
Ωσαύτως, ενόψει του ότι, κατά την προεκτεθείσα σκέψη, απαιτείται, για τη στοιχειοθέτηση του παραπάνω εγκλήματος, παράσυρση του θύματος με εκμετάλλευση της ευάλωτης θέσης του, διέλαβε η προσβαλλόμενη απόφαση ελλιπή και ασαφή αιτιολογία, ως προς το ουσιώδες, για τη διάγνωση της βασιμότητας της ανωτέρω κατηγορίας, ζήτημα της ευάλωτης ή μη θέσης των αλλοδαπών εργατών, καθόσον, ενώ αρχικά δέχεται, ότι οι εν λόγω αλλοδαποί βίωναν, εκ του ότι βρίσκονταν παράνομα στη Χώρα, μια προβληματική κατάσταση, δέχεται ακολούθως, ότι, παρά την προβληματική αυτή κατάστασή τους, δεν είχαν περιέλθει οι αλλοδαποί σε ευάλωτη θέση, καθόσον η παραπάνω κατάστασή τους, απείχε από την εξαθλίωση και την απόλυτη αδυναμία αυτοπροστασίας τους, ως στοιχείο χαρακτηρισμού της ευάλωτης θέσης, χωρίς, όμως, να προσδιορίζει το ΜΟΔ, στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την έννοια και τα χαρακτηριστικά της προβληματικής κατάστασης, που, κατά τις παραδοχές του, βίωναν οι αλλοδαποί, προκειμένου να διαπιστωθεί, αν, εξαιτίας της προβληματικής αυτής κατάστασής τους, είχαν περιέλθει οι εν λόγω αλλοδαποί σε απόλυτη αδυναμία αυτοπροστασίας και, συνεπώς, σε ευάλωτη θέση, ενώ δεν αναφέρεται ο λόγος, για τον οποίο η προβληματική αυτή κατάστασή τους δεν επέφερε απόλυτη αδυναμία αυτοπροστασίας τους και, συνεπώς, περιέλευση των αλλοδαπών σε ευάλωτη θέση.
Εξάλλου, η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς την αθώωση των κατηγορουμένων Θ. Α. και Γ. Χ., εξαιτίας μη απειλητικής και εκφοβιστικής συμπεριφοράς αυτών έναντι των αλλοδαπών εργατών, διέλαβε ελλιπή αιτιολογία, καθόσον στήριξε την κρίση της, ως προς τη μη τέλεση από τους κατηγορούμενους που προαναφέρθηκαν της ανωτέρω αξιόποινης πράξης με τα παραπάνω εξαναγκαστικά μέσα της πρώτης παραγράφου του άρθρου 323Α ΠΚ, όχι σε πραγματικά γεγονότα, που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, αλλά στην παραδοχή ότι "δεν πείσθηκε το Δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση αυτή για απειλητική και εκφοβιστική συμπεριφορά των ανωτέρω κατηγορουμένων έναντι των αλλοδαπών, διότι η τέλεση τέτοιων εκφοβιστικών γεγονότων θα έπρεπε να οδηγήσει τους αλλοδαπούς στην αποχώρησή τους από τον εργασιακό χώρο, άνευ άλλου τινός, αφού, κατά την κοινή λογική, το συναίσθημα του φόβου, που αγγίζει την απειλή για την ίδια τη ζωή και η αντιμετώπισή του, υπερτερεί έναντι οποιουδήποτε άλλου οφέλους ή αγαθού, όπως διεκδίκηση οφειλόμενης αμοιβής, ανάγκη για βιοπορισμό, που δεν μπορεί να επιτευχθεί, λόγω της αντικειμενικής αδυναμίας εξεύρεσης άλλης εργασίας". Είναι δε ελλιπής η ανωτέρω, βάσει της παραπάνω παραδοχής, αθωωτική αιτιολογία, διότι η παραδοχή αυτή δεν συνιστά πραγματικό γεγονός, αλλά συμπέρασμα του Δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο δεν στηρίζεται σε πραγματικά γεγονότα, αφού δεν αναφέρονται τέτοια.
Τέλος, αν και οι κατηγορηθέντες ως άμεσοι συνεργοί του παραπάνω εγκλήματος Θ. Α., Γ. Χ. και Κ. Χ. αθωώθηκαν με την προσβαλλόμενη απόφαση, λόγω αθώωσης του αυτουργού του εγκλήματος αυτού Ν. Β. και του παρακολουθηματικού χαρακτήρα της άμεσης συνέργειας, το Δικαστήριο της ουσίας δεν διερεύνησε στη συνέχεια, όπως, κατά την προεκτεθείσα σκέψη, όφειλε και, συνεπώς, η προσβαλλόμενη απόφασή του δεν αιτιολογεί την τέλεση ή μη της παραπάνω αξιόποινης πράξης από τους ανωτέρω κατηγορουμένους, ως αυτουργών, με τα εξαναγκαστικά μέσα της πρώτης παραγράφου του άρθρου 323Α ΠΚ, μάλιστα δε ενόψει αφενός μεν των όσων προεξετέθησαν για έλλειψη αιτιολογίας της ίδιας απόφασης, ως προς την απειλητική και εκφοβιστική συμπεριφορά των δύο πρώτων των ανωτέρω κατηγορουμένων έναντι των αλλοδαπών εργατών, αφετέρου δε του ότι με την ίδια απόφαση καταδικάστηκαν ο μεν Γ. Χ. για επικίνδυνη σωματική βλάβη εναντίον 30 εκ των ανωτέρω αλλοδαπών και για απόπειρα επικίνδυνης σωματικής βλάβης εναντίον 5 εκ των αλλοδαπών αυτών, με τη χρήση κυνηγετικού όπλου και στις δυο περιπτώσεις, ο δε Θ. Α. για απλή συνέργεια στις παραπάνω αξιόποινες πράξεις.
Επομένως, είναι βάσιμοι οι λόγοι της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης υπέρ του νόμου του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠΔ, αφού η προσβαλλόμενη απόφαση, με όσα παραπάνω δέχτηκε, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις του άρθρου 323Α ΠΚ, τις οποίες παραβίασε ευθέως, ενώ, λόγω των προαναφερθεισών ελλείψεων και ασαφειών, δεν έχει την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και, κατά συνέπεια, παραβίασε και εκ πλαγίου τις διατάξεις του παραπάνω άρθρου, όπως και εκείνες των άρθρων 45 και 46 παρ. 1β ΠΚ. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτή η αναίρεση και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, κατ' άρθρο 505 παρ. 2 ΚΠΔ, τηρουμένων, όμως,
απαραμείωτων των δικαιωμάτων των ως άνω κατηγορουμένων.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί υπέρ του νόμου την 75-81, 85-87, 111-128/2014 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Πατρών, ως προς την αξιόποινη πράξη της εμπορίας ανθρώπων και της άμεσης συνέργειας σ' αυτή.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Μαΐου 2019.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 18 Ιουνίου 2019.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ

Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή