Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1128 / 2009    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό.




Περίληψη:
Αναίρεση βουλεύματος για κακουργηματική απάτη, με την επίκληση του λόγου της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Ανεπάρκεια αιτιολογίας. Αναιρεί και παραπέμπει.




ΑΡΙΘΜΟΣ 1128/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη - Εισηγητή και Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 18 Μαρτίου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κάτοικο ......, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 1914/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντες τους: 1. Ψ1, κάτοικο ...... και 2. Ψ2, κάτοικο Περιστερίου Αττικής. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 11 Δεκεμβρίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 72/2009.
Έπειτα η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ευτέρπη Κουτζαμάνη, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ανδρέα Ζύγουρα με αριθμό 54/3.2.2009, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Φέρομεν ενώπιον του Δικαστηρίου υμών, συμφώνως με το άρθρον 485 παρ. 1 Κ.Π.Δ., την παραδεκτώς, κατά τας διατάξεις των άρθρων 465 παρ. 1, 473 παρ. 1, 474 και 482 παρ. 1 ιδίου Κώδικος ασκηθείσαν υπό του κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ......, οδός ...... αριθμ. ..., από 11 Δεκεμβρίου 2008 αίτησιν αναιρέσεως, κατά του υπ'αριθμ. 1914/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτομεν τα εξής:
Ι. Διά του πληττομένου βουλεύματος απερρίφθη κατ'ουσίαν η έφεσις του ανωτέρω κατηγορουμένου κατά του υπ'αριθμ. 508/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, που τον παρέπεμψεν εις το ακροατήριον διά να δικασθή δι'άμεσον συνέργειαν εις απάτην, κατ'επάγγελμα και κατά συνήθειαν, εκ της οποίας το περιουσιακόν όφελος και η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνουν συνολικώς το ποσόν των 15.000 ευρώ ή 5.000.000 δρχ. (άρθρα 46 παρ. 1 εδ. β' και 386 παρ. 1 και 3 εδ. α' Π.Κ.). Κατά του βουλεύματος τούτου παραπονείται ήδη ο αναιρεσείων, προβάλλων τον υπό του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. δ' Κ.Π.Δ. λόγον αναιρέσεως, της ελλείψεως ειδικής αιτιολογίας.
ΙΙ. 'Ελλειψις της απαιτουμένης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος, η οποία ιδρύει τον υπό του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. δ' προβλεπόμενον λόγον αναιρέσεως, υπάρχει όταν εις το βούλευμα του Συμβουλίου δεν εκτίθενται με πληρότητα, σαφήνειαν και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκρισιν ή προανάκρισιν σχετικώς με την αποδιδομένην εις τον κατηγορούμενον αξιόποινον πράξιν, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αύτα και αι σκέψεις με τας οποίας έκρινεν, ότι υφίστανται αποχρώσαι ενδείξεις ενοχής διά την παραπομπήν του κατηγορουμένου εις το ακροατήριον (Α.Π. 1348/2008 Πραξ Λογ ΠΔ 2008 σελ. 289, κ.ά.).
ΙΙΙ. Εκ της διατάξεως του άρθρου 386 παρ. 1 Π.Κ. προκύπτει, ότι προς στοιχειοθέτησιν του εγκλήματος της απάτης απαιτείται: α) σκοπός του δράστου να αποκομίση ο ίδιος ή άλλος παράνομον περιουσιακόν όφελος, όχι δε και πραγματοποίησις του οφέλους αυτού, β) εν γνώσει παραστάσις ψευδών γεγονότων ως αληθών ή αθέμιτος απόκρυψις ή παρασιώπησις αληθών, εκ της οποίας παρεπλανήθη άλλος και γ) βλάβη ξένης περιουσίας, τελούσης εις αιτιώδη συνάφειαν με τας παραπλανητικάς ενεργείας ή παραλείψεις (ολ. Α.Π. 5/2008 με σύμφωνον αίτησιν αναιρέσεώς μας, Πραξ Λογ ΠΔ 2008 σελ. 364). Περαιτέρω κατά την παρ. 3 εδ. α' ιδίου άρθρου 386, όπως αντικατεστάθη δι'άρθρου 14 παρ. 4 ν.2721/1999, η απάτη προσλαμβάνει κακουργηματικόν χαρακτήρα, εάν ο δράστης διαπράττη απάτας κατ'επάγγελμα και κατά συνήθειαν και το συνολικόν όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσόν των 15.000 ευρώ. Αι έννοιαι της κατ'επάγγελμα και κατά συνήθειαν τελέσεως του εγκλήματος προσδιορίζονται υπό του άρθρου 13 εδ. στ' Π.Κ. Κατ'επάγγελμα τέλεσις του εγκλήματος συντρέχει, όταν εκ της επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως ή εκ της υποδομής που έχει διαμορφώση ο δράστης με πρόθεσιν επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως, προκύπτη σκοπός αυτού προς πορισμόν εισοδήματος. Κατ'επάγγελμα τέλεσις υπάρχει και όταν η πράξις τελείται το πρώτον, όχι όμως ευκαιριακώς αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή όταν εκ της υποδομής που έχει διαμορφώσει ο δράστης και της οργανωμένης ετοιμότητός του με πρόθεσιν επανειλημμένης τελέσεως προκύπτει σκοπός του προς πορισμόν εισοδήματος (Α.Π. 628/2007 Ποιν Δικ 2007 σελ. 1102 κ.ά.). Κατά συνήθειαν τέλεσις του εγκλήματος συντρέχει, όταν εκ της επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως προκύπτει σταθερά ροπή του δράστου προς διάπραξιν του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείον της προσωπικότητος αυτού (Α.Π. 1649/2006 Ποιν Δικ 2007 σελ. 380 κ.ά.). Η διάταξις της παρ. 3 εδ. α' του άρθρου 386 Π.Κ., όπως αντικ. δι'άρθρου 14 παρ. 4 ν. 2721/1999, είναι ηπιώτερα της προηγουμένης ρυθμίσεως και εφαρμόζεται και επί πράξεων τελεσθεισών προ της ισχύος του ν. 2721/1999 (ολ. Α.Π. 5/2008 με σύμφωνον αίτησιν αναιρέσεώς μας, ενθ'ανωτ.). Τέλος εκ της διατάξεως του άρθρου 46 παρ. 1 εδ. β' Π.Κ. προκύπτει, ότι διά την ύπαρξιν αμέσου συνεργείας εις την τελουμένην παρ'άλλου αξιόποινον πράξιν, απαιτείται παροχή αμέσου συνδρομής υπό του συνεργού κατά την διάρκειαν της κυρίας πράξεως και κατά την εκτέλεσιν αυτής υπό του αυτουργού, ούτως ώστε χωρίς την συνδρομήν εκείνου να μη ήτο δυνατή μετά βεβαιότητος η διάπραξις του εγκλήματος υπό τας περιστάσεις που ετελέσθη (Α.Π. 547/2008 ΝοΒ 56 σελ. 1910 κ.ά.).
ΙV. Εις την προκειμένην περίπτωσιν το Συμβούλιον Εφετών, που εξέδωσε το πληττόμενον βούλευμα, εδέχθη ότι από την εκτίμησιν των αναφερομένων αποδεικτικών στοιχείων, ήτοι μαρτυρικών καταθέσων, εγγράφων της δικογραφίας και απολογίας κατηγορουμένων, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Ο Α, συγκατηγορούμενος του εκκαλούντος, στον ...... στις 26-6-1998 εμφανίσθηκε στον συμβολαιογράφο Πειραιώς Β, όπου τον οδήγησε ο εκκαλών, γνώριμός του από παλαιά συνεργασία (με τον Β), προκειμένου αυτός να συντάξει το ...... πληρεξούσιο, σύμφωνα με το οποίο η Γ καθιστούσε πληρεξουσίους της την μηνύτρια Ψ2 και του μηνυτή Ψ1, ώστε αυτοί να μεταβιβάσουν βάσει αυτού το ακίνητο της Γ , σε περίπτωση που δεν εξοφληθεί το χορηγηθέν σε αυτήν δάνειο από αυτούς μέχρι 31-12-1998, η δε σύνταξη αυτού έγινε χωρίς την παρουσία της ως άνω εντολέως που εκπροσωπήθηκε από αυτόν δυνάμει του υπ'αριθμ. ......πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Αθηνών Δ, το οποίο όμως ήταν εξυπαρχής πλαστό, πλαστογραφηθέν από τον ίδιο τον Α, παραπεμφθέντα προς τούτο να δικασθεί με το υπ'αριθμ. 1082/2004 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, αποκρύπτοντας δε έτσι το γεγονός της πλαστότητας. Ο εκκαλών εμφανίσθηκε ενώπιον του παραπάνω Συμβολαιογράφου, εν γνώσει του ότι το υπ'αριθμ. ...... πληρεξούσιο ήταν πλαστό αποκρύπτοντας τούτο από τον συμβολαιογράφο, που εάν εγνώριζε την αλήθεια δεν θα συνέτασσε το παραπάνω με το πληρεξούσιό του και αποδέχθηκε να συνταχθεί αυτό, εκμεταλλευόμενος ότι αυτός υπήρξε παλαιός γνώριμός του και συνεπώς διέθετε την απαιτουμένη κεκτημένη εμπιστοσύνη προς το πρόσωπό του σε αντίθεση με τον Α που δεν τον γνώριζε. Παραπλανήθηκε δε ο Β και δέχθηκε την σύνταξη του μεταπληρεξουσίου ως εγκύρου, η δε μηνύτρια και ο μηνυτής θεώρησαν ότι εξ αυτού εξασφαλίζεται η απαίτησή τους από το δάνειο ποσού 26.000.000 δρχ. (με συμμετοχή της πρώτης κατά 75% και του δευτέρου κατά ποσοστό 25%), που ουδέποτε επήλθε αλά τουναντίον προκλήθηκε αντίστοιχη περιουσιακή τους ζημία, η προσωπική δε ωφέλεια του κατηγορουμένου Α υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δρχ. Από την υποδομή που έχει διαμορφώσει με τον συγκατηγορούμενό του εκκαλούντα για υποτιθέμενη ασφαλή επένδυση χρημάτων, την χρήση πλαστών πληρεξουσίων και την ακραιφνή παροχή νομικών υπηρεσιών ως έμπειρος δικηγόρος με πρόθεση επανειλημμένης διάπραξης, προκύπτει σκοπός για πορισμό εισοδήματος. Χωρίς δε την προεκτεθείσα συνδρομή του εκκαλούντος κατηγορουμένου Χ η τέλεση της πράξης του Α θα καθίστατο ανέφικτος υπό τις περιστάσεις που τελέσθηκε, γνώριζε δε ότι αυτός διέπραττε απάτες κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, λόγω της υποδομής που είχε διαμορφώσει κατά τα προεκτεθέντα προς πορισμό εισοδήματος, ως και ότι επέρχεται περιουσιακή ζημία σε βάρος των μηνυτών, καθ'όσον είχε αναλάβει την προστασία των συμφερόντων τους κατά την διαταχθείσα με την προαναφερθείσα υπ'αριθμ. 17353/98 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων) προσημείωση υποθήκης ακινήτου της Γ.
Από τα πραγματικά περιστατικά, που εκτίθενται αναλυτικά και με σαφήνεια στο εκκαλούμενο βούλευμα στο οποίο και αναφερόμεθα προκύπτει ότι και στο πρόσωπο του εκκαλούντος κατηγορουμένου συντρέχουν οι επιβαρυντικές περιστάσεις της κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια τελέσεως της άμεσης συνέργειας σε κακουργηματική απάτη αυτοτελώς δεδομένου ότι και οι δύο κατηγορούμενοι (Α και ο εκκαλών) επέδειξαν οργανωμένη ετοιμότητα (υποδομή) και σταθερά ανεπτυγμένη (για άτομα ανώτερης μόρφωσης, συλλειτουργούς της Δικαιοσύνης) προς διάπραξη απατών ως στοιχείο της προσωπικότητός τους, εκμεταλλευθέντες στο έπακρο τα οποιαδήποτε κενά της διαδικασίας αλλά και την γνωριμία του ο εκκαλών με τον συμβολαιογράφο Β που είχε κεκτημένη εμπιστοσύνη ο τελευταίος στο πρόσωπό του.
Με αυτά που εδέχθη το Συμβούλιον διά του πληττομένου βουλεύματός του διέλαβεν ανεπαρκή αιτιολογίαν. Ειδικώτερον δεν αιτιολογείται 1) πώς, διά της συντάξεως του ανωτέρω υπ'αριθμ. ...... μεταπληρεξουσίου, ο αυτουργός Α ωφελήθη παρανόμως κατά ποσόν υπερβαίνον το ποσόν των 25.000.000 ευρώ, με αντίστοιχον βλάβην της περιουσίας των παθόντων, 2) η γνώσις του αναιρεσείοντος εν σχέσει με την πλαστότητα του υπ'αριθμ. ...... πληρεξουσίου και 3) διατί ο συμβολαιογράφος δεν θα συνέτασσε το ανωτέρω υπ'αριθμ. ...... μεταπληρεξούσιον, άνευ της παρουσίας του αναιρεσείοντος εις το γραφείον του, αφού αυτός ηγνόει ούτως ή άλλως την πλαστότητα του υπ'αριθμ. ...... πληρεξουσίου. Εξ άλλου η γνωριμία του αναιρεσείοντος με τον συμβολαιογράφον και η εκμετάλλευσις εις το έπακρον των οιωνδήποτε κενών της διαδικασίας, που σημειωτέον δεν διευκρινίζονται ποία είναι, δεν συνιστά ειδικήν αιτιολογίαν περί της συνδρομής της επιβαρυντικής περιστάσεως της κατ'επάγγελμα τελέσεως υπό του αναιρεσείοντος της πράξεως της απάτης. Σχετικώς με την συνδρομήν της ετέρας επιβαρυντικής περιστάσεως της κατά συνήθειαν τελέσεως της πράξεως της απάτης δεν υφίσταται καθόλου αιτιολογία, δεδομένου άλλωστε ότι δεν γίνεται μνεία περί της επανειλημμένης τελέσεως υπό του αναιρεσείοντος της πράξεως της απάτης, η οποία μόνον στοιχειοθετεί την επιβαρυντικήν αυτήν περίστασιν.
Συνεπώς είναι βάσιμος ο μοναδικός λόγος αναιρέσεως και πρέπει το πληττόμενον βούλευμα να αναιρεθή δι'έλλειψιν ειδικής αιτιολογίας και να παραπεμφθή η υπόθεσις εις το αυτό Συμβούλιον προς νέαν κρίσιν, συντιθέμενον εξ άλλων δικαστών εκτός των πρότερον δικασάντων.
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Προτείνομεν: Ι. Να αναιρεθή το υπ'αριθμ. 1914/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
ΙΙ. Να παραπεμφθή η υπόθεσις προς νέαν κρίσιν εις το αυτό Συμβούλιον, συντιθέμενον εξ άλλων δικαστών εκτός των πρότερον δικασάντων.
Αθήνα 24 Ιανουαρίου 2009
Ο Αντεισαγγελεύς του Αρείου Πάγου
Ανδρέας Ι. Ζύγουρας

Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη με αριθμό 205/11-12-2008 αίτηση (έκθεση) αναιρέσεως, του Χ, δικηγόρου, κατοίκου ......, κατά του υπ' αριθμό 1914/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίφθηκε κατ' ουσία η έφεσή του, κατά του υπ' αριθμό 508/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, που τον παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (για τα Κακουργήματα) Αθηνών, για να δικαστεί ως υπαίτιος της πράξης της άμεσης συνέργειας σε κακουργηματική απάτη, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, από την οποία το περιουσιακό όφελος και αντίστοιχα η προξενηθείσα ζημία, υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ (386 παρ.1, 3 εδ. α του ΠΚ.), έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, από πρόσωπο που δικαιούται προς τούτο και κατά βουλεύματος που υπόκειται σε αναίρεση, (άρθρα 463, 473 παρ.1, 474, 482 παρ.1 περ. α, και 484 παρ.1 του Κ.Π.Δ), γι' αυτό και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω για την ουσιαστική βασιμότητά της.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του Π.Κ, όποιος, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και, αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαιτέρως μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία η πραγματοποίηση του οφέλους αυτού, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον συμπεριφορά και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη και η οποία υπάρχει και σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση προς αποκατάστασή της. Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν όμως οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπληρώσεως, με βάση την εμφανιζόμενη ήδη στο παρόν ψευδή κατάσταση πραγμάτων από το δράστη, που έχει ειλημμένη εξ' υπαρχής την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή του, τότε, συντρεχόντων και των λοιπών όρων, θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης. Εξάλλου, κατά την παρ. 3 εδ. α' του ίδιου άρθρου 386 ΠΚ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 4 του ν. 2721/1999, η απάτη έχει κακουργηματικό χαρακτήρα αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία, υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 5.000.000 δραχμών (ήδη 15.000 ευρώ). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 13 εδ. στ' του ΠΚ, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 46 § 1 εδαφ. β' του ΠΚ, προκύπτει ότι, για την ύπαρξη άμεσης συνέργειας στην τελούμενη από άλλον αξιόποινη πράξη, απαιτείται παροχή άμεσης συνδρομής από το συνεργό κατά τη διάρκεια της κύριας πράξεως και κατά την εκτέλεση αυτής από τον αυτουργό, έτσι ώστε, χωρίς τη συνδρομή εκείνου, να μην ήταν δυνατή με βεβαιότητα η διάπραξη του εγκλήματος υπό τις περιστάσεις που τελέσθηκε. Εξάλλου, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή την προανάκριση, για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε, ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Ειδικώς, ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας, αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το συμβούλιο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Περαιτέρω, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για τον σχηματισμό δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αξιολογήσεως, γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Δεν αποτελεί όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η, αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα, κρίση του συμβουλίου, ενώ, για την πληρότητα της αιτιολογίας στο παραπεμπτικό βούλευμα είναι επιτρεπτή, η καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση. Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, και μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που συγκεντρώθηκαν, από την κύρια ανάκριση και ειδικότερα από τις ανωμοτί καταθέσεις μηνύτριας και μηνυτή, τις καταθέσεις των μαρτύρων, από όλα τα συνημμένα έγγραφα και τις απολογίες των κατηγορουμένων, δέχθηκε, ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου Χ, στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών. Ειδικότερα, δέχθηκε κατά πιστή μεταφορά τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
"Ο Α, συγκατηγορούμενος του εκκαλούντος, στον ...... στις 26-6-1998 εμφανίσθηκε στον συμβολαιογράφο Πειραιώς Β, όπου τον οδήγησε ο εκκαλών, γνώριμός του από παλαιά συνεργασία (με τον Β), προκειμένου αυτός να συντάξει το ...... πληρεξούσιο, σύμφωνα με το οποίο η Γ καθιστούσε πληρεξουσίους της την μηνύτρια Ψ2 και τον μηνυτή Ψ1, ώστε αυτοί να μεταβιβάσουν βάσει αυτού το ακίνητο της Γ, σε περίπτωση που δεν εξοφληθεί το χορηγηθέν σε αυτήν δάνειο από αυτούς μέχρι 31-12-1998, η δε σύνταξη αυτού έγινε χωρίς την παρουσία της ως άνω εντολέως που εκπροσωπήθηκε από αυτόν δυνάμει του υπ'αριθμ. ...... πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Αθηνών Δ, το οποίο όμως ήταν εξυπαρχής πλαστό, πλαστογραφηθέν από τον ίδιο τον Α, παραπεμφθέντα προς τούτο να δικασθεί με το υπ'αριθμ. 1082/2004 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, αποκρύπτοντας δε έτσι το γεγονός της πλαστότητας. Ο εκκαλών εμφανίσθηκε ενώπιον του παραπάνω Συμβολαιογράφου, εν γνώσει του ότι το υπ'αριθμ. ...... πληρεξούσιο ήταν πλαστό αποκρύπτοντας τούτο από τον συμβολαιογράφο, που εάν εγνώριζε την αλήθεια δεν θα συνέτασσε το παραπάνω με το πληρεξούσιό του και αποδέχθηκε να συνταχθεί αυτό, εκμεταλλευόμενος ότι αυτός υπήρξε παλαιός γνώριμός του και συνεπώς διέθετε την απαιτουμένη κεκτημένη εμπιστοσύνη προς το πρόσωπό του σε αντίθεση με τον Α που δεν τον γνώριζε. Παραπλανήθηκε δε ο Β και δέχθηκε την σύνταξη του μεταπληρεξουσίου ως εγκύρου, η δε μηνύτρια και ο μηνυτής θεώρησαν ότι εξ αυτού εξασφαλίζεται η απαίτησή τους από το δάνειο ποσού 26.000.000 δρχ. (με συμμετοχή της πρώτης κατά 75% και του δευτέρου κατά ποσοστό 25%), που ουδέποτε επήλθε αλλά τουναντίον προκλήθηκε αντίστοιχη περιουσιακή τους ζημία, η προσωπική δε ωφέλεια του κατηγορουμένου Α υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δρχ. Από την υποδομή που έχει διαμορφώσει με τον συγκατηγορούμενό του εκκαλούντα για υποτιθέμενη ασφαλή επένδυση χρημάτων, την χρήση πλαστών πληρεξουσίων και την ακραιφνή παροχή νομικών υπηρεσιών ως έμπειρος δικηγόρος με πρόθεση επανειλημμένης διάπραξης, προκύπτει σκοπός για πορισμό εισοδήματος. Χωρίς δε την προεκτεθείσα συνδρομή του εκκαλούντος κατηγορουμένου Χ η τέλεση της πράξης του Α θα καθίστατο ανέφικτος υπό τις περιστάσεις που τελέσθηκε, γνώριζε δε ότι αυτός διέπραττε απάτες κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, λόγω της υποδομής που είχε διαμορφώσει κατά τα προεκτεθέντα προς πορισμό εισοδήματος, ως και ότι επέρχεται περιουσιακή ζημία σε βάρος των μηνυτών, καθ'όσον είχε αναλάβει την προστασία των συμφερόντων τους κατά την διαταχθείσα με την προαναφερθείσα υπ'αριθμ. 17353/98 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων) προσημείωση υποθήκης ακινήτου της Γ.
Από τα πραγματικά περιστατικά, που εκτίθενται αναλυτικά και με σαφήνεια στο εκκαλούμενο βούλευμα στο οποίο και αναφερόμεθα προκύπτει ότι και στο πρόσωπο του εκκαλούντος κατηγορουμένου συντρέχουν οι επιβαρυντικές περιστάσεις της κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια τελέσεως της άμεσης συνέργειας σε κακουργηματική απάτη αυτοτελώς δεδομένου ότι και οι δύο κατηγορούμενοι (Α και ο εκκαλών) επέδειξαν οργανωμένη ετοιμότητα (υποδομή) και σταθερά ανεπτυγμένη (για άτομα ανώτερης μόρφωσης, συλλειτουργούς της Δικαιοσύνης) προς διάπραξη απατών ως στοιχείο της προσωπικότητός τους, εκμεταλλευθέντες στο έπακρο τα οποιαδήποτε κενά της διαδικασίας αλλά και την γνωριμία του ο εκκαλών με τον συμβολαιογράφο Β, που είχε κεκτημένη εμπιστοσύνη ο τελευταίος στο πρόσωπό του". Ακολούθως το Συμβούλιο Εφετών, με βάση τα ως άνω δεκτά γενόμενα περιστατικά, έκρινε ότι προέκυψαν σοβαρές ενδείξεις ενοχής σε βάρος του αναιρεσείοντος και απέρριψε κατ' ουσία την έφεσή του, που άσκησε κατά του πρωτόδικου βουλεύματος, με το οποίο παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (για κακουργήματα) Αθηνών, προκειμένου να δικαστεί, ως άμεσος συνεργός στην προμνημονευθείσα κακουργηματική απάτη. Με τις παραδοχές αυτές, το Συμβούλιο Εφετών, δεν διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα, την, από τα άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και συγχρόνως στέρησε αυτό, της νομίμου βάσεως, που καθιστά ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο, ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 386 ΠΚ, αφού δεν εκτίθενται στο βούλευμα με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση. Τούτο, γιατί, α) δεν αιτιολογείται με ποιο τρόπο με τη σύνταξη του υπ' αριθμό ...... πληρεξούσιου του συμβολαιογράφου Πειραιώς Β, ο φερόμενος ως φυσικός αυτουργός Α, ωφελήθηκε παράνομα το ποσό των 25.000.000 δραχμών ή 73.365 ευρώ, με αντίστοιχη περιουσιακή βλάβη των παθόντων, β) δεν αιτιολογείται η παραδοχή με βάση ποια περιστατικά προκύπτει ότι ο αναιρεσείων γνώριζε ότι το υπ' αριθμό ...... πληρεξούσιο ήταν πλαστό και γ) δεν αιτιολογείται γιατί ο συμβολαιογράφος Β, δεν θα προέβαινε στη σύνταξη του υπ' αριθμό ...... πληρεξουσίου, χωρίς την παρουσία του αναιρεσείοντος στο γραφείο του. Τέλος, δεν αιτιολογείται η παραδοχή του βουλεύματος με βάση ποια περιστατικά δέχθηκε ότι στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος συντρέχουν οι επιβαρυντικές περιστάσεις του άρθρου 13 στ του Π.Κ, και συγκεκριμένα τόσο για εκείνη που αφορά την από μέρους του αναιρεσείοντος τέλεση της πράξεως κατ' επάγγελμα, στοιχείο το οποίο δεν μπορεί να συνυπάρξει από μόνο το γεγονός ότι μεταξύ αυτού (αναιρεσείοντος) και του ως άνω συμβολαιογράφου υφίστατο πολύχρονη γνωριμία, όσο και για την ετέρα (επιβαρυντική περίσταση) της κατά συνήθεια τέλεσης της κακουργηματικής απάτης, αφού το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν περιέχει οποιαδήποτε αιτιολογία, περιοριζόμενο μόνο σε απλή αναφορά του όρου τούτου. Ενόψει των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτός και ως ουσία βάσιμος, ο προβαλλόμενος από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. δ' του Κ.Π.Δ, μοναδικός λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Δικαστήριο (σε συμβούλιο), που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που έκριναν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί το υπ' αριθμό 1914/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και

Παραπέμπει την υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Δικαστήριο, (σε συμβούλιο), το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους, που έκριναν προηγουμένως.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 3 Απριλίου 2009. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 6 Μαΐου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή