Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 14 / 2015    (ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Αριθμός 14/2015

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΕ ΠΛΗΡΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές της πλήρους Ολομελείας: Αθανάσιο Κουτρομάνο, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γεώργιο Χρυσικό, Νικόλαο Λεοντή, Σπυρίδωνα Μιτσιάλη, Βιολέττα Κυτέα και Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρους του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Πάσσο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Χρυσόστομο Ευαγγέλου, Κωνσταντίνο Τσόλα, Δημήτριο Κράνη, Δημήτριο Κόμη, Αντώνιο Ζευγώλη, Στυλιανή Γιαννούκου - Εισηγήτρια, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου - Πετρουλάκη, Εμμανουήλ Κλαδογένη, Γεώργιο Σακκά, Χρυσούλα Παρασκευά, Μαρία Γαλάνη - Λεοναρδοπούλου, Παναγιώτη Χατζηπαναγιώτη, Ιωσήφ Τσαλαγανίδη, Πάνο Πετρόπουλο, Αγγελική Αλειφεροπούλου, Μαρία Βαρελά, Γεώργιο Κοντό, Ασπασία Μαγιάκου, Αριστείδη Πελεκάνο, Βασίλειο Πέππα, Γεώργιο Λέκκα, Αθανάσιο Καγκάνη, Μαρία Χυτήρογλου, Ειρήνη Καλού, Αρτεμισία Παναγιώτου, Χαράλαμπο Μαχαίρα, Αλτάνα Κοκκοβού, Σοφία Ντάντου, Δημήτριο Γεώργα, Ιωάννη Μαγγίνα, Σοφία Καρυστηναίου, Δήμητρα Κοκοτίνη και Διονυσία Μπιτζούνη, Αρεοπαγίτες (κωλυομένων των λοιπών Δικαστών της σύνθεσης).
Συνεδρίασε δημόσια στο Μέγαρό του, την 21η Μαΐου 2015, με την παρουσία της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη και της Γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Της αναιρεσείουσας - καλούσας: Ανώνυμης Εταιρίας με την επωνυμία "ΜΟΤΟΡ ΟΪΛ ΕΛΛΑΣ Α.Ε", η οποία εδρεύει στο ... και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παναγιώτη Γιαννόπουλο, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων - καθών η κλήση: 1) Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία "ΑΕΓΕΚ Α.Ε", που εδρεύει στο ... και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) Εταιρίας με την επωνυμία "ΕΙΔΙΚΕΣ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΕΣ Α.Ε" (ήδη μετονομασθείσα σε "ΑΕΓΕΚ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ") και το διακριτικό τίτλο "ΕΔΑΦΟΣΤΑΤΙΚΗ" (ήδη ΑΕΓΕΚ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ Α.Ε), η οποία εδρεύει στο ... και εκπροσωπείται νόμιμα και 3) της Εταιρίας με την επωνυμία "ΕΝΕΤ Α.Ε." που εδρεύει στην ... και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους Κωνσταντίνο Κλεισούρα και Γεώργιο Ορφανίδη, οι οποίοι κατέθεσαν προτάσεις.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 4/2/2010 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας που κατατέθηκε στο Εφετείο Αθηνών. Εκδόθηκε η 6020/2011 απόφαση του ιδίου δικαστηρίου, την αναίρεση της οποίας ζήτησε η αναιρεσείουσα με την από 15 Φεβρουαρίου 2012 αίτησή της, επί της οποίας εκδόθηκε η 1807/2014 απόφαση του Α1' Τμήματος του Αρείου Πάγου που παρέπεμψε στην πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου τους πρώτο και δεύτερο κατά το πρώτο μέρος του λόγους της αίτησης της εταιρείας με την επωνυμία "ΜΟΤΟΡ ΟΪΛ ΕΛΛΑΣ Α.Ε." για αναίρεση της υπ' αρ. 6020/2011 απόφασης του Εφετείου Αθηνών. Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Στυλιανή Γιαννούκου ανέγνωσε την από 6/5/2015 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη των παραπεμφθέντων στην πλήρη Ολομέλειας του Αρείου Πάγου πρώτου και δεύτερου, κατά το πρώτο μέρος του, λόγων αναίρεσης, από το άρθρο 559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δ., της από 15-2-2012 αίτησης της εταιρείας με την επωνυμία "ΜΟΤΟΡ ΟΪΛ ΕΛΛΑΣ Α.Ε." για αναίρεση της 6020/2011 απόφασης του Εφετείου Αθηνών.
Οι πληρεξούσιοι των διαδίκων, αφού έλαβαν, κατά σειρά, το λόγο από τον Πρόεδρο, ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους, που αναφέρονται στις προτάσεις τους και ζήτησαν ο μεν της αναιρεσείουσας την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης, οι δε των αναιρεσιβλήτων την απόρριψη της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του. Η Εισαγγελέας, αφού έλαβε τον λόγο από τον Πρόεδρο, πρότεινε να γίνουν δεκτοί οι πρώτος και δεύτερος - κατά το πρώτο μέρος του- λόγοι της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης. Κατόπιν αυτών ο Πρόεδρος έδωσε εκ νέου το λόγο στους πιο πάνω πληρεξουσίους των διαδίκων, οι οποίοι αναφέρθηκαν σε όσα προηγουμένως είχαν αναπτύξει.
Κατά την 16η Ιουνίου 2015, ημέρα που συγκροτήθηκε το δικαστήριο αυτό προκειμένου να διασκεφθεί για την ανωτέρω υπόθεση, ήταν απόντες oι Αρεοπαγίτες Δημήτριος Κόμης, Μαρία Γαλάνη - Λεοναρδοπούλου, Αθανάσιος Καγκάνης, Χαράλαμπος Μαχαίρας, Σοφία Καρυστηναίου και Διονυσία Μπιτζούνη, οι οποίοι είχαν δηλώσει κώλυμα αρμοδίως. Παρά ταύτα, παρισταμένων, πλην αυτών, πλέον των είκοσι εννέα (29) μελών εκ των συμμετασχόντων στη συζήτηση της υπόθεσης, κατ' άρθρο 23 παρ.2 του ν. 1756/1988, όπως ισχύει με την τροποποίηση με το άρθρο 44 του ν. 3659/2008, το δικαστήριο είχε την εκ του νόμου απαρτία για να διασκεφθεί.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 94 παρ. 1, 96 παρ. 1 και 104 του Κ.Πολ.Δ., προκύπτουν τα ακόλουθα: α) Στα πολιτικά δικαστήρια και μάλιστα στον ʼρειο Πάγο, οι διάδικοι έχουν υποχρέωση να παρίστανται με πληρεξούσιο δικηγόρο, β) η πληρεξουσιότητα δίνεται είτε με συμβολαιογραφική πράξη, είτε με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή στην έκθεση, είτε με ιδιωτικό έγγραφο... μπορεί να αφορά ορισμένες ή όλες τις δίκες εκείνου που την παρέχει. Αν ο διάδικος δεν εκπροσωπείται με πληρεξούσιο δικηγόρο, όπου είναι υποχρεωτική η παράστασή του, ή παρίσταται με δικηγόρο και δεν αποδεικνύεται η ύπαρξη ρητής πληρεξουσιότητας, που απαιτείται κατά τη συζήτηση της υποθέσεως και την ύπαρξη της οποίας αυτεπαγγέλτως ερευνά το δικαστήριο, ο διάδικος αυτός θεωρείται δικονομικώς απών. Εξάλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 576 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ προκύπτει ότι αν κάποιος από τους διαδίκους δεν εμφανιστεί κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ή εμφανισθεί και δεν λάβει μέρος, με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο ʼρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως ποιος επισπεύδει τη συζήτηση. Αν την επισπεύδει ο απολιπόμενος διάδικος η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι, αν όμως την επισπεύδει ο αντίδικός του, τότε ερευνάται αν ο απολιπόμενος ή ο μη παριστάμενος, με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, διάδικος, κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα και σε καταφατική περίπτωση προχωρεί στη συζήτηση, παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί, ενώ σε αποφατική περίπτωση κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση. Κατά δε την παρ. 3 εδ. β του ίδιου άρθρου, που προστέθηκε σ' αυτό με το άρθρο 62 του Ν. 4139/20.3.2013, αν στη δίκη μετέχουν περισσότεροι συνδεόμενοι με απλή ομοδικία και κάποιος από αυτούς είτε δεν κλητεύθηκε, είτε δεν εκπροσωπείται από πληρεξούσιο δικηγόρο, η υπόθεση χωρίζεται και η συζήτηση της αίτησης αναίρεσης χωρεί νομίμως ως προς όσους εκπροσωπούνται από πληρεξούσιο δικηγόρο ή έχουν κλητευθεί νομίμως και κηρύσσεται απαράδεκτη ως προς τους λοιπούς. Στην προκειμένη περίπτωση από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά συνεδριάσεως, προκύπτει ότι κατά την εκφώνηση της υποθέσεως, κατά τη σειρά της, από το οικείο πινάκιο, κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας η 2η αναιρεσίβλητη εταιρεία (ΑΕΓΕΚ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ ΑΕ), εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους Κωνσταντίνο Κλεισούρα και Γεώργιο Ορφανίδη. Πλην όμως, από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας, παραδεκτώς επισκοπούμενα, ουδόλως αποδεικνύεται χορήγηση πληρεξουσιότητας εκ μέρους της 2ης αναιρεσίβλητης προς τους ανωτέρω, ούτε άλλωστε καίτοι κλήθηκαν προς τούτο από την αρμόδια γραμματέα, προσκομίσθηκε συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο της προς αυτούς από το οποίο να προκύπτει ότι παρέσχε στους ως άνω παραστάντες την εντολή και πληρεξουσιότητα να την εκπροσωπήσουν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, κατά την αναφερόμενη στην αρχή δικάσιμο. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι οι ανωτέρω στερούνται παντελώς πληρεξουσιότητας και εξουσίας εκπροσωπήσεως της, ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, κατά τη συζήτηση της ένδικης αίτησης. Συνακόλουθα, η β' αναιρεσίβλητη είναι δικονομικώς απούσα. Εξάλλου, δεν προκύπτει ποιος επισπεύδει τη συζήτηση της υπόθεσης. Ειδικότερα, δεν προσκομίζεται αποδεικτικό επίδοσης προς τη β' αναιρεσίβλητη της ένδικης από 5-12-2014 κλήσης, με την οποία εισάγονται ενώπιον της πλήρους Ολομέλειας του Δικαστηρίου αυτού, οι παραπεμφθέντες δυνάμει της 1807/2014 αποφάσεως του Α1 Τμήματος αναιρετικοί λόγοι, ούτε αποδεικτικό επίδοσης της κλήσης αυτής προς την αναιρεσείουσα εκ μέρους της τελευταίας, ούτε τέλος γίνεται οποιαδήποτε μνεία περί όλων των ανωτέρω, στα έγγραφα σημειώματα - προτάσεις των διαδίκων. Επομένως, πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της υποθέσεως καθόσον αφορά τη 2η αναιρεσίβλητη, μη υποκειμένης δε, εν προκειμένω, περιπτώσεως αναγκαίας ομοδικίας, πρέπει η υπόθεση να χωριστεί και η συζήτηση της ένδικης υπόθεσης να χωρίσει νόμιμα ως προς τους λοιπούς διαδίκους που εκπροσωπούνται και παρίστανται νόμιμα, κατά την παρούσα συζήτηση.
II. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 563 παρ. 2 περ. β' του Κ.Πολ.Δ και 23 παρ. 2 εδ. γ' και δ' του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (Ν. 1756/1988), όπως το δεύτερο αντικαταστάθηκε με το άρθρο 16 παρ. 1 του Ν. 2331/1995, προκύπτει ότι στην πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου υπάγονται: α) ... β) αιτήσεις αναίρεσης κατά αποφάσεων πολιτικών δικαστηρίων που παραπέμπονται σε αυτήν για εκδίκαση, μεταξύ άλλων, με ομόφωνη απόφαση του δικάζοντος τμήματος, η δε παραπομπή μπορεί να γίνει για όλους ή ορισμένους μόνο λόγους αναίρεσης, αν πρόκειται για ζήτημα εξαιρετικής σημασίας. Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπ' αριθμ. 1807/2014 ομόφωνη απόφαση του Α1 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου παραπέμφθηκαν στην πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με τις προρρηθείσες διατάξεις, οι από το άρθρο 559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δ., πρώτος και δεύτερος, κατά το πρώτο μέρος του, λόγοι, της από 15-2-2012 αίτησης της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΜΟΤΟΡ ΟΪΛ ΕΛΛΑΣ ΑΕ" για αναίρεση της 6020/2011 απόφασης του Εφετείου Αθηνών. Με τους λόγους αυτούς αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια ότι με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικού δικαίου διατάξεων των άρθρων 897 αριθμ. 6 Κ.Πολ.Δ., 3, 33 και 388 παρ.1 ΑΚ το δικάσαν Εφετείο έκρινε ότι θεμελιώνει λόγο ακύρωσης της πληττόμενης διαιτητικής απόφασης, η παράβαση διατάξεων δημόσιας τάξης, κατά την έννοια μόνον του άρθρου 33 ΑΚ και όχι του άρθρου 3 ΑΚ, με συνέπεια έτσι να κρίνει στη συνέχεια ότι η εφαρμογή του άρθρου 388 ΑΚ από το διαιτητικό δικαστήριο, ακόμη και αν θεωρηθεί εσφαλμένη, δεν δικαιολογεί την ακύρωση της απόφασης του, με λόγο από τον αριθμό 6 του άρθρου 897 Κ.Πολ.Δ., καθόσον το άρθρο 388 ΑΚ αποτελεί κανόνα αναγκαστικού δικαίου, υπό την έννοια του άρθρου 3 ΑΚ και δεν ανάγεται στο "σκληρό πυρήνα" της ημεδαπής δημόσιας τάξης του άρθρου 33 ΑΚ. Ειδικότερα, παραπέμπεται στην παρούσα πλήρη Ολομέλεια το ζήτημα εάν: Ως διατάξεις δημόσιας τάξης, η αντίθεση προς τις οποίες θεμελιώνει λόγο ακύρωσης της διαιτητικής απόφασης από τον αριθμό 6 του άρθρου 897 Κ.Πολ.Δ., νοούνται οι διατάξεις γενικώς αναγκαστικού δικαίου της Ελληνικής έννομης τάξης, δηλαδή κατά την έννοια του άρθρου 3 ΑΚ και μάλιστα έστω και αν εξυπηρετούν πρωτίστως το ιδιωτικό και όχι το δημόσιο συμφέρον ή μόνον όσες διατάξεις εκφράζουν τις θεμελιώδεις πολιτειακές, δικαϊικές, ηθικές, κοινωνικές ή οικονομικές αρχές και αντιλήψεις της Χώρας και συγκροτούν τη δημόσια τάξη της, κατά τη στενότερη έννοια του άρθρου 33 ΑΚ, το οποίο αποτελεί ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος.
III. Οι λόγοι ακύρωσης της διαιτητικής απόφασης που καθιερώνονται περιοριστικά με τη διάταξη του άρθρου 897 Κ.Πολ.Δ ανήκουν στο ουσιαστικό δίκαιο και γι' αυτό η εφαρμογή τους ελέγχεται αναιρετικά με τους αριθμούς 1 ή 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. Κατά δε το άρθρ. 559 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δ αναίρεση επιτρέπεται: "αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών". Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 7/2006, ΟλΑΠ 4/2005). Εξ άλλου, η διαιτησία, ως συμβατικά επιλεγμένη δεσμευτική εκδίκαση ορισμένης διαφοράς από διαιτητές, αντί των κρατικών δικαστηρίων, είναι ιδιαίτερη μορφή οργάνωσης, ακολουθητέας διαδικασίας και απαιτούμενων δικονομικών προϋποθέσεων για την παροχή δικαστικής προστασίας, με την έννοια ότι η προστασία αυτή δεν παρέχεται από κρατικά δικαστήρια, αλλά κατά την ελεύθερη επιλογή των διαδίκων από όργανα ή πρόσωπα της εκλογής τους. Η σχέση της διαιτησίας προς την τακτική δικαιοσύνη, υπό την ισχύ του Κ.Πολ.Δ, διαμορφώθηκε ως σχέση δύο παράλληλων δικαιοδοτικών τάξεων, που αποκλείονται αμοιβαία. Ως γνήσια δικαιοδοτική πράξη, η διαιτητική απόφαση, από την έκδοση της, παράγει δεδικασμένο υπό τις διαγραφόμενες στο άρθρο 896 Κ.Πολ.Δ., προϋποθέσεις, (εφαρμοζόμενων προς τούτο των διατάξεων των άρθρων 322, 324 έως 330, 332 έως 334 Κ.Πολ.Δ.) και εξοπλίζεται με εκτελεστότητα κατ' άρθρο 904 παρ. 2 εδαφ. β' Κ.Πολ.Δ. Για την τήρηση όμως των στοιχειωδών δικαιοδοτικών εγγυήσεων εκ μέρους των διαιτητών και τη συμμόρφωση τους προς τη βασική αυτή επιταγή, θεματοφύλακας παραμένει το κράτος μέσω των πολιτειακών (τακτικών) δικαστηρίων. Η ενεργός ανάμειξη των τελευταίων εκδηλώνεται με τον έλεγχο της διαιτητικής αποφάσεως, μέσω κυρίως της αγωγής ακυρώσεως κατ' άρθρο 897 επ. Κ.Πολ.Δ. Έτσι, κατά το εδάφ. 6 του άρθρου 897 Κ.Πολ.Δ: " Η διαιτητική απόφαση μπορεί να ακυρωθεί, ολικά ή εν μέρει, μόνο με δικαστική απόφαση...αν είναι αντίθετη προς διατάξεις δημόσιας τάξης ή προς τα χρηστά ήθη". Κατά την έννοια του εδαφίου αυτού, ως διατάξεις δημόσιας τάξης, η παραβίαση των οποίων δικαιολογεί τη δικαστική ακύρωση της διαιτητικής αποφάσεως (και) επί εσωτερικής διαιτησίας, νοούνται οι κανόνες αναγκαστικού δικαίου που έχουν θεσπισθεί πρωτίστως για την προστασία του δημοσίου συμφέροντος και συνθέτουν τα πολιτειακά, πολιτιστικά, κοινωνικά ή οικονομικά θεμέλια της ημεδαπής έννομης τάξης, συγκροτούν δηλαδή τη δημόσια τάξη, υπό έννοια προσομοιάζουσα προς εκείνη του άρθρου 33 ΑΚ (πρβλ. και Ολ. ΑΠ 15/2000, Ολ. ΑΠ 20/2011 και Ολ. ΑΠ 4/2012).
Η παραβίαση, άρα, κανόνων αναγκαστικού δικαίου τεθέντων πρωτίστως προς εξυπηρέτηση ιδιωτικών συμφερόντων, εκφεύγει του ουσιαστικού δικαστικού ελέγχου. Εξ άλλου, δεν προσβάλλεται η δημόσια τάξη κατά την παραπάνω έννοια και δεν θεμελιώνεται συνεπώς ο αντίστοιχος λόγος ακύρωσης της διαιτητικής απόφασης, όταν αυτή εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τον νόμο ή έχει απλώς ανεπαρκή αιτιολογία, εκτός αν από την υλοποίηση (εκτέλεση) της απόφασης θα εδημιουργείτο κατάσταση αντίθετη προς τις ως άνω θεμελιώδεις αντιλήψεις της ελληνικής έννομης τάξης. Σημειώνεται ότι σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 34 παρ. 1, 2 εδαφ. β', ββ' του Ν. 2735/1999 "Διεθνής Εμπορική Διαιτησία", με τον οποίο εισήχθη στην Ελληνική έννομη τάξη ο πρότυπος Νόμος UNCITRAL, το δικαστήριο που επιλαμβάνεται ύστερα από αγωγή ακύρωσης διαιτητικής απόφασης, προκειμένου για διεθνείς διαιτησίες (που διεξάγονται στην Ελλάδα), "κρίνει αυτεπαγγέλτως αν η διαιτητική απόφαση είναι αντίθετη προς τη διεθνή δημόσια τάξη, όπως αυτή νοείται στο άρθρο 33 του Αστικού Κώδικα".Υπό την αντίθετη εκδοχή, κατά την οποία, ως τέτοιες διατάξεις (δημόσιας τάξης), νοούνται όλες ανεξαιρέτως οι διατάξεις αναγκαστικού δικαίου (jus cogens), θα προέκυπτε το άτοπο να ελέγχεται η διαιτητική απόφαση για παραβίαση οποιασδήποτε διάταξης αναγκαστικού δικαίου (από τις οποίες υπάρχει πληθώρα στο δίκαιο των συναλλαγών), ουσιαστικώς δηλαδή να επανεκδικάζεται η υπόθεση και να περιάγεται η διαιτητική διαδικασία σε απλό διαδικαστικό προστάδιο της πολιτικής δίκης, πράγμα που θα αντιστρατευόταν ευθέως στη σχετική προς τη φύση της αρχή της μη αναθεωρήσεως της ουσίας της διαιτητικής αποφάσεως. Επί πλέον θα οδηγούσε σε ανεπίτρεπτη διαφορετική μεταχείριση των διαιτητικών αποφάσεων, ανάλογα με το αν πρόκειται για ημεδαπή διαιτητική απόφαση (άρθρ. 897 αρ. 6 Κ.Πολ.Δ), ή αλλοδαπή - διεθνή (άρθρ. 903, 905, 906 Κ.Πολ.Δ), ακόμη και στα πλαίσια όμοιας διαφοράς. Και τούτο διότι, ενόψει των προεκτεθέντων, οι αποφάσεις που αφορούν εσωτερικές διαιτησίες θα κρίνονταν, επί της ουσίας, για παράβαση οποιουδήποτε κανόνα αναγκαστικού δικαίου, ενώ, οι αντίστοιχες διεθνείς μόνο αν παραβίαζαν τους κανόνες αναγκαστικού δικαίου που έχουν θεσπισθεί πρωτίστως για την προστασία του δημόσιου συμφέροντος και συνθέτουν τα πολιτειακά, πολιτιστικά, κοινωνικά ή οικονομικά θεμέλια της ημεδαπής έννομης τάξης. Τούτο προδήλως δεν θα ήταν ορθό, καθόσον θα συνιστούσε διαφορετική μεταχείριση (αυστηρότερο έλεγχο) των ημεδαπών διαιτητικών αποφάσεων έναντι των διεθνών, ενώ ο θεσμός της διαιτησίας, όπως και η εξουσία των διαιτητών είναι ίδια, είτε πρόκειται για ημεδαπή διαιτητική απόφαση, είτε για διεθνή - αλλοδαπή. Περαιτέρω, οι διατάξεις του άρθρου 388 ΑΚ, που ορίζει ότι: "Αν τα περιστατικά στα οποία κυρίως, ενόψει της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, τα μέρη στήριξαν τη σύναψη αμφοτεροβαρούς σύμβασης, μεταβλήθηκαν ύστερα, από λόγους που ήταν έκτακτοι και δεν μπορούσαν να προβλεφθούν και από τη μεταβολή αυτή η παροχή του οφειλέτη, ενόψει και της αντιπαροχής, έγινε υπέρμετρα επαχθής, το δικαστήριο μπορεί κατά την κρίση του με αίτηση του οφειλέτη να την αναγάγει στο μέτρο που αρμόζει και να αποφασίσει τη λύση της σύμβασης εξολοκλήρου ή κατά το μέρος που δεν εκτελέστηκε ακόμη", περιέχουν μεν συναφώς κανόνα αναγκαστικού δικαίου της ελληνικής έννομης τάξης (ΟλΑΠ 350/1985), δεν είναι όμως δημόσιας τάξεως κατά την προεκτεθείσα έννοια του άρθρου 897 παρ. 6 Κ.Πολ.Δ, αφού δεν μπορούν να ενταχθούν στα πολιτειακά, πολιτιστικά, κοινωνικά και, ιδίως, οικονομικά θεμέλια της ελληνικής έννομης τάξης, ενόψει μάλιστα και του ότι έχουν θεσπισθεί για να υπηρετήσουν - όχι το δημόσιο συμφέρον αλλά - το ιδιωτικό συμφέρον των συναλλασσομένων, που έχουν τεθεί πρωτίστως προς εξυπηρέτηση των ιδιωτικών συμφερόντων των.
IV. Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση της αγωγής (επί της οποίας η προσβαλλόμενη απόφαση) και των διαδικαστικών εγγράφων (άρθρ. 561 §2 ΚΠολΔ) προκύπτει ότι με τον περιεχόμενο σ' αυτή πρώτο, από τον αριθμό 6 του άρθρ. 897 ΚΠολΔ λόγο ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης του Διαιτητικού Δικαστηρίου (που συγκροτήθηκε στην Αθήνα, για τη διεξαγωγή ημεδαπής εμπορικής διαιτησίας κατά τον Κανονισμό Διαιτησίας του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου-ICC) προβάλλεται η αιτίαση ότι η απόφαση αυτή, η οποία, μεταξύ άλλων, υποχρέωσε την ήδη αναιρεσείουσα εταιρεία να καταβάλει στην πρώτη αναιρεσίβλητη πρόσθετο εργολαβικό αντάλλαγμα ποσού 436.598,67 ευρώ, πλέον τόκων 179.675,02 ευρώ, αφού προς το σκοπό αυτό δέχτηκε ότι υπήρξε απρόοπτη εκ των υστέρων αύξηση της τιμής του χάλυβα κατά 44,6% σε σχέση με την τιμή που ίσχυε κατά την κατάρτιση της μεταξύ τους από 19.11.2003 σύμβασης έργου, στο πλαίσιο της οποίας η πρώτη αναιρεσίβλητη ανέλαβε και εκτέλεσε με υπεργολάβο τη δεύτερη των αναιρεσιβλήτων κατασκευαστικές και ηλεκτρομηχανολογικές εργασίες αναβάθμισης των εγκαταστάσεων διυλιστηρίου της αναιρεσείουσας, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τη διάταξη αναγκαστικού δικαίου του άρθρ. 388§1 ΑΚ, με το να δεχθεί ειδικότερα ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της, μολονότι η αύξηση της τιμής του χάλυβα, η οποία κατά τις παραδοχές της διαιτητικής απόφασης επιβάρυνε το έργο κατά 623.712,38 ευρώ, δηλαδή σε ποσοστό μόλις 5,68% σε σχέση με το ποσό των 10.970.000 ευρώ του αρχικού προϋπολογισμού του όλου έργου, δεν συνιστά υπέρμετρη επιβάρυνση για την πρώτη αναιρεσίβλητη, ενώ και η καταβολή σ' αυτή πρόσθετου εργολαβικού ανταλλάγματος μετά την ολοκλήρωση του έργου, δηλαδή η αναδρομική αναπροσαρμογή του εργολαβικού ανταλλάγματος, δεν είναι επιτρεπτή κατά την ως άνω διάταξη. Από την επισκόπηση της διαιτητικής απόφασης προκύπτει ότι μ' αυτή έγινε πράγματι δεκτό, με βάση τα αποδεικτικά μέσα που η απόφαση έλαβε υπόψη της, ότι η αύξηση της τιμής του χάλυβα κατά 44,6% σε σχέση με την τιμή που ίσχυε κατά την κατάρτιση της από 19.11.2003 σύμβασης έργου μεταξύ της αναιρεσείουσας και της πρώτης αναιρεσίβλητης υπήρξε απρόβλεπτη, λόγω της πετρελαϊκής κρίσης του 2004, συνεπεία της οποίας ολόκληρος ο κατασκευαστικός κλάδος αντιμετώπισε εξαιρετικά μεγάλες και ξαφνικές αυξήσεις των τιμών. Ειδικότερα ενώ επί 10 έτη πριν από την υπογραφή της ένδικης σύμβασης, οι τιμές του χάλυβα κυμαίνονταν κατά μέσο όρο κάτω των 300 ευρώ/τόνο, αυξήθηκαν σε 493,30 ευρώ/τόννο το Μάρτιο του 2004, το οποίο επιβάρυνε εκ των υστέρων την πρώτη αναιρεσίβλητη με πρόσθετη δαπάνη για την αιτία αυτή, συνολικού ποσού 623.712,38 ευρώ, έναντι της οποίας η διαιτητική απόφαση της επιδίκασε, κατά την παρεχόμενη από το άρθρ. 388 ΑΚ διακριτική ευχέρεια, ποσό 436.598,67 ευρώ, δηλαδή το 70% της δαπάνης αυτής, πλέον τόκων. Το Εφετείο έκρινε με την προσβαλλόμενη απόφασή του ότι ο παραπάνω πρώτος λόγος ακύρωσης της διαιτητικής απόφασης πρέπει "κατά μεν το πρώτο σκέλος του να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι από την επισκόπηση της απόφασης προκύπτει ότι το (διαιτητικό) δικαστήριο δέχθηκε ότι συνέτρεχε περίπτωση εφαρμογής του άρθρ. 388 ΑΚ, με βάση όσα αποδείχθηκαν επί της ουσίας σχετικά με το θέμα αυτό, όσον δε αφορά το δεύτερο σκέλος του λόγου (έκρινε ότι) και υπό την υποστηριζόμενη από την ενάγουσα εκδοχή ότι υπήρξε εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρ. 388 ΑΚ και πάλι ο λόγος αυτός ακυρότητας κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού η εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου δεν μπορεί να θεμελιώσει τον, από τη διάταξη του άρθρ. 897 αριθ. 6 ΚΠολΔ προβλεπόμενο λόγο ακυρότητας, εφόσον απ' αυτή δεν προκαλείται ταυτόχρονα κατάσταση που αντιβαίνει προς τις θεμελιώδεις πολιτικές, κοινωνικές, οικονομικές και ηθικές αντιλήψεις της ελληνικής έννομης τάξης, η οποία θεμελιώνει τον κρατούντα στην Ελλάδα βιοτικό ρυθμό, προϋπόθεση όμως η οποία δεν συντρέχει στην προκειμένη περίπτωση, καθόσον η εφαρμογή του άρθρ. 388 ΑΚ, η οποία δεν αποκλείεται σε εξαιρετικές περιπτώσεις να ενεργεί αναδρομικά, δεν βρίσκεται σε αντίθεση με την κατά την έννοια του άρθρ. 33 ΑΚ δημόσια τάξη". Με την αναφερθείσα στην αρχή της παρούσας 1807/2014 απόφαση του Α1 τμήματος του Δικαστηρίου αυτού, έγινε δεκτό ότι: " Έτσι που έκρινε το Εφετείο και απέρριψε ως αβάσιμο τον περιεχόμενο στην ένδικη αγωγή πρώτο λόγο ακύρωσης της διαιτητικής απόφασης τόσο ως προς την πρώτη όσο και ως προς τη δεύτερη νομική θεμελίωση του, έλαβε υπόψη του τη διπλή αυτή θεμελίωση και είναι αβάσιμα και απορριπτέα τα αντίθετα που υποστηρίζονται με το τρίτο μέρος του δεύτερου λόγου της αίτησης αναίρεσης από τον αριθμό 8β του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., ενώ ο ίδιος δεύτερος λόγος της αίτησης αναίρεσης στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση και είναι απορριπτέος κατά το δεύτερο μέρος του από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., αφού αντίθετα με όσα η αναιρεσείουσα υποστηρίζει, η εφετειακή απόφαση δεν δέχθηκε χωρίς αιτιολογία ότι η εφαρμογή του άρθρου 388 ΑΚ μπορούσε κατ' εξαίρεση να έχει στην ως άνω περίπτωση αναδρομική ενέργεια, αλλά γενικώς και αορίστως αναφέρθηκε όλως παρενθετικά στη δυνατότητα κατ' εξαίρεση εφαρμογής του άρθρ. 388 ΑΚ και μετά την εκτέλεση της σχετικής υπό αναθεώρηση σύμβασης...". Παρέπεμψε δε στην πλήρη Ολομέλεια του Δικαστηρίου αυτού, μόνον τον πρώτο και το δεύτερο κατά το πρώτο μέρος του, λόγους της αίτησης αναίρεσης, κατά τα εκτεθέντα στην αρχή της παρούσας, με τους οποίους αποδίδεται στην εφετειακή απόφαση η πλημμέλεια ότι με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικού δικαίου διατάξεων των άρθρ. 897 αρ.6 Κ.Πολ.Δ., 3, 33 και 388 παρ. 1 ΑΚ έκρινε ότι θεμελιώνει λόγο ακύρωσης της προσβαλλόμενης διαιτητικής απόφασης η παράβαση διατάξεων δημόσιας τάξης κατά την έννοια μόνο του άρθρου 33 ΑΚ και όχι και του άρθρου 3 ΑΚ με συνέπεια έτσι να κρίνει στη συνέχεια ότι η εφαρμογή του άρθρου 388 παρ. 1 ΑΚ από το διαιτητικό δικαστήριο, ακόμη και αν θεωρηθεί εσφαλμένη, δεν δικαιολογεί την ακύρωση της απόφασης του με λόγο από τον αριθμό 6 του άρθρου 897 Κ.Πολ.Δ. ως εκ του ότι η διάταξη αυτή δεν βρίσκεται σε αντίθεση με την, κατά την έννοια του άρθρου 33 ΑΚ δημόσια τάξη. Ακολούθως, απέρριψε τον δεύτερο, κατά το δεύτερο και τρίτο μέρος του, τον τρίτο κατά το δεύτερο μέρος του και συνολικά τους πέμπτο, έκτο έβδομο, όγδοο και ένατο λόγους της αυτής, ως άνω αίτησης αναίρεσης, ενώ επιφυλάχθηκε να κρίνει μετά την έκδοση απόφασης από την Ολομέλεια του Δικαστηρίου αυτού τον τρίτο κατά το πρώτο μέρος του και τον τέταρτο των λόγων της ίδιας αίτησης αναίρεσης, ως συνεχομένων εν μέρει με το παραπεμπόμενο στην Ολομέλεια ζήτημα της δημόσιας τάξης, στο πλαίσιο ημεδαπής διαιτησίας. Μετά απ' αυτά και καθόσον αφορά τους παραπεμφθέντες ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού πρώτο και δεύτερο κατά το πρώτο μέρος τους, ως άνω αναιρετικούς λόγους, πρέπει να λεχθούν τα ακόλουθα: Έτσι που έκρινε το Εφετείο και απέρριψε ως αβάσιμο τον περιεχόμενο στην ένδικη αγωγή πρώτο λόγο ακύρωσης της διαιτητικής απόφασης, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως τις διατάξεις των άρθρων 897 αρ. 6 Κ.Πολ.Δ., 3, 33 και 388 παρ. 1 ΑΚ, αφού σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη, η διάταξη του άρθρου 388 παρ. 1 ΑΚ δεν περιέχει θεμελιακό κανόνα της πολιτειακής, πολιτιστικής, δικαιικής, ηθικής, κοινωνικής ή οικονομικής ζωής της Χώρας, δεν είναι δηλαδή δημοσίας τάξεως, κατά την έννοια των άρθρων 897 αρ. 6 Κ.Πολ.Δ (και 33 ΑΚ) και πάντως δεν έχει τεθεί για να υπηρετήσει το δημόσιο, αλλά το ιδιωτικό συμφέρον (εμπίπτουσα στην έννοια των αναγκαστικού δικαίου διατάξεων του άρθρου 3 ΑΚ), με συνέπεια η εφαρμογή της να μην βρίσκεται σε αντίθεση με την, κατά την εκτεθείσα έννοια δημόσια τάξη και να μη δικαιολογείται η ακύρωση της διαιτητικής απόφασης, εκ του λόγου αυτού κατ' άρθρο 897 αρ. 6 Κ.Πολ.Δ., τα αντίθετα δε υποστηριζόμενα με τον πρώτο και τον δεύτερο κατά το πρώτο μέρος του, λόγων της αίτησης αναίρεσης με τους οποίους αποδίδεται στην εφετειακή απόφαση η ρηθείσα πλημμέλεια, είναι αβάσιμα. Επομένως, κατά την κρατήσασα στην Ολομέλεια γνώμη, οι από το άρθρο 559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δ παραπεμφθέντες ενώπιον αυτής συναφείς πρώτος και δεύτερος, κατά το πρώτο μέρος λόγοι είναι αβάσιμοι και πρέπει ν' απορριφθούν.
V. Ένα από τα μέλη που συγκρότησαν την Ολομέλεια, ο Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου Νικόλαος Λεοντής, διατύπωσε τη γνώμη ότι οι παραπεμφθέντες λόγοι έπρεπε ν' απορριφθούν με την ακόλουθη αιτιολογία: "Οι παραπεμφθέντες λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους αποδίδεται στην προσβαλλόμενη δι' αυτής απόφαση η πλημμέλεια ότι κατ' εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικού δικαίου διατάξεων των άρθρων 897 αρ. 6 Κ.Πολ.Δ. 3, 33 και 388 § 1 ΑΚ έκρινε ότι θεμελιώνει λόγο ακυρώσεως της διαιτητικής απόφασης η παράβαση διατάξεως δημοσίας τάξεως κατά την έννοια του άρθρου 33 ΑΚ, κατ' αποκλεισμό εκείνης του άρθρου 3 ΑΚ, αξιολογούνται προεχόντως ως αλυσιτελείς και εντεύθεν απαράδεκτοι, κρίση του την οποία στηρίζει στις ακόλουθες νομικές παραδοχές. Ειδικότερα, μεταξύ των προϋποθέσεων για την εφαρμογή του άρθρου 388 ΑΚ, που επιτρέπει στον δικαστή να αναγάγει την παροχή του οφειλέτη στο μέτρο που αρμόζει ή και να αποφασίσει τη λύση της συμβάσεως, σε περίπτωση απρόοπτης μεταβολής των συνθηκών, είναι η ύπαρξη αμφοτεροβαρούς συμβάσεως και ακόμη, κατά την γνώμη που επικρατεί, να μη έχει εκπληρωθεί η σύμβαση κατά τον χρόνο που επιδιώκεται η αναπροσαρμογή είτε εξ ολοκλήρου είτε κατά ένα μέρος. Κατά την αντίθετη άποψη δικαιολογείται η εφαρμογή του άρθρου 388 ΑΚ σε σύμβαση που έχει εκπληρωθεί στο σύνολό της κατά την παροχή και την αντιπαροχή, με την έννοια ότι είναι δυνατό να συντρέχουν, έστω και σπάνια, όλες οι προϋποθέσεις, όπως προσδιορίζονται και από την αρχή της καλής πίστεως, οπότε δεν θα είναι σύμφωνο με την αρχή αυτή άρα ούτε και με το πνεύμα της διατάξεως του άρθρου 388 ΑΚ να εμποδιστεί η προστασία του οφειλέτη από την απρόβλεπτη και υπέρμετρα επαχθή ανατροπή του δικαιοπρακτικού θεμελίου. Προφανές είναι ότι η εφαρμογή του άρθρου 388 ΑΚ σε σύμβαση, η οποία έχει εκπληρωθεί, ακόμα και όταν δεν συνέτρεχαν οι αμέσως παραπάνω σημειούμενες εξαιρετικές περιστάσεις, δεν αντιβαίνει στη δημόσια τάξη όχι μόνο κατά την έννοια του άρθρου 33 ΑΚ αλλά και εκείνη του άρθρου 3 ΑΚ, κατά το αναφερόμενο στην αρχή της παρούσης εννοιολογικό περιεχόμενο αυτών, με άμεση δικονομική συνέπεια η διατυπούμενη αναιρετική αιτίαση της εσφαλμένης εφαρμογής του άρθρου 33 ΑΚ αντί του άρθρου 3 ΑΚ αρνητικά να αξιολογείται ως αλυσιτελής και απαράδεκτη, δοθέντος ότι η τυχόν παραδοχή της και εφαρμογή του άρθρου 3 ΑΚ ουδεμία ασκεί επίδραση στο ορθό κατ' αποτέλεσμα διατακτικό της, με εσφαλμένο αιτιολογικό (Κ.Πολ.Δ. 578). Και τούτο ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν δέχθηκε αναδρομική εφαρμογή του άρθρου 388 ΑΚ, αλλά γενικώς και αορίστως αναφέρθηκε, όλως παρενθετικά, στη δυνατότητα κατ'εξαίρεση εφαρμογής του άρθρου 388 ΑΚ και μετά την εκτέλεση της σχετικής υπό αναθεώρηση σύμβασης, όπως τούτο γίνεται δεκτό και σημειώνεται στην παραπεμπτική απόφαση του Αρείου Πάγου".
V. Τρία δε μέλη Ολομελείας, ο Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου Γεώργιος Χρυσικός και οι Αρεοπαγίτες Ιωάννης Μαγγίνας και Αλτάνα Κοκκοβού διατύπωσαν την ακόλουθη γνώμη: "Ως διατάξεις δημόσιας τάξης, η αντίθεση προς τις οποίες θεμελιώνει λόγο ακύρωσης της διαιτητικής απόφασης από τον αριθμό 6 του άρθρου 897 του Κ.Πολ.Δ. νοούνται οι διατάξεις γενικώς αναγκαστικού δικαίου της Ελληνικής έννομης τάξης, δηλαδή κατά την έννοια του αρθ. 3 Α.Κ. και όχι μόνο οι αρχές εκείνες που συγκροτούν τη δημόσια τάξη κατά την στενότερη έννοια της του αρθ. 33 Α.Κ. Ειδικότερα: Ι. Κατά τη διάταξη του αρθ. 3 Α.Κ. "η ιδιωτική βούληση δεν μπορεί να αποκλείσει την εφαρμογή κανόνων δημόσιας τάξης ενώ κατά τη διάταξη του αρθ. 33 ΑΚ "διάταξη αλλοδαπού δικαίου δεν εφαρμόζεται, αν η εφαρμογή της προσκρούει στα χρηστά ήθη ή γενικά στη δημόσια τάξη". Ως κανόνες της δημόσιας τάξης (Jus cogens) κατά την έννοια του αρθ. 3 Α.Κ. νοούνται οι κανόνες που δεν επιδέχονται μεταβολή με την ιδιωτική βούληση και ο όρος είναι ταυτόσημος με τον όρο "κανόνες αναγκαστικού δικαίου". Η δημόσια τάξη στη διάταξη του αρθ. 3 ΑΚ. υποδηλώνει τον κανόνα δικαίου που τέθηκε για την εξυπηρέτηση του γενικού σκοπού ή του συμφέροντος της κοινωνίας (δημόσιο συμφέρον κατά την Ολ.Α.Π. 27/1971), ενώπιον του οποίου υποχωρεί η αυτονομία της ιδιωτικής βούλησης. Εξ άλλου στο κεφάλαιο δεύτερο του ΑΚ με τον τίτλο "ιδιωτικό διεθνές δίκαιο" και στο ακροτελεύτιο άρθρο 33 καθιερώνεται "η επιφύλαξη" της δημόσιας τάξης και ορίζεται ότι "Διάταξη αλλοδαπού δικαίου δεν εφαρμόζεται αν η εφαρμογή της προσκρούει στα χρηστά ήθη ή γενικά στη δημόσια τάξη". Με τη διάταξη του αρθ. 33 ΑΚ καθιερώνεται η λεγόμενη "διεθνής δημόσια τάξη" που βρίσκει πεδίο εφαρμογής όταν κατά τους κανόνες του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου τίθενται ζητήματα αλλοδαπότητας είτε ως προς το εφαρμοσθέν δίκαιο είτε ως προς τη συνδρομή συνδετικών στοιχείων που δικαιολογούν την εφαρμογή αλλοδαπού δικαίου που συγκρούεται με την ημεδαπή (εσωτερική) δημόσια τάξη. Έτσι, μεταξύ των δύο εννοιών δημόσιας τάξης στη διάταξη του άρθ. 3 Α.Κ. και εκείνης του άρθ. 33 Α.Κ. υφίσταται σχέση επικαλύψεως της δεύτερης από την πρώτη, με την έννοια ότι η "διεθνής δημόσια τάξη" είναι επιεικέστερη, ελαστικότερη και στενότερη από εκείνη της "εσωτερικής δημόσιας τάξης" και υποδηλώνει και αντανακλά τα πολιτειακά, πολιτιστικά, κοινωνικά ή οικονομικά θεμέλια της ημεδαπής έννομης τάξης, χωρίς αναγκαία να εξαρτάται η επιφύλαξη της δημόσιας τάξης από συγκεκριμένο κανόνα δικαίου. Με την καθιέρωση της "διεθνούς δημόσιας τάξης" στο άρθρο 33 του Α.Κ. επιδιώκεται η προστασία στο εσωτερικό της χώρας εννόμων σχέσεων οι οποίες έχουν ήδη διαμορφωθεί στα όρια αλλοδαπού δικαιϊκού περιβάλλοντος ώστε να αποφευχθεί ο κίνδυνος ανατροπής των εννόμων σχέσεων που έχουν ήδη διαπλασθεί και λειτουργούν κατά το δίκαιο που τις διέπει, είτε με την έννοια της Lex causae είτε της Lex Fori. Παρόμοιες αρχές καθιερούμενες με το αρθ. 34 αριθ. 2 του Κανονισμού 44/2001 της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το άρθρ. 5 παρ. 2 του Ν. 4220/1961, που δικαιολογούν την εφαρμογή της "διεθνούς δημόσιας τάξης" ισχύουν στις περιπτώσεις εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων: 1) 323 Κ.Πολ.Δ. (προϋποθέσεις δεδικασμένου από αλλοδαπή απόφαση), 2) 780 Κ.Πολ.Δ. (ισχύς απόφασης αλλοδαπού δικαστηρίου επί υποθέσεως εκουσίας δικαιοδοσίας), 3) 905 Κ.Πολ.Δ. (κήρυξη εκτελεστού αλλοδαπού τίτλου), 4) 906 Κ.Πολ.Δ. (κήρυξη εκτελεστής αλλοδαπής διαιτητικής απόφασης) και 5) 34 παρ. 1, 2 εδ β', ββ του Ν. 2735/1999 "Διεθνής Εμπορική Διαιτησία" με τον οποίο εισήχθη στην Ελληνική έννομη τάξη ο πρότυπος νόμος UNCITRAL, το δικαστήριο που επιλαμβάνεται ύστερα από αγωγή ακύρωσης διαιτητικής απόφασης, προκειμένου για διεθνείς διαιτησίες (που διεξάγονται στην Ελλάδα) "κρίνει αυτεπαγγέλτως αν η διαιτητική απόφαση είναι αντίθετη προς τη διεθνή δημόσια τάξη, όπως αυτή νοείται στο άρθρο 33 του Αστικού Κώδικα". Αντίθετα, όταν πρόκειται για αποφάσεις ημεδαπών εθνικών Δικαστηρίων χωρίς στοιχεία αλλοδαπότητας δεν εφαρμόζεται η διάταξη του αρθ. 33 Α.Κ. για την ταυτότητα δε των νομικών και πραγματικών προϋποθέσεων, μία διαιτητική απόφαση που εκδίδεται στην ημεδαπή επί εσωτερικής διαφοράς, χωρίς στοιχεία αλλοδαπότητας σε επίδικη έννομη σχέση διεπομένη από το Ελληνικό δίκαιο, δεν μπορεί παρά να υπάγεται στο ίδιο νομικό καθεστώς που υπαγόταν και αν κρινόταν από το Εθνικό Ελληνικό Δικαστήριο, εάν δεν υπήρχε η διαιτητική ρήτρα. Εν όψει αυτών δεν είναι κρίσιμο στοιχείο συγκρίσεως το διαφορετικό νομικό και πραγματικό καθεστώς που ισχύει επί διαιτητικής απόφασης με στοιχεία αλλοδαπότητας, ώστε να δικαιολογείται η εφαρμογή της διάταξης του αρθ. 33 ΑΚ και στην ημεδαπή διαιτητική απόφαση, αφού πρόκειται για περιπτώσεις ανόμοιες και μη συγκρίσιμες, ενώ αντίθετα η ημεδαπή διαιτητική απόφαση υπόκειται στο θεσμικό πλαίσιο ελέγχου που υπόκεινται και οι ημεδαπές δικαστικές αποφάσεις, υπό τις καθιερούμενες νομοθετικά παρεκκλίσεις για τους λόγους ακύρωσης τους.
ΙΙ. Και από τη γραμματολογική διατύπωση του αρθ. 3 του Α.Κ. "κανόνες δημόσιας τάξης" και του άρθρου 897 αριθ. 6 του Κ.Πολ.Δ κατά την οποία "η διαιτητική απόφαση μπορεί να ακυρωθεί αν είναι αντίθετη προς "διατάξεις δημόσιας τάξης" σε συνδυασμό με το ότι στη διάταξη του αρθ. 33 Α.Κ. σκόπιμα και ενσυνείδητα παραλείπεται από τον συντάκτη Γ. Μ. η έννοια του όρου "διατάξεις" και καθιερώνεται η "επιφύλαξη" της έννοιας της δημόσιας τάξης μόνο, προκύπτει ότι η νομοθετική παραπομπή του αρθ. 897 αριθ. 6 στις διατάξεις δημόσιας τάξης δεν αφορά παρά μόνο εκείνες του αρθ. 3 του Α.Κ. αφού στη διάταξη του αρθ. 33 Α.Κ. ελλείπει η έννοια του όρου "διατάξεις" και σαν τέτοια νοείται το σύνολο των βασικών και θεμελιωδών σημασίας αρχών που διέπουν τη ζωή στη χώρα (Ολ.ΑΠ 1572/1981).
ΙΙΙ. Ως επιχείρημα για τη "στενή" έννοια της δημόσιας τάξης, που πρέπει να αποδοθεί στην εξεταζόμενη διάταξη του άρθρου 897 αριθ. 6 Κ.Πολ.Δ. συνιστά και η από κοινού με τα χρηστά ήθη επίκλησή της, που όπως και στη διάταξη του αρθ. 33 ΑΚ απαντάται όταν δεν επιδιώκεται ευρύς έλεγχος προς οποιαδήποτε παράβαση κανόνων δικαίου. Ως χρηστά ήθη νοούνται οι κανόνες οι οποίοι εκφράζουν τις αντιλήψεις του μέσου εμφρόνως και χρηστώς σκεπτόμενου κοινωνικού ανθρώπου και κρατούν ως ρυθμιστικοί κανόνες κοινωνικής συμπεριφοράς (ΑΠ 40/2010). Με την πιο πάνω διάταξη δεν επιδιώκεται κατά τις προαναφερθείσες σκέψεις η εξίσωση και εξομοίωση προς τα κάτω της έννοιας της δημόσιας τάξης του αρθ. 3 Α.Κ. με εκείνη των χρηστών ηθών ή της διεθνούς δημόσιας τάξης του αρθ. 33 ΑΚ αλλά καθιερώνεται η δυνατότητα ακύρωσης ημεδαπής διαιτητικής απόφασης, όχι μόνο όταν το διατακτικό σε συνδυασμό με το αιτιολογικό της είναι αντίθετο προς διατάξεις αναγκαστικού δικαίου, αλλά και στην επικουρική περίπτωση που ελλείπει μεν κυρίως η αντίθεση προς διατάξεις αναγκαστικού δικαίου, πλην όμως από το συνδυασμό διατακτικού και αιτιολογικού της διαιτητικής απόφασης παράγεται κατάσταση αντίθετη προς θεμελιώδεις πολιτικές, κοινωνικές, οικονομικές και ηθικές αντιλήψεις της Ελληνικής έννομης τάξης.
IV. Κατά τη διάταξη του αρθ. 890 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. "με τη συμφωνία για διαιτησία δεν μπορεί να αποκλειστεί η εφαρμογή διατάξεων δημόσιας τάξης". Κατά την επικρατούσα στη θεωρία και νομολογία άποψη ως "διατάξεις δημόσιας τάξης" κατά την ίδια διάταξη νοούνται οι κανόνες αναγκαστικού δικαίου του αρθ. 3 Α.Κ. τέθηκε δε η διάταξη αυτή και δεν απαλείφθηκε ως "περιττή", παρά την εισήγηση μέλους της Επιτροπής, γιατί επιδιώχθηκε να τεθεί φραγμός στην ιδιωτική βούληση, που θα επιζητούσε με τη διαιτητική συμφωνία να αποκλείσει την εφαρμογή κανόνων αναγκαστικού δικαίου (Jus cogens). Και ναι μεν με την προαναφερθείσα διάταξη επιδιώκεται ο έλεγχος της ιδιωτικής βούλησης των συμβαλλομένων κατά την κατάρτιση της διαιτητικής συμφωνίας. 'Όμως, η θεσμοθέτηση της πιο πάνω διάταξης στο προεισαγωγικό πεδίο εκκινήσεως της διαιτητικής διαδικασίας, δεν είναι άσχετη με τη ρύθμιση της διάταξης του αρθ. 897 αριθ. 6 Κ.Πολ.Δ., αλλά και οι δύο διατάξεις ίστανται παράλληλα, αφού η αντίθετη άποψη δεν δικαιολογεί επαρκώς για ποίο λόγο νομιμότητας ή σκοπιμότητας οι μεν συμβαλλόμενοι στο συνυποσχετικό διαιτησίας δεν θα μπορούν να θέσουν εκ ποδών διατάξεις δημόσιας τάξης, ενώ αντίθετα οι διαιτητές και κατ' ακολουθίαν και η εκδιδόμενη από αυτούς διαιτητική απόφαση, καίτοι αντλούν τη δικαιοδοτική κρίση από την ιδιωτική βούληση, αυτονομούνται από το πεδίο ελέγχου των διατάξεων δημόσιας τάξης του αρθ. 3 ΑΚ και ελέγχονται μόνο στο πλαίσιο αντιθέσεως προς τη διεθνή δημόσια τάξη, ενώ τέτοια καταληκτική κρίση δεν δικαιολογείται από το εν γένει ρυθμιστικό πεδίο των προαναφερθεισών διατάξεων, που είναι σαφείς και πλήρεις και δεν δικαιολογείται η αντίθετη προς το περιεχόμενό τους κρίση.
V. Η Ολομέλεια του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου με δύο αποφάσεις με αριθ. 20/2011 και 4/2012 καθόρισε την έννοια των κανόνων δημόσιας τάξης με αφορμή την ερμηνεία της διάταξης του αρθ. 562 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. και ορίσθηκε ότι "η έννοια της δημόσιας τάξης οριοθετείται από τις διατάξεις των άρθρων 33 Α.Κ. 323 αριθ. 5, 897 αρ. 6 Κ.Πολ.Δ. και αναφέρεται στην ανατροπή επελεύσεως έννομης συνέπειας, μη ανεκτής από την κρατούσα στη Χώρα ηθική, κοινωνική, πολιτειακή ή οικονομική τάξη. 'Όμως, από τις αποφάσεις αυτές δεν συνάγεται ασφαλές επιχείρημα για την ταυτότητα ρυθμίσεων μεταξύ των διατάξεων 33 Α.Κ. και 897 αρ. 6 στο πεδίο ελέγχου της ακυρότητας διαιτητικής απόφασης, αφού η εξενεχθείσα δικονομική κρίση αφορούσε μόνο ερμηνευτική προσέγγιση της διάταξης του αρθ. 562 παρ. 2 εδ. γ που αναφέρεται σε "ισχυρισμούς που αφορούν τη δημόσια τάξη" και όχι "σε διατάξεις δημόσιας τάξης", που αφορά η διάταξη του αρθ. 897 αριθ. 6 Κ.Πολ.Δ. χωρίς μάλιστα ειδική ερμηνεία, θεμελίωση και εφαρμογή.
VI. Κατά την έννοια της διάταξης του αρθ. 897 αριθ. 6 Κ.Πολ.Δ. ιδρύεται ο αντίστοιχος λόγος ακύρωσης της διαιτητικής απόφασης όταν η αντίθεση προς τις διατάξεις δημόσιας τάξης κατά την έννοια του αρθ. 3 Α.Κ. προκύπτει ευθέως και αποκλειστικά από το περιεχόμενο της διαιτητικής απόφασης στο σύνολό της, δηλαδή ότι μόνο από το διατακτικό της, αλλά και από το αιτιολογικό της. Λαμβανομένων όμως, υπόψη και των λοιπών διατάξεων του άρθρου 897 του Κ.Πολ.Δ., καμία από τις οποίες δεν παρέχει λόγο ακύρωσης της διαιτητικής απόφασης για εσφαλμένη εφαρμογή νόμου ή εσφαλμένη ουσιαστική κρίση του διαιτητή, παρέπεται ότι η ρηθείσα παράβαση πρέπει να προκύπτει αμέσως από τις παραδοχές του αιτιολογικού και του διατακτικού της ελεγχόμενης διαιτητικής απόφασης, επί τη βάση των πραγματικών δεδομένων, τα οποία ανέλεγκτα ως εκ της ουσιαστικής κατά την κρίση του βασιμότητάς τους, δέχθηκε ο διαιτητής, το δε Εφετείο, κρίνοντας επί λόγου ακύρωσης διαιτητικής απόφασης από την ίδια διάταξη, για αντίθεσή της προς κανόνα δημόσιας τάξης και για την εκφορά του αντίστοιχου αξιολογικού πορίσματός του, ερευνά και κρίνει μόνο τις ίδιες παραδοχές σε συνδυασμό αποκλειστικά με το αιτιολογικό και το διατακτικό της ελεγχόμενης διαιτητικής απόφασης (Ολ. Α.Π. 13/1995) με τις ίδιες δε παραδοχές και μόνο ως δικαιογόνες πραγματολογικές παραδοχές της διαιτητικής απόφασης, παραδεκτά επίσης επισκοπούμενες κατ' άρθ. 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. από το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου, ερευνάται η βασιμότητα αντίστοιχου αναιρετικού λόγου (Α.Π. 1578/2014, 40/2010).
Κατά τη διάταξη του άρθρου 388 εδ. α' Α.Κ. "αν τα περιστατικά στα οποία κυρίως, ενόψει της καλής πίστεως και των συναλλακτικών ηθών, τα μέρη στήριξαν τη σύναψη αμφοτεροβαρούς συμβάσεως μεταβλήθηκαν ύστερα, από λόγους που ήταν έκτακτοι και δεν μπορούσαν να προβλεφθούν, και από τη μεταβολή αυτή η παροχή του οφειλέτη, ενόψει και της αντιπαροχής έγινε υπέρμετρα επαχθής, το δικαστήριο μπορεί κατά την κρίση του με αίτηση του οφειλέτη να την αναγάγει στο μέτρο που αρμόζει να αποφασίσει τη λύση της συμβάσεως εξ ολοκλήρου ή κατά το μέρος που δεν εκτελέσθηκε ακόμη". Η προαναφερθείσα διάταξη που περιέχει κανόνα αναγκαστικού δικαίου (Ολ.Α.Π. 350/1987) κατά την έννοια του αρθ. 3 Α.Κ. αποτελεί ειδική εφαρμογή επί των αμφοτεροβαρών συμβάσεων των αρχών που καθιερώνονται με τα άρθρα 200 και 288 Α.Κ. της καλής πίστεως και των συναλλακτικών ηθών, και επιδιώκεται η ισορροπία παροχής και αντιπαροχής που διαταράχθηκε. Με τις προαναφερθείσες διατάξεις ο νομοθέτης θέτει φραγμό στις ατομιστικές αντιλήψεις και επιτάσσει την εφαρμογή στις ενοχικές σχέσεις της καλής πίστεως, με θεμιτό περιορισμό της ελευθερίας των συμβάσεων, μέσω του οποίου (περιορισμού) επέρχεται διαπλαστικά ανατροπή ή αναπροσαρμογή της επίδικης έννομης σχέσης, εφόσον η τελευταία (πλην ειδικών εξαιρετικών προϋποθέσεων) δεν έχει ακόμη εκτελεσθεί. Οι προαναφερθείσες διατάξεις, που η εφαρμογή τους εκτείνεται σε όλο το φάσμα των συμβατικών εννόμων σχέσεων ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου, εφόσον συνδέονται με αλληλεξαρτώμενες παροχές και αντιπαροχές, έχουν θεσπισθεί για να υπηρετήσουν ως εκ του σκοπού τους πρωτίστως το δημόσιο συμφέρον. Μόνο δε το γεγονός ότι η επίκληση εφαρμογής των προαναφερθεισών διατάξεων εναπόκειται αναγκαίως στο πλαίσιο των δικονομικών προϋποθέσεων παροχής έννομης προστασίας του δικαιϊκού συστήματος στον αντισυμβαλλόμενο αμφοτεροβαρούς συμβάσεως, που μπορεί να είναι είτε το Δημόσιο είτε ιδιώτης, δεν οδηγεί στην κρίση ότι οι προαναφερθείσες διατάξεις υπηρετούν το ιδιωτικό συμφέρον πρωτίστως, εφόσον άλλωστε παραίτηση εκ των προτέρων από της εφαρμογής των προαναφερθεισών διατάξεων δεν είναι επιτρεπτή. Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση της αγωγής, επί της οποίας η προσβαλλόμενη απόφαση (άρθρ. 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.) προκύπτει ότι με τον περιεχόμενο σ' αυτή πρώτο, από τον αριθμό 6 του άρθρ. 897 Κ.Πολ.Δ. λόγο ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης του Διαιτητικού Δικαστηρίου (που συγκροτήθηκε στην Αθήνα για τη διεξαγωγή ημεδαπής εμπορικής διαιτησίας κατά τον Κανονισμό Διαιτησίας του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου-ICC) προβάλλεται η αιτίαση ότι η απόφαση αυτή, η οποία, μεταξύ άλλων, υποχρέωσε την ήδη αναιρεσείουσα εταιρεία να καταβάλει στην πρώτη αναιρεσίβλητη πρόσθετο εργολαβικό αντάλλαγμα ποσού 436.598,67 ευρώ, πλέον τόκων 179.675,02 ευρώ, αφού προς το σκοπό αυτό δέχτηκε ότι υπήρξε απρόοπτη εκ των υστέρων αύξηση της τιμής του χάλυβα κατά 44,6% σε σχέση με την τιμή που ίσχυε κατά την κατάρτιση της μεταξύ τους από 19-11-2003 σύμβασης έργου, στο πλαίσιο της οποίας η πρώτη αναιρεσίβλητη ανέλαβε και εκτέλεσε με υπεργολάβο τη δεύτερη των αναιρεσιβλήτων κατασκευαστικές και ηλεκτρομηχανολογικές εργασίες αναβάθμισης των εγκαταστάσεων διυλιστηρίου της αναιρεσείουσας, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τη διάταξη αναγκαστικού δικαίου του άρθρ. 388 παρ. 1 ΑΚ, με το να δεχθεί ειδικότερα ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της, μολονότι η αύξηση της τιμής του χάλυβα, η οποία κατά τις παραδοχές της διαιτητικής απόφασης επιβάρυνε το έργο κατά 623.712,38 ευρώ, δηλαδή σε ποσοστό μόλις 5,68% σε σχέση με το ποσό των 10.970.000 ευρώ του αρχικού προϋπολογισμού του όλου έργου, δεν συνιστά υπέρμετρη επιβάρυνση για την πρώτη αναιρεσίβλητη, ενώ και η καταβολή σ' αυτή πρόσθετου εργολαβικού ανταλλάγματος μετά την ολοκλήρωση του έργου, δηλαδή η αναδρομική αναπροσαρμογή του εργολαβικού ανταλλάγματος, δεν είναι επιτρεπτή κατά την ως άνω διάταξη. Από την παραδεκτή επισκόπηση της διαιτητικής απόφασης προκύπτει ότι μ' αυτή έγινε πράγματι δεκτό, με βάση τα αποδεικτικά μέσα που η απόφαση έλαβε υπόψη της, ότι η αύξηση της τιμής του χάλυβα κατά 44,6% σε σχέση με την τιμή που ίσχυε κατά την κατάρτιση της από 19-11-2003 σύμβασης έργου μεταξύ της αναιρεσείουσας και της πρώτης αναιρεσίβλητης υπήρξε απρόβλεπτη και επιβάρυνε εκ των υστέρων την πρώτη αναιρεσίβλητη με πρόσθετη δαπάνη για την αιτία αυτή, συνολικού ποσού 623.712,38 ευρώ, έναντι της οποίας η διαιτητική απόφαση της επιδίκασε, κατά την παρεχόμενη από το άρθρ. 388 ΑΚ διακριτική ευχέρεια, ποσό 436.598,67 ευρώ, δηλαδή το 70% της δαπάνης αυτής. Το Εφετείο έκρινε με την προσβαλλόμενη απόφασή του ότι ο παραπάνω πρώτος λόγος ακύρωσης της διαιτητικής απόφασης πρέπει "κατά μεν το πρώτο σκέλος του να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι από την επισκόπηση της απόφασης προκύπτει ότι το (διαιτητικό) δικαστήριο δέχθηκε ότι συνέτρεχε περίπτωση εφαρμογής του άρθρ. 388 ΑΚ, με βάση όσα αποδείχθηκαν επί της ουσίας σχετικά με το θέμα αυτό, όσον δε αφορά το δεύτερο σκέλος του λόγου (έκρινε ότι) και υπό την υποστηριζόμενη από την ενάγουσα εκδοχή ότι υπήρξε εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρ. 388 ΑΚ και πάλι ο λόγος αυτός ακυρότητας κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού η εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου δεν μπορεί να θεμελιώσει τον, από τη διάταξη του άρθρ. 897 αριθ. 6 ΚΠολΔ προβλεπόμενο λόγο ακυρότητας, εφόσον απ' αυτή δεν προκαλείται ταυτόχρονα κατάσταση που αντιβαίνει προς τις θεμελιώδεις πολιτικές, κοινωνικές, οικονομικές και ηθικές αντιλήψεις της ελληνικής έννομης τάξης, η οποία θεμελιώνει τον κρατούντα στην Ελλάδα βιοτικό ρυθμό, προϋπόθεση όμως η οποία δεν συντρέχει στην προκειμένη περίπτωση, καθόσον η εφαρμογή του άρθρ. 388 ΑΚ, η οποία δεν αποκλείεται σε εξαιρετικές περιπτώσεις να ενεργεί αναδρομικά, δεν βρίσκεται σε αντίθεση με την κατά την έννοια του άρθρ. 33 ΑΚ δημόσια τάξη". 'Ετσι που έκρινε το Εφετείο και απέρριψε ως αβάσιμο τον περιεχόμενο στην ένδικη αγωγή πρώτο λόγο ακύρωσης της διαιτητικής απόφασης από την οποία, αλλά και από την προσβαλλόμενη εφετειακή απόφαση απουσιάζει οποιαδήποτε παραδοχή που να αιτιολογεί τις εκ των υστέρων εξαιρετικές περιπτώσεις δικαιολογούσες την αναδρομική εφαρμογή της διάταξης του άρθ. 388 Α.Κ., εσφαλμένα (η προσβαλλόμενη εφετειακή), ερμήνευσε, εφάρμοσε και παραβίασε ευθέως τις διατάξεις των άρθρων 897 αρ. 6 Κ.Πολ.Δ, 3 (με τη μη εφαρμογή της καίτοι ήταν εφαρμοστέα), 33 (με την εφαρμογή της ενώ δεν ήταν εφαρμοστέα) και 388 παρ. 1 ΑΚ, αφού σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη, η διάταξη του άρθρου 388 παρ. 1 ΑΚ περιέχει θεμελιακό κανόνα δημόσιας τάξεως, κατά την έννοια του άρθρου 897 αρ. 6 Κ.Πολ.Δ. που έχει τεθεί για να υπηρετήσει το δημόσιο συμφέρον, εμπίπτουσα στην έννοια των αναγκαστικού δικαίου διατάξεων του άρθρου 3 ΑΚ, με συνέπεια σε συνδυασμό με το αιτιολογικό και το απορριπτικό διατακτικό της διαιτητικής απόφασης, όπως παρατίθεται και ενσωματώνεται στην προσβαλλόμενη εφετειακή απόφαση, να δικαιολογείται η ακύρωσή της διαιτητικής απόφασις εκ του λόγου αυτού κατ' άρθρο 897 αρ. 6 Κ.Πολ.Δ. λόγω αντίθεσής της προς τις διατάξεις των άρθρων 897 αριθ. 6 Κ.Πολ.Δ. 3 και 388 Α.Κ., τα υποστηριζόμενα δε με τον πρώτο και το δεύτερο κατά το πρώτο μέρος του, λόγους της αίτησης αναίρεσης με τους οποίους αποδίδεται στην εφετειακή απόφαση η πλημμέλεια ότι με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικού δικαίου διατάξεων των άρθρ. 897 αριθ. 6 Κ.Πολ.Δ., 3, 33 και 388 παρ. 1 ΑΚ έκρινε ότι θεμελιώνει λόγο ακύρωσης της προσβαλλόμενης διαιτητικής απόφασης η παράβαση διατάξεων δημόσιας τάξης κατά την έννοια μόνον του άρθρ. 33 ΑΚ και όχι και του άρθρ. 3 ΑΚ, με συνέπεια έτσι να κρίνει στη συνέχεια ότι η εφαρμογή του άρθρ. 388 παρ. 1 ΑΚ από το διαιτητικό δικαστήριο, μη εμπίπτουσα στην έννοια του 33 ΑΚ, ακόμη και αν θεωρηθεί εσφαλμένη, δεν δικαιολογεί την ακύρωση της απόφασής του με λόγο από τον αριθμό 6 του άρθρ. 897 Κ.Πολ.Δ., είναι βάσιμα. Επομένως κατά τη γνώμη της μειοψηφίας οι από το άρθρο 559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δ. παραπεμφθέντες ενώπιον της πλήρους Ολομέλειας συναφείς πρώτος και δεύτερος, κατά το πρώτο μέρος λόγοι είναι βάσιμοι".
VI. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει, κατά την κρατήσασα άποψη, να απορριφθούν οι πρώτος και δεύτερος, κατά το πρώτο μέρος, λόγοι (από το άρθρο 559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), της από 15-2-2012 αίτησης της εταιρείας με την επωνυμία "ΜΟΤΟΡ ΟΪΛ ΕΛΛΑΣ ΑΕ" για αναίρεση της 6020/2011 απόφασης του Εφετείου Αθηνών, που παραπέμφθηκαν στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου και να αναπεμφθεί η υπόθεση στο Α1 Πολιτικό Τμήμα του Αρείου Πάγου προκειμένου να κριθούν και οι υπόλοιποι λόγοι αναίρεσης, για τους οποίους το Τμήμα αυτό επιφυλάχθηκε με την παραπεμπτική απόφαση του.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Διατάσσει το χωρισμό της υπόθεσης, όσον αφορά τη δεύτερη αναιρεσίβλητη.
Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της υπόθεσης ως προς αυτήν. -
Απορρίπτει τους πρώτο και δεύτερο, κατά το πρώτο μέρος λόγους της από 15-2-2012 αίτησης της εταιρείας με την επωνυμία "ΜΟΤΟΡ ΟΪΛ ΕΛΛΑΣ ΑΕ" για αναίρεση της 6020/2011 απόφασης του Εφετείου Αθηνών, που παραπέμφθηκαν στην πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, και αναπέμπει την υπόθεση στο Α1 Πολιτικό Τμήμα του Αρείου Πάγου προκειμένου να κριθούν και οι υπόλοιποι λόγοι αναίρεσης, για τους οποίους το Τμήμα αυτό επιφυλάχθηκε με την παραπεμπτική απόφαση του.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 16 Ιουνίου 2015.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 10 Σεπτεμβρίου 2015.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή