Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Αυτοπρόσωπη εμφάνιση, Υπεξαίρεση.
Περίληψη:
Υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας από διαχειριστή ξένης περιουσίας. Αίτηση αναίρεσης κατά παραπεμπτικού βουλεύματος για έλλειψη αιτιολογίας και εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου. Αίτημα για εμφάνιση στα Συμβούλια (Εφετών και Αρείου Πάγου). Απόρριψη αιτήματος αυτού και αίτησης αναίρεσης για τους ως άνω λόγους.
ΑΡΙΘΜΟΣ 2116/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Παπαηλιού και Παναγιώτη Ρουμπή-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Τσάγγα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 13 Οκτωβρίου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 402/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και o αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 21 Απριλίου 2009 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 613/2009.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Τσάγγας εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή με αριθμό 210/15-6-2009, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Eισάγω στο Δικαστήριο Σας, σύμφωνα με το άρθρο 485 § 1 ΚΠΔ, την με αριθμό 82/21-4-2009 αίτηση αναίρεσης του Χ, κατοίκου ..., την οποία άσκησε αυτοπροσώπως και στρέφεται κατά του με αριθμό 402/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτω τα ακόλουθα:
Ι. Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το με αριθμό 2003/2008 βούλευμά του, παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο, προκειμένου να δικασθεί ως υπαίτιος της αξιόποινης πράξης της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που είχαν εμπιστευθεί στον υπαίτιο ως διαχειριστή ξένης περιουσίας. Κατά του βουλεύματος αυτού ο αναιρεσείων κατηγορούμενος άσκησε έφεση. Επί της εφέσεως αυτής, εκδόθηκε το με αριθμό 402/2009 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το οποίο έκανε τυπικά δεκτή και απέρριψε κατ'ουσίαν την έφεσή του επικυρώνοντας το πρωτόδικο παραπεμπτικό βούλευμα. Κατά του εφετειακού αυτού βουλεύματος στρέφεται πλέον με την κρινόμενη αίτησή του, η οποία ασκήθηκε εμπρόθεσμα νομότυπα και παραδεκτά ο αναιρεσείων κατηγορούμενος. Ειδικότερα το προσβαλλόμενο βούλευμα επιδόθηκε με θυροκόλληση στον κατηγορούμενο και τον διορισθέντα αντίκλητο δικηγόρο του Ευστράτιο Βαρβιτσιώτη στις 9-4-2009 και 15-4-2009 αντίστοιχα, η δε αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε στις 21/4/2009 (εντός της νομίμου προθεσμίας) ενώπιον του Γραμματέα Εφετών Αθηνών, συνετάγη δε από εκείνον η με αριθμό 82/2009 έκθεση, στην οποία διατυπώνονται αναλυτικά οι λόγοι για τους οποίους ασκήθηκε και συγκεκριμένα η έλλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Τέλος το προσβαλλόμενο βούλευμα υπόκειται στο ένδικο μέσο της αναίρεσης, αφού παραπέμπει τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο για κακούργημα. Κατά συνέπεια, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και ακολούθως να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι αναίρεσης.
ΙΙ. Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την, επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 § 1 στοιχ. δ' Κ.Π.Δ. λόγο αναίρεσης, όταν αναφέρονται σ'αυτή με πληρότητα σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή την προανάκριση, για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Ειδικώς, ως προς τα αποδεικτικά μέσα που λήφθηκαν υπόψη από το συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ'είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεση τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει ότι το συμβούλιο τα έλαβε υπόψη και τα εκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται εξολοκλήρου στην ενσωματωμένη σ'αυτό εισαγγελική πρόταση, στην οποία όμως εκτίθενται τ'ανωτέρω στοιχεία με τα οποία συντάσσεται και η κρίση του συμβουλίου (ΑΠ 1596/07, ΑΠ 1151/06, ΑΠ 501/06). Περαιτέρω εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει, όταν ο δικαστής αποδίδει σ'αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται στην περίπτωση που ο δικαστής δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε (ΑΠ 572/05). Τέλος κατά την έννοια του άρθρου 375 § 1 Π.Κ. για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαίρεσης απαιτείται παράνομη ιδιοποιήση, ξένου ολικά, ή μερικά, κινητού πράγματος, που έχει περιέλθει στην κατοχή του δράστη με οποιοδήποτε τρόπο. Το πράγμα είναι ξένο όταν βρίσκεται σε ξένη σε σχέση με το δράστη κυριότητα όπως αυτή διαπλάθεται στον Αστικό Κώδικα. Το έγκλημα της υπεξαίρεσης προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα όταν το αντικείμενο είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και επιπλέον είναι εμπιστευμένο στον υπαίτιο με οποιοδήποτε, εκ των περιοριστικώς αναφερομένων στην διάταξη αυτή καταστάσεων ή και ιδιοτήτων, όπως είναι και του διαχειριστή ξένης περιουσίας (ΑΠ 494/07, ΑΠ 1050/05, ΑΠ 1449/2004).
ΙΙΙ. Στην κρινόμενη υπόθεση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών που το εξέδωσε, δέχθηκε ότι από τα αποδεικτικά μέσα που μνημονεύει και προσδιορίζει κατ'είδος και συγκεκριμένα από τις καταθέσεις των μαρτύρων, τα έγγραφα και την απολογία του κατηγορούμενου προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Με το ΑΠ ... έγγραφο της Γεν.Δ/νσης ΕΟΕΣ της Γεν. Γραμματείας ΔΟΣ, ζητήθηκε από τις Δ/νσεις Διοικ. Υποστήριξης και Οικονομικού του τότε ΥΠΕΘΟ η εξασφάλιση πιστώσεων για την πραγματοποίηση της 3ης συνόδου της Ελληνοϊνδικής Επιτροπής, προκειμένου να καλυφθούν τα έξοδα της Γεν. Γραμματείας ΔΟΣ του ΥΠΕΘΟ, γνωρίστηκε στην Δ/νση Οικονομικού του ίδιου Υπουργείου η σύνθεση της Ελληνικής αντιπροσωπείας και ζητήθηκε η έγκριση δαπάνης 1.500 δολαρίων για την δεξίωση και ένα γεύμα, που θα παρέθετε στο ..., ο εκεί Πρέσβης μας. Με το ΑΠ ... έγγραφο της Ε5 Δ/νσης της Γεν. Γραμματείας Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων (ΔΟΣ) του τότε ΥΠΕΘΟ ζητήθηκε από τον Οργανισμό Προώθησης Εξαγωγών (ΟΠΕ) να διευκολύνει το ΥΠΕΘΟ με ποσό 4.000.000 δραχμών για να πραγματοποιηθεί η προγραμματισμένη 3η Σύνοδος της Μικτής Ελληνοϊνδικής Επιτροπής, που θα συνήρχετο στο ... και στην ... . Με το ΑΠ ... τηλετύπημα του ΥΠΕΘΟ ορίστηκε ο κατηγορούμενος υπόλογος για τα 4.000.000 δραχμές που δάνεισε στο ΥΠΕΘΟ ο Οργανισμός Προώθησης Εξαγωγών (ΟΠΕ). Με το ΑΠ ... ένταλμα του ΟΠΕ εδόθη η εντολή πληρωμής στον κατηγορούμενο του ποσού των 4.000.000 δραχμών. Με την ΑΠ 32999/1-10-1996 απόφαση του Υπουργού Εθν. Οικονομίας εγκρίθηκε η μετάβαση στην ... (...-...) της Ελληνικής αποστολής για έξι (6) ημέρες. Επικεφαλής της Ελληνικής αντιπροσωπείας ήταν ο Γεν. Γραμματέας Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων (ΔΟΣ) ΑΑ, που συνοδευόταν από τον Χ, από τον Ειδικό Σύμβουλο του ΒΒ, από τον Τμηματάρχη ΓΓ και από τον υπάλληλο ΟΕΥ ΔΔ. Με την ίδια απόφαση εγκρίθηκε να δοθεί στον Πρέσβη μας στο ... ποσό 1.500 δολαρίων ΗΠΑ για την δεξίωση και ένα γεύμα, που θα παρέθετε στο ... προς τιμή των δύο αντιπροσωπειών. Η δαπάνη αυτή βαρύνει τις πιστώσεις του ΟΠΕ. Με την από 4-10-1996 εξουσιοδότηση του ΥΠΕΘΟ έγινε γνωστό στην Τράπεζα της Ελλάδος ότι το ποσό των 1.500 δολαρίων που αναφέρεται στην ανωτέρω απόφαση για να δοθεί στον Πρέσβη μας στο ... θα παρελάμβανε ο Χ. Με το από 4-10-1996 Σημείωμα της Δ/νσης οικονομικού του ΥΠΕΘΟ προς την Τράπεζα της Ελλάδος καθορίστηκε η ημερήσια αποζημίωση καθενός των μελών της Ελληνικής αντιπροσωπείας και ανερχόταν σε συνολικό ποσό των 176.582 δραχμών για τον ΑΑ, σε ποσό 147.152 δραχμές για τον Χ και τον ΒΒ αντίστοιχα, σε ποσό 132.437 δραχμές για τον ΓΓ και σε ποσό 117.122 για τον ΔΔ. Τα χρήματα αυτά ανελήφθησαν από την Τράπεζα της Ελλάδος από τον κατηγορούμενο και δόθηκαν σε καθένα από τα μέλη της Επιτροπής. Δαπάνες ξενοδοχείου δεν χρεώθηκαν, διότι συνηθίζεται το κράτος στο έδαφος του οποίου πραγματοποιείται η Διυπουργική Σύνοδος να φιλοξενεί την αντιπροσωπεία που το επισκέπτεται και η ... γνωστοποίησε ότι θα φιλοξενούσε την ελληνική αντιπροσωπεία, πληρώθηκε όμως το αντίτιμο των εισιτηρίων Αθήνα-...-...- Αθήνα, μέσω Ζυρίχης, που ήταν για μεν τον Γ. Γραμματέα ΔΟΣ 510.000 δραχμές και 310.000 δραχμές για καθένα των υπολοίπων. Όλα τα χρήματα αυτά κατεβλήθησαν από το ποσό των 4.000.000 δραχμών. Μετά την επιστροφή της Ελληνικής αντιπροσωπείας από την ... απεδόθη λογαριασμός από τα μέλη της στην Δ/νση Οικονομικού του ΥΠΕΘΟ η οποία εξέδωσε τα παρακάτω έγγραφα προς την Υπηρεσία Δημοσιονομικού ελέγχου του ιδίου Υπουργείου. 1. ΑΠ ... για τον ΒΒ, συνολικού ποσού 686.582 δραχμών. 2. ΑΠ ... για τον Χ, συνολικού ποσού 457.152 δραχμών. 3. ΑΠ ... για τον ΒΒ, συνολικού ποσού 457.152 δραχμών. 4. ΑΠ ... για τον ΓΓ, συνολικού ποσού 442.437 δραχμών και 5. ΑΠ ... για τον ΔΔ, συνολικού ποσού 427.722, το οποίο μετά το ΑΠ ... αυξήθηκε κατά δρχ. 14.715 και έτσι ανήλθε συνολικά σε 442.437 δραχμές. Η Δ/νση Οικονομικού του ΥΠΕΘΟ, έπρεπε να ορίσει ότι τα χρήματα αυτά θα τα εισέπραττε ο Χ, ως υπόλογος, αφού τα μέλη της αντιπροσωπείας είχαν λάβει, προ της αναχώρησης της Ελληνικής αντιπροσωπείας για την ... τις αποζημιώσεις τους και είχε πληρωθεί και το αντίτιμο των αεροπορικών εισιτηρίων, από τα 4.000.000 δραχμών. Όμως δεν όρισε κάτι τέτοιο. Έτσι το κάθε μέλος της αντιπροσωπείας εισέπραξε για δεύτερη φορά την αξία της ημερήσιας του αποζημίωσης και του αντιτίμου του εισιτηρίου του, που ανέρχεται, για τον καθένα, στο ποσό που ανωτέρω αναφέρεται. Ο ΒΒ, ο ΓΓ, ο ΔΔ και ο ΑΑ επέστρεψαν στον κατηγορούμενο τα ποσά που εισέπραξαν για δεύτερη φορά, ύψους 1.938.608 ( 457.152 + 442.437 + 442.437 + 686.582 ) δραχμών για να αποδώσει λογαριασμό και έλαβαν απόδειξη εξόφλησης. Στο ποσό των δραχμών πρέπει να προστεθεί και η αποζημίωση των 457.152 δραχμών που έλαβε ο ίδιος ο κατηγορούμενος. Οπότε το ποσό που είχε στα χέρια του ήταν 2.485.760 δραχμές. Ο κατηγορούμενος κλήθηκε επανειλημμένα από τις αρμόδιες οικονομικές και διοικητικές υπηρεσίες του ΥΠΕΘΟ να τακτοποιήσει την οικονομική εκκρεμότητα των 4.000.000 ευρώ προς τον ΟΠΕ, ως υπόλογος διαχείρισης του σχετικού κονδυλίου (αρ. πρωτ. ... έγγραφο Δ/νσης Οικονομικού, ..., ... Δ/νσης Διοικητικού). Όμως, δεν έχει προβεί σε καμιά ενέργεια επ' αυτού. Ανάλογη όχληση δέχθηκε ο κατηγορούμενος και από τον ΟΠΕ με το από 7-7-2002 έγγραφο του. Ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι δεν έχει δόλο να μην επιστρέψει τα χρήματα διότι δεν είναι υπόλογος του ΟΠΕ αλλά του ΥΠΕΘΟ και για το λόγο αυτό έχει προτείνει το συμψηφισμό με μεγαλύτερη απαίτηση του κατά του Ελληνικού Δημοσίου, στην δε περίπτωση που δε δικαιωθεί από τα Διοικητικά Δικαστήρια στα οποία έχει προσφύγει προτίθεται να επιστρέψει τα χρήματα. Ο ισχυρισμός αυτός δεν ευσταθεί καθόσον, κατά πρώτον, είναι ο κατηγορούμενος που οχλείται από την Υπηρεσία του να επιστρέψει τα χρήματα στον ΟΠΕ και κατά δεύτερον, κατέθεσε την αγωγή του και μάλιστα για απαιτήσεις του που ανάγονται στα έτη 1998 - 1999, ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών στις 31-12-2003, δηλαδή σε χρόνο που γνώριζε ότι ήταν υποχρεωμένος να επιστρέψει τα χρήματα στον ΟΠΕ, αφού με το από 7-7-2002 έγγραφο του ΟΠΕ και με το ... όμοιο του ΥΠΕΘΟ είχε κληθεί για την τακτοποίηση της ως άνω οφειλής του. Περαιτέρω ο κατηγορούμενος αμφισβητεί το ύψος του οφειλόμενου ποσού ισχυριζόμενος ότι από το ποσό των 4.000.000 δραχμών πρέπει να αφαιρεθεί το ποσό των 1.500 δολαρίων ΗΠΑ ή 467.881 δραχμών για τα έξοδα δείπνου που θα παρέθετε ο Έλληνας Πρέσβης, τα οποία πιστώθηκαν στον ΟΠΕ. Από την άθροιση των κονδυλίων που δόθηκαν στα μέλη της αντιπροσωπείας ποσού 2.485.760 δραχμών και του αντιτίμου των εισιτηρίων τους ποσού 1.750.000 δραχμών, τα οποία συνολικά ανέρχονται στο ποσό των 4.235.760 δραχμών, δε συμπληρώνεται το ποσό των 4.000.000 δραχμών, ακόμη και με την πρόσθεση του ποσού των 1.500 $ ή των 467.881 δραχμών ( 4.235.760 + 467.881 = 4.703.641), γεγονός από το οποίο συνάγεται ότι το τελευταίο ποσό συμπεριλαμβάνεται σε αυτό των 4.000.000 δραχμών. Ανεξαρτήτως, όμως, αυτού, δεν προκύπτει η ανάλωση του, αφού όπως προκύπτει από το ... έγγραφο του Διευθυντή της Δ/νσης Οικονομικού του ΥΠΕΘΟ δεν υπάρχουν παραστατικά στοιχεία διάθεσης του σχετικού κονδυλίου και συνεπώς ο κατηγορούμενος όφειλε να επιστρέψει και το ποσό αυτό στον ΟΠΕ. Από τα παραπάνω στοιχεία προκύπτει ότι κατηγορούμενος παρακρατεί παράνομα και δεν αποδίδει στον ΟΠΕ ως όφειλε τα ποσά που του επέστρεψαν τα υπόλοιπα μέλη της αντιπροσωπείας και εισέπραξε και ο ίδιος για δεύτερη φορά (2.4850.000 δρχ.) καθώς και το ποσό των 467.881 δραχμών που εισέπραξε για το δείπνο που θα παρέθετε ο Έλληνας Πρέσβης και δεν αναλώθηκε ,δηλαδή συνολικά το ποσό των 2.953.641 δραχμών ή των 8.668 ευρώ, ενώ το ποσό του 1.750.000 ή των 5.135 ευρώ δεν παρακρατήθηκε με πρόθεση ιδιοποίησης από αυτόν αφού έχει αναλωθεί στα εισιτήρια των μελών της αντιπροσωπείας. Προκύπτει δε η πρόθεση ιδιοποίησης του ποσού 8.668 ευρώ, αφού παρά τις οχλήσεις που του έγιναν και το χρόνο που έχει μεσολαβήσει, ο κατηγορούμενος αρνείται να το επιστρέψει. Είναι δε το υπεξαιρεθέν ποσό των 8.668 ευρώ ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και του το είχαν εμπιστευθεί ως διαχειριστή ξένης περιουσίας. Προκύπτουν, επομένως , επαρκείς ενδείξεις τέλεσης από τον κατηγορούμενο της πράξης της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που το είχαν εμπιστευθεί σ' αυτόν με την ιδιότητα του ως διαχειριστή ξένης περιουσίας, η οποία προβλέπεται και τιμωρείται από τις διατάξεις των άρθρων 1, 3α, 2 παρ. 1, 27 και 75 παρ. 1β, 2α ΠΚ. Επομένως, ορθά το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το εκκαλούμενο βούλευμα παραπέμπει τον κατηγορούμενο ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικαστεί ως υπαίτιος της παραπάνω πράξης. Ωστόσο θα πρέπει στο εκκαλούμενο βούλευμα να γίνει διόρθωση ως προς το ύψος του υπεξαιρεθέντος ποσού από 9.714 ευρώ (3.313.418 δρχ) σε 8.668 ευρώ . Κατόπιν αυτού πρέπει να απορριφθεί η έφεση ως κατ' ουσίαν αβάσιμη και να επικυρωθεί το εκκαλούμενο βούλευμα σύμφωνα με την παραπάνω διόρθωση να απορριφθεί το αίτημα του εκκαλουντα, για αυτοπρόσωπη εμφάνιση του ενώπιον του Συμβουλίου τούτου.
IV. Από τ'ανωτέρω σαφώς προκύπτει, ότι το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με αυτά που δέχθηκε και ακολούθως απέρριψε με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, ως ουσιαστικά αβάσιμη την έφεση του αναιρεσείοντα κατηγορουμένου κατά του πρωτοδίκου με αριθμό 2003/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, αναφορικά με την πράξη της κακουργηματικής υπεξαίρεσης που αποδίδεται σ'αυτόν, διέλαβε την απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ'αυτό με σαφήνεια πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις , ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση και συγκροτούν αντικειμενικά και υποκειμενικά το παραπάνω έγκλημα για το οποίο κρίθηκε παραπεμπτέος τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους υπήγαγε αυτά στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 375 ΠΚ, την οποία ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε χωρίς να την παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Κατά συνέπεια οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος στερούνται ουσιαστικής βασιμότητας και ως εκ τούτου τυγχάνουν απορριπτέες δεδομένου ότι κατά βάση με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας στρέφονται κατά της ανέλεγκτης περί τα πράγματα κρίσης του συμβουλίου. Τέλος, το προσβαλλόμενο βούλευμα διέλαβε και την απαιτουμένη αιτιολογία ως προς την απόρριψη του αιτήματος του κατηγορουμένου για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιόν του (ΑΠ 292/03, ΑΠ 960/2006).
V. Κατ'ακολουθίαν όλων των προεκτεθέντων, η κρινομένη αίτηση αναίρεση, πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμη κατ'ουσίαν, να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα και να απορριφθεί το αίτημά του για αυτοπρόσωπη εμφάνιση του ενώπιον Σας, δεδομένου ότι με την αίτηση αναίρεσης του, πλήρως διευκρινίζει τις θέσεις του έναντι της κατηγορίας που του αποδίδεται και δεν χρήζουν περαιτέρω διασαφήσεων.
Για τους λόγους αυτούς
Προτείνω: 1) Να απορριφθεί η με αριθμό 82/2009 αίτηση αναίρεσης του Χ, κατοίκου ..., κατά του με αριθμό 402/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
2) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα.
3) Να απορριφθεί το αίτημά του για αυτοπρόσωπη εμφάνιση του ενώπιον Σας.
Αθήνα 4 Μαΐου 2009
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Γεώργιος Π. Παντελής"
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 309 παρ.2 ΚΠΔ που εφαρμόζεται και στον 'Αρειο Πάγο, σύμφωνα με το άρθρο 485 ΚΠΔ, το δικαστικό συμβούλιο, με αίτηση ενός από τους διαδίκους, διατάσσει υποχρεωτική την ενώπιον αυτού εμφάνιση του αιτούντος για να παράσχει κάθε διευκρίνιση. Τότε μόνο είναι δυνατόν να απορρίψει την αίτηση για εμφάνιση, όταν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι που αναφέρονται ειδικά στο βούλευμα. Στην προκειμένη περίπτωση, το αίτημα του αναιρεσείοντος, διατυπούμενο κατά λέξη στο δικόγραφο της κρινόμενης αίτησης "ότι επιθυμεί να λάβει γνώση της πρότασης του κ. Εισαγγελέως του Α.Π. προς το Συμβούλιο και την αυτοπρόσωπη παράσταση του ενώπιον του Συμβουλίου", παρεκτός της αοριστίας του ως προς το αίτημά του αυτό, αφού δεν αναφέρονται έστω και συνοπτικά τα ζητήματα για τα οποία προτίθεται να παράσχει διευκρινίσεις, προεχόντως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, γιατί με το δικόγραφο της αναίρεσης του ο αναιρεσείων διεξοδικά προβάλλει και αναλύει τους λόγους αναίρεσης του βουλεύματος, ώστε παρέλκει η αυτοπρόσωπη εμφάνισή του στο Συμβούλιο για περαιτέρω διευκρίνιση αυτών. Εξάλλου, ως προς το αίτημα του αναιρεσείοντος να γνωρίσει το περιεχόμενο της Εισαγγελικής πρότασης προς το Συμβούλιο αυτό (άρθρα 308 παρ.2 και 485 παρ.1 ΚΠΔ) έγινε ήδη δεκτό και αυτός έλαβε γνώση της σχετικής εισαγγελικής πρότασης (βλ. την από 16-6-2009 σχετική σημείωση στην αρχή της ανωτέρω εισαγγελικής πρότασης).
Από τις διατάξεις του άρθρου 375 παρ.1 και 2, όπως η τελευταία αντικαταστάθηκε με τον άρθρο 1 παρ.9 του ν. 2408/1996, προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαίρεσης, απαιτείται, αντικειμενικώς μεν ιδιοποίηση, χωρίς δικαίωμα, ξένου (ολικά ή μερικά), κινητού πράγματος, που περιήλθε στην κατοχή του δράστη με οποιονδήποτε τρόπο, υποκειμενικώς δε δόλος, που ενέχει τη γνώση, ότι το πράγμα είναι ξένο και ότι το κατέχει, καθώς και τη θέλησή του να το ενσωματώσει στην περιουσία του. Η ειδικότερη εξειδίκευση του κυρίου του πράγματος δεν είναι στοιχείο αναγκαίο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, συνεπώς η αποδοχή ως κυρίου του πράγματος προσώπου διαφορετικού από εκείνο το οποίο αρχικώς είχε προσδιορισθεί, δεν μεταβάλει την ταυτότητα της πράξεως (Ολ. ΑΠ 1093/1991). Η υπεξαίρεση προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα (παράγ. 2), όταν το αντικείμενο της είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και επιπλέον συντρέχει στο πρόσωπο του υπαιτίου κάποια από τις περιοριστικώς στο ανωτέρω άρθρο προβλεπόμενες καταστάσεις ή ιδιότητες, όπως και εκείνη του διαχειριστή ξένης περιουσίας ή του εντολοδόχου. Για να έχει ο δράστης της υπεξαίρεσης την ιδιότητα του διαχειριστή ξένης περιουσίας πρέπει να ενεργεί διαχείριση δηλαδή όχι μόνο υλικές αλλά και νομικές πράξεις με εξουσία αντιπροσωπεύσεως του εντολέα, με δυνατότητα αναπτύξεως πρωτοβουλίας και λήψης αποφάσεως με κίνδυνο και ευθύνη αυτού. Δεν απαιτείται πανηγυρική διατύπωση ότι το πράγμα είναι εμπιστευμένο στον υπαίτιο, αλλά να προκύπτει τούτο από τα πραγματικά περιστατικά της συγκεκριμένης περιπτώσεως τα οποία δέχεται το δικαστήριο. Η νέα διάταξη του άρθρου 375 παρ. 2 ΠΚ, όπως τροποποιήθηκε με τον Ν. 2408/1996, είναι επιεικέστερη από την αρχική, αφού η κακουργηματική μορφή της υπεξαίρεσης προϋποθέτει πάντοτε, ότι το αντικείμενο της είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και επιπλέον συντρέχει μία από τις ειδικά και περιοριστικά πλέον αναφερόμενες περιπτώσεις κατάχρησης ιδιαίτερης εμπιστοσύνης, ενώ στην προηγούμενη διάταξη η απαρίθμηση των περιπτώσεων αυτών ήταν ενδεικτική. Επομένως, η νέα αυτή διάταξη έχει, κατά το άρθρο 2 παρ. 1 ΠΚ, εφαρμογή και για τις πράξεις, που τελέσθηκαν πριν από την ισχύ της. Με το άρθρο 14 παρ.3 εδ. β'του Ν. 2721/1999, προστέθηκε εδ. β' στην παράγραφο 2 του άρθρου 375 κατά το οποίο, εάν το συνολικό αντικείμενο της πράξεως του προηγούμενου εδαφίου υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δραχμών (73.000 ευρώ), τούτο συνιστά επιβαρυντική περίπτωση. Η νέα αυτή προσθήκη εισάγει ρύθμιση δυσμενέστερη της προϋπάρχουσας στην παρ. 2 του άρθρου 375 που δεν υπήρχε μετά την αντικατάσταση της με το άρθρο 1 παρ.9 του Ν.2408/1996 και συνεπώς δεν μπορεί να εφαρμοσθεί επί πράξεων που έχουν τελεσθεί πριν από την ισχύ του Ν.2721/1999. Η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως του παραπεμπτικού βουλεύματος, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ΚΠΔ, υπάρχει όταν περιέχονται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση ή προανάκριση και τα οποία θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα, για το οποίο ασκήθηκε εναντίον του ποινική δίωξη, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά, και, τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων το δικαστικό συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις, ικανές να στηρίξουν την κατηγορία. Τέλος, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει, όταν το Συμβούλιο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το Συμβούλιο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που αποτελεί λόγο αναιρέσεως κατ' άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' του ΚΠΔ, υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν δεν αναφέρονται στο βούλευμα κατά τρόπο σαφή, πλήρη και χωρίς λογικά κενά τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση είτε στην ίδια την αιτιολογία είτε μεταξύ αυτής και του διατακτικού με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και να μην έχει το βούλευμα νόμιμη βάση.
Στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών που εξέδωσε το υπ'αριθμ. 402/2009 πληττόμενο βούλευμα, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του ότι από την εκτίμηση των κατ'είδος αναφερομένων σ'αυτό αποδεικτικών μέσων και συγκεκριμένα των μαρτυρικών καταθέσεων, των εγγράφων της δικογραφίας, της απολογίας και του απολογητικού υπομνήματος του κατηγορουμένου, αποδείχθηκαν τ'ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με το ΑΠ ... έγγραφο της Γεν.Δ/νσης ΕΟΕΣ της Γεν. Γραμματείας ΔΟΣ, ζητήθηκε από τις Δ/νσεις Διοικ. Υποστήριξης και Οικονομικού του τότε ΥΠΕΘΟ η εξασφάλιση πιστώσεων για την πραγματοποίηση της 3ης συνόδου της Ελληνοϊνδικής Επιτροπής, προκειμένου να καλυφθούν τα έξοδα της Γεν. Γραμματείας ΔΟΣ του ΥΠΕΘΟ, γνωρίστηκε στην Δ/νση Οικονομικού του ίδιου Υπουργείου η σύνθεση της Ελληνικής αντιπροσωπείας και ζητήθηκε η έγκριση δαπάνης 1.500 δολαρίων για την δεξίωση και ένα γεύμα, που θα παρέθετε στο ..., ο εκεί Πρέσβης μας. Με το ΑΠ ... έγγραφο της Ε5 Δ/νσης της Γεν. Γραμαμτείας Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων (ΔΟΣ) του τότε ΥΠΕΘΟ ζητήθηκε από τον Οργανισμό Προώθησης Εξαγωγών (ΟΠΕ) να διευκολύνει το ΥΠΕΘΟ με ποσό 4.000.000 δραχμών για να πραγματοποιηθεί η προγραμματισμένη 3η Σύνοδος της Μικτής Ελληνοϊνδικής Επιτροπής, που θα συνήρχετο στο ... και στην ... . Με το ΑΠ ... τηλετύπημα του ΥΠΕΘΟ ορίστηκε ο κατηγορούμενος υπόλογος για τα 4.000.000 δραχμές που δάνεισε στο ΥΠΕΘΟ ο Οργανισμός Προώθησης Εξαγωγών (ΟΠΕ). Με το ΑΠ ... ένταλμα του ΟΠΕ εδόθη η εντολή πληρωμής στον κατηγορούμενο του ποσού των 4.000.000 δραχμών. Με την ΑΠ 32999/1-10-1996 απόφαση του Υπουργού Εθν. Οικονομίας εγκρίθηκε η μετάβαση στην ... (...-...) της Ελληνικής αποστολής για έξι (6) ημέρες. Επικεφαλής της Ελληνικής αντιπροσωπείας ήταν ο Γεν. Γραμματέας Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων (ΔΟΣ) ΑΑ, που συνοδευόταν από τον Χ, από τον Ειδικό Σύμβουλο του ΒΒ, από τον Τμηματάρχη ΓΓ και από τον υπάλληλο ΟΕΥ ΔΔ. Με την ίδια απόφαση εγκρίθηκε να δοθεί στον Πρέσβη μας στο ... ποσό 1.500 δολαρίων ΗΠΑ για την δεξίωση και ένα γεύμα, που θα παρέθετε στο ... προς τιμή των δύο αντιπροσωπειών. Η δαπάνη αυτή βαρύνει τις πιστώσεις του ΟΠΕ. Με την από 4-10-1996 εξουσιοδότηση του ΥΠΕΘΟ έγινε γνωστό στην Τράπεζα της Ελλάδος ότι το ποσό των 1500 δολαρίων που αναφέρεται στην ανωτέρω απόφαση για να δοθεί στον Πρέσβη μας στο ... θα παρελάμβανε ο Χ. Με το από 4-10-1996 Σημείωμα της Δ/νσης οικονομικού του ΥΠΕΘΟ προς την Τράπεζα της Ελλάδος καθορίστηκε η ημερήσια αποζημίωση καθενός των μελών της Ελληνικής αντιπροσωπείας και ανερχόταν σε συνολικό ποσό των 176.582 δραχμών για τον ΑΑ, σε ποσό 147.152 δραχμές για τον Χ και τον ΒΒ αντίστοιχα, σε ποσό 132.437 δραχμές για τον ΓΓ και σε ποσό 117.122 για τον ΔΔ. Τα χρήματα αυτά ανελήφθησαν από την Τράπεζα της Ελλάδος από τον κατηγορούμενο και δόθηκαν σε καθένα από τα μέλη της Επιτροπής Δαπάνες ξενοδοχείου δεν χρεώθηκαν, διότι συνηθίζεται το κράτος στο έδαφος του οποίου πραγματοποιείται η Διυπουργική Σύνοδος να φιλοξενεί την αντιπροσωπεία που το επισκέπτεται και η Ινδία γνωστοποίησε ότι θα φιλοξενούσε την ελληνική αντιπροσωπεία, πληρώθηκε όμως το αντίτιμο των εισιτηρίων Αθήνα-...-...- Αθήνα, μέσω Ζυρίχης, που ήταν για μεν τον Γ. Γραμματέα ΔΟΣ 510.000 δραχμές και 310.000 δραχμές για καθένα των υπολοίπων. Όλα τα χρήματα αυτά κατεβλήθησαν από το ποσό των 4.000.000 δραχμών. Μετά την επιστροφή της Ελληνικής αντιπροσωπείας από την Ινδία απεδόθη λογαριασμός από τα μέλη της στην Δ/νση Οικονομικού του ΥΠΕΘΟ η οποία εξέδωσε τα παρακάτω έγγραφα προς την Υπηρεσία Δημοσιονομικού ελέγχου του ιδίου Υπουργείου. 1. ΑΠ ... για τον ΑΑ, συνολικού ποσού 686.582 δραχμών. 2. ΑΠ ... για τον Χ, συνολικού ποσού 457.152 δραχμών. 3. ΑΠ ... για τον ΒΒ, συνολικού ποσού 457pL52 δραχμών. 4. ΑΠ ... για τον ΓΓ, συνολικού ποσού 442.437 δραχμών και 5. ΑΠ ... για τον ΔΔ, συνολικού ποσού 427.722, το οποίο μετά το ΑΠ ... αυξήθηκε κατά δρχ. 14.715 και έτσι ανήλθε συνολικά σε 442.437 δραχμές. Η Δ/νση Οικονομικού του ΥΠΕΘΟ, έπρεπε να ορίσει ότι τα χρήματα αυτά θα τα εισέπραττε ο Χ, ως υπόλογος, αφού τα μέλη της αντιπροσωπείας είχαν λάβει, προ της αναχώρησης της Ελληνικής αντιπροσωπείας για την ... τις αποζημιώσεις τους και είχε πληρωθεί και το αντίτιμο των αεροπορικών εισιτηρίων, από τα 4.000.000 δραχμών. Όμως δεν όρισε κάτι τέτοιο. Έτσι το κάθε μέλος της αντιπροσωπείας εισέπραξε για δεύτερη φορά την αξία της ημερήσιας του αποζημίωσης και του αντιτίμου του εισιτηρίου του, που ανέρχεται, για τον καθένα, στο ποσό που ανωτέρω αναφέρεται. Ο ΒΒ, ο ΓΓ, ο ΔΔ και ο ΑΑ επέστρεψαν στον κατηγορούμενο τα ποσά που εισέπραξαν για δεύτερη φορά, ύψους 1.938.608 ( 457.152 + 442.437 + 442.437 + 686.582 ) δραχμών για να αποδώσει λογαριασμό και έλαβαν απόδειξη εξόφλησης. Στο ποσό των δραχμών πρέπει να προστεθεί και η αποζημίωση των 457.152 δραχμών που έλαβε ο ίδιος ο κατηγορούμενος. Οπότε το ποσό που είχε στα χέρια του ήταν 2.485.760 δραχμές. Ο κατηγορούμενος κλήθηκε επανειλημμένα από τις αρμόδιες οικονομικές και διοικητικές υπηρεσίες του ΥΠΕΘΟ να τακτοποιήσει την οικονομική εκκρεμότητα των 4.000.000 ευρώ προς τον ΟΠΕ, ως υπόλογος διαχείρισης του σχετικού κονδυλίου (αρ. πρωτ. ... έγγραφο Δ/νσης Οικονομικού, ..., ... Δ/νσης Διοικητικού). Όμως, δεν έχει προβεί σε καμιά ενέργεια επ' αυτού. Ανάλογη όχληση δέχθηκε ο κατηγορούμενος και από τον ΟΠΕ με το από 7-7-2002 έγγραφο του. Ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι δεν έχει δόλο να μην επιστρέψει τα χρήματα διότι δεν είναι υπόλογος του ΟΠΕ αλλά του ΥΠΕΘΟ και για το λόγο αυτό έχει προτείνει το συμψηφισμό με μεγαλύτερη απαίτηση του κατά του Ελληνικού Δημοσίου, στην δε περίπτωση που δε δικαιωθεί από τα Διοικητικά Δικαστήρια στα οποία έχει προσφύγει προτίθεται να επιστρέψει τα χρήματα. Ο ισχυρισμός αυτός δεν ευσταθεί καθόσον, κατά πρώτον, είναι ο κατηγορούμενος που οχλείται από την Υπηρεσία του να επιστρέψει τα χρήματα στον ΟΠΕ και κατά δεύτερον, κατέθεσε την αγωγή του και μάλιστα για απαιτήσεις του που ανάγονται στα έτη 1998 - 1999, ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών στις 31-12-2003, δηλαδή σε χρόνο που γνώριζε ότι ήταν υποχρεωμένος να επιστρέψει τα χρήματα στον ΟΠΕ , αφού με το από 7-7-2002 έγγραφο του ΟΠΕ και με το ... όμοιο του ΥΠΕΘΟ είχε κληθεί για την τακτοποίηση της ως άνω οφειλής του. Περαιτέρω ο κατηγορούμενος αμφισβητεί το ύψος του οφειλόμενου ποσού ισχυριζόμενος ότι από το ποσό των 4.000.000 δραχμών πρέπει να αφαιρεθεί το ποσό των 1.500 δολαρίων ΗΠΑ ή 467.881 δραχμών για τα έξοδα δείπνου που θα παρέθετε ο Έλληνας Πρέσβης, τα οποία πιστώθηκαν στον ΟΠΕ. Από την άθροιση των κονδυλίων που δόθηκαν στα μέλη της αντιπροσωπείας ποσού 2.485.760 δραχμών και του αντιτίμου των εισιτηρίων τους ποσού 1.750.000 δραχμών, τα οποία συνολικά ανέρχονται στο ποσό των 4.235.760 δραχμών, δε συμπληρώνεται το ποσό των 4.000.000 δραχμών , ακόμη και με την πρόσθεση του ποσού των 1.500 $ ή των 467.881 δραχμών (4.235.760 + 467.881 = 4.703.641), γεγονός από το οποίο συνάγεται ότι το τελευταίο ποσό συμπεριλαμβάνεται σε αυτό των 4.000.000 δραχμών. Ανεξαρτήτως, όμως, αυτού, δεν προκύπτει η ανάλωση του, αφού όπως προκύπτει από το ... έγγραφο του Διευθυντή της Δ/νσης Οικονομικού του ΥΠΕΘΟ δεν υπάρχουν παραστατικά στοιχεία διάθεσης του σχετικού κονδυλίου και συνεπώς ο κατηγορούμενος όφειλε να επιστρέψει και το ποσό αυτό στον ΟΠΕ. Από τα παραπάνω στοιχεία προκύπτει ότι κατηγορούμενος παρακρατεί παράνομα και δεν αποδίδει στον ΟΠΕ ως όφειλε τα ποσά που του επέστρεψαν τα υπόλοιπα μέλη της αντιπροσωπείας και εισέπραξε και ο ίδιος για δεύτερη φορά (2.4850.000 δρχ.) καθώς και το ποσό των 467.881 δραχμών που εισέπραξε για το δείπνο που θα παρέθετε ο Έλληνας Πρέσβης και δεν αναλώθηκε, δηλαδή συνολικά το ποσό των 2.953.641 δραχμών ή των 8.668 ευρώ, ενώ το ποσό του 1.750.000 ή των 5.135 ευρώ δεν παρακρατήθηκε με πρόθεση ιδιοποίησης από αυτόν αφού έχει αναλωθεί στα εισιτήρια των μελών της αντιπροσωπείας. Προκύπτει δε η πρόθεση ιδιοποίησης του ποσού 8.668 ευρώ, αφού παρά τις οχλήσεις που του έγιναν και το χρόνο που έχει μεσολαβήσει, ο κατηγορούμενος αρνείται να το επιστρέψει. Είναι δε το υπεξαιρεθέν ποσό των 8.668 ευρώ ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και του το είχαν εμπιστευθεί ως διαχειριστή ξένης περιουσίας. Προκύπτουν, επομένως, επαρκείς ενδείξεις τέλεσης από τον κατηγορούμενο της πράξης της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που το είχαν εμπιστευθεί σ' αυτόν με την ιδιότητα του ως διαχειριστή ξένης περιουσίας, η οποία προβλέπεται και τιμωρείται από τις διατάξεις των άρθρων 1, 3α, 2 παρ. 1, 27 και 375 παρ. 1β, 2α ΠΚ. Επομένως, ορθά το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το εκκαλούμενο βούλευμα παραπέμπει τον κατηγορούμενο ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικαστεί ως υπαίτιος της παραπάνω πράξης. Ωστόσο θα πρέπει στο εκκαλούμενο βούλευμα να γίνει διόρθωση ως προς το ύψος του υπεξαιρεθέντος ποσού από 9.714 ευρώ (3.313.418 δρχ) σε 8.668 ευρώ".
Με βάση τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών κρίνοντας ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις προς στήριξη κατά του κατηγορουμένου επ'ακροατηρίου κατηγορίας για υπεξαίρεση σε βαθμό κακουργήματος, απέρριψε την υπ'αριθμ. 387/3-9-2008 έφεσή του ως κατ'ουσίαν αβάσιμη και επικύρωσε το υπ'αριθμ. 2003/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών με το οποίο παραπέμφθηκε να δικασθεί για την ως άνω πράξη της υπεξαίρεσης στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών, απέρριψε δε το αίτημα του τότε εκκαλούντος και ήδη αναιρεσείοντος για αυτοπρόσωπη εμφάνιση του ενώπιον του Συμβουλίου εκείνου (Εφετών Αθηνών). Με αυτά που δέχθηκε το προσβαλλόμενο βούλευμα διέλαβε την απαιτούμενη από το Σύνταγμα και το νόμο ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού με πληρότητα, σαφήνεια, χωρίς αντιφάσεις και λογικά κενά εκτίθενται σ'αυτό τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία σχετικό με την αξιόποινη πράξη που αποδίδεται στον κατηγορούμενο, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του στο ακροατήριο και υπήγαγε τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 375 του ΠΚ, την οποία ορθώς εφήρμοσε και δεν παραβίασε ούτε εκ πλαγίου. Εξάλλου, πρέπει να σημειωθεί ότι ο προσδιορισμός της αξίας ενός αντικειμένου, ως μεγάλης ή μικρής αξίας, αποτελεί ζήτημα πραγματικό, το οποίο έχει βάση τις συνθήκες της αγοράς κατά το χρόνο τέλεσης του εγκλήματος, από τις οποίες διαμορφώνεται κάθε φορά η αντικειμενική αξία των πραγμάτων, από τη συναλλακτική σύγκριση των οποίων συνάγεται περαιτέρω η ουσιαστική κρίση, αν αυτή είναι ή όχι ιδιαιτέρως μεγάλη ή ευτελής. Επομένως η σχετική αιτίαση του αναιρεσείοντος περί εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου με την παραδοχή ότι το ποσό των 8.668 ευρώ που φέρεται ότι υπεξαίρεσε το 1996 είναι αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας είναι αβάσιμη και εντεύθεν απορριπτέα.
Είναι αβάσιμη και γι'αυτό απορριπτέα η αιτίαση του αναιρεσείοντος για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου από το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με την παραδοχή ότι με δόλο παρακράτησε το ποσό των 8668 ευρώ που έλαβε στις 3-10-1996 από τον Ελληνικό Οργανισμό Εξωτερικού Εμπορίου για κάλυψη των οδοιπορικών εξόδων και εν γένει των δαπανών της οκταμελούς Ελληνικής Αποστολής που θα μετέβαινε στο ... της ... στο πλαίσιο της 3ης συνόδου της Μικτής Ελληνοϊνδικής Επιτροπής, αφού δεν το χρησιμοποίησε γι'αυτόν τον σκοπόν και δεν το επέστρεψε αν και του ζητήθηκε, αλλά παράνομα τα ιδιοποιήθηκε, προβάλλοντας ότι είχε απαίτηση κατά του Ελληνικού Δημοσίου υπερκαλύπτουσα το ως άνω ποσό, για την οποία είχε καταθέσει ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών την από 31-12-2003 αγωγή του (η οποία έγινε εν μέρει δεκτή για το ποσό των 10.000 ευρώ, νομιμότοκα από 16-1-2008, με την 2298/2009 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου), καθόσον το αποδιδόμενο στον αναιρεσείοντα έγκλημα της υπεξαίρεσης ποσού ιδιαίτερα μεγάλης αξίας φέρεται ότι τελέσθηκε απ'αυτόν ως διαχειριστή ξένης περιουσίας του μήνες Οκτώβριο και Νοέμβριο του 1996, ενώ ο αναιρεσείων την απαίτησή του κατά του Ελληνικού Δημοσίου πρόβαλε μετά το χρόνο της ιδιοποίησης απ'αυτόν του ποσού των 8.668 ευρώ. Επομένως οι από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ.β' και δ' ΚΠΔ λόγοι αναίρεσης της κρινόμενης αίτησης, που διαλαμβάνουν τις αντίθετες προς τα παραπάνω αιτιάσεις του αναιρεσείοντος και με τους οποίους προσάπτονται στο προσβαλλόμενο βούλευμα οι πλημμέλειες της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της εσφαλμένης εφαρμογής της άνω ποινικής διάταξης, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Οι ίδιοι λόγοι κατά το μέρος με το οποίο, επιχειρείται αντίθετη αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων και γενικά αποδίδεται σφάλμα περί την εκτίμηση των αποδείξεων, είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι. Επίσης, με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με επιτρεπτή αναφορά στην περιέχουσα ως προς το ζήτημα αυτό πλήρη αιτιολογία εισαγγελική πρόταση απέρριψε το αίτημα του τότε εκκαλούντος και ήδη αναιρεσείοντος για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιον του ανωτέρω Συμβουλίου. Γι'αυτό και ως προς το ζήτημα αυτό η σχετική αιτίαση είναι αβάσιμη και απορριπτέα. Μετά από αυτά και επειδή δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναίρεσης για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης στο σύνολό της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 21 Απριλίου 2009 αίτηση του Χ για αναίρεση του υπ'αριθμ. 402/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Νοεμβρίου 2009. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 6 Νοεμβρίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ