Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1386 / 2010    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Υπέρβαση εξουσίας, Δεδικασμένο, Νομιμοποίηση εσόδων, Υπεξαίρεση στην υπηρεσία, Καταχραστές Δημοσίου.




Περίληψη:
Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες (ξέπλυμα βρώμικου χρήματος) με βασικό έγκλημα την υπεξαίρεση στην υπηρεσία κατ' εξακολούθηση, σε βάρος ΝΠΔΔ (μονής) με όφελος και αντίστοιχη ζημία άνω των 150.000 €. Βασικό έγκλημα και επόμενη πράξη επί νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, τελούν σε πραγματική συρροή. Η ποινική ευθύνη για το βασικό έγκλημα δεν αποκλείει την τιμωρία του υπαιτίου και για τις πράξεις της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα. Δράστης μπορεί να είναι το αυτό πρόσωπο και των δύο εγκλημάτων αρκεί να συντρέχει το στοιχείο του συνολικού σχεδιασμού δράσης. Ενεργητικό υποκείμενο του άρθρου 2 § 1 Ν. 2331/1995 μπορεί να είναι οποιοσδήποτε, ακόμα και ο αυτουργός ενός από τα βασικά εγκλήματα. Στην έννοια της εγκληματικής δραστηριότητας που ορίζεται στο άρθρο 2 § 1 Ν. 2331/1995 εντάσσονται δύο κατηγορίες εγκλημάτων. Η πρώτη που περιλαμβάνει τα βασικά, ενώ η δεύτερη είναι κάθε αξιόποινη πράξη που τιμωρείται με στερητική ποινή ελευθερίας άνω των 6 μηνών και ζημία ή όφελος άνω των 15.000 €, όταν τελέστηκε σε βάρος ΝΠΔΔ. Ο Ν. 1608/50 δεν θεσπίζει νέα αδικήματα κατά του Δημοσίου ή ΝΠΔΔ, αλλά αναβιβάζει το πλαίσιο ποινής για πράξεις, όταν αυτές στρέφονται κατά του Δημοσίου ή ΝΠΔΔ και το όφελος που πέτυχε ο δράστης ή η ζημία υπερβαίνει τις 150.000 €. Το έγκλημα της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία, εντάσσεται στη β' κατηγορία εγκλημάτων, ως προαπαιτούμενο της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Δεν υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας στο βούλευμα, όταν γίνεται αναφορά σε καταθέσεις ορισμένων μαρτύρων. Ούτε επίσης απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας για το λόγο ότι δεν διενεργήθηκε προκαταρκτική εξέταση ή χωρίς κλήση του κατηγορουμένου, χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις του αυτοφώρου εγκλήματος, αφού έγινε δεκτό ότι υπήρχε άμεσος κίνδυνος από την καθυστέρηση. Τέλος δεν υπάρχει υπέρβαση εξουσίας με το να παραπέμψει το Συμβούλιο τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο, παραλείποντας να κηρύξει άκυρη την ποινική δίωξη, όπως αβάσιμα ο αναιρεσείων αιτιάται. Ο λόγος αναιρέσεως για παραβίαση του δεδικασμένου, χωρίς την επίκληση άλλου στοιχείου είναι ασαφής και αόριστος και καθιστά απαράδεκτο το σχετικό λόγο. Η ποινική δίωξη ασκήθηκε για το ποσό των 66.500.000 δρχ και όχι για το ποσό των 56.000.000 δρχ. που καταδικάστηκε για υπεξαίρεση ο αναιρεσείων. Ο Ν. 1608/50 εφαρμόζεται και στην παρούσα περίπτωση. Απορρίπτει αίτηση αναιρέσεως.




Αριθμός 1386/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποιν. Τμήμα-ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Παπαηλιού και Νικόλαο Κωνσταντοπουλο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 17 Νοεμβρίου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 641/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 15 Μαΐου 2009 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 754/09. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Παντελής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Νικολούδη, με αριθμό 298/17-9-2009, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω κατ' άρθρ. 485 §1 Κ.Π.Δ., την υπ' αριθμ. 98/2009 αίτηση αναίρεσης του Χ κατά του υπ' αριθμ. και ήδη κρατουμένου στη Δικαστική Φυλακή Κορυδαλλού, Επισκόπου, κατά του υπ' αριθμ. 641/2009 Βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο, μετά από απόρριψη της υπ' αριθμ. 231/7-5-07 εφέσεως του υπ' αριθμ. 1037/07 Βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, επικυρώθηκε το πρωτόδικο βούλευμα και παραπέμφθηκε ο ήδη αναιρεσείων στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (κακουργημάτων), κατηγορούμενος για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες με βασικό έγκλημα την υπεξαίρεση στην υπηρεσία κατ' εξακολούθηση σε βάρος νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου από την οποία το όφελος που πέτυχε ο δράστης και η ζημία που προξενήθηκε στο νομικό πρόσωπο υπερβαίνουν το ποσό των 150.000 ευρώ (άρθρ. 13 στ, 26 §1α, 27 §1, 258γ, 263Α Π.Κ. και άρθρ. 1 §1 Ν. 1608/50, σε συνδ. με τα άρθρ. 1 στοιχ. α' και 2 §1 Ν. 2331/95, όπως τα δύο τελευταία αντικαταστάθηκαν με άρθρ. 2 § 1 και 3 §1 Ν. 3424/05 και εκθέτω τ' ακόλουθα: Α) Η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε εμπρόθεσμα και νομότυπα από πρόσωπο δικαιούμενο προς τούτο και κατά βουλεύματος που υπόκειται σε αναίρεση σύμφωνα με τα άρθρ. 473 §1, 474 και 482 §§1,3 Κ.Π.Δ., με τη δήλωση αναίρεσης του έχοντος ειδική προς τούτο πληρεξουσιότητα Δικηγόρου Αθηνών Αλέξιου Αθανασόπουλου, για την οποία συντάχθηκε από το Γραμματέα του Εφετείου Αθηνών η προαναφερθείσα υπ' αριθμ. 98/2009 από 15-5-09 έκθεση ενώ το προσβαλλόμενο βούλευμα είχε επιδοθεί στις 6-5-09. Περιέχει δε ως λόγους αναίρεσης α) την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, β) την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, άλλως εκ πλαγίου παράβαση αυτής, γ) της απόλυτης ακυρότητας, δ) την παραβίαση του δεδικασμένου (άρθρ. 57) και ε) την υπέρβαση εξουσίας, όπως οι λόγοι αυτοί προβλέπονται στο άρθρ. 484 §1 στοιχ. α', β', γ'. δ' και στ' Κ.Π.Δ.
Συνεπώς η αίτηση αυτή πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω κατ' ουσία. Β) 1) Ο αναιρεσείων κατηγορούμενος παραπέμφθηκε για την προαναφερθείσα πράξη με το υπ' αριθμ. 1037/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. 2) Μετά από έφεση που άσκησε κατά του βουλεύματος αυτού ο κατηγορούμενος, εκδόθηκε το υπ' αριθμ. 2118/2007 Βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το οποίο απέρριψε κατ' ουσία την έφεσή του και επικύρωσε το εκκαλούμενο βούλευμα αφού προηγουμένως διόρθωσε και αναδιατύπωσε το διατακτικό του ως προς το χρόνο τέλεσης της αξιόποινης πράξης, από το εσφαλμένο "αρχές του έτους 1995 μέχρι 2 Ιανουαρίου 1998" στο ορθό "από 24-8-1995 έως 2 Ιανουαρίου 1998". 3) Κατά του παραπάνω εφετειακού βουλεύματος ο κατηγορούμενος άσκησε αναίρεση και επ' αυτής εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 1148/2008 απόφαση του Αρείου Πάγου (σε Συμβούλιο) με την οποία αναιρέθηκε το βούλευμα αυτό, για έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας και παραπέμφθηκε η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο δικαστικό συμβούλιο (Εφετών Αθηνών). 4) Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που έκριναν προηγουμένως, εξέδωσε το προσβαλλόμενο, υπ' αριθμ. 641/2009 βούλευμά του με το οποίο απέρριψε και πάλι ως κατ' ουσία αβάσιμη την υπ' αριθμ. 231/7-5-2007 έφεση του κατηγορουμένου και επικύρωσε το παραπεμπτικό πρωτόδικο βούλευμα, αφού προέβη στη διόρθωση του χρόνου τέλεσης της πράξης, όπως αναφέρθηκε παραπάνω. Γ) Έλλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας στο παραπεμπτικό βούλευμα, που απαιτείται κατ' άρθρ. 93 §3 Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ., υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την πράξη που αποδίδεται στον κατηγορούμενο, τ' αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το Συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους έκρινε τούτο ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, για την οποία ασκήθηκε ποινική δίωξη, ενώ Δ) εσφαλμένη μεν ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης, ιδρύουσα λόγον αναιρέσεως, υπάρχει, όταν το Συμβούλιο αποδίδει στη διάταξη διαφορετική έννοια από αυτήν που πράγματι έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή, όταν δεν υπάγει ορθώς σ' αυτήν τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως προκύψαντα από τις αποδείξεις, καθώς και όταν η σχετική διάταξη παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει, όταν έχουν εμφιλοχωρήσει στο βούλευμα, κατά την έκθεση και ανάπτυξη των περιστατικών, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος περί της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση (Α.Π. 259/2006 Ποιν. Χρ. ΝΣΤ' 811, Α.Π. 252/2004, Α.Π. 2200/02 Ποιν. Χρ. ΝΓ' 762). Ε) Οι λόγοι της απόλυτης ακυρότητας αναφέρονται στο άρθρ. 171 αριθμ. 1 Κ.Π.Δ. και αφορούν τόσο την προδικασία όσο και την διαδικασία ενώπιον των συμβουλίων. ΣΤ) Για την ύπαρξη δεδικασμένου, η παραβίαση του οποίου συνιστά λόγο αναίρεσης, το άρθρ. 57 Κ.Π.Δ. αξιώνει α) αμετάκλητη απόφαση καταδικαστική ή αθωωτική ή που παύει τη δίωξη ή την κηρύσσει απαράδεκτη (τυπικό δεδικασμένο), β) ταυτότητα προσώπων και γ) ταυτότητα πράξης. Ο παραπάνω λόγος είναι αόριστος, αν δεν αναφέρεται στο αναιρετήριο ότι η επικαλούμενη απόφαση είναι αμετάκλητη και ποιο είναι το περιεχόμενό της, δηλαδή αν δεν εκτίθενται οι παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης ή βουλεύματος, βάσει των οποίων δεν γίνεται δεκτό το δεδικασμένο (Α.Π. 2093/2003). Ο ισχυρισμός περί δεδικασμένου είναι αυτοτελής και πρέπει να έχει προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας άλλως η προβολή του για πρώτη φορά στον Άρειο Πάγο είναι απαράδεκτη. Ζ) Υπέρβαση εξουσίας υπάρχει όταν το δικαστικό συμβούλιο ασκεί δικαιοδοσία που δεν του παρέχει ο νόμος ή δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις που απαιτεί ο νόμος για την άσκησή της (θετική υπέρβαση) ή όταν παραλείπει να ασκήσει τη δικαιοδοσία που του παρέχει ο νόμος καίτοι συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις (Ολ. Α.Π. 9/2001). Η) Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα, ειδικά δε αιτιολογημένη και εμπεριστατωμένη εισαγγελική πρόταση, η οποία μνημονεύει όλα, κατ' είδος, τα αποδεικτικά μέσα που λήφθηκαν υπ' όψη, δέχθηκε ότι προέκυψαν τα εξής πραγματικά περιστατικά: Από το αποδεικτικό υλικό που συγκεντρώθηκε κατά την κυρία ανάκριση, που διενεργήθηκε και περατώθηκε νόμιμα και συγκεκριμένα από το Ε.Π 111/05 από 8/4/2005 έγγραφο του φορέα του άρθρου 7 του ν. 2331/95, την 2104/2006 απόφαση και πρακτικά του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών και ιδίως τις περιεχόμενες σ' αυτά καταθέσεις των ..., ..., ..., ..., ... και ..., το υπ' αριθ. πρωτ. 0505. 48151. 00291/10.5.2005 απόρρητο έγγραφο της Τράπεζας Eurobank, το 5/01.12.05 εμπιστευτικό έγγραφο της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας, το 2234/2005 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και εν γένει το σύνολο των εγγράφων της δικογραφίας σε συνδυασμό με την απολογία (κύρια και συμπληρωματική) και τα υπομνήματα γενικά του κατηγορουμένου προέκυψαν τα εξής: Ο εκκαλών κατηγορούμενος Χ, με την υπ' αριθμόν 2104/2006 απόφαση του Γ - Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών κηρύχθηκε ένοχος υπεξαίρεσης στην υπηρεσία κατ' εξακολούθηση, σε βάρος νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου εκ της οποίας το όφελος που πέτυχε ο δράστης και η ζημία που προξενήθηκε στο νομικό πρόσωπο υπερβαίνει το ποσό των 50.000.000 δρχ., ανερχόμενο σε 66.500.000 δρχ., αξιόποινη πράξη που συνίσταται στο ότι στη ... κατά το χρονικό διάστημα από τις αρχές του έτους 1995 μέχρι και την 2-1-1998, με περισσότερες πράξεις που αποτελούν εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος, υπάλληλος τυγχάνων, στον οποίο είχε ανατεθεί η άσκηση υπηρεσίας σε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, ιδιοποιήθηκε παράνομα χρήματα, τα οποία είχε λάβει στην κατοχή του λόγω της παραπάνω ιδιότητάς του, τέλεσε δε την πράξη του αυτή υπό την επιβαρυντική περίσταση της νομοθεσίας περί καταχραστών του Δημοσίου, καθόσον η πράξη του στρεφόταν κατά νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, το δε επιτευχθέν απ' αυτόν όφελος και η ζημία που προξενήθηκε στο νομικό πρόσωπο υπερβαίνουν το ποσό των 50.000.000 δρχ. και ανέρχονται στο ποσό των 66.500.000 δρχ. Συγκεκριμένα, κληρικός τυγχάνων της Ανατολικής Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας, φέρων τον βαθμό του Επισκόπου και κατέχων τη θέση του Μητροπολίτη ..., ιδιοποιήθηκε, υπό την ανωτέρω ιδιότητά του, παράνομα το συνολικό ποσό των 66.500.000 δρχ. σε βάρος της περιουσίας της Ιεράς Μονής ..., η οποία, ως θρησκευτικό καθίδρυμα κατά τις διατάξεις του Ν. 590/77 περί του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος, αποτελεί νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, προστατευόμενο από τις σχετικές διατάξεις της νομοθεσίας περί καταχραστών του δημοσίου. Ειδικότερα, εκμεταλλευόμενος τη θέση του και την ιδιότητά του ως επιχώριου Μητροπολίτη και την ως εκ τούτου δυνατότητά του προς επιβολή επί της υπέργηρης (ηλικίας 84 ετών) Ηγουμένης και αφού αφενός υπόσχονταν σ' αυτήν ότι θα προωθήσει το ζήτημα Αγιοκατάταξης του Οσίου ... και αφετέρου την απειλούσε ότι θα την έσερνε στα εκκλησιαστικά δικαστήρια και θα την εξόριζε, παρέλαβε απ' αυτήν, χωρίς νόμιμο δικαίωμα και χωρίς τη συγκατάθεση της Ιεράς Μοναστικής Αδελφότητας και του Ηγουμενοσυμβουλίου, τα αναφερόμενα παρακάτω χρηματικά ποσά προκειμένου να τα διαθέσει για τις ανάγκες του ποιμαντικού έργου της Μητροπόλεως ..., πράγμα το οποίο δεν έπραξε ούτε επέστρεψε στη Μονή τα χρήματα, αλλά τα ενσωμάτωσε στην περιουσία του και τα ιδιοποιήθηκε έτσι παράνομα: Α) Κατά το χρονικό διάστημα από τις αρχές του έτους 1995 μέχρι και την 2-1-1998 ο κατηγορούμενος, ως Μητροπολίτης ..., παρέλαβε από την Ηγουμένη της Ιεράς Μονής ...: 1) το ποσό των 500.000 δρχ. για κάθε επίσκεψή του, η οποία ελάμβανε χώρα μία φορά ανά δεκαπέντε (15) ημέρες 2) το ποσό των 500.000 δρχ. τρεις φορές το χρόνο και δη κατά την ακολουθία του Μεγάλου Απόδειπνου κατά τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή, κατά την ακολουθία του Νυμφίου κατά τη Μεγάλη Εβδομάδα και κατά το Μεγάλο Ευχέλαιο της Μεγάλης Τετάρτης 3) το ποσό των 1.500.000 δρχ. δύο φορές το χρόνο κατά την 5η Μαΐου, ημέρα της εορτής του οσίου ... και την 3η Ιανουαρίου, ημέρα ανευρέσεως των ιερών λειψάνων του Οσίου ... και 4) το ποσό των 1.500.000 δρχ. την 2-1-1998. Συνολικά κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα ο κατηγορούμενος παρέλαβε από την τότε Ηγουμένη το ποσό των 51.000.000 δρχ. (36.000.000 και 4.500.000 και 9.000.000 και 1.500.000 δρχ.) το οποίο και ιδιοποιήθηκε παράνομα. Β) Κατά το χρονικό διάστημα από τις αρχές του έτους 1995 μέχρι και το Φεβρουάριο 1996, υπό την ίδια ιδιότητα και περιστάσεις παρέλαβε από την Ηγουμένη ..., μέσω του απ' αυτόν εντεταλμένου πρωτοπρεσβύτερου Ξ, που υπηρετούσε ως γραμματέας στο ιδιαίτερο γραφείο του, το συνολικό ποσό των 15.500.000 δρχ. και δη το ποσό των 500.000 δρχ. ανά εικοσαήμερο και το ποσό των 5.000.000 δρχ. σε άγνωστη ακριβή ημερομηνία, πάντως μέσα στο θέρος του έτους 1995. Τα ποσά αυτά τα παραλάμβανε από την Ηγουμένη για λογαριασμό του κατηγορουμένου ο Ξ και τα παρέδιδε στον κατηγορούμενο εντολέα του, ο οποίος τα ιδιοποιήθηκε παράνομα. Το Δικαστήριο καταδίκασε τον κατηγορούμενο σε κάθειρξη οχτώ (8) ετών και απεφάνθη όπως η έφεση που θα ασκήσει ο κατηγορούμενος έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα ως προς την εκτέλεση της ποινής που του επιβλήθηκε με τους περιοριστικούς όρους της καταβολής 30.000 ευρώ ως χρηματική εγγύηση και της απαγορεύσεως εξόδου του από την χώρα. Εν τω μεταξύ μετά από έρευνα της Επιτροπής του άρθρου 7 του ν. 2331/95 και κατόπιν του από 8/4/2005 εγγράφου αυτής σύμφωνα με το οποίο ο κατηγορούμενος είχε καταθέσει στον με αριθμό ... λογαριασμό που τηρούσε στην EUROBANK, το εκ 94.000.000 δρχ. προϊόν της κακουργηματικής υπεξαίρεσης για την οποία είχε ήδη παραπεμφθεί στο Ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών επιχειρώντας μ' αυτόν τον τρόπο να συγκαλύψει την αληθινή προέλευσή τους δια του χρηματοοικονομικού συστήματος, ασκήθηκε κατ' αυτού η προκειμένη ποινική δίωξη και διενεργήθηκε κυρία ανάκριση. Κατά την διάρκεια αυτής η Ανακρίτρια του 11ου Τακτικού Ανακριτικού Τμήματος εξέδωσε την υπ' αριθμόν 185/26.4.2005 Διάταξη, μετά από σύμφωνη γνώμη του Εισαγγελέως, με την οποία απαγόρευσε την κίνηση του υπ' αριθμόν ... λογαριασμού, που τηρούσε στην Τράπεζα EUROBANK ο κατηγορούμενος, όπως και κάθε λογαριασμού που αυτός τηρούσε στην Ελλάδα και σε οποιοδήποτε πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοπιστωτικό οργανισμό έστω και από κοινού με άλλο πρόσωπο, καθώς και το άνοιγμα των θυρίδων θησαυροφυλακίου, έστω και κοινών με έτερα πρόσωπα. Μετά την έκδοση της Διατάξεως αυτής, της οποίας ο κατηγορούμενος ζήτησε αμέσως την άρση με βάση τη διάταξη του άρθρου 5 του ν. 2331/95, αποδυόμενος σε μία εμφανή προσπάθεια να δυσχεράνει την έρευνα που διεξαγόταν σε βάρος του, εκδόθηκαν δε σχετικά το 2234/2005 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών (με το οποίο απορρίφθηκε αμετάκλητα η από 9/5/2005 αίτησή του) και το 4000/2005 βούλευμα του ίδιου Συμβουλίου (με το οποίο έγινε δεκτή εν μέρει η από 21/11/2005 όμοια αίτηση του κατηγορουμένου και ανακλήθηκε η ανωτέρω Διάταξη εν μέρει, συγκεκριμένα δε επετράπη η κίνηση του 180/952745-12 κοινού λογαριασμού ταμιευτηρίου της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας επ' ονόματι του κατηγορουμένου και της Φ, μόνον ως προς τα χρηματικά ποσά που αφορούσαν τη μισθοδοσία του κατηγορουμένου), ο Διευθυντής της Διεύθυνσης COMPLIANCE της ανωτέρω Τράπεζας, στον οποίο διαβιβάστηκε, εκτελώντας αυτήν, με το υπ' αριθμόν πρωτοκόλλου 0505-48151-00291/10.5.2005 έγγραφο γνωστοποίησε στην 11η Τακτική Ανακρίτρια ότι μέχρι την 27.4.2005 ο κατηγορούμενος ήταν δικαιούχος ή και συνδικαιούχος με συγγενικά του πρόσωπα των λογαριασμών που παρουσίαζαν υπόλοιπο και ιδίως: 1) ... - λογαριασμός ταμιευτηρίου, που είχε ανοιχθεί από τον ίδιο στο όνομά του, με υπόλοιπο, την 27.4.2005, ποσό 10,96 ευρώ 2) ... - λογαριασμός ταμιευτηρίου, που είχε ανοιχθεί από τον ίδιο στο όνομά του με συνδικαιούχο την αδελφή του Φ, με υπόλοιπο, την 27.4.2005, ποσό 72.785,63 ευρώ 3) ... - λογαριασμός ταμιευτηρίου σε ξένο συνάλλαγμα, που είχε ανοιχθεί από τον ίδιο στο όνομά του με συνδικαιούχους τους Ν και Μ, με υπόλοιπο, την 27.4.2005, ποσό 831,30 δολαρίων ΗΠΑ 4) ... λογαριασμός - μερίδα χαρτοφυλακίου, που είχε ανοιχθεί από τον ίδιο στο όνομά του και στο όνομα των Ν και Μ, με υπόλοιπο, την 27.4.2005, ποσό 246.439,63 ευρώ 5) ... - λογαριασμός όψεως, που είχε ανοιχθεί στο όνομα της off-shore εταιρείας με την επωνυμία "... Ltd", του οποίου λογαριασμού ο κατηγορούμενος είναι κατά δήλωσή του δικαιούχος του κεφαλαίου (Beneficial Owner) της εταιρείας αυτής, με υπόλοιπο, την 27.4.2005, ποσό 258.818,18 ευρώ 6) ... - λογαριασμός όψεως, που είχε ανοιχθεί στο όνομα της off-shore εταιρείας με την επωνυμία ... Ltd, του οποίου λογαριασμού - μερίδας ο κατηγορούμενος κατά δήλωσή του είναι δικαιούχος του κεφαλαίου (Beneficial Owner) της εταιρείας αυτής, με υπόλοιπο, την 27.4.2005, ποσό 9.756,86 δολάρια ΗΠΑ 7) ... λογαριασμός μερίδος χαρτοφυλακίου που είχε ανοιχθεί στο όνομα της off-shore εταιρείας με την επωνυμία "... Ltd" της οποίας μερίδας ο κατηγορούμενος κατά δήλωσή του είναι δικαιούχος του κεφαλαίου (Beneficial Owner) της εταιρείας αυτής, με υπόλοιπο, την 27.4.2005, ποσό 3.539.644,29 ευρώ. Επιπλέον, σε εκτέλεση της ανωτέρω ανακριτικής διατάξεως η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος με το υπ' αριθμόν 615/1.12.2005 έγγραφό της γνωστοποιεί ότι ο κατηγορούμενος είναι δικαιούχος του υπ' αριθμόν ... λογαριασμού, με υπόλοιπο, την 17.11.2005, ποσό 1251,98 ευρώ. Από τα ανωτέρω έγγραφα προκύπτει επομένως ότι ο κατηγορούμενος ήταν κάτοχος των αναφερομένων σ' αυτά προσωπικών, κοινών και εταιρικών λογαριασμών ταμιευτηρίου και μερίδων χαρτοφυλακίου του κεφαλαίου Beneficial Owner της υπεράκτιας εταιρείας με την επωνυμία ... Ltd, στους οποίους είχε καταθέσει υπέρογκα ποσά μεριμνώντας για την επωφελή τοποθέτηση και εκμετάλλευσή τους. Για την ορθή αξιολόγηση του γεγονότος αυτού πρέπει να συνεκτιμηθεί η δίκη που αφορά το έγκλημα της "υπεξαίρεσης στην υπηρεσία κατ' εξακολούθηση σε βάρος νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επιβαρυντική περίσταση των καταχραστών του Δημοσίου", για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος και η οποία έχει βαρύνουσα σημασία για την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων ως προς το αν αυτός (ο κατηγορούμενος) διέπραξε την αξιόποινη πράξη της "νομιμοποίησης εσόδων από την ανωτέρω εγκληματική δραστηριότητα", την κακουργηματική δηλ. υπεξαίρεση, η οποία αποτελεί εν προκειμένω το "βασικό έγκλημα". Έτσι, σύμφωνα με όσα δέχθηκε το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων, στηριζόμενο στο σύνολο των αποδεικτικών μέσων και ιδίως στις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας ..., ..., ..., ..., ... και ... η εγκληματική δραστηριότητα του κατηγορουμένου αρχίζει από την εποχή που ενώ ασκούσε de facto παράλληλα με τον τοποτηρητή Επίσκοπο τη διοίκηση της Μητροπόλεως ... αναμένοντας τη δημοσίευση του διορισμού του στη Μητρόπολη αυτή, με διάφορα προσκόμματα δεν επέτρεπε τη σύνταξη Κανονισμού Λειτουργίας της Ιεράς Μονής ... για να μπορεί να διαχειρίζεται τα οικονομικά της. Μάλιστα δε αρνήθηκε να προωθήσει προς έγκριση στην Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος τον Κανονισμό Λειτουργίας που κατήρτισε το Τριμελές Ηγουμενοσυμβούλιο ισχυριζόμενος ότι η Ιερά Μονή έχει τάσεις αυτονομήσεως και φαλκιδεύσεως των κανονικών δικαιωμάτων και αρμοδιοτήτων του οικείου Μητροπολίτη. Έτσι δημιουργήθηκε και συντηρήθηκε από τον κατηγορούμενο η εκκρεμής κατάσταση ως προς την διοικητική και οικονομική διαχείριση της Ιεράς Μονής για να μπορεί ο ίδιος να διαχειρίζεται προς όφελός του τα οικονομικά της. Για να κάμψει δε την αντίσταση της τότε Ηγουμένης ..., γνωρίζοντας ότι η διακαής επιθυμία της ήταν η Αγιοκατάταξη του Οσίου ... και ότι για αυτό έπρεπε ο ίδιος να εισηγηθεί θετικά στην Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος, με την άσκηση αφενός ψυχολογικής πίεσης σ' αυτήν για να προωθήσει την Αγιοκατάταξη, με την απειλή αφετέρου ότι θα την σύρει στα Εκκλησιαστικά Δικαστήρια και θα την εξορίσει, κατάφερε να της αποσπάσει διάφορα χρηματικά ποσά για να τα διαθέσει δήθεν για το ποιμαντικό έργο της Μητροπόλεως. Εξάλλου με την ανάληψη των καθηκόντων του ζήτησε και έλαβε με απόδειξη και με απόφαση του Ηγουμενοσυμβουλίου ως δωρεά το ποσό των 1.500.000 δρχ. για να καλύψει τις ανάγκες επίπλωσης των γραφείων της Μητροπόλεως και τα έξοδα της δικαστικής διαμάχης με τον πρώην Μητροπολίτη ... ..., τη στιγμή που η Μητρόπολη ... είχε την υποχρέωση και την οικονομική δυνατότητα να καλύψει τις παραπάνω δαπάνες. Στη συνέχεια δε ελάμβανε υπό την ιδιότητα του Μητροπολίτη ... μεγάλα χρηματικά ποσά, χωρίς να χορηγεί αποδείξεις, είτε προσωπικά ο ίδιος κατά τις εορτές που ιερουργούσε στη Μονή και σε άλλες μέρες που μετέβαινε προς τούτο στη Μονή μετά από τηλεφωνική ειδοποίηση της Ηγουμένης να του ετοιμάσει συγκεκριμένο χρηματικό ποσό, είτε δια του πρεσβυτέρου Ξ, στον οποίο είχε αναθέσει την τέλεση του εσπερινού της Κυριακής στη Μονή και ο οποίος ζητούσε από την Ηγουμένη συγκεκριμένα χρηματικά ποσά κατ' εντολή και για λογαριασμό του κατηγορουμένου (βλ. 2104/2006 πρακτικά και απόφαση του Γ' Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών). Από τη συνεκτίμηση των στοιχείων αυτών είναι προφανές ότι ο κατηγορούμενος προσπαθώντας να αποκρύψει και να συγκαλύψει την αλήθεια όσον αφορά τη φύση, την προέλευση και την κυριότητα επί του ποσού των 66.500.000 δρχ. (195.157,74 ευρώ), που ιδιοποιήθηκε παράνομα κατά τα προεκτεθέντα σε βάρος της Ιεράς Μονής ... (που ως θρησκευτικό καθίδρυμα αποτελεί Ν.Π.Δ.Δ), διοχέτευσε το ποσό αυτό, σύμφωνα με όσα είχε προσχεδιάσει, στο νόμιμο οικονομικό και χρηματοπιστωτικό σύστημα του εσωτερικού, μέσω της μεταμφίεσής του σε συνήθεις μορφές χρηματοοικονομικών αξιών. Οι εγκληματικές δηλ. ενέργειες του κατηγορουμένου υπάκουαν σε ένα οργανωμένο σχέδιο που αφετηρία είχε την παράνομη απόκτηση χρημάτων και πέρας την απόκρυψή τους δια μέσου μιας συστηματικής μεθόδευσης συναλλαγών. Ενισχύει δε την εκτίμησή μας ότι διέπραξε προσχεδιασμένα βάσει ενός γενικότερου εγκληματικού σχεδιασμού, τόσο το έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων, όσο και το βασικό έγκλημα της κακουργηματικής υπεξαίρεσης, το γεγονός ότι ήδη από το χρόνο τέλεσης του βασικού εγκλήματος είχε πλήρη γνώση της τεχνικής ξεπλύματος των ιδιοποιηθέντων χρημάτων με την κατ' αρχήν τοποθέτησή τους κατ' ευθείαν στο χρηματοπιστωτικό σύστημα της χώρας και κυρίως με τη μεταφορά τους σε υπεράκτια χρηματοπιστωτικά κέντρα (off shore financial centers), όπου διατηρούσε και το μεγαλύτερο μέρος του υπέρογκου ποσού που εμφαίνεται ότι κατείχε κατά κυριότητα, το οποίο είχε συσσωρεύσει στους υπ' αριθ. 1) ..., 2) ... λογαριασμούς όψεως και 3) ... λογαριασμό μερίδας χαρτοφυλακίου, που είχαν ανοιχθεί στο όνομα της Off-shore εταιρείας με την επωνυμία "... Ltd". Να σημειωθεί ότι το αποκτηθέν παρανόμως ανωτέρω χρηματικό ποσό των 66.500.000 δρχ. δεν είναι το μοναδικό υλικό αντικείμενο της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, αφού παράγει με την χρησιμοποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος και ιδίως δια μέσου υπεράκτιων εταιρειών και άλλα παράνομα ωφελήματα, από την κατάθεση σε έντοκο τραπεζικό λογαριασμό, από την κεφαλαιοποίηση των τόκων και από την επωφελή επένδυση και εκμετάλλευση των παραχθέντων περιουσιακών στοιχείων, που πλέον αποτελούν ένα ενιαίο σύνολο και απαρτίζουν την έννοια της περιουσίας, κατά την διάταξη του άρθρου 1γ του ν. 2331/2005. Περαιτέρω είναι προφανές ότι το Συμβούλιο έκρινε ότι χρόνος τελέσεως της πράξεως της νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες είναι αυτός της υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία. Η κρίση αυτή δεν είναι ορθή το μεν διότι ταυτίζει τις δύο πράξεις από πλευράς χρόνου τελέσεως, ενώ ευρίσκονται σε σχέση προηγούμενης και επόμενης, το δε διότι από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει με σαφήνεια ο χρόνος κατά τον οποίο τα παράνομα έσοδα, μέσω του χρηματοπιστωτικού συστήματος και με την μορφή της κατάθεσης κατέληγαν και αναπαράγονταν σε τραπεζικούς λογαριασμούς και διοχετεύονταν σε υπεράκτια χρηματοπιστωτικά κέντρα. Ο κατηγορούμενος προς την κατεύθυνση αυτή ουδέν συνεισφέρει πλην του υπολογισμού των τόκων των τραπεζικών λογαριασμών του. Αντιθέτως εκμεταλλευόμενος την προφανή αυτή παραδρομή και μάλιστα με την υπόμνηση ότι ο Ν. 2331/95 ίσχυσε από την 23.8.1995, προβαίνει σε μία αλυσιτελή αφαιρετική διαδικασία των, κατ' αυτόν, ποσών που δεν μπορούν να υπολογιστούν στο συνολικό ποσό των 50.000.000 δρχ., αρνούμενος πάντα ότι τέλεσε την πράξη της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία, αφού τα ποσά αυτά αφορούν και σχετίζονται με την υπό κρίση χρονική περίοδο των αρχών του έτους 1995 και μέχρι την 23.8.1995. Κι αυτό διότι λογαριάζοντας τα ποσά του ανωτέρω χρονικού διαστήματος (υπό την προϋπόθεση, κατά την άποψή του, ότι μπορούσε να γίνει η άθροιση, που δεν μπορεί να γίνει), στο συνολικό ποσό των 23.500.000 δρχ., δια της αφαιρέσεως, καταλήγει σε ποσό μικρότερο των 50.000.000 δρχ., με συνέπεια και αφού οι μερικότερες πράξεις υπολείπονται του ποσού των 15.000 ευρώ να μην μπορεί να εφαρμοστεί η διάταξη του άρθρου 1, στοιχείο α, ιι Ν. 2331/95, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 2 παρ.1 Ν. 3424/2005. Όμως το Συμβούλιό Σας, μπορεί να διορθώσει το, εκ παραδρομής, σφάλμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών και να ορίσει ως χρόνο τελέσεως της πράξεως κείμενο εντός των χρονικών ορίων εφαρμογής του Ν. 2331/95, χωρίς να μειωθεί το χρηματικό ποσό των 66.500.000 δρχ., που αποτελεί το αντικείμενο της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία και κατ' επέκταση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Από τις διατάξεις των άρθρων 313, 317, 318, 319, 463, 469, 481 και 482 συνάγεται ότι σε κάθε περίπτωση που το Συμβούλιο Εφετών επιλαμβάνεται της υποθέσεως κατόπιν εφέσεως κάποιου από τους διαδίκους της ποινικής διαδικασίας δεν δεσμεύεται από τις διατάξεις του άρθρου 470 ΚΠΟΙΝΔ, το οποίο δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση ενδίκου μέσου κατά βουλευμάτων και έχει την εξουσία ακόμα και να χειροτερεύσει τη θέση του κατηγορουμένου και να προσδώσει στην αξιόποινη πράξη, για την οποία ασκήθηκε ποινική δίωξη, τον ορθό χαρακτηρισμό, υπό την προϋπόθεση ότι δεν επέρχεται μεταβολή της κατηγορίας. Μεταβολή της κατηγορίας υπάρχει όταν η πράξη για την οποία παραπέμπεται ο κατηγορούμενος είναι ουσιωδώς διαφορετική από εκείνη για την οποία έχει ασκηθεί η ποινική δίωξη και έχει απαγγελθεί η κατηγορία, επί της οποίας κλήθηκε να απολογηθεί ο κατηγορούμενος, κατά τόπο, χρόνο και λοιπές ιστορικές περιστάσεις, ώστε να αποτελεί νέο έγκλημα αντικειμενικά διαφορετικό. Αντιθέτως δεν υπάρχει τέτοια μεταβολή, όταν με το βούλευμα συμπληρώνονται και προσδιορίζονται σαφέστερα τα πραγματικά περιστατικά που απαρτίζουν την πράξη, όπως και όταν καθορίζεται μεν διαφορετικός χρόνος τέλεσης της πράξης, αρκεί τούτο να μην επηρεάζει την ταυτότητα της πράξης ή να μην αποκλείει υπάρχουσα παραγραφή. Ώστε το Συμβούλιο Εφετών, επιλαμβανόμενο έφεσης του κατηγορουμένου, μπορεί στα πλαίσια της λειτουργικής αρμοδιότητάς του να προβεί με το βούλευμα, που εκδίδει, σε ορθό χαρακτηρισμό της πράξης και στον προσδιορισμό του χρόνου τέλεσης αυτής, εφόσον έτσι δεν αποκλείεται υπάρχουσα παραγραφή ή δεν επηρεάζεται η ταυτότητα της πράξης (ΑΠ 492/2003 ΝΟΒ-2003-1708). Επιπλέον, από την διάταξη του άρθρου 317 παρ.2 ΚΠΟΙΝΔ προκύπτει ότι σκοπός της θεώρησης της κατηγορίας είναι να διορθώσει και να θεραπεύσει κάθε ατέλεια ή πλημμέλεια ή αταξία του πρωτοδίκου βουλεύματος είτε ουσιαστική είτε δικονομική πριν να έλθει η υπόθεση στο Δικαστήριο, επανεξεταζομένης πλήρως της υποθέσεως, διότι, σύμφωνα με το άρθρο 318 ΚΠΟΙΝΔ, το δευτεροβάθμιο Συμβούλιο, ελέγχοντας το πρωτόδικο βούλευμα έχει αρμοδιότητα να διατάσσει ό,τι και το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών. Επομένως το Συμβούλιό σας πρέπει να ορίσει ως χρόνο τελέσεως της πράξεως της νομιμοποίησης εσόδων το χρονικό διάστημα από την 24.8.1995 και εντεύθεν, εφόσον η εγκληματική δράση του κατηγορουμένου είχε εκδηλωθεί και κατ' αυτό το χρόνο, μέχρι και την 2.1.1998. Ισχυρίζεται περαιτέρω ο κατηγορούμενος ότι "όσα ποσά υπάρχουν ή και υπήρξαν στους τραπεζικούς λογαριασμούς του ανήκουν στην οικογένειά του και σ' αυτόν και προέρχονται από νόμιμη δραστηριότητά τους" και ότι "όταν ο δράστης (ειδικώς δε αν πρόκειται για μεμονωμένο πρόσωπο) καταθέτει τα χρήματα, που φέρεται να έχει αποκτήσει (δήθεν) από εγκληματική του πράξη, σε δικό του, προσωπικό τραπεζικό λογαριασμό, η ενέργειά του ναι μεν ενδέχεται να συνιστά μία πράξη αποκρύψεως, πλην όμως, μόνη αυτή, δεν του προσδίδει νόμιμο τίτλο για τα φερόμενα παράνομα έσοδά του". Οι ισχυρισμοί αυτοί του κατηγορουμένου είναι αβάσιμοι, αναπόδεικτοι και μετέωροι. Και τούτο διότι η αόριστη αναφορά περί της προέλευσης από νόμιμη δραστηριότητα των ποσών που υπάρχουν στους λογαριασμούς, χωρίς η δραστηριότητα αυτή να κατονομάζεται ή να περιγράφεται ή ακόμη να υποστηρίζεται από νομιμοποιητικά έγγραφα δεν αρκεί για να καταδείξει την νόμιμη προέλευση των καταθέσεων. Οι μισθοί και τα τυχερά του κατηγορουμένου λόγω της θέσεώς του ως Μητροπολίτη επί τριάντα και πλέον έτη με τον ασαφή χαρακτηρισμό "αμφότερα σημαντικού ύψους", που δεν προσδιορίζεται ούτε αποδεικνύεται, δεν επαρκούν για να καλύψουν τα χρήματα που βρέθηκαν στους λογαριασμούς, ούτε και "η περιουσία" που δεν προσδιορίζεται σε ποιόν ανήκει ούτε και τα εισοδήματα των αδελφών του, που δεν αναλύονται. Περαιτέρω ο κατηγορούμενος προβάλλει τον ισχυρισμό ότι αφού έχει προσδιοριστεί το υλικό αντικείμενο του βασικού εγκλήματος στο ποσό των 66.500.000 δρχ., οποιοδήποτε επιπλέον ποσό βρέθηκε στους λογαριασμούς του δεν μπορεί νομικώς και ουσιαστικώς να αποτελέσει υλικό αντικείμενο της αποδιδομένης πράξεως ώστε δεν μπορεί να είναι πλέον δεσμευμένο. Και το αίτημα να αρθεί, κατά το επιπλέον ποσό, η διάταξη δεσμεύσεως κινήσεων των τραπεζικών λογαριασμών του. Επί του ζητήματος αυτού ρητέα τα εξής: Η 11η Τακτική Ανακρίτρια με την υπ' αριθμόν 185/26.4.2005 Διάταξη, κατόπιν συμφώνου γνώμης του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών απαγόρευσε την κίνηση του με αριθμό ... λογαριασμού που τηρούσε ο κατηγορούμενος στην Τράπεζα EUROBANK ως και κάθε λογαριασμού που αυτός τηρούσε στην Ελλάδα και σε οποιοδήποτε πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοπιστωτικό οργανισμό έστω και από κοινού με άλλο πρόσωπο, καθώς και το άνοιγμα θυρίδων θησαυροφυλακίου, έστω και κοινών με έτερα πρόσωπα. Ο κατηγορούμενος με την από 9.5.2005 αίτησή του και τις από 21.11.2005 και 29.1.2006 αιτήσεις του με όμοιο περιεχόμενο τις οποίες επαναφέρει και επικαλείται στην έκθεση εφέσεως, ζήτησε (και ζητά) την άρση της ανωτέρω διατάξεως. Η αίτησή του αυτή κρίθηκε από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, το οποίο με το υπ' αριθμόν 2234/2005 βούλευμα απεφάνθη για την απόρριψή της ως ουσιαστικά αβάσιμης. Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 5 παρ.4 Ν. 2331/95 ο κατηγορούμενος και ο τρίτος δικαιούνται να ζητήσουν την άρση της διάταξης του Ανακριτή ή την ανάκληση του βουλεύματος με αίτηση που απευθύνεται προς το Δικαστικό Συμβούλιο και κατατίθεται στον Ανακριτή ή τον Εισαγγελέα, μέσα σε δέκα μέρες από την επίδοση σ' αυτόν της διάταξης ή του βουλεύματος. Το Συμβούλιο στο οποίο δεν μετέχει ο Ανακριτής αποφαίνεται αμετακλήτως μέσα σε πέντε ημέρες. Η υποβολή της αίτησης δεν αναστέλλει την εκτέλεση της διάταξης ή του βουλεύματος. Η διάταξη ή το βούλευμα ανακαλείται αν προκύψουν νέα στοιχεία. Από την ανωτέρω διάταξη νόμου συνάγεται ότι ο κατηγορούμενος ή ο τρίτος με τον οποίο ο κατηγορούμενος διατηρούσε κοινό λογαριασμό, σε περίπτωση που εκδόθηκε διάταξη του Ανακριτή, κατ' άρθρον 5 παρ.1 Ν. 2331/95, έχει δύο δυνατότητες 1) η πρώτη είναι η αυτοτελής αίτηση με αίτημα την άρση της διατάξεως του Ανακριτή που απευθύνεται στο Δικαστικό Συμβούλιο και κατατίθεται στον Ανακριτή ή τον Εισαγγελέα εντός προθεσμίας δέκα ημερών, που αρχίζει από την επομένη της επίδοσης της διατάξεως. Το Δικαστικό Συμβούλιο αποφαίνεται εντός ανατρεπτικής προθεσμίας πέντε ημερών αμετακλήτως δηλαδή δεν επιτρέπεται η άσκηση του ενδίκου μέσου της εφέσεως ή της αναιρέσεως σε βάρος του βουλεύματος που αποφαίνεται για την τύχη της αιτήσεως 2) η δεύτερη είναι η ανάκληση της διατάξεως του Ανακριτή ή του βουλεύματος του Δικαστικού Συμβουλίου αν προκύψουν νέα στοιχεία. Η ευχέρεια αυτή χορηγείται στον Ανακριτή, όταν διενεργείται κυρία ανάκριση και στο Δικαστικό Συμβούλιο, στην περίπτωση που διενεργείται προκαταρκτική εξέταση και η απαγόρευση κινήσεως λογαριασμών επιβλήθηκε με βούλευμα του Δικαστικού Συμβουλίου. Η ανάκληση διενεργείται αυτεπαγγέλτως αλλά και κατόπιν αιτήσεως του κατηγορουμένου.
Συνεπώς η από 9.5.2005 αίτηση του κατηγορουμένου, που επαναφέρεται προς κρίση, για την άρση της με αριθμό 185/26.4.2005 διατάξεως της 11ης Τακτικής Ανακρίτριας, η τύχη της οποίας κρίθηκε με το υπ' αριθμόν 2234/2005 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, αμετακλήτως, καθώς και οι από 21.11.2005 και από 29.1.2006 αιτήσεις πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες. Επειδή με τα δεδομένα αυτά, νομικά και πραγματικά, ορθώς το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών με το υπ' αριθμόν 1037/2007 Βούλευμα έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις σε βάρος του κατηγορουμένου για το προαναφερόμενο έγκλημα και τον παρέπεμψε να δικαστεί ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, η έφεση του κατηγορουμένου, που υποστηρίζει τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως νομικά και ουσιαστικά αβάσιμη και να επικυρωθεί το εν λόγω βούλευμα, αφού διορθωθεί μόνο ο χρόνος, που αναφέρεται στο διατακτικό του, ως χρόνος τελέσεως της πράξεως, από το εσφαλμένο "αρχές του έτους 1995 μέχρι τις 2.1.1998" στο ορθό "από την 24 Αυγούστου 1995 μέχρι τις 2 Ιανουαρίου 1998", να απορριφθεί δε η από 9.5.2005 αίτηση μαζί με τις από 21.11.2005 και 29.1.2006 αιτήσεις για την άρση της υπ' αριθμόν 185/26.4.2005 Διατάξεως της 11ης Τακτικής Ανακρίτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών. Από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού που συγκεντρώθηκε από την κύρια ανάκριση, η οποία διενεργήθηκε για την υπόψη περίπτωση και ειδικότερα από το Ε.Π. 111/05 από 8-4-2005 έγγραφο του Προέδρου της Επιτροπής του άρθρου 7 του Ν. 2331/1995, Γεωργίου Παντελή, την υπ' αριθμ. 2104/2006 απόφαση και πρακτικά συνεδρίασης του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, με την οποία ο εκκαλών - κατηγορούμενος Χ, κηρύχθηκε ένοχος της αποδιδόμενης σ' αυτόν πράξης της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία κατ' εξακολούθηση, η οποία τελέστηκε σε βάρος νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου και το όφελος που πέτυχε ο δράστης και η ζημία που προξενήθηκε στο νομικό πρόσωπο υπερβαίνει το ποσό των 50.000.000 δραχμών, ανερχόμενο σε 66.500.000 δραχμές (άρθρα 98, 258 παρ. 1α' και β', 375 παρ. 1 του Π.Κ., και 1 παρ. 1 του Ν. 1608/1950), πράξη την οποία τέλεσε στη ... κατά το χρονικό διάστημα από τις αρχές του έτους 1995 έως και την 2-1-1998, και καταδίκασε τον κατηγορούμενο που κηρύχθηκε ένοχος σε κάθειρξη οκτώ (8) ετών, από τις περιεχόμενες στην ως άνω απόφαση καταθέσεις των ..., ..., ..., ..., ... και ..., από το υπ' αριθμ. πρωτ. 0505. 48151. 00291/10-5-2005 απόρρητο έγγραφο της τράπεζας EUROBANK, το υπ' αριθμ. 5/1-12-2005 εμπιστευτικό έγγραφο της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, το υπ' αριθμ. 2234/2005 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και εν γένει απ' όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που επισυνάφθηκαν αυτεπαγγέλτως ή με επιμέλεια του κατηγορουμένου στη δικογραφία, σε συνδυασμό και με την απολογία (κύρια και συμπληρωματική) του κατηγορουμένου και το από 17-2-2006 υπόμνημα απολογίας του, τους λόγους έφεσης που περιέχονται στην από 7-5-2007 έκθεση έφεσης, την από 9-5-2005 αίτηση που υπέβαλε στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, την από 21-11-2005 αίτηση που υπέβαλε στον Ανακριτή που διενήργησε την ανάκριση και το από 29-1-2006 υπόμνημα - αίτηση που υπέβαλε στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, προέκυψαν και κατά την κρίση του Συμβουλίου, τα πραγματικά περιστατικά που αναφέρονται αναλυτικά στην εισαγγελική πρόταση στην οποία το Συμβούλιο αναφέρεται καθ' ολοκληρία προς αποφυγή άσκοπων επαναλήψεων. Κατέληξε δε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών ότι ορθά ο κατηγορούμενος παραπέμφθηκε με το πρωτόδικο βούλευμα για την παραπάνω πράξη. Θ) Αναφορικά με την ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, προέβη στις εξής παραδοχές: Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ.1 του ν. 2331/95, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 3 παρ.1 του ν. 3424/2005, με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών τιμωρείται ο υπαίτιος πράξεων νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Το άρθρο 1 στοιχείο α του Ν. 2331/95, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 2 παρ. 1 Ν. 3424/2005, ορίζει την έννοια της εγκληματικής δραστηριότητος στην οποία εντάσσονται δύο κατηγορίες εγκλημάτων: η πρώτη περιλαμβάνει δεκαέξι βασικά εγκλήματα, που τυποποιούνται ως πράξεις συνιστώσες εγκληματική δραστηριότητα ενώ η δεύτερη, κάθε αξιόποινη πράξη που τιμωρείται με ποινή στερητική της ελευθερίας, της οποίας το ελάχιστο όριο είναι άνω των έξι μηνών και από την τέλεσή της προέκυψε περιουσία τουλάχιστον 15.000 ευρώ, επομένως και το έγκλημα της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία, όταν τελέστηκε σε βάρος νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου και το όφελος που πέτυχε ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε στο νομικό πρόσωπο υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ, αφού τιμωρείται με ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης και εξ αυτού δημιουργήθηκε περιουσία υπερβαίνουσα τις 15.000 ευρώ. Για τις προγενέστερες δε της ισχύος του Ν. 3424/2005 διαπραχθείσες πράξεις ρητέα τα εξής: Ύστερα από αλλεπάλληλες προσθήκες είχαν καταχωρηθεί στον κατάλογο του άρθρου 1 παρ. α του Ν. 2331/95, ως εγκλήματα που συνιστούν εγκληματική δραστηριότητα, εικοσιτέσσερις κατηγορίες εγκλημάτων μεταξύ των οποίων (με ένδειξη αιβ) της παραγράφου 1 του άρθρου 1 Ν. 1608/50 "περί αυξήσεως των ποινών των προβλεπομένων για τους καταχραστάς του δημοσίου", όπως ισχύει. Ο Ν. 1608/50 δεν θεσπίζει νέα αδικήματα κατά του Δημοσίου ή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου αλλά αναβιβάζει το πλαίσιο ποινής (πρόσκαιρη κάθειρξη) για πράξεις που προβλέπονται ήδη στον Ποινικό Κώδικα, όταν αυτές στρέφονται κατά του Δημοσίου ή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και το όφελος που πέτυχε ή επιδίωξε ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε ή απειλήθηκε στο Δημόσιο ή στο νομικό πρόσωπο υπερβαίνει της 150.000 ευρώ. Αν μία πράξη από αυτές που περιλαμβάνονται στον κατάλογο του άρθρου 1 παρ.1 Ν. 1608/50, όπως ισχύει, δεν περιλαμβάνεται στον κατάλογο του άρθρου 1 περ. α Ν. 2331/95, όπως ίσχυσε, δεν σημαίνει ότι η πράξη αυτή κείται εκτός της εννοίας της εγκληματικής δραστηριότητας, εφόσον σ' αυτήν εμπεριέχεται, ως συνιστώσα εγκληματική δραστηριότητα, η παρ. 1 του άρθρου 1 του Ν. 1608/50, όπως ισχύει.
Συνεπώς το έγκλημα της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία, που είναι ένα εκ των εγκλημάτων της παρ. 1 του άρθρου 1 Ν. 1608/50, όπως ισχύει, όταν τελείται σε βάρος νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου και το όφελος που πέτυχε ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε στο νομικό πρόσωπο υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ, εντάσσεται στην έννοια της εγκληματικής δραστηριότητας, όπως περιγραφόταν στο νόμο. Με την επελθούσα νομοθετική μεταβολή και την εντεύθεν ισχύ του Ν. 3424/2005 επανακαθορίστηκε η έννοια της εγκληματικής δραστηριότητας, χωρίς στον κατάλογο των βασικών εγκλημάτων να καταχωρηθούν ούτε το έγκλημα της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία ως ανεξάρτητη πράξη ούτε τα εγκλήματα που προβλέπονται από τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 1 του Ν. 1608/50, όπως ισχύει. Ωστόσο η υπόθεση του ενδεχομένου να αχρηστεύθηκαν νομοθετικά οι προβλεπόμενες στο άρθρο 1 του ν. 2331/95 πράξεις σε βαθμό κακουργήματος δεν έχει έρεισμα στο νόμο. Και τούτο διότι με την προσθήκη της δεύτερης κατηγορίας βασικών εγκλημάτων και την ένταξη σ' αυτήν συγκεκριμένων αξιοποίνων πράξεων (ποινή στερητική της ελευθερίας κατ' ελάχιστο όριο έξι μηνών, και, σωρευτικά, περιουσία που δημιουργήθηκε τουλάχιστον 15.000 ευρώ) που τυποποιούνται, αδιακρίτως, στον Ποινικό Κώδικα και στους ειδικούς ποινικούς νόμους, διευρύνεται η έννοια του βασικού εγκλήματος και συνακόλουθα το πεδίο εφαρμογής της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Επομένως το έγκλημα της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία, που τελέστηκε σε βάρος νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου και το όφελος που πέτυχε ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε στο νομικό πρόσωπο υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ, εντάσσεται στη δεύτερη κατηγορία, ως προαπαιτούμενο έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Περαιτέρω για την εφαρμογή του Ν. 1608/50 είναι αδιάφορο εάν το όφελος των 150.000 ευρώ επετεύχθη με τις μερικότερες κατ' εξακολούθηση πράξεις (ΑΠ 466/2002, ΠΧ-ΝΓ-15) και τούτο διότι κατά την διάταξη του άρθρου 16 παρ. 2 Ν.Δ 2576/4-4/9/1953 "οσάκις εις τας περιπτώσεις του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 1608/50 το έγκλημα επράχθη κατ' εξακολούθησιν δια πολλών μερικότερων πράξεων, δια τον κατά το αυτόν άρθρον προσδιορισμόν του επιτευχθέντος η επιδιωχθέντος οφέλους του πράξαντος ή της προσγενομένης ή της οπωσδήποτε απειληθείσης ζημίας, καθώς επίσης δια τον προσδιορισμόν του αντικειμένου του εγκλήματος ως ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, λαμβάνεται υπ' όψιν το όλον περιεχόμενον των μερικότερων πράξεων". Η ανωτέρω δε διάταξη δεν καταργήθηκε σιωπηρά από την διάταξη του άρθρου 52 παρ. 4 Ν. 2721/99 κατά την οποία "από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου (2721/95) καταργείται κάθε άλλη γενική ή ειδική διάταξη κατά το μέρος που αντίκειται στις διατάξεις του νόμου αυτού ήκατά το μέρος που ρυθμίζει θέματα που διέπονται από αυτόν", όπως δέχονται και οι υπ' αριθμ. 466/2002 και 1191/2001 αποφάσεις του Αρείου Πάγου (Ποινικά Χρονικά ΝΓ-15 και ΝΒ-422, αντίστοιχα). Επίσης το στοιχείο β του άρθρου 1 Ν. 2331/95 καταργήθηκε, από το άρθρο 2 παρ. 5 Ν. 3424/2005 και προστέθηκε με το ίδιο άρθρο στοιχείο β με τίτλο "νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες" που προβλέπει ότι συνιστούν νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα οι ακόλουθες εκ προθέσεως τελούμενες πράξεις: -η μετατροπή ή μεταβίβαση περιουσίας, εν γνώσει του γεγονότος ότι προέρχεται από εγκληματικές δραστηριότητες ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοιες δραστηριότητες, με σκοπό την απόκρυψη ή τη συγκάλυψη της παράνομης προέλευσής της ή την παροχή συνδρομής σε οποιονδήποτε εμπλέκεται στις δραστηριότητες αυτές, προκειμένου να αποφύγει τις έννομες συνέπειες των πράξεών του. -η απόκρυψη ή συγκάλυψη της αλήθειας όσον αφορά τη φύση, προέλευση, διάθεση ή διακίνηση περιουσίας ή τον τόπο όπου αυτή ευρίσκεται ή αποκτήθηκε ή την κυριότητα επί περιουσίας ή σχετικών με αυτή δικαιωμάτων, εν γνώσει του γεγονότος ότι η περιουσία αυτή προέρχεται από εγκληματική δραστηριότητα ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοια δραστηριότητα. -η απόκτηση, κατοχή ή χρήση περιουσίας, εν γνώσει, κατά το χρόνο της κτήσης, του γεγονότος ότι η περιουσία προέρχεται από εγκληματικές δραστηριότητες ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοιες δραστηριότητες, -η συμμετοχή σε μία από τις πράξεις που αναφέρουν οι προηγούμενες περιπτώσεις, η σύσταση οργάνωσης για τη διάπραξή της, η απόπειρα διάπραξης, η υποβοήθηση, η υποκίνηση, η παροχή συμβουλών σε τρίτο για τη διάπραξή της ή η διευκόλυνση τέλεσης της πράξης. Εξάλλου σύμφωνα με το άρθρο 1 στοιχείο γ του ν. 2331/95 ως "περιουσία" ορίζονται περιουσιακά στοιχεία κάθε είδους, ενσώματα ή ασώματα, κινητά ή ακίνητα, υλικά ή άϋλα, καθώς και τα νομικά έγγραφα ή στοιχεία που αποδεικνύουν τίτλο ιδιοκτησίας ή δικαιώματα προς απόκτηση τέτοιων περιουσιακών στοιχείων. Από τη διατύπωση των διατάξεων αυτών προκύπτει, ότι το έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα ("ξέπλυμα βρώμικου χρήματος") προϋποθέτει αντικειμενικά μεν (εναλλακτικά) μετατροπή ή μεταβίβαση, απόκτηση, κατοχή ή χρήση περιουσίας που προέρχεται από εγκληματική δραστηριότητα ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοια δραστηριότητα, απόκρυψη ή συγκάλυψη της αλήθειας όσον αφορά τη φύση, την προέλευση και την κυριότητα τέτοιας περιουσίας, συμμετοχή σε μία από τις ανωτέρω πράξεις, σύσταση οργάνωσης για τη διάπραξή της κλπ, υποκειμενικά δε δόλο, έστω και ενδεχόμενο και περαιτέρω σκοπό συγκάλυψης της αληθούς προέλευσης της περιουσίας αυτής ή παροχής συνδρομής σε άλλον, που εμπλέκεται στις δραστηριότητες αυτές, προκειμένου να αποφύγει τις έννομες συνέπειες των πράξεών του. Πρόκειται επομένως για έγκλημα υπαλλακτικώς μικτό και με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση, έγκλημα δηλαδή σκοπού, ο οποίος συνίσταται στην επιδίωξη συγκάλυψης της προέλευσης περιουσίας ή παροχής σε άλλον συνδρομής για συγκάλυψη. Προϋποθέτει επίσης, την τέλεση ενός άλλου βασικού (καλούμενου) εγκλήματος (που συνιστά την εγκληματική δραστηριότητα), εκ του οποίου κάποιος (υπαίτιος ή άλλος) αποκόμισε παράνομα έσοδα (περιουσία) και το οποίο, όταν αυτουργός της πράξεως είναι το ίδιο πρόσωπο, συρρέει με εκείνο πραγματικά, αφού πρόκειται για δύο εντελώς διαφορετικά κατά τα στοιχεία τους εγκλήματα, με διακεκριμένη και διαφορετική καθένα απαξία. Κατ' εξοχήν δε ο νόμος τιμωρεί τις πράξεις συγκάλυψης της αληθούς προέλευσης, εκείνου που απόκτησε ο ίδιος περιουσία από εγκληματικές δραστηριότητες, ενώ τον άλλον (εκτός από τον αποκτήσαντα) τον θεωρεί συνεργό και τον τιμωρεί ως αυτουργό της πράξεως. Η τέλεση του βασικού εγκλήματος, αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων. Τα εγκλήματα αυτά, καλούμενα όπως αναφέρθηκε βασικά, προσδιορίζονται στο νόμο (άρθρο 1 παρ. α' ν. 2331/95, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 2 παρ.1 του ν. 3424/2005) περιοριστικά, περιλαμβάνεται δε υπεξαίρεσης στην υπηρεσία, όταν τελέστηκε σε βάρος νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου και το όφελος που πέτυχε ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε στο νομικό πρόσωπο υπερβαίνει το ποσό των 150.000. Η βασική δε αυτή εγκληματική δραστηριότητα, η οποία·αναγκαίως ερευνάται παρεμπιπτόντως, δεν πρέπει να εικάζεται ή πιθανολογείται αλλά πρέπει να προσδιορίζεται επαρκώς και να εξατομικεύεται ως προς το χρόνο και τους δράστες αυτής έστω και αν δεν έχουν κατηγορία (βλ. ΑΠ 570/2006, Α' Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 351/2003, NOB 2003/1668, ΑΠ 372/2002, NOB 2002/1525 και Ποινικό Δίκαιο Νικ. Χωραφά, έκδοση 1978, τόμος πρώτος, σελ. 172, 173). Εξάλλου με την προσθήκη του εδαφίου δ (βάσει του άρθρου 3 Ν. 3424/2005) στην 1η παράγραφο του άρθρου 2 Ν. 2331/95 η ποινική ευθύνη για το βασικό έγκλημα δεν αποκλείει την τιμωρία του υπαιτίου για τις πράξεις των στοιχείων α, β, γ της παραγράφου αυτής, δηλονότι των πράξεων νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, υπό την προϋπόθεση όμως ότι αυτή η νομιμοποίηση εντάσσεται στο συνολικό σχεδιασμό δράσης του υπαιτίου. Έτσι για να τιμωρηθεί κάποιος και για τα δύο εγκλήματα δηλαδή τόσο για το προαπαιτούμενο όσο και για την μεταγενέστερη νομιμοποίηση πρέπει και τα δύο εγκλήματα να αποτελούν τμήματα ή μέρη ενός καθολικού σχεδίου, ως συστηματική σειρά ενεργειών που καθορίζεται από την σχέση ηγουμένου προς επόμενο, με την έννοια ότι το προαπαιτούμενο έγκλημα ή άλλως "βασικό" συντελείται για να επακολουθήσει η αυτοτελής εγκληματική συμπεριφορά που συνιστά νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα. Το ανωτέρω νέο εδάφιο δ του άρθρου 2 παρ.1 Ν. 2331/95 περιλαμβάνει, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, την πρόβλεψη ορίου επιβολής ανώτατης ποινής για την νομιμοποίηση εσόδων, αν εχώρησε καταδίκη του υπαιτίου για βασικό έγκλημα, που είναι η επιβληθείσα ποινή για διάπραξη του βασικού εγκλήματος. Είναι πρόδηλο ότι ο νόμος 3424/2005 εμπεριέχει ευμενέστερες για τους υπαιτίους πράξεων νομιμοποίησης από εγκληματικές δραστηριότητες διατάξεις και ως τέτοιος εφαρμόζεται, κατ' άρθρο 2 παρ.1 ΠΚ, για τις προγενέστερες της ισχύος του, διαπραχθείσες πράξεις. Εξ άλλου ο ανωτέρω νόμος είναι επιεικέστερος και από τον ήδη ισχύοντα ν. 3691/2008, αφού α) στο άρθρο 3 στοιχείο ιη του νεώτερου αυτού νόμου ορίζεται ως εγκληματική δραστηριότητα - "βασικό αδίκημα", "κάθε άλλο αδίκημα που τιμωρείται με ποινή στερητική της ελευθερίας, της οποίας το ελάχιστο όριο είναι άνω των έξι μηνών και από το οποίο προκύπτει περιουσιακό όφελος" (ανεξαρτήτως δηλ. ποσού, ενώ το άρθρο 1 στοιχείο α περ.ιι του ν. 2331/95, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 2 παρ.1 του ν. 3424/2005, προέβλεπε ποσό τουλάχιστον 15.000 ευρώ) και β) στο άρθρο 45 παρ.1α του ν. 3691/2008 που ορίζει τις ποινικές κυρώσεις προβλέπεται ότι "με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και με χρηματική ποινή από είκοσι χιλιάδες (20.000) ευρώ, έως ένα εκατομμύριο (1.000.000) ευρώ τιμωρείται ο υπαίτιος πράξεων νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες" (προβλέπεται δηλ. εκτός από τη στερητική της ελευθερίας ποινή που απειλούσε ο ν. 3424/2005 και χρηματική ποινή). I) Με τις παραπάνω παραδοχές, το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία αφού εκθέτει σ' αυτό με σαφήνεια και πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις και λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο ο αναιρεσείων κρίθηκε παραπεμπτέος στο ακροατήριο, τ' αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά στις προαναφερθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες ορθά εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ: α) Τόσο στην ενσωματωμένη στο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών εισαγγελική πρόταση, στην οποία το Συμβούλιο αναφέρεται, όσο και στο σκεπτικό του βουλεύματος γίνεται σαφής μνεία ότι ελήφθησαν υπ' όψη και συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα που συγκεντρώθηκαν κατά την προδικασία και όσα ο κατηγορούμενος επικαλέστηκε με την έφεσή του και γίνεται ακόμη και ειδική μνεία του απολογητικού υπομνήματος του κατηγορουμένου, παρ' ότι αυτό δεν είναι αναγκαίο αφού αρκεί, για την πληρότητα της αιτιολογίας, η κατ' είδος αναφορά των αποδεικτικών μέσων (Α.Π. 1472/06 Ποιν. Δ. 2007.352) και στην προκειμένη περίπτωση έχει εμφαντικά τονιστεί ότι ελήφθησαν υπ' όψη "όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που επισυνάφθηκαν αυτεπαγγέλτως ή με επιμέλεια του κατηγορουμένου κ.λ.π." (βλ. φύλλο 15 σελ. β' του βουλεύματος). Είναι αβάσιμη η αιτίαση του αναιρεσείοντα για έλλειψη αιτιολογίας επειδή στο προσβαλλόμενο βούλευμα γίνεται ειδική αναφορά στις καταθέσεις έξι (6) μαρτύρων, που περιέχονται στα πρακτικά της υπ' αριθμ. 2104/06 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, αντίγραφο της οποίας υπάρχει στην προκείμενη δικογραφία και δεν γίνεται μνεία και των λοιπών είκοσι (20) καταθέσεων, που επίσης διαλαμβάνονται στην παραπάνω απόφαση, αφού η έξαρση μερικών από τα αποδεικτικά μέσα δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη και τα λοιπά (Α.Π. 1558/2003 Ποιν. ΧΡ. ΝΔ' 441). Εξ' άλλου, στην προκειμένη περίπτωση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί η μνεία του συγκεκριμένου εγγράφου που προέρχεται από άλλη δίκη (πρακτικά και απόφαση υπ' αριθμ. 2104/06 του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών) και στο οποίο περιέχονται όλες οι καταθέσεις, χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά στο περιεχόμενό του. β) 1. Η αξιόποινη πράξη για την οποία παραπέμπεται ο αναιρεσείων ("υπεξαίρεση στην υπηρεσία κατ' εξακολούθηση, σε βάρος νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, εκ της οποίας το όφελος που πέτυχε ο δράστης και η ζημία που προξενήθηκε στο νομικό πρόσωπο υπερβαίνουν το ποσό των 150.000 ευρώ", δηλαδή η παράβαση των άρθρ. 258γ, 263Α Π.Κ. σε συνδ. με άρθρ. 1 Ν. 1605/50), εμπίπτει στην έννοια της "εγκληματικής δραστηριότητας", όπως η έννοια αυτή προσδιορίζεται στο Νόμο 2331/95, τόσο πριν όσο και μετά την τροποποίησή του από το Νόμο 3424/05. Πριν από την παραπάνω τροποποίηση, οριζόταν από το άρθρ. 1 στοιχ. αιβ' Ν. 2331/95 ότι στην έννοια αυτή υπάγονται τα προβλεπόμενα στην παρ. 1 του άρθρ. 1 Ν. 1608/50 εγκλήματα. Μετά την τροποποίηση, στο άρθρ. Ι στοιχ.
ΙΙ του Ν. 2331/95 ορίζεται ότι στην έννοια της εγκληματικής δραστηριότητας εμπίπτει "κάθε αξιόποινη πράξη που τιμωρείται με ποινή στερητική της ελευθερίας της οποίας το ελάχιστο όριο είναι άνω των έξι μηνών και από την τέλεσή της προέκυψε περιουσία τουλάχιστον 15.000 Ευρώ". Από την τελευταία αυτή διατύπωση σαφώς προκύπτει ότι το καθοριζόμενο ποσό "τουλάχιστον 15.000 ευρώ" δεν απαιτείται να προβλέπεται νομοτυπικά ως δεδομένο στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του βασικού εγκλήματος, αλλά αρκεί το ότι στην in concreto περίπτωση προέκυψε από την τέλεση του εγκλήματος. Παραπέρα προκύπτει επίσης, από τη χρήση του όρου "περιουσία", ότι δεν υπολογίζεται μόνο το εν στενεί εννοία "προϊόν εγκλήματος", αλλά πρέπει να συνυπολογίζονται και τα ωφελήματα που προέκυψαν απ' αυτό (π.χ. τόκοι). Είναι δηλαδή δυνατό το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος του "ξεπλύματος" να διαφοροποιείται ποσοτικά από το υλικό αντικείμενο του βασικού εγκλήματος και να υπολογίζεται σ' αυτό η πρόσθετη αξία των ωφελημάτων που τυχόν προέκυψαν και επαύξησαν το αρχικό εγκληματικό προϊόν. Ενώ για τη συγκρότηση της έννοιας της "εγκληματικής δραστηριότητας" αρκεί και η εφ' άπαξ τέλεση ενός από τα βασικά εγκλήματα, η έννοια αυτή εμπεριέχει τις έννοιες της κατ' εξακολούθηση πράξης και της επανειλημμένης τέλεσης ενός (βασικού) εγκλήματος και γι' αυτό στον υπολογισμό της νομιμοποιούμενης περιουσίας πρέπει να λαμβάνεται υπ' όψη το συνολικό εγκληματικό προϊόν και τα εξ αυτού προελθόντα ωφελήματα.
2. Για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος του "ξεπλύματος" δεν απαιτείται προηγούμενη καταδίκη για κάποιο από τα "βασικά" εγκλήματα. Σε ορισμένες περιπτώσεις, άλλωστε, κάτι τέτοιο είναι από τα πράγματα ανέφικτο, όπως για παράδειγμα όταν έχει χωρίσει παραγραφή του βασικού εγκλήματος. Για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος του "ξεπλύματος" αρκεί να βεβαιώνεται, κατά τρόπο που μπορεί να επιστηρίξει "δικανική κρίση", ότι η περιουσία, της οποίας επιχειρείται η νομιμοποίηση, προέρχεται από "εγκληματική δραστηριότητα". 3. Το έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα ("ξέπλυμα") τυποποιήθηκε, το πρώτον, με το Νόμο 2331/95 που ίσχυσε από 24-8-1995 και συνεπώς οποιαδήποτε πράξη έλαβε χώρα πριν από την παραπάνω ημεροχρονολογία δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συγκροτεί το έγκλημα αυτό. Ουδόλως όμως εμποδίζεται η συγκρότηση της έννοιας του εγκλήματος του "ξεπλύματος" από το γεγονός ότι το "βασικό έγκλημα" τελέστηκε πριν από τις 24-8-1995, αρκεί η πράξη νομιμοποίησης του εγκληματικού προϊόντος να επιχειρήθηκε μετά την παραπάνω ημεροχρονολογία. Κατά συνέπεια, στην προκειμένη περίπτωση, είναι αβάσιμος ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντα ότι στο υλικό αντικείμενο του εγκλήματος "ξεπλύματος" για το οποίο παραπέμφθηκε, δεν πρέπει να συνυπολογιστούν ποσά τα οποία κρίθηκε ότι υπεξαίρεσε πριν από την 24-8-1995. 4. Η βούληση του Έλληνα Νομοθέτη να περιλάβει στην έννοια του ενεργητικού υποκειμένου του εγκλήματος του "ξεπλύματος" κάθε πρόσωπο, χωρίς να αποκλείει κανέναν ούτε το δράστη ενός από τα βασικά εγκλήματα, εκφράστηκε καθαρά από την πρώτη τυποποίηση του εγκλήματος αυτού στο άρθρ. 2 §1 Ν. 2331/95. Παρά την κάποια τροποποίηση των όρων κάτω από τους οποίους μπορεί να συμβεί αυτό, την οποία προσωρινά επέφερε ο νόμος 3424/05, ο δράστης ενός "βασικού" εγκλήματος μπορεί να είναι και δράστης του "ξεπλύματος" ("self lauderer", όπως έχει επικρατήσει να λέγεται διεθνώς), από τις 24-8-1995 και μέχρι σήμερα. Με την τροποποίηση που επέφερε ο Ν. 3424/05 ο δράστης ενός "βασικού" εγκλήματος μπορεί και πάλι να είναι και δράστης του "ξεπλύματος", απαιτείται όμως να συντρέχει και το πρόσθετο στοιχείο του συνολικού σχεδιασμού δράσης. Η ρύθμιση αυτή είναι σαφώς πιο επιεικής, αφού για την ύπαρξη ποινικής ευθύνης απαιτείται το προαναφερθέν πρόσθετο στοιχείο και θα εφαρμοστεί και για τις πράξεις που τελέσθηκαν πριν από την ισχύ του Ν. 3424/06, δηλαδή πριν τις 13-12-2005 (βλ. Α.Π.1231/2004 Ν.Ο.Β. 2005 32β, Α.Π. 2458/2005 Ποιν. Χρ. ΝΣΤ' 623, Α.Π. 570/2006 Πρ. Λογ. 2006/572, Α.Π. 1611/2007 Ποιν. Χρ. ΝΗ' 527, Α.Π. 1057/2008 Ποιν. Χρ. ΝΗ' 788). 5. Τα αναφερόμενα στο άρθρ. 1 Ν. 2331/95 εγκλήματα ("βασικά εγκλήματα") τελούν σε αληθινή πραγματική συρροή με τα αναφερόμενα στο άρθρ. 2 του ίδιου νόμου, 2331/95 εγκλήματα "ξεπλύματος", με εξαίρεση μόνο την περίπτωση της παροχής συνδρομής σε πρόσωπο που ενέχεται σε εγκληματική δραστηριότητα και δεν ισχύει η αρχή της επικουρικότητας, αφού δεν πρόκειται για περισσότερες μορφές συμμετοχής στο ίδιο αδίκημα, αλλά περί τελέσεως δύο αυθύπαρκτων διακριτών μεταξύ τους αδικημάτων το καθ' ένα από τα οποία συγκροτείται από ιδιαίτερα στοιχεία (βλ. Α.Π. 1611/2007 Ποιν.Χρ. ΝΗ' 527). Η διαφορετικότητα μεταξύ των "βασικών" εγκλημάτων και των εγκλημάτων "ξεπλύματος" εντοπίζεται πλην άλλων και στη διαφορά του προστατευόμενου - προσβαλλόμενου έννομου αγαθού, σε κάθε περίπτωση. Έτσι, για παράδειγμα, το προστατευόμενο από τη νομοθεσία "περί ναρκωτικών" έννομο αγαθό είναι αυτό της δημόσιας υγείας. Ουδόλως όμως μπορεί να υποστηριχθεί ότι είναι το ίδιο έννομο αγαθό που προσβάλλεται με το έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων προερχομένων από την εμπορία ναρκωτικών. Αλλά και στις περιπτώσεις που ένα "βασικό" έγκλημα στρέφεται κατά της περιουσίας ή κατά της ιδιοκτησίας και όπου θα μπορούσε κατ' αρχή να υποστηριχθεί ότι και το ξέπλυμα των προσόδων από το έγκλημα αυτό στρέφεται κατά του ίδιου έννομου αγαθού, είναι σαφές ότι διαφέρει ο βαθμός και η ένταση προσβολής του αφού με την επιχειρούμενη νομιμοποίηση του εγκληματικού προϊόντος απόλυται για τον φορέα του έννομου αγαθού ακόμη και η ελπίδα ανάκτησής του, η οποία δεν μπορεί να αποκλειστεί στο στάδιο πριν από τη νομιμοποίηση. Επίσης στην προκειμένη περίπτωση όπου "βασικό" έγκλημα είναι αυτό της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία, του άρθρ. 258 Π.Κ., με το οποίο προστατεύεται η καλή λειτουργία της δημόσιας υπηρεσίας, είναι φανερό ότι είναι διάφορο από το έννομο αγαθό που θίγεται με το έγκλημα του "ξεπλύματος" για το οποίο παραπέμπεται ο αναιρεσείων. Κατά συνέπεια το Συμβούλιο Εφετών ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προαναφερθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις και αβάσιμες είναι οι περί του αντιθέτου αιτιάσεις του αναιρεσείοντα. Κ) Κατά το άρθρ. 243 §2 Κ.Π.Δ., "αν από την καθυστέρηση απειλείται άμεσος κίνδυνος ή αν πρόκειται για αυτόφωρο κακούργημα ή πλημμέλημα, όλοι οι κατά τα άρθρ. 33 και 34 ανακριτικοί υπάλληλοι είναι υποχρεωμένοι να επιχειρούν όλες τις ανακριτικές πράξεις που είναι αναγκαίες για να βεβαιωθεί η πράξη και να ανακαλυφθεί ο δράστης, έστω και χωρίς προηγούμενη παραγγελία του εισαγγελέα".
Δεν πάσχουν ακυρότητα οι ανακριτικές πράξεις που έγιναν χωρίς προηγούμενη παραγγελία του εισαγγελέα, επί αυτοφώρου εγκλήματος ή που κατά την ανέλεγκτη κρίση των ανακρινόντων, υπήρχε άμεσος κίνδυνος από την καθυστέρηση (Α.Π. 666/2001, Α.Π. 2090/1985 Ποιν. Χρ. ΛΣΤ' 381). Μετά την περάτωση του προανακριτικού έργου από τους υπαλλήλους της "Εθνικής Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες" και την υποβολή σχετικού πορίσματος στον Εισαγγελέα, νομίμως ασκείται απ' αυτόν η ποινική δίωξη, εφ' όσον κρίνεται ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την άσκησή της και δεν απαιτείται προηγούμενη κλήση του καθ' ου η δίωξη για να παράσχει εξηγήσεις. Αντιθέτως μάλιστα από τα άρθρ. 4-8 του Ν. 2331/95 καθιερώνονται διαδικασίες που διέπονται από την αρχή της εμπιστευτικότητας - μυστικότητας και έχουν επείγοντα χαρακτήρα, προκειμένου να επιτευχθεί η βεβαίωση του εγκλήματος, αλλά και η δέσμευση του εγκληματικού προϊόντος, κάτι που ασφαλώς θα δυσχεραινόταν, αν δεν ματαιωνόταν, από την προηγούμενη ενημέρωση του καθ' ου διεξάγεται η διαδικασία. Κατά συνέπεια ουδεμία προκλήθηκε ακυρότητα από την άσκηση ποινικής δίωξης χωρίς προηγούμενη κλήση του αναιρεσείοντα και παραπέρα το Συμβούλιο Εφετών ουδόλως υπερέβη την εξουσία του με το να παραπέμψει τον κατηγορούμενο παραλείποντας να κηρύξει άκυρη την προδικασία, όπως ισχυρίζεται ο αναιρεσείων. Λ) Η απλή αναφορά του άρθρ. 484 §1 στοιχ. γ' του Κ.Π.Δ., που γίνεται στη σελίδα 22 του αναιρετηρίου εγγράφου, χωρίς την επίκληση οιουδήποτε άλλου στοιχείου, είναι ασαφής και αόριστη και καθιστά απαράδεκτο τον προβαλλόμενο λόγο αναίρεσης για παραβίαση δεδικασμένου. Σε κάθε περίπτωση, η σχετική αιτίαση είναι ουσιαστικά αβάσιμη.
Ομοίως δεν αποτελούν λόγους αναίρεσης η τυχόν εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων (Α.Π. 1149/2005) και η παράλειψη της, μεταξύ τους, αξιολογικής συσχέτισης των αποδεικτικών στοιχείων (Α.Π. 472/2004). Εξ άλλου προκύπτει από τα εκτεθέντα παραπάνω ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα, για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης και όχι ορισμένα μόνον απ' αυτά. Κατ' ακολουθία είναι αβάσιμες οι αντίθετες σχετικές αιτιάσεις. Μ) Συνεπώς πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΠΡΟΤΕΙΝΩ 1ον) Να απορριφθεί η υπ' αριθμ. 98/2009 αίτηση αναίρεσης του Χ, κατά του υπ' αριθμ. 641/09 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και 2ον) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος του παραπάνω αναιρεσείοντα. Αθήνα 25-6-2009 Παναγιώτης Ε. Νικολούδης Αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου".

Αφού άκουσε τον παραπάνω Αντεισαγγελέα που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Φέρεται προς συζήτηση στο Συμβούλιο αυτό, η αίτηση αναίρεσης του Χ, κατά του υπ' αριθμ. 641/2009 Βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο (μετά από απόρριψη της υπ' αριθμ. 231/7-5-07 εφέσεώς του κατά του υπ' αριθμ. 1037/07 Βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών), επικυρώθηκε το πρωτόδικο βούλευμα και παραπέμφθηκε ο ήδη αναιρεσείων στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (κακουργημάτων), κατηγορούμενος για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες με βασικό έγκλημα την υπεξαίρεση στην υπηρεσία κατ' εξακολούθηση σε βάρος νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, από την οποία το όφελος που πέτυχε ο δράστης και η ζημία που προξενήθηκε στο νομικό πρόσωπο υπερβαίνουν το ποσό των 150.000 ευρώ (άρθρ. 13 στ, 28 §1α, 27 §1, 258γ, 263Α ΠΚ και άρθρο 1 §1 Ν.1608/50, σε συνδυασμό με τα άρθρ. 1 στοιχ. Α' και 2 §1 Ν.2331/95, όπως τα δύο τελευταία αντικαταστάθηκαν με άρθρ. 2 §1 και §3 Ν.3424/05.
Με την παράγραφο 1 του άρθρου 2 του ν. 2331/1995, όπως αντικαταστάθηκε με άρθρο 3 §1 Ν.3424/2005, ορίζονται τα εξής:
"1.α Με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών τιμωρείται ο υπαίτιος πράξεων νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες,
β. Ο υπαίτιος των πράξεων του στοιχείου α' τιμωρείται με κάθειρξη αν έδρασε ως υπάλληλος των νομικών προσώπων που αναφέρονται στο άρθρο 2α παράγραφος 1 και με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα (10) ετών αν ασκεί τέτοιου είδους πράξεις κατ' επάγγελμα ή είναι υπότροπος ή έδρασε στα πλαίσια οργανωμένης εγκληματικής ή τρομοκρατικής ομάδας ή οργάνωσης.
γ. Με ποινή φυλάκισης μέχρι δύο (2) ετών τιμωρείται όποιος υπάλληλος των προσώπων του άρθρου 2α παράγραφος 1 ή όποιο άλλο υπόχρεο προς αναφορά υπόπτων συναλλαγών πρόσωπο, παραλείπει από πρόθεση να αναφέρει αρμοδίως ύποπτες ή ασυνήθεις συναλλαγές ή παρουσιάζει ψευδή ή παραπλανητικά στοιχεία, κατά παράβαση των σχετικών νομοθετικών, διοικητικών και κανονιστικών διατάξεων και κανόνων.
δ. Η ποινική ευθύνη για βασικό έγκλημα δεν αποκλείει την τιμωρία του υπαιτίου και για τις πράξεις των ανωτέρω στοιχείων α', β' και γ' της παραγράφου αυτής. Όμως, στις περιπτώσεις αυτές, ο υπαίτιος τιμωρείται και ως αυτουργός ή ως ηθικός αυτουργός των πράξεων των ανωτέρω στοιχείων α', β' και γ', αν η τέλεσή τους από τον ίδιο ή από άλλον εντάσσεται στο συνολικό σχεδιασμό δράσης. Εάν το βασικό έγκλημα τιμωρείται με φυλάκιση έως ένα (1) έτος, ο ανωτέρω υπαίτιος ή τρίτος τιμωρείται, για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών. Αν εχώρησε καταδίκη του υπαιτίου για βασικό έγκλημα, η τυχόν ποινή κατ' αυτού ή τρίτου για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων που προέκυψαν από αυτό το βασικό έγκλημα δεν μπορεί να υπερβαίνει την επιβληθείσα ποινή για διάπραξη του βοσκού εγκλήματος. Αν επιβάλλονται διαφορετικές ποινές σε δυο ή περισσότερους υπαιτίους για το ίδιο βασικό έγκλημα, ή τυχόν ποινή εκάστου υπαιτίου για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων που προέκυψαν από αυτό το βασικό έγκλημα δεν μπορεί να υπερβαίνει την επιβληθείσα κατ' αυτού ποινή για διάπραξη του βασικού εγκλήματος. Εάν, στην περίπτωση αυτή, τρίτος διέπραξε ή συμμετείχε στο αδίκημα της νομιμοποίησης από εγκληματικές δραστηριότητες, η ποινή κατ* αυτού για το αδίκημα αυτό δεν μπορεί να υπερβαίνει την υψηλότερη ποινή που επιβλήθηκε κατά υπαιτίου για διάπραξη του βασικού εγκλήματος. Οι ανωτέρω διατάξεις του παρόντος στοιχείου δ' ισχύουν με την επιφύλαξη των διατάξεων του στοιχείου β'. Σε περίπτωση εξάλειψης του αξιοποίνου ή απαλλαγής του υπαιτίου για το βασικό έγκλημα, αν αυτό τιμωρείται με φυλάκιση έως ένα (1) έτος, αίρεται το αξιόποινο ή απαλλάσσεται αντίστοιχα ο υπαίτιος και για τις πράξεις που προβλέπονται στο άρθρο 1 στοιχείο β'". Σημειώνεται ότι ο Ν. 2331/1995 αναφέρεται στην πρόληψη και στην καταστολή της νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή στο "ξέπλυμα του βρώμικου χρήματος", όπως έχει επικρατήσει να περιγράφεται το φαινόμενο της νομιμοποιήσεως εσόδων που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες, συνήθως βαρειάς μορφής, με τον όρο δε αυτόν περιγράφεται ή διαδικασία, μέσω της οποίας αποκρύπτεται η ύπαρξη, η παράνομη πηγή ή η παράνομη χρήση εσόδων, τα οποία, στη συνέχεια, μεταμφιέζονται με τέτοιο τρόπο, ώστε η προέλευσή τους να εμφανίζεται ως νόμιμη. Για να μπορεί να γίνει λόγος να νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, απαιτείται να έχει προηγηθεί μία άλλη εγκληματική δραστηριότητα, γεγονός που σημαίνει ότι δημιουργείται έτσι μία σχέση κύριας και επόμενης πράξεως, στην οποία κύρια πράξη (βασικό έγκλημα) υπάγονται τα εγκλήματα, τα οποία περιοριστικώς αναφέρονται στο άρ. 1 του Ν.2331/1995. Έτσι, σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, αφού ο νόμος δεν διακρίνει και, επιπλέον, χρησιμοποιεί την έκφραση "όποιος", ενεργητικό υποκείμενο του αδικήματος του άρ. 2 παρ. 1 του Ν. 2331/1995 μπορεί να είναι οποιοσδήποτε, ακόμη και ο αυτουργός ενός από τα βασικά εγκλήματα, τα οποία αναφέρονται στο άρ. 1 του νόμου αυτού. Τούτο, καθόσον, τα αναφερόμενα στο άρ. 1 του Ν. 2331/1995 αδικήματα τελούν σε πραγματική συρροή με τα αναφερόμενα στο άρ. 2 ίδιου νόμου αδικήματα και δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι οι αναφερόμενες στο άρ. 2 αξιόποινες ενέργειες αποτελούν μη τιμωρητές ύστερες πράξεις, όταν μάλιστα αυτές τιμωρούνται σε βαθμό κακουργήματος, ενώ πολλές βασικές αξιόποινες πράξεις τιμωρούνται σε βαθμό πλημμελήματος. Εκτός αυτού, δεν τίθεται θέμα επικουρικότητας των προβλεπομένων από τις διατάξεις του άρ. 2 του Ν. 2331/1995 αδικημάτων, σε σχέση με τα αδικήματα που προβλέπονται από το άρ. 1 του νόμου αυτού, αφού δεν πρόκειται για περισσότερες μορφές συμμετοχής στο ίδιο αδίκημα, αλλά περί τελέσεως δύο αυθύπαρκτων, διακρινομένων μεταξύ τους, αδικημάτων, το κάθε ένα από τα οποία συγκροτείται από ιδιαίτερα στοιχεία. Ούτε, όμως, περί απορροφήσεως αδικήματος προβλεπομένου από το άρ. 2 του Ν. 2331/1995 από αδίκημα προβλεπόμενο από το άρ. 1 του νόμου αυτού μπορεί να γίνει λόγος και αυτό, γιατί εφαρμογή της αρχής της απορροφήσεως υπάρχει, μόνο στην περίπτωση κατά την οποία η ύστερη πράξη συνάπτεται σε ενότητα προς άλλη προηγούμενη, συνιστώσα απλώς εξασφάλιση ή χρησιμοποίηση του, με την προηγούμενη πράξη, κτηθέντος, χωρίς, όμως, να προσβάλλει άλλα έννομα αγαθά του ίδιου ή άλλου προσώπου ή της κοινωνικής ολότητας, γιατί μόνο σ' αυτή την περίπτωση μπορεί να υποστηριχθεί, ότι η εφαρμογή της πρώτης προβλέψεως καλύπτει όλη την απαξία, αντικειμενική και υποκειμενική, της εγκληματικής δράσεως του υπαιτίου. Τα αδικήματα, όμως, του άρ. 1 του Ν.2331/1995, πολλά εκ των οποίων είναι πλημμελήματα, δεν καλύπτουν την όλη "απαξία των αδικημάτων του άρ. 2 του νόμου αυτού, τα οποία είναι όλα κακουργήματα, ούτε έχουν ιστορική ενότητα μεταξύ τους. Ειδικότερα, το άρθρο 1 στοιχείο α' του Ν.2331/95, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 2 παρ. 1 Ν. 3424/2005, ορίζει την έννοια της εγκληματικής δραστηριότητος στην οποία εντάσσονται δύο κατηγορίες εγκλημάτων: η πρώτη περιλαμβάνει δεκαέξι βασικά εγκλήματα, που τυποποιούνται ως πράξεις συνιστώσες εγκληματική δραστηριότητα ενώ η δεύτερη, κάθε αξιόποινη πράξη που τιμωρείται με ποινή στερητική της ελευθερίας, της οποίας το ελάχιστο όριο είναι άνω των έξι μηνών και από την τέλεση της προέκυψε περιουσία τουλάχιστον 15.000 ευρώ, επομένως και το έγκλημα της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία, όταν τελέστηκε σε βάρος νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου και το όφελος που πέτυχε ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε στο νομικό πρόσωπο υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ, αφού τιμωρείται με ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης και εξ αυτού δημιουργήθηκε περιουσία υπερβαίνουσα τις 15.000 ευρώ. Για τις προγενέστερες δε της ισχύος του Ν.3424/2005 διαπραχθείσες πράξεις ρητέα τα εξής: Ύστερα από αλλεπάλληλες προσθήκες είχαν καταχωρηθεί στον κατάλογο του άρθρου 1 παρ. α του Ν.2331/95, ως εγκλήματα που συνιστούν εγκληματική δραστηριότητα, εικοσιτέσσερις κατηγορίες εγκλημάτων μεταξύ των οποίων (με ένδειξη αιβ) της παραγράφου 1 του άρθρου 1 Ν.1608/50 "περί αυξήσεως των ποινών των προβλεπομένων για τους καταχραστάς του δημοσίου", όπως ισχύει. Ο Ν.1608/50 δεν θεσπίζει νέα αδικήματα κατά του Δημοσίου ή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου αλλά αναβιβάζει το πλαίσιο ποινής (πρόσκαιρη κάθειρξη) για πράξεις που προβλέπονται ήδη στον Ποινικό Κώδικα, όταν αυτές στρέφονται κατά του Δημοσίου ή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και το όφελος που πέτυχε ή επιδίωξε ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε ή απειλήθηκε στο Δημόσιο ή στο νομικό πρόσωπο υπερβαίνει τις 150.000 ευρώ. Αν μία πράξη από αυτές που περιλαμβάνονται στον κατάλογο του άρθρου 1 παρ.1 Ν.1608/50, όπως ισχύει, δεν περιλαμβάνεται στον κατάλογο του άρθρου 1 περ. α' Ν. 2331/95, όπως ίσχυσε, δεν σημαίνει ότι η πράξη αυτή κείται εκτός της εννοίας της εγκληματικής δραστηριότητας, εφόσον σ' αυτήν εμπεριέχεται, ως συνιστώσα εγκληματική δραστηριότητα, η παρ. 1 του άρθρου 1 του Ν.1608/50, όπως ισχύει.
Συνεπώς το έγκλημα της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία, που είναι ένα εκ των εγκλημάτων της παρ. 1 του άρθρου 1 Ν.1608/50, όπως ισχύει, όταν τελείται σε βάρος νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου και το όφελος που πέτυχε ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε στο νομικό πρόσωπο υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ, εντάσσεται στην έννοια της εγκληματικής δραστηριότητας, όπως περιγραφόταν στο νόμο. Με την επελθούσα νομοθετική μεταβολή και την εντεύθεν ισχύ του Ν.3424/2005 επανακαθορίστηκε η έννοια της εγκληματικής δραστηριότητας, χωρίς στον κατάλογο των βασικών εγκλημάτων να καταχωρηθούν ούτε το έγκλημα της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία ως ανεξάρτητη πράξη ούτε τα εγκλήματα που προβλέπονται από τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 1 του Ν. 1608/50, όπως ισχύει. Ωστόσο η υπόθεση του ενδεχομένου να αχρηστεύθηκαν νομοθετικά οι προβλεπόμενες στο άρθρο 1 του ν. 2331/95 πράξεις σε βαθμό κακουργήματος δεν έχει έρεισμα στο νόμο. Και τούτο διότι με την προσθήκη της δεύτερης κατηγορίας βασικών εγκλημάτων και την ένταξη σ' αυτήν συγκεκριμένων αξιοποίνων πράξεων (ποινή στερητική της ελευθερίας κατ' ελάχιστο όριο έξι μηνών, και, σωρευτικά, περιουσία που δημιουργήθηκε τουλάχιστον 15.000 ευρώ) που τυποποιούνται, αδιακρίτως, στον Ποινικό Κώδικα και στους ειδικούς ποινικούς νόμους, διευρύνεται η έννοια του βασικού εγκλήματος και συνακόλουθα το πεδίο εφαρμογής της νομιμοποίησης
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Επομένως το έγκλημα της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία, που τελέστηκε σε βάρος νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου και το όφελος που πέτυχε ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε στο νομικό πρόσωπο υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ, εντάσσεται στη δεύτερη κατηγορία, ως προαπαιτούμενο έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Περαιτέρω για την εφαρμογή του Ν.1608/50 είναι αδιάφορο εάν το όφελος των 150.000 ευρώ επετεύχθη με τις μερικότερες κατ' εξακολούθηση πράξεις. Και τούτο διότι κατά την διάταξη του άρθρου 16 παρ. 2 Ν.Δ 2576/4-4/9/1953 "οσάκις εις τας περιπτώσεις του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 1608/50 το έγκλημα επράχθη κατ' εξακολούθησιν δια πολλών μερικότερων πράξεων, δια τον κατά το αυτό άρθρο προσδιορισμόν του επιτευχθέντος ή επιδιωχθέντος οφέλους του πράξαντος ή της προσγενομένης ή της οπωσδήποτε απειληθείσης ζημίας, καθώς επίσης δια τον προσδιορισμόν του αντικειμένου του εγκλήματος ως ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, λαμβάνεται υπ' όψιν το όλον περιεχόμενον των μερικότερων πράξεων". Η ανωτέρω δε διάταξη δεν καταργήθηκε σιωπηρά από την διάταξη του άρθρου 52 παρ. 4 Ν. 2721/99 κατά την οποία "από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου (2721/95) καταργείται κάθε άλλη γενική ή ειδική διάταξη κατά το μέρος που αντίκειται στις διατάξεις του νόμου αυτού ή κατά το μέρος που ρυθμίζει θέματα που διέπονται από αυτόν".
Εξάλλου σύμφωνα με το άρθρο 1 στοιχείο γ' του ν. 2331/95 ως "περιουσία" ορίζονται περιουσιακά στοιχεία κάθε είδους, ενσώματα ή ασώματα, κινητά ή ακίνητα, υλικά ή άυλα, καθώς και τα νομικά έγγραφα ή στοιχεία που αποδεικνύουν τίτλο ιδιοκτησίας ή δικαιώματα προς απόκτηση τέτοιων περιουσιακών στοιχείων.
Από τη διατύπωση των διατάξεων αυτών προκύπτει, ότι το έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα ("ξέπλυμα βρώμικου χρήματος") προϋποθέτει αντικειμενικά μεν (εναλλακτικά) μετατροπή ή μεταβίβαση, απόκτηση, κατοχή, ή χρήση περιουσίας που προέρχεται από εγκληματική δραστηριότητα ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοια δραστηριότητα, απόκρυψη ή συγκάλυψη της αλήθειας όσον αφορά τη φύση, την προέλευση και την κυριότητα τέτοιας περιουσίας, συμμετοχή σε μία από τις ανωτέρω πράξεις, σύσταση οργάνωσης για τη διάπραξή της κλπ, υποκειμενικά δε δόλο, έστω και ενδεχόμενο και περαιτέρω σκοπό συγκάλυψης της αληθούς προέλευσης της περιουσίας αυτής ή παροχής συνδρομής σε άλλον, που εμπλέκεται στις δραστηριότητες αυτές, προκειμένου να αποφύγει τις έννομες συνέπειες των πράξεών του. Πρόκειται επομένως για έγκλημα υπαλλακτικώς μικτό και με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση, έγκλημα δηλαδή σκοπού, ο οποίος συνίσταται στην επιδίωξη συγκάλυψης της προέλευσης περιουσίας ή παροχής σε άλλον συνδρομής για συγκάλυψη. Προϋποθέτει επίσης, την τέλεση ενός άλλου βασικού (καλούμενου) εγκλήματος (που συνιστά την εγκληματική δραστηριότητα), εκ του οποίου κάποιος (υπαίτιος ή άλλος) αποκόμισε παράνομα έσοδα (περιουσία) και το οποίο, όταν αυτουργός της πράξεως είναι το ίδιο πρόσωπο, συρρέει με εκείνο πραγματικά, αφού πρόκειται για δύο εντελώς διαφορετικά κατά τα στοιχεία τους εγκλήματα, με διακεκριμένη και διαφορετική καθένα απαξία. Κατ' εξοχήν δε ο νόμος τιμωρεί τις πράξεις συγκάλυψης της αληθούς προέλευσης, εκείνου που απόκτησε ο ίδιος περιουσία από εγκληματικές δραστηριότητες, ενώ τον άλλον (εκτός από τον αποκτήσαντα) τον θεωρεί συνεργό και τον τιμωρεί ως αυτουργό της πράξεως. Η τέλεση του βασικού εγκλήματος, αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων. Τα εγκλήματα αυτά, καλούμενα όπως αναφέρθηκε βασικά, προσδιορίζονται στο νόμο (άρθρο 1 παρ. α' ν.2331/95, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 2 παρ.1 του ν.3424/2005) περιοριστικά, περιλαμβάνεται δε υπεξαίρεση στην υπηρεσία, όταν τελέστηκε σε βάρος νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου και το όφελος που πέτυχε ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε στο νομικό πρόσωπο υπερβαίνει το ποσό των 150.000. Η βασική δε αυτή εγκληματική δραστηριότητα, η οποία αναγκαίως ερευνάται παρεμπιπτόντως, δεν πρέπει να εικάζεται ή πιθανολογείται αλλά πρέπει να προσδιορίζεται επαρκώς και να εξατομικεύεται ως προς το χρόνο και τους δράστες αυτής έστω και αν δεν έχουν κατηγορία. Εξάλλου με την προσθήκη του εδαφίου δ' (βάσει του άρθρου 3 Ν. 3424/2005) στην 1η παράγραφο του άρθρου 2 Ν. 2331/95 η ποινική ευθύνη για το βασικό έγκλημα δεν αποκλείει την τιμωρία του υπαιτίου για τις πράξεις των στοιχείων α, β, γ της παραγράφου αυτής, δηλονότι των πράξεων νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, υπό την προϋπόθεση όμως ότι αυτή η νομιμοποίηση εντάσσεται στο συνολικό σχεδιασμό δράσης του υπαιτίου. Έτσι για να τιμωρηθεί κάποιος και για τα δύο εγκλήματα δηλαδή τόσο για το προαπαιτούμενο όσο και για την μεταγενέστερη νομιμοποίηση πρέπει και τα δύο εγκλήματα να αποτελούν τμήματα ή μέρη ενός καθολικού σχεδίου, ως συστηματική σειρά ενεργειών που καθορίζεται από την σχέση ηγουμένου προς επόμενο, με την έννοια ότι το προαπαιτούμενο έγκλημα ή άλλως "βασικό" συντελείται για να επακολουθήσει η αυτοτελής εγκληματική συμπεριφορά που συνιστά νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα.
Περαιτέρω έλλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 εδ. ε ΚΠΔ, υπάρχει, όταν δεν εκτίθεται σ' αυτό, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ανάκριση ή προανάκριση, σχετικά με την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικά κατά το είδος τους χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το συμβούλιο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης όλα τα αποδεικτικά στοιχεία - και όχι μόνο μερικά απ' αυτά κατ' επιλογή - όπως αυτό επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠΔ. Τέλος, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που ιδρύει τον λόγο αναιρέσεως του άρθρου 484 παρ. 1 εδ. β' ΚΠΔ υπάρχει όταν το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν από τη διεξαχθείσα ανάκριση ή προανάκριση, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν το πόρισμα του συμβουλίου που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό του βουλεύματος και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με συνέπεια να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου και να μην έχει το βούλευμα νόμιμη βάση.
Στην προκειμένη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, όπως συνάγεται από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό του, με επιτρεπτή καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, μετά από την εκτίμηση και την αξιολόγηση των αναφερομένων σ' αυτό κατ' είδος αποδεικτικών μέσων (καταθέσεις μαρτύρων, απολογία κατηγορουμένου και λοιπών εγγράφων της δικογραφίας), δέχτηκε κατά την ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά, κατά πιστή αντιγραφή από την εισαγγελική πρόταση:
"Ο εκκαλών κατηγορούμενος Χ, με την υπ' αριθμόν 2104/2006 απόφαση του Γ-Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών κηρύχθηκε ένοχος υπεξαίρεσης στην υπηρεσία κατ' εξακολούθηση, σε βάρος νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου εκ της οποίας το όφελος που πέτυχε ο δράστης και η ζημία που προξενήθηκε στο νομικό πρόσωπο υπερβαίνει το ποσό των 50.000.000 δρχ, ανερχόμενο σε 66.500.000 δρχ., αξιόποινη πράξη που συνίσταται στο ότι στη ... κατά το χρονικό διάστημα από τις αρχές του έτους 1995 μέχρι και την 2-1-1998, με περισσότερες πράξεις που αποτελούν εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος, υπάλληλος τυγχάνων, στον οποίο είχε ανατεθεί η άσκηση υπηρεσίας σε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, ιδιοποιήθηκε παράνομα χρήματα, τα οποία είχε λάβει στην κατοχή του λόγω της παραπάνω ιδιότητάς του, τέλεσε δε την πράξη του αυτή υπό την επιβαρυντική περίσταση της νομοθεσίας περί καταχραστών του Δημοσίου, καθόσον η πράξη του στρεφόταν κατά νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, το δε επιτευχθέν απ' αυτόν όφελος και η ζημία που προξενήθηκε στο νομικό πρόσωπο υπερβαίνουν το ποσό των 50.000.000 δρχ. και ανέρχονται στο ποσό των 66.500.000 δρχ. Συγκεκριμένα, κληρικός τυγχάνων της Ανατολικής Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας, φέρων τον βαθμό του Επισκόπου και κατέχων τη θέση του Μητροπολίτη ..., ιδιοποιήθηκε, υπό την ανωτέρω ιδιότητά του, παράνομα το συνολικό ποσό των 66.500.000 δρχ. σε βάρος της περιουσίας της Ιεράς Μονής ..., η οποία, ως θρησκευτικό καθίδρυμα κατά τις διατάξεις του Ν.590/77 περί του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος, αποτελεί νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, προστατευόμενο από τις σχετικές διατάξεις της νομοθεσίας περί καταχραστών του δημοσίου. Ειδικότερα, εκμεταλλευόμενος τη θέση του και την ιδιότητα του ως επιχώριου Μητροπολίτη και την ως εκ τούτου δυνατότητά του προς επιβολή επί της υπέργηρης (ηλικίας 84 ετών) Ηγουμένης και αφού αφενός υπόσχονταν σ' αυτήν ότι θα προωθήσει το ζήτημα Αγιοκατάταξης του Οσίου ... και αφετέρου την απειλούσε ότι θα την έσερνε στα εκκλησιαστικά δικαστήρια και θα την εξόριζε, παρέλαβε απ' αυτήν, χωρίς νόμιμο δικαίωμα και χωρίς τη συγκατάθεση της Ιεράς Μοναστικής Αδελφότητας και του Ηγουμενοσυμβουλίου, τα αναφερόμενα παρακάτω χρηματικά ποσά προκειμένου να τα διαθέσει για τις ανάγκες του ποιμαντικού έργου της Μητροπόλεως ..., πράγμα το οποίο δεν έπραξε ούτε επέστρεψε στη Μονή τα χρήματα, αλλά τα ενσωμάτωσε στην περιουσία του και τα ιδιοποιήθηκε έτσι παράνομα:
Α) Κατά το χρονικό διάστημα από τις αρχές του έτους 1995 μέχρι και την 2-1-1998 ο κατηγορούμενος, ως Μητροπολίτης ..., παρέλαβε από την Ηγουμένη της Ιεράς Μονής... :
1) το ποσό των 500.000 δρχ. για κάθε επίσκεψή του, η οποία ελάμβανε χώρα μία φορά ανά δεκαπέντε (15) ημέρες 2) το ποσό των 500.000 δρχ. τρεις φορές το χρόνο και δη κατά την ακολουθία του Μεγάλου Απόδειπνου κατά τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή, κατά την ακολουθία του Νυμφίου κατά τη Μεγάλη Εβδομάδα και κατά το Μεγάλο Ευχέλαιο της Μεγάλης Τετάρτης 3) το ποσό των 1.500.000 δρχ. δύο φορές το χρόνο κατά την 5η Μαΐου, ημέρα της εορτής του οσίου ... και την 3η Ιανουαρίου, ημέρα ανευρέσεως των ιερών λειψάνων του Οσίου ... και 4) το ποσό των 1.500.000 δρχ. την 2-1-1998.
Συνολικά κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα ο κατηγορούμενος παρέλαβε από την τότε Ηγουμένη το ποσό των 51.000.000 δρχ. (36.000.000 και 4.500.000 και 9.000.000 και 1.500.000 δρχ.) το οποίο και ιδιοποιήθηκε παράνομα.
Β) Κατά το χρονικό διάστημα από τις αρχές του έτους 1995 μέχρι και το Φεβρουάριο 1996, υπό την ίδια ιδιότητα και περιστάσεις παρέλαβε από την Ηγουμένη ..., μέσω του απ' αυτόν εντεταλμένου πρωτοπρεσβύτερου Ξ, που υπηρετούσε ως γραμματέας στο ιδιαίτερο γραφείο του, το συνολικό ποσό των 15.500.000 δρχ. και δη το ποσό των 500.000 δρχ. ανά εικοσαήμερο και το ποσό των 5.000.000 δρχ. σε άγνωστη ακριβή ημερομηνία, πάντως μέσα στο θέρος του έτους 1995. Τα ποσά αυτά τα παραλάμβανε από την Ηγουμένη για λογαριασμό του κατηγορουμένου ο Ξ και τα παρέδιδε στον κατηγορούμενο εντολέα του, ο οποίος τα ιδιοποιήθηκε παράνομα.
Το Δικαστήριο καταδίκασε τον κατηγορούμενο σε κάθειρξη οχτώ (8) ετών και απεφάνθη όπως η έφεση που θα ασκήσει ο κατηγορούμενος να έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα ως προς την εκτέλεση της ποινής που του επιβλήθηκε με τους περιοριστικούς όρους της καταβολής 30.000 ευρώ ως χρηματική εγγύηση και της απαγορεύσεως εξόδου του από την χώρα.
Εν τω μεταξύ μετά από έρευνα της Επιτροπής του άρθρου 7 του ν. 2331/95 και κατόπιν του από 8/4/2005 εγγράφου αυτής σύμφωνα με το οποίο ο κατηγορούμενος είχε καταθέσει στον με αριθμό ... λογαριασμό που τηρούσε στην EUROBANK, το εκ 94.000.000 δρχ. προϊόν της κακουργηματικής υπεξαίρεσης για την οποία είχε ήδη παραπεμφθεί στο Ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών επιχειρώντας μ' αυτόν τον τρόπο να συγκαλύψει την αληθινή προέλευση τους δια του χρηματοοικονομικού συστήματος, ασκήθηκε - κατ' αυτού η προκειμένη ποινική δίωξη και διενεργήθηκε κυρία ανάκριση. Κατά την διάρκεια αυτής η Ανακρίτρια του 11ου Τακτικού Ανακριτικού Τμήματος εξέδωσε την υπ' αριθμόν 185/26.4.2005 Διάταξη, μετά από σύμφωνη γνώμη του Εισαγγελέως, με την οποία απαγόρευσε την κίνηση του υπ' αριθμόν ... λογαριασμού, που τηρούσε στην Τράπεζα EUROBANK ο κατηγορούμενος, όπως και κάθε λογαριασμού που αυτός τηρούσε στην Ελλάδα και σε οποιοδήποτε πιστωτικό ίδρυμα η χρηματοπιστωτικό οργανισμό έστω και από κοινού με άλλο πρόσωπο, καθώς και το άνοιγμα των θυρίδων θησαυροφυλακίου, έστω και κοινών με έτερα πρόσωπα.
Μετά την έκδοση της Διατάξεως αυτής, της οποίας ο κατηγορούμενος ζήτησε αμέσως την άρση με βάση τη διάταξη του άρθρου 5 του ν. 2331/95, αποδυόμενος σε μία εμφανή προσπάθεια να δυσχεράνει την έρευνα που διεξαγόταν σε βάρος του, εκδόθηκαν δε σχετικά το 2234/2005 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών (με το οποίο απορρίφθηκε αμετάκλητα η από 9/5/2005 αίτηση του) και το 4000/2005 βούλευμα του ίδιου Συμβουλίου (με το οποίο έγινε δεκτή εν μέρει η από 21/11/2005 όμοια αίτηση του κατηγορουμένου και ανακλήθηκε η ανωτέρω Διάταξη εν μέρει, συγκεκριμένα δε επετράπη η κίνηση του 180/952745-12 κοινού λογαριασμού ταμιευτηρίου της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας επ' ονόματι του κατηγορουμένου και της Φ, μόνον ως προς τα χρηματικά ποσά που αφορούσαν τη μισθοδοσία του κατηγορουμένου), ο Διευθυντής της Διεύθυνσης COMPLIANCE της ανωτέρω Τράπεζας, στον οποίο διαβιβάστηκε, εκτελώντας αυτήν, με το υπ' αριθμόν πρωτοκόλλου 0505-48151-00291/10.5.2005 έγγραφο γνωστοποίησε στην 11η Τακτική Ανακρίτρια ότι μέχρι την 27.4.2005 ο κατηγορούμενος ήταν δικαιούχος η και συνδικαιούχος με συγγενικά του πρόσωπα των λογαριασμών που παρουσίαζαν υπόλοιπο και ιδίως:
1) ...-λογαριασμός ταμιευτηρίου, που είχε ανοιχθεί από τον ίδιο στο όνομά του, με υπόλοιπο, την 27.4.2005, ποσό 10,96 ευρώ 2) ...-λογαριασμός ταμιευτηρίου, που είχε ανοιχθεί από τον ίδιο στο όνομά του με συνδικαιούχο την αδελφή του Φ, με υπόλοιπο, την 27.4.2005, ποσό 72.785,63 ευρώ 3) ...-λογαριασμός ταμιευτηρίου σε ξένο συνάλλαγμα, που είχε ανοιχθεί από τον ίδιο στο όνομά του με συνδικαιούχους τους Ν και Μ, με υπόλοιπο, την 27.4.2005, ποσό 831,30 δολαρίων ΗΠΑ 4) ... λογαριασμός-μερίδα χαρτοφυλακίου, που είχε ανοιχθεί από τον ίδιο στο όνομά του και στο όνομα των Ν και Μ, με υπόλοιπο, την 27.4.2005, ποσό 246.439,63 ευρώ 5) ...-λογαριασμός όψεως, που είχε ανοιχθεί στο όνομα της off-shore εταιρείας με την επωνυμία "... Ltd", του οποίου λογαριασμού ο κατηγορούμενος είναι κατά δήλωσή του δικαιούχος του κεφαλαίου (Beneficial Owner) της εταιρείας αυτής, με υπόλοιπο, την 27.4.2005, ποσό 258.818,18 ευρώ 6) ...-λογαριασμός όψεως, που είχε ανοιχθεί στο όνομα της off-shore εταιρείας με την επωνυμία High Sky Trading Ltd, του οποίου λογαριασμού-μερίδας ο κατηγορούμενος κατά δήλωσή του είναι δικαιούχος του κεφαλαίου (Beneficial Owner) της εταιρείας αυτής, με υπόλοιπο, την 27.4.2005, ποσό 9.756,86 δολάρια ΗΠΑ 7) ... λογαριασμός μερίδος χαρτοφυλακίου που είχε ανοιχθεί στο όνομα της off-shore εταιρείας με την επωνυμία "... Ltd" της οποίας μερίδας ο κατηγορούμενος κατά δήλωσή του είναι δικαιούχος του κεφαλαίου (Beneficial Owner) της εταιρείας αυτής, με υπόλοιπο, την 27.4.2005, ποσό 3.539.644,29 ευρώ.
Επιπλέον, σε εκτέλεση της ανωτέρω ανακριτικής διατάξεως η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος με το υπ' αριθμόν 615/1.12.2005 έγγραφό της γνωστοποιεί ότι ο κατηγορούμενος είναι δικαιούχος του υπ' αριθμόν ... λογαριασμού, με υπόλοιπο, την 17.11.2005, ποσό 1251,98 ευρώ.
Από τα ανωτέρω έγγραφα προκύπτει επομένως ότι ο κατηγορούμενος ήταν κάτοχος των αναφερομένων σ' αυτά προσωπικών, κοινών και εταιρικών λογαριασμών ταμιευτηρίου και μερίδων χαρτοφυλακίου του κεφαλαίου Beneficial Owner της υπεράκτιας εταιρείας με την επωνυμία ... Ltd, στους οποίους είχε καταθέσει υπέρογκα ποσά μεριμνώντας για την επωφελή τοποθέτηση και εκμετάλλευσή τους. Για την ορθή αξιολόγηση του γεγονότος αυτού, πρέπει να συνεκτιμηθεί η δίκη που αφορά το έγκλημα της "υπεξαίρεσης στην υπηρεσία κατ' εξακολούθηση σε βάρος νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επιβαρυντική περίσταση των καταχραστών του Δημοσίου", για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος και η οποία έχει βαρύνουσα σημασία για την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων ως προς το αν αυτός (ο κατηγορούμενος) διέπραξε την αξιόποινη πράξη της "νομιμοποίησης εσόδων από την ανωτέρω εγκληματική δραστηριότητα", την κακουργηματική δηλ. υπεξαίρεση, η οποία αποτελεί εν προκειμένω το "βασικό έγκλημα". Έτσι, σύμφωνα με όσα δέχθηκε το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων, στηριζόμενο στο σύνολο των αποδεικτικών μέσων και ιδίως στις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας ..., ..., ..., ..., ... και ... η εγκληματική δραστηριότητα του κατηγορουμένου αρχίζει από την εποχή που ενώ ασκούσε de facto παράλληλα με τον τοποτηρητή Επίσκοπο τη διοίκηση της Μητροπόλεως ... αναμένοντας τη δημοσίευση του διορισμού του στη Μητρόπολη αυτή, με διάφορα προσκόμματα δεν επέτρεπε τη σύνταξη Κανονισμού Λειτουργίας της Ιεράς Μονής ... για να μπορεί να διαχειρίζεται τα οικονομικά της. Μάλιστα δε αρνήθηκε να προωθήσει προς έγκριση στην Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος τον Κανονισμό Λειτουργίας που κατήρτισε το Τριμελές Ηγουμενοσυμβούλιο ισχυριζόμενος ότι η Ιερά Μονή έχει τάσεις αυτονομήσεως και φαλκιδεύσεως των κανονικών δικαιωμάτων και αρμοδιοτήτων του οικείου Μητροπολίτη. Έτσι δημιουργήθηκε και συντηρήθηκε από τον κατηγορούμενο η εκκρεμής κατάσταση ως προς την διοικητική και οικονομική διαχείριση της Ιεράς Μονής για να μπορεί ο ίδιος να διαχειρίζεται προς όφελος του τα οικονομικά της. Για να κάμψει δε την αντίσταση της τότε Ηγουμένης ..., γνωρίζοντας ότι η διακαής επιθυμία της ήταν η Αγιοκατάταξη του Οσίου ... και ότι για αυτό έπρεπε ο ίδιος να εισηγηθεί θετικά στην Ιερά Σύνοδο της Εκλλησίας της Ελλάδος, με την άσκηση αφενός ψυχολογικής πίεσης σ' αυτήν για να προωθήσει την Αγιοκατάταξη, με την απειλή αφετέρου ότι θα την σύρει στα Εκκλησιαστικά Δικαστήρια και θα την εξορίσει, κατάφερε να της αποσπάσει διάφορα χρηματικά ποσά για να τα διαθέσει δήθεν για το ποιμαντικό έργο της Μητροπόλεως. Εξάλλου με την ανάληψη των καθηκόντων του ζήτησε και έλαβε με απόδειξη και με απόφαση του Ηγουμενοσυμβουλίου ως δωρεά το ποσό των 1.500.000 δρχ. για να καλύψει τις ανάγκες επίπλωσης των γραφείων της Μητροπόλεως και τα έξοδα της δικαστικής διαμάχης με τον πρώην Μητροπολίτη ... ..., τη στιγμή που η Μητρόπολη ... είχε την υποχρέωση και την οικονομική δυνατότητα να καλύψει τις παραπάνω δαπάνες. Στη συνέχεια δε ελάμβανε υπό την ιδιότητα του Μητροπολίτη ... μεγάλα χρηματικά ποσά, χωρίς να χορηγεί αποδείξεις, είτε προσωπικά ο ίδιος κατά τις εορτές που ιερουργούσε στη Μονή και σε άλλες μέρες που μετέβαινε προς τούτο στη Μονή μετά από τηλεφωνική ειδοποίηση της Ηγουμένης να του ετοιμάσει συγκεκριμένο χρηματικό ποσό, είτε δια του πρεσβυτέρου Ξ, στον οποίο είχε αναθέσει την τέλεση του εσπερινού της Κυριακής στη Μονή και ο οποίος ζητούσε από την Ηγουμένη συγκεκριμένα χρηματικά ποσά κατ1 εντολή και για λογαριασμό του κατηγορουμένου (βλ. 2104/2006 πρακτικά και απόφαση του Γ' Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών). Από τη συνεκτίμηση των στοιχείων αυτών είναι προφανές ότι ο κατηγορούμενος προσπαθώντας να αποκρύψει και να συγκαλύψει την αλήθεια όσον αφορά τη φύση, την προέλευση και την κυριότητα επί του ποσού των 66.500.000 δρχ. (195.157,74 ευρώ), που ιδιοποιήθηκε παράνομα κατά τα προεκτεθέντα σε βάρος της Ιεράς Μονής ... (που ως θρησκευτικό καθίδρυμα αποτελεί Ν.Π.Δ.Δ), διοχέτευσε το ποσό αυτό, σύμφωνα με όσα είχε προσχεδιάσει, στο νόμιμο οικονομικό και χρηματοπιστωτικό σύστημα του εσωτερικού, μέσω της μεταμφίεσης του σε συνήθεις μορφές χρηματοοικονομικών αξιών. Οι εγκληματικές δηλ. ενέργειες του κατηγορουμένου υπάκουαν σε ένα οργανωμένο σχέδιο που αφετηρία είχε την παράνομη απόκτηση χρημάτων και πέρας την απόκρυψη τους δια μέσου μιας συστηματικής μεθόδευσης συναλλαγών. Ενισχύει δε την εκτίμηση μας ότι διέπραξε προσχεδιασμένα βάσει ενός γενικότερου εγκληματικού σχεδιασμού, τόσο το έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων, όσο και το βασικό έγκλημα της κακουργηματικής υπεξαίρεσης, το γεγονός ότι ήδη από το χρόνο τέλεσης του βασικού εγκλήματος είχε πλήρη γνώση της τεχνικής ξεπλύματος των ιδιοποιηθέντων χρημάτων με την κατ' αρχήν τοποθέτησή τους κατ' ευθείαν στο χρηματοπιστωτικό σύστημα της χώρας και κυρίως με τη μεταφορά τους σε υπεράκτια χρηματοπιστωτικά κέντρα (off shore financial centers), όπου διατηρούσε και το μεγαλύτερο μέρος του υπέρογκου ποσού που εμφαίνεται ότι κατείχε κατά κυριότητα, το οποίο είχε συσσωρεύσει στους υπ' αριθ. 1) ..., 2) ... λογαριασμούς όψεως και 3) 4/762895 λογαριασμό μερίδας χαρτοφυλακίου, που είχαν ανοιχθεί στο όνομα της Off-Shore εταιρείας με την επωνυμία "... Ltd". Να σημειωθεί ότι το αποκτηθέν παρανόμως ανωτέρω χρηματικό ποσό των 66.500.000 δρχ. δεν είναι το μοναδικό υλικό αντικείμενο της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, αφού παράγει με την χρησιμοποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος και ιδίως δια μέσου υπεράκτιων εταιρειών και άλλα παράνομα ωφελήματα, από την κατάθεση σε έντοκο τραπεζικό λογαριασμό, από την κεφαλαιοποίηση των τόκων και από την επωφελή επένδυση και εκμετάλλευση των παραχθέντων περιουσιακών στοιχείων, που πλέον αποτελούν ένα ενιαίο σύνολο και απαρτίζουν την έννοια της περιουσίας, κατά την διάταξη του άρθρου 1γ του ν.2331/2005.
Περαιτέρω είναι προφανές ότι το Συμβούλιο έκρινε ότι χρόνος τελέσεως της πράξεως της νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες είναι αυτός της υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία.
Η κρίση αυτή δεν είναι ορθή το μεν διότι ταυτίζει τις δύο πράξεις από πλευράς χρόνου τελέσεως, ενώ ευρίσκονται σε σχέση προηγούμενης και επόμενης, το δε διότι από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει με σαφήνεια ο χρόνος κατά τον οποίο τα παράνομα έσοδα, μέσω του χρηματοπιστωτικού συστήματος και με την μορφή της κατάθεσης κατέληγαν και αναπαράγονταν σε τραπεζικούς λογαριασμούς και διοχετεύονταν σε υπεράκτια χρηματοπιστωτικά κέντρα.
Ο κατηγορούμενος προς την κατεύθυνση αυτή ουδέν συνεισφέρει πλην του υπολογισμού των τόκων των τραπεζικών λογαριασμών του.
Αντιθέτως εκμεταλλευόμενος την προφανή αυτή παραδρομή και μάλιστα με την υπόμνηση ότι ο Ν. 2331/95 ίσχυσε από την 23.8.1995, προβαίνει σε μία αλυσιτελή αφαιρετική διαδικασία των, κατ' αυτόν, ποσών που δεν μπορούν να υπολογιστούν στο συνολικό ποσό των 50.000.000 δρχ., αρνούμενος πάντα ότι τέλεσε την πράξη της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία, αφού τα ποσά αυτά αφορούν και σχετίζονται με την υπό κρίση χρονική περίοδο των αρχών του έτους 1995 και μέχρι την 23.8.1995.
Κι αυτό διότι λογαριάζοντας τα ποσά του ανωτέρω χρονικού διαστήματος (υπό την προϋπόθεση, κατά την άποψη του, ότι μπορούσε να γίνει η άθροιση, που δεν μπορεί να γίνει), στο συνολικό ποσό των 23.500.000 δρχ., δια της αφαιρέσεως, καταλήγει σε ποσό μικρότερο των 50.000.000 δρχ., με συνέπεια και αφού οι μερικότερες πράξεις υπολείπονται του ποσού των 15.000 ευρώ να μην μπορεί να εφαρμοστεί η διάταξη του άρθρου 1, στοιχείο α, ιι Ν. 2331/95, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του με το άρθρο 2 παρ.1 Ν. 3424/2005.
Όμως το Συμβούλιό Σας, μπορεί να διορθώσει το, εκ παραδρομής, σφάλμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών και να ορίσει ως χρόνο τελέσεως της πράξεως κείμενο εντός των χρονικών ορίων εφαρμογής του Ν. 2331/95, χωρίς να μειωθεί το χρηματικό ποσό των 66.500.000 δρχ., που αποτελεί το αντικείμενο της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία και κατ' επέκταση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες.
Από τις διατάξεις των άρθρων 313, 317, 318, 319, 463, 469, 481 και 482 συνάγεται ότι σε κάθε περίπτωση που το Συμβούλιο Εφετών επιλαμβάνεται της υποθέσεως κατόπιν εφέσεως κάποιου από τους διαδίκους της ποινικής διαδικασίας δεν δεσμεύεται από τις διατάξεις του άρθρου 470 ΚΠΟΙΝΔ, το οποίο δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση ενδίκου μέσου κατά βουλευμάτων και έχει την εξουσία ακόμα και να χειροτερεύσει τη θέση του κατηγορουμένου και να προσδώσει στην αξιόποινη πράξη, για την οποία ασκήθηκε ποινική δίωξη, τον ορθό χαρακτηρισμό, υπό την προϋπόθεση ότι δεν επέρχεται μεταβολή της κατηγορίας.
Μεταβολή της κατηγορίας υπάρχει όταν η πράξη για την οποία παραπέμπεται ο κατηγορούμενος είναι ουσιωδώς διαφορετική από εκείνη για την οποία έχει ασκηθεί η ποινική δίωξη και έχει απαγγελθεί η κατηγορία, επί της οποίας κλήθηκε να απολογηθεί ο κατηγορούμενος, κατά τόπο, χρόνο και λοιπές ιστορικές περιστάσεις, ώστε να αποτελεί νέο έγκλημα αντικειμενικά διαφορετικό.
Αντιθέτως δεν υπάρχει τέτοια μεταβολή, όταν με το βούλευμα συμπληρώνονται και προσδιορίζονται σαφέστερα τα πραγματικά περιστατικά που απαρτίζουν την πράξη, όπως και όταν καθορίζεται μεν διαφορετικός χρόνος τέλεσης της πράξης, αρκεί τούτο να μην επηρεάζει την ταυτότητα της πράξης ή να μην αποκλείει υπάρχουσα παραγραφή.
Ώστε το Συμβούλιο Εφετών, επιλαμβανόμενο έφεσης του κατηγορουμένου, μπορεί στα πλαίσια της λειτουργικής αρμοδιότητας του να προβεί με το βούλευμα, που εκδίδει, σε ορθό χαρακτηρισμό της πράξης και στον προσδιορισμό του χρόνου τέλεσης αυτής, εφόσον έτσι δεν αποκλείεται υπάρχουσα παραγραφή η δεν επηρεάζεται η ταυτότητα της πράξης. (ΑΠ 492/2003 ΝΟΒ-2003-1708).
Επιπλέον, από την διάταξη του άρθρου 317 παρ.2 ΚΠΟΙΝΔ προκύπτει ότι σκοπός της θεώρησης της κατηγορίας είναι να διορθώσει και να θεραπεύσει κάθε ατέλεια η πλημμέλεια η αταξία του πρωτοδίκου βουλεύματος είτε ουσιαστική είτε δικονομική πριν να έλθει η υπόθεση στο Δικαστήριο, επανεξεταζομένης πλήρως της υποθέσεως, διότι, σύμφωνα με το άρθρο 318 ΚΠΟΙΝΔ, το δευτεροβάθμιο Συμβούλιο, ελέγχοντας το πρωτόδικο βούλευμα έχει αρμοδιότητα να διατάσσει ό,τι και το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών.
Επομένως το Συμβούλιο πρέπει να ορίσει ως χρόνο τελέσεως της πράξεως της νομιμοποίησης εσόδων το χρονικό διάστημα από την 24.8.1995 και εντεύθεν, εφόσον η εγκληματική δράση του κατηγορουμένου είχε εκδηλωθεί και κατ'. αυτό το χρόνο, μέχρι και την 2.1.1998.
Ισχυρίζεται περαιτέρω ο κατηγορούμενος ότι "όσα ποσά υπάρχουν ή και υπήρξαν στους τραπεζικούς λογαριασμούς του ανήκουν στην οικογένειά του και σ' αυτόν και προέρχονται από νόμιμη δραστηριότητά τους" και ότι "όταν ο δράστης (ειδικώς δε αν πρόκειται για μεμονωμένο πρόσωπο) καταθέτει τα χρήματα, που φέρεται να έχει αποκτήσει (δήθεν) από εγκληματική του πράξη, σε δικό του, προσωπικό τραπεζικό λογαριασμό, η ενέργεια του ναι μεν ενδέχεται να συνιστά μία πράξη αποκρύψεως, πλην όμως, μόνη αυτή, δεν του προσδίδει νόμιμο τίτλο για τα φερόμενα παράνομα έσοδά του".
Οι ισχυρισμοί αυτοί του κατηγορουμένου είναι αβάσιμοι, αναπόδεικτοι και μετέωροι. Και τούτο διότι η αόριστη αναφορά περί της προέλευσης από νόμιμη δραστηριότητα των ποσών που υπάρχουν στους λογαριασμούς, χωρίς η δραστηριότητα αυτή να κατονομάζεται η να περιγράφεται η ακόμη να υποστηρίζεται από νομιμοποιητικά έγγραφα δεν αρκεί για να καταδείξει την νόμιμη προέλευση των καταθέσεων.
Οι μισθοί και τα τυχερά του κατηγορουμένου λόγω της θέσεως του ως Μητροπολίτη επί τριάντα και πλέον έτη με τον ασαφή χαρακτηρισμό "αμφότερα σημαντικού ύψους", που δεν προσδιορίζεται ούτε αποδεικνύεται, δεν επαρκούν για να καλύψουν τα χρήματα που βρέθηκαν στους λογαριασμούς, ούτε και "η περιουσία" που δεν προσδιορίζεται σε ποιόν ανήκει ούτε και τα εισοδήματα των αδελφών του, που δεν αναλύονται".
Ενόψει αυτών, έκρινε το Συμβούλιο Εφετών ότι προέκυψαν σοβαρές ενδείξεις κατά του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου για την αξιόποινη πράξη της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, με βασικό έγκλημα την υπεξαίρεση στην υπηρεσία κατ' εξακολούθηση, σε βάρος νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, εκ της οποίας το όφελος που πέτυχε ο δράστης και η ζημία που προξενήθηκε στο νομικό πρόσωπο υπερβαίνει το ποσό των 50.000.000 δραχμών ή 150.000 ευρώ, ανερχόμενο σε 66.500.000 δραχμές, για την οποία ασκήθηκε σε βάρος του ποινική δίωξη.
Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών και στη συνέχεια, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, απέρριψε ως κατ' ουσίαν αβάσιμη την έφεση του ήδη αναιρεσείοντος κατηγορουμένου κατά του πρωτόδικου βουλεύματος, με το οποίο το εν λόγω Συμβούλιο παρέπεμψε αυτόν ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (Κακουργημάτων), για να δικαστεί για την άνω κακουργηματική πράξη, επικυρώνοντας στη συνέχεια το πρωτόδικο βούλευμα, ως προς την παραπομπή του κατηγορουμένου, άνω διάταξή του, διέλαβε σ' αυτό την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της ως άνω αξιόποινης πράξης για την οποία παραπέμφθηκε ο κατηγορούμενος στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών για να δικαστεί, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις εφαρμοσθείσες ανωτέρω παρατεθείσες διατάξεις του ουσιαστικού ποινικού δικαίου. Ειδικότερα, υπάρχει ειδική αιτιολογία και συγκεκριμένα:
α) Τόσο στην ενσωματωμένη στο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών εισαγγελική πρόταση, στην οποία το Συμβούλιο αναφέρεται, όσο και στο σκεπτικό του βουλεύματος, αφού γίνεται σαφής μνεία ότι ελήφθησαν υπ' όψη και συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα που συγκεντρώθηκαν κατά την προδικασία και όσα ο κατηγορούμενος επικαλέστηκε με την έφεση του και γίνεται ακόμη και ειδική μνεία του απολογητικού υπομνήματος του κατηγορουμένου, παρ' ότι αυτό δεν είναι αναγκαίο αφού αρκεί, για την πληρότητα της αιτιολογίας, η κατ' είδος αναφορά των αποδεικτικών μέσων (μάρτυρες, έγγραφα, κ.λ.π.) και στην προκειμένη περίπτωση έχει εμφαντικά τονιστεί ότι ελήφθησαν υπ' όψη "όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που επισυνάφθηκαν αυτεπαγγέλτως ή με επιμέλεια του κατηγορουμένου κ.λ.π.".
β) Η αξιόποινη πράξη για την οποία παραπέμπεται ο αναιρεσείων ("υπεξαίρεση στην υπηρεσία κατ' εξακολούθηση, σε βάρος νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, εκ της οποίας το όφελος που πέτυχε ο δράστης και η ζημία που προξενήθηκε στο νομικό πρόσωπο υπερβαίνουν το ποσό των 150.000 ευρώ", δηλαδή η παράβαση των άρθρ. 258γ, 263Α ΠΚ σε συνδυασμό με άρθρ. 1 Ν.1605/50), εμπίπτει στη έννοια της "εγκληματικής δραστηριότητας", όπως η έννοια αυτή προσδιορίζεται στο Νόμο 2331/95, τόσο πριν όσο και μετά την τροποποίησή του από το Νόμο 3424/05. Πριν από την παραπάνω τροποποίηση, οριζόταν από το άρθρ. 1 στοιχ. αιβ' Ν.2331/95, ότι στην έννοια αυτή υπάγονται τα προβλεπόμενα στην παρ. 1 του άρθρ. 1 Ν.1608/50 εγκλήματα. Μετά την τροποποίηση, στο άρθρ. 1 στοιχ.
ΙΙ του Ν.2331/95 ορίζεται ότι στην έννοια της εγκληματικής δραστηριότητας, εμπίπτει "κάθε αξιόποινη πράξη που τιμωρείται με ποινή στερητική της ελευθερίας της οποίας το ελάχιστο όριο είναι άνω των έξι μηνών και από την τέλεσή της προέκυψε περιουσία τουλάχιστον 15.000 Ευρώ". Εξάλλου, από την τελευταία αυτή διατύπωση σαφώς προκύπτει ότι το καθοριζόμενο ποσό "τουλάχιστον 15.000 ευρώ" δεν απαιτείται να προβλέπεται νομοτυπικά ως δεδομένο στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του βασικού εγκλήματος, αλλά αρκεί το ότι στην in concreto περίπτωση προέκυψε από την τέλεση του εγκλήματος. Παραπέρα προκύπτει επίσης, από τη χρήση του όρου "περιουσία", ότι δεν υπολογίζεται μόνο το εν στενεί εννοία "προϊόν εγκλήματος", αλλά πρέπει να συνυπολογίζονται και τα ωφελήματα που προέκυψαν απ' αυτό (π.χ. τόκοι). Είναι δηλαδή δυνατό το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος του "ξεπλύματος" να διαφοροποιείται ποσοτικά από το υλικό αντικείμενο του βασικού εγκλήματος και να υπολογίζεται σ' αυτό η πρόσθετη αξία των ωφελημάτων που τυχόν προέκυψαν και επαύξησαν το αρχικό εγκληματικό προϊόν. Επίσης, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος του "ξεπλύματος" δεν απαιτείται προηγούμενη καταδίκη για κάποιο από τα "βασικά" εγκλήματα, Σε ορισμένες περιπτώσεις, άλλωστε, κάτι τέτοιο είναι από τα πράγματα ανέφικτο, όπως για παράδειγμα όταν έχει χωρίσει παραγραφή του βασικού εγκλήματος. Για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος του "ξεπλύματος" αρκεί να βεβαιώνεται, κατά τρόπο που μπορεί να επιστηρίξει "δικανική κρίση", ότι η περίουσία, της οποίας επιχειρείται η νομιμοποίηση, προέρχεται από "εγκληματική δραστηριότητα". Σημειώνεται επίσης, ότι το έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα ("ξέπλυμα") τυποποιήθηκε, το πρώτον, με το Νόμο 2331/95 που ίσχυσε από 24-8-1995 και συνεπώς οποιαδήποτε πράξη έλαβε χώρα πριν από την παραπάνω ημεροχρονολογία δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συγκροτεί το έγκλημα αυτό. Ουδόλως όμως εμποδίζεται η συγκρότηση της έννοιας του εγκλήματος του "ξεπλύματος" από το γεγονός ότι το "βασικό έγκλημα" τελέστηκε πριν από τις 24-8-1995, αρκεί η πράξη νομιμοποίησης του εγκληματικού προϊόντος να επιχειρήθηκε μετά την παραπάνω ημεροχρονολογία. Υπάρχει επίσης ειδική αιτιολογία για το ότι ο δράστης ενός "βασικού" εγκλήματος μπορεί να είναι και δράστης του "ξεπλύματος βρώμικου χρήματος", όπως έχει επικρατήσει να λέγεται, από τις 24-8-1990 και μέχρι σήμερα. Με την τροποποίηση που επέφερε ο Ν.3424/05 ο δράστης ενός "βασικού" εγκλήματος μπορεί και πάλι να είναι και δράστης του "ξεπλύματος", απαιτείται όμως να συντρέχει και το πρόσθετο στοιχείο του συνολικού σχεδιασμού δράσης. Η ρύθμιση αυτή είναι σαφώς πιο επιεικής, αφού για την ύπαρξη ποινικής ευθύνης απαιτείται το προαναφερθέν πρόσθετο στοιχείο και θα εφαρμοστεί και για τις πράξεις που τελέσθηκαν πριν από την ισχύ του Ν.3424/06, δηλαδή πριν τις 13-12-2005. Επίσης, ότι τα αναφερόμενα στο άρθρ. 1 Ν.2331/95 εγκλήαμτα ("βασικά εγκλήματα") τελούν σε αληθινή πραγματική συρροή με τα αναφερόμενα στο άρθρ. 2 του ίδιου νόμου, 2331/95 εγκλήματα "ξεπλύματος", με εξαίρεση μόνο την περίπτωση της παροχής συνδρομής σε πρόσωπο που ενέχεται σε εγκληματική δραστηριότητα και δεν ισχύει η αρχή της επικουρικότητας, αφού δεν πρόκειται για περισσότερες μορφές συμμετοχής στο ίδιο αδίκημα, αλλά περί τελέσεως δύο αυθύπαρκτων διακριτών μεταξύ τους αδικημάτων το καθένα από τα οποία συγκροτείται από ιδιαίτερα στοιχεία. Είναι αβάσιμη η αιτίαση του αναιρεσείοντος για έλλειψη αιτιολογίας επειδή στο προσβαλλόμενο βούλευμα γίνεται ειδική αναφορά στις καταθέσεις έξι (6) μαρτύρων, που περιέχονται στα πρακτικά της υπ' αριθμ. 2104/06 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, αντίγραφο της οποίας υπάρχει στην προκείμενη δικογραφία και δεν γίνεται μνεία και των λοιπών είκοσι (20) καταθέσεων, που επίσης διαλαμβάνονται στην παραπάνω απόφαση, αφού η έξαρση μερικών από τα αποδεικτικά μέσα δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη και τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, όπως αβάσιμα αυτός ισχυρίζεται. Εξάλλου, στην προκειμένη περίπτωση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί η μνεία του συγκεκριμένου εγγράφου που προέρχεται από άλλη δίκη (πρακτικά και απόφαση υπ' αριθμ. 2104/06 του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών) και στο οποίο περιέχονται όλες οι καταθέσεις, χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά στο περιεχόμενό του. Επίσης, είναι αβάσιμη η αιτίαση του αναιρεσείοντος για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας για το λόγο ότι η ποινική δίωξη ασκήθηκε χωρίς τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης και χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις του αυτοφώρου εγκλήματος, καθώς και ότι το Συμβούλιο Εφετών, με το να απορρίψει την έφεσή του και να τον παραπέμψει στο ακροατήριο, παραλείποντας να κηρύξει άκυρη τη διαδικασία, υπερέβη την εξουσία του. Όμως, κατά τις διατάξεις του άρθρου 243 §2 Κ.Π.Δ., "αν από την καθυστέρηση απειλείται άμεσος κίνδυνος ή αν πρόκειται για αυτόφωρο κακούργημα ή πλημμέλημα, όλοι οι κατά τα άρθρ. 33 και 34 ανακριτικοί υπάλληλοι είναι υποχρεωμένοι να επιχειρούν όλες τις ανακριτικές πράξεις, που είναι αναγκαίες για να βεβαιωθεί η πράξη και να ανακαλυφθεί ο δράστης, έστω και χωρίς προηγούμενη παραγγελία του εισαγγελέα". Έτσι, δεν πάσχουν ακυρότητας οι ανακριτικές πράξεις που έγιναν χωρίς προηγούμενη παραγγελία του εισαγγελέα, επί αυτοφώρου εγκλήματος ή που κατά την ανέλεγκτη κρίση των ανακρινόντων, όπως στην προκειμένη περίπτωση. Επίσης, οι αιτιάσεις ότι: α) η παράβαση της ΠΚ 258γ' (υπεξαίρεση στην υπηρεσία) δεν περιλαμβάνεται στα εγκλήματα του άρθρου 1 Ν.2331/95 και, κατά συνέπεια, η ποινική δίωξη είναι νόμω αβάσιμη, και β) ο Ν.1608/1950 δεν εφαρμόζεται στην παρούσα περίπτωση, αφού δεν αναφέρεται στο Ν.3424/05 και, έτσι η εφαρμογή του εδώ είναι αυθαίρετη, είναι αβάσιμες για τους προεκτεθέντες λόγους και πρέπει να απορριφθούν. Πρέπει τέλος, να σημειωθεί, ότι ο Άρειος Πάγος δεν είναι δικαστήριο - συμβούλιο ουσίας έτσι ώστε να μπορεί να ελέγχει την ουσιαστική πλευρά της υπόθεσης, αλλά θεωρεί ως δεδομένα, ότι δηλ. όντως απεδείχθησαν αυτά που δέχεται ότι απεδείχθησαν το συμβούλιο με το προσβαλλόμενο βούλευμά του. Έτσι δεν συνιστά λόγον αναίρεσης για κακή εκτίμηση των εκ της ανακρίσεως προκυψάντων πραγματικών περιστατικών ή αντικρούων την υπό του βουλεύματος δεκτή γινομένη ύπαρξη αυτών, είναι απαράδεκτος. Τέλος, είναι αβάσιμη και η αιτίαση για παραβίαση δεδικασμένου καθόσον η απλή αναφορά του αρθρ. 484 §1 στοιχ. γ' του Κ.Π.Δ., που γίνεται στη σελίδα 22 του αναιρετηρίου εγγράφου, χωρίς την επίκληση οιουδήποτε άλλου στοιχείου, είναι ασαφής και αόριστη και καθιστά απαράδεκτο τον προβαλλόμενο λόγο αναίρεσης για παραβίαση δεδικασμένου. Εξάλλου, το Συμβούλιο Εφετών, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προαναφερόμενες διατάξεις, τις οποίες ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, αφού δεν έδωσε σε αυτές διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχουν και σωστά υπήγαγε σε αυτές τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την κυρία ανάκριση και συγκροτούν την υποκειμενική και αντικειμενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήματος, για το οποίο κρίθηκε ότι πρέπει να παραπεμφθώ ο αναιρεσείων. Ούτε επίσης εμφιλοχώρησε οποιαδήποτε αντίφαση, ασάφεια ή λογικό κενό στην αιτιολογία του βουλεύματος ή μεταξύ αυτού και του διατακτικού, ώστε να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των άνω διατάξεων. Κατόπιν αυτών, τα παράπονα που διατυπώνει ο αναιρεσείων ότι εσφαλμένα με το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν έγινε με αυτό δεκτή η έφεση του κατά του πρωτόδικου βουλεύματος, είναι αβάσιμα. Ακολούθως, ο προβαλλόμενος από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' ΚΠΔ, για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων που εφαρμόστηκαν στο βούλευμα, αλλά και ο από το αυτό άρθρο στοιχ. δ', για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας, που επιβάλλει το άρθρο 139 του αυτού Κώδικα, λόγος αναιρέσεως, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί, όπως επίσης οι από το αυτό άρθρο ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως, περ. α' (απόλυτης ακυρότητας), στ' (υπέρβασης εξουσίας) και γ' (παραβίαση δεδικασμένου), ως αβάσιμοι πρέπει να απορριφθούν. Οι λοιπές δε αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, που πλήττουν την ανέλεγκτη αναιρετικά περί τα πράγματα κρίση του Συμβουλίου, με την επίκληση του άνω λόγου, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες, εφόσον ο Άρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα του προσβαλλόμενου βουλεύματος σχετικά με τις παραδοχές αυτού και δεν συνιστά λόγο αναιρέσεως από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 484 παρ.1 ΚΠΔ η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (ΚΠΔ 583 παρ.1).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 15ης Μαΐου 2009 αίτηση του Χ, για αναίρεση του υπ' αριθμ. 641/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 24 Μαρτίου 2010. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 9 Ιουλίου 2010.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή