Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1480 / 2009    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία.




Περίληψη:
Κακουργηματική απάτη. Βούλευμα. Απέρριψε έφεση αναιρεσείοντος κατά του παραπεμπτικού βουλεύματος Συμβούλιο Πλημμελειοδικών για κακουργηματική απάτη κατ' επάγγελμα με συνολικό όφελος άνω των 15.000 ευρώ. Απορρίπτονται ως αβάσιμοι κατ' ουσία οι λόγοι της αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων. Απορρίπτει.




Αριθμός 1480/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, ο οποίος ορίσθηκε με την υπ' αριθμό 42/2009 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Γρηγορίου Μάμαλη), Νικόλαο Ζαΐρη και Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 29 Απριλίου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 262/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας.

Το Συμβούλιο Εφετών Λάρισας, με το ως άνω βούλευμά του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 1 Δεκεμβρίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1923/2008.

Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Παντελής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη με αριθμό 71/17.02.2009, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
"Eισάγω, κατ'αρ. 485 § 1 Κ.Π.Δ., με τη σχετική δικογραφία, την υπ'αρ. 13/1-12-2008 αίτηση αναίρεσης του Χ1 κατοίκου .... κατά του υπ'αριθμ. 262/08 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας με το οποίο απορρίφθηκε στην ουσία η υπ'αριθμ. 19/30-5-2008 έφεσή του κατά του υπ'αρ. 165/08 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημ/κών Λάρισας, με το οποίο παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας να δικασθεί για απάτη κατ'επάγγελμα με συνολικό όφελος που υπερβαίνει τα 15.000 ευρώ (άρθρ. 1,13,14-18, 26 § 1, 27 § 1, 386 § 1-3α Π.Κ. ως ισχύουν) και επικυρώθηκε το εκκαλούμενο βούλευμα. Η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομοτύπως, εμπροθέσμως (επίδοση βουλεύματος στον κατ/νο την 21/11/08 και στον αντίκλητο -δικηγόρο του Κων/νο Ευθυμίου την 28/11/08) και παραδεκτώς, από πρόσωπο δικαιούμενο προς τούτο και κατά βουλεύματος υποκειμένου σε αναίρεση (αρ. 473 § 1, 474, 482 § 1.3 Κ.Π.Δ.) με την ως άνω από 1/12/08, ημέρα Δευτέρα, δήλωση του ιδίου στην αρμόδια Γραμματέα του Εφετείου Λάρισας, για την οποία συντάχθηκε η υπ'αρ. 13/08 έκθεση αναίρεσης και συνεπώς είναι τυπικά δεκτή, με προβαλλόμενους λόγους αναίρεσης (α) την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του βουλεύματος και (β) εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της ουσιαστικής διάταξης του αρ. 386 § 1 - 3 Π.Κ. (αρ. 98 § 3 Συντ., 139, 484 § 1β',δ' ΚΠΔ).
(II) Eπειδή για την πληρότητα της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, τα δε αποδεικτικά μέσα αρκεί να αναφέρονται γενικώς κατά το είδος τους (πχ μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τί προέκυψε από το καθένα, ούτε από ποιό ή ποιά από αυτά προέκυψαν τα δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά, ούτε απαιτείται αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει και γιατί περισσότερο (βλ. ΑΠ 732/2006, ΑΠ 1304/2003, ΑΠ 1303/2002, ΑΠ 67/2006, ΑΠ 1580/2002 κ.ά.).
Επειδή το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 Συντ. και .139 - όπως ισχύει - ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία όταν αναφέρονται σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση και θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών (αποχρωσών) ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα για το οποίο ασκήθηκε η ποινική δίωξη και παραπέμφθηκε, οι αποδείξεις (τα αποδεικτικά μέσα) από τις οποίες προέκυψαν τα άνω πραγματικά περιστατικά και οι συλλογισμοί βάσει των οποίων το συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν οι επαρκείς ενδείξεις ενοχής (βλ. ΑΠ 1269/2006, ΑΠ 732/2006 κ.α.).
Εξ άλλου εσφαλμένη ερμηνεία-εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διάταξης που εφαρμόσθηκε συντρέχει όταν το συμβούλιο αποδίδει σ'αυτήν διαφορετική έννοια από αυτή που έχει, και όταν το συμβούλιο δεν υπήγαγε ορθώς, τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθησαν στην εφαρμοσθείσα διάταξη (βλ. ΑΠ 732/2006, ΑΠ 1269/2006, ΑΠ 67/2006 κ.α). Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής υπάρχει και όταν η ουσιαστική ποινική διάταξη παραβιάζεται εκ πλαγίου, ήτοι όταν στο πόρισμα του συμβουλίου -που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό διατακτικού-σκεπτικού και ανάγεται στα στοιχεία και ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται αδύνατος - ανέφικτος ο έλεγχος του Αρείου Πάγου περί ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου και έτσι το βούλευμα να μην έχει νόμιμη βάση (βλ. ΑΠ 1269/2006, ΑΠ 93/2006, ΑΠ 252/2004, ΑΠ 112872004, ΑΠ 2445/2003, ΑΠ 9/2001 - Ολ. κ.ά.).
-Επειδή η εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων - έστω και εσφαλμένη- δεν συνιστά λόγον αναιρέσεως (βλ. ΑΠ 591/2001, ΑΠ 145/2000, ΑΠ 1880/2005, ΑΠ 111/2004 κ.ά.).
- Τέλος, η επιβαλλομένη ως άνω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία υπάρχει και όταν το συμβούλιο αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα Εισαγγελική πρόταση και δι'αυτής στο πρωτόδικο βούλευμα και στην υιοθετηθείσα υπ'αυτού πρωτόδικη εισαγγελική πρόταση, αφού στην περίπτωση αυτή η Εισαγγελική πρόταση αποτελεί τμήμα του βουλεύματος, ώστε θα ήταν άσκοπη και τυπολατρική η επανάληψη από το συμβούλιο των ίδιων περιστατικών, συλλογισμών, αποδείξεων (βλ. ΑΠ 1381/2005, ΑΠ 1273/2005, ΑΠ 1109/2005, ΑΠ 1242/2005, ΑΠ 2382/2005, ΑΠ 67/2006, ΑΠ 2078/2005 κ.ά.). Είναι δε χαρακτηριστικόν ότι και ο ίδιος ο 'Αρειος Πάγος αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην Εισαγγελική πρόταση (Ολ. ΑΠ 1494/2005, ΑΠ 176/2006 κ.α.), πράγμα που οφείλεται και στην ιδιότητα αυτού ως δικαστικού λειτουργού- αρ. 87 επ. Συντ.- - Επειδή από τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 ΓΚΚ. προκύπτει, ότι προς στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης, απαιτείται:(α) σκοπός του δράστου να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, όχι δε και πραγματοποίηση του οφέλους· αυτού, (β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθών, η αθέμιτη απόκρθψη ή παρασιώπηση αληθών, εκ της οποίας παραπλανήθηκε άλλος και (γ) βλάβη ξένης περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις. Κατά την παρ. 3 εδ. α του αυτού άρθρου (386 ΠΚ) -όπως ίσχυε από της ενάρξεως ισχύος του ΠΚ και με την αντικ. αυτής με το άρθρο 1 παρ. 1 ν. 2408/96 - "επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια". Περαιτέρω κατά την παρ. 3 εδ. α' του ίδιου άρθρου . 386, όττως αντικ. με το άρθρο 14 παρ. 4 ν. 2721/1999, η απάτη προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα, εάν ο δράστης διαπράττει απάτες κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ (5.000.000 δρχ.). Κατά το άρθρο 13 εδ. στ' Π.Κ., κατ'επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως, ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως, προκύπτει σκοπός αυτού προς πορισμόν εισοδήματος, ενώ κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως προκύπτει σταθερά ροπή του δράστη προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστου. Επανειλημμένη τέλεση συντρέχει και επί διαπράξεως του εγκλήματος κατ'εξακολούθηση, αφού πρόκειται για μορφή πραγματικής ομοειδούς συρροής. Εξ άλλου κατ'επάγγελμα τέλεση υπάρχει, και όταν η πράξη τελείται το πρώτον όχι όμως ευκαιριακώς, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και της οργανωμένης ετοιμότητας του, με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης προκύπτει σκοπός του προς πορισμό εισοδήματος. Η διάταξη του άρθρου 386 παρ. 3 εδ. α' Π.Κ. όπως αντικ. με το άρθρο 14 παρ. 4 ν. 2721/1999 είναι ηπιώτερη της προηγούμενης ρύθμισης και εφαρμόζεται και επί πράξεων που τελέσθηκαν πριν από την ισχύ του ν. 2721/1999, αφού ο νέος νόμος στο σύνολο του είναι επιεικέστερος για τον κατηγορούμενο, δεδομένου ότι στην παλαιότερη ρύθμιση δεν προβλεπόταν ποσοτικά όρια. Εν όψει τούτου πράξεις απάτης, που τελέσθηκαν εξακολουθητικά πριν από την ισχύ του ν. 2721/1999 και έχουν συνολικό ή, κατά μείζονα λόγο, μερικό όφελος ανώτερο των 5.000.000 δρχ., διατηρούν και με το νέο νομοθετικό καθεστώς τον κακουργηματικό τους χαρακτήρα, και επομένως εφαρμοστέα είναι η διάταξη που ίσχυε κατά το χρόνο εκδίκασης (βλ. ΑΠ 172/2002, ΑΠ 149/2003, ΑΠ 1348/2003 κ.ά.), διότι αυτός απηχεί πλέον τις κατά τεκμήριον ορθότερον αντιλήψεις.
(Ιll) Επειδή στη συγκεκριμένη περίπτωση το συμβούλιο Εφετών Λάρισας με επιτρεπτή αναφορά στην υιοθετηθείσα υπ'αυτού Εισαγγελική πρόταση και δι'αυτής στο πρωτόδικο βούλευμα και την υπ'αυτού υιοθετηθείσα Εισαγγελική πρόταση, και των αναφερομένων επαρκώς κατ'είδος αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί των πραγμάτων κρίση του, ότι προέκυψαν τα εξής: Στην προκειμένη περίπτωση από τα αποδεικτικά στοιχεία συγκεντρώθηκαν στο πλαίσιο της διενεργηθείσας προκαταρκτικής εξέτασης και της εν συνεχεία διαταχθείσας κυρίας ανακρίσεως και συγκεκριμένα από τις καταθέσεις των μαρτύρων, τα προσκομιζόμενα έγγραφα και την απολογία του κατηγορουμένου προέκυψαν κατά τη γνώμη μας, τα εξής πραγματικά περιστατικά: Ο εκκαλών διατηρεί στην πόλη της ... κτηματομεσιτικό γραφείο επί της οδού .... Ο εγκαλών Ψ1 έχοντας στα επαγγελματικά του σχέδια την ανέγερση κτίσματος-κέντρου διασκεδάσεως, ανέθεσε στον εκκαλούντα-κατηγορούμενο, με τον οποίο συνδεόταν με σχέσεις φιλίας και εμπιστοσύνης, την ανεύρεση οικοπέδου εντός της πόλεως της ... Ο τελευταίος μετά πάροδο μικρού χρονικού διαστήματος υπέδειξε στον εγκαλούντα το επί της οδού .... ευρισκόμενο οικόπεδο, συνιδιοκτήτης του οποίου ήταν, εκτός των άλλων, και ο μάρτυς Μ1 . Αυτός ως εκπρόσωπος και των λοιπών συνιδιοκτητών-συγκληρονόμων είχε αναθέσει, το έτος 2000, την πώληση του οικοπέδου στον εκκαλούντα. Το ως άνω οικόπεδο προκάλεσε πράγματι το ενδιαφέρον του εγκαλούντα, ο οποίος ζήτησε τοπογραφικό διάγραμμα για να το μελετήσει. Στη συνέχεια ο εκκαλών, δηλώνοντας ότι ενεργεί εκ μέρους και για λογαριασμό των συνιδιοκτητών του οικοπέδου, καθόρισε την αξία αυτού στο ποσό των 140.000.000 δρχ. (410.858 Ευρώ) και ζήτησε από τον εγκαλούντα ως προκαταβολή το χρηματικό ποσό των 13.000.000 δραχμών (38.151 Ευρώ) προκειμένου να το αποδώσει στους οικοπεδούχους, ώστε η πρόταση για αγορά οικοπέδου να εκληφθεί ως σοβαρή και να παραδοθούν οι τίτλοι ιδιοκτησίας του. Στις 21-9-2001 ο εγκαλών, παρουσία και του μάρτυρα Μ2, παρέδωσε στον εκκαλούντα , εντός του γραφείου του, το ως άνω χρηματικό ποσό της προκαταβολής, έχοντας τη διαβεβαίωση του ότι θα το αποδώσει στους οικοπεδούχους, ώστε να προχωρήσει η διαδικασία πώλησης. Από το ως άνω χρηματικό ποσό της προκαταβολής συμφωνήθηκε να παρακρατήσει ο εκκαλών-κατηγορούμενος, το ποσό των 200.000 δρχ. (587 Ευρώ) ως αμοιβή για τις μεσιτικές του υπηρεσίες, ακόμη και αν τελικώς δεν επιτυγχάνετο η οριστική πώληση του οικοπέδου. Λίγες ημέρες μετά την παράδοση της προκαταβολής των χρημάτων ο εκκαλών έδωσε στον εγκαλούντα αντίγραφα των τίτλων ιδιοκτησίας του οικοπέδου και τον διαβεβαίωσε ότι τα χρήματα παρεδώθησαν στους οικοπεδούχους. Στη συνέχεια ο εγκαλών προέβη στις σχετικές έρευνες για το οικόπεδο, πλην όμως περί τον Ιούλιο 2002 διαπιστώθηκε τελικώς, ότι δεν μπορούσε να εκδοθεί οικοδομική άδεια για την συγκεκριμένη χρήση (κέντρο διασκέδασης) και έτσι η αγοραπωλησία ματαιώθηκε χωρίς να υπέχει ευθύνη γι' αυτό ο εγκαλών. Μετά ταύτα περί τα του Ιουλίου 2002 ο εγκαλών ζήτησε από τον εκκαλούντα κατηγορούμενο την επιστροφή του χρηματικού ποσού της προκαταβολής δηλαδή του ζήτησε το ποσό των 12.800.000 δρχ. (37.564 Ευρώ), αφαιρουμένου του ποσού των 200.000 δρχ. όπως είχαν συμφωνήσει για τις μεσιτικές του υπηρεσίες. Ο εκκαλών στην αρχή φάνηκε να συμφωνεί λέγοντας ότι στο προσεχές χρονικό διάστημα θα ζητούσε και θα ελάμβανε από τους οικοπεδούχους το προκαταβληθέν ποσό χρημάτων ενόψει της ματαίωσης της αγοραπωλησίας. Στο τέλος όμως περί τις αρχές Νοέμβρη 2002 του ανέφερε ότι οι οικοπεδούχοι αρνούνταν να επιστρέψουν την προκαταβολή. Θορυβημένος ο εγκαλών από την εξέλιξη αυτή επιχείρησε να επικοινωνήσει μαζί τους για να διευθετήσουν το θέμα, γεγονός που θα συνέβαινε για πρώτη φορά, αφού μέχρι τότε η όλη επικοινωνία γινόταν μέσω του εκκαλούντος.
Τελικώς ήρθε σε επαφή με τον προαναφερόμενο μάρτυρα Μ1, ο οποίος είχε και το μεγαλύτερο ποσοστό συνιδιοκτησίας από τον οποίο έλαβε τη διαβεβαίωση ότι ουδείς συνιδιοκτήτης είχε λάβει κάποιο ποσό ως προκαταβολή και ότι ουδέποτε ο εκκαλών τους ενημέρωσε για το ενδιαφέρον του εγκαλούντα προς το συγκεκριμένο οικόπεδο (βλ. τις από 1-3-07 και 26-11-07 ένορκες καταθέσεις του Μ1).
Ο εκκαλών-κατηγορούμενος τόσο στην απολογία του ενώπιον της ανακρίτριας, όσο και στην έφεση του αρνείται ότι έλαβε ποτέ από τον εγκαλούντα το ως άνω χρηματικό ποσό και ισχυρίζεται ότι η οικονομική διαφορά που υφίσταται μεταξύ τους οφείλεται στο γεγονός ότι ενόψει κάποιας πρόσκαιρης οικονομικής δυσκολίας που αντιμετώπιζε ο εγκαλών, προσφέρθηκε να τον βοηθήσει να λάβει ( ο εγκαλών) δάνειο από την Εμπορική Τράπεζα για το οποίο, αφενός εγγυήθηκε ο ίδιος (εκκαλών), αφετέρου δέχθηκε να προσημειωθεί δικό του ακίνητο, και για την οποία διαφορά ήδη έχουν καταφύγει ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων.
Οι ως άνω ισχυρισμοί του εκκαλούντα κρίνονται ασθενείς και αβάσιμοι καθόσον οι εξετασθέντες ως μάρτυρες Μ2, Μ3 και Μ4 στις ένορκες καταθέσεις τους επιβεβαιώνουν την καταβολή του προαναφερόμενου χρηματικού ποσού, ο πρώτος δε από αυτούς ήτα παρών στο γεγονός. Όσον αφορά δε το θέμα του δανείου, οι ως άνω μάρτυρες γνωρίζουν την ύπαρξη αυτού, πλην όμως κατέθεσαν ότι αυτό συνήφθη προκειμένου ο εκκαλών να "ξεχρεώσει" στον εγκαλούντα το ποσό της προκαταβολής, καθόσον ήταν ο μοναδικός τρόπος να εισπράξει αυτός (εγκαλών) τα χρήματα του. Η άποψη αυτή φαίνεται να έχει σημαντική ουσιαστική βασιμότητα λαμβανομένου υπόψη ότι εκτός από εγγυητής του δανείου, ο εκκαλών προσέφερε ακίνητο του για εγγραφή προσημείωσης, κάτι το οποίο δεν είχε λόγους να κάνει, αν ο πραγματικός λόγος σύναψης του δανείου ήταν η διευκόλυνση του εγκαλούντα.
Τέλος από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία προέκυψε ότι ο εκκαλών για παρόμοιες περιπτώσεις παραπέμφθηκε και στο παρελθόν ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λάρισας, κατηγορούμενος για απάτη ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, κατόπιν μηνύσεων που υπέβαλαν εναντίον του οι Υ1 και Υ2 οι οποίοι επίσης του είχαν δώσει ο μεν πρώτος τον Φεβρουάριο 2001, ο δε δεύτερος τον Αύγουστο 2001, ως προκαταβολή τα χρηματικά ποσά των 5.000.000 δρχ. καίχ 10.000.000 δρχ. αντίστοιχα για την πώληση ενός οικοπέδου εμβαδού 130 τ.μ. που βρίσκεται στη ...., στη συμβολή των οδών .... και .... και ανήκει στους συνιδιοκτήτες Ι1 και Ι2 διαβεβαιώνοντας και τους τότε εγκαλούντες ότι ενεργούσε για λογαριασμό των οικοπεδούχων. Τα ως άνω πρoκύπτoυν από τις 2473/18-9-06 και 3825/30-9-2005 αποφάσεις του προαναφερομένου δικαστηρίου, το οποίο ναι μεν απάλλαξε τον κατηγορούμενο από τις κατηγορίες, αφού όμως προηγουμένως αυτός είχε αναγκασθεί να επιστρέψει, έστω και με μεγάλη καθυστέρηση , στους εγκαλούντες τα χρήματα που είχε λάβει και οι υποθέσεις εμφανίστηκαν ως συμβιβασμένες. Συντρέχει επομένως στο πρόσωπο του εκκαλούντα η επιβαρυντική περίπτωση της "κατ'επάγγελμα" τέλεσης της πράξης της απάτης, αφού από την επανειλημμένη τέλεση αυτής και την υποδομή που έχει διαμορφώσει, λειτουργώντας το συγκεκριμένο κτηματομεσιτικό γραφείο, αποσκοπεί στον πορισμό εισοδήματος.
Κατόπιν όλων όσων εκτέθηκαν ανωτέρω φρονούμε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής σε βάρος του εκκαλούντα για την αποδιδόμενη σ'αυτόν αξιόποινη πράξη, το δε εκκαλούμενο βούλευμα δυνάμει του οποίου παραπέμφθηκε αυτός ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου, ουδόλως έσφαλε αλλά εκτίμησε ορθά τις αποδείξεις και τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά.
Με τις παροδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών Λάρισας διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την επιβαλλομένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία (άρ. 93 Συντ. και 139 Κ.Π.Δ.), αφού εκθέτει σ'αυτό με πληρότητα και σαφήνεια, χωρίς ασάφειες και αντιφάσεις όλα χωρίς εξαίρεση τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο κρίθηκε ο αναιρεσείων παραπεμπτέος στο ακροατήριο, τα αποδεικτικά μέσα τα οποία προσδιορίζονται κατ'είδος, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους ορθώς υπήγαγε αυτά στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των αρθρ. 1,13, 26 § 1, 27 § 1, 60, 63, 79, 386 § 1-3α' ΠΚ ως ισχύουν, τις οποίες σωστά ερμήνευσε και εφάρμοσε.
Συνεπώς, οι από το άρθρο 484 § 1 β' και δ' Κ.Π.Δ., προβαλλόμενοι λόγοι αναίρεσης, με τους οποίους πλήττεται το προσβαλλόμενο βούλευμα για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των εφαρμοσθεισών ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρ. 13 στ' και 386 § 1-3α'Π.Κ. ως ισχύουν, και για έλλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι αβάσιμοι και ως τέτοιοι, πρέπει να απορριφθούν, ο δε δεύτερος από αυτούς, κατά το μέρος, με το οποίο, με την επίκληση, κατ'επίφαση, έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Συμβουλίου της ουσίας, ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και επιχειρείται η επανεκτίμηση τους, είναι απαράδεκτος και ως τέτοιος πρέπει να απορριφθεί, συνακολούθως δε, επειδή δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναίρεσης προς εξέταση (αρ. 511 ΚΠΔ) πρέπει η υπό κρίση αναίρεση να απορριφθεί στο σύνολο της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (αρθρ. 583 § 1 Κ.Π.Δ.).
Για τους λόνους αυτούς-Προτείνω:
(Α) Να απορριφθεί η υπ'αρ.13/1-12-2008 αίτηση του Χ1 κατοίκου ... για αναίρεση του υπ'αρ. 262/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών.
(Β) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα.
Αθήνα 18/12/2008
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Μιλτιάδης Ανδρειωτέλλης"

Αφού άκουσε
τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη με αριθ. εκθ. 13/1 - 12 -2008 αίτηση αναιρέσεως, στρεφόμενη κατά του με αριθ. 262/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας, με το οποίο απορρίφθηκε κατ'ουσίαν η έφεση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου κατά του με αριθ. 165/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Λάρισας και επικυρώθηκε το βούλευμα αυτό, που τον παρέπεμψε, μαζί με άλλους δύο συγκατηγορουμένους του, στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Λάρισας, για να δικασθούν για κακουργηματική απάτη, κατ'επάγγελμα, με συνολικό όφελος ποσό που υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ. (άρθρο 386 παρ. 1, 3 α, 13 στοιχ. στ ΠΚ), έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως και από πρόσωπο που δικαιούται προς τούτο και κατά βουλεύματος υποκειμένου σε αναίρεση, γι'αυτό και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή.
Από τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του ΠΚ, προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του από αυτήν προβλεπομένου εγκλήματος της απάτης απαιτείται: 1) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο όφελος, χωρίς να προσαπαιτείται και η πραγματοποίησή του, 2) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση των αληθινών, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε ο απατώμενος να προβεί σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, που ενέχει περιουσιακή διάθεση και συνεπάγεται περιουσιακή βλάβη και 3) βλάβη ξένης περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τη συμπεριφορά (πράξη, παράλειψη ή ανοχή), στην οποία παραπείστηκε ο παθών. Κατά την παρ. 3 εδ. α του άρθρου 386 ΠΚ όπως αντικ. με το αρθ. 14 παρ. 4 του Ν. 2721/1999 η απάτη έχει κακουργηματικό χαρακτήρα αν διαπράττεται κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ. Το έγκλημα της απάτης προϋποθέτει, την πρόκληση και επέλευση βλάβης στην περιουσία άλλου προσώπου, με σκοπό την απόκτηση παράνομου περιουσιακού οφέλους του υπαίτιου ή τρίτου, η οποία επιτυγχάνεται με την παραπλάνηση του άλλου, δια της εν γνώσει παραστάσεως ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή της αθέμιτης απόκρυψης ή παρασιώπησης αληθινών γεγονότων. Η παραπλάνηση δηλαδή του άλλου πραγματώνεται, με τρεις υπαλλακτικά μικτούς τρόπους (παράσταση - απόκρυψη - παρασιώπηση) που κατατείνουν σε ένα και το αυτό έγκλημα, οι οποίοι διαφέρουν εννοιολογικά μεταξύ τους και εκ των οποίων οι δύο πρώτοι συνιστούν περιπτώσεις θετικής απατηλής συμπεριφοράς, ενώ ο τρίτος, της παρασιώπησης δηλαδή αληθινών γεγονότων, περίπτωση απατηλής συμπεριφοράς δια παραλείψεως, την παράλειψη δηλαδή ανακοινώσεως αληθινών γεγονότων, για τα οποία υπήρχε υποχρέωση ανακοινώσεως, από το νόμο, σύμβαση ή προηγούμενη συμπεριφορά του υπαίτιου. Το πρόσωπο του παραπλανήσαντος, δεν είναι αναγκαίο να ταυτίζεται με εκείνο του ωφεληθέντος, ούτε το πρόσωπο του παραπλανηθέντος με εκείνο του ζημιωθέντος. Από υποκειμενική άποψη και το ανωτέρω έγκλημα, έχει υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση, τελείται δηλαδή με την επιδίωξη ορισμένου περαιτέρω σκοπού, που είναι η αποκομιδή παράνομου περιουσιακού οφέλους του ίδιου ή άλλου, με βλάβη τρίτου.
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 13 εδ. στ' του ΠΚ, που προστέθηκε στο άρθρο αυτό με το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 2408/1996, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Κατά συνήθεια δε τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος, ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστη. Από την τελευταία αυτή διάταξη του άρθρου 13 εδ. στ' του ΠΚ προκύπτει ότι, για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περιστάσεως της τέλεσης του συγκεκριμένου εγκλήματος κατ' επάγγελμα, απαιτείται αντικειμενικά μεν επανειλημμένη τέλεση αυτού χωρίς απαραιτήτως να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη, υποκειμενικά δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεσή του. Επίσης, κατ' επάγγελμα τέλεση συντρέχει και όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη φορά, όχι όμως ευκαιριακά, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητά του με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος.
Εξάλλου, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σε αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν, από την ανάκριση ή προανάκριση και θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα για το οποίο ασκήθηκε κατ' αυτού ποινική δίωξη, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί βάσει των οποίων το συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνον από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε από καθένα.
Τέλος, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που ιδρύει τον λόγο αναιρέσεως του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. β' ΚΠοινΔ, υπάρχει όταν το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την προδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν το πόρισμα του συμβουλίου, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό του βουλεύματος και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου και να μην έχει το βούλευμα νόμιμη βάση.
Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Λάρισας, με το προσβαλλόμενο 262/2008 βούλευμά του, με επιτρεπτή καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σε αυτό πρόταση της Αντεισαγγελέως Εφετών και μετά από την εκτίμηση και την αξιολόγηση του συλλεγέντος από τη διενεργηθείσα κυρία ανάκριση και τη προηγηθείσα αυτής προκαταρκτική εξέταση αποδεικτικού υλικού (ως εγγράφων, καταθέσεων μαρτύρων και απολογίας), απέρριψε τη με αριθ. εκθ. 19/30-5-2008 έφεση του κατηγορουμένου κατά του πρωτοβάθμιου με αριθ. 165/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Λάρισας, με το οποίο παραπέμπεται στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου κακουργημάτων Λάρισας, για να δικασθεί για κακουργηματική απάτη, αφού δέχθηκε ότι προέκυψαν, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: "Ο εκκαλών διατηρεί στην πόλη της Λάρισας κτηματομεσιτικό, γραφείο επί της οδού ... Ο εγκαλών Ψ1, έχοντας στα επαγγελματικά του σχέδια την ανέγερση κτίσματος-κέντρου διασκεδάσεως, ανέθεσε στον εκκαλούντα-κατηγορούμενο, με τον οποίο συνδεόταν με σχέσεις φιλίας και εμπιστοσύνης, την ανεύρεση οικοπέδου εντός της πόλεως της .... Ο τελευταίος μετά πάροδο μικρού χρονικού διαστήματος υπέδειξε στον εγκαλούντα το επί της οδού .... ευρισκόμενο οικόπεδο, συνιδιοκτήτης του οποίου ήταν, εκτός των άλλων, και ο μάρτυς Μ1 . Αυτός ως εκπρόσωπος και των λοιπών συνιδιοκτητών-συγκληρονόμων είχε αναθέσει, το έτος 2000, την πώληση του οικοπέδου στον εκκαλούντα. Το ως άνω οικόπεδο προκάλεσε πράγματι το ενδιαφέρον του εγκαλούντα, ο οποίος ζήτησε τοπογραφικό διάγραμμα για να το μελετήσει. Στη συνέχεια ο εκκαλών, δηλώνοντας ότι ενεργεί εκ μέρους και για λογαριασμό των συνιδιοκτητών του οικοπέδου, καθόρισε την αξία αυτού στο ποσό των 140.000.000 δρχ. (410.858 Ευρώ) και ζήτησε από τον εγκαλούντα ως προκαταβολή το χρηματικό ποσό των 13.000.000 δραχμών (38.151 Ευρώ) προκειμένου να το αποδώσει στους οικοπεδούχους, ώστε η πρόταση για αγορά οικοπέδου να εκληφθεί ως σοβαρή και να παραδοθούν οι τίτλοι ιδιοκτησίας του. Στις 21-9-2001 ο εγκαλών, παρουσία και του μάρτυρα Μ2 παρέδωσε στον εκκαλούντα, εντός του γραφείου του, το ως άνω χρηματικό ποσό της προκαταβολής, έχοντας τη διαβεβαίωση του ότι θα το αποδώσει στους οικοπεδούχους, ώστε να προχωρήσει η διαδικασία πώλησης. Από το ως άνω χρηματικό ποσό της προκαταβολής συμφωνήθηκε να παρακρατήσει ο εκκαλών-κατηγορούμενος, το ποσό των 200.000 δρχ. (587 Ευρώ) ως αμοιβή για τις μεσιτικές του υπηρεσίες, ακόμη και αν τελικώς δεν επιτυγχάνετο η οριστική πώληση του οικοπέδου. Λίγες ημέρες μετά την παράδοση της προκαταβολής των χρημάτων ο εκκαλών έδωσε στον εγκαλούντα αντίγραφα των τίτλων ιδιοκτησίας του οικοπέδου και τον διαβεβαίωσε ότι τα χρήματα παρεδώθησαν στους οικοπεδούχους. Στη συνέχεια ο εγκαλών προέβη στις σχετικές έρευνες για το οικόπεδο, πλην όμως περί τον Ιούλιο 2002 διαπιστώθηκε τελικώς, ότι δεν μπορούσε να εκδοθεί οικοδομική άδεια για την συγκεκριμένη χρήση (κέντρο διασκέδασης) και έτσι η αγοραπωλησία ματαιώθηκε χωρίς να υπέχει ευθύνη γι' αυτό ο εγκαλών. Μετά ταύτα περί τα τέλη του Ιουλίου 2002 ο εγκαλών ζήτησε από τον εκκαλούντα την επιστροφή του χρηματικού ποσού της προκαταβολής δηλαδή του ζήτησε το ποσό των 12.800.000 δρχ. (37.564 Ευρώ), αφαιρουμένου του ποσού των 200.000 δρχ. όπως είχαν συμφωνήσει για τις μεσιτικές του υπηρεσίες. Ο εκκαλών στην αρχή φάνηκε να συμφωνεί λέγοντας ότι στο προσεχές χρονικό διάστημα θα ζητούσε και θα ελάμβανε από τους οικοπεδούχους το προκαταβληθέν ποσό χρημάτων ενόψει της ματαίωσης της αγοραπωλησίας. Στο τέλος όμως περί τις αρχές Νοέμβρη 2002 του ανέφερε ότι οι οικοπεδούχοι αρνούνταν να επιστρέψουν την προκαταβολή. Θορυβημένος ο εγκαλών από την εξέλιξη αυτή επιχείρησε να επικοινωνήσει μαζί τους για να διευθετήσουν το θέμα, γεγονός που θα συνέβαινε για πρώτη φορά, αφού μέχρι τότε η όλη επικοινωνία γινόταν μέσω του εκκαλούντος. Τελικώς ήρθε σε επαφή με τον προαναφερόμενο μάρτυρα Μ1 ο οποίος είχε και το μεγαλύτερο ποσοστό συνιδιοκτησίας από τον οποίο έλαβε τη διαβεβαίωση ότι ουδείς συνιδιοκτήτης είχε λάβει κάποιο ποσό ως προκαταβολή και ότι ουδέποτε ο εκκαλών τους ενημέρωσε για το ενδιαφέρον του εγκαλούντα προς το συγκεκριμένο οικόπεδο (βλ. τις από 1-3-07 και 26-11-07 ένορκες καταθέσεις του Μ1). Ο εκκαλών-κατηγορούμενος τόσο στην απολογία του ενώπιον της ανακρίτριας, όσο και στην έφεση του αρνείται ότι έλαβε ποτέ από τον εγκαλούντα το ως άνω χρηματικό ποσό και ισχυρίζεται ότι η οικονομική διαφορά που υφίσταται μεταξύ τους οφείλεται στο γεγονός ότι ενόψει κάποιας πρόσκαιρης οικονομικής δυσκολίας που αντιμετώπιζε ο εγκαλών, προσφέρθηκε να τον βοηθήσει να λάβει (ο εγκαλών) δάνειο από την Εμπορική Τράπεζα για το οποίο, αφενός εγγυήθηκε ο ίδιος (εκκαλών), αφετέρου δέχθηκε να προσημειωθεί δικό του ακίνητο, και για την οποία διαφορά ήδη έχουν καταφύγει ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων. Οι ως άνω ισχυρισμοί του εκκαλούντα κρίνονται ασθενείς και αδύναμοι καθόσον οι εξετασθέντες ως μάρτυρες Μ2, Μ3 και Μ4 στις ένορκες καταθέσεις τους επιβεβαιώνουν την καταβολή του προαναφερόμενου χρηματικού ποσού, ο πρώτος δε από αυτούς ήτα παρών στο γεγονός. Όσον αφορά δε το θέμα του δανείου, οι ως άνω μάρτυρες γνωρίζουν την ύπαρξη αυτού, πλην όμως κατέθεσαν ότι αυτό συνήφθη προκειμένου ο εκκαλών να "ξεχρεώσει" στον εγκαλούντα το ποσό της προκαταβολής, καθόσον ήταν ο μοναδικός τρόπος να εισπράξει αυτός (εγκαλών) τα χρήματά του. Η άποψη αυτή φαίνεται να έχει σημαντική ουσιαστική βασιμότητα λαμβανομένου υπόψη ότι εκτός από εγγυητής του δανείου, ο εκκαλών προσέφερε ακίνητο του για εγγραφή προσημείωσης, κάτι το οποίο δεν είχε λόγους να κάνει, αν ο πραγματικός λόγος σύναψης του δανείου ήταν η διευκόλυνση του εγκαλούντα. Τέλος από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία προέκυψε ότι ο εκκαλών για παρόμοιες περιπτώσεις παραπέμφθηκε και στο παρελθόν ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λάρισας, κατηγορούμενος για απάτη ιδιαίτερα μεγάλης αξίας κατόπιν μηνύσεων που υπέβαλαν εναντίον του οι Υ1 και Υ2 οι οποίοι επίσης του είχαν δώσει ο μεν πρώτος τον Φεβρουάριο 2001, ο δε δεύτερος τον Αύγουστο 2001, ως προκαταβολή τα χρηματικά ποσά των 5.000.000 δρχ. και 10.000.000 δρχ. αντίστοιχα για την πώληση ενός οικοπέδου εμβαδού 130 τ.μ. που βρίσκεται στη ... στη συμβολή των οδών ....και .... και ανήκει στους συνιδιοκτήτες Ι1 και Ι2 διαβεβαιώνοντας και τους τότε εγκαλούντες ότι ενεργούσε για λογαριασμό των οικοπεδούχων. Τα ως άνω προκύπτουν από τις αριθ. 2473/18-J3-06 και 3825/30-9-2005 αποφάσεις του προαναφερομένου δικαστηρίου, το οποίο ναι μεν απάλλαξε τον κατηγορούμενο από τις κατηγορίες, αφού όμως προηγουμένως αυτός είχε αναγκασθεί να επιστρέψει, έστω και με μεγάλη καθυστέρηση, στους εγκαλούντες τα χρήματα που είχε λάβει και οι υποθέσεις εμφανίστηκαν ως συμβιβασμένες. Συντρέχει επομένως στο πρόσωπο του εκκαλούντα η επιβαρυντική περίπτωση της "κατ'επάγγελμα" τέλεσης της πράξης της απάτης, αφού από την επανειλημμένη τέλεση αυτής και την υποδομή που έχει διαμορφώσει, λειτουργώντας το συγκεκριμένο κτηματομεσιτικό γραφείο, αποσκοπεί στον πορισμό εισοδήματος. Κατόπιν όλων όσων εκτέθηκαν ανωτέρω φρονούμε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής σε βάρος του εκκαλούντα για την αποδιδόμενη σ'αυτόν αξιόποινη πράξη, το δε εκκαλούμενο βούλευμα δυνάμει του οποίου παραπέμφθηκε αυτός ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου, ουδόλως έσφαλε αλλά εκτίμησε ορθά τις αποδείξεις και τα προκύψαντα πραγματικά". Έτσι το Συμβούλιο Εφετών Λάρισας, απέρριψεν κατ'ουσίαν την έφεση του κατηγορουμένου και επικύρωσε το εκκαλούμενο με αριθ. 165/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Λάρισας, δυνάμει του οποίου ο κατηγορούμενος παραπέμπεται συγκεκριμένα για να δικασθεί ως υπαίτιος του ότι: "Στη ..., κατά το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2001 με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος παράνομο περιουσιακό όφελος έβλαψε ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, το δε όφελος που αποκόμισε από την πράξη του υπερβαίνει το χρηματικό ποσό των 15.000 ευρώ και αυτός διαπράττει απάτες κατ'επάγγελμα, αφού από την υποδομή που έχει διαμορφώσει με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης της απάτης προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος και συγκεκριμένα: Ενώ διατηρούσε κτηματομεσιτικό γραφείο στη .... και επί της οδού ..., υπέδειξε στον εγκαλούντα Ψ1 που ενδιαφερόταν να αγοράσει οικόπεδο εντός της πόλης της ... την αγορά του οικοπέδου που βρίσκεται στη .... στη διασταύρωση των οδών .... συνιδιοκτησίας των Μ1, ....,...., ...., ...., .... και λοιπών επτά προσώπων, που ενδιαφέρονταν να το πωλήσουν, και του παρέστησε εν γνώσει ψευδώς ότι ενεργούσε κατ' εντολή και για λογαριασμό των συνιδιοκτητών του οικοπέδου ζητώντας ως προκαταβολή για την αγορά αυτού χρηματικό ποσό 13.000.000 δραχμών (ή 38.151 ευρώ) έναντι της καθορισθείσας αυτού αξίας ποσού 140.000.000 δραχμών (ή 410.858 ευρώ), ενώ η αλήθεια είναι ότι καμία τέτοια εντολή για τη λήψη προκαταβολής δεν είχε λάβει από τους ανωτέρω αναφερομένους συνιδιοκτήτες του ακινήτου, οι οποίοι ούτε γνώριζαν ότι διαπραγματευόταν την πώληση του ακινήτου τους με τον εγκαλούντα, με τον τρόπο δε αυτό έπεισε τον εγκαλούντα, που συμφωνούσε στην αγορά του ανωτέρω οικοπέδου, να του καταβάλει στις 21-9-2001 ως προκαταβολή χρηματικό ποσό 13.000.000 δραχμών (ή 38.151 ευρώ), βλάπτοντας έτσι την περιουσία του εγκαλούντος κατά το ως άνω ποσό, το οποίο ουδέποτε απέδωσε στους οικοπεδούχους αλλά ωφελήθηκε παράνομα ο ίδιος. Είναι δε δράστης που διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα, αφού από την υποδομή που έχει διαμορφώσει και διατηρεί, συνιστάμενη στην οργάνωση κτηματομεσιτικού γραφείου με έδρα τη .... έχοντας την πρόθεση να μετέρχεται και να επαναλαμβάνει πράξεις απάτης, όπως η ανωτέρω αναφερόμενη, όχι ευκαιριακά αλλά με μεθοδικότητα και ετοιμότητα, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος.
Με αυτά που δέχθηκε, ως άνω, το Συμβούλιο Εφετών Λάρισας, αναφορικά με την πράξη της κακουργηματικής απάτης, φερομένης ως τελεσθείσας από τον αναιρεσείοντα, κατά μήνα Σεπτέμβριο του 2001, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σε αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ενεργηθείσα κυρία ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ως άνω εγκλήματος της κακουργηματικής απάτης, για το οποίο έκρινε ότι πρέπει να παραπεμφθεί στο ακροατήριο του αρμοδίου Δικαστηρίου ο εκκαλών - κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων, οι αποδείξεις από τις οποίες το Συμβούλιο συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα προκύψαντα περιστατικά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφάρμοσε, ήτοι εκείνες των άρθρων 13 εδ. στ, 26 παρ. 1 α, 27, 98 και 386 παρ. 1, 3 του ΠΚ, τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, ενώ εξ άλλου δεν στερείται το βούλευμα νόμιμης βάσεως, αφού με αυτά που δέχθηκε δεν αποβαίνει ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος, για την ορθή ή μη εφαρμογή των διατάξεων τούτων. Ειδικότερα, α) αναφέρεται ως τρόπος τελέσεως της απάτης ο ένας από τους τρεις προαναφερθέντες τρόπους τελέσεως, εκείνος της εν γνώσει παραστάσεως ψευδών γεγονότων ως αληθινών και συγκεκριμένα ότι ο αναιρεσείων όντας μεσίτης ακινήτων, ενεργούσε δήθεν κατ'εντολή και για λογαριασμό των συνιδιοκτητών του οικοπέδου που ενδιαφερόταν, καθ' υπόδειξή του, να αγοράσει ο εγκαλών, και ότι είχε την εντολή τους για πώληση του οικοπέδου και λήψη προκαταβολής ποσού 13.000.000 δραχμών, ποσό που ο ίδιος εισέπραξε από τον εγκαλούντα για να το παραδώσει δήθεν στους πωλητές, πράγμα που ουδέποτε έπραξε, ούτε και επέστρεψε τα χρήματα, ωφεληθείς παράνομα ο ίδιος το άνω ποσό που υπερβαίνει τις 15.000 ευρώ, αφού το αληθές είναι ότι οι συνιδιοκτήτες του συγκεκριμένου οικοπέδου, δεν είχαν δώσει ποτέ εντολή πωλήσεως και εισπράξεως για λογαριασμό τους προκαταβολής, δεν εισέπραξαν καμία προκαταβολή από τον κατηγορούμενο και αγνοούσαν ακόμα και τις διαπραγματεύσεις, β) αιτιολογείται ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της απατηλής συμπεριφοράς του κατηγορουμένου και της επελθούσας βλάβης του εγκαλούντος, προσδιορίζονται επαρκώς ως παραπάνω οι απατηλές ενέργειες και τα στοιχεία που δικαιολογούν την παραπλάνηση, γ) αιτιολογημένα χωρίς αντιφάσεις απορρίπτεται ως αβάσιμος ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου, περί υπάρξεως άλλης οικονομικής διαφοράς μεταξύ τους, από δάνειο που έλαβε ο εγκαλών από την Εμπορική Τράπεζα, για το οποίο δάνειο εγγυήθηκε δήθεν ο κατηγορούμενος με την προσωπική του περιουσία, δ) αιτιολογείται επαρκώς και η συνδρομή της επιβαρυντικής περιστάσεως της κατ'επάγγελμα τελέσεως της απάτης, με επανειλημένη τέλεση αυτής, με τον ίδιο τρόπο και σε δύο άλλες περιπτώσεις που αναφέρει ότι έγιναν στο παρελθόν σε βάρος άλλων τρίτων συγκεκριμένων προσώπων, αλλά και λόγω της υποδομής που είχε διαμορφώσει, λειτουργώντας κτηματομεσιτικό γραφείο και δεχόμενο το Συμβούλιο ότι ο κατηγορούμενος αποσκοπούσε, με τις απάτες αυτές, στον πορισμό εισοδήματος.
Επομένως, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι οι σχετικοί λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των παραπάνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων.
Μετά ταύτα, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως για να ερευνηθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα(άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τη με αριθ. εκθ. 13/1-12-2008 αίτηση του Χ1 για αναίρεση του με αριθ. 262/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας. Και.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 20 Μαΐου 2009. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 18 Ιουνίου 2009.-

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή