Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1234 / 2010    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Πλαστογραφία, Ηθική αυτουργία, Αυτοπρόσωπη εμφάνιση, Ψευδής βεβαίωση.




Περίληψη:
Ηθική αυτουργία σε ψευδή βεβαίωση και πλαστογραφία, με σκοπό περιουσιακού οφέλους άνω 73.000 € και αντίστοιχη βλάβη τρίτου. Έννοια, Στοιχεία. Αίτημα αυτοπρόσωπης εμφάνισης. Τι πρέπει να διαλάβει το Συμβούλιο επ' αυτού. Αίτημα περαιτέρω ανάκρισης. Αντιμετώπιση από το Συμβούλιο. Τι πρέπει να διαλάβει στην απορριπτική αυτού απόφαση. Ηθική αυτουργία σε ψευδή βεβαίωση συμβολαιογράφου που απαλλάχθηκε, λόγω ελλείψεως δόλου και πλαστογραφία, με σκοπό περιουσιακού οφέλους και βλάβης τρίτου άνω των 73.000€. Αίτημα αυτοπρόσωπης εμφάνισης στο Συμβούλιο Εφετών. Απόρριψη με πλήρη αιτιολογία. Πλήρης αιτιολογία. Αίτημα αυτοπρόσωπης εμφάνισης στον Άρειο Πάγο. Απόρριψη με πλήρη αιτιολογία. Λόγοι 484 § 1α, β, δ ΚΠΔ. Απόρριψη λόγων αιτήσεως αναιρέσεως. Απόρριψη αιτήματος αυτοπρόσωπης εμφάνισης στον Α.Π.




Αριθμός 1234/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' Ποιν. Τμήμα-ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Παπαηλιού και Γεώργιο Μπατζαλέξη-Εισηγητή,Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου-Εμμανουήλ Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 9 Μαρτίου 2010, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση
του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ.1270/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Με πολιτικώς ενάγουσα την Ψ σύζυγος Φ, κάτοικο .... Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 24 Ιουλίου 2009 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1207/2009.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ρούσσος-Εμμανουήλ Παπαδάκης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Κολιοκώστα, με αριθμό 6/13-1-2010, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
"Εισάγω, κατά το άρθρο 485 παρ. 1 του ΚΠΔ, την 155/24.07.2009 αίτηση (δήλωση) του κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., για αναίρεση του 1270/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτω τα ακόλουθα:
Ι. Με το 2226/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών έχει παραπεμφθεί ο αναιρεσείων κατηγορούμενος ενώπιον του ακροατηρίου του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (για τα κακουργήματα) προκειμένου να δικασθεί για α) ηθική αυτουργία σε ψευδή βεβαίωση, με συνολικό αθέμιτο όφελος και αντίστοιχη βλάβη που υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ και β) πλαστογραφία μετά χρήσεως, με συνολικό περιουσιακό όφελος και αντίστοιχη ζημία που υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ. Κατά του βουλεύματος αυτού ο αναιρεσείων άσκησε την 462/2007 έφεση που απορρίφθηκε κατ' ουσία και επικυρώθηκε το εκκαλούμενο βούλευμα με το 879/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το οποίο αναιρέθηκε με την 416/2009 απόφαση του Αρείου Πάγου (σε Συμβούλιο).
Στη συνέχεια εκδόθηκε το προσβαλλόμενο 1270/2009 βούλευμα του ίδιου Συμβουλίου Εφετών, το οποίο απέρριψε και πάλι κατ' ουσία την έφεση (462/2007) του εκκαλούντος - αναιρεσείοντος και επικύρωσε το εκκαλούμενο βούλευμα, αφού προηγουμένως μεταρρύθμισε το διατακτικό του, κατά το μέρος που αφορά την πράξη της πλαστογραφίας - καταρτίσεως εγγράφου μετά χρήσεως, σε ηθική αυτουργία σε πλαστογραφία - νόθευση εγγράφου μετά χρήσεως, την οποία διατύπωσε επί το ορθότερο, διατηρώντας τον κακουργηματικό της χαρακτήρα και απέρριψε τα αιτήματα του εκκαλούντος για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιον του συμβουλίου και διενέργεια συμπληρωματικής κυρίας ανακρίσεως.
ΙΙ. Η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, με την οποία πλήττεται το παραπάνω εφετειακό βούλευμα, είναι νομότυπη, εμπρόθεσμη και παραδεκτή, ασκηθείσα από πρόσωπο που δικαιούται προς τούτο και κατά βουλεύματος που υπόκειται σε αναίρεση, περιέχει δε με τρόπο ορισμένο ως λόγους αναιρέσεως, την απόλυτη ακυρότητα, την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως (άρθρα 462, 463, 465 παρ. 1, 473 παρ.1, 474 παρ. 1, 482 παρ. 1α και 484 παρ.1 στοιχ. α', β' και δ' του ΚΠΔ) και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω κατ' ουσία.
ΙΙΙ. Κατά το άρθρο 309 παρ. 2 του ΚΠΔ, το οποίο εφαρμόζεται αναλόγως και κατά την διαδικασία ενώπιον του συμβουλίου εφετών (αρθρ. 316 παρ. 2, 318 εδ. α' του ΚΠΔ) "Το συμβούλιο, με αίτηση ενός από τους διαδίκους, είναι υποχρεωμένο να διατάσσει την εμφάνισή τους ενώπιον του, με την παρουσία και του εισαγγελέα, για να δώσουν κάθε διευκρίνηση.....Τότε μόνο είναι δυνατόν να απορρίψει την αίτηση για εμφάνιση, όταν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι που αναφέρονται ειδικά στο βούλευμα". Εξάλλου, η απαιτούμενη κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, του παραπεμπτικού βουλεύματος, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 περ. δ' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, εκτείνεται και στην απορριπτική της αιτήσεως κατηγορουμένου, για την εμφάνισή του στο συμβούλιο, διάταξή του, η οποία πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Έτσι, αν μεν το συμβούλιο, δεν απαντήσει σε ένα τέτοιο αίτημα του κατηγορούμενου που υποβάλλεται κατά τρόπο νόμιμο, υπάρχει παραβίαση των διατάξεων που αφορούν την άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχονται σ' αυτόν (άρθρ. 171 παρ. 1 περ. δ' του ΚΠΔ) και ιδρύεται λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 περ. α' του ΚΠΔ, αν δε απορρίψει το αίτημα, χωρίς την απαιτούμενη επαρκή αιτιολογία, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 περ. δ' του ίδιου κώδικα, για ελλιπή αιτιολογία (ΑΠ 888/2009, ΑΠ 606/2009, ΑΠ 1432/2008, ΑΠ 960/2006). Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος Χ με υπόμνημά του που επισυνάπτεται στην 462/2009 έκθεση εφέσεως αυτού κατά του πρωτόδικου 2226/2007 παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, ζήτησε να εμφανισθεί ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, που επιλήφθηκε της εφέσεως, προκειμένου να παρασχεθούν από αυτόν οι αναγκαίες διευκρινίσεις επί της όλης υποθέσεως. Το Συμβούλιο Εφετών απέρριψε το αίτημα αυτό, αρχικά με το 879/2008 βούλευμά του, που αναιρέθηκε για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της απορριπτικής επί του αιτήματος αυτού διατάξεώς του, και στη συνέχεια με το προσβαλλόμενο 1270/2009 βούλευμα, το οποίο, επιτρεπτώς αναφερόμενο εξολοκλήρου στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, έκρινε ότι το σχετικό αίτημα του κατηγορουμένου....με το περιεχόμενο: "Δια ταύτα - εξαιτούμαι την άμεσον απαλλαγή μου .....άλλως την εμφάνισή μου ενώπιον του Συμβουλίου Σας"...είναι απορριπτέο...ως αβάσιμο, διότι ο κατηγορούμενος "στην απολογία του ενώπιον του Ανακριτή, καθώς και με σειρά εκτενέστατων υπομνημάτων του, ανέπτυξε αναλυτικά και διεξοδικά τους ισχυρισμούς και τις απόψεις του επί των πραγματικών και νομικών ζητημάτων της υπόθεσης, ώστε να μην υπάρχουν πλέον κενά προς περαιτέρω διευκρίνιση". Από την απορριπτική του ως άνω αιτήματος διάταξη του βουλεύματος, δεν παραβιάσθηκαν τα υπερασπιστικά δικαιώματα του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου και συνεπώς δεν επήλθε απόλυτη ακυρότητα, αφού το συμβούλιο απάντησε επ' αυτού ρητά, χωρίς όπως αναφέρθηκε να είναι υποχρεωμένο να διατάξει την εμφάνιση, η δε αναφερόμενη αιτιολογία της απορριπτικής αυτής διατάξεως του βουλεύματος, είναι ειδική και εμπεριστατωμένη. Και τούτο διότι, πράγματι, η εμφάνιση του κατηγορουμένου στο συμβούλιο είναι περιττή, όταν αυτός έχει αναπτύξει τις απόψεις του με την απολογία του ενώπιον του Ανακριτή, τα υπομνήματα και την έφεσή του και η υπόθεση δεν εμφανίζει πλέον κενά προς διευκρίνιση. Επομένως, δεν υπάρχει θέμα απόλυτης ακυρότητας, ούτε ανεπαρκούς αιτιολογίας, της παραπάνω διατάξεως του προσβαλλόμενου βουλεύματος και ο πρώτος λόγος αναιρέσεως, από το άρθρο 484 παρ. 1 περ. α' και δ' του ΚΠΔ, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα από τα προεκτεθέντα, πρέπει, να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος. IV. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 245, 308 παρ. 1, 309 παρ. 1 εδ. δ', 312, 316 παρ. 2, 318 και 319 του ΚΠΔ προκύπτει ότι η ανάγκη ή μη συμπληρώσεως της ανακρίσεως (ή προανακρίσεως) και η διάταξη περαιτέρω ανακρίσεως ή προανακρίσεως απόκειται στην κυριαρχική εκτίμηση του δικαστικού συμβουλίου, η οποία δεν υπόκειται κατά τούτο στον έλεγχο του Αρείου Πάγου. Σε περίπτωση όμως απορρίψεως αιτήματος, που έχει υποβληθεί από τον εισαγγελέα ή τους διαδίκους, για τη διενέργεια περαιτέρω ανακρίσεως ή προανακρίσεως, προκειμένου να διεξαχθεί συγκεκριμένη ανακριτική ενέργεια, σε σχέση με συγκεκριμένο ζήτημα της κατηγορίας, το συμβούλιο οφείλει να αιτιολογήσει την απορριπτική του κρίση ειδικώς και εμπεριστατωμένως. Η αιτιολογία πάντως αυτή για την απόρριψη, έστω και σιωπηρώς, του αιτήματος που υποβάλλει ο κατηγορούμενος για περαιτέρω ανάκριση ή προανάκριση, θεωρείται ότι υπάρχει στην περίπτωση που το συμβούλιο αποφαίνεται οριστικά επί της ουσίας και αιτιολογείται η ύπαρξη σοβαρών και επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου από τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία, που με πληρότητα παραθέτει και εκτιμά το συμβούλιο (ΑΠ 606/2009, ΑΠ 191/2008, ΑΠ 1421/2005, ΑΠ 511/2005, ΑΠ 1606/2005). Στο προσβαλλόμενο βούλευμα, αφού παρατίθενται τα αποδεικτικά στοιχεία και αιτιολογείται πλήρως από το Συμβούλιο Εφετών η παραπεμπτική για τον αναιρεσείοντα κρίση του, απορρίπτεται το αίτημα αυτού για διεξαγωγή περαιτέρω ανακρίσεως, με την αιτιολογία "Από τα ανωτέρω εκτεθέντα προκύπτει ότι η υπόθεση αυτή ερευνήθηκε διεξοδικά και πλήρως κατά την προκαταρκτική εξέταση και κατά την κυρία ανάκριση και δεν συντρέχει λόγος να διαταχθεί περαιτέρω κυρία ανάκριση. Επομένως, το σχετικό αίτημα...πρέπει να απορριφθεί...προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου", η οποία (αιτιολογία) είναι ειδική και εμπεριστατωμένη.
Συνεπώς, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως, από το άρθρο 484 παρ. 1 περ. δ' του ΚΠΔ, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της απορριπτικής αυτής διατάξεως του βουλεύματος, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα από τα παραπάνω, πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος. V. Κατά τις διατάξεις του άρθρου 242 παρ. 1 και 3 του ΠΚ, όπως συμπληρώθηκε με τα άρθρα 1 παρ. 7 εδ. β' του Ν. 2408/1996 και 14 παρ. 6 του Ν. 2721/1999, υπάλληλος που στα καθήκοντά του ανάγεται η έκδοση ή η σύνταξη δημοσίων εγγράφων, αν σε τέτοια έγγραφα βεβαιώνει με πρόθεση ψευδώς περιστατικό που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με κάθειρξη, αν είχε σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον αθέμιτο όφελος ή να βλάψει παράνομα άλλον, το δε συνολικό όφελος ή η συνολική βλάβη υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του κακουργήματος της ψευδούς βεβαιώσεως (διανοητικής πλαστογραφίας), που είναι έγκλημα περί την υπηρεσία, απαιτείται: α) ο δράστης να είναι υπάλληλος, κατά την έννοια των άρθρων 13 εδ. α' και 263α' του ΠΚ, αρμόδιος για τη σύνταξη ή την έκδοση του εγγράφου, β) το έγγραφο να εμπίπτει στην έννοια του αναφερόμενου στο άρθρ. 438 ΚΠολΔ "δημοσίου εγγράφου", γ) οι έννομες συνέπειες που παράγονται από αυτό να αναφέρονται στη γένεση, αλλοίωση ή απώλεια δικαιώματος ή έννομης σχέσεως ή καταστάσεως, δ) δόλος του δράστη, που συνίσταται στη γνώση και στη θέληση να βεβαιώνει τα ψευδή περιστατικά ή τουλάχιστον στη γνώση ως ενδεχόμενης της παραγωγής αυτών και ε) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή άλλον αθέμιτο όφελος ή να βλάψει παρανόμως άλλον, χωρίς να είναι αναγκαία και η επίτευξή του, το δε όφελος ή η βλάβη να υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ (Ολ.ΑΠ 6/1995, ΑΠ 1693/2008, ΑΠ 1312/2008, ΑΠ 406/2008, ΑΠ 756/2006, ΑΠ 146/2006). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 216 του ΠΚ, "όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση", ενώ κατά την παρ. 3 εδ. α' του ιδίου άρθρου, όπως αυτή συμπληρώθηκε αρχικά με το άρθρο 1 παρ. 7 εδ. α' του Ν. 2408/1996 και στη συνέχεια αντικαταστάθηκε από το άρθρο 14 παρ. 2 του Ν. 2721/1999, "αν ο υπαίτιος αυτών των πράξεων (παρ. 1 - 2) σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον ή σκόπευε να βλάψει άλλον τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, εάν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας, η οποία είναι έγκλημα τυπικό, απαιτείται αντικειμενικά μεν η κατάρτιση από την αρχή εγγράφου, κατά την έννοια του άρθρου 13 στοιχ. γ' του ΠΚ, από τον υπαίτιο είτε με απομίμηση του γραφικού χαρακτήρα είτε με τη θέση της υπογραφής του φερόμενου ως συντάκτη, είτε με την κατάχρηση της υπογραφής (συμπλήρωση κατά το δοκούν εγγράφου που φέρει μόνον την υπογραφή τρίτου) που να το εμφανίζει ότι καταρτίστηκε από άλλον, ή νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του, υποκειμενικά δε δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση των πραγματικών περιστατικών που απαρτίζουν την πράξη αυτή και το σκοπό του δράστη να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, όπως είναι εκείνο το γεγονός το οποίο είναι σημαντικό για την παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσεως. Ως περιουσιακό όφελος νοείται κάθε βελτίωση της περιουσιακής καταστάσεως του δράστη ή άλλου, υπέρ του οποίου ενεργεί, η οποία επέρχεται με την αύξηση της οικονομικής αξίας της περιουσίας του ωφελουμένου ή με την προσπόριση άλλων ωφελημάτων οικονομικού χαρακτήρα ή με την αποφυγή της μειώσεως της περιουσίας του με βλάβη άλλου, η οποία και μόνη αρκεί για τη θεμελίωση της πλαστογραφίας σε βαθμό κακουργήματος εάν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ. Αμέσως ζημιούμενος από το έγκλημα της πλαστογραφίας δεν είναι μόνο εκείνος, του οποίου πλαστογραφήθηκε η υπογραφή ή νοθεύθηκε το έγγραφο του οποίου είναι εκδότης, αλλά και όποιος ζημιώνεται αμέσως από τη χρήση του. Για τη θεμελίωση της βαρύτερης μορφής της πράξεως και την κατάφαση του κακουργηματικού χαρακτήρα αυτής, απαιτείται πρόσθετος σκοπός του υπαιτίου να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος με βλάβη τρίτου ή να βλάψει άλλον, εάν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ, είναι δε αδιάφορο αν ο σκοπός αυτός της περιουσιακής μεταθέσεως στην οποία απέβλεψε ο δράστης επιτεύχθηκε ή όχι. Για τη στοιχειοθέτηση κακουργηματικής πλαστογραφίας δεν είναι αναγκαίο η περιουσιακή μετακίνηση να είναι άμεσα συνδεδεμένη με αυτήν, με την έννοια ότι θα πρέπει να επέρχεται ευθέως και αμέσως δια μόνης της υλικής πράξεως της καταρτίσεως ή νοθεύσεως εγγράφου. Αρκεί ότι το όφελος ή η περιουσιακή ζημία έχουν ενταχθεί στον επιδιωκόμενο σκοπό και στο εν γένει με την πλαστογραφία παραπλανητικό σχέδιο του δράστη και με την κατάρτιση του πλαστού εγγράφου διαμορφώνονται οι όροι και προϋποθέσεις για να υπάρξει στη συνέχεια η δυνατότητα, έστω και με την παρεμβολή άλλων ενεργειών του δράστη, χρονικώς επόμενων της καταρτίσεως του πλαστού εγγράφου, να επέλθει το σκοπηθέν όφελος ή η περιουσιακή ζημία. Οι τυχόν επιπρόσθετες και επόμενες ενέργειες του δράστη δεν αναιρούν το πρόσφορο της πλαστογραφίας ή της νοθεύσεως να επιφέρει το περιουσιακό όφελος ή την περιουσιακή ζημία την οποία αυτός επιδιώκει, αφού κατά την έννοια της ερμηνευόμενης διατάξεως για τη θεμελίωση του αξιοποίνου ο νόμος απέβλεψε όχι στην αμεσότητα της ενέργειας του δράστη σε σχέση με το αποτέλεσμα της περιουσιακής ζημίας ή του οφέλους, αλλά στην αμεσότητα του κινδύνου τον οποίο ενέχει αυτή καθ' εαυτή η υλική πράξη της πλαστογραφίας, έστω και αν πρέπει να ακολουθήσει ενδεχομένως και περαιτέρω ενέργεια αυτού, η οποία ουσιαστικώς ενεργοποιεί τον κίνδυνο της επελεύσεως του οφέλους ή της ζημίας. Περί των ανωτέρω, τέλος, συνηγορεί και το γεγονός ότι η πλαστογραφία υπό οποιαδήποτε μορφή (κατάρτιση πλαστού ή νόθευση γνησίου εγγράφου) ή διαβάθμιση του αξιοποίνου της, διαπλάσσεται στον νόμο ως έγκλημα σκοπού και με αυτήν, δια της συστηματικής εντάξεώς της στο περί τα υπομνήματα κεφάλαιο του ΠΚ, σκοπείται η ασφάλεια και ακεραιότητα των εγγράφων συναλλαγών και όχι των περιουσιακών δικαίων (Ολ.ΑΠ 3/2008, ΑΠ 932/2009, ΑΠ 826/2009, ΑΠ 805/2009, ΑΠ 141/2009). Στο έγκλημα της πλαστογραφίας είναι επιτρεπτή η μεταβολή της κατηγορίας από τον ένα τρόπο τελέσεώς της στον άλλο, δηλαδή από κατάρτιση πλαστού εγγράφου σε νόθευση εγγράφου, και το αντίθετο, όταν δεν διαφέρουν ουσιωδώς κατά χρόνο και τόπο τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αντικειμενική τους υπόσταση, όπως επιτρεπτή είναι και η παραλλαγή του τρόπου συμμετοχής στο έγκλημα αυτό, π.χ. από αυτουργός της πράξεως να παραπεμφθεί κάποιος ως ηθικός αυτουργός, και το αντίθετο (ΑΠ 922/2008, ΑΠ 648/2007, ΑΠ 1800/2005, ΑΠ 1670/2003, ΑΠ 519/2002, Χρ. Μυλωνόπουλου Ποιν.Δίκαιο Τα εγκλήματα σχετικά με τα υπομνήματα 2005, σελ. 41). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1α του ΠΚ, κατά την οποία, "με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται επίσης: α) όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε", προκύπτει ότι για την ύπαρξη αξιόποινης ηθικής αυτουργίας απαιτείται, αντικειμενικώς, η πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλον της αποφάσεως να τελέσει ορισμένη πράξη, η οποία συγκροτεί την αντικειμενική υπόσταση ορισμένου εγκλήματος ή τουλάχιστον συνιστά αρχή εκτελέσεως αυτής, την οποία και τέλεσε. Η πρόκληση της αποφάσεως αυτής μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο, όπως, με συμβουλές, απειλή ή με εκμετάλλευση οποιασδήποτε πλάνης, πραγματικής ή νομικής ή περί τα παραγωγικά της βουλήσεως αίτια ή με τη διέγερση μίσους κατά του θύματος, με πειθώ ή φορτικότητα ή με την επιβολή ή την επιρροή προσώπου, λόγω της ιδιότητας και της θέσεώς του ή και της σχέσεώς του με το φυσικό αυτουργό. Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος, ο οποίος συνίσταται στη συνείδηση του αυτουργού, ότι παράγει σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει άδικη πράξη και στη συνείδηση της ορισμένης πράξεως στην οποία παρακινεί το φυσικό αυτουργό, χωρίς να είναι αναγκαίος ο καθορισμός της πράξεως αυτής μέχρι λεπτομερειών, αρκεί δε και ενδεχόμενος (ΑΠ 646/2009, ΑΠ 1693/2008, ΑΠ 1554/2006). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 48 του ΠΚ, "το αξιόποινο των συμμετόχων κατά τα άρθρα 46 και 47 είναι ανεξάρτητο από το αξιόποινο εκείνου, που τέλεσε την πράξη". Από την ως άνω διάταξη προκύπτει ότι για την ύπαρξη της ηθικής αυτουργίας αρκεί να στοιχειοθετείται η αντικειμενική υπόσταση ορισμένου εγκλήματος, ήτοι πράξεως, επί της οποίας δεν συντρέχει λόγος που να αποκλείει τον άδικο χαρακτήρα της, χωρίς να εξετάζεται αν ο αυτουργός είναι ικανός προς καταλογισμό, αν πράττει εκ δόλου ή αν συντρέχει ως προς αυτόν λόγος που να αποκλείει τον καταλογισμό. Από αυτά παρέπεται ότι δεν αποκλείεται η ύπαρξη ηθικής αυτουργίας για το λόγο ότι απαλλάχθηκε ο φυσικός αυτουργός για έλλειψη δόλου ή της ικανότητας προς καταλογισμό ή για το ότι βρισκόταν σε πραγματική, ή συγγνωστή νομική πλάνη, (ΑΠ 1312/2008, ΑΠ 20/2006, ΑΠ 1612/1995, Ν. Χωραφά Ποιν. Δίκαιο εκδ. 1978, σ. 350). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 216 παρ. 1 και 46 παρ. 1α ΠΚ, προκύπτει ότι για τις πράξεις της ηθικής αυτουργίας και της χρήσεως του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου από τον ηθικό αυτουργό δεν υπάρχει αληθής συρροή, αφού τέτοια συρροή δεν υπάρχει ούτε μεταξύ αυτουργίας σε πλαστογραφία και χρήση του πλαστού από το φυσικό αυτουργό, για τον οποίο αποτελεί επιβαρυντική περίπτωση, ο δε ηθικός αυτουργός δεν είναι "τρίτος", ώστε να τύχει εφαρμογής η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 216 του ΠΚ. Υπό αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή θα ετίθετο σε χειρότερη θέση ο ηθικός από το φυσικό αυτουργό, χωρίς τη συνδρομή νόμιμου λόγου. Ούτε για επικουρικότητα της χρήσεως του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου σε σχέση με την ηθική αυτουργία στην ίδια πράξη, με την έννοια της μη τιμωρητής ύστερης πράξεως, μπορεί να γίνει λόγος, γιατί ο νομοθέτης προέβλεψε ρητώς στο εδάφιο β' της παρ. 1 του άρθρου 216 ότι υπάρχει επιβαρυντική περίπτωση. Αν μπορούσε να νοηθεί επικουρικότητα της χρήσεως του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου, αυτή θα ίσχυε προεχόντως για τον αυτουργό, κάτι όμως που αποκρούεται από την ανωτέρω διάταξη (άρθρ. 216 παρ.1 εδ. β' του ΠΚ). Από τα παραπάνω γίνεται σαφές ότι η χρήση πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου από τον ηθικό αυτουργό της πράξεως αυτής συνιστά επιβαρυντική περίπτωση και τιμωρείται κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 216 παρ. 1 του ΠΚ (ΑΠ 435/1999, ΑΠ 556/1998, ΑΠ 1120/1974). Τέλος, κατά το άρθρο 49 παρ. 2 ΠΚ, οι ιδιαίτερες ιδιότητες ή σχέσεις ή άλλες περιστάσεις που επιτείνουν, μειώνουν ή αποκλείουν την ποινή λαμβάνονται υπόψη μόνο για εκείνον το συμμέτοχο στον οποίο υπάρχουν, γίνεται δε δεκτό ότι επί πλαστογραφίας και ψευδούς βεβαιώσεως με σκοπό το όφελος, η επιβαρυντική αυτή περίπτωση πρέπει να συντρέχει αυτοτελώς και στο πρόσωπο του ηθικού αυτουργού (ΑΠ 1523/2007, ΑΠ 673/2007, ΑΠ 858/2004, ΑΠ 1270/2003), ο οποίος πάντως (ηθικός αυτουργός), στο έγκλημα της ψευδούς βεβαιώσεως αν δεν έχει την ιδιότητα του υπαλλήλου, μπορεί, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 49 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, να τιμωρηθεί με ποινή ελαττωμένη (ΑΠ 146/2006, ΑΠ 349/1996, ΑΠ 1308/1992). VI. Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθενται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, διά το οποίο έχει ασκηθεί ποινική δίωξη, τα αποδεικτικά μέσα που τα θεμελιώνουν, καθώς και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε και κρίθηκε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις, ικανές να στηρίξουν την κατηγορία και την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας, είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικά κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσεως. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το συμβούλιο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως όλα τα αποδεικτικά στοιχεία - και όχι μόνο μερικά από αυτά κατ' επιλογή - όπως αυτό επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 του ΚΠΔ (Ολ.ΑΠ 1/2005, Ολ.ΑΠ 9/2001, ΑΠ 932/2009). Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού αιτιολογία, στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή και προκύπτει από τα περιστατικά που αναφέρονται σ' αυτή, εκτός αν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία, για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως την εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τελέσεως της πράξεως (άμεσος δόλος) ή το σκοπό επελεύσεως ορισμένου αποτελέσματος (υπερχειλής δόλος), όπως στο έγκλημα της πλαστογραφίας μετά χρήσεως (ΑΠ 705/2009, ΑΠ 54/2008, ΑΠ 1264/2005). Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ή η ενδεικτική αναφορά μερικών από αυτές, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως εκάστου αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως, αφού στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί της συνδρομής επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου κρίση του συμβουλίου (ΑΠ 1554/2009, ΑΠ 1409/2009, ΑΠ 1187/2009, ΑΠ 882/2009). Η κατά τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, στην οποία εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του συμβουλίου. Η θεμελιούμενη με τον τρόπο αυτό αιτιολογία του βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών δεν είναι αντίθετη προς την αρχή της δίκαιης δίκης που καθιερώνει το άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), η οποία κυρώθηκε με το Ν.Δ. 53/1974 και υπερισχύει των Ελληνικών νόμων (άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος), ούτε παραβιάζει το από το άρθρο 2 παρ. 1 του έβδομου πρωτοκόλλου της ίδιας πιο πάνω Σύμβασης, που υπογράφτηκε στο ... στις 21.11.1984 και κυρώθηκε με το Ν. 1705/1987, δικαίωμα αυτού που δικάζεται για εγκληματική ενέργεια να προσφεύγει σε δευτεροβάθμιο δικαιοδοτικό όργανο, ώστε να κριθεί από εμπειρότερους δικαστές του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου ή δικαστικού συμβουλίου, αφού στην περίπτωση αυτή η αναφορά γίνεται στην ειδικά αιτιολογημένη πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, με την οποία αξιολογείται εκ νέου το αποδεικτικό υλικό που προέκυψε από την ανάκριση ή την προανάκριση (Ολ.ΑΠ 1227/1979, ΑΠ 881/2009, ΑΠ 573/2009, ΑΠ 440/2009). Εξάλλου, λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. β' του ΚΠΔ, συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει, όταν το συμβούλιο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά, που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν το πόρισμα του συμβουλίου που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό του βουλεύματος και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με συνέπεια να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νομίμου βάσεως (Ολ.1/2005, Ολ.ΑΠ 9/2001, Ολ.ΑΠ 1778/1993, ΑΠ 1749/2009, ΑΠ 1160/2009).
VII. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο 1270/2009 βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών που το εξέδωσε, με επιτρεπτή εξ ολοκλήρου αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι από τα αποδεικτικά μέσα που μνημονεύει και προσδιορίζει κατ' είδος και συγκεκριμένα από τις καταθέσεις των μαρτύρων, τα έγγραφα που προσκομίστηκαν, τις εκθέσεις γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης, σε συνδυασμό με τις απολογίες των κατηγορουμένων, τα υπομνήματά τους και τους λόγους που επικαλείται ο εκκαλών στην υπό κρίση έφεσή του, προκύπτουν τα ακόλουθα, κατά πιστή μεταφορά τους, πραγματικά περιστατικά: Ο εκκαλών κατηγορούμενος Χ είναι επιχειρηματίας που δραστηριοποιείται στην εμπορία υγρών καυσίμων και εκμεταλλεύεται υπό διάφορες εταιρικές μορφές μεγάλο αριθμό πρατηρίων υγρών καυσίμων στην Αττική, προμηθευόμενος τα καύσιμα σχεδόν αποκλειστικά από την εταιρία "MAMIDOIL - JET OIL Ανώνυμη Εταιρία Πετρελαιοειδών" με κύριους μετόχους τους αδελφούς Ν και νόμιμο εκπρόσωπο τον Ν1. Από το έτος 1989 περίπου ο εκκαλών συνδέθηκε φιλικά με τον Φ, σύζυγο της εγκαλούσας Ψ και μάλιστα είχε συστήσει και εταιρία με την επωνυμία "Ε και Σια ΕΕ" με νόμιμο εκπρόσωπο και διαχειριστή τον, ήδη αποβιώσαντα, υιό της εγκαλούσας Ε. Την 16.6.1995 ο εκκαλών πώλησε στην εγκαλούσα Ψ ένα διαμέρισμα ιδιοκτησίας του, που βρίσκεται σε πολυκατοικία επί των οδών ..., δυνάμει του ... συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών Μαρίας Πελέκη - Μπάρλα. Την 26.5.1996 ο εκκαλών, ενεργώντας ατομικά ως οφειλέτης, συνήψε με την ανώνυμη εταιρία MAMIDOL JET OIL, σύμβαση αναγνώρισης και αναδοχής χρέους συνολικού ποσού 498.811.275 δρχ., το οποίο, κατά τη σύμβαση, προερχόταν από την μέχρι τότε συνεργασία τους στην εμπορία πετρελαιοειδών. Για την περαιτέρω εξασφάλιση της ικανοποίησης της δανείστριας εταιρίας τη σύμβαση αυτή υπέγραψαν ως εγγυητές δύο Λιβεριανές Ανώνυμες Εταιρίες με την επωνυμία "Κ.Κ.ΕΝΤΕRPRISES CO S.Α." και "GRATOUS ESTATES A.Ε.", αντιστοίχως, εκπροσωπούμενες από τον εκκαλούντα κατηγορούμενο και ο πεθερός του τελευταίου, Λ, oι οποίοι ανέλαβαν την υποχρέωση να συναινέσουν στην εγγραφή προσημείωσης υποθήκης επί ακινήτων τους και ειδικότερα η πρώτη εταιρία για ποσό 95.000.0000 δρχ., η δεύτερη για ποσό 130.000.000 δρχ. και ο Λ για ποσό 50.000.000 δρχ. Τη σύμβαση αυτή αναγνώρισης και αναδοχής χρέους φέρεται ότι υπέγραψε ως εγγυήτρια υπέρ του εκκαλούντος οφειλέτη Χ και η εγκαλούσα, υποσχόμενη να συναινέσει στην εγγραφή προσημείωσης υποθήκης στο πιο πάνω διαμέρισμα που αγόρασε από τον τελευταίο, για το ποσό των 45.000.000 δρχ., παραιτούμενη από το δικαίωμα διζήσεως και ευθυνόμενη ως πρωτοφειλέτρια. Στο έγγραφο της σύμβασης τα στοιχεία της εγκαλούσας αναγράφηκαν εσφαλμένα και συγκεκριμένα αναφέρεται, τόσο στο κείμενο της σύμβασης, όσο και κάτω από την ένδειξη "0Ι ΕΓΓΥΗΤΕΣ" ως "..." και όχι Ψ, καθώς και ως "κάτοικος ..., ενώ η εγκαλούσα, πριν αγοράσει από τον κατηγορούμενο το προαναφερθέν διαμέρισμα στο ..., στο οποίο και κατοικεί έκτοτε, διέμενε στο .... Την 23.7.1996, δύο μήνες μετά την υπογραφή της σύμβασης αναγνώρισης και αναδοχής χρέους, ο εκκαλών κατηγορούμενος, με την συνδρομή του ήδη αποβιώσαντος δικηγόρου του Αθανασίου Κοροβέση, έπεισε την συμβολαιογράφο Μεγάρων Πηνελόπη Κόλιαλη, να συντάξει το ... ειδικό πληρεξούσιο, στο οποίο η εγκαλούσα φέρεται ότι εμφανίσθηκε ενώπιόν της και διόρισε τον Αθανάσιο Κοροβέση, δικηγόρο Αθηνών, ειδικό αυτής πληρεξούσιο, αντιπρόσωπο και αντίκλητο, στον οποίο έδωσε το δικαίωμα και την ειδική εντολή να εγγράψει προσημείωση υποθήκης, επί του διαμερίσματος που είχε αγοράσει από τον εκκαλούντα, υπέρ της εταιρίας MAMIDOIL - JET OIL, μέχρι του ποσού των 45.000.000 δρχ. και ότι αναγνώριζε ήδη όλες τις πράξεις που ο ανωτέρω δικηγόρος είχε ενεργήσει ή θα ενεργούσε μελλοντικά ως έγκυρες και ισχυρές, νόμιμες, απρόσβλητες και σαν να έγιναν από την ίδια. Στο τέλος δε της δεύτερης σελίδας και κάτω από την ένδειξη "Η ΕΝΤΟΛΕΑΣ" στο εν λόγω πληρεξούσιο τέθηκαν δύο υπογραφές ως προερχόμενες από την εγκαλούσα. Μετά ταύτα ο δικηγόρος Αθανάσιος Κοροβέσης εν γνώσει του εκκαλούντος και κατόπιν εντολής του εμφανίσθηκε, την 25.7.1996, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθήνας και συναίνεσε δήθεν για λογαριασμό της εγκαλούσας στην εγγραφή προσημείωσης υποθήκης επί του διαμερίσματός της, στην οδό ..., για το ποσόν των 45.000.000 δρχ. υπέρ της εταιρίας ΜΑΜΙDOIL - JET OIL με αποτέλεσμα να εκδοθεί η 1844/1996 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθήνας, κατά την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, βαρύνοντας έτσι το ακίνητο της εγκαλούσας. Η τελευταία ισχυρίζεται όχι μόνον ότι oι υπογραφές στα επίδικα έγγραφα δεν τέθηκαν από την ίδια, ούτε κατ' εντολή της από άλλον, αλλά ότι και την εγγραφή της προσημείωσης την πληροφορήθηκε για πρώτη φορά τον Απρίλιο του 2005, όταν ενδιαφέρθηκε για τη λήψη δανείου από τράπεζα. Κατά την έρευνα που ενήργησε ανακάλυψε τα δύο επίδικα πλαστά έγγραφα και έλαβε αντίγραφο του ειδικού πληρεξουσίου από την συντάξασα συμβολαιογράφο, καθώς και αντίγραφο της σύμβασης από την δανείστρια εταιρία, έγγραφα τα οποία αναφέρονταν στην υποβληθείσα ενώπιον του πιο πάνω δικαστηρίου αίτηση και στην εκδοθείσα από αυτό απόφαση. Ισχυρίζεται επίσης η εγκαλούσα ότι κατά τον χρόνο σύνταξης του επίδικου ... ειδικού πληρεξουσίου η ίδια βρισκόταν στη ..., όπου είχε μεταβεί ο σύζυγός της, ο οποίος τότε φυγοδικούσε. Τους ισχυρισμούς της δε αυτούς επιβεβαιώνουν ενόρκως ο σύζυγός της Φ, ο αδελφός της Γ και η σύζυγος του τελευταίου Ρ. Οι διαφορές των υπογραφών που έχουν τεθεί στα επίδικα έγγραφα, τόσο μεταξύ τους, όσο και σε σύγκριση με τη γνήσια υπογραφή της εγκαλούσας, είναι εμφανείς και δεν αμφισβητούνται. Κατά την κυρία ανάκριση διατάχθηκε η διενέργεια γραφολογικής εξετάσεως προκειμένου να διακριβωθεί αν οι υπογραφές στα επίδικα έγγραφα τέθηκαν από την εγκαλούσα και αν όχι αν τέθηκαν από τον εκκαλούντα κατηγορούμενο Χ, ή από την συμβολαιογράφο (στο ειδικό πληρεξούσιο) ή από τρίτο πρόσωπο. Διορίσθηκε δε πραγματογνώμονας ο γραφολόγος του Εργαστηρίου Δικαστικής Γραφολογίας της Διεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών, ... Αστυνόμος Α', ο οποίος στην από 27.4.2007 έκθεσή του κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι εν λόγω υπογραφές δεν σχετίζονται γραφολογικά ούτε με την υπογραφή της εγκαλούσας ούτε με τις υπογραφές του εκκαλούντος κατηγορουμένου και της συντάκτριας του ειδικού πληρεξουσίου συμβολαιογράφου, η οποία, όπως ήδη αναφέρθηκε, ήταν κατηγορούμενη για ψευδή βεβαίωση με σκοπό το αθέμιτο όφελος και την αθέμιτη βλάβη άνω των 73.000 ευρώ, αλλά απηλλάγη με το εκκαλούμενο βούλευμα για έλλειψη δόλου και ειδικότερα επειδή το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών δέχθηκε ότι δεν γνώριζε ότι η γυναίκα που εμφανίσθηκε ενώπιόν της δεν ήταν η εγκαλούσα, αλλά κάποια άλλη άγνωστη, που προσπάθησε να μιμηθεί την υπογραφή της. Αλλά και ο γραφολόγος ... που εξέτασε, με εντολή της εγκαλούσας, τα επίδικα έγγραφα, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι φερόμενες ως υπογραφές της εγκαλούσας δεν τέθηκαν από την ίδια, αλλά πλαστογραφήθηκαν, στο μεν ειδικό πληρεξούσιο με αποτυχημένη ελεύθερη απομίμηση του απλού υπογραφικού τύπου της ανωτέρω, από άγνωστο πρόσωπο το οποίο εισήγαγε προσωπικά στοιχεία της γραφής και της υπογραφής του, άγνωστα στις γραφικές και υπογραφικές συνήθειες της Ψ, στη δε σύμβαση η τεθείσα υπογραφή αποτελεί υπογραφικό σκαρίφημα αγνώστου προσώπου το οποίο (σκαρίφημα) βρίσκεται εκτός των υπογραφικών συνηθειών της εγκαλούσας. Διαφορετική γνώμη εκφράζει ο τεχνικός σύμβουλος του εκκαλούντος κατηγορουμένου Π, ο οποίος στην από 15.5.2007 έκθεσή του αναφέρει ότι οι υπό έλεγχο υπογραφές, ιδίως αυτές του ειδικού πληρεξουσίου περιέχουν στοιχεία του υπογραφικού τύπου της Ψ, αλλά συγχρόνως και εμφανείς διαφορές με τις δειγματικές υπογραφές της, χωρίς όμως αντικειμενικά ευρήματα πλαστότητας. Τα γραφολογικά αυτά ευρήματα οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι δύο υπογραφές του ειδικού πληρεξουσίου έχουν τεθεί δια χειρός Ψ με ηθελημένη αλλοίωση του υπογραφικού της τύπου, ενώ στην από 9.3.2007 έκθεσή του κατέληξε στο ότι οι επίμαχες υπογραφές είναι γνήσιες τεθείσες δια χειρός της εγκαλούσας, χωρίς ωστόσο να της αποδίδει ηθελημένη αλλοίωση του υπογραφικού της χαρακτήρα. Ας σημειωθεί εδώ ότι το συμπέρασμα αυτό του τεχνικού συμβούλου του κατηγορουμένου δεν μπορεί να στηριχθεί επαρκώς στο επιχείρημα, που με μορφή ερωτήματος, παραθέτει στην από 15.5.2007 έκθεσή του (σελ. 14 αυτής) ότι δηλαδή ο πλαστογράφος δεν θα χάρασσε υπογραφές της εγκαλούσας με στοιχεία εμφανώς ξένα και ανύπαρκτα στο σύνολο των γνησίων υπογραφών της, για τον απλούστατο λόγο ότι και η εγκαλούσα αν ήθελε να αλλοιώσει σκοπίμως την υπογραφή της θα το έπραττε κατά τον ίδιο ή παραπλήσιο τρόπο και στα δύο επίδικα έγγραφα και δεν θα έθετε σ' αυτά υπογραφές με τόσο εμφανείς διαφορές που θα γίνονταν αμέσως αντιληπτές στον καθένα. Ο εκκαλών, τόσο στην απολογία του, όσο και στα υπομνήματα που υπέβαλε, αλλά και στην υπό κρίση έφεσή του, αρνείται τις κατηγορίες και ισχυρίζεται ότι η εγκαλούσα και ο σύζυγός της γνώριζαν τις πιο πάνω ενέργειες, ότι η εγκαλούσα έθεσε τις επίμαχες υπογραφές και στα δύο επίδικα έγγραφα και ότι η καταμήνυσή του μετά παρέλευση τόσων ετών οφείλεται σε υποκίνηση της εταιρίας MAMIDOIL - JET OIL που επιθυμούσε να στραφεί εναντίον του ενόψει μηνύσεων που είχε υποβάλλει κατά των εκπροσώπων της για κακουργηματικές πράξεις. Ισχυρίσθηκε επίσης ότι η εγκαλούσα του όφειλε 42.000.000 δρχ., δηλαδή το μεγαλύτερο μέρος του τιμήματος από την πώληση του διαμερίσματος αξίας 45.000.000 δρχ., ισχυρισμός όμως που δεν ενισχύεται από κάποιο αποδεικτικό στοιχείο αλλά, αντίθετα, αποδυναμώνεται από το περιεχόμενο του συμβολαίου πώλησης, στο οποίο αναφέρεται ότι το συμφωνηθέν τίμημα των 11.305.125 δρχ. είχε καταβληθεί προ της υπογραφής του συμβολαίου και εν απουσία της συμβολαιογράφου Μαρίας Πελέκη - Μπάρλα.....Από τα προεκτεθέντα πραγματικά περιστατικά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου. Επομένως, ορθά εκτιμήθηκαν και αξιολογήθηκαν τα πραγματικά περιστατικά που προκύπτουν από το αποδεικτικό υλικό, από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, το οποίο με το εκκαλούμενο βούλευμά του ορθά παρέπεμψε τον εκκαλούντα στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (κακουργημάτων) Αθηνών. Δεν προέκυψε όμως ότι ο εκκαλών είναι ο φυσικός αυτουργός της νόθευσης της επίδικης σύμβασης αναγνώρισης και αναδοχής χρέους, αλλά ότι αυτή τελέστηκε από κάποιο άλλο άγνωστο πρόσωπο το οποίο είναι προφανές ότι ενήργησε κατ' εντολή του κατηγορουμένου, αφού μόνον αυτός είχε κίνητρο για την τέλεση της πράξης και όφελος από αυτήν. Επομένως, είναι επιβεβλημένη και επιτρεπτή....η μεταλλαγή του χαρακτηρισμού της πράξης αυτής σε ηθική αυτουργία σε πλαστογραφία, διατηρουμένου κατά τα λοιπά του κακουργηματικού χαρακτήρα αυτής......(και) πρέπει να μεταρρυθμισθεί το διατακτικό του εκκαλουμένου βουλεύματος... ως εξής: "...[ιι] Στον πιο κάτω αναφερόμενο τόπο και χρόνο με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε και ειδικότερα, στην Αθήνα την 26 Μαΐου 1996, με πρόθεση και με συμβουλές, οδηγίες, πειθώ ή υποσχέσεις δώρων ή άλλων ανταλλαγμάτων, έπεισε άγνωστο πρόσωπο να νοθεύσει έγγραφο, με σκοπό να παραπλανήσει με την χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, σκόπευε δε με την πράξη του αυτή να προσπορίσει στον εαυτό του περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας τρίτον, το δε συνολικό όφελος και η αντίστοιχη συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ και στην συνέχεια έκανε χρήση του εγγράφου αυτού. Πλέον συγκεκριμένα, στον προαναφερόμενο τόπο και χρόνο έπεισε άγνωστο πρόσωπο να θέσει στο κάτω περιθώριο κάθε σελίδας της από 26.5.1996 σύμβασης αναγνώρισης και αναδοχής χρέους και στο τέλος αυτής, κάτω από την ένδειξη "ΟΙ ΕΓΓΥΗΤΕΣ Ψ", κατ' ελεύθερη απομίμηση και χωρίς την εντολή ή την συναίνεσή της την υπογραφή της εγκαλούσας Ψ.." Κατ' ακολουθία των εκτεθέντων πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ' ουσία η υπό κρίση έφεση, να επικυρωθεί το εκκαλούμενο βούλευμα ως προς τις υπόλοιπες διατάξεις του και να διαταχθεί η εκτέλεσή του".
VIII. Ακολούθως, με τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το πληττόμενο βούλευμα που εξέδωσε, απέρριψε ως αβάσιμη κατ' ουσία την έφεση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου και επικύρωσε το εκκαλούμενο βούλευμα, αφού προηγουμένως μεταρρύθμισε το διατακτικό του ως προς την πράξη της πλαστογραφίας - καταρτίσεως πλαστού εγγράφου μετά χρήσεως σε ηθική αυτουργία σε πλαστογραφία - νόθευση εγγράφου μετά χρήσεως, την οποία και διατύπωσε επί το ορθότερο, διατηρώντας τον κακουργηματικό της χαρακτήρα. Με αυτά που δέχθηκε το παραπάνω Συμβούλιο, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη, κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και την προανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των παραπάνω εγκλημάτων, για τα οποία παραπέμφθηκε ο κατηγορούμενος στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (για τα κακουργήματα) για να δικασθεί, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς και τις σκέψεις και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 στοιχ. γ', 18, 26 παρ. 1α, 27, 46 παρ. 1α, 94 παρ. 1, 216 παρ. 1, 3α και 242 παρ. 1, 3 του ΠΚ που εφάρμοσε, τις οποίες δεν παραβίασε ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου με ασαφείς ή αντιφατικές αιτιολογίες ή με λογικά κενά και έτσι δεν στέρησε το βούλευμα από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, ως προς τις προβαλλόμενες από τον αναιρεσείοντα επιμέρους αιτιάσεις: α) προκύπτει με περισσή βεβαιότητα ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα, έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα μνημονευόμενα σ' αυτό κατ' είδος αποδεικτικά μέσα, μεταξύ των οποίων και τη νοθευμένη από 26.5.1996 σύμβαση αναγνωρίσεως και αναδοχής χρέους (σε πρωτότυπο), προκειμένου να μορφώσει την παραπεμπτική για τον κατηγορούμενο κρίση του, ενώ οι αντίθετες αιτιάσεις του τελευταίου είναι κατ' ουσία αβάσιμες, β) αναφέρονται ο τρόπος και τα μέσα με τα οποία ο αναιρεσείων έπεισε αφενός τη συμβολαιογράφο Μεγάρων ... να βεβαιώσει ψευδώς στο ... ειδικό πληρεξούσιο ότι εμφανίστηκε ενώπιόν της η εγκαλούσα Ψ και ζήτησε τη σύνταξη και υπογραφή του πληρεξουσίου αυτού με το περιεχόμενο που διαλαμβάνει και αφετέρου την άγνωστη γυναίκα που εμφανίστηκε στην παραπάνω συμβολαιογράφο ως Ψ και έθεσε εν αγνοία αυτής στο τέλος της δεύτερης σελίδας του προαναφερόμενου ειδικού πληρεξουσίου και κάτω από την ένδειξη "Η ΕΝΤΟΛΕΑΣ" δύο υπογραφές της ως προερχόμενες δήθεν από αυτήν, γ) αιτιολογείται ιδιαίτερα ο πρόσθετος σκοπός του αναιρεσείοντος, που απαιτείται για τη συγκρότηση της ηθικής αυτουργίας στα εγκλήματα της ψευδούς βεβαιώσεως και της νοθεύσεως εγγράφου, να προσπορίσει στον εαυτό του όφελος, περιουσιακό εν προκειμένω, με αντίστοιχη παράνομη βλάβη της περιουσίας της εγκαλούσας, που υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ, καθόσον με αυτό το ειδικό πληρεξούσιο ο δικηγόρος του Αθανάσιος Κοροβέσης εμφανίστηκε κατ' εντολή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών στις 25.7.1996 και συναίνεσε δήθεν για λογαριασμό της εγκαλούσας στην εγγραφή προσημειώσεως υποθήκης επί του ακινήτου της για το ποσό των 45.000.000 δρχ., ήτοι 132.061,62 ευρώ, υπέρ της εταιρίας MAMIDOL - JET OIL A.E. και εκδόθηκε η 21844/1996 απόφαση του άνω δικαστηρίου με την οποία προσημειώθηκε το ακίνητό της και δ) παρατίθενται συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά και σκέψεις που στηρίζουν την επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας από πλαστογραφία - κατάρτιση πλαστού εγγράφου σε ηθική αυτουργία σε πλαστογραφία - νόθευση εγγράφου, διατηρώντας τον κακουργηματικό χαρακτήρα της, η δε χρήση του νοθευμένου εγγράφου συνιστά και κατά τις παραδοχές του προσβαλλόμενου βουλεύματος επιβαρυντική περίπτωση της ηθικής αυτουργίας στη νόθευση του εγγράφου, για τους λόγους που αναφέρονται στη μείζονα νομική σκέψη και αβάσιμα αιτιάται ο αναιρεσείων ότι παραπέμπεται για την πράξη αυτή αυτοτελώς, ως συρρέον έγκλημα. Επομένως, οι προβαλλόμενοι από το άρθρο 484 παρ. 1 περ. α', β' και δ' του ΚΠΔ λόγοι (τρίτος, τέταρτος και πέμπτος) της αιτήσεως αναιρέσεως, για απόλυτη ακυρότητα, έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα από τα προεκτεθέντα, πρέπει να απορριφθούν ως ουσία αβάσιμοι. Όλες οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, οι διαλαμβανόμενες στην κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, με τις οποίες υπό την επίκληση των παραπάνω λόγων, κατ' επίφαση, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Συμβουλίου Εφετών, πρέπει, να απορριφθούν ως απαράδεκτες, αφού ο Άρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα του προσβαλλόμενου βουλεύματος σχετικά με τις παραδοχές αυτού και δεν συνιστά λόγο αναιρέσεως από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 484 παρ. 1 του ΚΠΔ η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών. Στην κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, διατυπώνεται αίτημα του αναιρεσείοντος, για αυτοπρόσωπη εμφάνισή του ενώπιον του συμβουλίου τούτου, για την παροχή διευκρινίσεων. Το αίτημα αυτό είναι νόμιμο, κατ' άρθρο 309 παρ. 2 και 485 του ΚΠΔ, πλην, όμως, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμο, ενόψει του ότι ο αναιρεσείων, με τα πολυσέλιδα δικόγραφα της εφέσεως και της αναιρέσεως, καθώς και τα συνημμένα υπομνήματά του, έχει αναπτύξει διεξοδικά προς υπεράσπισή του τις απόψεις του για την υπόθεση, ώστε η παρουσία του στο συμβούλιο να παρέλκει για περαιτέρω διευκρίνιση αυτών. Μετά από αυτά, και εφόσον δεν υπάρχει προς έρευνα άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση, στο σύνολό της, ως ουσία αβάσιμη και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ.1 του ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Να απορριφθεί το αίτημα του αναιρεσείοντος για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιον του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου σε Συμβούλιο. Να απορριφθεί η 155/24.07.2009 αίτηση (δήλωση) του Χ, κατοίκου ..., για αναίρεση του 1270/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και

Να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
- Αθήνα, 10 Ιανουαρίου 2009 Ο Αντεισαγγελεύς του Αρείου Πάγου Γεώργιος Ν. Κολιοκώστας"
Αφού άκουσε Τον παραπάνω Αντεισαγγελέα που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση έπειτα αποχώρησε.

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η με αριθμό έκθεσης ... αίτηση αναιρέσεως του Χ στρέφεται κατά του 1270/2009 Βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίφθηκε η έφεσή του, κατά του 462/2007 Βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημ/κων Αθηνών, με το οποίο, όπως μεταρρυθμίσθηκε, κατά τα ειδικότερα στο προσβαλλόμενο βούλευμα αναφερόμενα, παραπέμφθηκε ο αναιρεσείων στο Εφετείο Kακουργημάτων Αθηνών, για να δικασθεί ως υπαίτιος της πράξεως της ηθικής αυτουργίας σε ψευδή βεβαίωση και πλαστογραφία σε σκοπό περιουσιακού οφέλους και βλάβης τρίτου, που υπερβαίνει συνολικά τις εβδομήντα τρεις χιλιάδες (73.000) Ευρώ. Η αναίρεση ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως (474 παρ 1, 2, 473 παρ. 1 ΚΠΔ) από πρόσωπο που δικαιούται σε τούτο και κατά βουλεύματος που υπόκειται σε αναίρεση (482 παρ. 1 α ΚΠΔ) και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή.
ΙΙ. Κατά την έννοια του άρθρου 242 παρ. 1 και 3 του Π.Κ., όπως η παρ. 3 τροποποιήθηκε με άρθρο 1 παρ. 7 β Ν. 2408/1996 και άρθρο 14 παρ. 6 Ν 2421/1999, για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδούς βεβαίωσης (διανοητικής πλαστογραφίας), που είναι έγκλημα περί την υπηρεσία, απαιτείται: α) ο δράστης να είναι υπάλληλος, κατά την έννοια των άρθρων 13α' και 263 Α του Π.Κ., αρμόδιος καθ' ύλην και κατά τόπο για την σύνταξη ή έκδοση του εγγράφου και να ενεργεί μέσα στα πλαίσια της υπηρεσίας που του έχει ανατεθεί, β) έγγραφο, κατά την έννοια του άρθρου 13 γ' του Π.Κ και δη δημόσιο, κατά την έννοια του άρθρου 438 του Κ.Πολ.Δ., δηλαδή έγγραφο που συντάσσεται από καθ' ύλη και κατά τόπο αρμόδιο δημόσιο υπάλληλο και έχει πλήρη αποδεικτική δύναμη έναντι όλων για κάθε γεγονός που βεβαιώνεται σ' αυτό, γ) βεβαίωση στο έγγραφο αυτό ψευδών πραγματικών περιστατικών, τα οποία μπορούν να έχουν έννομες συνέπειες, όπως είναι εκείνα που αφορούν στη γένεση, αλλοίωση ή απώλεια δικαιώματος ή έννομης σχέσης δημόσιας ή ιδιωτικής φύσης και δ) δόλος του δράστη που συνίσταται στη γνώση και στη θέλησή του να βεβαιώσει ψευδή πραγματικά περιστατικά. Για την κακουργηματική μορφή της πράξης της ψευδούς βεβαίωσης απαιτείται προσέτι η διαπίστωση ότι ο δράστης ενήργησε με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον αθέμιτο όφελος ή να βλάψει παράνομα κάποιον άλλο, χωρίς να είναι απαραίτητο να πραγματοποιηθεί ο επιδιωκόμενος σκοπός, εφόσον, το όφελος ή η βλάβη υπερβαίνουν το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών (73.000 ευρώ). Εξάλλου, κατά τη διάταξη το άρθρου 216 παρ. 1 ΠΚ, όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση. Κατά δε την παρ. 3 εδαφ. α' και β' του ιδίου άρθρου 216 ΠΚ, όπως ισχύει μετά την τροποποίηση με το άρθρο 1 παρ. 7 α του Ν. 2408/4.6.1996 και στη συνέχεια με το άρθρο 14 παρ. 2 α Ν. 2721/1999, αν ο υπαίτιος αυτών των πράξεων (παρ. 1-2) σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον ή σκόπευε να βλάψει άλλον τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, εάν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 25.000.000 δραχμών (73.000 €). Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας, η οποία είναι έγκλημα τυπικό, απαιτείται, αντικειμενικά μεν, η κατάρτιση από την αρχή εγγράφου (κατά την έννοια του άρθρου 13 στοιχ. γ' ΠΚ) από τον υπαίτιο, είτε με απομίμηση του γραφικού χαρακτήρα, είτε με τη θέση της υπογραφής του φερομένου ως συντάκτη, είτε με την κατάχρηση της υπογραφής (συμπλήρωση κατά το δοκούν εγγράφου που φέρει μόνον την υπογραφή τρίτου) που να το εμφανίζει ότι καταρτίστηκε από άλλον, ή νόθευση γνησίου εγγράφου, υποκειμενικά δε, δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση των πραγματικών περιστατικών που απαρτίζουν την πράξη αυτή και το σκοπό του δράστη να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, όπως είναι εκείνο το γεγονός το οποίο είναι σημαντικό για την παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης. Ως περιουσιακό όφελος νοείται κάθε βελτίωση της περιουσιακής κατάστασης του δράστη ή άλλου, υπέρ του οποίου ενεργεί, η οποία επέρχεται με την αύξηση της οικονομικής αξίας της περιουσίας του ωφελουμένου ή με την προσπόριση άλλων ωφελημάτων οικονομικού χαρακτήρα ή με την αποφυγή της μειώσεως της περιουσίας του με βλάβη άλλου, η οποία και μόνη αρκεί για τη θεμελίωση της πλαστογραφίας σε βαθμό κακουργήματος εάν το όφελος ή η βλάβη υπερβαίνουν τα 73.000 €. Αμέσως ζημιούμενος από το έγκλημα της πλαστογραφίας δεν είναι μόνο εκείνος, του οποίου πλαστογραφήθηκε η υπογραφή ή νοθεύθηκε το έγγραφο του οποίου είναι εκδότης, αλλά και όποιος ζημιώνεται αμέσως από τη χρήση του. Για τη θεμελίωση της βαρύτερης μορφής της πράξης και την κατάφαση του κακουργηματικού χαρακτήρα αυτής, απαιτείται, όπως λέχθηκε, πρόσθετος σκοπός του υπαιτίου να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος με βλάβη τρίτου ή να βλάψει άλλον, εάν το όφελος ή η βλάβη υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 €, είναι δε αδιάφορο, αν ο σκοπός αυτός της περιουσιακής μεταθέσεως στην οποία απέβλεψε ο δράστης επιτεύχθηκε ή όχι. Για τη στοιχειοθέτηση κακουργηματικής πλαστογραφίας δεν είναι αναγκαίο η περιουσιακή μετακίνηση να είναι άμεσα συνδεδεμένη με αυτήν, με την έννοια ότι θα πρέπει να επέρχεται ευθέως και αμέσως δια μόνης της υλικής πράξης της κατάρτισης ή νόθευσης εγγράφου. Αρκεί ότι το όφελος ή η περιουσιακή ζημία έχουν ενταχθεί στον επιδιωκόμενο σκοπό και στο εν γένει με την πλαστογραφία παραπλανητικό σχέδιο του δράστη και με την κατάρτιση του πλαστού εγγράφου διαμορφώνονται οι όροι και προϋποθέσεις για να υπάρξει στη συνέχεια η δυνατότητα έστω και με την παρεμβολή άλλων ενεργειών του δράστη, χρονικώς επομένων της κατάρτισης του πλαστού εγγράφου, να επέλθει το σκοπηθέν όφελος ή η περιουσιακή ζημία. Οι τυχόν επιπρόσθετες και επόμενες ενέργειες του δράστη δεν αναιρούν το πρόσφορο της πλαστογραφίας ή της νόθευσης να επιφέρει το περιουσιακό όφελος ή την περιουσιακή ζημία την οποία επιδιώκει ο δράστης, αφού, κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως, για τη θεμελίωση του αξιοποίνου, ο νόμος απέβλεψε, όχι στην αμεσότητα της ενεργείας του δράστη σε σχέση με το αποτέλεσμα της περιουσιακής βλάβης ή του οφέλους, αλλά στην αμεσότητα του κινδύνου τον οποίο ενέχει αυτή καθ' εαυτή η υλική πράξη της πλαστογραφίας, έστω και αν πρέπει να ακολουθήσει ενδεχομένως και περαιτέρω ενέργεια αυτού, η οποία ουσιαστικώς ενεργοποιεί τον κίνδυνο της επέλευσης του οφέλους ή της βλάβης. Περί των ανωτέρω, τέλος, συνηγορεί και το γεγονός ότι στην πλαστογραφία υπό οποιαδήποτε μορφή (κατάρτιση πλαστού ή νόθευση γνησίου εγγράφου) ή διαβάθμιση του αξιοποίνου της, διαπλάσσεται στον νόμο ως έγκλημα σκοπού και με αυτήν, δια της συστηματικής εντάξεώς της στο περί τα υπομνήματα κεφάλαιο του Π.Κ, σκοπείται η ασφάλεια και ακεραιότητα των εγγράφων συναλλαγών και όχι των περιουσιακών δικαίων (ΑΠΟλ3/2008). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1 εδ. α' του ΠΚ, κατά την οποία, με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται επίσης: α) όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε, προκύπτει ότι, για την ύπαρξη αξιόποινης ηθικής αυτουργίας, απαιτείται, αντικειμενικώς, η πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλον της αποφάσεως να τελέσει ορισμένη πράξη, η οποία συγκροτεί την αντικειμενική υπόσταση ορισμένου εγκλήματος ή τουλάχιστον συνιστά αρχή εκτελέσεως αυτής, την οποία και τέλεσε. Η πρόκληση της αποφάσεως αυτής μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο, όπως, με συμβουλές, απειλή ή με εκμετάλλευση οποιασδήποτε πλάνης, πραγματικής ή νομικής ή περί τα παραγωγικά της βουλήσεως αίτια ή με τη διέγερση μίσους κατά του θύματος, με πειθώ ή φορτικότητα ή με την επιβολή ή την επιρροή προσώπου, λόγω της ιδιότητας και της θέσεώς του ή και της σχέσεώς του με το φυσικό αυτουργό. Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος, ο οποίος συνίσταται στη συνείδηση του αυτουργού, ότι παράγει σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει άδικη πράξη και στη συνείδηση της ορισμένης πράξεως στην οποία παρακινεί το φυσικό αυτουργό, χωρίς να είναι αναγκαίος ο καθορισμός της πράξεως αυτής μέχρι λεπτομερειών, αρκεί δε και ενδεχόμενος (ΑΠ 1693/2008). Εξάλλου, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 46, 47 και 48 του Π.Κ., με την τελευταία των οποίων καθιερώνεται το ανεξάρτητο του αξιοποίνου του ηθικού αυτουργού και των λοιπών συνεργών από το αξιόποινο του εκτελέσαντος την πράξη, προκύπτει ότι, για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας, αρκεί να στοιχειοθετείται η αντικειμενική υπόσταση ορισμένου εγκλήματος, δηλαδή πράξη για τη οποία δεν συντρέχει κάποιος λόγος που αποκλείει τον άδικο χαρακτήρα αυτής, χωρίς να εξετάζεται αν ο αυτουργός είναι ικανός προς καταλογισμό αν πράττει εκ δόλου ή αν συντρέχει ως προς αυτόν λόγος που να αποκλείει τον καταλογισμό. Απ' αυτά παρέπεται ότι δεν αποκλείεται η ύπαρξη ηθικής αυτουργίας για το λόγο ότι απαλλάχθηκε ο φυσικός αυτουργός για έλλειψη δόλου ή της ικανότητας προς καταλογισμό ή για το ότι βρισκόταν σε πραγματική, ή συγγνωστή νομική πλάνη (βλ. ΑΠ 1312/2008, ΑΠ 20/2006 και ειδικά για την περίπτωση της ψευδούς βεβαιώσεως που τελέσθηκε από συμβολαιογράφο ΑΠ 1611/1994). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 46 παρ. 1α, 49 παρ.2, 216 παρ. 1 και 3 και 242 παρ.1 και 3 του ΠΚ προκύπτει, ότι η επιβαρυντική περίσταση της πλαστογραφίας και ψευδούς βεβαιώσεως (σκοπός προσπορισμού αθέμιτου περιουσιακού οφέλους ύψους άνω των 73.000 ευρώ και αντίστοιχης βλάβης τρίτου), πρέπει να συντρέχει ιδιαιτέρως και αυτοτελώς και στο πρόσωπο του ηθικού αυτουργού για να έχει και γι' αυτόν η πράξη της ηθικής αυτουργίας σε πλαστογραφία και ψευδή βεβαίωση κακουργηματικό χαρακτήρα. Η συνδρομή της επιβαρυντικής αυτής περιστάσεως είναι αυτονόητη και δεν απαιτείται να αναφέρεται ιδιαιτέρως στο παραπεμπτικό βούλευμα ή την καταδικαστική απόφαση, όταν ο φυσικός αυτουργός σκόπευε να προσπορίσει περιουσιακό όφελος στον ηθικό αυτουργό βλάπτοντας τρίτο. Από την ρυθμίζουσα όμως το ζήτημα της επιδράσεως των ιδιαιτέρων ιδιοτήτων ή σχέσεων που συντρέχουν στο πρόσωπο κάποιου από τους συμμετόχους, για την ποινική ευθύνη των λοιπών, διάταξη του άρθρ. 49 παρ. 1 ΠΚ, σαφώς προκύπτει ότι, για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας σε ιδιαίτερο έγκλημα, δεν απαιτείται οι κατά νόμο αξιούμενες ιδιαίτερες ιδιότητες, όπως η του "υπαλλήλου" στην υπ` αυτού τελουμένη αξιόποινη πράξη της ψευδούς βεβαιώσεως (αρθρ. 242 ΠΚ), να υπάρχουν και στον ηθικό αυτουργό, ο οποίος όμως μπορεί να τιμωρηθεί με ποινή μειωμένη. Από δε τις διατάξεις των άρθρων 216 παρ. 1 και 46 παρ. 1 α ΠΚ, προκύπτει ότι μεταξύ των πράξεων της ηθικής αυτουργίας και της χρήσης του πλαστού από τον ηθικό αυτουργό δεν υφίσταται αληθής συρροή, αφού τέτοια συρροή δεν υπάρχει ούτε μεταξύ αυτουργίας σε πλαστογραφία και χρήση του πλαστού από το φυσικό αυτουργό, για τον οποίο αποτελεί επιβαρυντική περίπτωση, ο δε ηθικός αυτουργός δεν είναι "τρίτος", ώστε να τύχει εφαρμογής η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 216 ΠΚ. Υπό αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή θα ετίθετο σε χειρότερη θέση ο ηθικός από το φυσικό αυτουργό, χωρίς τη συνδρομή νόμιμου λόγου. Εξάλλου, ούτε για επικουρικότητα της χρήσης του πλαστού ή νοθευμένου σε σχέση με την ηθική αυτουργία στην ίδια πράξη, με την έννοια της μη τιμωρητής υστέρας πράξης, μπορεί να γίνει λόγος, γιατί ο νομοθέτης προέβλεψε ρητώς στο εδάφιο β' της παρ.1 του άρθρου 216 ότι εδώ υφίσταται επιβαρυντική περίπτωση. Αν μπορούσε να νοηθεί επικουρικότητα της χρήσης του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου, αυτή θα ίσχυε προεχόντως για τον αυτουργό, κάτι όμως που αποκρούεται από την ανωτέρω διάταξη (άρθρ. 216 παρ.1 εδάφ. β' ΠΚ). Από τα ανωτέρω γίνεται σαφές ότι η χρήση πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου από τον ηθικό αυτουργό της πράξης αυτής συνιστά επιβαρυντική περίπτωση και τιμωρείται κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 216 παρ.1 β ΠΚ (ΑΠ 435/1999). Τέλος μεταβολή της κατηγορίας, που να συνεπάγεται, κατ` άρθρο 484 παρ. 1α, σε συνδυασμό με το 171 παρ. 1β ΚΠΔ, την αναίρεση του βουλεύματος για απόλυτη ακυρότητα από τη μη τήρηση των καθοριζουσών την άσκηση της ποινικής διώξεως διατάξεων, επέρχεται όταν η πράξη για την οποία παραπέμπεται ο κατηγορούμενος είναι διάφορη εκείνης για την οποία ασκήθηκε η ποινική δίωξη, κατά χρόνο, τόπο και λοιπές περιστάσεις, ώστε να πρόκειται για αντικειμενικώς διαφορετική πράξη, πράγμα που δεν συμβαίνει όταν μεταβάλλεται ο τρόπος συμμετοχής στο έγκλημα ή όταν συμπληρώνονται και προσδιορίζονται σαφέστερα τα συγκροτούντα την κατηγορία πραγματικά περιστατικά.
ΙΙΙ. Έλλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει λόγο αναίρεσης του βουλεύματος κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ` του ΚΠΔ υπάρχει όταν δεν εκτίθενται σε αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχτηκε η κρίση του Δικαστικού Συμβουλίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, βάσει των οποίων το Δικαστικό Συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις, ικανές να στηρίξουν κατηγορία. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας: α) Είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο, β) Αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τι προέκυψε από καθένα από αυτά, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το Δικαστικό Συμβούλιο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία για το σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως και όχι μερικά από αυτά κατ` επιλογήν, όπως αυτό επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠΔ και γ) Είναι επιτρεπτή η εξ ολοκλήρου ή συμπληρωματική αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, στην οποία εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή την προανάκριση, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού αιτιολογία, στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή και προκύπτει από τα περιστατικά που αναφέρονται σ' αυτή, εκτός αν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία, για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως την εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως (άμεσος δόλος) ή η επιδίωξη ορισμένου σκοπού (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση), όπως στο έγκλημα της πλαστογραφίας μετά χρήσεως και της ψευδούς δηλώσεως σε βαθμό κακουργήματος. Εξ άλλου, στην περίπτωση της ηθικής αυτουργίας, για να έχει η καταδικαστική απόφαση την κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, πρέπει να αναφέρονται σ' αυτήν ο τρόπος και τα μέσα, με τα οποία ο ηθικός αυτουργός προκάλεσε στο φυσικό αυτουργό την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε, καθώς και τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία το δικαστήριο συνήγαγε ότι ο ηθικός αυτουργός παρήγαγε με τον τρόπο και τα μέσα αυτά στο φυσικό αυτουργό την απόφαση, να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε. Ειδικώς, για το δόλο που απαιτείται για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως της ηθικής αυτουργίας, δεν απαιτείται ιδιαίτερη αιτιολογία, γιατί αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος τετελεσμένου ή σε απόπειρα, στο οποίο παρακινεί ο ηθικός αυτουργός από το φυσικό αυτουργό και εξυπακούεται ότι υπάρχει στην πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος απαιτεί στην συγκεκριμένη περίπτωση, ως πρόσθετο στοιχείο της υποκειμενικής υποστάσεως της πράξεως, τον άμεσο δόλο, όπως συμβαίνει στην περίπτωση των ανωτέρω εγκλημάτων. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστικού συμβουλίου. Τέλος λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος, κατά το άρθρο 484 παρ. 1β ΚΠοινΔ, συνιστά η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το συμβούλιο αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Συμβούλιο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχτηκαν στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα του συμβουλίου, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του σκεπτικού με το διατακτικό του βουλεύματος και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσεως.
IV. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, που το εξέδωσε, έκρινε, ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστικό Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, που παρέπεμψε τον αναιρεσείοντα στο Τριμελές Εφετείο (κακουργημάτων) Αθηνών, ορθώς αποφάνθηκε με το 2226/2007 βούλευμα ότι προέκυπταν σοβαρές ενδείξεις σε βάρος του αναιρεσείοντος, για την τέλεση της πράξης της ηθικής αυτουργίας σε ψευδή βεβαίωση με σκοπό περιουσιακού οφέλους και βλάβης τρίτου που υπερβαίνει το ποσό των 73.000 €, που τελέσθηκε από την αναφερόμενη συμβολαιογράφο, κατά της οποίας είχε αποφανθεί, αμετακλήτως, να μη γίνει κατηγορία, ελλείψει του υποκειμενικού στοιχείου του δόλου, περαιτέρω το Συμβούλιο Εφετών μετέβαλε τον τρόπο συμμετοχής του αναιρεσείοντος στη δεύτερη πράξη της πλαστογραφίας με σκοπούμενο περιουσιακό όφελος και βλάβη τρίτου που υπερβαίνει το ποσό των 73.000 €, από αυτουργία, όπως και είχε παραπεμφθεί πρωτοδίκως, σε ηθική αυτουργία με άγνωστο φυσικό αυτουργό και, αφού αναδιατύπωσε, κατά το πρώτο μέρος της, την υπό στοιχείο
ΙΙ κατηγορία, που αφορούσε την πράξη αυτή, όπως στο σκεπτικό, κατά τα κατωτέρω, αναφέρεται, την οποία δεν μετέβαλε κατά το υπόλοιπο μέρος της, και απέρριψε την εκ μέρους του ασκηθείσα έφεση. Όπως προκύπτει από το διατακτικό του επικυρωθέντος από το Συμβούλιο Εφετών βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, όπως αναδιατυπώθηκε κατά τα ανωτέρω, το οποίο παραδεκτώς επισκοπείται για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, ο αναιρεσείων παραπέμφθηκε να δικασθεί ως υπαίτιος του ότι: "[ι] Στην ..., στις 23 Ιουλίου του έτους 1996, πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να τελέσει την άδικη πράξη της ψευδούς βεβαιώσεως με σκοπό προσπορίσεως αθέμιτου οφέλους σε άλλον ή να βλάψει παράνομα άλλον και το συνολικό όφελος ή η συνολική βλάβη υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ, ήτοι έπεισε άλλον όπως ως υπάλληλος που στα καθήκοντα του ανάγεται η έκδοση ή σύνταξη δημόσιων εγγράφων, βεβαιώσει με πρόθεση σε τέτοια έγγραφα ψευδώς περιστατικά που μπορεί να έχουν έννομες συνέπειες, με σκοπό να προσπορίσει σε αυτόν αθέμιτο όφελος ή να βλάψει παράνομα άλλον και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ, πράξη την οποία και διέπραξε. Συγκεκριμένα, στον παραπάνω τόπο και χρόνο με πειθώ και φορτικότητα και δη με τις διαβεβαιώσεις τόσο τις δικές του, όσο και του δικηγόρου του Κοροβέση Αθανασίου, ο οποίος ενεργούσε κατ' εντολή του, αλλά και με την προσκόμιση της από ... πλαστής σύμβασης αναγνώρισης και αναδοχής χρέους, έπεισε την ... σύζυγο ..., το γένος ..., συμβολαιογράφο Μεγάρων, να βεβαιώσει ψευδώς στο υπ' αριθμ. ...ειδικό πληρεξούσιο ότι εμφανίστηκε ενώπιον της η Ψ συζ. Φ, το γένος Γ1, οικοκυρά, γεννημένη στην ..., το έτος ..., κάτοικος ... στην οδό ..., κάτοχος δελτίου ταυτότητας με αρ. ... του Π.Α. ... και ότι ζήτησε τη σύνταξη και υπογραφή του πληρεξουσίου αυτού δηλώνοντας της ότι διορίζει ειδικό αυτής πληρεξούσιο, αντιπρόσωπο και αντίκλητο τον κ. Αθανάσιο Κοροβέση του Χρήστου, δικηγόρο Αθηνών και κάτοικο ..., στην οδό ... [ήδη θανόντα] στον οποίο δίνει το δικαίωμα, την ειδική εντολή και την πληρεξουσιότητα να εγγράψει για λογαριασμό της προσημείωση υποθήκης επί ενός ακινήτου ιδιοκτησίας της δυνάμει του με αρ. ... συμβολαίου αγοραπωλησίας οριζοντίων ιδιοκτησιών της συμβολαιογράφου Αθηνών Μαρίας Σ. Πελέκη - Μπάρλα που βρίσκεται στο .... στη διασταύρωση των οδών ..., υπέρ της εταιρίας "MAMIDOIL-JETOIL [Ανώνυμος Ελληνική Εταιρία Πετρελαιοειδών] Α.Ε. ", μέχρι του ποσού των σαράντα πέντε εκατομμυρίων [45.000.000] δραχμών, πλέον τόκων και εξόδων και ότι η ως άνω αναγνωρίζει από τη σύνταξη του ως άνω πληρεξουσίου όλες τις πράξεις που ενήργησε ή που θα ενεργήσει ο ως άνω εντολοδόχος της, καθώς και ότι αφού αναγνώστηκε το παραπάνω πληρεξούσιο στη Ψ αυτή το υπέγραψε, ενώ στην πραγματικότητα η Ψ σύζυγος Φ δεν πήγε ποτέ στο συμβολαιογραφείο της παραπάνω συμβολαιογράφου, δεν ζήτησε να συνταχθεί το παραπάνω πληρεξούσιο ούτε έδωσε την παραπάνω εντολή ούτε φυσικά το υπέγραψε. Την πράξη ίου αυτή διέπραξε τελώντας εν γνώσει του ψεύδους των γεγονότων αυτών, τα οποία επηρέαζαν κατά τους ορισμούς του νόμου το κύρος του ως άνω ειδικού πληρεξουσίου, το οποίο συνέταξε η προαναφερθείσα Συμβολαιογράφος πλην όμως δεν υπέγραψε η Ψ αλλά άγνωστο στην ανάκριση άτομο, με σκοπό να αποκομίσει αθέμιτο όφελος, με αντίστοιχη βλάβη της εγκαλούσας Ψ, καθόσον με αυτό το ειδικό πληρεξούσιο ο δικηγόρος του Αθανάσιος Κοροβέσης εμφανίστηκε ενώπιον του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών στις ... και συνήνεσε δήθεν για λογαριασμό της στην εγγραφή προσημείωσης υποθήκης επί του ακινήτου της για το ποσό των 45.000.000 δραχμών, ήτοι 132.061,62 ευρώ, υπέρ της εταιρίας "MAMIDOIL-JETOIL [Ανώνυμος Ελληνική Εταιρία Πετρελαιοειδών] Α.Ε.", εκδόθηκε δε στη συνέχεια η με αρ. 21844/1996 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, με την οποία προσημειώθηκε το προπεριγραφόμενο ακίνητο της εγκαλούσας εν αγνοία της, ενώ με αυτόν τον τρόπο εξασφαλίστηκε μέρος της απαίτησης της ως άνω εταιρίας, εναντίον του, το οποίο είχε αναγνωρίσει με την από 26/5/1996 σύμβαση αναγνώρισης χρέους, το αθέμιτο δε αυτό όφελος και η παράνομη ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ. [ιι] Στον πιο κάτω αναφερόμενο τόπο και χρόνο με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε και ειδικότερα στην ... την 26 Μαΐου 1996 με πρόθεση και με συμβουλές, οδηγίες, πειθώ ή υποσχέσεις δώρων ή άλλων ανταλλαγμάτων, έπεισε άγνωστο πρόσωπο να νοθεύσει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με την χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, σκόπευε δε με την πράξη του αυτή να προσπορίσει στον εαυτό του περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας τρίτον, το δε συνολικό όφελος και η αντίστοιχη συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ και στην συνέχεια έκανε χρήση του εγγράφου αυτού. Πλέον συγκεκριμένα, στον προαναφερόμενο τόπο και χρόνο έπεισε άγνωστο πρόσωπο να θέσει στο κάτω περιθώριο κάθε σελίδας της από 26-5-1996 σύμβασης αναγνώρισης και αναδοχής χρέους και στο τέλος αυτής, κάτω από την ένδειξη "ΟΙ ΕΓΓΥΗΤΕΣ Ψ", κατ' ελεύθερη απομίμηση και χωρίς την εντολή ή την συναίνεση της την υπογραφή της εγκαλούσας Ψ την οποία χωρίς την εντολή ή τη συναίνεση της και εν αγνοία της εμφάνισε στην παραπάνω σύμβαση ως εκ τρίτου συμβαλλόμενη και εγγυήτρια υπέρ του, για το ποσό των 45.000.000 δραχμών, παραιτούμενης ρητά και ανεπιφύλακτα του ευεργετήματος της διζήσεως και διαιρέσεως ευθυνόμενης μέχρι του ως άνω ποσού εις ολόκληρο με αυτόν ως πρωτοφειλέτρια για την εμπρόθεσμη και κανονική εξυπηρέτηση και εξόφληση εκ μέρους του της αναγνωριζόμενης με αυτήν τη σύμβαση οφειλής του και κάθε άλλης υποχρεώσεως του προς την αντισυμβαλλομένη του εταιρία, καθώς και ως αναλαμβάνουσα [η εγκαλούσα] την υποχρέωση να παράσχει υπέρ της δανείστριας του εταιρίας "MAMIDOIL-JETOIL [Ανώνυμος Ελληνική Εταιρία Πετρελαιοειδών] Α.Ε." προσημείωση υποθήκης επί του προαναφερθέντος στην υπό στοιχείο [Β [1 (ι)] πράξη ακινήτου της. Τα παραπάνω έπραξε , με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του ως άνω πλαστού εγγράφου -σύμβασης ως προς τις ως άνω πλαστές υπογραφές στη θέση της υποτιθέμενης εγγυήτριας, το νόμιμο εκπρόσωπο της αντισυμβαλλομένης σου εταιρίας "MAMIDOIL-JETOIL [Ανώνυμος Ελληνική Εταιρία Πετρελαιοειδών] Α.Ε.", στην οποία όφειλε συνολικά το ποσό των 498.811.275 δραχμών Ν1, και να εκληφθεί το παραπάνω έγγραφο ως γνήσιο από αυτόν, ώστε με τη χρήση του να πειστεί ότι αυτός είναι φερέγγυος και ότι σε αυτό συμβάλλεται εκ τρίτου η εγκαλούσα και μάλιστα ότι εγγυάται υπέρ του μέχρι του ποσού των 45.000.000 δρχ. ως εγγυήτρια η Ψ και με το παραπάνω ακίνητο της, γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, ενώ οι υπογραφές της παραπάνω ήταν πλαστές σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, με σκοπό να προσπορίσει, στον εαυτό ίου περιουσιακό όφελος βλάπτοντας την περιουσία της εγκαλούσας κατά το ποσό των 45.000.000 δραχμών, ήτοι 132.061,62 ευρώ , για το οποίο εφέρετο η τελευταία ότι εγγυόταν υπέρ του, πετυχαίνοντας στη συνέχεια με τον τρόπο που περιγράφεται στην υπό στοιχείο πράξη [Β 1 (ι)] πράξη, να εγγραφεί επί του μοναδικού ακινήτου της εγκαλούσας προσημείωση υποθήκης μέχρι του ποσού των 45.000.000 υπέρ της παραπάνω εταιρίας με την έκδοση της με αριθμό 21844/1996 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών [διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων], το αθέμιτο δε αυτό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ. Το παραπάνω πλαστό έγγραφο χρησιμοποίησε εν γνώσει με τον ίδιο παραπάνω σκοπό εγχειρίζοντας το στο νόμιμο εκπρόσωπο της δανείστριας του εταιρίας για την επίτευξη των εννόμων συνεπειών που προαναφέρθηκαν, αλλά και στην Συμβολαιογράφο Μεγάρων ... σύζυγο Χ..., το γένος ...., συμβολαιογράφο, προκειμένου να πειστεί και συντάξει κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην υπό στοιχείο [Β 1(ι)] πράξη το ψευδούς περιεχομένου υπ' αριθμ. ... ειδικό πληρεξούσιο" Ειδικότερα, το Συμβούλιο Εφετών, με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα, δέχθηκε ότι, από το αποδεικτικό υλικό της δικογραφίας και ειδικότερα τις καταθέσεις των μαρτύρων, τα έγγραφα που προσκομίσθηκαν, τις εκθέσεις γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης, σε συνδυασμό με τις απολογίες των κατηγορουμένων, τα υπομνήματά τους και τους λόγους, που επικαλείται ο εκκαλών στην έφεσή του, προέκυψαν τα ακόλουθα κρίσιμα και ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: "Ο εκκαλών κατηγορούμενος Χ είναι επιχειρηματίας που δραστηριοποιείται στην εμπορία υγρών καυσίμων και εκμεταλλεύεται υπό διάφορες εταιρικές μορφές μεγάλο αριθμό πρατηρίων υγρών καυσίμων στην ..., προμηθευόμενος τα καύσιμα σχεδόν αποκλειστικά από την εταιρία "MAMIDOIL-JET OIL Ανώνυμη Εταιρία Πετρελαιοειδών" με κύριους μετόχους τους αδελφούς Ν και νόμιμο εκπρόσωπο τον Ν1. Από το έτος 1989 περίπου ο εκκαλών συνδέθηκε φιλικά με τον Φ, σύζυγο της εγκαλούσας Ψ και μάλιστα είχε συστήσει και εταιρία με την επωνυμία "Ε και Σια ΕΕ" με νόμιμο εκπρόσωπο και διαχειριστή τον, ήδη αποβιώσαντα, υιό της εγκαλούσας Ε. Την 16-6-1995 ο εκκαλών πώλησε στην εγκαλούσα Ψ ένα διαμέρισμα ιδιοκτησίας του, που βρίσκεται σε πολυκατοικία επί των οδών ..., δυνάμει του υπ' αριθμ. ... συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών Μαρίας Πελέκη-Μπάρλα.
Την 26-5-1996 ο εκκαλών, ενεργώντας ατομικά ως οφειλέτης, συνήψε με την ανώνυμη εταιρία MAMIDOIL-JET OIL Α.Ε.Ε., σύμβαση αναγνώρισης και αναδοχής χρέους συνολικού ποσού 498.811.275 δρχ., το οποίο, κατά τη σύμβαση, προερχόταν από την μέχρι τότε συνεργασία τους στην εμπορία πετρελαιοειδών. Για την περαιτέρω εξασφάλιση της ικανοποίησης της δανείστριας εταιρίας τη σύμβαση αυτή υπέγραψαν ως εγγυητές δύο Λιβεριανές Ανώνυμες Εταιρίες με την επωνυμία "Κ.Κ.ENTERPRISES CO S.A." και "GRATOUS ESTATES A.E.", αντιστοίχως, εκπροσωπούμενες από τον εκκαλούντα κατηγορούμενο και ο πεθερός του τελευταίου, Λ, οι οποίοι ανέλαβαν την υποχρέωση να συναινέσουν στην εγγραφή προσημείωσης υποθήκης επί ακινήτων τους και ειδικότερα η πρώτη εταιρία για ποσό 95.000.0000 δρχ., η δεύτερη για ποσό 130.000.000 δρχ. και ο Λ για ποσό 50.000.000 δρχ.
Τη σύμβαση αυτή αναγνώρισης και αναδοχής χρέους φέρεται ότι υπέγραψε ως εγγυήτρια υπέρ του εκκαλούντος οφειλέτη Χ και η εγκαλούσα, υποσχόμενη να συναινέσει στην εγγραφή προσημείωσης υποθήκης στο πιο πάνω διαμέρισμα που αγόρασε από τον τελευταίο, για το ποσό των 45.000.000 δρχ., παραιτούμενη από το δικαίωμα διζήσεως και ευθυνόμενη ως πρωτοφειλέτρια.
Στο έγγραφο της σύμβασης τα στοιχεία της εγκαλούσας αναγράφηκαν εσφαλμένα και συγκεκριμένα αναφέρεται, τόσο στο κείμενο της σύμβασης, όσο και κάτω από την ένδειξη "ΟΙ ΕΓΓΥΗΤΕΣ" ως "..." και όχι Ψ, καθώς και ως "κάτοικος ..." ενώ η εγκαλούσα, πριν αγοράσει από τον κατηγορούμενο το προαναφερθέν διαμέρισμα στο ..., στο οποίο και κατοικεί έκτοτε, διέμενε στο .... Την 23-7-1996, δύο μήνες μετά την υπογραφή της σύμβασης αναγνώρισης και αναδοχής χρέους, ο εκκαλών κατηγορούμενος, με την συνδρομή του, ήδη αποβιώσαντος, δικηγόρου του Αθανασίου Κοροβέση, έπεισε την συμβολαιογράφο Μεγάρων ..., να συντάξει το υπ' αριθμ. ... ειδικό πληρεξούσιο, στο οποίο η εγκαλούσα φέρεται ότι εμφανίσθηκε ενώπιον της και διόρισε τον Αθανάσιο Κοροβέση, δικηγόρο Αθηνών, ειδικό αυτής πληρεξούσιο, αντιπρόσωπο και αντίκλητο, στον οποίο έδωσε το δικαίωμα και την ειδική εντολή να εγγράψει προσημείωση υποθήκης, επί του διαμερίσματος που είχε αγοράσει από τον εκκαλούντα, υπέρ της εταιρίας ΜΑΜΙDOIL-JETOIL, μέχρι του ποσού των 45.000.000 δρχ. και ότι αναγνώριζε ήδη όλες τις πράξεις που ο ανωτέρω δικηγόρος είχε ενεργήσει ή θα ενεργούσε μελλοντικά ως έγκυρες και ισχυρές, νόμιμες, απρόσβλητες και σαν να έγιναν από την ίδια. Στο τέλος δε της δεύτερης σελίδας και κάτω από την ένδειξη "Η ΕΝΤΟΛΕΑΣ" στο εν λόγω πληρεξούσιο τέθηκαν δύο υπογραφές ως προερχόμενες από την εγκαλούσα. Μετά ταύτα ο δικηγόρος Αθανάσιος Κοροβέσης εν γνώσει του εκκαλούντος και κατόπιν εντολής του εμφανίσθηκε, την 25-7-1996, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθήνας και συναίνεσε δήθεν για λογαριασμό της εγκαλούσας στην εγγραφή προσημείωσης υποθήκης επί του διαμερίσματος της, στην οδό ..., για το ποσόν των 45.000.000 δρχ. υπέρ της εταιρίας ΜΑΜIDOIL-JETOIL, με αποτέλεσμα να εκδοθεί η υπ' αριθμ. 1844/1996 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθήνας, κατά την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, βαρύνοντας έτσι το ακίνητο της εγκαλούσας.
Η τελευταία ισχυρίζεται όχι μόνον ότι οι υπογραφές στα επίδικα έγγραφα δεν τέθηκαν από την ίδια, ούτε κατ' εντολή της από άλλον, αλλά ότι και την εγγραφή της προσημείωσης την πληροφορήθηκε για πρώτη φορά τον Απρίλιο του 2005, όταν ενδιαφέρθηκε για τη λήψη δανείου από τράπεζα. Κατά την έρευνα που ενήργησε ανακάλυψε τα δύο επίδικα πλαστά έγγραφα και έλαβε αντίγραφο του ειδικού πληρεξουσίου από την συντάξασα συμβολαιογράφο καθώς και αντίγραφο της σύμβασης από την δανείστρια εταιρία, έγγραφα τα οποία αναφέρονταν στην υποβληθείσα ενώπιον του πιο πάνω δικαστηρίου αίτηση και στην εκδοθείσα από αυτό απόφαση.
Ισχυρίζεται επίσης η εγκαλούσα ότι κατά τον χρόνο σύνταξης του επιδίκου (υπ' αριθμ. ...) ειδικού πληρεξουσίου η ίδια ευρίσκετο στη ... όπου είχε μεταβεί ο σύζυγος της ο οποίος τότε φυγοδικούσε. Τους ισχυρισμούς της δε αυτούς επιβεβαιώνουν ενόρκως ο σύζυγος της Φ, ο αδελφός της Γ και η σύζυγος του τελευταίου Ρ. Οι διαφορές των υπογραφών που έχουν τεθεί στα επίδικα έγγραφα, τόσο μεταξύ τους, όσο και σε σύγκριση με τη γνήσια υπογραφή της εγκαλούσας, είναι εμφανείς και δεν αμφισβητούνται. Κατά την κυρία ανάκριση διατάχθηκε η διενέργεια γραφολογικής εξέτασης προκειμένου να διακριβωθεί αν οι υπογραφές στα επίδικα έγγραφα τέθηκαν από την εγκαλούσα και αν όχι αν τέθηκαν από τον εκκαλούντα κατηγορούμενο Χ, ή από την συμβολαιογράφο (στο ειδικό πληρεξούσιο) ή από τρίτο πρόσωπο. Διορίσθηκε δε πραγματογνώμονας ο γραφολόγος του Εργαστηρίου Δικαστικής Γραφολογίας της Δ/νσης Εγκληματολογικών Ερευνών,..., Αστυνόμος Α', ο οποίος, στην από 27-4-2007 έκθεση του κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι εν λόγω υπογραφές δεν σχετίζονται γραφολογικά ούτε με την υπογραφή της εγκαλούσας ούτε με τις υπογραφές του εκκαλούντος κατηγορουμένου και της συντάκτριας του ειδικού πληρεξουσίου συμβολαιογράφου, η οποία, όπως ήδη αναφέρθηκε, ήταν κατηγορούμενη για ψευδή βεβαίωση με σκοπό το αθέμιτο όφελος και την αθέμιτη βλάβη άνω των 73.000 €, αλλά απηλλάγη με το εκκαλούμενο βούλευμα για έλλειψη δόλου και ειδικότερα επειδή το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών δέχθηκε ότι δεν γνώριζε ότι η γυναίκα που εμφανίσθηκε ενώπιον της δεν ήταν η εγκαλούσα, αλλά κάποια άλλη άγνωστη, που προσπάθησε να μιμηθεί την υπογραφή της.
Αλλά και ο γραφολόγος ... που εξέτασε, με εντολή της εγκαλούσας, τα επίδικα έγγραφα, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι φερόμενες ως υπογραφές της εγκαλούσας δεν τέθηκαν από την ίδια, αλλά πλαστογραφήθηκαν, στο μεν ειδικό πληρεξούσιο με αποτυχημένη ελεύθερη απομίμηση του απλού υπογραφικού τύπου της ανωτέρω, από άγνωστο πρόσωπο το οποίο εισήγαγε προσωπικά στοιχεία της γραφής και της υπογραφής του, άγνωστα στις γραφικές και υπογραφικές συνήθειες της Ψ, στη δε σύμβαση η τεθείσα υπογραφή αποτελεί υπογραφικό σκαρίφημα αγνώστου προσώπου το οποίο (σκαρίφημα) βρίσκεται εκτός των υπογραφικών συνηθειών της εγκαλούσας.
Διαφορετική γνώμη εκφράζει ο τεχνικός σύμβουλος του εκκαλούντος κατηγορουμένου Π, ο οποίος στην από 15-5-2007 έκθεση του αναφέρει ότι οι υπό έλεγχο υπογραφές, ιδίως αυτές του ειδικού πληρεξουσίου περιέχουν στοιχεία του υπογραφικού τύπου της Ψ, αλλά συγχρόνως και εμφανείς διαφορές με τις δειγματικές υπογραφές της, χωρίς όμως αντικειμενικά ευρήματα πλαστότητας. Τα γραφολογικά αυτά ευρήματα οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι δύο υπογραφές του ειδικού πληρεξουσίου έχουν τεθεί δια χειρός Ψ με ηθελημένη αλλοίωση του υπογραφικού της τύπου, ενώ στην από 9-3-2007 έκθεση του κατέληξε στο ότι οι επίμαχες υπογραφές είναι γνήσιες τεθείσες δια χειρός της εγκαλούσας, χωρίς ωστόσο να της αποδίδει ηθελημένη αλλοίωση του υπογραφικού της χαρακτήρα. Ας σημειωθεί εδώ ότι το συμπέρασμα αυτό του τεχνικού συμβούλου του κατηγορουμένου δεν μπορεί να στηριχθεί επαρκώς στο επιχείρημα, που με μορφή ερωτήματος, παραθέτει στην από 15-5-2007 έκθεση του (σελ. 14 αυτής) ότι δηλαδή ο πλαστογράφος δεν θα χάρασσε υπογραφές της εγκαλούσας με στοιχεία εμφανώς ξένα και ανύπαρκτα στο σύνολο των γνησίων υπογραφών της, για τον απλούστατο λόγο ότι και η εγκαλούσα αν ήθελε να αλλοιώσει σκοπίμως την υπογραφή της θα το έπραττε κατά τον ίδιο ή παραπλήσιο τρόπο και στα δύο επίδικα έγγραφα και δεν θα έθετε σ' αυτά υπογραφές με τόσο εμφανείς διαφορές που θα γίνονταν αμέσως αντιληπτές στον καθένα.
Ο εκκαλών, τόσο στην απολογία του, όσο και στα υπομνήματα που υπέβαλε, αλλά και στην υπό κρίση έφεση του, αρνείται τις κατηγορίες και ισχυρίζεται ότι η εγκαλούσα και ο σύζυγος της γνώριζαν τις πιο πάνω ενέργειες, ότι η εγκαλούσα έθεσε τις επίμαχες υπογραφές και στα δύο επίδικα έγγραφα και ότι η καταμήνυσή του μετά παρέλευση τόσων ετών οφείλεται σε υποκίνηση της εταιρίας ΜΑΜIDOIL-JETOIL που επιθυμούσε να στραφεί εναντίον του ενόψει μηνύσεων που είχε υποβάλλει κατά των εκπροσώπων της για κακούργηματικές πράξεις. Ισχυρίσθηκε επίσης ότι η εγκαλούσα του όφειλε 42.000.000 δρχ., δηλαδή το μεγαλύτερο μέρος του τιμήματος από την πώληση του διαμερίσματος αξίας 45.000.000 δρχ., ισχυρισμός όμως που δεν ισχύεται από κάποιο αποδεικτικό στοιχείο αλλά, αντίθετα, αποδυναμώνεται από το περιεχόμενο του συμβολαίου πώλησης στο οποίο αναφέρεται ότι το συμφωνηθέν τίμημα των 11.305.125 δρχ. είχε καταβληθεί προ της υπογραφής του συμβολαίου και εν απουσία της συμβολαιογράφου Μαρίας Πελέκη-Μπάρλα. Επομένως, ορθά εκτιμήθηκαν και αξιολογήθηκαν τα πραγματικά περιστατικά που προκύπτουν από το αποδεικτικό υλικό, από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, το οποίο με το εκκαλούμενο βούλευμα του ορθά παρέπεμψε τον εκκαλούντα στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (κακουργημάτων) Αθηνών. Δεν προέκυψε όμως ότι ο εκκαλών είναι ο φυσικός αυτουργός της νόθευσης της επίδικης σύμβασης αναγνώρισης και αναδοχής χρέους, αλλά ότι αυτή τελέστηκε από κάποιο άλλο άγνωστο πρόσωπο το οποίο είναι προφανές ότι ενήργησε κατ' εντολή του κατηγορουμένου, αφού μόνον αυτός είχε κίνητρο για την τέλεση της πράξης και όφελος από αυτήν. Επομένως είναι επιβεβλημένη και επιτρεπτή (ΑΠ 1800/2005 Ποιν. Χρον. ΝΣΤ' σ. 511, ΑΠ 550/1990 Ποιν. Χρον. ΜΑ' σ. 40, ΑΠ 1137/1989 Ποιν. Χρον. Μ' σ. 421, ΑΠ 182/1985 Ποιν.Χρον.ΛΕ' σ. 777, Λ. Καράμπελα Η Μεταβολή και αναθεώρηση της ποινικής κατηγορίας, 1995, σελ. 84) η μεταλλαγή του χαρακτηρισμού της πράξης αυτής σε ηθική αυτουργία σε πλαστογραφία, διατηρουμένου κατά τα λοιπά του κακουργηματικού χαρακτήρα αυτής".
Με τις άνω παραδοχές το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, καθ' όσον με σαφήνεια, πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, αναφέρει τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση, σχετικά με τις αποδιδόμενες στον κατηγορούμενο πράξεις της ηθικής αυτουργίας σε ψευδή βεβαίωση και πλαστογραφία, με επιδιωκόμενο περιουσιακό όφελος και αντίστοιχη βλάβη τρίτου, που υπερβαίνει συνολικά τις εβδομήντα τρεις χιλιάδες (73.000) €, με αναφορά στα αποδεικτικά μέσα από τα οποία το Συμβούλιο συνήγαγε τα εν λόγω περιστατικά, χωρίς να είναι απαραίτητη η αναλυτική παράθεσή τους καθώς και μνεία του τι προέκυψε από καθένα από αυτά, τις σκέψεις και τους συλλογισμούς από τους οποίους έκρινε ότι αυτά υπάγονται στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 γ', 26 παρ. 1 α, 27 παρ. 1, 46 παρ. 1 α, 94 παρ. 1, 216 παρ. 1, 3 α και 242 παρ. 1 και 3, όπως οι παραγ. 3 των τελευταίων διατάξεων αντικαταστάθηκαν με τις διατάξεις των Ν. 2408/1996 και Ν. 2721/1991, που αναφέρθηκαν, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου, με ασαφείς ή ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές ή διατάξεις και έκρινε ότι υφίστανται επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο για να δικασθεί ως υπαίτιος των ανωτέρω πράξεων, όπως αυτές περιγράφονται, λεπτομερώς, κατά τα αντικειμενικά και υποκειμενικά τους στοιχεία, στο διατακτικό του επικυρωθέντος πρωτόδικου βουλεύματος, όπως αναδιατυπώθηκε, κατά τα ανωτέρω και δη ως προς την κατηγορία της πλαστογραφίας μετά χρήσεως, σε βαθμό κακουργήματος. Ειδικότερα η καθολική αναφορά του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών στην ενσωματωμένη στο Βούλευμα Εισαγγελική πρόταση, ήταν επιτρεπτή, αφού, στην τελευταία, εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την προανάκριση και την κυρία ανάκριση, τα αποδεικτικά μέσα από την αξιολόγηση των οποίων το Συμβούλιο κατέληξε στην ανωτέρω κρίση, μεταξύ των οποίων και τη νοθευμένη από 26-5-1996 σύμβαση αναγνωρίσεως χρέους σε πρωτότυπο και όχι σε απλό φωτοτυπημένο αντίγραφο, όπως αβάσιμα υποστηρίζει ο αναιρεσείων. Δεν επιδρά δε στην στοιχειοθέτηση της πράξεως της ηθικής αυτουργίας σε πλαστογραφία σε βαθμό κακουργήματος της συμβάσεως αφέσεως χρέους, όπως λέχθηκε ανωτέρω, το ότι το σκοπούμενο περιουσιακό όφελος και η αντίστοιχη βλάβη της εγκαλούσης δεν υπήρξαν το άμεσο αποτέλεσμα της ηθικής αυτουργίας στην πλαστογραφία, αλλά απαιτήθηκαν και περαιτέρω πράξεις του αναιρεσείοντος, όπως η πράξη της ηθικής αυτουργίας του ιδίου σε ψευδή βεβαίωση και η χρησιμοποίηση του ανωτέρω πληρεξουσίου στο Μονομελές Πρωτοδικείο, για την έκδοση της αποφάσεως περί εγγραφής προσημειώσεως υποθήκης στο ακίνητό της για εξασφάλιση απαιτήσεως ποσού 45.000.000 δραχμών, αρκεί ότι γίνεται δεκτό ότι τούτο είχε ενταχθεί στον εγκληματικό σκοπό του, όταν έπεισε το άγνωστο άτομο να νοθεύσει την σύμβαση με τον τρόπο που αναφέρεται στο σκεπτικό, όπως τούτο σαφώς συνάγεται εκ της περαιτέρω εγκληματικής δράσης του αναιρεσείοντος. Σαφώς δε προκύπτει από το διατακτικό του παραπεμπτικού βουλεύματος, όπως αναδιατυπώθηκε εν μέρει με το προσβαλλόμενο βούλευμα, κατά τα ανωτέρω, σε συνδυασμό με το σκεπτικό του τελευταίου, ότι η πράξη της πλαστογραφίας, για ηθική αυτουργία στην τέλεση της οποίας από άγνωστο αυτουργό, παραπέμφθηκε ο αναιρεσείων για να δικασθεί ως υπαίτιος, φέρεται τελεσθείσα δια νοθεύσεως της από 26-5-1996 συμβάσεως αναγνωρίσεως χρέους, αφού αναφέρεται ότι, στην καταρτισμένη νομίμως σύμβαση, εμφανίσθηκε ως εγγυήτρια και η εγκαλούσα, η υπογραφή της οποίας, εν αγνοία της, κατόπιν εντολής του, τέθηκε, κατ ελεύθερη απομίμηση αυτής, στο σημείο των σελίδων και στο τέλος της συμβάσεως που προσδιορίζονται, από τρίτο άγνωστο στην ανάκριση άτομο, το οποίο με συμβουλές, οδηγίες, πειθώ ή υποσχέσεις δώρων ή άλλων ανταλλαγμάτων έπεισε να κάνει τούτο. Από προφανή δε παραδρομή στο αφορών την κατηγορία αυτή τμήμα του διατακτικού του πρωτοδίκου βουλεύματος, όπως είχε αρχικά και πριν την αναδιατύπωσή του, αναφέρθηκε ότι η πράξη τελέσθηκε δια καταρτίσεως. Ούτε, περαιτέρω, όπως σαφώς προκύπτει από το διατακτικό του παραπεμπτικού βουλεύματος, παραπέμφθηκε ο αναιρεσείων, για τέλεση επιπροσθέτως και του αδικήματος της χρήσεως της νοθευμένης με τον τρόπο αυτό συμβάσεως, αλλά για χρήση αυτής, κατά τον τρόπο που προσδιορίζεται, από αυτόν, ως ηθικό αυτουργό και όχι τρίτο, παραδεκτώς, όπως λέχθηκε ανωτέρω, ως επιβαρυντική περίσταση της πράξεως της ηθικής αυτουργίας στην πλαστογραφία με τη μορφή της νοθεύσεως για την οποία παραπέμφθηκε, κατά τα άνω. Συνακόλουθα δεν έλαβε χώρα ανεπίτρεπτη μεταβολή της κατηγορίας με τον τρόπο αυτό, ούτε παραβιάσθηκαν οι διατάξεις που ρυθμίζουν την άσκηση της ποινικής διώξεως, όπως αβάσιμα υποστηρίζει με τον από το άρθρο 484 παρ. 1 α σε συνδυασμό με 171 παρ. 1 β ΚΠΔ, τρίτο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως ο αναιρεσείων. Για την πληρότητα της αιτιολογίας ως προς την ηθική αυτουργία στην ψευδή βεβαίωση αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία συνάγεται ο τρόπος και τα μέσα με τα οποία ο αναιρεσείων, έπεισε την συμβολαιογράφο Μεγάρων ... να βεβαιώσει ψευδώς, τελούσα σε πραγματική πλάνη ως προς την πραγματική ταυτότητα της γυναικός που εμφανίσθηκε ενώπιον της και ζήτησε την κατάρτιση του κατωτέρω πληρεξουσίου, το οποίο και υπέγραψε στην οικεία θέση, υπό την ένδειξη '' η εντολέας'', όσα αναφέρονται στο καταρτισθέν απ αυτήν ... πληρεξούσιο, του οποίου στη συνέχεια έγινε χρήση απ αυτόν, με τον τρόπο που προσδιορίζεται στο διατακτικό του επικυρωθέντος παραπεμπτικού βουλεύματος. Με τις ανωτέρω παραδοχές του προσβαλλομένου βουλεύματος, σχετικά με την κατηγορία της ηθικής αυτουργίας σε ψευδή βεβαίωση, κατά τα ανωτέρω στην νομική σκέψη εκτεθέντα, δεν έλαβε χώρα εσφαλμένη εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 46 ΠΚ, διότι η συμβολαιογράφος απαλλάχθηκε της κατηγορίας με το πρωτόδικο βούλευμα για έλλειψη δόλου λόγω της παραπλανήσεως της ως προς την πραγματική ταυτότητα της γυναικός που εμφανίσθηκε ενώπιον της και ζήτησε την κατάρτιση του πληρεξουσίου, όπως αβάσιμα υποστηρίζει ο αναιρεσείων με τον πέμπτο από το άρθρο 484 παρ. 1 β ΚΠΔ, λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως. Για την πληρότητα της αιτιολογίας, ως προς τον σκοπό του αναιρεσείοντος πορισμού περιουσιακού οφέλους με αντίστοιχη βλάβη της περιουσίας της εγκαλούσας, που υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 73.000 €, προς συγκρότηση της ηθικής αυτουργίας στις ανωτέρω πράξεις, σε βαθμό κακουργήματος , κατά τα εκτεθέντα στην ανωτέρω νομική σκέψη, παρατίθενται τα προς τούτο πραγματικά περιστατικά και δη ότι, κατά τις παραδοχές του προσβαλλομένου βουλεύματος, εφοδιασμένος με το ειδικό πληρεξούσιο ο δικηγόρος του Αθανάσιος Κοροβέσης, εμφανίσθηκε, κατ εντολή του, στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, στις 25-7-1996 και συναίνεσε δήθεν για λογαριασμό της εγκαλούσας στην εγγραφή προσημειώσεως υποθήκης επί του ακινήτου της για το ποσό των 45.000.000 δραχμών ή 132.061,62 € υπέρ της αναφερομένης στο βούλευμα Α.Ε. και εκδόθηκε η 21844/1996 απόφαση του δικαστηρίου με την οποία έγινε δεκτή η αίτηση και επιβαρύνθηκε το ακίνητό της. Όπως προκύπτει από τις παραδοχές του προσβαλλομένου βουλεύματος σε αλληλοσυμπλήρωση με το διατακτικό του επικυρωθέντος απ αυτό διατακτικού του πρωτόδικου βουλεύματος, όπως αναδιατυπώθηκε κατά τα ανωτέρω, έγινε δεκτό ότι η ηθική αυτουργία στην πράξη της ψευδούς βεβαιώσεως της συμβολαιογράφου τελέσθηκε με τις διαβεβαιώσεις του ιδίου και του δικηγόρου του Κοροβέση, με τις οποίες την έπεισαν ότι η εμφανισθείσα ενώπιον της άγνωστη γυναίκα είναι η πολιτικώς ενάγουσα, και εκμετάλλευση της πραγματικής πλάνης που επί του ζητήματος αυτού της προκάλεσε και έτσι την παρέπεισε να καταρτίσει το επίμαχο πληρεξούσιο. Τα ανωτέρω δεν μεταβάλλονται εκ του ότι, όπως ισχυρίζεται ο αναιρεσείων, η συμβολαιογράφος υποστήριξε ότι ενώπιον της εμφανίσθηκε η εγκαλούσα και της επέδειξε την ταυτότητά της, διότι τούτο έκανε, για να αποσείσει τις δικές της ευθύνες ως κατηγορουμένης, στο πλαίσιο της υπερασπιστικής τακτικής που ακολούθησε της αρνήσεως της σε βάρος της κατηγορίας για τέλεση της πράξεως που προβλέπεται και τιμωρείται από την διάταξη του άρθρου 242 ΠΚ, ευθυγραμμισθείσα, κατά τούτο με την θέση που έλαβε έναντι της κατηγορίας ο συγκατηγορούμενος της αναιρεσείων και, εκ του λόγου αυτού, δεν ήταν δυνατόν να καταφερθεί εναντίον του, διότι τότε θα ήταν υποχρεωμένη να αντικρούσει και τα όσα αυτός θα ισχυριζόταν σε απάντηση των αιτιάσεων της. Δεν χρειαζόταν δε να εξειδικεύεται ο τρόπος με τον οποίο παραπείσθηκε η συμβολαιογράφος, αφού αυτός εμπεριέχεται στις ανωτέρω παραδοχές επί του ζητήματος αυτού του βουλεύματος. Ούτε περαιτέρω χρειαζόταν να αιτιολογείται η σχέση του αναιρεσείοντος με το τρίτο γυναικείο πρόσωπο που δέχθηκε να εμφανισθεί ως η εγκαλούσα, αφού, από τις παραδοχές του Συμβουλίου, καθίσταται σαφές ότι επρόκειτο για σχέση απόλυτης εμπιστοσύνης, διότι διαφορετικά ούτε ο αναιρεσείων θα της ανέθετε έναν τέτοιο ''ρόλο'', ούτε αυτή θα δεχόταν να τον ''παίξει'', ούτε τέλος χρειαζόταν να αναφέρονται τα αυτονόητα κίνητρα του προσώπου αυτού. Ο σκοπός περιουσιακού οφέλους και αντίστοιχης βλάβης της εγκαλούσας αιτιολογείται πλήρως από τις ανωτέρω παραδοχές, συνιστάμενος στην επιβάρυνση του ακινήτου της με το εμπράγματο βάρος της προσημειώσεως υποθήκης προς εξασφάλιση απαίτησης της αναφερομένης εταιρίας μέχρι του ποσού των 45.000.000 δραχμών ή 132.061 €, δηλαδή υπέρτερου του ποσού των 73.000 €, η δε αντίστοιχη ωφέλεια του ανερεσείοντος είναι αυτονόητη, κατά τις παραδοχές του Συμβουλίου, αφού με τον τρόπο αυτό παρέσχε πρόσθετη ασφάλεια εκπληρώσεως της υποχρεώσεως που ανέλαβε με την σύμβαση αναγνωρίσεως χρέους και απέφυγε την παροχή άλλου είδους ασφάλειας και την περαιτέρω οικονομική επιβάρυνση της περιουσίας του. Είναι δε αδιάφορο για την στοιχειοθέτηση και των δύο πράξεων αν τελικά επιτεύχθηκε ο σκοπός αυτός. Περαιτέρω δεν χρειαζόταν, για την πληρότητα της αιτιολογίας, να αναφέρονται οι συνθήκες υπογραφής της συμβάσεως αναγνωρίσεως χρέους, αφού αυτό δεν συνδέεται με την στοιχειοθέτηση και δη σε βαθμό σοβαρών ενδείξεων των πράξεων για τις οποίες εχώρησε η παραπομπή. Ούτε περαιτέρω χρειαζόταν να διαλάβει το Συμβούλιο από ποιο αποδεικτικό στοιχείο προέκυψε ότι ο αναιρεσείων έδωσε την εντολή σε τρίτο πρόσωπο να νοθεύσει τη σύμβαση αναγνωρίσεως χρέους με τον τρόπο που λεπτομερώς αναφέρει στο σκεπτικό, αφού εκτίθεται ότι αυτός είχε όφελος από την πράξη αυτή, δεδομένου ότι, κατά τις παραδοχές του βουλεύματος, θα εμφανιζόταν πρόσθετος εγγυητής στη σύμβαση, που θα παρείχε εμπράγματη ασφάλεια μέχρι του σημαντικού ποσού των 45.000.000 δραχμών, η οποία και τελικά παρασχέθηκε με την εγγραφή της προσημειώσεως υποθήκης επί του ακινήτου της εγκαλούσας, κάτω από τις συνθήκες και με τον τρόπο που λεπτομερώς περιγράφεται στο σκεπτικό, με τον οποίο και ολοκληρώθηκε τον εγκληματικό σχέδιο του αναιρεσείοντος.
Συνεπώς οι από το άρθρο 484 παρ. 1 α, δ και β ΚΠΔ τρίτος, τέταρτος και πέμπτος λόγοι, αντίστοιχα, της αιτήσεως αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται το προσβαλλόμενο βούλευμα για απόλυτη ακυρότητα, έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, αντίστοιχα, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Όλες οι λοιπές, σε σχέση με τους παραπάνω λόγους και ιδιαίτερα τον τέταρτο λόγο, διαλαμβανόμενες στην κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως αιτιάσεις, υπό την επίφαση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Συμβουλίου της ουσίας, ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες. V. Η διενέργεια ή μη περαιτέρω συμπληρωματικής ανακρίσεως απόκειται στην κυριαρχική επί της ουσίας κρίση του δικαστικού συμβουλίου, η οποία δεν ελέγχεται από τον 'Αρειο Πάγο. Η παράλειψη του συμβουλίου να διατάξει περαιτέρω ανάκριση που ζητεί ο κατηγορούμενος, προκειμένου να διενεργηθούν οι ανακριτικές πράξεις που προσδιορίζει, δεν παρέχει λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος από τους περιοριστικά αναφερομένους στο άρθρο 484 § 1 Κ.Π.Δ., ούτε συνιστά αυτή μόνη έλλειψη αιτιολογίας, όταν αιτιολογείται πλήρως, η κρίση του συμβουλίου για την ύπαρξη σοβαρών ενδείξεων ενοχής από τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία που παραθέτει και εκτιμά το συμβούλιο (ΑΠ 609/2009, ΑΠ 191/2008). Στην κρινόμενη περίπτωση το προσβαλλόμενο βούλευμα, αφού παρατίθενται, κατ είδος όλα τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα και αιτιολογείται πλήρως, κατά τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη, η παραπεμπτική για τον αναιρεσείοντα για τα ανωτέρω αδικήματα κρίση, απορρίπτεται το αίτημά του για διενέργεια περαιτέρω ανακρίσεως με την αιτιολογία: '' Από τα ανωτέρω εκτεθέντα προκύπτει ότι η υπόθεση αυτή ερευνήθηκε διεξοδικά και πλήρως κατά την προκαταρκτική εξέταση και κατά την κυρία ανάκριση και δεν συντρέχει λόγος να διαταχθεί περαιτέρω κυρία ανάκριση. Επομένως το σχετικό αίτημα που υπέβαλε με τα υπομνήματά του και την υπό κρίση έφεση του ο κατηγορούμενος πρέπει να απορριφθεί. Από τα προεκτεθέντα πραγματικά περιστατικά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου''. Αιτιολογείται λοιπόν πλήρως η απόρριψη του εν λόγω αιτήματος του αναιρεσείοντος και ο υποστηρίζων τα αντίθετα από το άρθρο 484 παρ. 1 δ ΚΠΔ, δεύτερος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως τυγχάνει αβάσιμος και απορριπτέος. VI. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 309 παρ. 2 και 318 εδ. α του ΚΠΔ, προκύπτει ότι, το συμβούλιο Εφετών, αν υποβληθεί σ` αυτό σχετική αίτηση του κατηγορουμένου, είναι υποχρεωμένο να διατάξει την ενώπιόν του εμφάνιση του αιτούντος, καθώς και των λοιπών διαδίκων, προς παροχή οποιασδήποτε διευκρινίσεως που αφορά την υπόθεση και την ανάπτυξη των απόψεων του επί της κατηγορίας που τον βαρύνει, μπορεί δε να απορρίψει την αίτηση, μόνο αν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι, οι οποίοι πρέπει ειδικώς να αναφέρονται στο βούλευμα. Η σιωπηρή ή αναιτιολόγητη απόρριψη του οδηγεί σε απόλυτη ακυρότητα του βουλεύματος για παράβαση του άρθρου 309 παρ. 2 σε συνδ. με 171 παρ. 1δ' του ΚΠΔ και ιδρύει τον από το ως άνω άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. α' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως. Η αίτηση υποβάλλεται με οποιοδήποτε διαδικαστικό έγγραφο απευθυνόμενο προς το δικαστικό συμβούλιο, όπως είναι και το υπόμνημα επί των λόγων της εφέσεως, χρονικά πριν από την κατάρτιση ή την υποβολή της προτάσεως στο Συμβούλιο ή τουλάχιστον πριν από τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του Συμβουλίου και την ανάπτυξη της εισαγγελικής προτάσεως. Στην κρινόμενη περίπτωση ο αναιρεσείων με από 10-9-2007 υπόμνημά του, που επισυνάφθηκε στην 462/2007 έκθεση εφέσεως κατά του πρωτόδικου παραπεμπτικού 2226/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημ/κων, αλλά και μεταγενέστερο υπόμνημα, υπέβαλε αίτημα αυτοπρόσωπης εμφάνισης ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών, προκειμένου να διευκρινίσει τους λόγους της εφέσεως του που επρόκειτο να κρίνει το Συμβούλιο, πράγμα το οποίο δεν αναφέρεται βέβαια ρητώς στο αίτημα, πλην όμως εμπεριέχεται σ αυτό ως αναγκαίο, ως εκ του σκοπού στον οποίο κατατείνει το εν λόγω αίτημα και κατά τούτο δεν έπασχε από αοριστία, όπως εσφαλμένα έκρινε με την κυρία απορριπτική του αιτήματος αιτιολογία το προσβαλλόμενο βούλευμα. Άλλωστε ορισμένο κρίθηκε το αίτημα αυτό από το παρόν Δικαστήριο, το οποίο με την 416/2009 απόφασή του σε Συμβούλιο αναίρεσε, κατά παραδοχή του σχετικού από το άρθρο 484 παρ. 1 α σε συνδυασμό με 171 παρ. 1 δ ΚΠΔ, λόγου αναιρέσεως του και νυν αναιρεσείοντος, το 879/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, διότι χωρίς αιτιολογία απέρριψε το αίτημα του για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών. Στην επικουρική, όμως, απορριπτική του αιτήματος, ως αβάσιμου, αιτιολογία, διέλαβε το Συμβούλιο εφετών τα ακόλουθα, δια καθολικής αναφοράς στην εισαγγελική πρόταση: "... διότι στην απολογία του ενώπιον του ανακριτή, καθώς και με σειρά εκτενεστάτων υπομνημάτων του ανέπτυξε αναλυτικά και διεξοδικά του ισχυρισμούς και απόψεις του επί των πραγματικών και νομικών ζητημάτων της υπόθεσης, ώστε να μη υπάρχουν πλέον κενά προς περαιτέρω διευκρίνιση...". Η αιτιολογία αυτή με την οποία το Συμβούλιο Εφετών απάντησε στο αίτημα του αναιρεσείοντος και το απέρριψε, τυγχάνει πλήρης και εμπεριστατωμένη, με αποτέλεσμα να μη δημιουργείται, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, απόλυτη ακυρότητα, λόγω παραβιάσεως των υπερασπιστικών δικαιωμάτων του αναιρεσείοντος.
Συνεπώς ο, από το άρθρο 484 παρ. 1 α, σε συνδυασμό με 171 παρ. 1 δ ΚΠΔ, πρώτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως τυγχάνει αβάσιμος και απορριπτέος. Περαιτέρω, επί του, σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 309 παρ. 2 ΚΠΔ, υποβαλλόμενου, με την έκθεση της αιτήσεως αναιρέσεως, αιτήματος του αναιρεσείοντος να εμφανισθεί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, που συνεδριάζει σε Συμβούλιο, για να παράσχει διευκρινήσεις και να προβεί σε διασαφήσεις επί του περιεχομένου των λόγων της αιτήσεως αναιρέσεως, πρέπει να λεχθούν τα ακόλουθα: Ο αναιρεσείων, με την εκτενέστατη έκθεση της αναιρέσεως του, που καταλαμβάνει 60 σελίδες, πλήρως λεπτομερώς και διεξοδικώς, με εκτενείς παραπομπές στις παραδοχές του προσβαλλομένου βουλεύματος και παράθεση εμπεριστατωμένων κριτικών σχολίων αυτών, εξέθεσε και ανέπτυξε τις αιτιάσεις του κατά του βουλεύματος, σε τρόπο ώστε η αυτοπρόσωπη εμφάνισή του στο παρόν Δικαστήριο που συνεδριάζει σε συμβούλιο, δεν πρόκειται να συμβάλλει στην ορθή και πλήρη έρευνα των λόγων της αιτήσεως αναιρέσεως.
Συνεπώς το αίτημά του πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.
Εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως πρέπει αυτή να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (583 παρ. 1 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την με αριθμό εκθέσεως 155/24-7-2009 αίτηση αναιρέσεως του Χ για αναίρεση του Βουλεύματος 1270/2009 του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και.
Καταδικάζει το αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) €.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 27 Μαΐου 2010. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 11 Ιουνίου 2010.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή