Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 573 / 2009    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Πλαστογραφία, Εξακολουθούν έγκλημα.




Περίληψη:
Πράξεις: Πλαστογραφία εγγράφου μετά χρήσεως κατ’ εξακολούθηση κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια και απάτη κατ’ εξακολούθηση από υπαίτιο που διαπράττει απάτες κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια, με συνολική ζημία πλέον των 15.000 ευρώ. Έννοιες άνω όρων. Πλαστογραφία μετά χρήσεως με σκοπό το όφελος και απάτη συρρέουν αληθώς και ουδεμία απορροφά την άλλη. Ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και όταν το Συμβούλιο αναφέρεται μερικώς ή εξ’ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα αρκεί να εκτίθενται σε αυτή με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά. Εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Πότε υπάρχει. Απορρίπτει αίτηση.




Αριθμός 573/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ζ' Ποινικό Τμήμα - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη και Νικόλαο Κωνσταντόπουλο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 8 Οκτωβρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ....., περί αναιρέσεως του με αριθμό 1.629/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 19 Οκτωβρίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1.803/2007.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Βλάσσης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με τη με αριθμό 292/30.5.2008 έγγραφη πρόταση του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω, σύμφωνα με το άρθρο 485§1 Κ.Π.Δ., την υπ' αριθμ. 217/ 19-10-2007 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ....., η οποία ασκήθηκε στο όνομα και για λογαριασμό της από τον δικηγόρο Αθηνών Αρίστιππο Μαστρογιάννη του Ιωάννη, δυνάμει της από 3-9-2001 προσαρτημένης στην αίτηση και νομίμως θεωρημένης εξουσιοδοτήσεως και στρέφεται κατά του υπ'αριθμ. 1629/2007 τελεσιδίκου βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, εκθέτω δε τα ακόλουθα : 1. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το υπ' αριθμ. 1629/2007 βούλευμά του απέρριψε στην ουσία ως αβάσιμη την υπ' αριθμ. 58/2007 έφεση του Χ κατά του υπ' αριθμ. 3400/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. Με το τελευταίο ο ανωτέρω είχε παραπεμφθεί στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου [Κακουργημάτων] Αθηνών για να δικαστεί ως υπαίτιος τελέσεως : α) πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ, β) απάτης κατ' εξακολούθηση, από υπαίτιο που διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ - 13 στ, 94§1, 216§§1-3β, 386§§1-3α Π.Κ. Συγκεκριμένα διότι : "Ι) Α) 1) Στο ..... στις 3-5-2004 με περισσότερες πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση του αυτού εγκλήματος, κατήρτισε εξ απαρχής πλαστά έγγραφα ως γνήσια με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση τους άλλους σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες και με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του και σε άλλον περιουσιακό όφελος, που υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 15.000 ευρώ, διαπράττει δε πλαστογραφίες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια έκανε δε και χρήση των πλαστών αυτών εγγράφων. Ειδικότερα, στον ως άνω τόπο και χρόνους ανέγραψε σε έξι (6) συναλλαγματικές ήτοι : 6 συναλλαγματικές πληρωτέες στην ALPHA BANK, με ημερομηνία εκδόσεως όλων την 3-5-2004 και ημερομηνίες λήξεως εκάστης συναλλαγματικής την 30-7-2004, 30-8-2004, 30-9-2004, 30-10-2004, 30-11-04 και 30-12-2004 αντίστοιχα και με αναγραφόμενο ποσό επί εκάστης συναλλαγματικής το ποσό των 3.000 ευρώ αντίστοιχα κατ' απομίμηση της γνήσιας υπογραφής του Α και χωρίς να έχει προς τούτο τη συναίνεση ή την εξουσιοδότησή του, έθεσε, στην θέση της υπογραφής του αποδέκτη αυτών (συναλλαγματικών) τα στοιχεία καθώς και την υπογραφή του μηνυτή. Όλα τα ανωτέρω αξιόγραφα, των οποίων δικαιούχος και κομιστής εφέρετο αυτός και των οποίων το συνολικό ποσό ανερχόταν, κατά τα αναγραφόμενα σε αυτά από αυτόν ποσά, σε 18.000 ευρώ μεταβίβασε με εκχώρηση στον ..... και στις ως άνω ημερομηνίες στην τράπεζα ALPHA BANK προκειμένου να χρηματοδοτηθεί με το ως άνω συνολικό ποσό των 18.000 ευρώ, ωφελούμενος έτσι αυτός κατά το ποσό αυτό, με ισόποση ζημία της ως άνω τράπεζας (λόγω της μη εξόφλησης των σχετικών προς αυτή, οφειλών από αυτόν) αλλά και του μηνυτή, ενώ από την όλη υποδομή που είχε διαμορφώσει προκύπτει ότι είχε πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της ως άνω πράξης της πλαστογραφίας μετά χρήσεως με σκοπό του τον πορισμό εισοδήματος από την πράξη αυτή καθώς και σταθερή ροπή του για διάπραξη του εγκλήματος αυτού ως στοιχείο της προσωπικότητάς του. 2) Στον ..... στις 26-5-2004, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος και με σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος, έβλαψε ξένη περιουσία πείθοντας άλλον σε πράξη με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών, διαπράττει δε απάτες κατ' επάγγελμα και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ. Ειδικότερα, στον ως άνω τόπο και χρόνο παρέστησε στους αρμοδίους υπαλλήλους του καταστήματος ..... της ALPHA BANK εν γνώσει του ψευδώς, ότι τα πιο πάνω αναφερόμενα στο υπό στοιχ. Ι του παρόντος έγγραφα ήταν γνήσια, με αποτέλεσμα να πεισθούν οι πιο πάνω υπάλληλοι ως προς το αληθινό πρόσωπο του αποδέκτη των ανωτέρω συναλλαγματικών καθώς και το έγκυρο αυτών και να προεξοφλήσουν αυτές (συναλλαγματικές) κατά το ποσό τους των 18.000 ευρώ συνολικά. Με αποτέλεσμα να υποστεί η τράπεζα αντίστοιχη περιουσιακή βλάβη ύψους 18.000 ευρώ με αντίστοιχο περιουσιακό όφελος του κατηγορουμένου ωφελούμενος κατά το ποσό αυτό και με ισόποση ζημία της τράπεζας (λόγω της μη εξόφλησης των σχετικών, προς αυτή, οφειλών από τον κατηγορούμενο) ενώ από την όλη υποδομή που είχε διαμορφώσει προκύπτει ότι είχε πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της ως άνω πράξης της απάτης με σκοπό τον πορισμό εισοδήματος από την πράξη αυτή καθώς και σταθερή ροπή του για διάπραξη του εγκλήματος αυτού ως στοιχείο της προσωπικότητάς του".
Στη συνέχεια εκδόθηκε το προσβαλλόμενο βούλευμα [=1629/2007] του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, Τμήμα Διακοπών, το οποίο, αφού έκανε τυπικά δεκτή την ασκηθείσα κατά του ρηθέντος βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, απέρριψε αυτή, όπως ελέχθη, ως αβάσιμη στην ουσία της. Ειδικώτερα το άνω Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με καθολική αναφορά στην [υιοθετηθείσα υπ' αυτού] εισαγγελική πρόταση, δέχθηκε ότι "από όλα τα αποδεικτικά στοιχεία που συγκεντρώθησαν κατά τη διάρκεια της κυρίας ανάκρισης και της προηγηθείσας προκαταρκτικής εξέτασης, και δη από τις καταθέσεις των μαρτύρων, τα έγγραφα και την απολογία και απολογητικό υπόμνημα) του κατηγορουμένου προέκυψαν" τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, για τα οποία και παραπέμφθηκε και ειδικώτερα ότι : "προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Ο κατηγορούμενος Χ ήταν έως το έτος 2004 πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "MERGER A.E. - Εξοπλισμοί Καταστημάτων Ειδών Διατροφής και Μονάδων Μαζικής Εστίασης με έδρα το ..... οδός ....." με αντικείμενο την πώληση επαγγελματικών ψυγείων και θαλάμων τροφίμων. Αρχές του έτους 2004 λόγω της αντιμετώπισης οικονομικών προβλημάτων της εταιρείας ο κατηγορούμενος με προτροπή του πατέρα του Β απευθύνθηκε στον κουμπάρο του τελευταίου Γ προκειμένου αυτός να μεσολαβήσει για την ανεύρεση κάποιου χρηματοδότη. Ο Γ απευθύνθηκε στο γνωστό του Α (εγκαλούντα), ο οποίος δέχθηκε να εξυπηρετήσει τον κατηγορούμενο χορηγώντας του επιταγές ευκολίας από μπλοκ επιταγών που είχε πάρει από την ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ. Τις επιταγές αυτές συμφωνήθηκε να τις πληρώσει κατά τη λήξη τους ο κατηγορούμενος πλην όμως, ενώ ο τελευταίος τις μεταβίβασε στην "ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε." όπου τις προεισέπραξε, δεν τις κάλυψε κατά την εμφάνισή τους με αποτέλεσμα, όταν η "ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε." εμφάνισε εμπρόθεσμα προς πληρωμή τις ανωτέρω επιταγές για να πληρωθούν συμψηφιστικά από τον λογαριασμό που τηρούσε ο εγκαλών στην "ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ Α.Ε.", να μην πληρωθούν αυτές ελλείψει επαρκούς υπολοίπου και στη συνέχεια να εκδοθούν σε βάρος του εγκαλούντος διαταγές πληρωμής. Παράλληλα και μετά την παράδοση σε αυτόν των επιταγών του Α ο κατηγορούμενος ο οποίος λόγω της προηγούμενης εξυπηρέτησης γνώριζε την φερεγγυότητα του Α και ενεργώντας με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος παράνομο περιουσιακό όφελος με τη μέθοδο της προείσπραξης αξιογράφων, προέβη στις 3-5-2004 στο ..... στην εξ υπαρχής κατάρτιση έξι συναλλαγματικών συμπληρώνοντας με το χέρι του έξι έντυπα συναλλαγματικών με την αναγραφή σ' αυτές σαν ημερομηνία λήξης τις 30-7-2004, 30-8-2004, 30-9-2004, 30-10-2004, 30-11-2004 και 30-12-2004 αντίστοιχα σε καθεμία, ως πληρωτέο ποσό κάθε μίας συναλλαγματικής το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ, θέτοντας δε στη θέση του εκδότη την υπογραφή του και σφραγίδα με την επωνυμία και τα πλήρη στοιχεία (δραστηριότητα, έδρα, ΑΦΜ, αρμόδια ΔΟΥ, ΑΡ.Μ.Α.Ε.) της εταιρίας "MERGER A.E.", της οποίας ήταν νόμιμος εκπρόσωπος, στη θέση του πληρωτή και αποδέκτη τα στοιχεία : "Α - ΥΔΡΑΥΛ. - ΨΥΚΤ. ΕΓΚΑΤ. - ..... - ..... - Α.Φ.Μ. ....." και τέλος έθεσε χωρίς να έχει κανένα δικαίωμα, εντολή ή σχετική συναίνεση του εγκαλούντος, υπογραφή δήθεν του Α, αναγράφοντας το κεφαλαίο γράμμα Δ και ολογράφως το όνομα Α1 ως τόπο πληρωμής το υποκατάστημα ..... της Τράπεζας "ALPHA BANK", σε διαταγή της "MERGER A.E.". Στην ενέργεια αυτή προέβη με σκοπό να παραπλανήσει τους τρίτους ως προς την εγκυρότητα και τη γνησιότητά τους και να προσδώσει στις συναλλαγματικές αυξημένη φερεγγυότητα και αξιοπιστία. Στη συνέχεια και ειδικότερα στις 26-5-2004 ο κατηγορούμενος μετέβη στο κατάστημα της ALPHA BANK στον ..... και παρέδωσε τις συναλλαγματικές στην τράπεζα για να τις προεξοφλήσει, παραπλανώντας τους υπαλλήλους ως προς την γνησιότητα της υπογραφής του αποδέκτη αυτών, αποκρύπτοντας την πλαστότητα αυτών με αποτέλεσμα να δεχθούν να του προεξοφλήσουν αυτές (συναλλαγματικές) κατά το ποσό τους των 18.000 ευρώ συνολικά και έτσι να υποστεί η τράπεζα αντίστοιχη περιουσιακή βλάβη ύψους 18.000 ευρώ με αντίστοιχο περιουσιακό όφελος του κατηγορουμένου. Κατά τη λήξη τους, οι συναλλαγματικές δεν πληρώθηκαν. Έτσι η τράπεζα με βάσει τις έξι επίδικες αυτές συναλλαγματικές προέβη σε έκδοση σε βάρος τους εγκαλούντος Α τεσσάρων διαταγών πληρωμής και ειδικότερα εξέδωσε τις υπ' αριθμ. 98/2005, 99/2005, 106/2005, 115/2005 διαταγές πληρωμής του Ειρηνοδικείου Νικαίας δυνάμει των οποίων επιβλήθηκε κατάσχεση σε βάρος της ακίνητης περιουσίας του εγκαλούντος και συγκεκριμένα σε διαμέρισμα ιδιοκτησίας του στο ....., οδός ..... αρ. ..., και έτσι να υποστεί ο μηνυτής την πιο πάνω ιδιαίτερα μεγάλη περιουσιακή βλάβη που είναι πάνω από 15.000 ευρώ ανερχομένη συγκεκριμένα σε ποσόν της τάξης άνω των 18.000 ευρώ, αλλά και της πιο πάνω Τράπεζας. Από την αξιολόγηση των πιο πάνω πραγματικών περιστατικών σαφώς προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια δράση του κατηγορουμένου στη διάπραξη των πράξεων για τις οποίες με το εκκαλούμενο βούλευμα παραπέμφθηκε ο κατηγορούμενος, ο οποίος από την όλη υποδομή που είχε διαμορφώσει, εκμεταλλευόμενος μάλιστα και τη σχέση κουμπαριάς που είχε με τον Γ, στον οποίο απευθύνθηκε προκειμένου αυτός να του βρει επιταγές ευκολίας προς εξυπηρέτηση της εταιρίας αυτού και του πατρός του που αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα, για να πετύχει το σκοπό του, εκτιμάται ότι είχε πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης των πιο πάνω πράξεων με σκοπό τον πορισμό εισοδήματος από αυτές, καταδεικνύεται δε, μετά τις πιο πάνω διαπιστώσεις, και σταθερή ροπή του κατηγορουμένου για διάπραξη των πιο πάνω εγκλημάτων σαν στοιχείο της προσωπικότητάς του ...". Καθίσταται συνεπώς φανερόν ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα δέχεται ότι προέκυψαν αυτά που δέχεται και το πρωτόδικο βούλευμα αφενός και αφετέρου ότι τα αναφερόμενα σε σχέση με τις επιταγές αναφέρονται για τη στοιχειοθέτηση των επιβαρυντικών περιστάσεων της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια δράσης του κατηγορουμένου. Το βούλευμα αυτό επιδόθηκε στον κατηγορούμενο στις 9-10-2007 [βλ. το από 9-10-2007 αποδεικτικό της επιμελήτριας .....] και κατ' αυτού άσκησε ενώπιον του γραμματέα Εφετών Αθηνών στις 19-10-07 δια του δικηγόρου Αρίστιππου Μαστρογιάννη, ως πληρεξουσίου του, δυνάμει της από 19-10-2007 εξουσιοδοτήσεώς του, στην οποία βεβαιούται το γνήσιο της υπογραφής του από δικηγόρο, την υπ' αριθμ. 217/2007 αίτηση αναίρεσης, προβάλλων ως λόγους : α) εσφαλμένη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 94-98, 216, 386 Π.Κ. υπό την έννοια ότι δέχθηκε αληθή συρροή των εγκλημάτων της πλαστογραφίας και απάτης, ενώ κατ' αληθή έννοια αυτών η συρροή είναι φαινομενική, β) έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας σε σχέση με τις επιβαρυντικές περιστάσεις της κατ' επάγγελμα, κατά συνήθεια τέλεσης και του ιδιαιτέρως επικινδύνου αυτού, αφενός και διότι δεν έλαβε υπόψη ορισμένα έγγραφα που μνημονεύει, από την αξιολόγηση των οποίων προκύπτει, κατ' αυτόν, η αθωότης αυτού, ήτοι το αντίθετο με ό,τι το προσβαλλόμενο βούλευμα δέχθηκε. Εν όψει των ανωτέρω η αναίρεση αυτή είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να εξεταστεί στην ουσία της - 462, 463, 465, 473, 474, 482, 484 Κ.Π.Δ., 18, 19, 216, 386 Π.Κ.
ΙΙ) Επειδή κατά την αληθή έννοια των άρθρων 386§§1, 3 εδ. α', 216§§1-3 εδ. α' Π.Κ. - όπως ισχύουν με την αντικατάστασή τους με το άρθρο 14§§4, 2 [αντίστοιχα] του ν. 2721/99 - και 94 Π.Κ. οι πράξεις της πλαστογραφίας μετά χρήσεως με σκοπό το όφελος και η απάτη συρρέουν αληθώς και ουδεμία απορροφά την άλλη διότι κάθε μια είναι αυτοτελής και στοιχειοθετείται από διαφορετικά περιστατικά, αφού ειδικότερα η επίτευξη της παραπλάνησης και της βλάβης στην περιουσία του παραπλανώμενου ή του τρίτου, που αποτελούν στοιχεία της αντικειμενικής υποστάσεως της απάτης, δεν αποτελούν αντίστοιχα και στοιχεία της υποστάσεως ή επιβαρυντική περίπτωση ή αναγκαίο μέσο διαπράξεως της πλαστογραφίας. - βλ. Χωραφά Ποινικό Δίκαιο (1978) σελ.411, ΑΠ 1452/2006, ΑΠ 1855/2001, ΑΠ 238/2000, ΑΠ 1559/2002, ΑΠ 42/2004, ΑΠ 2257/2002 κ.ά. και μόνον όταν η απάτη έμεινε στο στάδιο της απόπειρας και υπάρχει ταυτότητα των ψευδών γεγονότων και των συγκροτούντων την χρήση των πλαστών εγγράφων μπορεί να γίνει λόγος για φαινόμενη συρροή. Έτσι και οι νομολογιακές παραπομπές του εδώ αναιρεσείοντος στην έκθεση αναίρεσης αναφέρονται στην τελευταία περίπτωση, που όμως δεν πρόκειται στη συγκεκριμένη υπόθεση. Επομένως ο σχετικός λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος.
ΙΙΙ) Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 13 περ. στ' Π.Κ. - που προστέθηκε με το άρθρο 1§1 ν. 2408/96 - "κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστη". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την κατ' επάγγελμα τέλεση απαιτείται να συντρέχει είτε επανειλημμένη τέλεση της πράξης [=αντικειμενικό στοιχείο] από την οποία προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος είτε υποδομή [=αντικειμενικό στοιχείο] που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση [δεν απαιτείται δηλ. επανειλημμένη τέλεση] επανειλημμένης τέλεσης της πράξης [=υποκειμενικό στοιχείο που προκύπτει από το άνω αντικειμενικό στοιχείο] με σκοπό πορισμού εισοδήματος έστω και αν ο δράστης τελεί άπαξ την πράξη, η οποία έτσι εμφανίζεται ως αποτέλεσμα της υποδομής ΑΠ 382/2006, ΑΠ 1539/2002, ΑΠ 5/2001 πρβλ. ΑΠ 2014/2001, ΑΠ 1277/98, ΑΠ 1104/99, ΑΠ 1796/99, ΑΠ 680/2000, ΑΠ 372/2002, ΑΠ 692/2000 κ.ά. Δεν αρκεί, επομένως, τέλεση ενός εγκλήματος π.χ. απάτης μια φορά, έστω και αν είναι αριστοτεχνικά σχεδιασμένη. Απαιτείται υποδομή που έγινε με σκοπό κατ' επανάληψη τέλεση της πράξης. Απαιτείται δηλαδή οργανωμένη ετοιμότητα, χωρίς να απαιτείται όπως αυτή έχει εκδηλωθεί με προγενέστερες καταδίκες. Η υποδομή να είναι το μέσο ή ο τρόπος τελέσεως του οικείου εγκλήματος. Αρκεί προφανώς προς τούτο, μεθοδευμένη δραστηριότητα που χρησιμοποιείται για την τέλεση της πράξης [πρβλ. ΑΠ 1651/2002]. Μπορεί να προκύπτει και από άλλα περιστατικά της ζωής του δράστη ή από την εν γένει προσωπικότητά του. Αρκεί, όπως ελέχθη, η σταθερή ροπή να είναι χαρακτηριστικό της προσωπικότητας του δράστη. Επανειλημμένη τέλεση σημαίνει τέλεση του αυτού εγκλήματος τουλάχιστον δύο φορές - χωρίς όμως να απαιτείται όπως υπάρχουν και προηγούμενες καταδίκες [βλ. ΑΠ 1273/2005, ΑΠ 157/2002, ΑΠ 372/2002, ΑΠ 1854/2001 κ.ά.]. Έτσι αρκεί η τέλεση κατ' εξακολούθηση, αφού το κατ' εξακολούθηση έγκλημα αποτελεί περίπτωση πραγματικής ομοειδούς συρροής - βλ. ΑΠ 1303/2003, ΑΠ 40/2003, ΑΠ 1307/2002, ΑΠ 157/2002, ΑΠ 265/2001 κ.ά. Κατά συνήθεια τέλεση υπάρχει όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης [=αντικειμενικό στοιχείο] προκύπτει ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστη η σταθερή ροπή αυτού προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος [σχετ. ΑΠ 151/2001 Δεν αρκεί επομένως μόνη η επανειλημμένη τέλεση αλλά επανειλημμένη τέλεση πρέπει να αποτελεί απόρροια της σταθερής ροπής του δράστη ως στοιχείου της προσωπικότητάς του [πρβλ. ΑΠ 789/99]. Και εδώ δεν απαιτείται να υπάρχουν προηγούμενες καταδίκες για το αυτό έγκλημα - πρβλ. ΑΠ 889/98 κ.ά. - ο σκοπός πορισμού εισοδήματος και η ροπή του δράστη αποδεικνύονται κυρίως όταν υπάρχει και χρονική εγγύτητα και λειτουργική συνέχεια των πράξεων. Ο σκοπός αυτός είναι κάτι το διάφορο από την απαξία του οικείου εγκλήματος στο οποίο περιέχεται αντίστοιχος σκοπός, αφού χωρίς τον τελευταίο δεν υπάρχει έγκλημα. Απαιτείται να πρόκειται για όφελος προς βιοπορισμό - πρβλ. ΑΠ 447/96. Για την επιβαρυντική περίπτωση της §3 των άρθρων 386 και 216 ΠΚ αρκεί το κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια, αλλά μπορεί να συντρέχουν αμφότερα - πρβλ. ΑΠ 184/2002. Εάν επομένως συντρέχει το ένα εξ αυτών που είναι και ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένο, αλλά το συμβούλιο στήριζε την παραπομπή σε αμφότερα, τότε δεν έχει ο κατηγορούμενος έννομο συμφέρον, αφού υπάρχει ούτως ή άλλως η κακουργηματική μορφή του εγκλήματος και η τυχόν [μη αιτιολογημένη] και άλλου έχει σημασία για την ποινή, δηλ. στο ακροατήριο βλ. ΑΠ 1244/84, πρβλ. ΑΠ 602/84, πρβλ. και ΑΠ 265/2001 και ΑΠ 1329/83 [που εφήρμοσαν τ' ανωτέρω και επί αποφάσεως].
Η αιτιολογία, η ειδική και εμπεριστατωμένη, απαιτείται και για τις επιβαρυντικές περιπτώσεις - που συνιστούν νομικές έννοιες. Προς τούτο δεν αρκεί η απλή αναφορά των συνθηκών υπό τις οποίες τελέσθηκε το έγκλημα και η τυπική χρήση των οικείων όρων των επιβαρυντικών περιστάσεων αλλ' απαιτείται να παρατίθενται τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, κατ' ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων, συγκροτούν τις γενόμενες δεκτές επιβαρυντικές περιπτώσεις ΑΠ 766/2000, ΑΠ 460/2007, ΑΠ 864/2000, ΑΠ 478/2000, ΑΠ 2120/2005, ΑΠ 301/2001, ΑΠ 188/2001 πρβλ. ΑΠ 1640/2001, ΑΠ 397/2001, ΑΠ 974/2006 κ.ά. Εν όψει των ανωτέρω καθίσταται σαφές ότι ο λόγος αναίρεσης ότι δεν περιέχεται ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία σε σχέση με την επιβαρυντική περίσταση της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεσης είναι αβάσιμος αφού σαφώς το προσβαλλόμενο βούλευμα στηρίζει την κρίση του στην υποδομή που είχε διαμορφώσει δηλ. στην έκδοση πλαστών συναλλαγματικών, σε συνδυασμό με την επικοινωνία του με τις τράπεζες, που συνιστά αντικειμενικά μεθοδευμένη δραστηριότητα τέλεσης του εγκλήματος της απάτης και από την κατ' εξακολούθηση τέλεση αυτής από τα οποία προκύπτει προσωπικότητα που ενεργεί με σκοπό πορισμού εισοδήματος και ότι το έγκλημα αποδεικνύει σταθερή ροπή αυτού προς αυτό ως στοιχείο της προσωπικότητάς του - πρβλ. ΑΠ 715/2004 Π.Χρ. ΝΕ 248, ΑΠ 1142/2003 Ποινικός Λόγος 2003 σελ. 1205 - σε βάρος οιουδήποτε. Το άλλο σκέλος του λόγου αυτού αναίρεσης στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση και είναι απαράδεκτος αφού ο αναιρεσείων δεν παραπέμφθηκε ως ιδιαίτερα επικίνδυνος δράστης. IV) Επειδή η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστά λόγον αναιρέσεως, αφού ο Άρειος Πάγος δεν προβαίνει σε ουσιαστική έρευνα της υπόθεσης αλλά αποδέχεται και ερευνά τη νομική ορθότητα των δεκτών γενομένων πραγματικών περιστατικών από το δικαστήριο της ουσίας - βλ. ΑΠ 2078/2005, ΑΠ 2203/2006, ΑΠ 540/2006, ΑΠ 567/2006, ΑΠ 1573/2007 κ.ά. Έτσι, σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, αρκεί να γίνεται μνεία του είδους αυτών, από την οποία σαφώς προκύπτει ότι ελήφθησαν υπόψη όλα - βλ. ΑΠ 2464/2005, ΑΠ 67/2006, ΑΠ 540/2006 κ.ά. Εν όψει τούτων ο σχετικός λόγος αναίρεσης είναι απαράδεκτος διότι με την επίκληση της μη λήψεως υπόψη αποδεικτικών μέσων [=εδώ εγγράφων] πλήττεται η ουσιαστική έρευνα της υπόθεσης, η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, πράγμα που δεν ελέγχεται αναιρετικά. Έτσι η υπό κρίση αναίρεση πρέπει να απορριφθεί . Να σημειωθεί εδώ ότι όντως τα θετικά γενόμενα πραγματικά περιστατικά στοιχειοθετούν τα εγκλήματα για τα οποία χώρησε η παραπομπή - πρβλ. ΑΠ 1580/2002 ΠΧρ. ΝΓ 548, ΑΠ 1142 /2003 Ποιν. Λόγος σελ. 1205.
Δ Ι Α Τ Α Υ Τ Α
Προτείνω να απορριφθεί η υπ' αριθμ. 217/2007 αναίρεση του Χ κατά του υπ' αριθμ. 1629/2007 βουλεύματος του συμβουλίου Εφετών Αθηνών και να επιβληθούν τα έξοδα σε βάρος του.
Αθήνα, 3-12-2007
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Αθανάσιος Κ. Κονταξής".

Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου που αναφέρθηκε στην προαναφερόμενη έγγραφη εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τη διάταξη του αρ. 216 παρ. 1 του ΠΚ προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας υπό τη μορφή της νοθεύσεως εγγράφου, απαιτείται αντικειμενικώς μεν η νόθευση εγγράφου κατά την έννοια του αρ. 13 στοιχ. γ' του ΠΚ, δηλαδή η αλλοίωση της έννοιάς του με μεταβολή του περιεχομένου του, η οποία μπορεί να γίνει με την προσθήκη, επάλειψη ή αντικατάσταση λέξεων, αριθμών ή σημείων του, υποκειμενικώς δε δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση των περιστατικών, τα οποία απαρτίζουν την πράξη αυτήν και επιπροσθέτως τον σκοπό του υπαιτίου να παραπλανήσει, με τη χρήση του νοθευμένου εγγράφου, άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, οι οποίες είναι δυνατόν να αφορούν τον παραπλανώμενο ή τρίτο, ασχέτως αν επιτεύχθηκε ή όχι η παραπλάνηση. Η χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου από τον πλαστογράφο, αποτελεί επιβαρυντική περίσταση και μπορεί να γίνει με οποιονδήποτε τρόπο χρησιμοποιείται το έγγραφο, αμέσως ή εμμέσως. Περαιτέρω, από τη διάταξη του αρ. 386 παρ. 1 του ΠΚ προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι απαραί-τητη και η πραγματοποίηση του οφέλους αυτού, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή αποσιώπηση αληθινών, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή και γ) βλάβη ξένης περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις. Εξάλλου, από το άρθρο 98 του ΠΚ προκύπτει ότι κατ'εξακολούθηση έγκλημα είναι εκείνο το οποίο τελείται από το ίδιο πρόσωπο και απαρτίζεται από περισσότερες ομοειδές πράξεις, διακρινόμενες χρονικά μεταξύ τους, που προσβάλλουν το ίδιο έννομο αγαθό και κάθε μία περιέχει πλήρη τα στοιχεία ενός και του αυτού εγκλήματος συνδέονται δε μεταξύ τους με την ταυτότητα της προς εκτέλεση αποφάσεως. Έτσι επί απάτης, τότε μόνο θα υπάρχουν περισσότερες πράξεις, που αν συνδέονται και με την ταυτότητας της αποφάσεως προς τέλεσή τους, θα αποτελούν κατ' εξακολούθηση τέλεση αυτής, αν κάθε επιζήμια για τον παθόντα πράξη είναι αποτέλεσμα χωριστής πλάνης του εξαπατηθέντος, που προηγήθηκε από χωριστή απατηλή συμπεριφορά του κατηγορουμένου. Αντίθετα, τελείται μια πράξη απάτης, όταν γίνονται ψευδείς παραστάσεις που επαναλαμβάνονται μέχρις ότου καλλιεργηθεί στο εξαπατηθέν πρόσωπο η επιδιωκόμενη πλάνη, εξαιτίας δε της άπαξ επελθούσας πλάνης, ο εξαπατώμενος προβαίνει σε περισσότερες και σε διαφορετικούς χρόνους (διαδοχικές) επιζήμιες πράξεις. Περαιτέρω, φαινομένη κατ' ιδέαν συρροή ή απλή συρροή νόμων, επί της οποίας δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 94 ΠΚ περί συρροής εγκλημάτων, υπάρχει όταν εμφανίζονται κατ' αρχήν, για την ίδια ή περισσότερες αξιόποινες πράξεις, περισσότεροι ποινικοί νόμοι ως εφαρμοστέοι, πλην όμως από τη λογική και αξιολογική σχέση μεταξύ τους προκύπτει ότι τελικά ένας από αυτούς είναι εφαρμοστέος, ο οποίος, έτσι, αποκλείει την εφαρμογή των λοιπών, που φαινομενικά μόνο συρρέουν. Με την έννοια αυτή φαινομένη κατ' ιδέαν συρροή υπάρχει στην περίπτωση κατά την οποία περισσότεροι ποινικοί νόμοι καλύπτουν την όλη απαξία και υπόσταση (αντικειμενική και υποκειμενική) της αξιόποινης πράξεως και τελούν μεταξύ τους σε σχέση γενικού και ειδικού, οπότε ισχύει η αρχή της ειδικότητας, κατά την οποία ο ειδικός νόμος αποκλείει την εφαρμογή του ειδικού. Τέλος, για την στοιχειοθέτηση της "κατ' επάγγελμα" τελέσεως κάποιου εγκλήματος απαιτείται κατά τη ρητή διάταξη του άρθρου 13 εδαφ. στ. ΠK επανειλημμένη τέλεση της πράξεως, όπως συμβαίνει στο κατ' εξακολούθηση έγκλημα (άρθρο 98 Π.Κ.) όπου πρόκειται περί μορφής, πραγματικής ομοειδούς συρροής ή η διαπίστωση του σκοπού από την ύπαρξη συγκεκριμένης αξιόλογης υποδομής, από την οποία να γίνεται καταφανής ο σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος μέσω της επανειλημμένης τελέσεως. Έτσι και μία μεμονωμένη πράξη μπορεί να αξιολογηθεί ως κατ' επάγγελμα τελεσθείσα, αλλά εφόσον αποδεικνύεται ότι τελέσθηκε όχι ευκαιριακώς αλλά βάσει σχεδίου και η ύπαρξη αυτής της ειδικής κατά περίπτωση αξιόλογης υποδομής για την επανειλημμένη τέλεσή της κατά τρόπο που να εξασφαλίζει εισόδημα στο δράστη. Επίσης, για την στοιχειοθέτηση της κατά συνήθεια τελέσεως κάποιου εγκλήματος απατείται κατά τη ρητή διάταξη του άρθρου 13 εδαφ. στ' Π.K. επανειλημμένη τέλεση της πράξεως και αιτιολογημένη διαπίστωση ότι από την πράξη αυτή προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητάς του. Περαιτέρω, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη, από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικό, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση και θεμελιώνουν την ύπαρξη αποχρωσών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα που διώχθηκε, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις και νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών, που προέκυψαν, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που προβλέπει και τιμωρεί το έγκλημα, για το οποίο έγινε παραπομπή στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τί προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται πιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το συμβούλιο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Δεν αποτελούν όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Συμβουλίου. Η επιβαλλόμενη από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται μερικώς ή εξολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, αρκεί να εκτίθενται στην τελευταία με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου. Τέλος, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' ΚΠΔ, λόγος για να αναιρεθεί το βούλευμα είναι εκτός των άλλων, από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο αυτό, και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόστηκε στο βούλευμα, η οποία συντρέχει όταν το Συμβούλιο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν, στη διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο διατακτικό ή στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση. Πρέπει επίσης να λεχθεί ότι, μεταξύ της πλαστογραφίας με χρήση και της απάτης υπάρχει αληθής συρροή και δεν απορροφάται το ένα από το άλλο, δεδομένου ότι κάθε ένα είναι αυτοτελές, εφόσον η αντικειμενική υπόσταση στοιχειοθετείται από ιδιαίτερα περιστατικά και δεν αποτελεί η μια πράξη συστατικό στοιχείο ή επιβαρυντική περίπτωση της άλλης. Στην προκειμένη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο με αριθμό 1.629/2007 βούλευμά του, με την, παραδεκτώς, καθολική παραπομπή στην ενσωματωμένη σε αυτό εισαγγελική πρόταση, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ύστερα από εκτίμηση και αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων της δικογραφίας και ειδικότερα, από τις καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων, όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα σε συνδυασμό με την απολογία (και απολογητικό υπόμνημα) του κατηγορουμένου, ότι προέκυψαν τα διαλαμβανόμενα σε αυτό πραγματικά περιστατικά, τα οποία, κατά πιστή αντιγραφή από το σκεπτικό του, έχουν ως εξής: "από όλα τα αποδεικτικά στοιχεία που συγκεντρώθηκαν κατά την διάρκεια της κύριας ανάκρισης και της προηγηθείσας προκαταρκτικής εξέτασης, και δη από τις καταθέσεις των μαρτύρων, τα έγγραφα και την απολογία (και απολογητικό υπόμνημα) του κατηγορουμένου προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο κατηγορούμενος Χ ήταν έως το έτος 2004 πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "MERGER A.E. - Εξοπλισμοί Καταστημάτων Ειδών Διατροφής και Μονάδων Μαζικής Εστίασης με έδρα το ..... οδός ....." με αντικείμενο την πώληση επαγγελματικών ψυγείων και θαλάμων τροφίμων. Αρχές του έτους 2004 λόγω της αντιμετώπισης οικονομικών προβλημάτων της εταιρείας ο κατηγορούμενος με προτροπή του πατέρα του Β απευθύνθηκε στον κουμπάρο του τελευταίου Γ προκειμένου αυτός να μεσολαβήσει για την ανεύρεση κάποιου χρηματοδότη. Ο Γ απευθύνθηκε στον γνωστό του Α (εγκαλούντα), ο οποίος δέχθηκε να εξυπηρετήσει τον κατηγορούμενο χορηγώντας του επιταγές ευκολίας από μπλοκ επιταγών που είχε πάρει από τη ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ. Τις επιταγές αυτές συμφωνήθηκε να τις πληρώσει κατά τη λήξη τους ο κατηγορούμενος πλην όμως ενώ ο τελευταίος τις μεταβίβασε στην "ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε." όπου τις προεισέπραξε, δεν τις κάλυψε κατά την εμφάνιση τους με αποτέλεσμα, όταν η "ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε." εμφάνισε εμπρόθεσμα προς πληρωμή τις ανωτέρω επιταγές για να πληρωθούν συμψηφιστικά από τον λογαριασμό που τηρούσε ο εγκαλών στην "ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ Α.Ε.", να μην πληρωθούν αυτές ελλείψει επαρκούς υπολοίπου και στη συνέχεια να εκδοθούν σε βάρος του εγκαλούντος διαταγές πληρωμής Παράλληλα και μετά την παράδοση σε αυτόν των επιταγών του Α ο κατηγορούμενος ο οποίος λόγω της προηγούμενης εξυπηρέτησης γνώριζε την φερεγγυότητα του Α και ενεργώντας με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος παράνομο περιουσιακό όφελος με τη μέθοδο της προείσπραξης αξιόγραφων, προέβη στις 3.5.2004 στο ..... στην εξ υπαρχής κατάρτιση έξι συναλλαγματικών συμπληρώνοντας με το χέρι του έξι έντυπα συναλλαγματικών με την αναγραφή σ' αυτές σαν ημερομηνία λήξης τις 30.7.2004, 30 .8.2004, 30.9.2004, 30.10.2004, 30.11.2004 και 30.12.2004 αντίστοιχα σε καθεμία, ως πληρωτέο ποσό κάθε μίας συναλλαγματικής το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ, θέτοντας δε στη θέση του εκδότη την υπογραφή του και σφραγίδα με την επωνυμία και τα πλήρη στοιχεία (δραστηριότητα, έδρα, ΑΦΜ, αρμόδια ΔΟΥ, ΑΡ.Μ.Α.Ε.) της εταιρίας "MERGER A.E.", της οποίας ήταν νόμιμος εκπρόσωπος, στη θέση του πληρωτή και αποδέκτη τα στοιχεία : "Α - ΥΔΡΑΥΛ. - ΨΥΚΤ. ΕΓΚΑΤ. - ..... - ..... - Α.Φ.Μ. ....." και τέλος έθεσε χωρίς να έχει κανένα δικαίωμα, εντολή ή σχετική συναίνεση του εγκαλούντος, υπογραφή δήθεν του Α, αναγράφοντας το κεφαλαίο γράμμα Δ και ολογράφως το όνομα Α1 ως τόπο πληρωμής το υποκατάστημα ..... της Τράπεζας "ALPHA BANK", σε διαταγή της "MERGER A.E." Στην ενέργεια αυτή προέβη με σκοπό να παραπλανήσει τους τρίτους ως προς την εγκυρότητα και τη γνησιότητα τους και να προσδώσει στις συναλλαγματικές αυξημένη φερεγγυότητα και αξιοπιστία. Στη συνέχεια και ειδικότερα στις 26.5.2004 ο κατηγορούμενος μετέβη στο κατάστημα της ALPHA BANK στον ..... και παρέδωσε τις συναλλαγματικές στην τράπεζα για να τις προεξοφλήσει, παραπλανώντας τους υπαλλήλους ως προς την γνησιότητα της υπογραφής του αποδέκτη αυτών, αποκρύπτοντας την πλαστότητα αυτών με αποτέλεσμα να δεχθούν να του προεξοφλήσουν αυτές (συναλλαγματικές) κατά το ποσό τους των 18.000 € συνολικά και έτσι να υποστεί ή τράπεζα αντίστοιχη περιουσιακή βλάβη ύψους 18.000 ευρώ με αντίστοιχο περιουσιακό όφελος του κατηγορουμένου. Κατά τη λήξη τους, οι συναλλαγματικές δεν πληρώθηκαν. Έτσι η τράπεζα με βάσει τις έξι επίδικες αυτές συναλλαγματικές προέβη σε έκδοση σε βάρος του εγκαλούντος Α τεσσάρων διαταγών πληρωμής και ειδικότερα εξέδωσε τις υπ' αριθ. 98/2005, 99/2005, 106/2005, 115/2005 διαταγές πληρωμής του Ειρηνοδικείου Νικαίας δυνάμει των οποίων επιβλήθηκε κατάσχεση σε βάρος της ακίνητης περιουσίας του εγκαλούντος και συγκεκριμένα σε διαμέρισμα ιδιοκτησίας του στο ....., οδός ..... αρ. ..., και έτσι να υποστεί ο μηνυτής την πιο πάνω ιδιαίτερα μεγάλη περιουσιακή βλάβη που είναι πάνω από 15.000 ευρώ ανερχομένη συγκεκριμένα σε ποσόν της τάξης άνω των 18.000 ευρώ, αλλά και της πιο πάνω Τράπεζας. Από την αξιολόγηση των πιο πάνω πραγματικών περιστατικών σαφώς προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια δράση του κατηγ/νου στη διάπραξη των πράξεων για τις οποίες με το εκκαλούμενο βούλευμα παραπέμφθηκε ο κατηγ/νος, ο οποίος από την όλη υποδομή που είχε διαμορφώσει, εκμεταλλευόμενος μάλιστα και τη σχέση κουμπαριάς που είχε με τον Γ, στον οποίο απευθύνθηκε προκειμένου αυτό: να του βρει επιταγές ευκολίας προς εξυπηρέτηση της εταιρείας αυτού και του πατρός του που αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα, για να πετύχει το σκοπό του, εκτιμάται ότι είχε πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης των πιο πάνω πράξεων με σκοπό τον πορισμό εισοδήματος από αυτές, καταδεικνύεται δε, μετά τις πιο πάνω διαπιστώσεις, και σταθερή ροπή του κατηγ/νου για διάπραξη των πιο πάνω εγκλημάτων σαν στοιχείο της προσωπικότητας του". Εν όψει αυτών, έκρινε το Συμβούλιο Εφετών ότι προέκυψαν σοβαρές ενδείξεις κατά του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου για τις αξιόποινες πράξεις: α) της πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ και β) της απάτης κατ' εξακολούθηση από υπαίτιο που διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ, που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 13 στ', 94 παρ, 1, 98, 216 παρ. 1-3β' και 386 παρ. 1-3α'Π.Κ., όπως τα άρθρα αυτά αντικαταστάθηκαν και συμπληρώθηκαν από το άρθρο 14 παρ. 2, 3 του Ν.2721/1999. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών και στη συνέχεια, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, απέρριψε ως κατ' ουσίαν, αβάσιμη την έφεση του ήδη αναιρεσείοντος κατηγορουμένου Χ και παρέπεμψε αυτόν ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (Κακουργημάτων), για να δικαστεί για τις παραπάνω πράξεις, επικυρώνοντας το πρωτόδικο βούλευμα, διέλαβε σ' αυτό την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υπόσταση των ως άνω αξιοποίνων πράξεων για τις οποίες παραπέμφθηκε ο κατηγορούμενος στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών, για να δικαστεί, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις εφαρμοσθείσες, ανωτέρω δε παρατεθείσες, διατάξεις του ουσιαστικού ποινικού δικαίου. Ειδικότερα, αναφορικά με τις επί μέρους αιτιάσεις του αναιρεσείοντος για πλημμέλειες του προσβαλλόμενου βουλεύματος, τόσο στην αιτιολογία, όσο και στην ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και συγκεκριμένα, ότι: 1) έσφαλε το Εφετείο ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των σχετικών διατάξεων 94 - 98, 216 παρ. 1-3 και 386 παρ. 1, 3 Π.Κ., υπό την έννοια ότι εφάρμοσε τη διάταξη της ΠΚ 94, σε περίπτωση που αυτή δεν ήταν εφαρμοστέα, αφού δέχθηκε ότι συρρέουν αληθώς τα παραπάνω εγκλήματα, ενώ πραγματικά κατά νόμο δεν συρρέουν πραγματικά, υποπίπτοντας έτσι το Συμβούλιο Εφετών στην πλημμέλεια της ΚΠΔ 484 παρ. 1 στοιχ. β', άλλως το προσβαλλόμενο βούλευμα έχει την πλημμέλεια της ΚΠΔ 484 παρ. 1 στοιχ. ε'. Αβάσιμα όμως, καθόσον οι αξιόποινες πράξεις της πλαστογραφίας μετά χρήσεως με σκοπό το όφελος και της απάτης, κατά τα άνω εκτεθέντα, συρρέουν αληθώς και ουδεμία απορροφά την άλλη, διότι καθεμιά είναι αυτοτελής και στοιχειοθετείται από διαφορετικά περιστατικά, αφού η επίτευξη της παραπλανήσεως και της βλάβης στην περιουσία του παραπλανώμενου ή του τρίτου, που αποτελούν στοιχεία της αντικειμενικής υποστάσεως της απάτης, δεν αποτελούν αντίστοιχα και στοιχεία της υποστάσεως ή επιβαρυντική περίπτωση ή αναγκαίο μέσο διαπράξεως της πλαστογραφίας, 2) Δεν υπάρχουν τα στοιχεία της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τελέσεως από τον αναιρεσείοντα των άνω εγκλημάτων. Αβάσιμα όμως, διότι εκτίθενται στο προσβαλλόμενο βούλευμα τόσο επανειλημμένη τέλεση της πράξεως της πλαστογραφίας συναλλαγματικών, καθώς και υποδομή που έχει διαμορφώσει ο αναιρεσείων, με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως με σκοπό πορισμού εισοδήματος, έστω και αν ο δράστης τελεί μια φορά την πράξη (πράγμα που δεν συμβαίνει στην παρούσα υπόθεση), η οποία έτσι εμφανίζεται ως αποτέλεσμα της υποδομής. Αναφέρεται δε η σταθερή ροπή του αναιρεσείοντος ως χαρακτηριστικό στοιχείο της προσωπικότητάς του, προς διάπραξη των άνω εγκλημάτων, 3) Η αιτίαση του αναιρεσείοντος ότι εσφαλμένα του αποδίδεται στο σκεπτικό του προσβαλλόμενου βουλεύματος η μομφή ότι είναι σφόδρα επικίνδυνος προς διάπραξη νέων αδικημάτων και για το λόγο αυτό το άνω βούλευμα πρέπει να αναιρεθεί, καθιστά απαράδεκτο κατά το άνω σκέλος του το σχετικό λόγο αναιρέσεως, διότι δεν παραπέμφθηκε ο αναιρεσείων ως ιδιαίτερα επικίνδυνος, 4) Τέλος η αιτίαση της μη λήψεως υπόψη αποδεικτικών μέσων (εγγράφων), είναι αβάσιμη, διότι με το λόγο αυτό πλήττεται η ουσιαστική έρευνα της υποθέσεως για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, που δεν ελέγχεται αναιρετικά. Επίσης, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προαναφερόμενες διατάξεις, τις οποίες ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, αφού δεν έδωσε σε αυτές διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχουν και σωστά υπήγαγε σε αυτές τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την κυρία ανάκριση και συγκροτούν την υποκειμενική και αντικειμενική υπόσταση των πιο πάνω εγκλημάτων, για τα οποία κρίθηκε ότι πρέπει να παραπεμφθεί ο αναιρεσείων. Ούτε επίσης εμφιλοχώρησε οποιαδήποτε αντίφαση, ασάφεια ή λογικό κενό στην αιτιολογία του βουλεύματος ή μεταξύ αυτού και του διατακτικού, ώστε να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των άνω διατάξεων. Κατόπιν αυτών, τα παράπονα που διατυπώνει ο αναιρεσείων ότι εσφαλμένα με το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν έγινε με αυτό δεκτή η έφεσή του κατά του πρωτόδικου βουλεύματος, είναι αβάσιμα. Ακολούθως, ο προβαλλόμενος από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' ΚΠΔ, για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων που εφαρμόστηκαν στο βούλευμα, αλλά και ο από το αυτό άρθρο στοιχ. δ', για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας, που επιβάλλει το άρθρο 139 του αυτού Κώδικα, λόγος αναιρέσεως, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Οι λοιπές δε αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, που πλήττουν την ανέλεγκτη αναιρετικά περί τα πράγματα κρίση του Συμβουλίου, με την επίκληση του άνω λόγου, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες, εφόσον ο Άρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα του προσβαλλόμενου βουλεύματος σχετικά με τις παραδοχές αυτού και δεν συνιστά λόγο αναιρέσεως από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 484 παρ. 1 ΚΠΔ η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (ΚΠΔ 583 παρ. 1)

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 19 Οκτωβρίου 2007 αίτηση του Χ για αναίρεση του υπ' αριθμ. 1.629/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και

Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Δεκεμβρίου 2008. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 26 Φεβρουαρίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή