Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Αναιρέσεως απαράδεκτο, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπέρβαση εξουσίας, Αναιρέσεων συνεκδίκαση, Εφέσεως απαράδεκτο.
Περίληψη:
Συνεκδίκαση τεσσάρων αυτοτελών αιτήσεων αναιρέσεως κατά αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου που απέρριψε κατά πλειοψηφία τις εφέσεις που είχαν ασκήσει κατά της καταδικαστικής αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου ως απαράδεκτες για το ότι δεν περιείχαν συγκεκριμένο λόγο έφεσης. Απόρριψη των αιτήσεων αναιρέσεως των δύο πρώτων αναιρεσειόντων κατ' άρθρο 514α ΚΠΔ διότι δεν εμφανίσθηκαν κατά τη συνεδρίαση του Αρείου Πάγου, αν και κλητεύθηκαν για να εμφανισθούν στην ορισθείσα δικάσιμο από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Απόρριψη της αναιρέσεως που ασκήθηκε από τον τέταρτο αναιρεσείοντα με δήλωση που κοινοποιήθηκε με δικαστικό επιμελητή στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κατ' άρθρο 473 § 2 ΚΠΔ ως απαράδεκτος διότι δεν αφορούσε η κατά τον άνω τρόπο ασκηθείσα αίτηση αναίρεσης καταδικαστική απόφαση που να κηρύσσει ένοχο τον κατηγορούμενο ή την επιβολή σ' αυτόν ποινής στερητικής της ελευθερίας ή χρηματικής, αλλά απόφαση που απέρριψε έφεση ως απαράδεκτη και έπρεπε να ασκηθεί στο γραμματέα του Δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση ή στα λοιπά αναφερόμενα στο άρθρο 474 § 1 ΚΠΔ πρόσωπα. Απόρριψη των λόγων αναιρέσεως της αιτήσεως του τρίτου των αναιρεσειόντων για έλλειψη αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως, για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και για παραβίαση του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ ως προς την πρόσβαση του κατηγορουμένου στο δικαστήριο διότι ορθώς έκρινε το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο ότι από τη μη διατύπωση κανενός λόγου εφέσεως από τον ήδη αναιρεσείοντα στην έφεσή του, ανεξάρτητα από τη μη καθαρογραφή της κατά το χρόνο άσκησης της εφέσεως, έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη, όπως ζήτησαν και οι πολιτικώς ενάγοντες κατά την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας στη δίκη κατ' έφεση και οι περιορισμού που τίθενται από τα άρθρα 474 § 2 και 476 ΚΠΔ δεν αντίκεινται στην ΕΣΔΑ ενόψει της αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και των επιδιωκομένων σκοπών. Απορρίπτει ο λόγος αναίρεσης για υπέρβαση εξουσίας από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, που απέρριψε ως απαράδεκτη την έφεση διότι δεν είχε κρίνει τυπικά παραδεκτή αυτή την έφεση σε προηγούμενη δικάσιμο κατά την οποία είχε αναβάλει την εκδίκαση της υποθέσεως λόγω κωλύματος συνηγόρου των πολιτικώς εναγόντων να παραστούν τότε.
Αριθμός 848/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ'Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοϊνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Παπαδόπουλο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο και Ανδρέα Ξένο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 3 Μαρτίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικόλαο Παντελή(γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει τις αιτήσεις
των αναιρεσείοντων - κατηγορουμένων : 1)Χ1, κρατούμενου στις Φυλακές ..., 2)Χ2, κρατούμενου στις Φυλακές ..., που δεν παραστάθηκαν, 3)Χ3, κρατούμενου στις Φυλακές ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αδάμ Στεφανάδη και 4)Χ4, κρατούμενου στις Φυλακές ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Ράλλη, περί αναιρέσεως της 113/2009 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Ναυπλίου.
Με πολιτικώς ενάγοντες τους: 1)Ψ1, κάτοικο ..., 2)Ψ2 και 3)Ψ3, κάτοικοι ..., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Λάμπρο Γεωργακόπουλο. Το Πενταμελές Εφετείο Ναυπλίου, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από: 20 Μαϊου 2009 (δύο (2) τον αριθμό), 2 Ιουνίου 2009 και 7 Δεκεμβρίου 2009, αντίστοιχα, αιτήσεις τους, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1642/09.
Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των παραστάντων αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων καθώς και των πολιτικώς εναγόντων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν ως ανυποστήρικτες οι από 20 Μαϊου 2009 αιτήσεις των δύο πρώτων αναιρεσειόντων καθώς να απορριφθούν και οι αιτήσεις των υπολοίπων δύο αναιρεσειόντων.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι υπό κρίση υπ'αριθμ.εκθέσεων ..., του κατηγορουμένου Χ1, 12/2009, από 20-5-2009 του κατηγορούμενου Χ2 και 13/2009, από 2-6-2009 του κατηγορουμένου Χ3 αυτοτελείς αιτήσεις και η από 7-12-2009 (δια του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου) αίτηση δήλωση του ετέρου κατηγορουμένου Χ4, περί αναιρέσεως της αυτής 113/2009 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Ναυπλίου πρέπει να συνεκδικασθούν διότι είναι συναφείς. Επί των αιτήσεων των αναιρεσειόντων α)Χ1και β)Χ2.
Κατά το άρθρο 513 παρ.1 εδ.γ' Κ.Ποιν.Δ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η κλήση αυτή γίνεται με επίδοση σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166. Κατά το άρθρο 514 εδαφ.α'του ιδίου Κώδικα, εάν ο αιτών την αναίρεση δεν εμφανισθεί, η αίτησή του απορρίπτεται. Στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει α)από το υπό ημερομηνία 12-1-2010 αποδεικτικό επίδοσης του υπαλλήλου γραμματείας στο Αγροτικό Κατάστημα κράτησης Ενηλίκων ... περί επιδόσεως στον κρατούμενο εκεί αναιρεσείοντα Χ1 της 1642/09 από 11-1-2010 κλήσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και β)από το υπό ημερομηνία 12-1-2010 αποδεικτικό επίδοσης του γραμματέα στην Αγροτική Φυλακή ... περί επιδόσεως στον κρατούμενο εκεί αναιρεσείοντα Χ2 της υπ'αριθμ.1642/09 από 11-1-2010 κλήσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, καθένας από τους άνω αναιρεσείοντες, κλητεύθηκε από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για να εμφανισθεί στη συνεδρίαση που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής, παριστάμενος δια συνηγόρου πλην όμως δεν εμφανίσθηκαν οι άνω αναιρεσείοντες κατ'αυτήν και την εκφώνηση της υποθέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου. Κατά συνέπεια οι υπο κρίση αυτοτελείς αιτήσεις των άνω αναιρεσειόντων πρέπει να απορριφθούν.
Επί της αιτήσεως-δηλώσεως του αναρεσείοντος Χ4.
Κατά το άρθρο 504 παρ.1 Κ.Ποιν.Δ όταν ο νόμος δεν ορίζει κάτι άλλο, αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται μόνο κατά της αποφάσεως που, όπως απαγγέλθηκε, δεν προσβάλλεται με έφεση και κατά της αποφάσεως του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, που εκδόθηκε ύστερα από άσκηση εφέσεως, αν με τις αποφάσεις αυτές το δικαστήριο αποφάνθηκε τελειωτικά για την κατηγορία ή αν έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη ή κήρυξε απαράδεκτη αυτήν (ΚποινΔ 370). Περαιτέρω, κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 473, 474 παρ.1 Κ.Ποιν.Δ το ένδικο μέσο γενικά επομένως και η αναίρεση κατ'αποφάσεως ασκείται με δήλωση στο γραμματέα του Δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση ή στο γραμματέα του Ειρηνοδικείου ή στον προϊστάμενο της Προξενικής Αρχής της περιφερείας που κατοικεί ή διαμένει προσωρινά ο δικαιούμενος. Κατ'εξαίρεση, προκειμένου μόνο για καταδικαστική απόφαση, η αναίρεση μπορεί να ασκηθεί, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 473 παρ.2 του Κ.Ποιν.Δ και με δήλωση, που περιέχει όσα ορίζονται στην παράγραφο 2 του επόμενου άρθρου και επιδίδεται μέσα σε προθεσμία είκοσι ημερών, που αρχίζει σύμφωνα με την παράγραφο 1, στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Καταδικαστική είναι η απόφαση εκείνη, που κηρύσσει κάποιον ένοχο αξιοποίνου πράξεως και επιβάλλει σ'αυτόν ποινή είτε στερητική της ελευθερίας είτε χρηματική και η απόφαση η οποία επιβάλλει μόνο ποινή μετ'αναίρεση. Δεν είναι καταδικαστική η απόφαση που απορρίπτει την έφεση ως ανυποστήρικτη ή ως απαράδεκτη για τυπικούς λόγους ή ως εκπρόθεσμη. Επομένως στην περίπτωση αυτή, η αναίρεση πρέπει να ασκηθεί με δήλωση ενώπιον των περιοριστικώς αναφερομένων στην παράγραφο 1 του άρθρου 474 παρ.1 Κ.Ποιν.Δ προσώπων και δεν μπορεί να ασκηθεί με δήλωση του κατηγορουμένου επιδιδομένη στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Κατά το άρθρο 476 παρ.1 Κ.Ποιν.Δ αν το ένδικο μέσο ασκήθηκε, εκτός άλλων περιπτώσεων, χωρίς να τηρηθούν οι διατυπώσεις που ορίζονται στο νόμο για την άσκηση του, κηρύσσεται από το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο ή δικαστήριο (σε συμβούλιο) απαράδεκτο.
Στην προκειμένη περίπτωση με την προσβαλλομένη άνω απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Ναυπλίου απορρίφθηκε (κατά πλειοψηφία) ως απαράδεκτη, καθόσον δεν περιέχει κάποιο λόγο αλλά είναι αόριστη χωρίς καμία συγκεκριμένη αιτίαση, η υπ'αριθμό 100/12-9-2007 έφεση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου Χ4 κατά της 317/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Ναυπλίου, με την οποία καταδικάσθηκε για τις πράξεις της συγκρότησης εγκληματικής οργάνωσης για διάπραξη περισσοτέρων κακουργημάτων, ληστείας από κοινού, αρπαγής από κοινού, παράνομης οπλοφορίας, παράνομης οπλοκατοχής, απόπειρας εκβίασης κατ'εξακολούθηση, εμπρησμού από πρόθεση, απόπειρας αρπαγής και απλών κλοπών σε συνολική ποινή καθείρξεως τριάντα έξι (36) ετών και εκτιτέα ποινή κάθειρξης 25 ετών. Σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν η άνω απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Ναυπλίου δεν είναι καταδικαστική εφόσον δεν αποφάνθηκε περί της ενοχής του άνω αναιρεσείοντος κατηγορουμενου ή περί της επιβολής κυρίας ποινής σ'αυτόν. Επομένως, κατά της αποφάσεως αυτής δεν είναι παραδεκτή η άσκηση αιτήσεως αναιρέσεως με δήλωση επιδιδομένη κατ'άρθρο 473 παρ.2 στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, όπως συνέβη με την ένδικη από 7-12-2009 δήλωση ασκήσεως αναιρέσεως του αναιρεσείοντος Χ4 που επιδόθηκε στις 8-12-2009 από την δικαστική επιμελήτρια ... στον άνω Εισαγγελέα. Κατόπιν αυτών και αφού παρέστη δια του συνηγόρου του, ο οποίος εξέθεσε τις απόψεις του ο κληθείς ενώπιον του δικαστηρίου τούτου πιο πάνω αναιρεσείων πρέπει να απορριφθεί η αίτηση του αναιρεσείοντος αυτού.
Επί της αιτήσεως του αναιρεσείοντος Χ3.
Κατά το άρθρο 474 παρ.1 του Κ.Ποιν.Δ με την επιφύλαξη της διατάξεως της παρ.2 του άρθρου 473, το ένδικο μέσο ασκείται με δήλωση στο γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση ή στα λοιπά μνημονευόμενα στη διάταξη αυτή αρμόδια πρόσωπα κατά τα προηγουμένως αναφερθέντα. Για τη δήλωση αυτή συντάσσεται έκθεση που υπογράφεται από εκείνον που την υποβάλλει ή τον αντιπρόσωπό του (αρθρ.465 παρ.1) και από εκείνον που την δέχεται. Η έκθεση αυτή που ενσωματώνει τη δήλωση για την άσκηση του ένδικου μέσου αποτελεί εισαγωγικό δικόγραφο της δίκης, ο δε λήπτης της δηλώσεως είναι αυτός που την συντάσσει και η έλλειψη της υπογραφής του επάγεται ακυρότητα της εκθέσεως κατά το άρθρο 153 Κ.Ποιν.Δ. Κατά την παράγραφο 2 του ιδίου άρθρου, στην έκθεση πρέπει να διατυπώνονται και οι λόγοι για τους οποίους ασκείται το ένδικο μέσο. Εξ'άλλου κατά το άρθρο 6 παρ.1 εδαφ.α'της ΕΣΔΑ, που κυρώθηκε με το ν.δ.53/1974 και έχει σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ.1 του Συντάγματος, υπερνόμοθετική ισχύ, "παν προσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσις του δικασθεί δικαίως δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας υπο ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος το οποίον θα αποφασίσει, είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του αστικής φύσεως, είτε επι του βασίμου πάσης εναντίον του κατηγορίας". Η διάταξη αυτή εγγυάται "το δικαίωμα στο δικαστήριο", εκδήλωση του οποίου αποτελεί η δυνατότητα του δικαιούχου για πρόσβαση στο δικαστήριο. Το δικαίωμα αυτό δεν είναι απόλυτο αλλά μπορεί να υπόκειται σε νομοθετικούς περιορισμούς, όπως σε σχέση με τις προϋποθέσεις του παραδεκτού ενδίκων μέσων. Οι περιορισμοί, όμως, αυτοί πρέπει να μην περιορίζουν ουσιωδώς το δικαίωμα προσφυγής στο δικαστήριο, ώστε να προσβάλλεται η ίδια η ουσία αυτού του δικαιώματος. Αντιθέτως, οι περιορισμοί αυτοί είναι σύμφωνοι προς την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ εφόσον δικαιολογούνται από την εύλογη σχέση αναλογικότητος που πρέπει να υπάρχει μεταξύ των χρησιμοποιουμένων μέσων και των επιδιωκομένων σκοπών. Κατ'ακολουθίαν αυτών, το Κράτος, όταν θεσπίζει ως ένδικο μέσο την έφεση, υποχρεούται να διαμορφώνει τις ρυθμίσεις όσον αφορά τους τύπους και τις προθεσμίες για την άσκηση του κατά τρόπο σύμφωνο με τις απορρέουσες από το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ εγγυήσεις.
Κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 148 επ. και 151 Κ.Ποιν.Δ ο αρμόδιος δημόσιος υπάλληλος που εκπληρώνει στην ποινική διαδικασία καθήκοντα βεβαιώσεως πράξεων του ιδίου ή άλλου αρμοδίου δημοσίου υπαλλήλου με τον οποίο συμπράττει ή δηλώσεων τρίτων προσώπων που απευθύνονται σ'αυτούς αναφέρει στην έκθεση που συντάσσεται τον τόπο που γίνεται η πράξη ή η δήλωση που βεβαιώνεται σ'αυτήν, τον χρόνο ενέργειας της συντάξεως, τα ονοματωπώνυμα και την κατοικία των προσώπων που παρευρέθηκαν, την ακριβή περιγραφή των πράξεων που πιστοποιούνται με την έκθεση ή τις δηλώσεις τρίτων που έγιναν προς αυτόν που συντάσσει την έκθεση και αν οι δηλώσεις υπήρξαν αυθόρμητες ή κατόπιν ερωτήσεων του υπαλλήλου. Η έκθεση διαβάζεται ενώπιον όσων κατά το άρθρο 150 Κ.Ποιν.Δ συνεργάστηκαν κατά τη συνταξή της και υπογράφεται από αυτούς καθώς και από τους μάρτυρες που εξετάστηκαν και από το δημόσιο υπάλληλο που συνέταξε την έκθεση. Από τις άνω διατάξεις και εκείνες των άρθρων 463, 465, 474 Κ.Ποιν.Δ προκύπτει ότι ο υπάλληλος ενώπιον του οποίου ασκείται η έφεση πρέπει να σημειώνει στην έκθεση που συντάσσει για τη δήλωση ασκήσεως ενδίκου μέσου τον τόπο και το χρόνο συντάξεως και τα στοιχεία ταυτότητας και την κατοικία των διαδίκων που είτε αυτοπροσώπως είτε μέσω αντιπροσώπου, που έχει εντολή κατά τους όρους του άρθρου 96 παρ.2, ασκούν το ένδικο μέσο, να περιγράφει στην συντασσόμενη έκθεση τις δηλώσεις αυτών, να διαβάζει μπροστά σε αυτόν που την άσκησε την έκθεση που συνετάγη για το ασκηθέν ένδικο μέσο και να υπογράφει την έκθεση για την δήλωση ασκήσεως ενδίκου μέσου τόσο από αυτόν που την υποβάλλει ή τον αντιπρόσωπο του όσο και από τον υπάλληλο που την δέχεται ενώ, ακόμη, στην έκθεση πρέπει να διατυπώνονται και οι λόγοι για τους οποίους ασκείται το ένδικο μέσο. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η ευθύνη και οι κυρώσεις για τη μη τήρηση του τύπου αυτού αφορούν μόνο τον υπάλληλο και όχι τον ασκούντα το ένδικο μέσο, όπως είναι και ο ασκών έφεση κατηγορούμενος, ο οποίος άλλως υφίσταται δυσανάλογο περιορισμό του δικαιώματός του να προσφύγει στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Κατ'ακολουθίαν αυτών και της υπεροχής της ΕΣΔΑ, βάσει της επιταγής του άρθρου 28 παρ.1 του Συντάγματος έναντι των διατάξεων του εσωτερικού δικαίου, πρέπει οι προαναφερόμενες διατάξεις του Κ.Ποιν.Δ να ερμηνεύονται σύμφωνα με αυτή την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Έτσι γίνεται δεκτό ότι εάν η έκθεση για την άσκηση ενδίκου μέσου, μεταξύ των οποίων και εκείνο της εφέσεως, ή το επισυναπτόμενο σε αυτήν έγγραφο του εκκαλούντος που περιέχει τους λόγους αυτής φέρει μεν την υπογραφή του κατηγορουμένου ή του πληρεξουσίου δικηγόρου του αλλά από παραδρομή δεν υπογράφηκε και από τον οικείο γραμματέα, ο εκκαλών δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί υπεύθυνος για την παράλειψη του τελευταίου και θεωρείται παρά την ατέλεια αυτή νομίμως συντεταγμένη η έκθεση για το ένδικο μέσο για να μη παρεμβάλλεται δυσανάλογο εμπόδιο στο δικαίωμα της προσβάσεώς του στο Εφετείο και να μην υπάρχει παραβίαση του άρθρου 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ.
Από τα παραπάνω συνάγεται όμως και ότι όσον αφορά την ευθύνη για το περιεχόμενο της συντασσόμενης εκθέσεως ασκήσεως ένδικου μέσου και ειδικότερα τη δήλωση του κατηγορουμένου ότι ασκεί έφεση και τους λόγους για τους οποίους ζητεί την εξαφάνιση της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν φέρει ο οικείος αρμόδιος υπάλληλος μεταξύ των οποίων και ο δικαστικός γραμματέας αλλά ο ίδιος ο εκκαλών αποκλειστικά, ο οποίος προβαίνει στην δήλωση ασκήσεως της προς τον άνω δημόσιο υπάλληλο και υπογράφει στην έκθεση στο τέλος αυτής μετά την σημείωση ότι διαβάστηκε η συνταχθείσα έκθεση. Από καμία διάταξη δεν συνάγεται ούτε επιβάλλεται από το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ όπως ο δεχόμενος τη δήλωση ασκήσεως εφέσεως δικαστικός γραμματέας ή άλλος αρμόδιος υπάλληλος να φροντίζει κατά την καταχώρηση στην συντασσόμενη έκθεση της δηλώσεως του εμφανιζομένου ενώπιον του για την άσκηση ένδικου μέσου καταδικασθέντος κατηγορουμένου να προβαίνει σε κάποια υπόδειξη, διόρθωση ή συμπλήρωση της δηλώσεως, στην οποία προέρχεται ο ασκών το ένδικο μέσο κατηγορούμενος, προκειμένου να είναι σύννομο το περιεχόμενο της δηλώσεως του τελευταίου ως εκκαλούντος που καταχωρείται στην έκθεση που συντάσσεται κατ'άρθρο 474 ΚποινΔ. Τέλος υπέρβαση εξουσίας που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Η Κ.Ποιν.Δ λόγο αναιρέσεως υπάρχει όταν το δικαστήριο ασκεί δικαιοδοσία την οποία από το νόμο δεν έχει ή χωρίς να συντρέχουν στη συγκεκριμένη περίπτωση οι προϋποθέσεις που θέτει ο νόμος για την άσκηση της είτε αρνείται να ασκήσει την δικαιοδοσία που έχει από το νόμο παρά το ότι συντρέχουν οι όροι ασκήσεώς της.
Τέτοια περίπτωση αρνητικής υπερβάσεως εξουσίας υπάρχει και όταν το δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί ενδίκου μέσου, αλλά απορρίπτει αυτό, ως απαράδεκτο, χωρίς να συντρέχει τέτοια περίπτωση. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επιτρεπτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, στα πλαίσια ερεύνης της βασιμότητας των λόγων αναιρέσεως, ο άνω αναιρεσείων Χ3 καταδικάσθηκε παρών μετά συνηγόρου, με την 317/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου (Κακουργημάτων) για τις πράξεις της συγκρότησης εγκληματικής οργάνωσης για διάπραξη περισσοτέρων κακουργημάτων αρπαγής κλπ. κατ'επάγγελμα, της ληστείας από κοινού, της αρπαγής από κοινού, της παράνομης οπλοφορίας κυνηγετικού όπλου από κοινού, της παράνομης οπλοκατοχής από κοινού και την πράξη της απλής κλοπής σε συνολική ποινή καθείρξεως είκοσι δύο (22) ετών. Κατά της αποφάσεως αυτής ο καταδικασθείς άνω αναιρεσείων άσκησε αυθημερόν, αμέσως μετά την καταδίκη του, την 99/12-9-2007 έφεσή του ενώπιον του αρμοδίου Γραμματέα του Εφετείου Ναυπλίου ..., ο οποίος συνέταξε τη σχετική έκθεση εφέσεως. Στην έκθεση αυτή, που περιέχει τα αναγκαία τυπικά στοιχεία αναφέρεται ότι ο εμφανισθείς Χ3 ζήτησε τη σύνταξη της δηλώνοντας ότι εκκαλεί ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου Ναυπλίου την 317/12-9-2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου με την οποία καταδικάσθηκε για συγκρότηση εγκληματικής οργάνωσης για διάπραξη περισσοτέρων κακουργημάτων κλπ. σε συν.ποινή καθείρξεως 22 ετών ζητώντας να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση και να απαλλαγεί από την κατηγορία για τους λόγους που θα εκθέσει στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο διορίζοντας ακόμη, αντίκλητο δικηγόρου τον κατονομαζόμενο δικηγόρο Ναυπλίου. Η έκθεση αυτή αφού διαβάστηκε και επιβεβαιώθηκε υπεγράφη από τον εκκαλούντα και από τον άνω Γραμματέα του Εφετείου Ναυπλίου. Επομένως στην άνω έκθεση δεν δηλώθηκε από τον ήδη αναιρεσείοντα κατηγορούμενο, που άσκησε το ένδικο μέσο της εφέσεως κατά της καταδικαστικής αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου, κανένας λόγος εφέσεως, όπως θα έπρεπε κατά τα άρθρα 474 παρ.2 και 476 παρ.1 Κ.Ποιν.Δ με ευθύνη του ιδίου ως εκκαλούντος κατηγορουμένου, ανεξάρτητα από το ότι δεν είχε καθαρογραφεί ακόμη η δημοσιευθείσα καταδικαστική απόφαση. Το Πενταμελές Εφετείο Ναυπλίου, που επιλήφθηκε της εφέσεως αυτής του άνω αναιρεσείοντος, με την προσβαλλομένη απόφαση του, έκρινε κατά πλειοψηφία, ότι είναι απαράδεκτη και η εν λόγω έφεση καθόσον στην συνταχθείσα γι'αυτην έκθεση δεν διατυπώθηκε κανένας λόγος εφέσεως (ούτε έστω ο λόγος της κακής εκτιμήσεως των αποδείξεων) αλλά ως μη περιέχουσα κάποιο λόγο εφέσεως είναι εντελώς αόριστη χωρίς καμία συγκεκριμένη αιτίαση, που να μπορεί να εκτιμηθεί δικαστικά και έτσι ότι πρέπει να απορριφθεί κατά παραδοχή και της σχετικής ενστάσεως που προτάθηκε από την πολιτικώς ενάγουσα Ψ3 δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της. Έτσι κρίνοντας το δευτεροβάθμιο δικαστήριο περιέλαβε ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία στην προσβαλλόμενη απόφαση του προκειμένου να απορρίψη την άνω έφεση ορθώς δε το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, που εγγυάται το δικαίωμα πρόσβασης του κατηγορουμένου στο δικαστήριο, ούτε το δικαίωμα ακροάσεως και υπερασπίσεως του ήδη αναιρεσείοντος κατηγορουμένου ως εκκαλούντος και δεν υπερέβη αρνητικά την εξουσία του. Το δικαίωμα αυτό προσφυγής του κατηγορούμενου στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν είναι απόλυτο αλλά υπόκειται στους προεκτεθέντες περιορισμούς ιδίως όσον αφορά στις προϋποθέσεις για αναφορά στην έκθεση εφέσεως ενός τουλάχιστον λόγου εφέσεως για να είναι παραδεκτό το ασκούμενο ένδικο μέσο. Αυτοί δε οι περιορισμοί που τίθενται από τα άρθρα 474 παρ.2 και 476 παρ.1 Κ.Ποιν.Δ είναι σύμφωνοι με το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ ως δικαιολογούμενοι από την εύλογη σχέση αναλογικότητας που πρέπει να υπάρχει μεταξύ των χρησιμοποιουμένων μέσων και των επιδιωκομένων σκοπών και δεν περιορίζουν σε βαθμό ανεπίτρεπτο το δικαίωμα προσφυγής του κατηγορουμένου στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο και υπό την αξιουμένη κατά τα προαναφερθέντα ευθύνη του εκκαλούντος κατηγορουμένου για το περιεχόμενο των δηλώσεών του ως ασκούντος το σχετικό ένδικο μέσο, που καταχωρούνται από τον δικαστικό γραμματέα ή τους λοιπούς αρμόδιους υπαλλήλους που αναφέρονται στο άρθρο 474 στην συντασσόμενη έκθεση εφέσεως, η οποία στο τέλος πριν υπογραφεί διαβάζεται και επιβεβαιώνεται. Επομένως είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι οι σχετικοί από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ'Ε'και Η' Κ.Ποιν.Δ και για παραβίαση της αρχής της αναλογικότητος από το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ και 20 παρ.1 και 25 παρ.1 β, δ του Συντάγματος λόγοι της αιτήσεως του άνω αναιρεσείοντος.
Κατά τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 501 Κ.Ποιν.Δ αν κατά τη συζήτηση της υποθέσεως ο εκκαλών δεν εμφανισθεί αυτοπροσώπως ή δια συνηγόρου του, αν συντρέχει η περίπτωση της παραγράφου 2 του άρθρου 340 , η έφεση απορρίπτεται ως ανυποστήρικτη και η απόφαση που απορρίπτει τη έφεση μπορεί να προσβληθεί μόνο με αναίρεση. Κατά τη διάταξη της παραγράφου 4 του ιδίου ως άνω άρθρου αν μετά την έναρξη της συζητήσεως της έφεσης λάβει χώρα διακοπή ή αναβολή αυτής και κατά τη νέα συζήτηση ο εκκαλών κατηγορούμενος αν και κλητεύθηκε νομίμως δεν εμφανιστεί όπως ορίζεται στην παράγραφο 1, δικάζεται σαν να ήταν παρών.
Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 502 παρ.6 του Κ.Ποιν.Δ , η οποία έχει προστεθεί με το άρθρο 18 παρ.5 του Ν.2721/1999 και ίσχυσε από 3-6-1999 "αν το δικαστήριο κρίνει ότι η έφεση είναι τυπικώς δεκτή και αναβάλλει την έκδοση οριστικής αποφάσεως για κρείσσονες αποδείξεις ή κατ'εφαρμογή των άρθρων 59 και 61, δεσμεύεται από την απόφασή του για το τύποις παραδεκτό της εφέσεως, στη μετ'αναβολή συζήτηση αυτής". Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι η παραπάνω δέσμευση του δικαστηρίου, υφίσταται μόνο στις περιπτώσεις που ρητά προβλέπονται και συγκεκριμένα όταν το Εφετείο στο οποίο έχει εισαχθεί για συζήτηση έφεση του κατηγορουμένου έχει κρίνει ότι η έφεση είναι τυπικά δεκτή και έχει αναβάλλει την έκδοση της αποφάσεως του για νέες αποδείξεις ή κατ'εφαρμογή των άρθρων 59 και 61 Κ.Ποιν.Δ . Αν το δικαστήριο, στην μετ'αναβολή συζήτηση ερευνήσει εκ νέου το παραδεκτό της εφέσεως και την απορρίψει ως απαράδεκτη, ιδρύεται ο αναιρετικός λόγος από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Η' με τη μορφή της υπερβάσεως εξουσίας. Στην προκειμένη περίπτωση από την επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας που γίνεται προς έλεγχο του βασίμου του σχετικού λόγου αναιρέσεως προκύπτουν τα ακόλουθα. Δυνάμει της υπ'αριθμό 221/2008 μη οριστικής αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Ναυπλίου, στο οποίο είχαν εισαχθεί η έφεση του άνω αναιρεσείοντος καθώς και οι εφέσεις των συγκατηγορουμένων του κατά της 317/2007 καταδικαστικής αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Ναυπλίου, αναβλήθηκε η συζήτηση της υποθέσεως επ'αυτών κατά το άρθρο 349 του ΚΠοινΔ για τη ρητή δικάσιμο της 7-5-2009, για σημαντικά αίτια στο πρόσωπο του πληρεξουσίου δικηγόρου Παρασκευά Αυγουστοπούλου των πρωτοδίκως πολιτικώς εναγόντων Ψ1 και Ψ2, οι οποίοι δήλωσαν στο ακροατήριο του άνω δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, στη συνεδρίαση της 12-12-2008 μετά από διακοπή από την αρχική δικάσιμο της 4-12-2008 και εν συνεχεία μετά από διακοπή από την δικάσιμο της 5-12-2008, ότι επιθυμούν να παραστούν ως πολιτικώς ενάγοντες και στην κατ'έφεση δίκη και ότι ο άνω πληρεξούσιος δικηγόρος των είχε κώλυμα να παραστεί συνιστάμενο στην υπό του τελευταίου τήρηση των σχετικών αποφάσεων της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων της Χώρας και του Δικηγορικού Συλλόγου Ναυπλίου, περί αποχής των μελών τους από τα καθήκοντά τους μετά την πρώτη διακοπή της συνεδριάσεως του Πενταμελούς Εφετείου και ότι έπρεπε να αναβληθεί η δίκη λόγω σημαντικών αιτιών. Η αναβολή αυτή από το Πενταμελές Εφετείο Ναυπλίου κατά τη δικάσιμο της 12-12-2008 για μεταγενέστερη δικάσιμο δόθηκε πριν από την έναρξη της εξετάσεως της υποθέσεως κατ'ουσία και πριν το δικαστήριο αποφανθεί για το τύποις παραδεκτό της εφέσεως του άνω αναιρεσείοντος και των εφέσεων των λοιπών κατηγορουμένων και γι'αυτό δεν περιλαμβάνεται στην εν λόγω αναβλητική απόφαση διάταξη για την παραδοχή ή όχι της εφέσεως αυτού και των εφέσεων των άλλων κατηγορουμένων από τυπική άποψη ενώ δεν αναβλήθηκε η δίκη τότε για κρείσσονες αποδείξεις ή για προδικαστικό ζήτημα από άλλη υπόθεση για τη οποία να είχε ασκηθεί ποινική δίωξη από την οποία να εξαρτάται η απόφαση στην συγκεκριμένη ποινική δίκη κατ'άρθρο 59 ΚποινΔ ή λόγω εκκρεμούς πολιτικής δίκης για ζήτημα που έχει σχέση με την ποινική δίκη.
Συνεπώς δεν είχε κριθεί το τύποις παραδεκτό της εφέσεως του άνω αναιρεσείοντος κατηγορουμένου και των εφέσεων των άλλων κατηγορουμένων προηγουμένως από το Πενταμελές Εφετείο Ναυπλίου κατά τη συνεδρίαση του κατά την οποία εξέδοθη η 221/2008 αναβλητική απόφαση του και επιτρεπτώς κρίθηκε το παραδεκτό ή μη της εφέσεως του ήδη αναιρεσείοντος Χ3 και των εφέσεων των λοιπών συγκατηγορουμένων του για πρώτη φορά από το άνω δευτεροβάθμιο δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφαση με την οποία απερρίφθησαν ως απαράδεκτες οι εφέσεις όλων των κατηγορουμένων με την αναφερόμενη στο σκεπτικό της παραπάνω αιτιολογία δηλαδή ότι δεν περιέχουν κανένα λόγο εφέσεως αλλά είναι εντελώς αόριστες χωρίς καμία συγκεκριμένη αιτίαση που να μπορεί να εκτιμηθεί δικαστικά. Από το ότι ήταν παρών στη δίκη κατά την οποία εκδόθηκε η άνω αναβλητική απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Ναυπλίου στη δικάσιμό της 12-12-2008 και από το ότι κατά τη δίκη εκείνη, πριν αποφανθεί το δικαστήριο επί του αιτήματος αναβολής της που υπεβλήθη εκ μέρους των πρωτοδίκως παραστάντων ως πολιτικώς εναγόντων, είχε αναπτύξει ο Εισαγγελέας τις εφέσεις και εκφωνήθηκαν τα ονόματα των μαρτύρων που είχαν κληθεί προς υποστήριξη της κατηγορίας, δεν συνάγεται ότι είχε αποφανθεί το δικαστήριο και όσον αφορά το τύποις παραδεκτό της εφέσεως του άνω αναιρεσείοντος και των εφέσεων των συγκατηγορουμένων του αλλά ότι αυτοί σε περίπτωση μη εμφανίσεως των αν και κλητεύθηκαν νομίμως κατά τη νέα μετ'αναβολή συζήτηση θα δικάζονταν σαν να ήταν παρόντες.
Συνεπώς με αυτά που δέχθηκε το Πενταμελές Εφετείο και έκρινε το πρώτον, κατά τη δικάσιμο κατά την οποία εξέδωσε την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το τύποις παραδεκτό των εν λόγω εφέσεων και απέρριψε ως απαράδεκτη και την έφεση του άνω αναιρεσείοντος δεν ενήργησε κατά παράβαση όσων ορίζονται στα άρθρα 501 παρ.1, 4 και 502 παρ.6 Κ.Ποιν.Δ και δεν υπερέβη την εξουσία του.
Είναι απορριπτέες οι περί του αντιθέτου αιτιάσεις του αναιρεσείοντος αυτού και ο συναφής από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Η' σχετικός λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος και ελλείψει ετέρου λόγου αναιρέσεως προς έρευνα πρέπει να απορριφθεί και η αίτηση αυτού του αναιρεσείοντος.
Μετά την απόρριψη των κρινομένων αιτήσεων αναιρέσεως πρέπει να επιβληθούν σε βάρος καθενός των αναιρεσειόντων τα δικαστικά έξοδα (άρθρα 476 παρ.1 και 583 παρ.1 Κ.Ποιν.Δ) και να καταδικασθούν ακόμη αυτοί στη δικαστική δαπάνη των παραστάντων πολιτικώς εναγόντων (άρθρα 176, 183 Κ.Πολ.Δ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τις υπ'αριθμό εκθέσεως 11/20-5-2009, 12/20-5-2009, 13/2-6-2009 αιτήσεις των αναιρεσειόντων Χ1, Χ2 και Χ3 καθώς και την από 7-12-2009 δήλωση αναιρέσεως του αναιρεσείοντος Χ4, για αναίρεση της με αριθμό 113/2009 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Ναυπλίου.
Καταδικάζει τους άνω αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ για τον καθένα και στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης των παραστάτων ως πολιτικώς εναγόντων Ψ1, Ψ2 και Ψ3, που ανέρχεται στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Μαρτίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 28 Απριλίου 2010.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ