Αριθμός 204/2021
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
A1' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Λέκκα Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αθανάσιο Καγκάνη, Αλτάνα Κοκκοβού, Θωμά Γκατζογιάννη - Εισηγητή και Χρήστο Τζανερρίκο, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 18 Φεβρουαρίου 2019, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Εταιρείας με την επωνυμία "KRPA PAPER A.S." (ΚΑΡΠΑ ΠΕΪΠΕΡ ΕΪ ΕΣ), που εδρεύει στην Τσεχία και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Νικολέττα Δανιά και κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου: Α. Κ. του Χ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θεόδωρο Νασιούδη και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 11/9/2012 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Βασιλικών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 48/2014 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 16208/2017 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 28/11/2017 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η πληρεξούσια της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη από 28-11-2017 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων, εκδοθείσα κατά την τακτική διαδικασία, 16208/2017 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. Με την απόφαση αυτή έγινε δεκτή η έφεση που είχε ασκήσει ο αναιρεσίβλητος κατά της 48/2014 απόφασης του Ειρηνοδικείου Βασιλικών, με την οποία το τελευταίο Δικαστήριο, δέχθηκε την από 11-9-2012 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας για καταβολή τιμήματος από τη μεταξύ αυτών καταρτισθείσα σύμβαση πώλησης Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 και 564 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Από τις διατάξεις των άρθρων 416 και 417 του ΑΚ, με τις οποίες ορίζεται, αντίστοιχα, ότι "η ενοχή αποσβήνεται με καταβολή" και "η καταβολή απαιτείται να γίνει στο δανειστή ή σε όποιον ο δανειστής ή το δικαστήριο ή ο νόμος έχει επιτρέψει να δεχθεί την καταβολή. Η καταβολή που έγινε σε άλλον ισχύει αν ο δανειστής την εγκρίνει ή εφόσον ωφελείται από αυτήν", σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 211, 236, 361 και 424 εδ. α' ΑΚ, συνάγεται ότι, για να έχει, η εκπλήρωση της παροχής που συντελείται με την υλική πράξη της καταβολής, αποσβεστικό αποτέλεσμα της ενοχής και, συνεπώς, την ελευθέρωση του οφειλέτη, πρέπει: α) να είναι προσήκουσα. Δηλαδή να υπάρχει ταυτότητα οφειλόμενης και καταβαλλόμενης παροχής, ώστε ο δανειστής να λαμβάνει ό,τι δικαιούται να αξιώσει από τον οφειλέτη σύμφωνα με το νόμο και τη σύμβαση, χωρίς να αρκεί τμηματική καταβολή (ΑΠ 907/2005) και β) να γίνει: 1) είτε προς το δανειστή προσωπικά ή τον επιτετραμμένο από το δικαστήριο ή το νόμιμο ή δικαστικό αντιπρόσωπο του δανειστή, εφοδιασμένο στην τελευταία περίπτωση με πληρεξούσιο έγγραφο, 2) είτε προς τον έχοντα ειδική εξουσιοδότηση του δανειστή, ρητή ή και σιωπηρή, προκύπτουσα από τη σχέση του δανειστή με τον εξουσιοδοτημένο να λάβει την παροχή, ενεργώντας στο δικό του όνομα και για δικό του λογαριασμό, με τη συγκατάθεση του δανειστή, 3) είτε προς τρίτο δεκτικό καταβολής πρόσωπο, το οποίο προσδιόρισε ο δανειστής, κατόπιν συμβάσεώς του με τον οφειλέτη, παρέχοντας (κληρονομητό) δικαίωμα στον οφειλέτη να καταβάλει με αποσβεστικά αποτελέσματα την παροχή προς τον δεκτικό καταβολής, ο οποίος δεν είναι μονομερώς ανακλητός. Καταβολή που έγινε σε άλλον, εκτός από τα προαναφερόμενα πρόσωπα, δεν απαλλάσσει τον οφειλέτη, έστω και αν αυτός τελούσε σε συγγνωστή πλάνη - με εξαίρεση τις περιπτώσεις των άρθρων 889, 224, 1654, 1540, 1541, 426 ΑΚ και 822 ΚΠολΔ - εκτός αν ο δανειστής εγκρίνει μια τέτοια καταβολή ή ωφελείται από αυτή, λόγω απόδοσης του ληφθέντος στο δικαιούχο ή κληρονομήσεως του ενός από αυτούς από τον άλλο ή απόσβεσης της υποχρέωσης απόδοσης του καταβληθέντος από τον λαβόντα τρίτο στο δανειστή από άλλη αιτία. Ο οφειλέτης, φέρει το βάρος επίκλησης και απόδειξης της καταβολής κατά τον προσήκοντα τρόπο (ΑΠ 134/2013, ΑΠ 285/2011, ΑΠ 626/2010). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 421 ΑΚ, αν ο οφειλέτης, για να ικανοποιήσει τον δανειστή, αναλάβει απέναντί του νέα υποχρέωση, αυτή δεν θεωρείται ότι έγινε αντί καταβολής, εκτός αν προκύπτει σαφώς το αντίθετο. Από τον ερμηνευτικό της βούλησης των μερών κανόνα, που θεσπίζεται με τη διάταξη αυτή, συνάγεται ότι η ανάληψη νέας υποχρέωσης από τον οφειλέτη, όπως είναι και η, προς ικανοποίηση του δανειστή, έκδοση ή οπισθογράφηση ή παράδοση επιταγής, η οποία αποτελεί όργανο και όχι μέσο πληρωμής, δεν συνιστά καταβολή, κατά την έννοια του άρθρου 416 ΑΚ, ούτε, σε περίπτωση αμφιβολίας, θεωρείται δόση ή υπόσχεση αντί καταβολής, κατά τα άρθρα 419 και 421 ΑΚ, αλλά γίνεται χάριν καταβολής και δεν επιφέρει, πριν από την είσπραξη αυτής, την εξόφληση χρέους, εκτός αν συμφωνήθηκε ή προκύπτει από τις περιστάσεις σαφώς το αντίθετο, δηλαδή ότι έγινε για την απόσβεση της αρχικής οφειλής με τη σύσταση της νέας. Ο οφειλέτης, με την έκδοση της επιταγής ή την ανάληψη υποχρέωσης από αυτήν, υπόσχεται στο δανειστή του (λήπτη) ότι θα εκπληρώσει την αρχική (βασική) του υποχρέωση με την εκπλήρωση νέας. Με τη γένεση δηλαδή της ενοχής από την επιταγή, δημιουργείται μόνον ένας εναλλακτικός τρόπος πληρωμής και, για το λόγο αυτό, δεν επέρχεται απόσβεση της αρχικής υποχρέωσης, παρά μόνο με την πραγματική πληρωμή (είσπραξη) της επιταγής. Άλλωστε, σε αντίθεση με το χαρτονόμισμα, που είναι φορέας αξίας, παρούσας και βέβαιης, η τραπεζική επιταγή, ως αξιόγραφο, είναι φορέας απαίτησης και η αξία της εξαρτάται από την φερεγγυότητα του οφειλέτη. Έτσι, ενώ το χαρτονόμισμα χρησιμεύει για την απόσβεση της ενοχής, κατά τρόπο οριστικό και δε μπορεί να αποκρουσθεί από τον δανειστή, το αξιόγραφο, όπως είναι και η τραπεζική επιταγή, μπορεί να αποκρουσθεί από τον δανειστή και λαμβάνεται από αυτόν, μόνον εάν αυτός θελήσει, η δε λήψη του δεν θεωρείται ότι γίνεται αντί καταβολής, εκτός εάν προκύπτει από τη συμφωνία των μερών το αντίθετο (ΑΠ 326/2018, ΑΠ 20/2018, ΑΠ 1399/2015). Από το συνδυασμό, δε, των ανωτέρω, προκύπτουν και τα ακόλουθα: Σε περίπτωση που ο οφειλέτης παροχής, προβεί σε άφεση του χρέους, που οφείλει προς αυτόν τρίτο πρόσωπο, το οποίο είναι δεκτικό καταβολής της παροχής, την οποία αυτός (οφειλέτης παροχής) οφείλει προς το δανειστή του, λαμβάνοντας την υπόσχεση αυτού (του δεκτικού καταβολής) ότι, το ποσό του χρέους από το οποίο τον ελευθέρωσε, θα καταβάλει ο ίδιος προς το δανειστή, η υπόσχεση αυτή, ως υπόσχεση, κατά τη διάταξη του άρθρου 478 ΑΚ, τρίτου προς τον οφειλέτη, ότι θα καταβάλει το χρέος του προς το δανειστή, η οποία, άλλωστε, δεν παρέχει στον τελευταίο, αν δεν ορίζεται διαφορετικά, οποιοδήποτε δικαίωμα από τη συμφωνία τους αυτή (της άφεσης χρέους), ουδόλως επιφέρει την απόσβεση της οφειλής και την ελευθέρωση του οφειλέτη έναντι του δανειστή, αφού δεν γίνεται καταβολή για την ικανοποίηση της απαίτησης αυτού. Αλλά, και αν ακόμη, στη σύμβαση μεταξύ του οφειλέτη και του κατά τα ανωτέρω απαλλασσόμενου από το προσωπικό του χρέος, δεκτικού καταβολής της παροχής προς τον τρίτο, προβλέπεται ότι ο δανειστής αποκτά δικαίωμα από τη μεταξύ αυτών συμφωνία και υπόσχεση του δεκτικού καταβολής για εκπλήρωση της υποχρέωσης του οφειλέτη για παροχή, και παρέχεται άμεσο δικαίωμα στο δανειστή να απαιτήσει την παροχή και από τον τρίτο που την υποσχέθηκε, οπότε η σύμβαση μεταξύ οφειλέτη και τρίτου έχει χαρακτήρα γνήσιας υπέρ τρίτου σύμβασης, που λειτουργεί ως σωρευτική αναδοχή χρέους και πάλι ο οφειλέτης δεν απαλλάσσεται, σύμφωνα με το άρθρο 477 ΑΚ, αλλά παράγεται πρόσθετη υποχρέωση του υποσχεθέντος, εκτός αν προκύπτει το αντίθετο. Εάν δημιουργηθεί πρόσθετη υποχρέωση του υποσχεθέντος, ο οφειλέτης θα απαλλαγεί μόνο όταν ο υποσχεθείς καταβάλει προς το δανειστή την παροχή. Εξάλλου, ο λόγος αναίρεσης κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων ή των αποφάσεων των πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων και προβλέπεται στο άρθρο 560 αρ. 6 ΚΠολΔ, είναι αντίστοιχος με τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 559 αρ. 19 του ίδιου Κώδικα. Ο λόγος αυτός, που αναφέρεται στην έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης, ιδρύεται, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή σαφώς τα περιστατικά που είναι αναγκαία για την κρίση του δικαστηρίου, στη συγκεκριμένη περίπτωση, περί συνδρομής των νομίμων όρων και προϋποθέσεων της διάταξης που εφαρμόσθηκε ή περί της μη συνδρομής τούτων, που αποκλείει την εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση έχει ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες ως προς το νομικό χαρακτηρισμό των περιστατικών που έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκη (ΑΠ 1042/2017). Ως ζητήματα, των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό, στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση, νοούνται μόνο οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν δηλαδή στη θεμελίωση ή κατάργηση του δικαιώματος που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό, είτε ως αμυντικό μέσο ((ΟλΑΠ 24/1992, ΑΠ 34/2016). Ειδικότερα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά το νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση, στη συγκεκριμένη περίπτωση, της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε είτε αποκλείουν την εφαρμογή της. Ελλείψεις, δε, του νομικού συλλογισμού, αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και ιδίως στην ανάλυση, στάθμιση, αιτιολόγηση του πορίσματος που εξάγεται από αυτές, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση αυτή εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες (ΟλΑΠ 15/2006, ΟλΑΠ 861/1984, ΑΠ 1376/2011). Στην προκείμενη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, προκύπτει ότι το Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, που δίκασε ως Εφετείο, δέχθηκε, μετά την εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που νόμιμα προσκόμισαν οι διάδικοι, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: <<Μεταξύ του εκκαλούντος (αναιρεσίβλητου) που διατηρεί ατομική επιχείρηση επεξεργασίας χαρτιού στο ..., και του Ι. Γ., ο οποίος δραστηριοποιούνταν τόσο ατομικά όσο και μέσω εταιρειών συμφερόντων του στην εμπορία χαρτιού με έδρα την ... και ο οποίος δυνάμει σύμβασης, που είχε καταρτίσει ατομικά με την εφεσίβλητη (ήδη αναιρεσείουσα) και ίσχυε από 1.1.2002 ήταν εμπορικός της αντιπρόσωπος στην Ελλάδα (ενώ κατόπιν τροποποίησης της αρχικής συμφωνίας προστέθηκε ως αντιπρόσωπος από 1.1.2006 και η εταιρεία "Ι. Γ. & Συνεργάτες Ε.Ε.¨), συμφωνήθηκε η προμήθεια ποσότητας ριζόχαρτου από την εφεσίβλητη, που έχει την έδρα της στην … τον Μάιο του 2010. Βάσει δε έγγραφης παραγγελίας, που συντάχθηκε από τον Γ. για λογαριασμό του εκκαλούντος, παραγγέλθηκε συνολική ποσότητα 10 τόννων ριζόχαρτου αντί τιμήματος 1.230 ευρώ ανά τόνο. Τελικά, όπως προκύπτει από το επίδικο τιμολόγιο με αριθμό … - …/….6.2010, εστάλη ποσότητα χαρτιού τύπου KH PACK WS 45 συνολικού βάρους 10.250 κιλών αντί τιμήματος 1,28 ευρώ ανά κιλό. Επομένως, το συνολικό κόστος του αποσταλέντος χαρτιού ανέρχονταν σε 13.120 ευρώ (10.250 χ 1,28) και κατόπιν έκπτωσης 2%, που δόθηκε στον εκκαλούντα, στο τελικό ποσό των 12.857,60 ευρώ. Ως αντιπρόσωπος της εφεσίβλητης στην Ελλάδα, εμφανιζόταν ο Ι. Γ., με τον οποίο ο εκκαλών ήλθε αποκλειστικά σε επαφή. Ο τελευταίος ζήτησε την προπληρωμή της ποσότητας, που ενδιαφερόταν να αγοράσει ο εκκαλών και στην αγορά της οποίας είχαν συμφωνήσει αρκετές ημέρες πριν από τη σύνταξη και αποστολή από τον Γ. της από 31.5.2020 έγγραφης παραγγελίας, τουλάχιστον κατά σημαντικό μέρος του τιμήματος και για το λόγο αυτό ο εκκαλών κατέθεσε σε τραπεζικούς λογαριασμούς: α) στις 10.5.2010 το ποσό των 6.000 ευρώ (σε προσωπικό λογαριασμό του Ι. Γ.) στη Γενική Τράπεζα, β) στις 6.7.2010 το ποσό των 3.000 ευρώ (σε λογαριασμό της εταιρείας "Ι. Γ. & Σία Ο.Ε.") στην ίδια ως άνω τράπεζα και γ) στις 6.7.2010 το ποσό των 500 ευρώ στην ίδια τράπεζα. Επίσης, για τον ίδιο λόγο ο εκκαλών επέστρεψε στον Γ. στις 19.6.2010 και την υπ' αριθ. 35794329 - 5 επιταγή της Εθνικής Τράπεζας ποσού 4.526,40 ευρώ με λήπτη τον ίδιο και πληρώτρια την εταιρεία "Κ. Κ. Μονοπρόσωπη ΕΠΕ" και τον διακριτικό τίτλο "ΚΑΠΑ ΕΠΕ", η οποία ήταν συμφερόντων του Γ.. Επομένως, μέχρι τα μέσα Ιουλίου 2010, οπότε και του παραδόθηκε μέσω της μεταφορικής εταιρείας "Πρόοδος" η ζητηθείσα ποσότητα εμπορευμάτων, ο εκκαλών είχε καταβάλει έναντι τιμήματος στον Γ. συνολικό ποσό ύψους 14.026,40 ευρώ, ήτοι κατά 1.168,80 ευρώ μεγαλύτερο από το συμφωνηθέν τίμημα. Ενόψει δε του ότι η συμφωνία για την προμήθεια της ανωτέρω ποσότητας χαρτιού από την εφεσίβλητη έγινε με τον Ι. Γ., ο οποίος ήταν αποκλειστικός αντιπρόσωπός της στην Ελλάδα και διαβίβασε σε αυτή την παραγγελία του εκκαλούντος, ο τελευταίος εύλογα θεώρησε ότι αυτός ήταν και δεκτικός καταβολής σχετικά με το τίμημα. Εξάλλου, εφόσον του ζητήθηκε η προπληρωμή του τιμήματος, αυτό δεν θα ήταν δυνατόν να κατατεθεί στον τραπεζικό λογαριασμό της εφεσίβλητης, ο οποίος αναγράφεται στο αποσταλέν τιμολόγιο, αφού το τιμολόγιο αυτό παραδόθηκε στον εκκαλούντα μετά την παραλαβή των εμπορευμάτων και ενώ αυτός είχε ήδη προκαταβάλει το τίμημα στον Γ.. Παρόλο δε που δεν αποδεικνύεται ότι η εφεσίβλητη εταιρεία είχε ρητά εξουσιοδοτήσει τον ως άνω αντιπρόσωπό της να εισπράττει το τίμημα από τις πωλήσεις εμπορευμάτων της στην Ελλάδα (μολονότι κάτι τέτοιο θα ήταν αναμενόμενο βάσει των συναλλακτικών ηθών), από το ίδιο το περιεχόμενο του επίδικου τιμολογίου προκύπτει ότι οι νόμιμοι εκπρόσωποί της γνώριζαν ότι ο Γ.ς είχε ήδη εισπράξει για λογαριασμό της το συμφωνηθέν τίμημα και ενέκριναν σιωπηρά την ενέργειά του αυτή, όπως συνάγεται από τα κατωτέρω εκτιθέμενα. Για τον λόγο αυτό απέστειλαν και τη συμφωνημένη ποσότητα εμπορεύματος. Χορήγησαν δε και έκπτωση 2% στον εκκαλούντα λόγω της άμεσης εξόφλησης του τιμήματος. Ειδικότερα, με σχετική ρήτρα του τιμολογίου δίδονταν η εντολή στη μεταφορική εταιρεία να παραδώσει την πωληθείσα ποσότητα εμπορεύματος μόνο εφόσον προηγούνταν εξόφληση του τιμήματος ή όπως αναφέρεται στο αγγλικό πρωτότυπο "Proodos will deliver the goods as soon as the seller receive the payment" επίσης η έκπτωση 2% συνδέεται με την άμεση πληρωμή του τιμήματος: "CAD AT ARRIVAL WITH 2% DISCOYNT", ενώ εξ άλλου ως μέθοδος πληρωμής αναφέρεται η προπληρωμή ("Method of Payment Prepayment"). Ειδικά δε η σύνταξη του τιμολογίου από τους εκπροσώπους της εφεσίβλητης με συμπερίληψη της έκπτωσης 2% καταδεικνύει ότι η παράδοση των εμπορευμάτων έγινε από την μεταφορική εταιρεία όχι λόγω σφάλματος, όπως ισχυρίζεται η εφεσίβλητη, αλλά κατόπιν εντολής των εκπροσώπων της, επειδή θεωρούσαν το τίμημα εξοφλημένο, αφού η έκπτωση αυτή είναι φανερό ότι συνδέεται άμεσα με την πληρωμή των εμπορευμάτων κατά την άφιξή τους στον αγοραστή. Άλλωστε, παρά το ότι προκύπτει ιδίως από το με ημερομηνία 15.1.2012 ιδιωτικό συμφωνητικό μεταξύ του εκκαλούντος Ι. Γ. ότι υπήρχαν και άλλες συναλλαγές μεταξύ τους άσχετες με την αντιπροσώπευση από τον δεύτερο της εφεσίβλητης εταιρείας, δεν αποδείχθηκε ότι οι ανωτέρω καταβολές του εκκαλούντος στον Γ. μεταξύ Μαΐου και Ιουλίου 2010 συνδέονται με άλλες αγορές, που έκανε ο εκκαλών από τον Γ. ή τις εταιρείες συμφερόντων του σε χρόνο παράλληλο με την παραγγελία και αποστολή των επίδικων εμπορευμάτων, αφού δεν προσκομίζονται σχετικά παραστατικά (ιδίως τιμολόγια ή έγγραφες παραγγελίες), παρόλο που αυτό θα ήταν ευχερές για την εφεσίβλητη, ενόψει του ότι διατηρεί ακόμη τη συνεργασία της με τον Γ. (ο οποίος κατέθεσε και ως μάρτυράς της στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου). Πέραν τούτου, μολονότι η εφεσίβλητη ισχυρίζεται ότι η παράδοση των εμπορευμάτων στον εκκαλούντα έγινε χωρίς να εξοφληθεί προηγουμένως το τίμημα, κατ' αθέτηση της ρητής εντολής της για το αντίθετο, από σφάλμα της μεταφορικής εταιρείας, από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν αποδεικνύεται ούτε ότι η εφεσίβλητη ήγειρε αξιώσεις ή έστω διαμαρτυρήθηκε για την αθέτηση αυτή της συμβατικής υποχρέωσής της έναντι της μεταφορικής εταιρείας ούτε ότι η τελευταία αποδέχθηκε τέτοιο σφάλμα των προστηθέντων της. Το παραπάνω συμπέρασμα δεν μπορεί να αναιρεθεί από το ότι στις 2.4.2013 ο εκκαλών κατέβαλε στην πληρεξούσια δικηγόρο της εφεσίβλητης το ποσό των 1.000 ευρώ έναντι του αιτήματος της αγωγής της, αφού η καταβολή αυτή έγινε με ρητή διατύπωση επιφύλαξης στη σχετική έγγραφη απόδειξη και επειδή ο εκκαλών, που μέχρι τότε δεν είχε έρθει σε καμία απ' ευθείας συναλλαγή με την εφεσίβλητη, πίστευε καλόπιστα ότι με την καταβολή αυτή και την αναβολή της δίκης στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που ακολούθησε, η εφεσίβλητη θα εξέταζε με μεγαλύτερη προσοχή τα στοιχεία, που της έθεσε υπόψη σχετικά με την καταβολή του ποσού, που αντιστοιχούσε στην οφειλή του από το επίδικο τιμολόγιο, στον αντιπρόσωπό της στην Ελλάδα Ι. Γ. και θα αντιλαμβάνονταν ότι στην πραγματικότητα το επίδικο ποσό είχε εισπραχθεί για λογαριασμό της από τον τελευταίο>>. Με τις εκτεθείσες παραδοχές, το Δικαστήριο που δίκασε κατ' έφεση, δέχθηκε το λόγο έφεσης κατά της πρωτόδικης απόφασης, που, κρίνοντας αντίθετα, είχε δεχθεί την αγωγή, και την εξαφάνισε λόγω σφάλματος αυτής για τη μη παραδοχή της ένστασης εξόφλησης που είχε προτείνει ο αναιρεσίβλητος. Μετά, δε, την εξαφάνιση της απόφασης αυτής, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, δικάζοντας την υπόθεση, δέχθηκε ως κατ' ουσίαν βάσιμη την άνω ένσταση εξόφλησης και απέρριψε την ένδικη αγωγή. Έτσι όπως έκρινε το Εφετείο, παραβίασε εκ πλαγίου τις ουσιαστικές διατάξεις των άρθρων 416, 417, 419, 421 ΑΚ που εφάρμοσε, στερώντας έτσι την απόφαση του από νόμιμη βάση, καθόσον διέλαβε στον υπαγωγικό συλλογισμό του ανεπαρκείς και ασαφείς αιτιολογίες, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο ως προς τη συνδρομή στο πρόσωπο του αναιρεσίβλητου αποσβεστικού λόγου της αγωγικής αξίωσης της αναιρεσείουσας, με καταβολή του οφειλόμενου από αυτόν χρηματικού ποσού του τιμήματος της ιστορούμενης σύμβασης πώλησης χαρτιού, κατά τη σχετική ένσταση του. Ειδικότερα: 1) Ενώ δέχεται ότι οι καταβολές για την εξόφληση του, εκ του συμβατικού τιμήματος, χρέους, έγιναν προς τον Ι. Γ., δεν αποδίδει με σαφήνεια σ' αυτόν την ιδιότητα του δεκτικού καταβολής για την πωλήτρια αναιρεσείουσα. Αναφέρει μόνο ότι, ο Ι. Γ. ήταν αποκλειστικός αντιπρόσωπος της πωλήτριας εταιρείας στην Ελλάδα, ότι η τελευταία δεν είχε ρητά εξουσιοδοτήσει αυτόν να εισπράττει το τίμημα από τις πωλήσεις των εμπορευμάτων της στην Ελλάδα, μολονότι θα ήταν αναμενόμενο, και ότι ο αναιρεσίβλητος, αγοραστής, λόγω της άνω ιδιότητας του Ι. Γ. ως αποκλειστικού αντιπροσώπου και της με αυτόν κατάρτισης της συμφωνίας για την πώληση του χαρτιού, εύλογα θεώρησε ότι ο τελευταίος ήταν δεκτικός καταβολής του τιμήματος, χωρίς την παραδοχή τέτοιας ιδιότητας αποκτηθείσας με νόμιμο τρόπο. 2) Επίσης, δέχεται ισόποση απόσβεση του τιμήματος με την καταβολή ποσού 3.000 ευρώ, σε λογαριασμό της εταιρείας "Ι. Γ. & Σία Ο.Ε.", χωρίς να αιτιολογεί για ποιο λόγο η καταβολή αυτή σε νομικό πρόσωπο, που δεν συνδέεται με οποιαδήποτε σχέση με την πωλήτρια, αποτελεί αποσβεστικό γεγονός της εκ του τιμήματος απαίτησης της τελευταίας, χωρίς να αρκεί προς τούτο η παραδοχή ότι η εταιρεία αυτή είναι συμφερόντων του Ι. Γ.. 3) Περαιτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση δέχεται ότι, οι νόμιμοι εκπρόσωποι της αναιρεσείουσας πωλήτριας, γνώριζαν ότι ο Ι. Γ. είχε εισπράξει για λογαριασμό της το συμφωνηθέν τίμημα και ενέκριναν σιωπηρά την ενέργειά του αυτή. Συγκεκριμένα, με βάση το παρατιθέμενο, ανωτέρω, περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης, το Δικαστήριο δέχεται ότι, το μεταξύ των διαδίκων συμφωνημένο με τη σύμβασή τους τίμημα της πωληθείσας ποσότητας χαρτιού, εξοφλήθηκε με τις διαλαμβανόμενες καταβολές που έγιναν από τον αναιρεσίβλητο αγοραστή σε τρίτον, ήτοι στον Ι. Γ., οι, δε, εκπρόσωποι της αναιρεσείουσας-πωλήτριας, γνώριζαν γι' αυτήν την καταβολή του τιμήματος και την ενέκριναν, ώστε, μολονότι ο Ι. Γ., δεν είχε ρητά εξουσιοδοτηθεί για την είσπραξη του τιμήματος, πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 417 εδ. β' ΑΚ και ισχύουν οι διαλαμβανόμενες καταβολές για την απόσβεση της εκ του τιμήματος ενοχής. Ως στοιχεία, θεμελιωτικά της παραδοχής της ότι η πωλήτρια εταιρεία, ενέκρινε την καταβολή του συμφωνηθέντος τιμήματος από τον οφειλέτη αναιρεσίβλητο σε άλλον, ήτοι στον Ι. Γ., και όχι στην ίδια την πωλήτρια, δέχθηκε την πραγματοποίηση από την πωλήτρια της αποστολής των εμπορευμάτων της παραγγελίας με τον όρο της προπληρωμής, την παράδοση αυτών από τη μεταφορική εταιρεία που είχε εντολή παράδοσής τους, μόνο εφόσον προηγούνταν εξόφληση του τιμήματος και τη συμπερίληψη στο τιμολόγιο που εξέδωσε η αναιρεσείουσα της έκπτωσης 2% επί του τιμήματος που συνδέεται με την άμεση πληρωμή του. Όμως, η αιτιολογία αυτή, η οποία στηρίζει την παραδοχή της ένστασης εξόφλησης του τιμήματος λόγω καταβολής μεν σε άλλον, πλην, όμως, εγκριθείσας από τη δανείστρια αναιρεσείουσα, (για την οποία (έγκριση), μάλιστα, ο αναιρεσίβλητος, δεν είχε προβάλει σχετικό ισχυρισμό, ώστε να είναι ισχυρή η καταβολή σε άλλον και να επιφέρει απόσβεση της οφειλής), εκτός του ότι περιλαμβάνει το σφάλμα της απόφασης περί την καταβολή ποσού με την επιστροφή επιταγής, για το οποίο γίνεται λόγος παρακάτω, είναι ασαφής. Τούτο διότι, ενώ η έγκριση φέρεται να παρέχεται κατά το χρόνο έκδοσης του επίδικου … τιμολογίου, ήτοι την 30-6-2010, με τον οποίο συνδέονται τα γεγονότα της αποστολής των εμπορευμάτων και χορήγησης της έκπτωσης, κατά το χρόνο αυτό είχε γίνει μόνο η πρώτη από τις επικαλούμενες καταβολές έναντι του τιμήματος. Έτσι, όμως, δεν εξηγείται η προσδιοριζόμενη γνώση καταβολής του τιμήματος και έγκριση αυτής, για τις επιμέρους καταβολές που, κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, έγιναν σε χρόνους μετά την έκδοση του τιμολογίου και συγκεκριμένα, για τις δύο δόσεις που φέρεται ότι καταβλήθηκαν στις 6-7-2010, ποσού 3.000 ευρώ και 500 ευρώ. Επίσης, δεν διευκρινίζεται πως εγκρίθηκε από την αναιρεσίβλητη, ως καταβολή προς αυτήν έναντι του οφειλόμενου τιμήματος, το ποσό που αφορούσε την επιστραφείσα από τον αναιρεσείοντα, στις 19-6-2010, επιταγή, η οποία, έχουσα ημερομηνία πληρωμής την 10-5-2010, οπωσδήποτε είχε επιστραφεί απλήρωτη, αφού είχε παρέλθει η οκταήμερη προθεσμία εμφάνισης για την πληρωμή της, μολονότι δεν υπάρχει παραδοχή πληρωμής του ποσού της επιταγής αυτής. 4) Δέχεται την απόσβεση του ισόποσου μέρους της αγωγικής απαίτησης της αναιρεσείουσας, με καταβολή ποσού 4.526,40 ευρώ, συντελεσθείσα, με την επιστροφή, στις 19-6-2010, από τον αναιρεσίβλητο στον Ι. Γ., ως, κατά την εύλογη πεποίθηση του αγοραστή, δεκτικού καταβολής του τιμήματος που οφείλονταν στην αναιρεσείουσα, της ….-5 επιταγής της Εθνικής Τράπεζας, η οποία είχε εκδοθεί από την εταιρεία με την επωνυμία "Κ. Κ. Μονοπρόσωπη ΕΠΕ" και το διακριτικό τίτλο "ΚΑΠΑ ΕΠΕ", σε διαταγή αυτού, με ημερομηνία πληρωμής 10-5-2010. Όμως, η αιτιολογία αυτή είναι εντελώς ελλιπής και ασαφής, διότι αφενός μεν η παράδοση της επιταγής, δεν αποτελεί καταβολή χρηματικού ποσού έναντι του τιμήματος, αλλά αποτελεί παράδοση του αξιογράφου χάριν καταβολής του ενσωματούμενου ποσού, ώστε με την παράδοσή της και μόνο να μην επέρχεται απόσβεση ίσου ποσού τιμήματος, καθόσον, μάλιστα, στην προσβαλλόμενη δεν διαλαμβάνεται ότι υπήρξε διαφορετική συμφωνία, αφετέρου, ουδόλως εξειδικεύεται πως επέρχεται εξόφληση του μέρους του τιμήματος με την επιστροφή επιταγής, έκδοσης, όχι του Ι. Γ., αλλά τρίτης εταιρείας, η οποία και έχει υποχρέωση για την πληρωμή της, και χωρίς, το σπουδαιότερο, να εκτίθεται ότι η επιταγή αυτή πληρώθηκε. Άλλωστε, και υπό την εκδοχή, ότι το κατ' έφεση δικάζον Δικαστήριο, υπονοεί ότι ο Ι. Γ. ανέλαβε την υποχρέωση, έναντι του αναιρεσίβλητου που επέστρεψε σ' αυτόν μη πληρωθείσα ακάλυπτη επιταγή άλλης εταιρείας, συμφερόντων του, να καταβάλει στην αναιρεσείουσα το ποσό αυτής, δεν διευκρινίζει για ποιο λόγο δέχεται ισόποση, προς το ποσό της επιταγής, εξόφληση του τιμήματος, μολονότι πρόκειται για υπόσχεση που ανέλαβε ο Ι. Γ. έναντι του οφειλέτη του τιμήματος, η οποία, όμως, δεν αποτελεί καταβολή του αντίστοιχου μέρους αυτού, ώστε να επέλθει μερική ισόποση εξόφλησή του. Πρέπει, δε, να παρατηρηθεί ότι, στο αναφερόμενο και στην προσβαλλόμενη από 15-1-2012 ιδιωτικό συμφωνητικό μεταξύ αναιρεσίβλητου και Ι. Γ., το ποσό της επιστραφείσας ως άνω επιταγής, φέρεται ως οφειλόμενο από τον τελευταίο στον πρώτο, λόγω της επιστροφής της επιταγής στην εκδότρια εταιρεία. Επομένως, η προσβαλλόμενη υπέπεσε στην εκ του αρ. 6 του άρθρου 560 ΚΠολΔ, πλημμέλεια και πρέπει, κατά παραδοχή των συναφών μερών των δεύτερου, τρίτου και τέταρτου λόγων του αναιρετήριου, όπως εκτιμώνται ορθότερα οι αιτιάσεις που περιέχονται σ' αυτούς του λόγους, ως στηρίζουσες πράγματι την αποδιδόμενη, εκ του αρ. 6 του άρθρου 560 ΚΠολΔ ως άνω παραβίαση και όπως, παραδεκτά, συμπληρώνονται, ως ανωτέρω, αυτεπαγγέλτως από τον Άρειο Πάγο, κατ' ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 562 παρ. 4 ΚΠολΔ (πρβλ. ΑΠ 469/2009, ΑΠ 1429/1995), να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο, που την εξέδωσε, του οποίου είναι δυνατή η συγκρότηση από άλλο Δικαστή εκτός εκείνου που δίκασε (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ). Επίσης, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου, στην καταθέσασα τούτο αναιρεσείουσα (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ) και να καταδικαστεί ο αναιρεσίβλητος, στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσείουσας, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτής (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 1 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 16208/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης.
Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο ως άνω Δικαστήριο συγκροτούμενο από άλλο Δικαστή, εκτός εκείνου που δίκασε.
Διατάσσει την επιστροφή του καταβληθέντος παραβόλου στην καταθέσασα αναιρεσείουσα.
Καταδικάζει τον αναιρεσίβλητο στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσείουσας, που ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 6 Μαΐου 2019.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
(Και τούτου αποχωρήσαντος από την Υπηρεσία, η αρχαιότερη της συνθέσεως Αρεοπαγίτης και ήδη Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου)
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 22 Φεβρουαρίου 2021.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ