Αριθμός 8/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΕ Β’ ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές της Β’ Σύνθεσης: Βασιλική Θάνου - Χριστοφίλου, Πρόεδρο Αρείου Πάγου, Μαρία Γαλάνη - Λεοναρδοπούλου, Ιωσήφ Τσαλαγανίδη, Γεώργιο Κοντό, Αριστείδη Πελεκάνο, Γεώργιο Λέκκα, Αρτεμισία Παναγιώτου, Σοφία Ντάντου, Παναγιώτη Κατσιρούμπα, Ιωάννη Μαγγίνα - Εισηγητή, Δήμητρα Κοκοτίνη, Γεώργιο Χοϊμέ, Νικήτα Χριστόπουλο, Ιωάννη Μπαλιτσάρη, Γεώργιο Παπαηλιάδη, Γεώργιο Μιχολιά, Παρασκευή Καλαϊτζή, Νικόλαο Τσάκο, Θωμά Γκατζογιάννη, Μαρία Γκανιάτσου, Μαρία Τζανακάκη και Νικόλαο Πιπιλίγκα, Αρεοπαγίτες (κωλυομένων των λοιπών Δικαστών της σύνθεσης).
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 20 Οκτωβρίου 2016, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνου Παρασκευαΐδη (κωλυομένης της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Aγγελικής Ανυφαντή για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος - καθού η κλήση: Χ. Γ. του Γ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ειρήνη Σπεντζοπούλου, που δεν κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου - καλούντος: Ν. Δ. του Α., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χαρίλαο Κοψαχείλη, που κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 20 Φεβρουαρίου 2003 ανακοπή του ήδη αναιρεσιβλήτου που κατατέθηκε στο Mονομελές Πρωτοδικείο Βόλου.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 72/2004 οριστική του ιδίου Δικαστηρίου και 173/2007 του Εφετείου Λάρισας.
Κατά της τελευταίας αποφάσεως ασκήθηκε αναίρεση και εκδόθηκε η 1710/2008 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία την αναίρεσε και παρέπεμψε την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο αυτό δικαστήριο.
Κατόπιν αυτής το Εφετείο Λάρισας εξέδωσε την 125/2010 απόφαση, την αναίρεση της οποίας ζήτησε ο αναιρεσείων με την 9 Ιουνίου 2010 αίτησή του, επί της οποίας εκδόθηκε η 1357/2013 απόφαση του Α’ 1 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, η οποία παρέπεμψε στη Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου την από 9/6/2010 αίτηση του Χ. Γ., κατά τον ένατο λόγο της αιτήσεως από το άρθρο 559 αριθ. 14 του Κ.Πολ.Δ. για αναίρεση της 125/2010 απόφασης του Εφετείου Λάρισας.
Mε την από 29 Σεπτεμβρίου 2015 κλήση του αναιρεσιβλήτου - καλούντος η προκείμενη υπόθεση φέρεται στην Τακτική Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου. Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Οι πληρεξούσιοι των διαδίκων, αφού έλαβαν, κατά σειρά, το λόγο από την Πρόεδρο, ανέπτυξαν προφορικά τους σχετικούς ισχυρισμούς τους, η μεν του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο δε του αναιρεσιβλήτου, ο οποίος αναφέρθηκε και στις προτάσεις τους, την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
Ο Εισαγγελέας, αφού έλαβε τον λόγο από την Πρόεδρο, πρότεινε να απορριφθεί ο από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. ένατος λόγος της από 9-6-2010 αίτησης του Χ. Γ. κατά του Ν. Δ. για αναίρεση της υπ’ αριθμό 125/2010 απόφασης του Εφετείου Λάρισας και να αναπεμφθεί η υπόθεση στο Α’ 1 Πολιτικό Τμήμα του Αρείου Πάγου προς έρευνα των λοιπών λόγων αναίρεσης (Κ.Πολ.Δ. 580 παρ. 5). Κατόπιν αυτών η Πρόεδρος έδωσε εκ νέου το λόγο στους πιο πάνω πληρεξουσίους, οι οποίοι αναφέρθηκαν σε όσα προηγουμένως είχαν αναπτύξει.
Κατά την 27η Απριλίου 2017, ημέρα που συγκροτήθηκε το Δικαστήριο αυτό προκειμένου να διασκεφθεί για την ανωτέρω υπόθεση, ήταν απών ο Αρεοπαγίτης Νικόλαος Τσάκος, ο οποίος είχε δηλώσει κώλυμα αρμοδίως. Παρά ταύτα, παρισταμένων, πλην αυτού, πλέον των δέκα πέντε (15) μελών εκ των συμμετασχόντων στη συζήτηση την υπόθεσης, κατ’ άρθρο 23 παρ.2 του ν. 1756/1988, όπως ισχύει με την τροποποίηση με το άρθρο 44 του ν. 3659/2008, το Δικαστήριο είχε την εκ του νόμου απαρτία για να διασκεφθεί.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την υπ’ αριθμό 1357/2013 απόφαση του Α1 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου παραπέμφθηκε στην Τακτική Ολομέλεια αυτού (Αρείου Πάγου), κατά τις διατάξεις των άρθρων 563 παρ. 2 εδ. β’ ΚΠολΔ και 23 παρ. 2 ν. 1756/1988 "Κώδικας Οργανισμού των Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών", όπως αντικαταστάθηκε με τα άρθρα 16 ν. 2331/1995 και 169 παρ. 6 ν. 2479/1997, ο από το άρθρο 559 αριθμός 14 του ΚΠολΔ ένατος λόγος της από 9-6-2010 αίτησης για αναίρεση της υπ’ αριθμό 125/2010 απόφασης του Εφετείου Λάρισας, επειδή κρίθηκε, ότι αφορά ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος. Το θέμα, που τίθεται κατά την παραπεμπτική απόφαση, είναι, αν αποτελεί προϋπόθεση, για την εφαρμογή της διάταξης της παραγράφου 2 του άρθρου 633 ΚΠολΔ και την άσκηση δεύτερης ανακοπής, η μη άσκηση εμπρόθεσμης ανακοπής του άρθρου 632 του ίδιου Κώδικα και αν εμποδίζει τη διαταγή πληρωμής να αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου μόνον η απόρριψη της ανακοπής ως εκπρόθεσμης ή αν αυτό ισχύει και στην περίπτωση της απόρριψης της ανακοπής για τυπικούς λόγους. Η υπόθεση νόμιμα φέρεται προς συζήτηση με την από 29-9-2015 κλήση του αναιρεσιβλήτου.
Κατά την διάταξη του αριθμού 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο, αυτός δε ο λόγος αναίρεσης αναφέρεται σε ακυρότητες, δικαιώματα και απαράδεκτα από το δικονομικό δίκαιο.
Περαιτέρω, οι διατάξεις των άρθρων 631, 632 παρ. 1 εδ. 1 και 633 ΚΠολΔ ορίζουν ότι: Η διαταγή πληρωμής αποτελεί τίτλο εκτελεστό (631). Ο οφειλέτης κατά του οποίου στρέφεται η διαταγή πληρωμής έχει το δικαίωμα μέσα σε δεκαπέντε εργάσιμες ημέρες από την επίδοσή της να ασκήσει ανακοπή, η οποία απευθύνεται στο καθ’ ύλην αρμόδιο δικαστήριο (632 παρ 1 εδ. 1). Αν η ανακοπή έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και νόμιμα και οι λόγοι της είναι νόμιμοι και βάσιμοι, το δικαστήριο ακυρώνει τη διαταγή πληρωμής, διαφορετικά απορρίπτει την ανακοπή και επικυρώνει τη διαταγή πληρωμής (633 παρ. 1). Αν δεν έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα ανακοπή, εκείνος υπέρ του οποίου έχει εκδοθεί η διαταγή πληρωμής μπορεί να επιδώσει πάλι τη διαταγή στον οφειλέτη, ο οποίος έχει το δικαίωμα να ασκήσει την ανακοπή μέσα σε προθεσμία δέκα εργασίμων ημερών από τη νέα επίδοση. Αν περάσει άπρακτη και η παραπάνω προθεσμία, η διαταγή πληρωμής αποκτά δύναμη δεδικασμένου και είναι δυνατόν να προσβληθεί μόνο με αναψηλάφηση (633 παρ. 2). Από το συνδυασμό των άνω διατάξεων και αυτών των άρθρων 322 και 330 ΚΠολΔ συνάγονται τα ακόλουθα: Το δικαίωμα του οφειλέτη να ασκήσει την ανακοπή του άρθρου 633 παρ. 2 ΚΠολΔ υφίσταται, όταν αυτός δεν έχει ασκήσει εμπρόθεσμα την ανακοπή του άρθρου 632 παρ. 1 του ΚΠολΔ, δηλαδή μέσα στη δεκαπενθήμερη προθεσμία από την πρώτη επίδοση της διαταγής πληρωμής, αλλά, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, και όταν η ως άνω εμπροθέσμως ασκηθείσα ανακοπή απορριφθεί για λόγους τυπικούς, αφού στην περίπτωση αυτή η απορριφθείσα ανακοπή θεωρείται, ότι δεν έχει ασκηθεί, ενόψει του ότι με την απόρριψή της για τέτοιους λόγους δεν επέρχονται τα αποτελέσματα της παραγράφου 1 του άρθρου 633 ΚΠολΔ, δηλαδή είτε η τελεσίδικη ακύρωση της διαταγής πληρωμής είτε η τελεσίδικη επικύρωσή της, και η διαταγή πληρωμής δεν αποκτά ισχύ δεδικασμένου. Η διαταγή πληρωμής δεν αποκτά ισχύ δεδικασμένου, αν η κατ’ αυτής ανακοπή του άρθρου 632 παρ. 1 ΚΠολΔ απορριφθεί ως εκπρόθεσμη ή για τυπικούς λόγους. Το δεδικασμένο μιας τέτοιας απορριπτικής απόφασης εκτείνεται μόνο στο δικονομικό ζήτημα, που κρίθηκε. Αντίθετα η τελεσίδικη κατ’ ουσίαν απόρριψη της ως άνω ανακοπής προκαλεί δεδικασμένο, που καλύπτει τις ενστάσεις που προτάθηκαν, καθώς και εκείνες που μπορούσαν να προταθούν και δεν προτάθηκαν, με την εξαίρεση βέβαια εκείνων, που στηρίζονται σε αυτοτελές δικαίωμα, που μπορεί να ασκηθεί και με κύρια αγωγή. -Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο, κρίνοντας επί του προβληθέντος από τον καθού η ανακοπή (αναιρεσείοντα) ισχυρισμού περί απαραδέκτου της υπό κρίση δεύτερης (από 20-2-2003) ανακοπής, ως και των προσθέτων από 16-12-2003 λόγων αυτής, κατά της 225/2001 ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου, λόγω της προηγηθείσας απόρριψης της πρώτης (από 12.12.2001) ανακοπής του ανακόπτοντος - αναιρεσιβλήτου κατά της ιδίας διαταγής πληρωμής ως αόριστης, δέχθηκε, ότι η υπό κρίση ανακοπή είχε ασκηθεί παραδεκτώς, μετά τη δεύτερη επίδοση της διαταγής πληρωμής, η άσκηση της οποίας δεν εμποδίζεται, αφού η πρώτη ανακοπή απορρίφθηκε για τυπικούς λόγους και ειδικώτερα λόγω αοριστίας του δικογράφου αυτής και κατά συνέπεια δεν ερευνήθηκαν κατ’ ουσίαν οι ισχυρισμοί του ανακόπτοντος, ώστε να καλύπτονται από το δεδικασμένο. Με τον ένατο λόγο της αναίρεσης προβάλλεται η από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αιτίαση, συνιστάμενη στο ότι το Εφετείο παρά το νόμο δεν κήρυξε το απαράδεκτο της άσκησης της υπό κρίση (δεύτερης) ανακοπής, μολονότι η πρώτη (από 12.12.2001) εμπρόθεσμη ανακοπή είχε απορριφθεί για τυπικούς λόγους. Με την κρίση του αυτή, το Εφετείο, το οποίο δέχθηκε, ότι η ένδικη ανακοπή, που ασκήθηκε μετά τη δεύτερη επίδοση της διαταγής πληρωμής, είχε ασκηθεί παραδεκτώς, και ότι η άσκησή της δεν εμποδιζόταν, καθόσον η πρώτη ανακοπή είχε απορριφθεί για τυπικούς λόγους και δεν είχαν ερευνηθεί κατ’ ουσίαν οι ισχυρισμοί του ανακόπτοντος, ώστε αυτοί να καλύπτονται από το δεδικασμένο, ορθώς αποφάνθηκε και δεν ενήργησε παρά το νόμο. Επομένως, ο παραπεμφθείς στην Ολομέλεια ένατος λόγος αναίρεσης, από το άρθ. 559 αριθμ. 14 ΚΠολΔ, με τον οποίον προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο παρά το νόμο δεν κήρυξε το απαράδεκτο της άσκησης της υπό κρίση (δεύτερης) ανακοπής, μολονότι η πρώτη (από 12-12-2001) εμπρόθεσμη ανακοπή είχε απορριφθεί για τυπικούς λόγους είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τον παραπεμφθέντα στην Τακτική Ολομέλεια ένατο λόγο αναίρεσης της από 9-6-2010 αίτησης για αναίρεση της υπ’ αριθμό 125/2010 απόφασης του Εφετείου Λάρισας. Και
Αναπέμπει την υπόθεση στο Α1 Πολιτικό Τμήμα του Αρείου Πάγου προς έρευνα των λοιπών λόγων αναίρεσης.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 27 Απριλίου 2017.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 25 Μαΐου 2017.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ