Αριθμός 591/2019
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αγγελική Αλειφεροπούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Γεώργα - Εισηγητή, Δημήτριο Τζιούβα, Ιωάννη Μαγγίνα και Ερωτόκριτο Ερωτοκρίτου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 14 Νοεμβρίου 2018, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Καραγιάννη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Αικατερίνης Αναγνωστοπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Ε. Π. του Σ., κατοίκου ... και ήδη κρατούμενου στο Κατάστημα Κράτησης …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Καραμπάτσα, ο οποίος ορίστηκε με την 214/2018 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, για αναίρεση της υπ'αριθ. 240, 272-281/2017 απόφασης του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Λάρισας. Με πολιτικώς ενάγουσες τις 1. Γ. Μ. του Α. και 2. Λ. Π. του Α., κάτοικοι ..., οι οποίες δεν εμφανίστηκαν.
Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Λάρισας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και o αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που περιλαμβάνονται στην από 11 Μαΐου 2018 αίτηση αναίρεσης, που ασκήθηκε με δήλωση, η οποία επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 15 Μαΐου 2018, έλαβε αριθμό πρωτοκόλλου …51/15-5-2018 και στους από 23 Οκτωβρίου 2018 προσθέτους λόγους, που περιλαμβάνονται στο σχετικό δικόγραφο και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 717/2018.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να να γίνουν δεκτοί οι λόγοι αναιρέσεως που προβάλλονται το πρώτον δια του δικογράφου των προσθέτων λόγων και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά τη διάταξη που αφορά την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης σε κάθε μία από τις πολιτικώς ενάγουσες, που παραστάθηκαν πρωτοδίκως και στο Μικτό Ορκωτό Εφετείο Λάρισας και να παραπεμφθεί η υπόθεση ως προς την ως άνω διάταξη για νέα κρίση στο δικάσαν Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1) Εισάγονται ενώπιον του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου η από 11-5-2018, με αριθ. πρωτ. …51/15-5-2018, δήλωση αναιρέσεως και οι επ'αυτής από 23-10-2018 πρόσθετοι λόγοι του Ε. Π. του Σ., για αναίρεση της υπ'αριθμ. 240,272-281/2017 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Λάρισας, που πρέπει να συνεκδικαστούν, ως συναφείς. 2) Κατά τη διάταξη της παραγ. 1 του άρθρου 299 ΠΚ, όπως ισχύει μετά το Ν. 2172/1993, "όποιος με πρόθεση σκότωσε άλλον, τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη", κατά δε την παράγραφο 2 του αυτού άρθρου, "αν η πράξη αποφασίστηκε και εκτελέσθηκε σε βαθμό ψυχικής ορμής, επιβάλλεται η ποινή της πρόσκαιρης κάθειρξης" και κατά τη διάταξη του άρθρου 27 παρ. 1 του ίδιου κώδικα, "με δόλο (με πρόθεση) πράττει όποιος θέλει την παραγωγή των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια κάποιας αξιόποινης πράξης, επίσης όποιος γνωρίζει ότι από την πράξη του ενδέχεται να παραχθούν αυτά τα περιστατικά και το αποδέχεται". Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από πρόθεση απαιτείται αντικειμενικώς μεν η αφαίρεση της ζωής άλλου ανθρώπου, με θετική ενέργεια ή παράλειψη οφειλόμενης από το νόμο ενέργειας, υποκειμενικώς δε δόλος, άμεσος ή ενδεχόμενος, που συνίσταται, ο μεν άμεσος στη γνώση και τη θέληση των στοιχείων της πράξεως, δηλαδή της καταστροφής της ζωής του άλλου ανθρώπου, ο δε ενδεχόμενος στην αποδοχή του ενδεχόμενου αποτελέσματος της θανατώσεως του άλλου. Ο δόλος γενικώς διαγιγνώσκεται από τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν και τις ειδικότερες συνθήκες, υπό τις οποίες τελέσθηκε η πράξη, ήτοι το πληγέν σημείο του σώματος, την ένταση του πλήγματος, την απόσταση δράστη και θύματος, πρέπει δε να κατευθύνεται προς την αφαίρεση της ζωής άλλου. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της δικαστικής αποφάσεως συνιστά και η έλλειψη της υπό των διατάξεων των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτουμένης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Τέτοια δε έλλειψη (αιτιολογίας), προκειμένου περί καταδικαστικής αποφάσεως, υπάρχει, όταν δεν περιέχονται σ' αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, επί των οποίων στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας για την συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν, καθώς και οι σκέψεις και οι νομικοί συλλογισμοί, δια των οποίων έγινε η υπαγωγή των περιστατικών που αποδείχθηκαν στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Τα αποδεικτικά μέσα αρκεί να αναφέρονται γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προκύπτει από το καθένα, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση μεταξύ τους ή ο προσδιορισμός της αποδεικτικής βαρύτητας εκάστου. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Η ύπαρξη του δόλου, που απαιτείται κατ' άρθρο 26 παρ.1 Π.Κ. για την θεμελίωση της υποκειμενικής ως του εγκλήματος δεν είναι, κατ'αρχήν ανάγκη να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή και προκύπτει από τα περιστατικά που αναφέρονται σ' αυτή, εκτός αν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως η "εν γνώσει" - ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως (άμεσος δόλος) ή η επιδίωξη ορισμένου περαιτέρω "σκοπού" (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση), οπότε η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στα στοιχεία αυτά. Δεν αποτελούν, όμως, λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Εξάλλου, όπως προκύπτει από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει, όταν ο δικαστής αποδίδει σ' αυτήν έννοια διαφορετική από εκείνη που έχει πραγματικά, ενώ εσφαλμένη είναι η εφαρμογή αυτής, όταν ο δικαστής, χωρίς να την παρερμηνεύει, δεν υπάγει στην αληθινή έννοια της τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την επ' ακροατηρίου διαδικασία, αλλά σε άλλη διάταξη νόμου που δεν αρμόζει στη συγκεκριμένη περίπτωση. Υπάρχει τέτοια περίπτωση και όταν η ουσιαστική ποινική διάταξη παραβιάζεται εκ πλαγίου, όπως συμβαίνει, όταν στην απόφαση δεν αναφέρονται κατά τρόπο σαφή, πλήρη και ορισμένο τα πιο πάνω περιστατικά ή, κατά την παράθεση αυτών, υπάρχει αντίφαση είτε μεταξύ αυτών στην αιτιολογία που τα περιέχει είτε μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού της αποφάσεως, κατά τρόπο ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον 'Αρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως. 3) Εν προκειμένω, με τον πρώτο λόγο του κυρίως αναιρετηρίου, ο αναιρεσείων παραπονείται, διότι το Δικαστήριο απέρριψε το υποβληθέν αίτημά του για τη διενέργεια ιατρικής πραγματογνωμοσύνης, προκειμένου να διαπιστωθεί: 1)η αναπηρία του δεξιού του χεριού και σε ποιό βαθμό υφίσταται αυτή, 2) αν και κατά πόσο (σε ποιό βαθμό) μπορεί να χρησιμοποιεί το δεξί του χέρι, 3) αν είναι δυνατόν είτε να μπορεί να ακινητοποιεί με αυτό άλλον άνθρωπο είτε να τον αναγκάζει σε κατάποση υγρού (εδώ κρατώντας μπιτόνι 16 lit με πετρέλαιο), 4) αν μπορεί να προσδιοριστεί το χρονικό σημείο της αναπηρίας του (πότε δηλαδή του δημιουργήθηκε), 5) αν κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα του θανάτου του θύματος (2/2011) είχε αυτή την αναπηρία. Σύμφωνα, με τις διατάξεις των άρθρων 352 και 353 του ΚΠΔ, παρέχεται και στον κατηγορούμενο το δικαίωμα να ζητήσει αναβολή της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις, εναπόκειται, όμως, στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου να διατάξει την εν λόγω αναβολή, αν κρίνει ότι οι αποδείξεις αυτές είναι αναγκαίες, για να μορφώσει την κατά το άρθρο 177 του ίδιου Κώδικα δικανική του πεποίθηση. Η ειδική, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, από την έλλειψη της οποίας ιδρύεται λόγος αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ, απαιτείται όχι μόνο για την απόφαση περί της ενοχής, δηλαδή την καταδικαστική ή απαλλακτική για την κατηγορία απόφαση του δικαστηρίου, αλλά για όλες τις αποφάσεις, ανεξαρτήτως αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοσή τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε. Έτσι, η παρεμπίπτουσα απόφαση που απορρίπτει αίτηση του κατηγορουμένου περί αναβολής της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις, πρέπει να είναι ιδιαίτερα αιτιολογημένη, υπό την προϋπόθεση ότι υποβάλλεται παραδεκτά και είναι ορισμένη. Διαφορετικά, ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης για ελλιπή αιτιολογία. Επίσης, κατά το άρθρο 183 ΚΠοινΔ, αν απαιτούνται ειδικές γνώσεις ορισμένης επιστήμης ή τέχνης για να γίνει ακριβής διάγνωση και κρίση κάποιου γεγονότος, οι ανακριτικοί υπάλληλοι ή το δικαστήριο μπορούν αυτεπαγγέλτως ή με αίτηση κάποιου διαδίκου ή του Εισαγγελέα να διατάξουν πραγματογνωμοσύνη. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης απόκειται στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, η οποία είναι αναιρετικά ανέλεγκτη. Όταν, όμως, υποβληθεί από τον κατηγορούμενο τέτοιο αίτημα και υπό την προϋπόθεση ότι αυτό είναι σαφές και ορισμένο, το δικαστήριο οφείλει όχι μόνον να απαντήσει σ' αυτό, αλλά, σύμφωνα με τα άρθρο 93 παρ.3 του Συντάγματος και :139 ΚΠοινΔ, όπως ήδη ισχύει μετά το άρθρο 2 παρ. 5 του Ν. 2408/1996, να διαλάβει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία στη σχετική απόφασή του. Διαφορετικά, αν δηλαδή παραλείψει να απαντήσει στο ανωτέρω αίτημα ή δεν αιτιολογήσει, όταν το κρίνει απορριπτέο, ειδικά και εμπεριστατωμένα την απορριπτική του απόφαση, δημιουργείται λόγος αναίρεσης της απόφασης για έλλειψη αιτιολογίας, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 1 στοιχ. δ' του Κ.Ποιν.Δ., ακυρότητα που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον 'Αρειο Πάγο ακόμη και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως προκαλείται και αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται από το νόμο, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα. Με βάση τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της παραπάνω Συμβάσεως, αν υποβληθεί νομίμως αίτημα αναβολής της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις και αυτό απορριφθεί χωρίς ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία θεωρείται ότι προσβάλλεται το δικαίωμα του κατηγορουμένου για δίκαιη δίκη και ιδρύεται και ο ως άνω λόγος αναιρέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης, που δεν έχουν προσβληθεί ως πλαστά, το Δικαστήριο, αφού προέβη στην εξέταση των μαρτύρων και σε ανάγνωση όλων των εγγράφων που διαλαμβάνονται σ'αυτά, απέρριψε το προαναφερθέν αίτημα του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος με την κάτωθι αιτιολογία: "Το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν χρειάζονται νέες αποδείξεις αναγκαίες για τη διαμόρφωση ασφαλούς δικανικής του πεποίθησης. Επίσης κρίνει ότι δεν χρειάζεται διενέργεια πραγματογνωμοσύνης προκειμένου να διαπιστωθεί η αναπηρία του δεξιού χεριού του κατηγορουμένου, καθόσον από τις καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων και τα αναγνωσθέντα έγγραφα, προέκυψε ότι ο κατηγορούμενος μπορούσε να χρησιμοποιεί κατά τον επίδικο χρόνο, το δεξί του χέρι, αφού εργαζόταν ως εργάτης σε εταιρεία φωτοβολταϊκών. Επομένως το αίτημα του συνηγόρου του κατηγορουμένου, για διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης και αναβολή της δίκης προκειμένου να κληθεί ο Σ. Μ., πρέπει να απορριφθεί". Με τ' ανωτέρω αναφερόμενα, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη για την απόρριψη του πιο πάνω αιτήματος διεξαγωγής πραγματογνωμοσύνης ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, καθόσον δέχθηκε, ότι υφίσταται επάρκεια αποδείξεων, από τις οποίες σχημάτισε πλήρη δικανική πεποίθηση για το ότι ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων μπορούσε να χρησιμοποιεί το δεξί του χέρι κατά τον επίδικο χρόνο, και επομένως, δεν στέρησε την απόφασή του από την επιβαλλόμενη αιτιολογία, ούτε ήταν αναγκαίο να απαντηθούν τα επιμέρους ερωτήματα που έθεσε ο αναιρεσείων, καθόσον όλα αυτά καλύπτονται από την ανέλεγκτη αναιρετικώς παραδοχή του άνω Δικαστηρίου, ότι εκείνος μπορούσε να χρησιμοποιεί το δεξί του χέρι. Επίσης, κανένα δικαίωμα του κατηγορουμένου, ούτε αυτό περί δικαίας δίκης, παραβιάσθηκε, αφού το Δικαστήριο της ουσίας απάντησε αιτιολογημένα επί του αιτήματος για τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης και, ως εκ τούτου, οι υποστηρίζοντες τα αντίθετα, εκ του άρθρου 510 § 1 Δ' και Α' ΚΠοινΔ αναιρετικοί λόγοι, που αφορούν το ως άνω αίτημα, είναι αβάσιμοι. 4) Με τον δεύτερο λόγο του κυρίως αναιρετηρίου, προσβάλλεται η πιο πάνω απόφαση, διότι, για την περί ενοχής κρίση του, το Δικαστήριο που την εξέδωσε έλαβε υπόψη του το υπ'αριθμ. ….../288-στ έγγραφο της Υ.Α. …, το οποίο δεν αναγνώσθηκε κατά την ακροαματική διαδικασία. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 358, 364 παρ. 1 και 369 ΚΠΔ προκύπτει, ότι στην περίπτωση, κατά την οποία το δικαστήριο της ουσίας λαμβάνει υπόψη του έγγραφο που δεν αναγνώστηκε κατά την προφορική συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο, παραβιάζοντας έτσι την άσκηση του απορρέοντος από το άρθρο 358 ΚΠΔ δικαιώματός του κατηγορουμένου να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικές με το αποδεικτικό αυτό μέσο, επέρχεται απόλυτη ακυρότητα κατά το άρθρο 171 αρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠΔ και ιδρύεται ο προβλεπόμενος από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως. Προϋπόθεση επέλευσης της ακυρότητας από τη μη ανάγνωση εγγράφων είναι η λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας των εγγράφων αυτών, η εκτίμηση του περιεχομένου τους και η θεμελίωση σε αυτά της κρίσης του δικαστηρίου ως προς τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε σχετικά με τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος. Εξάλλου, όταν βεβαιώνεται στην αιτιολογία της απόφασης ότι αναγνώσθηκαν τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, η βεβαίωση αυτή έχει την έννοια, ότι αναγνώσθηκε και το περιεχόμενο των μνημονευομένων στα πρακτικά αυτά εγγράφων. Από την επιτρεπτή, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης απόφασης και των αναγνωσθέντων εγγράφων προκύπτει, ότι το επισημαινόμενο από τον αναιρεσείοντα υπ'αριθμ. ….../288-στ/8-2-2011 έγγραφο της Υ.Α. …, δεν αναγνώσθηκε κατά τη διαδικασία της δευτεροβάθμιας δίκης. 'Ομως, από τα ίδια ως άνω πρακτικά προκύπτει, ότι αναγνώσθηκε η με αριθμ. 4-8 και 21-25/2015 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Καρδίτσας, χωρίς να προβληθεί καμμία αντίρρηση. Από την ως άνω πρωτόδικη απόφαση και συγκεκριμένα από τη σελίδα 61 αυτής προκύπτει, ότι αναγνώστηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και το με αριθμό πρωτ. ….../288-στ/8-2-2011 έγγραφο της Υποδ/νσης Ασφάλειας ... με θέμα "αποστολή πειστηρίων προς εξέταση". Επομένως, το έγγραφο αυτό και το περιεχόμενό του ήταν γνωστό στον αναιρεσείοντα και στον συνήγορό του δια μέσου της ανάγνωσης των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης, οπότε μπορούσαν να προβούν σε δηλώσεις, εξηγήσεις και παρατηρήσεις ως προς το εν λόγω έγγραφο, πλην όμως δεν το έπραξαν, ούτε είχε υποχρέωση το Δικαστήριο να δώσει σχετικά το λόγο στους διαδίκους χωρίς αίτησή τους. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, δεν παραβιάσθηκαν οι αρχές της προφορικότητας (331 ΚΠΔ), της δημοσιότητας (329 ΚΠΔ) και της αντιδικίας, ούτε παραβιάσθηκε το δικαίωμα του ήδη αναιρεσείοντος για δίκαιη δίκη, κατ' άρθρο 6 της ΕΣΔΑ. Επομένως, ο υποστηρίζων τα αντίθετα (2ος)λόγος του κυρίως αναιρετηρίου, περί απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο από την προεκτεθείσα αιτία, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 Α' Κ.Π.Δ. είναι αβάσιμος. 5) Με τον τρίτο (3ο) λόγο του κυρίου δικογράφου της αίτησης αναίρεσης παραπονείται ο αναιρεσείων, ότι το Δικαστήριο της ουσίας δεν διέλαβε στην ως άνω προσβαλλόμενη απόφαση, με αριθμό 240, 272-281/2017 του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Λάρισας, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό και επέβαλε σ'αυτόν ποινή ισόβιας κάθειρξης για ανθρωποκτονία από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, την απαιτούμενη κατά το Σύνταγμα και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και προέβη σε εκ πλαγίου παράβαση ουσιαστικών ποινικών διατάξεων. 'Οπως προκύπτει από το σκεπτικό της εν λόγω αποφάσεως, μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, που κατ' είδος προσδιορίζονται σ' αυτήν, γίνεται δεκτό, ότι αποδείχθηκαν, αναιρετικώς ανελέγκτως, τ' ακόλουθα: "Η θανούσα, Μ. Μ. του Α., κατά τη διάρκεια, της ανηλικότητάς της, κατοικούσε στα …, μαζί με τους γονείς της και άλλα δύο αδέλφια. Ο πατέρας της, ιερέας, δεν ενδιαφερόταν για την οικογένειά του, συμπεριφερόταν άσχημα τόσο στην ως άνω κόρη του όσο και στη μητέρα της, Λ., η οποία αντιμετώπιζε ψυχολογικά προβλήματα και κατά διαστήματα νοσηλευόταν σε ψυχιατρικά ιδρύματα. Τελικώς, το έτος 1999 και ενώ η Μ. ήταν 14 ετών, ο πατέρας της τους εγκατέλειψε και εξαφανίσθηκε, χωρίς μέχρι σήμερα να γνωρίζει κανείς με βεβαιότητα αν ζεί ή όχι. Τη φροντίδα της οικογένειας ανέλαβε ο παππούς, Α. Π., ο οποίος όμως ήταν πολύ αυστηρός και ενίοτε βίαιος προς τη Μ.. Η τελευταία, αντιδρώντας στις συνθήκες αυτές της ζωής της, διέκοψε το σχολείο και άρχισε να εργάζεται σε ένα τσιπουράδικο. Εκεί, και ενόσω ήταν ανήλικη (16-17 ετών), γνώρισε τον κατηγορούμενο, οδηγό στο επάγγελμα, ο οποίος τότε διένυε το 61° έτος της ηλικίας του. Ο κατηγορούμενος επέδειξε ενδιαφέρον για τη νεαρά και η τελευταία αποφάσισε να μείνει μαζί του, εγκαταλείποντας την οικογένειά της. Έτσι, μετακόμισε στην οικία του πρώτου, όπου για ένα διάστημα έμενε και ο αδελφός του Κ.. Κατά την, τριετή περίπου, διάρκεια της συμβίωσης τους, ο κατηγορούμενος την συντηρούσε εξ ολοκλήρου και κάλυπτε όλα της τα έξοδα, είχε, δε, αγοράσει και αυτοκίνητο στο όνομά της. Η θανούσα και ο κατηγορούμενος είχαν ερωτικές σχέσεις. Ειδικότερα, η Μ. ανέπτυξε μία συμπλεγματική εξάρτηση από αυτόν, οικονομικής και συναισθηματικής φύσεως, ο δε κατηγορούμενος εμφορείτο από πάθος και εμμονή για την ίδια. Η γιαγιά της κατέθεσε ότι η εγγονή της είχε ερωτικές σχέσεις με τον κατηγορούμενο. Το έτος 2005 και σε ηλικία 20 ετών πλέον, κατά τη διάρκεια απασχολήσεώς της για μικρό χρονικό διάστημα, και πάλι σε κατάστημα υγειονομικού ενδιαφέροντος, η Μ. γνώρισε τον Ο. Γ., ηλικίας τότε 36 ετών. Δύο μήνες μετά, η θανούσα και ο Ο. αποφάσισαν να συζήσουν στο πατρικό σπίτι τού τελευταίου [εκεί όπου βρέθηκε νεκρή]. Κατά την ημέρα της μετακόμισης, εκείνη ζήτησε από τη μητέρα της και την αδελφή της Γ. να παρευρίσκονται στην οικία του κατηγορουμένου, φοβούμενη μήπως δεν την αφήσει να φύγει. Σύντομα, το νέο ζευγάρι αποφάσισε να συνάψει αρραβώνα, γεγονός το οποίο αναγκάσθηκε να ανεχθεί ο κατηγορούμενος, πλην όμως μετά απ' αυτό, μετακόμισε και ο ίδιος σε οικία που βρισκόταν πολύ κοντά σ' αυτή του ζευγαριού, ώστε να μπορεί να ελέγχει τη ζωή τους και να βλέπει τη Μ.. Κατά τη διάρκεια της συμβιώσεώς της με τον αρραβωνιαστικό της, η Μ. δεν αποκόπηκε από τον κατηγορούμενο, αλλά συνέχισε να έχει σεξουαλικές επαφές μαζί του. Αυτός με τη σειρά του συνέδραμε το ζευγάρι οικονομικώς, τους πήγαινε φαγητό και τσιγάρα, πετρέλαιο, για τη σόμπα που ζέσταινε το μικρό φτωχικό τους σπίτι. Η Μ. βρισκόταν σε καθημερινή σχεδόν τηλεφωνική επικοινωνία μαζί του, του εκμυστηρευόταν, δε, κάθε πρόβλημα που παρουσίαζε η σχέση της με τον Ο.. Στον τελευταίο δεν άρεσαν καθόλου αυτές οι εξομολογήσεις της αρραβωνιαστικιάς του και αντιδρούσε, πολλές φορές με καυγάδες, στην εξάρτηση της από τον κατηγορούμενο, ανεχόταν όμως τη συνάφεια, τους εξ αιτίας των όσων αυτός τους παρείχε, όπως προαναφέρθηκε. Κάποια στιγμή, ο Ο. της ανακοίνωσε ότι σκεφτόταν να ψάξει για δουλειά στην αλλοδαπή (...), οπότε ήταν ευκαιρία να φύγουν οι δυο τους για μία νέα αρχή. Το ενδεχόμενο αυτό επανερχόταν στο προσκήνιο σε κάθε ευκαιρία και ήταν παρόν σε κάθε προστριβή του ζεύγους, αφού αποτελούσε σίγουρα την επιθυμία, του Ο., προκειμένου να ξεφύγουν από τη φτωχή ζωή που ζούσαν και την εξάρτησή τους από τον κατηγορούμενο. Αντιθέτως, ο τελευταίος προέβαλε αντιρρήσεις σε μία τέτοια προοπτική, διότι δεν ήθελε να χάσει την Μ. από κοντά του. Την 2-2-2011, ο κατηγορούμενος πήγε στην εργασία του και επέστρεψε απ' αυτήν στα …., περί ώρα 17:00' με αυτοκίνητο άλλου συναδέλφου, διότι το δικό του είχε υποστεί βλάβη. Ακολούθους, μετέβη στο σπίτι του Ο., από όπου έλειπε ο τελευταίος, ο οποίος είχε εν τω μεταξύ συλληφθεί, διότι εκκρεμούσε σε βάρος του καταδικαστική απόφαση, και είχε οδηγηθεί στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Λάρισας. Εκεί, ο ηλικιωμένος και η νεαρή ερωμένη του, κατέληξαν να διαπληκτιστούν, πιθανότατα εξ αιτίας της επιμονής της να φύγει μαζί με τον αρραβωνιαστικό της και τής σφοδρής αντίδρασης του κατηγορουμένου στην απόφαση της αυτή. Ο κατηγορούμενος τότε άρχισε να την χτυπά με τα χέρια του, στο πρόσωπο και στο σώμα της, προξενώντας εκχύμωση στα χείλη, στην αυχενική και στην στερνοκληδομαστοειδή χώρα. Στη συνέχεια, λαμβάνοντας την απόφαση και εκτελώντας την σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, ανάγκασε τη Μ. να καταπιεί ποσότητα πετρελαίου, με τη βίαιη και παρατεταμένη σύλληψη του λαιμού της με τα χέρια του, κατά την οποία προκλήθηκε κάταγμα του υοειδούς οστού της (βλ. παρατήρηση 3 της ιατροδικαστικής έκθεσης νεκροψίας-νεκροτομής της ιατροδικαστή … Ρ. Λ.). Λόγω της καταπόσεως αυτής, διαπιστώθηκε η ύπαρξη εγκαύματος στην περιστοματική περιοχή και στα στόμια των έξω αεροφόρων οδών (βλ. παρατήρηση 2 της ως άνω εκθέσεως) οίδημα στον οισοφάγο, ύπαρξη πετρελαίου στους πνεύμονες (βλ. τη νεκροτομή λαιμού-θώρακος της ως άνω εκθέσεως, κατά την οποία διαπιστώθηκε ότι οι κάτω λοβοί των -πνευμόνων "έβριθαν" του υγρού αυτού) και ύπαρξη πετρελαίου στο στομάχι, ποσότητας 75 γρ. περίπου (βλ. τη νεκροτομή κοιλίας της ως άνω εκθέσεως). Στη συνέχεια, και ενόσω η Μ. ήταν ακόμη εν ζωή, ο κατηγορούμενος πήρε ένα μπιτόνι πετρελαίου που βρισκόταν μέσα στο σπίτι και το ζεύγος χρησιμοποιούσε για τη σόμπα (16L περίπου), περιέβρεξε την κοπέλα και της έβαλε φωτιά. Αυτό συνέβη κατά το χρόνο που η Μ. βρισκόταν στο (διπλό) κρεβάτι της κρεβατοκάμαρας του σπιτιού, όπου και βρέθηκε η πρώτη εστία φωτιάς. Εκείνη προσπάθησε να ξεφύγει, βγήκε από το υπνοδωμάτιο στο χωλ του σπιτιού, έπεσε με δύναμη πάνω στον καναπέ που υπήρχε εκεί, ο οποίος και μετακινήθηκε -εξ ού και η δεύτερη εστία φωτιάς που βρέθηκε σ αυτόν- και, στη συνέχεια, χωρίς να έχει άλλες δυνάμεις, έπεσε νεκρή στο δάπεδο, σε ύπτια θέση, δίπλα στον καναπέ, με το κεφάλι της στραμμένο προς την έξοδο της οικίας. Η προαναφερόμενη κατάποση ποσότητας πετρελαίου οδήγησε την άτυχη νέα στο θάνατο, συνεπεία ασφυξίας σε έδαφος πνιγμονής (βλ. συμπέρασμα της ως άνω εκθέσεως). Στη συνέχεια, ο κατηγορούμενος εξήλθε της οικίας και κατευθύνθηκε στην πρόχειρη αποθήκη που υπάρχει στο πίσω μέρος της οικίας, όπου ήξερε ότι το ζεύγος τοποθετούσε το μπιτόνι, και το απόθεσε εκεί. Είναι χαρακτηριστικό το ότι, κατά την έρευνα που επακολούθησε στην αποθήκη, το ως άνω μπιτόνι ήταν και το μόνο αντικείμενο που παρουσίαζε εμφανή εναπόθεση αιθάλης στα εξωτερικά τοιχώματα, του, σε αντίθεση με όλα τα υπόλοιπα αντικείμενα της αποθηκούλας (βλ. την ως άνω έκθεση αυτοψίας). Ο κατηγορούμενος, ωστόσο, ξέχασε το καπάκι αυτού του μπιτονιού επάνω στο τραπέζι της κρεβατοκάμαρας, όπου και βρέθηκε από την αστυνομία κατά την αυτοψία της οικίας (βλ. την από 3.2.2011 έκθεση αυτοψίας της Υποδ/νσης Ασφάλειας …, σε συν δ. με το υπ' αριθ. πρωτ. 105.../7.2.2011 έγγραφο του Τμήματος Εγκληματολογικών Ερευνών …). Στη συνέχεια, μετέβη στη δική του οικία. Αργά τη νύχτα, γύρω στις 00:15'- 00:30', επέστρεψε ο Ο. στο σπίτι. Ήδη, από τις 15:35' περίπου, και αφού είχε αφεθεί ελεύθερος από τον Εισαγγελέα Λάρισας (με εξάμηνη αναστολή εκτελέσεως της αποφάσεως που εκκρεμούσε εναντίον του), τον είχε αφήσει το περιπολικό στην είσοδο της πόλης των …., όπως τους είχε παρακαλέσει, προκειμένου να πάει στην καντίνα του φίλου του. Κ. Δ., όπου και παρέμεινε μέχρι τα μεσάνυχτα (όπως κατέθεσαν και όλοι οι μάρτυρες θαμώνες της καντίνας). Έβαλε το κλειδί να ανοίξει, αλλά η πόρτα δεν άνοιγε, οπότε την έσπρωξε και εισήλθε στο σκοτάδι. Προσπάθησε με το χέρι του αριστερά στον τοίχο να ανάψει το φως, αλλά ούτε αυτό άναψε, αφού είχε προηγηθεί βραχυκύκλωμα εξ αιτίας της φωτιάς (βλ. την ως άνω έκθεση αυτοψίας), ενώ ο ίδιος αντιλήφθηκε μαυρίλα στον τοίχο. Δεν υπήρχε ούτε φωτιά, ούτε κάπνα, αλλά το σπίτι ήταν ήδη κρύο, διότι είχε περάσει ικανός χρόνος από το συμβάν και η φωτιά είχε σβήσει γρήγορα, λόγω της ελλείψεως οξυγόνου στο σπίτι με όλα τα πορτοπαράθυρα κλειστά. Τότε, φώτισε με τον αναπτήρα του και, κάνοντας λίγα βήματα, είδε τον καμένο καναπέ και τη νεκρή στο πάτωμα, τα' χασε και στράφηκε προς τα έξω, κατευθυνόμενος πρώτα προς το κοντινό σπίτι ενός εξαδέλφου του, που δεν τον βρήκε εκεί, και στη συνέχεια, προς το σπίτι του κατηγορούμενου. Όταν ο τελευταίος άνοιξε την πόρτα, ο Ο. τον βρήκε να φοράει αθλητική φόρμα, παντελόνι και μακρυμάνικη μπλούζα, όπως περιέγραψε από την πρώτη κιόλας κατάθεσή του, την οποία επιβεβαίωσε τελικώς και κατά την εξέταση του στο ακροατήριο. Και οι δύο, κατευθύνθηκαν προς το σπίτι όπου βρισκόταν η θανούσα, εισήλθαν, ο κατηγορούμενος το διέσχισε και μπήκε στην κρεβατοκάμαρα και, στη συνέχεια, εξήλθε, μετά από τον Ο.. Στη συνέχεια, ο κατηγορούμενος πήγε στο σπίτι του να αλλάξει τα ρούχα που φορούσε, τα οποία, όπως θα αναφερθεί κατωτέρω, μαρτυρούσαν την πράξη του και, ακολούθως, επανήλθε στην οικία του Ο.. Από τρίτους ειδοποιήθηκε η αστυνομία, επιλήφθηκε δε η Ασφάλεια, λόγω της ιδιαιτερότητας του συμβάντος. Εν τω μεταξύ, κατά την επιστροφή του κατηγορουμένου στην οικία του, τον είδε ο Υποδιοικητής του Α.Τ. ..., ο οποίος παρατήρησε ότι φορούσε ρούχα διαφορετικά από εκείνο, που φορούσε όταν επανήλθε στον τόπο του εγκλήματος, κατά τη διάρκεια, που βρίσκονταν πλέον εκεί οι αστυνομικοί. Κατά την έρευνα που επακολούθησε, στην οικία του κατηγορουμένου βρέθηκαν και κατασχέθηκαν τα ρούχο, που φορούσε αυτός ενόσω διέπραττε το έγκλημα και, ειδικότερα, μία φόρμα αθλητική χρώματος μπλε μάρκας PATRICK, μία μπλούζα, χρώματος λαδί και ένα ζευγάρι καλοκαιρινά παπούτσια παντοφλέ (βλ. την από 5.2.2011 έκθεση παραδόσεως και κατασχέσεως των Γ. Μ. και Ν. Κ. Υ. Α. Λάρισας). Αυτά εξετάσθηκαν (μαζί με άλλα ευρήματα, του χώρου του εγκλήματος) από το Εργαστήριο ανάλυσης αυτοσχέδιων εκρηκτικών - εμπρηστικών μηχανισμών, διαπιστώθηκε δε ότι, α) το παντελόνι της αθλητικής φόρμας και η μπλούζα (πουλόβερ) έφεραν ίχνη πετρελαίου, β) το παντελόνι της φόρμας έφερε μικρές οπές στο κάτω μέρος του, οι οποίες (οπές) είχαν ίχνη καύσης στα περιθώρια τους, λόγω του ότι είχαν έλθει σε επαφή με αντικείμενα υψηλής θερμοκρασίας και με φλεγόμενα αντικείμενα (βλ. την υπ' αριθ. πρωτ. 3022/... ζ/18.6.2013 έκθεση εργαστηριακής πραγματογνωμοσύνης του ως άνω Εργαστηρίου Δ/νσης Εγκληματολογικών Ερευνών). Επίσης, σύμφωνα, με την Υποδιεύθυνση Ασφαλείας Λάρισας, η οποία απέστειλε το. εν λόγω πειστήρια για εξέταση στη Δ/νση Εγκληματολογικών Ερευνών, διαπιστώθηκε ότι το ζεύγος των ως άνω παπουτσιών του κατηγορουμένου έφερε στα πέλματα σημάδια αλλοιώσεως λόγω καύσης (βλ. το υπ' αριθ. πρωτ. 30.../288-στ έγγραφο της ΥΑ …..
Κατ' ακολουθίαν των προαναφερόμενων, πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ομόφωνα ένοχος για την πράξη της ανθρωποκτονίας από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση." Ακολούθως, με το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το Δικαστήριο της ουσίας κήρυξε τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα ομόφωνα ένοχο, του ότι "στις 2-2-2011 στα ... τέλεσε αξιόποινη πράξη, η οποία τιμωρείται με στερητική της ελευθερίας ποινή και ειδικότερα: Με πρόθεση σκότωσε άλλον (ενώ βρίσκονταν σε ήρεμη ψυχική κατάσταση) Συγκεκριμένα, κτύπησε με τα χέρια του στο πρόσωπο και τον κορμό του σώματος τη Μ. Μ. του Α. προκαλώντας της ωοειδή εκχύμωση στο βλεννογόνο του κάτω χείλους και δύο ημισεληνοειδείς αμυχές στην αριστερή στερνοκλειδομαστοειδή χώρα, νομισματοειδή εκχύμωση στο ανωτέρω επίπεδο της αυχενικής χώρας, την έπιασε με τα χέρια του από το λαιμό προκαλώντας της αμυχές στην αριστερή τραχηλική χώρα και κάταγμα του αριστερού μείζονος κέρατος του υοειδούς οστού που αντιστοιχεί στις αμυχές αυτές, έριξε στο πρόσωπο της πετρέλαιο και την εξανάγκασε να το καταπιεί, ενώ στη συνέχεια έθεσε πυρ επ' αυτής με αποτέλεσμα να υποστεί ασφυξία σε έδαφος πνιγμονής, η οποία αποτέλεσε την κύρια αιτία θανάτου της, ενώ υπέστη εν ζωή και εκτεταμένα θερμικά εγκαύματα κατά τόπους με χαρακτήρα μερικής απανθράκωσης στο πρόσωπο, τον κορμό και τα άκρα. Από την ασφυξία και όλες τις παραπάνω σωματικές κακώσεις ως μόνη ενεργός αιτία επήλθε ο θάνατος της." Με αυτές τις, κατά το συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού, παραδοχές, το δικάσαν Δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη ως άνω απόφασή του την απαιτούμενη, από τις διαληφθείσες διατάξεις του Συντάγματος και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ'αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά και κατά τρόπο επιτρέποντα τον αναιρετικό έλεγχο, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, για το οποίο ο αναιρεσείων καταδικάσθηκε, τις αποδείξεις, από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 § 1, 27, 79 και 299 παρ. 1 του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δε τις παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου με ασαφή, ελλιπή ή αντιφατική αιτιολογία, οπότε δεν στέρησε την απόφαση νομίμου βάσεως. Ειδικότερα, παρατίθενται στο αιτιολογικό της: 1) ο χρόνος τελέσεως του εγκλήματος, που προσδιορίζεται μετά την 17.00 ώρα της 2-2-2001, όταν ο αναιρεσείων επέστρεψε από την εργασία του και πήγε στο σπίτι της θανούσης, 2) ο τρόπος που επήλθε το θανατηφόρο αποτέλεσμα, αρχικά καταφέροντας κτυπήματα με τα χέρια του στο πρόσωπο και στο σώμα της, προξενώντας εκχυμώσεις στα χείλη, στην αυχενική και στη στερνοκλειδομαστοειδή χώρα, 3) ότι στη συνέχεια, ενεργώντας σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, ανάγκασε το θύμα να καταπιεί ποσότητα πετρελαίου, με βίαιη και παρατεταμένη σύλληψη του λαιμού της με τα χέρια του, κατά την οποία προκλήθηκε κάταγμα του υοειδούς οστού, 4) ότι από την κατάποση διαπιστώθηκε η ύπαρξη εγκαύματος στην περιστοματική περιοχή και στα στόμια των έξω αεροφόρων οδών, οίδημα στον οισοφάγο, ύπαρξη πετρελαίου στους πνεύμονες και ύπαρξη πετρελαίου το στομάχι ποσότητας 75 γρ. Περίπου, 5) ότι στη συνέχεια και, ενώ η θανούσα ήταν ακόμη στη ζωή, πήρε ένα μπιτόνι πετρελαίου, περιέβρεξε την κοπέλα και της έβαλε φωτιά, 6) ότι η προαναφερόμενη κατάποση ποσότητας πετρελαίου οδήγησε τη νέα στο θάνατο, συνεπεία ασφυξίας σε έδαφος πνιγμονής, 7) ότι ο κατηγορούμενος άλλαξε τα ρούχα που αρχικά φορούσε και ότι αυτά, αφού εξετάστηκαν εργαστηριακά, διαπιστώθηκε ότι: α) το παντελόνι της αθλητικής φόρμας και η μπλούζα του (πουλόβερ) έφεραν ίχνη πετρελαίου, β) το παντελόνι της φόρμας έφερε μικρές οπές στο κάτω μέρος του, λόγω του ότι είχαν έλθει σε επαφή με αντικείμενα υψηλής θερμοκρασίας και με φλεγόμενα αντικείμενα, γ) ότι το ζεύγος των παπουτσιών του κατηγορουμένου έφερε στα πέλματα σημάδια αλλοιώσεως λόγω καύσης, δ) ότι όλες οι ανωτέρω ενέργειες του κατηγορουμένου έγιναν εκ προθέσεως και ενώ βρισκόταν σε ήρεμη ψυχική κατάσταση και, τέλος, ότι αιτιωδώς, από αυτές, ως μόνη ενεργό αιτία, επήλθε ο θάνατος της Μ. Μ.. Η επιμέρους αιτίαση του αναιρεσείοντος περί του ότι το Δικαστήριο της ουσίας, για την κατάφαση της περί ενοχής κρίσης του, αξιοποίησε επιλεκτικά μόνο ορισμένα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να τα αξιολογήσει συσχετίζοντας αυτά με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, είναι αβάσιμη, γιατί το Δικαστήριο δεν ήταν υποχρεωμένο για την πληρότητα της αιτιολογίας να αναφέρει λεπτομερώς τα αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία έλαβε υπόψη και αξιολόγησε σχετικά με κάθε παραδοχή του, ούτε να προβεί σε αξιολογική συσχέτιση μεταξύ τους, ούτε από το ότι εξαίρονται ορισμένα συνάγεται ότι αποκλείστηκαν και δεν λήφθηκαν υπόψη και τα λοιπά. Από το όλο δε περιεχόμενο της απόφασης καθίσταται βέβαιο, ότι λήφθηκαν υπόψη και αξιολογήθηκαν όλα ανεξαιρέτως τα αποδεικτικά μέσα, όπως κατ' είδος αναφέρονται στην αρχή του αιτιολογικού της απόφασης. Πρέπει να σημειωθεί, ότι εκ προφανούς παραδρομής στο προοίμιο του σκεπτικού της προσβαλλόμενης απόφασης γίνεται αναφορά σε χωρίς όρκο κατάθεση των πολιτικώς εναγόντων αφού, όπως προκύπτει από τα σχετικά πρακτικά, στη δευτεροβάθμια δίκη δεν δήλωσαν παράσταση πολιτικής αγωγής οι δύο πρωτοδίκως παρασταθείσες ως πολιτικώς ενάγουσες Γ. Μ. του Α. και Λ. Π. του Α. και γι αυτό κατέθεσαν ενόρκως ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Εφετείου. Οι ειδικότερες αιτιάσεις, ότι το Δικαστήριο της ουσίας αγνόησε ή εσφαλμένα αξιολόγησε ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα είναι απαράδεκτες, καθόσον, με την κατ' επίφαση επίκληση, ως αναιρετικού λόγου, της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττεται η ανέλεγκτη περί τα πράγματα ουσιαστική κρίση του άνω Δικαστηρίου. Επομένως, ο υποστηρίζων τα αντίθετα τρίτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου (άρθρ. 510 § 1 στοιχ. Α'+ Ε' ΚΠΔ), είναι αβάσιμος.
Περαιτέρω, με το δικόγραφο των προσθέτων λόγων, που νόμιμα και εμπρόθεσμα ασκήθηκαν (άρθρ. 509 παρ. 2 Κ.Ποιν.Δ), προβάλλονται δύο λόγοι, και δη: α) της υπέρβασης εξουσίας του δικάσαντος Μικτού Ορκωτού Εφετείου Λαρίσης, διότι για την νομιμοποίηση και επιδίκαση των απαιτήσεων των δύο πολιτικώς εναγουσών, που είχαν δηλώσει πρωτοδίκως παράσταση πολιτικής αγωγής, αποφάνθηκαν και οι ένορκοι και όχι μόνο το εκ τακτικών δικαστών Δικαστήριο, καθ' υπέρβαση εξουσίας (άρθ. 510 παρ. 1 στοιχ. Η ΚΠΔ, άρθρ. 6 της ΕΣΔΑ) και β) της απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας, κατά το άρθρ. 510 παρ. 1 Α' Κ.Π.Δ. καθόσον δεν δόθηκε ο λόγος από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 369 παρ. 1,3 ΚΠΔ, στον συνήγορο υπεράσπισης του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος ούτε στον αναιρεσείοντα, σχετικά με τη νομιμοποίηση των πολιτικώς εναγουσών και για τις αξιώσεις τους για χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης. Κατά τη διάταξη του άρθρου 510 § 1 στοιχ. Η' του ΚΠοινΔ, υπέρβαση εξουσίας, που ιδρύει τον από την διάταξη αυτή προβλεπόμενο λόγο αναίρεσης, υπάρχει, όταν το δικαστήριο ασκεί δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νόμος. Στα πλαίσια αυτού του ορισμού γίνεται διάκριση της υπερβάσεως εξουσίας σε θετική και αρνητική. Στην πρώτη περίπτωση το δικαστήριο αποφασίζει κάτι, για το οποίο δεν έχει δικαιοδοσία, ενώ στη δεύτερη παραλείπει να αποφασίσει κάτι, το οποίο υποχρεούται στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 65 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, το ποινικό δικαστήριο που εξετάζει την πολιτική αγωγή είναι υποχρεωμένο να αποφασίζει γι' αυτήν. Κατά το άρθρο 405 ΚΠΔ, οι τακτικοί δικαστές του μικτού ορκωτού δικαστηρίου αποφασίζουν χωρίς τη σύμπραξη των ενόρκων ... γ) για τη νομιμοποίηση της παράστασης του πολιτικώς ενάγοντος ή του αστικώς υπευθύνου. Κατά το άρθρο 406 ΚΠΔ οι τακτικοί δικαστές, αφού ακουστούν οι διάδικοι, αποφασίζουν στην ποινική απόφαση ταυτόχρονα και για τις ιδιωτικές απαιτήσεις που υπέβαλε ο πολιτικώς ενάγων, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 371 παρ. 3. Κατά την τελευταία διάταξη ορίζεται ότι πρώτα γίνεται ψηφοφορία για την ενοχή ή την αθωότητα του κατηγορουμένου για την πράξη που του αποδίδεται, όπως αυτή προέκυψε από την κύρια διαδικασία και για το χαρακτηρισμό της πράξης. Αφού κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος, γίνεται αμέσως κατόπιν συζήτηση για την ποινή που θα πρέπει να επιβληθεί και ενδεχομένως για τα μέτρα ασφαλείας και για τις απαιτήσεις του πολιτικώς ενάγοντος. Επίσης, κατά το άρθρο 502 § 1 εδαφ. τελευταίο του ίδιου Κώδικα, το κεφάλαιο της απόφασης για τις πολιτικές απαιτήσεις, που προσβάλλεται από τον κατηγορούμενο ή τον εισαγγελέα εξετάζεται από το Εφετείο και αν ακόμη δεν είναι παρών ο πολιτικώς ενάγων. Τέλος, κατά το άρθρο 521 ΚΠοινΔ, ο 'Αρειος Πάγος, αν συντρέχει περίπτωση, παραπέμπει την υπόθεση στο δευτεροβάθμιο πολιτικό δικαστήριο, έστω και αν η πρωτόδικη απόφαση θα ήταν ανέκκλητη λόγω ποσού, όταν η αναίρεση γίνει μόνο ως προς τις διατάξεις ή τα κεφάλαια της απόφασης που αφορούν τις ιδιωτικές απαιτήσεις του πολιτικώς ενάγοντος ή του κατηγορουμένου που αθωώθηκε ή το μέρος της απόφασης που αφορά την απόδοση όσων αφαιρέθηκαν ή των πειστηρίων (άρθρ. 373). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Λάρισας, μετά την περί ενοχής κρίση και την επιβολή στον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα της ποινής της ισόβιας κάθειρξης και τη διάταξη περί δημεύσεως των αναφερομένων πραγμάτων, η Πρόεδρος έδωσε το λόγο στον Εισαγγελέα, για να προτείνει περί των απαιτήσεων της πολιτικής αγωγής.
Ο Εισαγγελέας, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο όπως κατά λέξη αναφέρεται στα άνω πρακτικά, "πρότεινε να γίνει αυτεπαγγέλτως δεκτή από το Δικαστήριο η αίτηση των παρόντων σήμερα στο Δικαστήριο τούτο και πρωτοδίκως παραστάντων πολιτικών εναγόντων, 1) Γ. Μ. του Α. και 2) Λ. Π. του Α. και να επιδικασθούν σ'αυτές, ως χρηματική ικανοποίηση, το πρωτοδίκως επιδικασθέν ποσό των σαράντα τεσσάρων (44) ευρώ, στην καθεμία, με επιφύλαξη, για την ψυχική οδύνη που προκάλεσε σ'αυτούς, η διάπραξη της πράξης της ανθρωποκτονίας από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, του κατηγορουμένου". Στη συνέχεια το από τους τακτικούς Δικαστές και ενόρκους Μικτό Ορκωτό Εφετείο Λάρισας αποσύρθηκε στο δωμάτιο διασκέψεων, όπου, αφού διασκέφθηκε μυστικά με την παρουσία και του Γραμματέα, κατάρτισε, όταν δε επέστρεψε στην έδρα του, με την παρουσία του Εισαγγελέα, του Γραμματέα, του κατηγορουμένου και της συνηγόρου του, δια της Προέδρου δημοσίευσε, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του την απόφασή του, δια της οποίας επιδίκασε σε κάθε μία των δύο αρχικά (πρωτοδίκως) πολιτικώς εναγουσών χρηματική ικανοποίηση, για την ψυχική οδύνη που προκάλεσε σ'αυτές η διάπραξη της πράξης της ανθρωποκτονίας, το και πρωτοδίκως επιδικασθέν ποσό των σαράντα τεσσάρων (44) ευρώ, με επιφύλαξη, κατ' άρθρ. 502 § 1 ΚΠΔ. Εκ των ανωτέρω αναφερομένων προκύπτει, ότι τη νομιμοποίηση της παράστασης της πολιτικής αγωγής, καθώς και το ύψος των επιδικασθεισών χρηματικών ικανοποιήσεων λόγω ψυχικής οδύνης εξεδίκασε το Μικτό Ορκωτό Εφετείο αποτελούμενο, τόσο από τους τακτικούς δικαστές, όσο και από τους ενόρκους, ενώ, κατά τ' ανωτέρω, αρμόδιο να κρίνει ήταν μόνο το εκ τακτικών δικαστών Δικαστήριο. 'Ετσι, όμως, το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο καθ' υπέρβαση της εξουσίας του αποφάνθηκε, με αποτέλεσμα να καθίσταται βάσιμος ο σχετικός, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Η' ΚΠοινΔ, πρώτος πρόσθετος λόγος αναιρέσεως. Επίσης, από τα ίδια ως άνω πρακτικά προκύπτει, ότι δεν δόθηκε ο λόγος στον αναιρεσείοντα ούτε στο συνήγορό του, για να ακουσθεί τελευταίος αυτός ως προς την νομιμοποίηση των πολιτικώς εναγουσών και σχετικά με τις πολιτικές αξιώσεις τούτων, καίτοι εν προκειμένω επελήφθη του θέματος αυτεπαγγέλτως, κατ'άρθρον 502 § 1 ΚΠοινΔ, το Δικαστήριο της ουσίας. Πρέπει επομένως να γίνει δεκτός και ο δεύτερος λόγος του δικογράφου των προσθέτων, περί απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο, κατά το κεφάλαιο τούτο, από το άρθρ. 510 § 1 στοιχ. Α' ΚΠΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 171 §1 στοιχ. δ' ΚΠΔ. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω και κατά παραδοχή των πρόσθετων λόγων της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση μόνο κατά το κεφάλαιο της επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης για ψυχική οδύνη στις πολιτικώς ενάγουσες, Γ. Μ. του Α. και Λ. Π. του Α. και, κατ' εφαρμογή του άρθρου 521 ΚΠοινΔ, να παραπεμφθεί η υπόθεση για την απαίτηση αυτή των πολιτικώς εναγουσών κατά του ως άνω καταδικασθέντος κατηγορουμένου ενώπιον του πολιτικού τμήματος του Εφετείου Λάρισας, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην προηγηθείσα νομική σκέψη, απορριπτομένων όλων των λόγων αναιρέσεως του κυρίως δικογράφου, όπως ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την με αριθμό 240,272-281/2017 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Λάρισας μόνο κατά το μέρος που αφορά το κεφάλαιο της πολιτικής αγωγής.
Παραπέμπει την υπόθεση, όσον αφορά την επιδίκαση της απαίτησης των πολιτικώς εναγουσών, Γ. Μ. του Α. και Λ. Π. του Α., κατοίκων ... (...), κατά του καταδικασθέντος κατηγορουμένου Ε. Π. του Σ., κατοίκου ... (Μακρυγιάννη 7), ενώπιον του πολιτικού τμήματος του Εφετείου Λάρισας.
Απορρίπτει κατά τα λοιπά την από 11-5-2018, με αριθ. πρωτ. ..51/15-5-2018, αίτηση αναιρέσεως του ως άνω κατηγορουμένου κατά της προαναφερόμενης αποφάσεως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 28 Νοεμβρίου 2018.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 27 Μαρτίου 2019.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ