Αριθμός 456/2018
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ειρήνη Κιουρκτσόγλου - Πετρουλάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημητρούλα Υφαντή, Χαράλαμπο Καλαματιανό, Ειρήνη Καλού και Γεώργιο Χοϊμέ, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 12 Ιανουαρίου 2018, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Ν. Τ. του Ε., κατοίκου ..., 2) Μ. χας Γ. Τ., το γένος Χ. Τ., 3) Β. Τ. του Γ., 4) Ε. Τ. του Γ., 5) Ε. - Π. Τ. του Γ., κατοίκων ..., με την ιδιότητά τους ως καθολικών διαδόχων του Γ. Τ. του Ε., 6) Ε. Τ. του Χ. και 7) Κ. Τ. του Χ., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους Παντελή Φλωρόπουλο και Λίλα Περιμένη.
Της αναιρεσίβλητης: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "...", που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη - Διονύσιο Φιλιώτη.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις από 25-10-2012 (αρ. εκθ. καταθ. …/2012 και …/2012) αγωγές, αντίστοιχα: α) των ήδη 1ου, 6ου και 7ου των αναιρεσειόντων και του ήδη αποβιώσαντος Γ. Τ. και β) του ήδη 1ου των αναιρεσειόντων και του ήδη αποβιώσαντος Γ. Τ., που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 6060/2013 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 698/2015 του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 19-12-2016 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, με Εισηγητή τον Αρεοπαγίτη Γεώργιο Χοϊμέ, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Οι πληρεξούσιοι των αναιρεσειόντων ζήτησαν την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η προσβαλλόμενη 698/2015 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 647 επ. ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν τότε, αποτελεί κατάληξη της ακόλουθης διαδικαστικής διαδρομής, όπως προκύπτει από την παραδεκτή, κατ' άρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση των σχετικών διαδικαστικών εγγράφων: Αρχικά, με τις από 2-10-2007 δύο, μη ένδικες, αγωγές (με αύξοντες αριθμούς κατάθεσης …/2007 και …/2007, αντίστοιχα), ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, 1) οι πρώτος, έκτος και έβδομος των αναιρεσειόντων, καθώς και ο δικαιοπάροχος των λοιπών Γ. Ε. Τ. (που πέθανε στις 12-12-2012) και 2) ο πρώτος αναιρεσείων και ο προαναφερόμενος Γ. Τ., αντίστοιχα, ισχυρίστηκαν ότι εκμίσθωσαν, στις 25-7-1997, στην αναιρεσίβλητη που τότε είχε την επωνυμία "..." τα περιγραφόμενα σε αυτές δύο ακίνητα για χρονικό διάστημα έξι (6) ετών (από 1-9-1997 έως 31-8-2003) που παρατάθηκε αναγκαστικά σε δώδεκα (12) έτη (έως 31-8-2009), σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 1 του π.δ. 34/1995, με μίσθωμα μηνιαίο 3.300.000 δραχμών και ετήσιο 2.000.000 δραχμών, αντίστοιχα, πλέον τέλους χαρτοσήμου, αναπροσαρμοζόμενο, κατά την αναφερόμενη συμφωνία τους, και ότι η αναιρεσίβλητη μισθώτρια κατήγγειλε άκυρα τις μισθώσεις αυτές. Ζήτησαν, κατόπιν αυτών, μεταξύ των άλλων, 1) να αναγνωριστεί ότι οι εν λόγω καταγγελίες είναι άκυρες και ότι οι μισθώσεις παραμένουν ενεργοί και 2) να υποχρεωθεί η αναιρεσίβλητη να τους καταβάλει, αντίστοιχα, α) για οφειλόμενα (μηνιαία) μισθώματα, από το μήνα Σεπτέμβριο 2007 έως και το μήνα Ιανουάριο 2008, το ποσό των 108.303,90 ευρώ, καθώς και το ποσό των 3.097,48 ευρώ ως διαφορά της αναπροσαρμοσμένης συμβατικής εγγύησης και β) για οφειλόμενο, από την 1-9-2007, κατά τη συμφωνία τους, (ετήσιο) μίσθωμα, το ποσό των 13.127,70 ευρώ. Παράλληλα, η αναιρεσίβλητη άσκησε στο ίδιο πιο πάνω δικαστήριο τις από 14-11-2007 δύο, επίσης μη ένδικες, αγωγές (με αύξοντες αριθμούς κατάθεσης …/2007 και …/2007, αντίστοιχα), με τις οποίες ζήτησε, μεταξύ των άλλων, να αναγνωριστεί ότι οι καταγγελίες των παραπάνω δύο μισθώσεων (που είχαν καταστεί, κατ' αυτήν, συμβάσεις αόριστου χρόνου), είναι έγκυρες, επικαλούμενη ότι κατά τη διάρκειά τους εμφανίστηκε το αναφερόμενο πραγματικό ελάττωμα που εμπόδιζε τη συμφωνημένη χρήση των μίσθιων ακινήτων σε τρόπο ώστε να μην έχει πλέον συμφέρον στην εκτέλεση των συμβάσεων. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά, με τη 1072/2008 απόφασή του, συνεκδίκασε τις αγωγές αυτές και, αφενός μεν, απέρριψε τις αγωγές της αναιρεσίβλητης ως ουσιαστικά αβάσιμες, αφετέρου δε, δέχθηκε εκείνες των αναιρεσειόντων, αφού έκρινε ότι δεν υπάρχει πραγματικό ελάττωμα στα μίσθια (και, κατ' ακρίβεια, στο πρώτο απ' αυτά - αποθηκευτικό χώρο) και ότι, συνακόλουθα, οι κατ' άρθρ. 585 ΑΚ καταγγελίες της αναιρεσίβλητης, για την αιτία αυτή, είναι άκυρες και δεν επιφέρουν τη λύση των μισθώσεων που εξακολουθούν να είναι ενεργοί, επιδικάζοντας, μετά από αυτά, στους αναιρεσείοντες τα αιτούμενα ποσά. Στην απόφαση αυτή παρατέθηκε και η εξής αιτιολογία, όπως, κατά λέξη, αναγράφεται: "Πρέπει δε να σημειωθεί ότι η ως άνω άκυρη έκτακτη και απρόθεσμη καταγγελία της εναγομένης (άρθρο 585 ΑΚ) δεν μπορεί να μετατραπεί σε έγκυρη τακτική καταγγελία μεταμέλειας (άρθρο 43 π.δ. 34/1995), καθόσον η εναγομένη ούτε επικαλείται ούτε αποδεικνύει τα περιστατικά από τα οποία μπορεί να συναχθεί η υποθετική της βούληση όπως, σε περίπτωση που η ως άνω καταγγελία της αυτή είναι ανίσχυρη, ισχύσει παρά ταύτα κατά μετατροπή ως καταγγελία του άρθρου 43 του π.δ. 34/1995...". Κατά της απόφασης αυτής η αναιρεσίβλητη άσκησε την από 12-3-2008 έφεση, η οποία έγινε δεκτή, ως κατ' ουσίαν βάσιμη, με την 130/2009 απόφαση του Εφετείου Πειραιά. Η τελευταία, όμως, αναιρέθηκε, με τη 1011/2011 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, κατ' άρθρ. 559 αριθμ. 8 εδάφ. β' ΚΠολΔ, επειδή η εφετειακή απόφαση παρέλειψε να ερευνήσει τους ουσιώδεις ισχυρισμούς των εκμισθωτών ότι, κατά τη συνομολόγηση των μισθώσεων, η μισθώτρια γνώριζε το επίμαχο πραγματικό ελάττωμα του μισθίου και, συνεπώς, δεν είχε το δικαίωμα να καταγγείλει τις συμβάσεις και ότι, σε κάθε περίπτωση, η άσκηση του δικαιώματος καταγγελίας είναι καταχρηστική (άρθρ. 281 ΑΚ), κατά παραδοχή της από 20-5-2009 αίτησης αναιρέσεως των εκμισθωτών (και ήδη αναιρεσειόντων), ενώ η από 21-7-2009 αίτηση της μισθώτριας (και ήδη αναιρεσίβλητης) για αναίρεση της ίδιας απόφασης απορρίφθηκε. Στη συνέχεια, η υπόθεση επανήλθε, με την από 21-7-2011 κλήση των εκμισθωτών, στο ίδιο Εφετείο, το οποίο, με την 399/2012 απόφασή του, απέρριψε, ως ουσιαστικά αβάσιμη, την έφεση της μισθώτριας και επικύρωσε, κατά τούτο, την πρωτόδικη 1072/2008 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Αντικατέστησε, όμως, τις αιτιολογίες της, κατ' άρθρ. 534 ΚΠολΔ, δεχόμενο, ειδικότερα, ότι η μισθώτρια, κατά τη συνομολόγηση των επίδικων μισθώσεων, στις 25-7-1997, γνώριζε και, εν πάση περιπτώσει, από βαριά αμέλεια αγνοούσε το επίμαχο πραγματικό ελάττωμα και, επομένως, οι καταγγελίες των μισθώσεων που έγιναν απ' αυτή είναι άκυρες και δεν επιφέρουν τη λύση των μισθωτικών συμβάσεων. Η από 23-9-2012 αίτηση αναίρεσης που ασκήθηκε κατά της εφετειακής αυτής απόφασης από τη μισθώτρια απορρίφθηκε με τη 1464/2013 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου. Με τον τρόπο αυτόν έληξε, αμετάκλητα, η δίκη επί των αντίθετων, μη ένδικων, αγωγών των διαδίκων. Στο μεταξύ, οι εκμισθωτές άσκησαν, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, τις ένδικες, από 25-10-2012 και με αύξοντες αριθμούς κατάθεσης …/23-11-2012 και …/23-11-2012, αγωγές (την μεν πρώτη, οι ήδη πρώτος, έκτος και έβδομος των αναιρεσειόντων, καθώς και δικαιοπάροχος των λοιπών Γ. Ε. Τ., τη δε δεύτερη, ο πρώτος αναιρεσείων και ο Γ. Τ.) και, επικαλούμενοι ότι η αναιρεσίβλητη μισθώτρια κατήγγειλε άκυρα τις δύο μισθώσεις, όπως, άλλωστε, είχε κριθεί, τότε τελεσίδικα, με την 399/30-7-2012 απόφαση του Εφετείου Πειραιά, ζήτησαν να υποχρεωθεί η αναιρεσίβλητη να τους καταβάλει, αντίστοιχα, α) για οφειλόμενα (μηνιαία) μισθώματα, από το μήνα Φεβρουάριο 2008 έως και το μήνα Ιούνιο 2009 (που λύθηκαν, τελικά, οι συμβάσεις) το ποσό των 358.774,58 ευρώ, καθώς και το ποσό των 3.345,29 ευρώ ως διαφορά της αναπροσαρμοσμένης συμβατικής εγγύησης και β) για οφειλόμενο, από την 1-9-2008, κατά τη συμφωνία τους, (ετήσιο) μίσθωμα, το ποσό των 14.178 ευρώ. Επί των αγωγών αυτών που συνεκδικάστηκαν εκδόθηκε η πρωτόδικη 6060/2013 απόφαση του πιο πάνω δικαστηρίου που τις δέχθηκε, κατά ένα μέρος, ως ουσιαστικά βάσιμες. Κατά της απόφασης αυτής, η μισθώτρια - αναιρεσίβλητη, άσκησε την από 23-12-2013 έφεση, η οποία έγινε δεκτή, ως ουσιαστικά βάσιμη, με την ήδη πληττόμενη 698/2015 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά. Με την εν λόγω απόφαση, αφού εξαφανίστηκε η εκκαλούμενη απόφαση και η υπόθεση κρατήθηκε και εκδικάστηκε κατ' ουσίαν, τελικά, η μεν δεύτερη (.../2012) αγωγή απορρίφθηκε, η δε πρώτη (.../2012) έγινε, εν μέρει, δεκτή (για ποσό οφειλόμενων μισθωμάτων 15.223,87 ευρώ), με την αιτιολογία που θα παρατεθεί στην επόμενη ΙΙ σκέψη της παρούσας. Ήδη, οι εκμισθωτές (ενάγοντες - εφεσίβλητοι) άσκησαν κατά της εφετειακής αυτής απόφασης την υπό κρίση, από 19-12-2016, αίτηση για αναίρεσή της.
ΙΙ. Από τα άρθρα 321, 322, 324 και 331 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι οι τελεσίδικες αποφάσεις αποτελούν δεδικασμένο ως προς εκείνα μόνο τα ζητήματα, επί των οποίων η κρίση και απόφανση ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της διαφοράς και τα οποία έτσι στηρίζουν το διατακτικό της απόφασης, όχι όμως και ως προς εκείνα που, χωρίς να στηρίζουν το διατακτικό αυτής, ερευνήθηκαν πλεοναστικά, στα οποία περιλαμβάνονται και αυτά που θεμελιώνουν άλλη έννομη συνέπεια, διαφορετική από εκείνη που ζητήθηκε και διαγνώστηκε με την απόφαση (ΑΠ 869/2017, ΑΠ 1226/2012, ΑΠ 406/2009, ΑΠ 77/2009). Για τα όρια του δεδικασμένου λαμβάνονται υπόψη οι αιτιολογίες, όπως αντικαταστάθηκαν, ρητά ή σιωπηρά, από το ανώτερο δικαστήριο (ΑΠ 406/2009, ΑΠ 1127/2008). Ειδικότερα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 534 ΚΠολΔ, "αν το αιτιολογικό της απόφασης που έχει προσβληθεί με έφεση κρίνεται εσφαλμένο αλλά το διατακτικό της ορθό, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αντικαθιστά τις αιτιολογίες και απορρίπτει την έφεση". Και τούτο, διότι ουσιώδες μέρος της απόφασης είναι, κατά κανόνα, το διατακτικό της και όχι οι αιτιολογίες, χωρίς μάλιστα να είναι αναγκαίο το Εφετείο να προσδιορίζει ποίες αιτιολογίες του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ήταν εσφαλμένες και τις αντικατέστησε και ποίες ήταν ορθές (ΑΠ 1717/2009). Μετά την αντικατάσταση των αιτιολογιών της πρωτόδικης απόφασης από την απόφαση του Εφετείου, οι αιτιολογίες της πρωτόδικης απόφασης παύουν να ισχύουν και, κατά συνέπεια, δεν δημιουργείται από την τελευταία δεδικασμένο (ΑΠ 1127/2008, ΑΠ 1512/1990). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 330 ΚΠολΔ προκύπτει ότι καλύπτονται από το δεδικασμένο όλες οι ενστάσεις που προτάθηκαν, άσχετα από τη νομική τους θεμελίωση. Από εκείνες που δεν προτάθηκαν καλύπτονται: α) όλες οι ενστάσεις από το δικονομικό δίκαιο, β) όλες οι καταχρηστικές ενστάσεις, δηλαδή εκείνες που στηρίζονται σε απλά πραγματικά περιστατικά και γ) όλες οι γνήσιες αυτοτελείς ή αυθύπαρκτες ενστάσεις, δηλαδή εκείνες που, όπως και οι καταχρηστικές, στηρίζονται σε απλό πραγματικό γεγονός, αλλά περαιτέρω στηρίζουν διαπλαστικό δικαίωμα του εναγομένου, ώστε να αποτελούν παράλληλα και ενστάσεις υπό ουσιαστική έννοια. Καλύπτονται, επίσης, οι κατά του προδικαστικού ζητήματος ενστάσεις κατά την ίδια έκταση, είτε το προδικαστικό ζήτημα αφορά τις διαδικαστικές προϋποθέσεις, είτε το επίδικο δικαίωμα (κύριο ζήτημα) και αδιάφορα από το αν η ένσταση ανάγεται στην ύπαρξη της προδικαστικής έννομης σχέσης ή στην έκταση της ευθύνης απ' αυτή. Η ένσταση που δεν προτάθηκε καλύπτεται από το δεδικασμένο, εφόσον ήταν δυνατό να προταθεί κατά τη διάρκεια προηγούμενης δίκης, εφόσον δηλαδή υπήρχαν από τότε όλα τα απαιτούμενα για τη θεμελίωσή της γεγονότα, έστω και αν ο διάδικος τα αγνοούσε υπαίτια ή ανυπαίτια. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του ίδιου άρθρου 330 εδάφ. β' του ΚΠολΔ, από τις ενστάσεις που δεν προτάθηκαν εξαιρούνται εκείνες που στηρίζονται σε αυτοτελές δικαίωμα που μπορεί να ασκηθεί και με κύρια αγωγή. Στην εξαίρεση αυτή υπάγονται οι καλούμενες γνήσιες μη αυτοτελείς ή αυθύπαρκτες ενστάσεις. Ωστόσο, προκειμένου να διαπιστωθεί αν κάποια από τις ενστάσεις αυτές που δεν προτάθηκε καλύπτεται από το δεδικασμένο, θα πρέπει να ερευνηθεί αν, σε περίπτωση παραδοχής της, θα οδηγούσε σε κατάλυση ή περιορισμό του δεδικασμένου, διότι δεν θα πρέπει το εν λόγω δικαίωμα, αν ασκηθεί με αγωγή και γίνει δεκτό από το δικαστήριο, να οδηγεί σε αναγνώριση ή απαγγελία έννομης συνέπειας, ασυμβίβαστης με το δεδικασμένο, δεδομένου ότι η ίδια η έννοια του δεδικασμένου αποκλείει την παραδοχή κάθε αντίθετου προς αυτό δικαιώματος που αναιρεί ή περιορίζει την έννομη συνέπεια, η οποία αναγνωρίστηκε με την τελεσίδικη απόφαση. Έτσι, για να καλυφθεί από το δεδικασμένο μία τέτοια ένσταση που δεν προτάθηκε, θα πρέπει η έννομη αυτής συνέπεια να είναι ασυμβίβαστη προς εκείνη που απαγγέλθηκε από την τελεσίδικη απόφαση, ήτοι το δικαίωμα, στο οποίο στηρίζεται η ένσταση, να αντιφάσκει προς το δεδικασμένο (ΑΠ 1214/2015, ΑΠ 856/2014, ΑΠ 178/2013, ΑΠ 1397/2012). Τέλος, λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 16 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ ιδρύεται και όταν το δικαστήριο της ουσίας, κατά παράβαση του νόμου, δέχθηκε ότι υπάρχει ή δεν υπάρχει δεδικασμένο. Για να είναι ο λόγος αυτός ορισμένος, πρέπει να καθορίζεται στο αναιρετήριο με σαφήνεια το αντικείμενο της δίκης που προηγήθηκε, τα ζητήματα που κρίθηκαν σ' αυτή με δύναμη δεδικασμένου, ενόψει του αντικειμένου της νέας δίκης και οι παραδοχές του δικαστηρίου με τα πραγματικά περιστατικά που προσδιορίζουν την πλημμέλεια της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ώστε να μπορεί να κριθεί αν παραβιάστηκαν οι διατάξεις του ΚΠολΔ για το δεδικασμένο και μάλιστα αν πρόκειται για ψευδή ερμηνεία ή εσφαλμένη εφαρμογή των διατάξεων αυτών. Ο Άρειος Πάγος ελέγχει μόνο την "παράβαση νόμου", δηλαδή την ψευδή ερμηνεία ή εσφαλμένη εφαρμογή των διατάξεων για το δεδικασμένο σε σχέση με όσα έγιναν ανελέγκτως δεκτά, ήτοι αν αυτά συνιστούν την έννοια του δεδικασμένου και, σε καταφατική περίπτωση, αν αυτό έχει την έκταση και τα αποτελέσματα που του προσέδωσε η απόφαση, ενώ διαφεύγει από τον αναιρετικό έλεγχο, ως κρίση περί τα πράγματα, η συνδρομή ή όχι των περιστατικών ως προς την ταυτότητα της διαφοράς και των διαδίκων. Αν η κρίση για το δεδικασμένο στηρίζεται μόνο σε διαδικαστικά έγγραφα, προς διακρίβωση της βασιμότητας ή όχι του λόγου, ελέγχεται και η εκτίμηση του περιεχομένου τους, ενώ επισκοπείται από τον Άρειο Πάγο και η απόφαση από όπου απορρέει το δεδικασμένο (ΑΠ Ολομ. 7/2013, ΑΠ 869/2017, ΑΠ 1255/2015). Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη, ως προς τα πραγματικά γεγονότα, κρίση του (άρθρ. 561 παρ. 1 ΚΠολΔ), τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, κατά το μέρος που ενδιαφέρει στην παρούσα αναιρετική δίκη: [Με βάση το από 25-7-1997 ιδιωτικό συμφωνητικό μισθώσεως οι Ν. Ε. Τ. (α' ενάγων των δύο αγωγών και ήδη πρώτος εφεσίβλητος), Γ. Ε. Τ. (β' ενάγων των αγωγών ο οποίος απεβίωσε μετά την άσκηση αυτών και η δίκη συνεχίζεται με τους νόμιμους κληρονόμους του δεύτερη, τρίτη, τέταρτη και πέμπτο εφεσιβλήτους) και ο Χ. Ε. Τ. (πατέρας των τρίτου και τετάρτου των εναγόντων της δεύτερης με αριθμό καταθ. …/2012 αγωγής και ήδη έκτου και έβδομου εφεσιβλήτων) εξεμίσθωσαν στην εναγομένη εταιρία και ήδη εκκαλούσα, που έφερε τότε την επωνυμία "...", ένα ακίνητο ιδιοκτησίας τους και συγκεκριμένα τον ισόγειο όροφο της επί της οδού … αριθ. … οικοδομής που βρίσκεται στον … και που αποτελείται από τρεις ξεχωριστές οριζόντιες ιδιοκτησίες. Από τις ιδιοκτησίες αυτές η πρώτη, εμβαδού 1.100 τ.μ., ανήκε στην κυριότητα του Χ. Ε. Τ., η δεύτερη, εμβαδού 1.000 τ.μ., στην κυριότητα του Ν. Ε. Τ. και η τρίτη, εμβαδού 900 τ.μ., στην κυριότητα του Γ. Ε. Τ.. Με το ως άνω μισθωτήριο ορίστηκε ότι το μίσθιο θα χρησιμοποιείτο ως ενιαίος χώρος για την αποθήκευση παραγωγή και συσκευασία των προϊόντων-εμπορευμάτων της μισθώτριας εταιρίας. Σημειωτέον ότι η τελευταία βρισκόταν και πριν στη χρήση των μισθίων ακινήτων δυνάμει της από 1-4-1978 συμβάσεως μισθώσεως, η οποία έληξε με καταγγελία εκ μέρους των εκμισθωτών... Η μίσθωση συμφωνήθηκε να έχει διάρκεια έξι ετών (1-9-1997 μέχρι 31-8-2003), πλην όμως αυτή παρατάθηκε αναγκαστικά μέχρι τις 31-8-2009 δυνάμει του άρθρου 5 παρ. 1 ΠΔ 34/1995. Το μηνιαίο μίσθωμα ορίστηκε για το πρώτο μισθωτικό έτος στο ποσό των 3.300.000 δραχμών (από προφανή παραδρομή αναγράφεται 5.300.000) πλέον του αναλογούντος τέλους χαρτοσήμου (3,6%), ενώ για τα επόμενα μισθωτικά έτη συμφωνήθηκε σταδιακή ετήσια αναπροσαρμογή του κατά ποσοστό 8% επί του εκάστοτε καταβαλλομένου ποσού από 1 Σεπτεμβρίου εκάστου μισθωτικού έτους, όρος o οποίος θα ίσχυε και για την περίπτωση της αναγκαστικής παράτασης της συμβατικής διάρκειας της μίσθωσης. Κατά την κατάρτιση της μίσθωσης αυτής η μισθώτρια εταιρία κατέβαλε στους εκμισθωτές το ποσό των 6.600.000 δραχμών (δύο μηνιαία μισθώματα), που συμφωνήθηκε να αναπροσαρμόζεται σταδιακά ετησίως ώστε ν' αντιστοιχεί πάντοτε στο ισόποσο δύο μηνιαίων μισθωμάτων. Έτσι κατά το χρονικό διάστημα από 1-9-2007 μέχρι 31-8-2008 το μηνιαίο μίσθωμα ανερχόταν στο ποσό των 20.908,09 ευρώ, πλέον τέλους χαρτοσήμου 3,6% (752,69 ευρώ) και η "εγγύηση" στο ποσό των 41.816,18 ευρώ. Εν συνεχεία ο εκ των εκμισθωτών Χ. Τ. δυνάμει του νομίμως μεταγεγραμμένου …/2002 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών Δ. Μ. μεταβίβασε την επικαρπία της προαναφερόμενης δικής του ιδιοκτησίας (τμήματος του όλου μισθίου) στους ήδη ενάγοντες -εφεσιβλήτους υιούς του Ε. και Κ. Τ., παραχωρώντας συγχρόνως και τα δικαιώματα και υποχρεώσεις που απέρρεαν από την επίδικη μισθωτική σύμβαση. Αυτοί αποδέχθηκαν την εν λόγω εκχώρηση της μισθωτικής σχέσης, την οποία ανάγγειλαν και στη μισθώτρια εταιρία, καθιστάμενοι έτσι οι εκμισθωτές του εκ 1.100 τ.μ. τμήματος του μισθίου ακινήτου. Εν συνεχεία, οι ενάγοντες της πρώτης αγωγής (αριθ. καταθ. …/2012) Ν. Ε. Τ. και Γ. Ε. Τ. (που απεβίωσε μετά την άσκηση της αγωγής και στη θέση του υπεισήλθαν η σύζυγος και τα τρία τέκνα του -δεύτερη, τρίτη, τέταρτη, πέμπτος, έκτος εφεσίβλητοι) δυνάμει του από 25-7-1997 ιδιωτικού συμφωνητικού μισθώσεως εξεμίσθωσαν στην εναγομένη-εκκαλούσα εταιρία έναν ακάλυπτο χώρο, εμβαδού 402,80 τ.μ., που ανήκε σ' αυτούς κατ' ισομοιρία, εκτεινόμενου έμπροσθεν του κτιρίου, όπου το παραπάνω μίσθιο, για να χρησιμοποιείται ως χώρος σταθμεύσεως αυτοκινήτων της μισθώτριας και διακινήσεως των εμπορευμάτων της. Η νέα αυτή μισθωτική σύμβαση, ως παρακολουθηματική της πρώτης ως άνω μίσθωσης, ορίστηκε να έχει ομοίως εξαετή διάρκεια (1-9-1997 μέχρι 31-8-2003), η οποία όμως παρατάθηκε αναγκαστικά μέχρι τις 31.8.2009 δυνάμει του άρθρου 5 παρ. 1 ΠΔ 34/1995. Το μίσθωμα ορίστηκε ετήσιο, ανερχόμενο κατά το πρώτο μισθωτικό έτος στο ποσό των 2.000.000 δραχμών, πλέον του αναλογούντος τέλους χαρτοσήμου (3.6%), καταβαλλόμενο την πρώτη ημέρα κάθε μισθωτικού έτους, ενώ για τα επόμενα μισθωτικά έτη συμφωνήθηκε ετήσια σταδιακή αναπροσαρμογή κατά ποσοστό 8%, όρος ο οποίος θα ίσχυε και στην περίπτωση αναγκαστικής παράτασης της διάρκειας της μίσθωσης. Έτσι για το μισθωτικό έτος 1-9-2007 μέχρι 31-8-2007 το μίσθωμα ανερχόταν στο ποσό των 12.671,60 ευρώ, πλέον τέλους χαρτοσήμου 3,6% (456,20 ευρώ). Περαιτέρω το αντικείμενο της επαγγελματικής δραστηριότητας της μισθώτριας ήταν η εμπορία ειδών καθαριότητας, περιποίησης ανθρωπίνου σώματος, καθώς και η διακίνηση στην αγορά του εισαγομένου από το εξωτερικό και συσκευασμένου σε κονσέρβες τόνου "…" που αποθηκευόταν στο μίσθιο, όπως και τα λοιπά προϊόντα της. Για την άσκηση δε της επιχείρησης στους προαναφερομένους μίσθιους χώρους είχε χορηγηθεί στη μισθώτρια από την …' Αστυνομική Υποδιεύθυνση Πειραιώς η .../ 3.3.1983 άδεια λειτουργίας "αποθήκης τροφίμων και ποτών χονδρικού εμπορίου" που ίσχυε για δέκα χρόνια, δηλαδή μέχρι τον Μάρτιο του έτους 1993. Μετά τη λήξη της ισχύος της ως άνω άδειας, η εναγομένη μισθώτρια εξακολουθούσε ν' ασκεί την επιχείρησή της στους μίσθιους χώρους χωρίς σχετική άδεια. Εν τω μεταξύ, όμως, οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση των αδειών αναφορικά με το αντικείμενο της επιχείρησης της εναγομένης άλλαξαν. Ειδικότερα οι επιχειρήσεις αυτές έπρεπε ν' ασκούνται σε καταστήματα (χώρους κυρίας χρήσης) και όχι σε αποθηκευτικούς χώρους, όπως εν προκειμένω το μίσθιο. Τον Αύγουστο όμως του έτους 1999 έγινε αστυνομικός έλεγχος στο μίσθιο και διαπιστώθηκε ή έλλειψη της άδειας λειτουργίας της ασκούμενης σ' αυτό επιχείρησης της εναγόμενης. Η τελευταία, μετά απ' αυτά, προέβη σε ενέργειες για την έκδοση της εν λόγω άδειας, πλην όμως το σχετικό αίτημά της απορρίφθηκε από τη Νομαρχία Πειραιώς που με μεταγενέστερη νομοθετική ρύθμιση είχε καταστεί αρμόδια για το λόγο ότι το μίσθιο ως αποθηκευτικός χώρος ήταν ακατάλληλο για τη χρήση που εκμισθώθηκε. Ακολούθησαν ενέργειες της μισθώτριας σε συνεργασία με τους εκμισθωτές, στους οποίους και γνωστοποιήθηκε το πρόβλημα, προκειμένου να επιτευχθεί η αλλαγή χρήσης του μισθίου από "αποθήκη" σε "κατάστημα" χωρίς όμως θετικό αποτέλεσμα, διότι στην περιοχή που βρίσκεται το μίσθιο, δεν ήταν δυνατή η εν λόγω μεταβολή. Έτσι αποφασίστηκε από την αρμόδια υπηρεσία του Δήμου … η σφράγιση του μισθίου. Προς αποτροπή της υλοποίησης της απόφασης αυτής, η μισθώτρια τον μήνα Αύγουστο του 1997 μετέφερε από το μίσθιο σ' άλλο χώρο τις αποθηκευμένες σ' αυτό ποσότητες κονσερβοποιημένου τόνου "…", η διακίνηση του οποίου αποτελούσε μέρος της εμπορικής της δραστηριότητας. Σημειωτέον ότι το αίτημα που είχε υποβάλει στο Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Πειραιώς για προσωρινή αναστολή εκτελέσεως της ως άνω περί σφραγίσεως αποφάσεως του εν λόγω Δήμου είχε απορριφθεί. Επίσης με την 602/31-2-2006 απόφαση του ίδιου ως άνω Δικαστηρίου (Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιώς) είχε απορριφθεί και η προσφυγή που είχε ασκήσει η μισθώτρια κατά της αρνητικής απάντησης της Νομαρχίας Πειραιώς αναφορικά με το αίτημα της αλλαγής της χρήσης του μισθίου από "αποθήκη" σε "κατάστημα". Ενόψει της κατάστασης αυτής, η μισθώτρια ισχυριζόμενη ότι η αδυναμία λήψεως άδειας λειτουργίας καταστήματος συνιστά πραγματικό ελάττωμα και σπουδαίο λόγο λύσεως της μισθώσεως με την από 7-9-2007 εξώδικη δήλωσή της, που κοινοποίησε στους τότε εκμισθωτές Ν. Τ., Γ. Τ., καθώς και στον τρίτο και αρχικό εκμισθωτή Χ. Τ. στις 11-9-2007, κατήγγειλε για τον κύριο ενιαίο αποθηκευτικό χώρο τη μεταξύ τους σύμβαση μισθώσεως, γνωστοποιώντας στους εκμισθωτές την πρόθεσή της να τους αποδώσει το μίσθιο στο τέλος Οκτωβρίου 2007, ενώ με τη νεότερη από 12-10-2007 εξώδικη δήλωσή της τους κάλεσε να παραλάβουν τα κλειδιά του μισθίου στις 17-10-2007, χωρίς όμως θετική ανταπόκριση εκ μέρους τους. Επειδή όμως, όπως προαναφέρθηκε, ο τρίτος των ως άνω εκμισθωτών Χ. Τ. είχε αποχωρήσει από την εν λόγω μίσθωση και στη θέση του είχαν υπεισέλθει (κατά ποσοστό 1/2 ο καθένας τους) οι εκ των εναγόντων Ε. Χ. Τ. και Κ. Χ. Τ. κοινοποίησε στις 19-10-2007 την προεκτεθείσα δήλωση-καταγγελία της μίσθωσης και σ' αυτούς. Όμοια καταγγελία της μισθώτριας έγινε με την από 7-9-2007 εξώδικη δήλωσή της που κοινοποιήθηκε στις 11-9-2007 στους εκμισθωτές του ακαλύπτου χώρου Ν. Ε. Τ. και Γ. Ε. Τ. και για το χώρο αυτό, αφού η μίσθωση τούτου ήταν παρακολουθηματική του κυρίου χώρου, από την ύπαρξη της οποίας εξαρτιόταν και η δική της ισχύ... Οι εκμισθωτές των ως άνω μισθίων αμφισβήτησαν την εγκυρότητα των καταγγελιών αυτών της μισθώτριας που υπογράφονταν για λογαριασμό της από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της. Προς τούτο επέδωσαν στις 14-9-2007 τις από 11-9-2007 εξώδικες δηλώσεις τους με τις οποίες απέκρουαν αμελλητί τις καταγγελίες, διότι δεν πληρούσαν τις απαιτούμενες από το νόμο προϋποθέσεις ως προς το κύρος τους, αναφορικά με το επικαλούμενο πραγματικό ελάττωμα, και τους καλούσε να καταβάλουν τα οφειλόμενα μισθώματα. Σημειωτέον ότι στις ως άνω εξώδικες δηλώσεις ουδεμία αναφορά γινόταν από τους εκμισθωτές περί ακυρότητας των επίδικων καταγγελιών και ότι αποκρούστηκαν απ' αυτούς (καταγγελίες) γιατί δεν τους επιδείχθηκε πληρεξούσιο έγγραφο με το οποίο η μισθώτρια εξουσιοδοτούσε τον υπογράφοντα αυτές πληρεξούσιο δικηγόρο της να προβεί στις εν λόγω μονομερείς δηλώσεις της. Επειδή όμως η τελευταία επέμενε, όπως προαναφέρθηκε, στην άποψή της για λύση των επιδίκων μισθώσεων και απέστειλε την από 12-10-2007 εξώδικη δήλωσή της με την οποία καλούσε τους εκμισθωτές να παραλάβουν τα κλειδιά των μισθίων χώρων, αυτοί (εκμισθωτές) άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς τις από 2.10.2007 (αριθ. καταθ. …και …/2007) αγωγές τους. Με τις αγωγές αυτές ζήτησαν να αναγνωρισθεί η ακυρότητα των ως άνω …που εμπόδιζε τη συμφωνημένη χρήση αυτού και να επιδικασθούν τα αναφερόμενα σ' αυτές μισθώματα και η αναπροσαρμοσθείσα "εγγύηση". Μετά την άσκηση των αγωγών των εκμισθωτών ασκήθηκαν στο ίδιο δικαστήριο οι από 14-11-2007 (αριθ. καταθ. …, …/2007) αγωγές της μισθώτριας εταιρίας με τις οποίες ζητούσε ν' αναγνωρισθεί η εγκυρότητα των ως άνω καταγγελιών (άρθρο 585 ΑΚ), διαφορετικά να ισχύσει ως καταγγελία σύμφωνα με τα άρθρα 608-609 ΑΚ, διότι οι επίδικες μισθώσεις είχαν καταστεί αόριστης διάρκειας. Επί των τεσσάρων αυτών αγωγών εκδόθηκε, κατόπιν συνεκδίκασης, η 1072/2008 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, με την οποία έγιναν δεκτές οι αγωγές των εκμισθωτών με την αιτιολογία ότι οι γενόμενες καταγγελίες ήταν άκυρες λόγω της μη υπάρξεως πραγματικού ελαττώματος και απορρίφθηκαν οι αγωγές της μισθώτριας και ως προς την επικουρική τους βάση με την αιτιολογία ότι οι εν λόγω μισθώσεις έληγαν αναγκαστικά στις 31-8-2009 και δεν είχαν καταστεί αόριστης διάρκειας. Πλέον τούτων η ως άνω απόφαση, χωρίς να έχει προβληθεί τέτοιος ισχυρισμός... περιέλαβε και την εξής σκέψη: "Πρέπει να σημειωθεί ότι η ως άνω έκτακτη και απρόθεσμη καταγγελία της εναγομένης (άρθρο 585 ΑΚ) δεν μπορεί να μετατραπεί σε έγκυρη τακτική καταγγελία μεταμέλειας (άρθρο 43 ΠΔ 34/1995), καθόσον η εναγομένη ούτε επικαλείται ούτε αποδεικνύει τα περιστατικά από τα οποία μπορεί να συναχθεί η υποθετική της βούληση όπως σε περίπτωση που η ως άνω καταγγελία της αυτή είναι ανίσχυρη, ισχύσει παρά ταύτα κατά μετατροπή ως καταγγελία του άρθρου 43 του ΠΔ 34/1995. Η κρίση αυτή ενισχύεται και από το ότι μετά την εξώδικη διαμαρτυρία των εναγόντων, που κοινοποιήθηκε στην εναγομένη στις 14-9-2007, με την οποία οι ως άνω απέκρουσαν την καταγγελία ως άκυρη και ανίσχυρη, η εναγομένη, απαντώντας στο πιο πάνω εξώδικο έγγραφο, δήλωσε σαφώς ότι εμμένει στην πιο πάνω καταγγελία, κοινοποιώντας στους τρίτο και τέταρτο των εναγόντων, που είχαν υπεισέλθει κατά τα προαναφερόμενα στη μισθωτική σχέση, την από 12.10.2007 επανάληψη καταγγελίας-πρόσκλησης". Κατά της απόφασης αυτής ασκήθηκε από τη μισθώτρια η από 12.3.2008 (αριθ. καταθ. …/2008) έφεσή της, με την οποία αυτή παραπονέθηκε ότι, κατ' εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, δέχθηκε ότι οι επίδικες μισθώσεις δεν είχαν καταστεί αορίστου χρόνου και ότι οι γενόμενες καταγγελίες ήταν άκυρες λόγω μη υπάρξεως πραγματικού ελαττώματος στον κύριο μίσθιο χώρο. Επί της εφέσεως αυτής εκδόθηκε αρχικά η 130/2009 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, με την οποία έγινε δεκτή η έφεση και, εξαφανισθείσας της πρωτόδικης ως άνω απόφασης, κρίθηκε έγκυρη η καταγγελία των μισθώσεων κατ' άρθρο 585 ΑΚ. Η απόφαση αυτή όμως, δεκτής γενομένης της αιτήσεως αναιρέσεως των εκμισθωτών (απόφαση 1011/2011), αναιρέθηκε και παραπέμφθηκε η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο ως άνω Δικαστήριο (Εφετείο Πειραιώς) που θα συγκροτείτο από διαφορετικούς δικαστές. Μετά την αναιρετική ως άνω απόφαση (ΑΠ 1011/2011), η υπόθεση ήχθη προς νέα κρίση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου (Εφετείου Πειραιώς), το οποίο με την 399/2012 αμετάκλητη απόφασή του, αφού αντικατέστησε την αιτιολογία της εκκαλουμένης απόφασης (1072/2008), μέσα στα όρια που καθόρισε η απόφαση αυτή του Αρείου Πάγου (σε σχέση με τους προβληθέντες λόγους αναίρεσης και ισχυρισμούς), απέρριψε την προαναφερθείσα από 12-3-2008 (αριθ. καταθ. …/2008) έφεση της εκκαλούσας-μισθώτριας. Ειδικότερα η αντικατασταθείσα, με την ως άνω 399/2012 απόφαση, αιτιολογία είναι ότι, ναι μεν υφίστατο στο μίσθιο πραγματικό ελάττωμα που εμπόδιζε τη συμφωνημένη χρήση αυτού (αδυναμία χρησιμοποίησής του ως αποθήκη τροφίμων), πλην όμως οι γενόμενες καταγγελίες των μισθώσεων για τον λόγο αυτό ήταν άκυρες και ως εκ τούτου δεν επέφεραν τη λύση της μίσθωσης, διότι το εν λόγω ελάττωμα ήταν γνωστό στην μισθώτρια κατά την κατάρτιση των συμβάσεων μισθώσεων. Μετά την έκδοση της ως άνω απόφασης και προς συμμόρφωσή της με αυτή η μισθώτρια κατέβαλε στους ενάγοντες εκμισθωτές τα μισθώματα μέχρι και το μήνα Ιανουάριο του έτους 2008, καθώς και τη διαφορά της ήδη καταβληθείσας "εγγύησης" σε σχέση με την "πράγματι" οφειλόμενη. Αυτή, όμως, στη συνέχεια εμμένοντας στη δήλωσή της για μονομερή λύση των συμβάσεων, αρνείτο να καταβάλει μισθώματα για το μετέπειτα χρονικό διάστημα. Οι εκμισθωτές δε ισχυριζόμενοι ότι από την προαναφερθείσα απόφαση προκύπτει δεδικασμένο για μη λύση των επίδικων μισθώσεων, εξαιτίας της ακυρότητας των καταγγελιών, ζήτησαν με τις ένδικες αγωγές να υποχρεωθεί η εναγομένη μισθώτρια να τους καταβάλει τα ποσά που αντιστοιχούν στη διαφορά των οφειλομένων κατά τα συμφωνηθέντα "εγγυήσεων" σε σχέση με των ήδη καταβληθεισών, καθώς και τα μισθώματα για μεν το μίσθιο αποθηκευτικό χώρο από Φεβρουάριο 2008 μέχρι Ιούνιο 2009 και για το μίσθιο ακάλυπτο από Σεπτέμβριο 2008 μέχρι Ιούνιο 2009. Αποκρούοντας τις αγωγές αυτές, η εναγομένη μισθώτρια ισχυρίστηκε ότι κατ' εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 43 του ΠΔ 34/1995, με την οποία, κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, ορίζονται οι προϋποθέσεις και οι συνέπειες της καταγγελίας της εμπορικής μίσθωσης πριν από τη συμπλήρωση του συμβατικού χρόνου, οι επίδικες μισθώσεις είχαν λήξει με τις γενόμενες από 7-9-2007 καταγγελίες έξι μήνες μετά την άσκησή της. Έτσι δεν οφείλει: α) να καταβάλει μισθώματα για το μετά τον Μάρτιο του 2008 (που συμπληρώθηκαν έξι μήνες μετά την κοινοποίηση των καταγγελιών) χρονικό διάστημα και αυτά (μισθώματα) των μηνών Φεβρουαρίου -Μαρτίου 2008 έχουν καλυφθεί από τα καταβληθέντα ποσά των "εγγυήσεων" και β) να προβεί σε αναπροσαρμογή των ποσών των "εγγυήσεων", διότι κατά το χρόνο (Σεπτέμβριο 2008) που είχε συμφωνηθεί να γίνεται αυτή (αναπροσαρμογή) οι επίδικες μισθώσεις είχαν λυθεί. Ενόψει τούτων και δοθέντος ότι για την εκ μέρους του μισθωτή καταγγελία δεν απαιτείται η συνδρομή οποιουδήποτε λόγου, οι ένδικες από 7-9-2007 δηλώσεις της εναγομένης μισθώτριας για λύση των μισθώσεων μπορούν να χαρακτηρισθούν, κατ' αποδοχή του σχετικού ισχυρισμού της, κατά μετατροπή, ως αναιτιολόγητη καταγγελία μεταμέλειας που βρίσκει έρεισμα στην προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 43 ΠΔ 34/1995. Ο χαρακτηρισμός αυτός προς μετατροπή της καταγγελίας είναι νόμιμος και επιτρεπτός, αφού α) συντρέχουν όλα τα στοιχεία που απαιτεί η πιο πάνω διάταξη του άρθρου 43, δηλαδή τηρήθηκε ο έγγραφος τύπος και παρήλθε διετία από την έναρξη των επίδικων συμβάσεων (Σεπτέμβριος 1997) και β) ανταποκρίνεται στη βούληση της καταγγέλλουσας. Ειδικότερα, ως προς το τελευταίο αυτό στοιχείο, η βούληση της εναγομένης μισθώτριας συνάγεται με σαφήνεια από τα όσα αυτή ισχυρίζεται με τις προτάσεις της αλλά και από τις προαναφερθείσες εξώδικες δηλώσεις της προς τους εκμισθωτές από τις οποίες προκύπτει η βούλησή της να λυθεί οπωσδήποτε η μίσθωση, αφού τα μίσθια ήταν πλέον ακατάλληλα για τη συμφωνημένη χρήση. Βέβαια οι ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητοι εκμισθωτές με τις προτάσεις τους ισχυρίζονται ότι από την προαναφερθείσα 1072/2008 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου, που κατέστη αμετάκλητη μετά την έκδοση της 399/2012 απόφασης αυτού του Δικαστηρίου και της απόρριψης της κατ' αυτής αναιρέσεως, προκύπτει δεδικασμένο για τη λύση των συμβάσεων, αφού κρίθηκε ότι οι από 7-9-2007 (από προφανή παραδρομή αναγράφεται 20-7-2007) και 12-10-2007 δηλώσεις της εναγομένης μισθώτριας δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως καταγγελία του άρθρου 43 ΠΔ 34/1995. Όμως σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας το κυρίως δεδικασμένο που δημιουργήθηκε από την παραπάνω απόφαση είναι η ακυρότητα των ερειδομένων στα άρθρα 585 και 608 ΑΚ καταγγελιών της μίσθωσης. Επίσης κατέλαβε και το ζήτημα της, εξαιτίας της μη λύσης των μισθώσεων, οφειλής μισθωμάτων μέχρι τον Ιανουάριο του έτους 2008 και των διαφορών των "εγγυήσεων" κατά το Σεπτέμβριο του έτους 2007. Το δεδικασμένο αυτό, που δεν αποκλείει λύση των μισθώσεων σε μεταγενέστερο χρονικό διάστημα, οριοθετείται από τις αγωγές και αφορά ζητήματα που ήταν αναγκαία για τη στήριξη του διατακτικού της απόφασης εκείνης. Η προεκτεθείσα στο σκεπτικό της πιο πάνω απόφασης κρίση ότι οι σχετικές δηλώσεις της μισθώτριας περί μονομερούς λύσης των μισθώσεων δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως καταγγελία του άρθρου 43 ΠΔ 34/1995 δεν παράγει δεδικασμένο, αφού κρίθηκε πλεοναστικά και δεν ήταν αναγκαία ζητήματα που στήριξαν το διατακτικό της ανωτέρω απόφασης, δεδομένου ότι η καταγγελία αυτή θα παρήγαγε αποτελέσματα στο μέλλον και δεν θα είχε επιρροή το ζήτημα οφειλής ή όχι των αιτουμένων μισθωμάτων και διαφορών εγγυήσεων. Άλλωστε, κατά τη δίκη εκείνη, δεν προβλήθηκε ισχυρισμός περί μετατροπής των ως άνω δηλώσεων της μισθώτριας περί λύσεως των συμβάσεων σε καταγγελίες του άρθρου 43 ΠΔ 34/1995 που για πρώτη φορά προβλήθηκε, ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, κατ' ένσταση στην παρούσα δίκη. Επομένως, ο προβαλλόμενος ισχυρισμός από τους εφεσίβλητους -εκμισθωτές περί υπάρξεως δεδικασμένου είναι απορριπτέος. Επίσης απορριπτέος είναι και ο έτερος προβαλλόμενος απ' αυτούς (εκμισθωτές) ισχυρισμός περί καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος της μισθώτριας, να προβάλλει, μετά από έξι (6) περίπου χρόνια μακρόχρονου δικαστικού αγώνα και ενώ γνώριζε την ύπαρξη του πραγματικού ελαττώματος του μισθίου αποθηκευτικού χώρου, το αίτημά της να μετατραπεί η άκυρη και έκτακτη καταγγελία των επίμαχων συμβάσεων μισθώσεων κατ' άρθρο 585 AK σε τακτική καταγγελία μεταμέλειας του άρθρου 43 ΠΔ 34/1995... Έτσι με βάση τα όσα προεκτέθηκαν, τα αποτελέσματα των πιο πάνω καταγγελιών επήλθαν έξι (6) μήνες μετά την άσκησή τους. Ειδικότερα για τον μίσθιο αποθηκευτικό χώρο επήλθαν στις 19.4.2008 (δηλαδή έξι μήνες μετά τις 19-10-2007 που ολοκληρώθηκε η καταγγελία με την επίδοσή της στους εκμισθωτές Ε. και Κ. Τ.), οπότε και λύθηκε η μίσθωση. Κατά συνέπεια, μέχρι τη λύση της μίσθωσης και ανεξάρτητα αν η εναγόμενη χρησιμοποιούσε το μίσθιο ή όχι οφείλει να καταβάλει το συμφωνημένο μίσθωμα των μηνών Φεβρουαρίου, Μαρτίου και 19 ημερών του μηνός Απριλίου. Επομένως, οι εκμισθωτές δικαιούνται για την ως άνω αίτια το ποσό των (20.908,09 μηνιαίο μίσθωμα + 752,69 τέλος χαρτοσήμου χ 2 μήνες +19 ημέρες =) 57.040,05 ευρώ. Από το ποσό αυτό πρέπει ν' αφαιρεθεί, όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση που δεν πλήττεται ως προς το κεφάλαιο αυτό, η ήδη καταβληθείσα από την εναγομένη μισθώτρια εγγύηση του ποσού των 41.816.18 ευρώ (καταλογιζομένη στις αρχαιότερες οφειλές) και έτσι η οφειλή της τελευταίας προς τους ενάγοντες εκμισθωτές ανέρχεται στο ποσό των (57.040,05 - 41.816,18 =) 15.223,87 ευρώ. Για το μετέπειτα χρονικό διάστημα (20 Απριλίου 2008 - Ιούνιο 2009) ουδεμία οφειλή της μισθώτριας υφίσταται (μισθώματα - διαφορά εγγύησης), αφού η επίμαχη μίσθωση δεν ήταν ενεργός. Περαιτέρω τα αποτελέσματα της καταγγελίας της μίσθωσης του ακαλύπτου χώρου επήλθαν στις 11-3-2008 (δηλαδή έξι μήνες μετά τις 11.9.2007 που επιδόθηκε στους εκμισθωτές), οπότε και λύθηκε η μίσθωση. Επομένως, οι ενάγοντες εκμισθωτές δεν δικαιούνται μισθώματα για το αιτούμενο χρονικό διάστημα (Σεπτέμβριο 2008 - Ιούνιο 2009), αφού η επίμαχη μίσθωση, όπως και η ως άνω, κατά το διάστημα αυτό είχε λυθεί. Και ναι μεν στην περίπτωση της καταγγελίας της μίσθωσης κατ' άρθρο 43 ΠΔ 34/1995 (όπως αυτό ίσχυε κατά το χρόνο των καταγγελιών), ο μισθωτής οφείλει στον εκμισθωτή ως αποζημίωση το καταβαλλόμενο κατά το χρόνο της καταγγελίας μίσθωμα τεσσάρων μηνών, πλην όμως τέτοιο αίτημα δεν υποβλήθηκε με την αγωγή, αλλά ούτε και το Δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει το ποσό αυτό...]. Ακολούθως, το Εφετείο, όπως ήδη εκτέθηκε στην προηγούμενη Ι σκέψη της παρούσας, δέχθηκε ως ουσιαστικά βάσιμη την έφεση της αναιρεσίβλητης και, αφού εξαφάνισε την πρωτόδικη 6060/2013 απόφαση και κράτησε την υπόθεση και την εκδίκασε κατ' ουσίαν, απέρριψε την …/2012 αγωγή και δέχθηκε, κατά ένα μέρος, την …/2012 αγωγή. Με βάση αυτά, το Εφετείο, το οποίο, με την προπαρατιθέμενη αιτιολογία, απέρριψε τον ισχυρισμό που προτάθηκε από τους ενάγοντες - αναιρεσείοντες για ύπαρξη δεδικασμένου που απορρέει από τη 1072/2008 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, κρίνοντας, αντίθετα, ότι οι άκυρες καταγγελίες των μισθώσεων (του άρθρου 585 ΑΚ), εκ μέρους της αναιρεσίβλητης, είναι έγκυρες, κατ' άρθρ. 182 ΑΚ, ως καταγγελίες μεταμέλειας του άρθρου 43 του π.δ. 34/1995, όχι κατά παράβαση του νόμου δέχθηκε ότι δεν υπάρχει δεδικασμένο, διότι, σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν στη μείζονα σκέψη, 1) για τα όρια του δεδικασμένου λαμβάνονται υπόψη οι αιτιολογίες, όπως αντικαταστάθηκαν, ρητά ή σιωπηρά, από το ανώτερο δικαστήριο και στην εξεταζόμενη περίπτωση η παραπάνω πρωτόδικη απόφαση δεν παράγει δεδικασμένο για το ζήτημα αυτό, αφού το Εφετείο Πειραιά, με την 399/2012 απόφασή του, αντικατέστησε τις αιτιολογίες της εκκαλουμένης, οι οποίες και έπαψαν πλέον να ισχύουν, 2) σε κάθε, πάντως, περίπτωση, και υπό την αντίθετη εκδοχή, δηλαδή ότι δεν έχει αντικατασταθεί η συγκεκριμένη αιτιολογία της πρωτόδικης απόφασης, δεν ήταν δυνατό να προκύψει απ' αυτή, για το επίδικο ζήτημα, δεδικασμένο, η έκταση του οποίου εδώ προσδιορίζεται, όχι κατά τη διάταξη του άρθρου 651 εδάφ. β' ΚΠολΔ, όπως ίσχυε τότε, αλλά κατά τις γενικές διατάξεις των άρθρων 321 επ. και 331 του ίδιου Κώδικα (ΑΠ 580/2010, ΑΠ 1225/2000), καθόσον το ζήτημα τούτο ερευνήθηκε πλεοναστικά από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και η σχετική αιτιολογία παρατέθηκε εκ περισσού, όπως προκύπτει από τη χρήση των λέξεων "πρέπει να σημειωθεί...", αφού δεν ήταν αναγκαία για την κρίση της διαφοράς (καταβολής οφειλόμενων μισθωμάτων και διαφοράς εγγύησης - εγκυρότητας ή μη των κατ' άρθρ. 585 ΑΚ, σε συνδυασμό με άρθρ. 576 επ. του ίδιου Κώδικα, καταγγελιών), χωρίς το δικαστήριο να έχει τη δυνατότητα αυτεπάγγελτης εξέτασης της κατ' άρθρ. 182 ΑΚ μετατροπής των άκυρων αυτών καταγγελιών, γιατί, για να επέλθει η μετατροπή, απαιτείται να την επικαλεστεί ένα από τα μέρη της δικαιοπραξίας, όπως θα εκτεθεί και στην επόμενη ΙΙΙ σκέψη της παρούσας, πράγμα που, κατά τις αναιρετικά ανέλεγκτες παραδοχές της πληττόμενης απόφασης, δεν συμβαίνει. Το αίτημα, ειδικά, των αναιρεσειόντων που διατυπώθηκε στις …/2007 και …/2007 αγωγές τους να αναγνωριστεί ότι οι δύο μισθώσεις είναι ενεργοί σχετίζεται με την ακυρότητα των επίδικων τότε καταγγελιών του άρθρου 585 ΑΚ και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν μπορούσε, μετά τη διαπίστωση της ακυρότητας των καταγγελιών αυτών, για την προαναφερόμενη αιτία, να ερευνήσει αυτεπάγγελτα αν συνέτρεχαν ή όχι οι περαιτέρω αντικειμενικές και υποκειμενικές προϋποθέσεις της μετατροπής, ούτε και με βάση όσα εξέθεταν και μάλιστα διηγηματικά οι αναιρεσείοντες με την από 24-1-2008 προσθήκη - αντίκρουση των προτάσεών τους (τέσσερις τον αριθμό) ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, μετά τη συζήτηση, στις 21-1-2008, της υπόθεσης, το οποίο, στη συνέχεια, εξέδωσε την πιο πάνω 1072/2008 απόφασή του, με την επισήμανση ότι, εν πάση περιπτώσει, δεν προκύπτει ότι αυτά καταχωρίστηκαν στα πρακτικά συνεδρίασής του (ΑΠ Ολομ. 2/2005, ΑΠ 611/2016) που δεν προσκομίζονται, ενώ σημειώνεται ότι η γνώση του μισθωτή, κατά τη συνομολόγηση της σύμβασης, για την ύπαρξη πραγματικού ελαττώματος του μισθίου (άρθρ. 579 ΑΚ), συνεπάγεται την απώλεια μόνο των δικαιωμάτων του για μείωση του μισθώματος, αποζημίωση, άρση του ελαττώματος και καταγγελία κατ' άρθρ. 585 του ίδιου Κώδικα (ΑΠ 33/2014) και 3) ο ισχυρισμός για μετατροπή, αν προτείνεται από τον εναγόμενο, αποτελεί ένσταση γνήσια μη αυτοτελή, όπως θα αναφερθεί ακολούθως, και, ως εκ τούτου, αφού δεν προτάθηκε στην προηγούμενη δίκη από την αναιρεσίβλητη, δεν καλύπτεται από το δεδικασμένο, κατ' άρθρ. 330 εδάφ. β' ΚΠολΔ. Ειδικότερα, ναι μεν, κατά την άποψη που κρατεί, από το δεδικασμένο καλύπτονται πάντοτε τα διαπλαστικά δικαιώματα (που δεν προτάθηκαν στην πρώτη δίκη), όπως είναι και αυτό της καταγγελίας μισθωτικής σύμβασης, πλην όμως αναγκαία και απαρέγκλιτη προϋπόθεση για την επέκταση του δεδικασμένου σε διαπλαστικό δικαίωμα, υπό τους όρους του άρθρ. 330 ΚΠολΔ, είναι να εντάσσεται τούτο στο αντικείμενο της δίκης για την οποία εκδόθηκε η τελεσίδικη απόφαση, δηλαδή να μην μπορεί το υπόψη διαπλαστικό δικαίωμα να ασκηθεί ανεξάρτητα από τη δικαιολογική σχέση που κρίθηκε στην προηγούμενη δίκη (βλ. και ΑΠ 1652/2007, ΑΠ 1570/2003). Ο κατ' άρθρ. 330 ΚΠολΔ αποκλεισμός των ισχυρισμών που στηρίζουν το διαπλαστικό δικαίωμα, οι οποίοι δεν προβλήθηκαν, αν και υπήρχαν κατά τη διάρκεια της αρχικής δίκης, προϋποθέτει ότι αυτοί περιλαμβάνονται στην ιστορική βάση, ήτοι ανήκουν στο κύριο αντικείμενο της αρχικής δίκης, ώστε, αν προταθούν και γίνουν δεκτοί στο πλαίσιο της νέας δίκης, να οδηγούν σε διαφορετική απόφαση ως προς το αντικείμενο εκείνης - της αρχικής δίκης. Μόνο, λοιπόν, πραγματικά γεγονότα που δεν προτάθηκαν, τα οποία αναφέρονται στο υλικό της πρώτης δίκης, στο οποίο και στηρίχθηκε η κρίσιμη απόφαση, καταλαμβάνονται από το δεδικασμένο, ώστε η πρότασή τους να αποκλείεται σε μελλοντική δίκη. Αντίθετα, δεν αποκλείεται η μεταγενέστερη επίκληση περιστατικών που υπήρχαν μεν κατά τη διάρκεια της πρώτης δίκης, δεν ανήκουν, όμως, στο υποχρεωτικό, κατά τους κανόνες του ουσιαστικού δικαίου (άρθρ. 216 παρ. 1 εδάφ. α' ΚΠολΔ), περιεχόμενο του βιοτικού συμβάντος που αποτέλεσε το αντικείμενο εκείνης της δίκης. Από την ενέργεια του αποκλεισμού καταλαμβάνονται, επομένως, εκείνοι οι ισχυρισμοί (ενστάσεις), οι οποίοι περιλαμβάνονται στο κοινό και των δύο (της πρώτης και της δεύτερης) των δικών. Με άλλα λόγια, η ταυτότητα αντικειμένου αρχικής και μεταγενέστερης δίκης αποτελεί αναγκαίο όρο για την επέκταση του δεδικασμένου και στις ενστάσεις που στηρίζονται σε αγώγιμο δικαίωμα. Οποιοδήποτε διαπλαστικό δικαίωμα που δεν αναφέρεται στο επίδικο βιοτικό συμβάν και δεν εντάσσεται στο πλέγμα του αντικειμένου της αρχικής δίκης δεν καταλαμβάνεται από τα αντικειμενικά όρια του δεδικασμένου της δίκης αυτής και μπορεί να προβληθεί απεριόριστα στο πλαίσιο μελλοντικής δίκης, ακόμη και όταν τα πραγματικά περιστατικά που απαρτίζουν τις προϋποθέσεις της άσκησής του ή ακόμη και όταν η ίδια η άσκηση του εν λόγω διαπλαστικού δικαιώματος είχαν ήδη συντελεστεί κατά τη διάρκεια της αρχικής δίκης. Στην παρούσα περίπτωση, είναι προφανές ότι το αντικείμενο της πρώτης δίκης περιορίστηκε, όπως ήταν εύλογο, στην αναγνώριση απλώς ότι οι επίδικες μισθώσεις δεν λύθηκαν με τις, κατ' άρθρ. 576 επ., 585 ΑΚ, καταγγελίες της μισθώτριας και στο πλαίσιο αυτό περιορίστηκε, κατ' ανάγκη, η στάση της τελευταίας, της οποίας οι ισχυρισμοί εντάσσονταν και εξυπηρετούσαν το αντικείμενο της δίκης εκείνης. Τα αυτοτελή περιστατικά της, κατ' άρθρ. 43 π.δ. 34/1995, καταγγελίας (μεταμέλειας) συγκροτούν διαφορετική ιστορική βάση που δεν αφορούσε …αντικειμενικά να κριθούν από το δικαστήριο σε εκείνη τη δίκη, όχι επειδή δεν είχαν λάβει χώρα, αλλά επειδή δεν αφορούσαν στο αντικείμενο της δίκης. Η νέα αυτή ιστορική και νομική βάση της καταγγελίας (μεταμέλειας) της μίσθωσης μπορεί, έτσι, να αποτελέσει αντικείμενο αυτοτελούς δικαστικής προστασίας μέσω αγωγής, ανταγωγής κ.λπ. και, άρα, η σχετική ένσταση της μισθώτριας, που ασκήθηκε κατά τη διάρκεια της δεύτερης δίκης επί των …/2012 και …/2012 αγωγών των εκμισθωτών για την καταψήφιση των καθυστερούμενων μισθωμάτων κ.λπ. για το μετέπειτα, της πρώτης δίκης, χρονικό διάστημα, στηρίζεται σε διαφορετική δικαιοπαραγωγική αιτία (βάση) από εκείνη που κρίθηκε, τελεσίδικα (μετά την έκδοση της 399/2012 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πειραιά), με τη 1072/2008 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που έκρινε δεσμευτικά για την πραγματική κατάσταση που είχε δημιουργηθεί με τις καταγγελίες του άρθρου 585 ΑΚ της μισθώτριας και, ως εκ τούτου, δεν εμποδίζεται από το δεδικασμένο της απόφασης αυτής, αφού ούτε ταυτότητα ούτε σχέση προδικαστικότητας υπάρχει μεταξύ του αντικειμένου της πρώτης δίκης και του επίμαχου ισχυρισμού (ένστασης) της μισθώτριας κατά τη δεύτερη δίκη. Άλλωστε, είναι αυτονόητο ότι η διάγνωση της, ήδη αμετάκλητης, πιο πάνω 1072/2008 απόφασης ότι οι επίδικες, από 25-7-1997, μισθωτικές σχέσεις μεταξύ των διαδίκων είναι ισχυρές και ενεργοί δεν σημαίνει κιόλας ότι αυτές θα παραμείνουν για πάντα ενεργοί και ότι στο μέλλον δεν θα καταστούν ανενεργοί με πρωτοβουλία των διαδίκων ή από άλλα γεγονότα, αν ληφθεί υπόψη ότι η κρυστάλλωση της έννομης σχέσης από μία δικαστική απόφαση δεν μπορεί να αποτρέψει τις μελλοντικές εξελίξεις σχετικά με την ίδια αυτή έννομη σχέση. Κατόπιν αυτών, ο πρώτος λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθμ. 16 ΚΠολΔ, με τον οποίο οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν τα αντίθετα, είναι αβάσιμος.
ΙΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 43 του π.δ 34/1995 (άρθρα 12 του ν. 813/1978, 3 του ν. 2041/1992), όπως ίσχυε πριν τροποποιηθεί με το άρθρο 17 παρ. 1 ν. 3853/2010 και, ακολούθως, με το άρθρο 13 παρ. 1 και 2α ν. 4242/2014, αν πρόκειται για σύμβαση μίσθωσης που ρυθμίζεται από αυτό, "ο μισθωτής μπορεί μετά την πάροδο διετίας από την έναρξη της σύμβασης να καταγγείλει τη μίσθωση. Η καταγγελία γίνεται εγγράφως και τα αποτελέσματά της επέρχονται μετά την πάροδο έξι (6) μηνών από αυτή. Στην περίπτωση αυτή ο μισθωτής οφείλει στον εκμισθωτή ως αποζημίωση το καταβαλλόμενο κατά το χρόνο της καταγγελίας μίσθωμα τεσσάρων μηνών". Με τη διάταξη αυτή, που θεσπίστηκε προς προστασία του εκμισθωτή από τον κίνδυνο πρόωρης και αιφνίδιας λύσης της μίσθωσης, παρέχεται στο μισθωτή εμπορικής μίσθωσης το δικαίωμα να καταγγείλει τη μίσθωση (καταγγελία μεταμέλειας), εφόσον, αφενός μεν, η μίσθωση παραμένει ενεργός και, αφετέρου, έχει παρέλθει διετία από την έναρξή της. Η καταγγελία αυτή που είναι δικαίωμα διαπλαστικό και μη αυτοτελές τελεί υπό αναβλητική προθεσμία έξι μηνών και συνεπάγεται την υποχρέωση του μισθωτή να καταβάλει στον εκμισθωτή εφάπαξ αποζημίωση από τέσσερα μηνιαία μισθώματα, υπολογιζόμενα κατά το χρόνο άσκησης της καταγγελίας (ΑΠ 161/2017, ΑΠ 643/2014, ΑΠ 1012/2012, ΑΠ 213/2012, ΑΠ 246/2011). Περαιτέρω, η καταγγελία, ως δικαιοπραξία, επιδέχεται μετατροπή, σύμφωνα με το άρθρο 182 ΑΚ, κατά το οποίο "όταν η άκυρη δικαιοπραξία περιέχει τα στοιχεία άλλης δικαιοπραξίας, αυτή ισχύει, εφόσον συνάγεται ότι τα μέρη θα την ήθελαν, αν ήξεραν την ακυρότητα". Η διάταξη αυτή περιέχει μεν τις λέξεις "τα μέρη", πλην όμως η διατύπωση αυτή δεν αποκλείει τη μετατροπή και σε περίπτωση μονομερούς δικαιοπραξίας. Έτσι, για τη μετατροπή της άκυρης σε άλλη, έγκυρη, δικαιοπραξία, απαιτείται: 1) Η ακυρότητα της πρώτης και η άγνοια των μερών για την ακυρότητα αυτή. Η εν λόγω μετατροπή είναι δυνατή, ανεξάρτητα από το λόγο στον οποίο οφείλεται η ακυρότητα. Άκυρη, κατ' άρθρ. 180 ΑΚ, είναι η δικαιοπραξία, η οποία, εξαιτίας της ύπαρξης ελαττώματος που συνιστά λόγο ακυρότητας, δεν παράγει τα επιδιωκόμενα έννομα αποτελέσματα (ΑΠ Ολομ. 18/2005). 2) Η άκυρη δικαιοπραξία να περιέχει και τα στοιχεία της κατά μετατροπή έγκυρης και 3) Η υποθετική βούληση των μερών να ισχύσει η κατά μετατροπή άλλη δικαιοπραξία, αν αυτά γνώριζαν την ακυρότητα (ΑΠ 161/2017, ΑΠ 1843/2009, ΑΠ 841/2009, ΑΠ 594/2000). Αυτή η βούληση των μερών για τη μετατροπή της δικαιοπραξίας πρέπει να θεωρείται ότι υπάρχει όταν με την άλλη δικαιοπραξία επιτυγχάνεται ο πρακτικός, οικονομικός ή άλλος σκοπός που επιδιώκουν τα μέρη, δηλαδή όταν η άλλη δικαιοπραξία έχει, ολικά ή μερικά, τις ίδιες συνέπειες ή ουσιωδώς αντίστοιχες με εκείνες που θα είχε η άκυρη δικαιοπραξία αν ήταν ισχυρή. Και τούτο, διότι εκείνο που επιδιώκεται με τη μετατροπή είναι η πραγμάτωση, όσο είναι δυνατό, της βούλησης των μερών. Η υποθετική θέληση των μερών (επί συμβάσεως αμφοτέρων αυτών) πρέπει να προβάλλεται και να αποδεικνύεται από ένα από τα μέρη, διαφορετικά δεν χωρεί μετατροπή, γιατί ο δικαστής δεν υποκαθιστά τη μη δυνάμενη να συναχθεί υποθετική βούληση με δική του αντικειμενική εκτίμηση (ΑΠ 161/2017, ΑΠ 121/2014, ΑΠ 1843/2009, ΑΠ 334/2006, ΑΠ 594/2000). Αν η μετατροπή προτείνεται από τον εναγόμενο (ΑΠ 792/2006, ΑΠ 551/2003), πρόκειται για καταλυτική ένσταση (ΑΠ 247/2004), γνήσια μη αυτοτελή (ΑΠ 161/2017). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 1 εδάφ. α' του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών... Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται με βάση τα πραγματικά περιστατικά που ανέλεγκτα το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν και την υπαγωγή τους στο νόμο και ιδρύεται αυτός ο λόγος αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση. Με το λόγο αυτόν δεν επιτρέπεται να πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, υπό την επίκληση ότι αυτή παραβίασε κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο κατά το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ (ΑΠ 849/2007). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο παρών λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). Για να είναι ορισμένος ο λόγος αυτός πρέπει να διαλαμβάνονται στο αναιρετήριο: α) οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης ή μνεία ότι αυτή δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, β) ο ισχυρισμός (αγωγικός, ένσταση) και τα περιστατικά που προτάθηκαν για τη θεμελίωσή του, ως προς τον οποίο η έλλειψη, η ανεπάρκεια ή η αντίφαση και η σύνδεσή του με το διατακτικό και γ) εξειδίκευση του σφάλματος του δικαστηρίου, δηλαδή, αν πρόκειται για παντελή έλλειψη αιτιολογίας, μνεία μόνο τούτου, αν πρόκειται για ανεπαρκή αιτιολογία, ποία επιπλέον περιστατικά έπρεπε να αναφέρονται ή ως προς τι υπάρχει έλλειψη νομικού χαρακτηρισμού και, αν πρόκειται για αντιφατικές αιτιολογίες, ποίες είναι αυτές, σε τι συνίσταται η αντίφαση και από πού προκύπτει. Δεν έχει, όμως, εφαρμογή η παραπάνω διάταξη, όταν οι ελλείψεις ανάγονται στην εκτίμηση των αποδείξεων και, ιδίως, στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που εξάγεται απ' αυτές, γιατί στην κρίση του αυτή το δικαστήριο προβαίνει ανέλεγκτα κατά το άρθρο 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ, εκτός αν δεν είναι σαφές και πλήρες το πόρισμα και για το λόγο αυτόν γίνεται αδύνατος ο αναιρετικός έλεγχος. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή γιατί δεν αποδείχθηκε. Τα επιχειρήματα του δικαστηρίου που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές, με βάση τις οποίες διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και, συνεπώς, δεν αποτελούν "αιτιολογία" της απόφασης, ώστε, στο πλαίσιο της υπόψη διάταξης του άρθρου 559 αριθμ. 19 του ΚΠολΔ, αυτή να επιδέχεται μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, ενώ δεν δημιουργείται ο ίδιος λόγος αναίρεσης ούτε εξαιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς, οπότε ο σχετικός λόγος αναίρεσης είναι απαράδεκτος. Στην ερευνώμενη περίπτωση, με τους δεύτερο, τρίτο και τέταρτο λόγους αναίρεσης, προσάπτονται στην προσβαλλόμενη απόφαση αναιρετικές πλημμέλειες από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με την επίκληση ότι το Εφετείο, με την απόφασή του αυτή, παραβίασε τις διατάξεις, ουσιαστικού δικαίου, των άρθρων 576, 579, 580, 586, 180, 182 ΑΚ και 43 π.δ. 34/1995, ευθέως, με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή, αλλά και εκ πλαγίου, διότι διέλαβε ανεπαρκείς, ασαφείς και αντιφατικές αιτιολογίες που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή όχι εφαρμογή των διατάξεων αυτών, στερώντας την απόφασή του από νόμιμη βάση και ειδικότερα: 1) α) Δεν προσδιορίζεται από ποία συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά αποδείχθηκε ότι συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις μετατροπής των άκυρων, κατ' άρθρ. 585 ΑΚ, από 7-9-2007 και 12-10-2007, καταγγελιών σε έγκυρες καταγγελίες μεταμέλειας του άρθρου 43 π.δ. 34/1995 και κυρίως από ποία στοιχεία του κειμένου των καταγγελιών αυτών της αναιρεσίβλητης - μισθώτριας ή των προτάσεών της ή και πέραν αυτών, το Εφετείο έκρινε ότι η υποθετική βούληση της τελευταίας, κατά το χρόνο άσκησης των άκυρων καταγγελιών, ήταν να ισχύσουν αυτές ως έγκυρες δηλώσεις μεταμέλειας, αν ληφθεί υπόψη και το γεγονός ότι η αναιρεσίβλητη καθ' όλη την εξαετή διάρκεια του προηγούμενου δικαστικού αγώνα δεν προέβαλε τέτοιον ισχυρισμό και β) Αντιφατικά έγινε δεκτό ότι μπορεί να εφαρμοστεί, στην κρινόμενη περίπτωση, η διάταξη του άρθρου 182 ΑΚ, αφού, κατά τις σχετικές παραδοχές της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, η αναιρεσίβλητη γνώριζε, κατά την κατάρτιση των μισθώσεων, την ύπαρξη του πραγματικού ελαττώματος του μίσθιου αποθηκευτικού χώρου, άρα γνώριζε ότι οι καταγγελίες της για την αιτία αυτή είναι άκυρες και, συνακόλουθα, ότι δεν ήταν δυνατό να ισχύσουν, κατά μετατροπή, ως καταγγελίες μεταμέλειας (δεύτερος λόγος αναίρεσης, από το άρθρο 559 αριθμ. 19 ΚΠολΔ). 2) Το Εφετείο εσφαλμένα έκρινε ότι οι επίδικες, αβάσιμες κατά περιεχόμενο, καταγγελίες που στηρίζονται σε αναληθείς προϋποθέσεις για την ύπαρξη πραγματικού ελαττώματος (καθώς η αναιρεσίβλητη γνώριζε το ελάττωμα του μισθίου κατά το χρόνο που συνομολογήθηκαν οι μισθώσεις) εμπίπτουν στην έννοια των "άκυρων" δικαιοπραξιών του άρθρου 182 ΑΚ, ενώ αυτές δεν μπορούν να ισχύσουν, κατά μετατροπή, ως έγκυρες καταγγελίες μεταμέλειας, επειδή η ακυρότητά τους συνίσταται, κατά τις οικείες παραδοχές, στο ότι οι ισχυρισμοί στους οποίους στηρίζονταν ήταν αβάσιμοι και όχι στο ότι είχε εμφιλοχωρήσει κάποιο ελάττωμα κατά την κατάρτιση των μισθώσεων που απέκλειε την επέλευση των επιδιωκόμενων αποτελεσμάτων (τρίτος λόγος αναίρεσης, από το άρθρο 559 αριθμ. 1 ΚΠολΔ) και 3) α) Μολονότι έχει κριθεί αμετάκλητα, όπως και το Εφετείο δέχεται, ότι η μισθώτρια - αναιρεσίβλητη γνώριζε, κατά τον κρίσιμο χρόνο, την ύπαρξη του πραγματικού ελαττώματος, άρα και την ακυρότητα των καταγγελιών για την αιτία αυτή, εν τούτοις, το δικαστήριο εφάρμοσε, εσφαλμένα, τη διάταξη του άρθρου 182 ΑΚ που προϋποθέτει άγνοια της διαδίκου αυτής για την ακυρότητα και β) Οι προαναφερόμενες δύο μορφές καταγγελίας διαφέρουν μεταξύ τους κατά φύση, έκταση, συνέπειες και αποτελέσματα και, κατά συνέπεια, οι άκυρες καταγγελίες του άρθρου 585 ΑΚ δεν μπορούν να ισχύσουν, κατά μετατροπή, ως έγκυρες καταγγελίες μεταμέλειας του άρθρου 43 π.δ. 34/1995 (τέταρτος λόγος αναίρεσης, από το άρθρο 559 αριθμ. 1 ΚΠολΔ). Οι λόγοι αυτοί είναι αβάσιμοι, σύμφωνα και με όσα έχουν προεκτεθεί στην αρχή της παρούσας σκέψης και συγκεκριμένα: 1) Ο δεύτερος λόγος, κατά το πρώτο σκέλος του, αφού το Εφετείο δέχεται με επαρκείς, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή όχι εφαρμογή των πιο πάνω διατάξεων, χωρίς να έχει στερήσει την απόφασή του από νόμιμη βάση, ότι η (υποθετική) βούληση της αναιρεσίβλητης να ισχύσουν οι άκυρες καταγγελίες του άρθρου 585 ΑΚ, κατά μετατροπή, ως έγκυρες καταγγελίες μεταμέλειας προκύπτει από το γεγονός ότι αυτή ήθελε να λυθούν οπωσδήποτε οι μισθώσεις, αφού τα μίσθια ήταν πλέον ακατάλληλα για τη συμφωνημένη χρήση, χωρίς να είναι αναγκαία η παράθεση και άλλων αιτιολογιών. 2) Ο τρίτος λόγος, διότι είναι δυνατή η μετατροπή, κατ' άρθρ. 182 ΑΚ, άκυρης δικαιοπραξίας σε άλλη έγκυρη, ανεξάρτητα από το λόγο στον οποίο οφείλεται η ακυρότητα. 3) Οι συναφείς δεύτερος λόγος, κατά το δεύτερο σκέλος του και τέταρτος λόγος, κατά το πρώτο σκέλος του, καθόσον δεν υπάρχει παραδοχή του Εφετείου ότι η αναιρεσίβλητη - μισθώτρια γνώριζε την ακυρότητα των, κατ' άρθρ. 585 ΑΚ, καταγγελιών της και, ως εκ τούτου, οι λόγοι αυτοί στηρίζονται σε εσφαλμένη προϋπόθεση και 4) Ο τέταρτος λόγος, κατά το δεύτερο σκέλος του, γιατί η βούληση των μερών (εδώ, της αναιρεσίβλητης) για τη μετατροπή της δικαιοπραξίας θεωρείται ότι υπάρχει όταν με την άλλη δικαιοπραξία επιτυγχάνεται ο επιδιωκόμενος σκοπός, δηλαδή, στην παρούσα περίπτωση, η λύση των μισθώσεων, δεδομένου ότι η άλλη δικαιοπραξία (καταγγελία μεταμέλειας) έχει ουσιωδώς παρόμοιες έννομες συνέπειες με εκείνες που θα είχε η άκυρη δικαιοπραξία (καταγγελία του άρθρ. 585 ΑΚ), αν ήταν ισχυρή (ΑΠ 594/2000).
ΙV. Μετά από αυτά, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί και να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου, που έχουν καταθέσει οι αναιρεσείοντες, στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3 εδάφ. ε' του ΚΠολΔ, όπως ισχύει και εφαρμόζεται στην παρούσα υπόθεση μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015 που ισχύει, κατ' άρθρ. 1 άρθρο ένατο παρ. 2 και 4 αυτού, για τα ένδικα μέσα που κατατίθενται από 1-1-2016). Τέλος, οι αναιρεσείοντες που νικήθηκαν στη δίκη πρέπει να καταδικαστούν στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσίβλητης, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημά της (άρθρα 176, 183, 189 παρ. 1, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 19 Δεκεμβρίου 2016 και με αύξοντα αριθμό κατάθεσης …/20-12-2016 αίτηση των Ν. Ε. Τ. κ.λπ. για αναίρεση της 698/2015 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά.
Διατάζει την εισαγωγή του παραβόλου, που έχουν καταθέσει οι αναιρεσείοντες, στο δημόσιο ταμείο. Kαι
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Φεβρουαρίου 2018.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 2 Μαρτίου 2018.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ