Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2686 / 2008    (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Αναιρέσεων συνεκδίκαση, Δωροδοκία, Πολιτική αγωγή, Εξακολουθούν έγκλημα, Νομίμου βάσεως έλλειψη.




Περίληψη:
Συνεκδίκαση πέντε αιτήσεων. Δωροδοκία ενεργητική και παθητική κατ’ εξακολούθηση, για βεβαίωση από γεωπόνο ότι παραδόθηκαν προς χυμοποίηση εσπεριδοειδή που δικαιούνται επιδότησης από την Ε.Ε. . Στοιχεία αδικημάτων. Αιτιολογία αποφάσεως. Λόγοι αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας - νόμιμης βάσης ως προς την ιδιοποίηση και τα ιδιαίτερα τεχνάσματα και μη αξιολόγηση εγγράφων. Πολιτική αγωγή. Παράσταση Δημοσίου και για ηθική βλάβη από το αδίκημα της δωροδοκίας. Προστατευόμενο έννομο αγαθό στην παράβαση ανωτέρω πράξεις ή παραλείψεις του. Υπαλληλικός Κώδικας. Άρθρο 38 του Ν. 2683/1999, αντίστοιχη διάταξη άρθρ.85 του Π.Δ. 611/1977, ήδη άρθρ. 38 του Ν. 3528/2007. Ο υπάλληλος δεν ευθύνεται έναντι των τρίτων για τις πράξεις ή παραλείψεις του. Λόγοι αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας και νόμιμης βάσης για ασάφεια ως προς την αρμοδιότητα του δωροδοκηθέντος να προβεί σε ενέργειες, χάριν των οποίων φέρεται ότι δωροδοκήθηκε και αν τα ποσά καταβλήθηκαν για μέλλουσα ενέργεια και για ασάφειες και αντιφάσεις σε κρίσιμα για την ενοχή των κατηγορουμένων περιστατικά. Λόγοι αναίρεσης για έλλειψη ακροάσεως (μη απάντησε σε αυτοτελής ισχυρισμούς) και διότι δεν απάντησε σε ισχυρισμό ότι πρωτόδικο δικαστήριο μετέβαλε την κατηγορία. Κάθε ακυρότητα της πρωτόδικης αποφάσεως καλύπτεται με την έκδοση της επί της ουσίας αποφάσεως του Εφετείου και το Εφετείο δεν είναι υποχρεωμένο ν’ απαντήσει σε σχετικό ισχυρισμό περί ακυρότητας. Απορρίπτει όλους τους λόγους αναιρέσεως. Απορρίπτει αιτήσεις.




ΑΡΙΘΜΟΣ 2686/2008

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
E' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Kωνσταντίνο Κούκλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη - Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό, Ιωάννη Παπουτσή (κωλυομένου του Αρεοπαγίτη Ελευθερίου Νικολόπουλου) και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 14 Νοεμβρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1. Χ1, 2. Χ2, που παραστάθηκαν με τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους Βασίλειο Δημακόπουλο και Παύλο Μάρκελλο, 3. Χ3, 4. Χ4, που εκπροσωπήθηκαν από τους ίδιους ως άνω δικηγόρους και 5. Χ5, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Παπαναστασόπουλο, περί αναιρέσεως της 278-279/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου. Με πολιτικώς ενάγον τον Ελληνικό Δημόσιο, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό των Οικονομικών και εδρεύει στην Αθήνα, το οποίο στο ακροατήριο εκπροσώπησε η Πάρεδρος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Φωτεινή Δεδούση.
Το Τριμελές Εφετείο Ναυπλίου, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 15 Ιουλίου 2008 τέσσερις αυτοτελείς αιτήσεις αναιρέσεως των τεσσάρων πρώτων αναιρεσειόντων και στην από 10 Ιουλίου 2008 του πέμπτου εξ αυτών, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1215/2008.

Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των ως άνω διαδίκων, που παραστάθηκαν, οι οποίοι ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Οι κρινόμενες 1) από 15/7/2008 ( με αρ.πρωτ. 6319/18-7-08) , 2) από 15/7/2008 ( με αρ.πρωτ. 6321/18-7-08), 3) από 15/7/2008 ( με αρ.πρωτ. 6318/17-7-08), 4) από 15/7/2008 ( με αρ.πρωτ. 6320/18-7-08) και 5) από 10/7/2008 αιτήσεις αναιρέσεως των 1) Χ1, 2) Χ2, 3) Χ3, 4) Χ4 και 5) Χ5, αντιστοίχως, για αναίρεση της 278-279/2008 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου, έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, και πρέπει να συνεκδικασθούν, ως συναφείς.
ΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 171 αρ.2 ΚΠΔ, απόλυτη ακυρότητα, που δημιουργεί λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α του ΚΠΔ, η οποία λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάδιο της διαδικασίας, ακόμη και στον Αρειο Πάγο, επιφέρει και η παρά το νόμο παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος στη διαδικασία του ακροατηρίου. Τέτοια ακυρότητα υπάρχει όταν δεν συντρέχουν στο πρόσωπο του πολιτικώς ενάγοντος οι όροι της ενεργητικής και παθητικής νομιμοποιήσεως για την άσκηση της πολιτικής αγωγής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 63 και 64 του ΚΠΔ και όταν παραβιάστηκε η διαδικασία που έπρεπε να τηρηθεί σχετικά με τον τρόπο και το χρόνο ασκήσεως της υποβολής αυτής, κατά το άρθρο 68 του ΚΠΔ και όχι άλλες πλημμέλειες, μεταξύ των οποίων και εκείνη που δημιουργείται στην περίπτωση, κατά την οποία η ασκουμένη αξίωση για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από το αδίκημα έχει υποπέσει στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 937 ΑΚ, όταν ο κατηγορούμενος δεν πρότεινε ένσταση παραγραφής, αφού η εκ του λόγου τούτου απόσβεση της σχετικής αξίωσης λαμβάνεται υπόψη και από το ποινικό δικαστήριο κατόπιν προβολής ενστάσεως παραγραφής και όχι αυτεπαγγέλτως, έστω και αν προκύπτει από το αποδεικτικό υλικό. Εφόσον όμως, η ένσταση αυτή της παραγραφής, διατυπώνεται από τον κατηγορούμενο κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, το Δικαστήριο υποχρεούται να απαντήσει επί της ενστάσεως αυτής, αφού η τυχόν βασιμότητά της συνεπάγεται την έλλειψη ενεργητικής νομιμοποίησης της πολιτικής αγωγής και συνακόλουθα τη μη δυνατότητα αυτής να παρασταθεί στο ποινικό Δικαστήριο, προς ικανοποίηση αξιώσεών της. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 937 ΑΚ "η απαίτηση από αδικοπραξία παραγράφεται μετά πενταετία, αφότου ο παθών έμαθε τη ζημία και τον υπόχρεο σε αποζημίωση σε κάθε όμως περίπτωση η απαίτηση παραγράφεται μετά την πάροδο είκοσι ετών από την πράξη. Αν η αδικοπραξία αποτελεί συνάμα κολάσιμη πράξη που κατά τον ποινικό νόμο υπόκειται σε μακρότερη παραγραφή, αυτή ισχύει και για την απαίτηση αποζημίωσης". Η δεύτερη παράγραφος της παραπάνω διατάξεως υπαγορεύθηκε για το λόγο, ότι δεν θα ήταν δικαιολογημένη η κατάλυση μέσω της παραγραφής της αστικής προς αποζημίωση απαιτήσεως, ενόσω ο δράστης της αδικοπραξίας θα ήταν ακόμη εκτεθειμένος στην, βαρύτερα πλήττουσα αυτόν, ποινική δίωξη και στη συνέχεια καταδίκη. Προκειμένου δε περί πλημμελημάτων, που εν προκειμένω ενδιαφέρει, η ποινική παραγραφή της καλύπτουσας την αδικοπραξία κολάσιμης πράξεως ανέρχεται σε πέντε (5) έτη και σύμφωνα με το άρθρο 17 του ΠΚ αρχίζει από το χρόνο κατά τον οποίο ο υπαίτιος ενήργησε ή όφειλε να ενεργήσει. Δηλαδή η αφετηρία της ποινικής παραγραφής μπορεί να είναι διαφορετική από την αφετηρία της αστικής από αδικοπραξία απαιτήσεως, όπως αυτή προβλέπεται στην παρ. 1 του άρθρου 937 ΑΚ. Για τη διακρίβωση, αν, προκειμένου περί πλημμελημάτων, είναι ή όχι μακρότερη η ποινική παραγραφή σε σύγκριση με την αστική παραγραφή, δεν συνυπολογίζεται το οριζόμενο από την παρ. 3 του άρθρου 113 ΠΚ μέγιστο διάστημα της αναστολής, κατά το οποίο διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση και το οποίο ανέρχεται σε τρία (3) έτη. Εφόσον δε η αστική παραγραφή της αξιώσεως είναι μακρότερη της ποινικής, αυτή λαμβάνεται υπόψη προκειμένου να κριθεί, αν υφίσταται ενεργής αξίωση του πολιτικώς ενάγοντος από αδικοπραξία, ώστε να νομιμοποιείται ενεργητικά να παρασταθεί στο ποινικό Δικαστήριο, προς ικανοποίηση αξιώσεών του, αφού η πιο πάνω διάταξη της παρ. 2 του άρ.937 ΑΚ υπαγορεύθηκε για να επιμηκύνει το χρόνο της παραγραφής και όχι να τον συντομεύσει. Στην προκειμένη περίπτωση, οι κατηγορούμενοι και ήδη αναιρεσείοντες είχαν προβάλλει, ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου, το αίτημα για την αποβολή της πολιτικής αγωγής, διότι η παράσταση της πολιτικής αγωγής εκ μέρους του Ελληνικού Δημοσίου δηλώθηκε για πρώτη φορά την 6-6-2006, όπου εκδικάσθηκε σε πρώτο βαθμό και έκτοτε "έχει παρέλθει πενταετία από το χρόνο τέλεσης του αδικήματος μέχρι το χρόνο που έγινε η δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής, οπότε το δικαίωμα πολιτικής αγωγής υπέπεσε σε παραγραφή". Το αίτημα αυτό απέρριψε το Δικαστήριο με την ακόλουθη αιτιολογία: "Επειδή από τα αναφερόμενα στην επομένη σκέψη της παρούσης αποδεικτικά μέσα αποδεικνύεται ότι το Ελληνικό Δημόσιο για πρώτη φορά έλαβε γνώση της τελέσεως των ανωτέρω αξιοποίνων πράξεων και ότι δράστες αυτών ήσαν οι εν προκειμένω κατηγορούμενοι, στις 7-8-2001, κατά την κοινοποίηση από την Οικονομική Επιθεώρηση Γεωργίας Πελοποννήσου και Δ. Στερεάς Ελλάδος στην Διεύθυνση Οικονομικού Ελέγχου και Επιθεωρήσεως του Υπουργείου Γεωργίας στην Αθήνα της ειρημένης υπ' αριθμ. πρωτ: 22/7-8-2001 πορισματικής εκθέσεως της Οικονομικής Επιθεωρητρίας του Υπουργείου ...., στην οποίαν το πρώτον εξετίθεντο οι ανωτέρω αξιόποινες πράξεις και εφέροντο ως δράστες αυτών οι ως άνω κατηγορούμενοι. Το αντίθετο, και δη ότι το Ελληνικό Δημόσιο έλαβε γνώση της τελέσεως των πράξεων αυτών και των εν λόγω δραστών κατά τον χρόνο τελέσεως των εγκλημάτων αυτών ή κατ' άλλον προγενέστερο του ανωτέρω χρόνον, δεν αποδεικνύεται από κανένα αποδεικτικό μέσο.
Συνεπώς η, ως εκ της επ' ακροατηρίου αναγνωσθείσης υπ' αριθμ. 2114β/6-6-2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κορίνθου προκύπτει, κατά την 6-6-2006 το πρώτον γενομένη επ' ακροατηρίου του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου δήλωση του Ελληνικού Δημοσίου, ότι παρίσταται ως πολιτικώς ενάγον κατά των κατηγορουμένων για χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη από την μείωση του κύρους της εν λόγω δημοσίας υπηρεσίας του και δη της Διευθύνσεως Γεωργίας Αχαΐας και τον κλονισμό της εμπιστοσύνης των πολιτών προς την σύννομη και εύρυθμη λειτουργία αυτής, είναι παραδεκτή, ως ασκηθείσα εντός της υπό του άρθρου 937 του ΑΚ οριζόμενης πενταετίας, ήτοι εντός του χρόνου που εισέτι δεν είχε ούτε σημειωτέον έχει παραγραφεί η σχετική αξίωση του......". Οι τρίτος, τέταρτος και πέμπτος από τους αναιρεσείοντες, προβάλλουν τις αιτιάσεις ότι εσφαλμένα απορρίφθηκε η ένστασή τους για την αποβολή της πολιτικής αγωγή, διότι παραγράφηκε το δικαίωμα της και ότι η πιο πάνω αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως είναι εσφαλμένη, καθόσον, όπως υποστηρίζουν, η παραγραφή του δικαιώματος της πολιτικής αγωγής ακολουθεί την παραγραφή του αξιοποίνου του αδικήματος και σύμφωνα με τις διατάξεις που επικαλούνται (112,17 ΠΚ) "ως χρόνος τελέσεως της πράξης θεωρείται εκείνος κατά τον οποίο ο υπαίτιος ενήργησε ή όφειλε να ενεργήσει, ενώ είναι αδιάφορος ο χρόνος κατά τον οποίο επήλθε το αποτέλεσμα, και σε κάθε περίπτωση είναι αδιάφορος (στα αυτεπαγγέλτως διωκόμενα αδικήματα) ο χρόνος που ο παθών λαμβάνει γνώση". Οι αιτιάσεις αυτές είναι αβάσιμες και στηρίζονται στην εσφαλμένη προϋπόθεση, ότι ο χρόνος παραγραφής των αξιώσεων της πολιτικής αγωγής δεν αρχίζει από το χρόνο που το Ελληνικό Δημόσιο έλαβε γνώση της αδικοπραξίας, όπως ορθώς δέχθηκε το Τριμελές Εφετείο, με την πιο πάνω πλήρως αιτιολογημένη απόφασή του, και ο οποίος, όπως ανελέγκτως αυτό δέχθηκε, ήταν στις 6/6/2006, αλλά, όπως εσφαλμένα οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν, η παραγραφή αρχίζει σε κάθε περίπτωση από το χρόνο τελέσεως του αδικήματος. Περαιτέρω οι τρίτος τέταρτος και πέμπτος αναιρεσείοντες προβάλλουν τις αιτιάσεις ότι, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης, μετά την υποβολή της ενστάσεώς τους περί αποβολής της πολιτικής αγωγής, το Δικαστήριο επιφυλάχθηκε να απαντήσει επ' αυτής, αφού, (όπως αναφέρεται στην απόφαση), η επί του ζητήματος κρίση του προϋποθέτει εκτίμηση των αποδείξεων. Πλην όμως, όπως αναφέρουν οι πιο πάνω αναιρεσείοντες, ενώ "η απόφαση επί της νομιμοποίησης πρέπει να εκδοθεί μέχρι πέρατος της αποδεικτικής διαδικασίας και πριν από τις αγορεύσεις των συνηγόρων", το Δικαστήριο αποφάνθηκε για τη νομιμότητα της παράστασης της πολιτικής αγωγής, με το σκεπτικό της περί ενοχής αποφάσεως, "αφού όμως έχει παρασταθεί κανονικά καθ' όλη τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασία" και "χωρίς να τηρηθεί η διαδικασία που επιβάλλεται από το άρθρο 68 ΚΠΔ ως προς τον τρόπο και χρόνο ασκήσεως και υποβολής της πολιτικής αγωγής", και ότι επήλθε και εξ αυτού του λόγου ακυρότητα της διαδικασίας, λόγω παράνομης παράστασης της πολιτικής αγωγής. Οι αιτιάσεις, αυτές των πιο πάνω αναιρεσειόντων είναι απορριπτέες, καθόσον ουδεμία σημασία έχει ο χρόνος κατά τον οποίο αποφαίνεται το Δικαστήριο επί της ενστάσεως των κατηγορουμένων για παράνομη παράσταση της πολιτικής αγωγής, εφόσον με την απόφασή του αυτή δέχεται ότι αυτή παρίσταται νομίμως. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ. 2 του Κ.Δ., αντίθετος λόγος αναίρεσης των κρινόμενων αιτήσεων του τρίτου τετάρτου και πέμπτου από τους αναιρεσείοντες για απόλυτη ακυρότητα, που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, λόγω παράνομης παράστασης της πολιτικής αγωγής με τις πιο πάνω αιτιάσεις, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.

ΙΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 235 και 236 εδ. α' του ΠΚ προκύπτει ότι το προστατευόμενο από τις διατάξεις αυτές έννομο αγαθό είναι η σύννομη, καθαρή υγιής και ακέραιη λειτουργία των δημόσιων υπηρεσιών, και, επομένως, το Ελληνικό Δημόσιο και τα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, ως φορείς του έννομου αυτού αγαθού, είναι δυνατό να υποστούν ηθική βλάβη από το έγκλημα της ενεργητικής και παθητικής δωροδοκίας, που συνιστά αδικοπραξία κατά την έννοια των άρθρων 914 και 932 ΑΚ, που νομιμοποιεί αυτά να παραστούν ως αμέσως ζημιωθέντα για ηθική βλάβη κατά του δράστη της υπόσχεσης ή παροχής δώρου στον υπάλληλο για υπηρεσιακή ενέργεια που αντίκειται στα καθήκοντά του. Εξάλλου, κατά το άρθρο 38 του Κώδικα Δημοσίων Υπαλλήλων (ν. 2683/1999, αντίστοιχη διάταξη άρ 85 του π.δ.611/1977, ήδη άρ. 38 του Ν 3528/2007 "Κύρωση του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ." - ΦΕΚ Α 26/9.02.2007). Ο υπάλληλος ευθύνεται έναντι του Δημοσίου για κάθε θετική ζημία την οποία προξένησε σε αυτό από δόλο ή βαρεία αμέλεια κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του (ήδη στην νέα διατύπωση του άρ. 38 του Ν 3528/07 δεν αναφέρεται η λέξη "θετική"). Ο υπάλληλος ευθύνεται επίσης για την αποζημίωση την οποία κατέβαλε το Δημόσιο σε τρίτους για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, εφόσον οφείλονται σε δόλο ή βαρειά αμέλεια. Ο υπάλληλος δεν ευθύνεται έναντι των τρίτων για τις ανωτέρω πράξεις ή παραλείψεις του. Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι θεσμοθετείται το ανεύθυνο των δημοσίων υπαλλήλων δια τυχόν προκληθείσης ζημίες από τον υπάλληλο σε τρίτους δια πράξεις ή παραλείψεις κατά την άσκηση των καθηκόντων του εκ δόλου ή βαρείας αμελείας, των τρίτων ζημιωθέντων δικαιουμένων να απευθύνονται κατ` ευθείαν εναντίον του Δημοσίου δι` αποκατάσταση της ζημίας περιλαμβανομένης, κατά τα άρθρα 914, 298, 299 και 932 Α.Κ., τόσον της περιουσιακής ζημίας, όσον και της χρηματικής ικανοποιήσεως, λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης. Επομένως, οι αιτιάσεις του πέμπτου αναιρεσείοντος, κατά τις οποίες η ακροαματική διαδικασία πάσχει απόλυτη ακυρότητα λόγω παράνομης παράστασης της πολιτικής αγωγής και για το λόγο, ότι, όπως αναφέρει "...είναι απαράδεκτη αυτή η δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής σε βάρος μου, διότι ειδικά στην περίπτωση μου ως δημόσιος υπάλληλος ευθύνομαι έναντι του Δημοσίου μόνο για κάθε θετική ζημία και όχι και για χρηματική ικανοποίηση για αποκατάσταση ηθικής βλάβης..." είναι αβάσιμη και ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ. 2 του Κ.Δ., λόγος αναίρεσης για απόλυτη ακυρότητα , που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, λόγω παράνομης παράστασης της πολιτικής αγωγής με τις πιο πάνω αιτιάσεις, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. IV. Οι διατάξεις των άρθρων 235 και 236 του Π.Κ., όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο του ν. 2802/2000, ορίζουν ότι "τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους ο υπάλληλος, ο οποίος, κατά παράβαση των καθηκόντων του, ζητεί ή λαμβάνει, άμεσα ή με τη μεσολάβηση τρίτου, για τον εαυτό του ή για τρίτο ωφελήματα οποιασδήποτε φύσης ή δέχεται υπόσχεση τούτων, προκειμένου να προβεί σε ενέργεια ή παράλειψη που ανάγεται στα καθήκοντά του ή αντίκειται σε αυτά". Και "με την ποινή του άρθρου 235 τιμωρείται όποιος υπόσχεται ή παρέχει σε υπάλληλο, άμεσα ή με τη μεσολάβηση τρίτου, οποιασδήποτε φύσης ωφελήματα για τον εαυτό του ή για τρίτο, προκειμένου ο υπάλληλος κατά παράβαση των καθηκόντων του, να προβεί σε ενέργεια ή παράλειψη που ανάγεται στα καθήκοντά του ή αντίκειται σε αυτά". Από την πρώτη των πιο πάνω διατάξεων (235 ΠΚ) προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του από αυτή προβλεπόμενου υπαλλακτικώς μικτού εγκλήματος της (παθητικής) δωροδοκίας (δωροληψίας) απαιτείται, αντικειμενικώς, εκτός από την ιδιότητα του δράστη, ως υπαλλήλου, κατά την έννοια των άρθρων 13 περ. α' και 263 Α' ΠΚ, και η εκ μέρους αυτού απαίτηση ή λήψη δώρων ή άλλων ανταλλαγμάτων ή αποδοχή υποσχέσεως προς παροχή τέτοιων ανταλλαγμάτων ή ωφελημάτων οποιασδήποτε φύσεως, τα οποία δεν δικαιούται, άμεσα ή με τη μεσολάβηση τρίτου, για ενέργεια ή παράλειψη μελλοντική και όχι τελειωμένη, η οποία ανήκει στον κύκλο της αρμοδιότητάς του και ανάγεται στην υπηρεσία του ή αντίκειται στα καθήκοντά του, όπως αυτά διαγράφονται ή προκύπτουν από το νόμο ή τους υπηρεσιακούς κανονισμούς, τις διαταγές και οδηγίες των προϊσταμένων του, την υπηρεσιακή του σχέση ή τη φύση της υπηρεσίας του. Υποκειμενικώς δε, απαιτείται δόλος, ο οποίος συνίσταται στη γνώση, έστω και με την έννοια του ενδεχόμενου δόλου, των ανωτέρω θεμελιωτικών της αντικειμενικής υποστάσεως του εν λόγω εγκλήματος περιστατικών και τη θέληση να απαιτήσει, λάβει τα πιο πάνω οποιασδήποτε φύσης ωφελήματα ή αποδεχθεί υπόσχεση παροχής αυτών, με περαιτέρω σκοπό να προβεί σε ενέργεια ή παράλειψη που ανήκει στον κύκλο της αρμοδιότητάς του και ανάγεται στα υπηρεσιακά του καθήκοντα ή αντίκειται σε αυτά. Είναι δε αδιάφορο αν πραγματοποιήθηκε ή όχι η μελλοντική ενέργεια, στην οποία απέβλεπαν οι παραπάνω παροχές και υποσχέσεις, ή αν ο δράστης υπάλληλος σκόπευε πράγματι να προβεί στην τέλεσή της, αφού το έγκλημα τελειούται με την προσφορά, δόση κλπ. των ανωτέρω ωφελημάτων. Το εν λόγω έγκλημα μπορεί να συντελεστεί, είτε με καθένα ξεχωριστά από τους στην άνω διάταξη οριζόμενους τρόπους, είτε και με όλους μαζί, οι οποίοι μπορεί να συντρέχουν, γιατί αποτελούν εκφάνσεις της ίδιας εγκληματικής δράσης, ήτοι ενός μόνο εγκλήματος και κανένας από τους τρόπους αυτούς δεν αποκλείει τον άλλο.
Επίσης από το συνδυασμό των πιο πάνω διατάξεων προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του, επίσης υπαλλακτικώς μικτού, εγκλήματος της ενεργητικής δωροδοκίας, το οποίο προβλέπεται και τιμωρείται από τη δεύτερη από αυτές, απαιτείται υπόσχεση ή παροχή από οποιουδήποτε πολίτη, σε υπάλληλο, κατά την έννοια των άρθρων 13 περ. α' και 263 Α' του ΠΚ, άμεσα ή με τη μεσολάβηση τρίτου, οποιασδήποτε φύσης ωφελημάτων, για τον εαυτό του ή τρίτο και η υπόσχεση ή η παροχή τους να γίνεται για μελλοντική ενεργειακή παράλειψη του υπαλλήλου, που ανάγεται στα καθήκοντά του ή αντίκειται σε αυτά, όπως διαγράφονται ή προκύπτουν από το νόμο, ή τους υπηρεσιακούς κανονισμούς, τις διατάξεις και τις οδηγίες των προϊσταμένων του, την υπηρεσιακή του σχέση ή τη φύση της υπηρεσίας του. Έτσι για τη στοιχειοθέτηση και των δύο πιο πάνω εγκλημάτων (ενεργητικής και παθητικής δωροδοκίας), πρέπει στην απόφαση να διαλαμβάνεται και διευκρινίζεται ότι η ενέργεια ή παράλειψη του υπαλλήλου ανάγεται στις υπηρεσιακές του υποχρεώσεις, περιλαμβάνεται μέσα στον κύκλο της αρμοδιότητάς του, όπως αυτή διαγράφεται από το νόμο, ή τους υπηρεσιακούς κανονισμούς, διαταγές ή οδηγίες ή προκύπτει από τη φύση της υπηρεσίας και από πού αυτό προκύπτει, μη αρκούντος ότι ανάγεται στην υπηρεσία ή τα καθήκοντά του, άνευ άλλου τινός, έστω και αν τέτοια ενέργεια αποτελεί προπαρασκευαστική μόνο πράξη αποφάσεως που λαμβάνει άλλος υπάλληλος ως αρμόδιος. Επομένως, δεν καταλαμβάνονται από τις παραπάνω διατάξεις πράξεις που βρίσκονται έξω από τα υπηρεσιακά καθήκοντα του υπαλλήλου, όπως εκείνες που γίνονται με χρησιμοποίηση υπηρεσιακής επιρροής του, ή με ανεπίτρεπτη δραστηριότητα αυτού, σε άλλο υπάλληλο ο οποίος έχει την αρμοδιότητα να ενεργήσει για την πραγματοποίησή τους. Εξάλλου η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, όταν εκτίθενται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών που αποδείχτηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε στην συγκεκριμένη περίπτωση. Ως προς τις αποδείξεις αυτές αρκεί η γενική κατά το είδος καθενός αναφορά τους, χωρίς να προσαπαιτείται και η ιδιαίτερη μνεία του κάθε αποδεικτικού στοιχείου και τι προέκυψε από το καθένα απ'αυτά. Πρέπει όμως να προκύπτει χωρίς αμφιβολία ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνον μερικά απ' αυτά για να μορφώσει την καταδικαστική για τον κατηγορούμενο κρίση του. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από αυτά, δεν προκύπτει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης, γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Δεν αποτελεί επίσης έλλειψη αιτιολογίας ή ενδεικτική μνεία ορισμένου ή ορισμένων αποδεικτικών μέσων από αυτά που έλαβε υπόψη το δικαστήριο της ουσίας για το σχηματισμό της κρίσης του. Δεν αποτελεί όμως λόγο αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχέτισης των διαφόρων αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, λόγο αναίρεσης αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινική διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει σ' αυτήν έννοια διαφορετική από εκείνην που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή διάταξης συντρέχει όταν ο δικαστής δεν υπάγει ορθά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ως αληθινά στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. V. Στην προκειμένη περίπτωση το Τριμελές Εφετείο Ναυπλίου, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλομένης με αριθμό 278-279/2008 απόφασής του, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, την οποία στήριξε στα αναφερόμενα σ' αυτό κατ' είδος αποδεικτικά μέσα, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: " ... Α) Οι εκ των κατηγορουμένων Χ1 και Χ2, όπως τους αποδίδεται με το κατηγορητήριο και μάλιστα, παρά τα αντιθέτως υπ' αυτών αβασίμως υποστηριζόμενα με τους σχετικούς λόγους των ενδίκων εφέσεων τους, οι οποίοι επομένως είναι απορριπτέοι, κατά τρόπο ορισμένο, με περισσότερες από μία πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος και με κοινή προς τούτο βούληση και κατόπιν κοινής επίσης προς τούτο συναποφάσεως παρείχαν σε υπάλληλο από τους αναφερόμενους στο άρθρο 13 α του Π.Κ, οποιαδήποτε φύσης ωφελήματα και μάλιστα χρήματα, προκειμένου ο υπάλληλος, κατά παράβαση των καθηκόντων του, να προβεί σε ενέργεια που ανάγεται σε αυτά. Ειδικότερα στο .... κατά το από 2-2-2001 έως 11-4-2001 χρονικό διάστημα, και ενώ ήσαν Πρόεδρος ο πρώτος και υπάλληλος και ταμίας ο δεύτερος του ΑΣ Βέλου (Αγροτικού Συνεταιρισμού Βέλου), κατέθεσαν στον υπ' αριθμ. .... τραπεζικό λογαριασμό της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος, που ανήκε στον συγκατηγορούμενό τους Χ5, επ' ονόματι και λογαριασμό τούτου: 1) την 2-2-2001 το ποσόν των τετρακοσίων χιλιάδων δραχμών, 2) την 12-2-2001 το ποσόν διακοσίων χιλιάδων δραχμών, 3) την 9-3-.2001 το ποσόν των πεντακοσίων χιλιάδων δραχμών και 4) την 11-4-2001 το χρηματικό ποσόν των τετρακοσίων χιλιάδων δραχμών και συνολικά το ποσόν του ενός εκατομμυρίου πεντακοσίων χιλιάδων (1.500.000) δραχμών. Τούτο έπραξαν προκειμένου ο εν λόγω Χ5, υπό την ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου και δη του γεωπόνου της Διευθύνσεως Γεωργίας Αχαΐας και, κατά τους ανωτέρω χρόνους, αρμοδίου, συμφώνως και προς τα υπ' αυτού υπογεγραμμένα, και επ' ακροατηρίου αναγνωσθέντα, από 4-12-2001 και 10-4-2001 πρακτικό ελέγχου μεταποιήσεως εσπεριδοειδών του ΕΕΜ Ν. Αχαΐας και έκθεση ελέγχου μεταποιήσεως της Δ/σεως Γεωργίας Ν. Αχαΐας, αλλά και σε κάθε περίπτωση εν τοις πράγμασι λόγω της φύσεως των υπηρεσιακών καθηκόντων του, για την έγκριση των επιδοτήσεων των προερχομένων από την παράδοση ποσοτήτων λεμονιών και πορτοκαλιών για χυμοποίηση από την ομάδα παραγωγών .... του ΑΣ Βέλου, να βεβαιώσει και να εγκρίνει, ότι οι ποσότητες των ανωτέρω προϊόντων είχαν πράγματι παραδοθεί από την πιο ανωτέρω ομάδα παραγωγών του ΑΣ Βέλου, ώστε να μπορέσουν οι τελευταίοι και επίσης οι αληθείς και μη όντες μέλη της ομάδος αυτής παραγωγοί των προϊόντων αυτών, να εισπράξουν τα ποσά της επιδοτήσεως, που ανήρχοντο στο συνολικό ποσό των 46.082.208 δραχμών, γεγονός το οποίο ήταν ψευδές, καθ' όσον ουδέποτε είχαν παραδοθεί τα ανωτέρω προϊόντα από την ομάδα παραγωγών και ως ανήκοντα σε αυτούς του ως άνω Συνεταιρισμού. Το τελευταίο τούτο αποδεικνύεται ιδία από την επ' ακροατηρίου κατάθεση των μαρτύρων .... και ...., υπευθύνων κατά τον επίδικο κρίσιμο χρόνο για την χυμοποίηση εσπεριδοειδών στο Ν. Κορινθίας και επομένως εχόντων άμεση και ιδία γνώση των περιστατικών αυτών, ότι κατά τον έλεγχο που διενήργησαν διαπιστώθηκε η παράδοση ποσοτήτων λεμονιών 2.304 τόνων και 200 τόνων πορτοκαλιών όχι από την δικαιούμενη επιδοτήσεως ομάδα παραγωγών του ΑΣ Βέλου, αλλά από μη μέλη της ομάδας αυτής παραγωγών, που ως εκ τούτου δεν δικαιούνταν επιδοτήσεως. Ειρήσθω, όπως προαναφέρεται, ότι ως προς τους ανωτέρω κατηγορουμένους, ότι στο κοινοποιηθέν σ' αυτούς κλητήριο θέσπισμα για την ανωτέρω αξιόποινη πράξη δεν ήταν αναγκαίο να αναγράφεται ο τρόπος με τον οποίον μετά την λήψη του δώρου ενήργησε ο δωροδοκηθείς συγκατηγορούμενός τους Χ5, ούτε για ποιες ποσότητες εσπεριδοειδών ενήργησε και ενέκρινε την επιδότηση, ούτε σε ποια χρηματικά ποσά αυτές (επιδοτήσεις) αντιστοιχούσαν, καθ' όσον για την τυπική τέλεση του εγκλήματος αυτού από τον ανωτέρω Χ5 δεν απαιτείτο και η πραγματοποίηση υπ' αυτού του σκοπού της ενεργητικής αυτής δωροδοκίας του, ώστε τούτο να εκτίθεται στο κλητήριο θέσπισμα, στο οποίον όμως βεβαίως σαφώς εκτίθεται ότι η δωροδοκία αυτή εγένετο για μελλοντική πράξη. Περαιτέρω ενόψει του εκτιθεμένου στο εν λόγω κλητήριο θέσπισμα ότι ο εν λόγω δωροδοκηθείς Χ5 κατά το επίδικο χρονικό διάστημα ήταν δημόσιος υπάλληλος, ότι είχε την ιδιότητα του γεωπόνου της Διευθύνσεως Γεωργίας του Ν. Αχαΐας και ως εκ της ιδιότητος του αυτής ήταν αρμόδιος για τον έλεγχο την βεβαίωση και την έγκριση των παραδιδομένων προς χυμοποίηση ποσοτήτων εσπεριδοειδών, τούτο (κλητήριο θέσπισμα) δεν έπασχε εξ αυτού του λόγου ακυρότητα και συνεπώς ο περαιτέρω λόγος της ενδίκου εφέσεως των ανωτέρω κατηγορουμένων είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Β) οι εκ των κατηγορουμένων Χ3 και Χ4, με περισσότερες από μία πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος και με κοινή προς τούτο βούληση και κατόπιν κοινής επίσης προς τούτο συναποφάσεως, παρείχαν σε υπάλληλο από τους αναφερόμενους στο άρθρο 13 εδ. α' του Π.Κ, οποιασδήποτε φύσης ωφελήματα και μάλιστα χρήματα, προκειμένου ο υπάλληλος, κατά παράβαση· των καθηκόντων του, να προβεί σε ενέργεια που ανάγεται σε αυτά και ειδικότερα στο ...., κατά το από 21-12-2000 έως 12-4-2001 χρονικό διάστημα και ενώ ήσαν Πρόεδρος ο πρώτος και Διευθύνων Σύμβουλος ο δεύτερος της Α.Ε. με την επωνυμία ΑΣΠΙΣ Α.Ε, κατέθεσαν, μέσω και του υπαλλήλου της εταιρείας του Ζ, στον υπ' αριθμ. .... τραπεζικό λογαριασμό της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος που ανήκε στον Χ5, την 21-12-2000 το ποσόν των διακοσίων χιλιάδων δραχμών, την 12-4-2001 το ποσόν των διακοσίων χιλιάδων δραχμών και συνολικά το ποσόν των τετρακοσίων χιλιάδων δραχμών, προκειμένου ο Χ5, υπό την αυτήν προαναφερομένη στο στοιχείο Α ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου και ειδικότερα του γεωπόνου της Διευθύνσεως Γεωργίας Αχαΐας που ήταν αρμόδιος κατά τα σχετικώς προαναφερθέντα, για την έγκριση επιδοτήσεων προερχομένων από την παράδοση ποσοτήτων λεμονιών και πορτοκαλιών για χυμοποίηση από την ομάδα παραγωγών του ΑΣ Βέλου, η οποία είχε πωλήσει ποσότητες πορτοκαλιών και λεμονιών για χυμοποίηση στην εταιρεία τους, να βεβαιώσει και να εγκρίνει ότι οι ποσότητες των ανωτέρω προϊόντων είχαν πράγματι παραδοθεί από την πιο πάνω ομάδα παραγωγών, ώστε να μπορέσουν οι τελευταίοι να εισπράξουν τα ποσά της επιδοτήσεως, που ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 46.082.208 δραχμών, γεγονός το οποίο ήταν ψευδές, καθ' όσον ουδέποτε οι παραγωγοί αυτοί είχαν παραδώσει και τις ανωτέρω ποσότητες των ανωτέρω προϊόντων, δεδομένου ότι αυτές τις είχαν παραδώσει παραγωγοί μη μέλη της ανωτέρω ομάδος παραγωγών που δεν εδικαιούντο επιδοτήσεως. Και Γ) Ο πέμπτος κατηγορούμενος Χ5 στο .... και στο ... και στο από 21-12-2000 έως 12-4-2001 χρονικό διάστημα, με περισσότερες από μία πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, ενώ είχε την ιδιότητα του υπαλλήλου από τους αναφερόμενους στο άρθρο 13 α' του Π.Κ., έλαβε αμέσως για τον εαυτό του, ωφελήματα και δη χρήματα προκειμένου να προβεί σε ενέργεια που ανήγετο στα καθήκοντα του. Ειδικότερα στον ανωτέρω τόπο και χρόνο έλαβε από τους τέσσερεις πρώτους κατηγορουμένους Χ1, Χ2, Χ3 και Χ4 το συνολικό ποσό του ενός εκατομμυρίου εννιακοσίων χιλιάδων δραχμών και ειδικότερα από τους δύο πρώτους την 2-2-2001 το ποσόν των τετρακοσίων (400.000) χιλιάδων δραχμών, την 12-2-2001 το ποσόν των διακοσίων χιλιάδων (200.000) δραχμών, την 9-3-2001 το ποσόν των πεντακοσίων χιλιάδων (500.000) δραχμών, την 11-4-2001 το χρηματικό ποσόν των τετρακοσίων χιλιάδων (400.000) δραχμών και συνολικά το ποσόν του ενός εκατομμυρίου πεντακοσίων χιλιάδων (1.500.000) δραχμών, ενώ από τους δύο τελευταίους (Χ3 και Χ4) την 21-12-2000 το ποσόν των διακοσίων χιλιάδων (200.000) δραχμών και την 12-4-2001 το ποσόν των διακοσίων χιλιάδων (200.000) δραχμών και συνολικά το ποσόν των τετρακοσίων χιλιάδων (400.000) δραχμών, με αντίστοιχες καταθέσεις των ανωτέρω ποσών στον υπ' αριθμ. .... τραπεζικό λογαριασμό που διατηρούσε στην Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος προκειμένου, υπό την κατά τα σχετικώς προεκτεθέντα ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου και ειδικότερα του γεωπόνου της Διεύθυνσης Γεωργίας Αχαΐας, και, κατά τους ανωτέρω χρόνους, αρμοδίου, συμφώνως και προς τα υπ' αυτού υπογεγραμμένα, και επ' ακροατηρίου αναγνωσθέντα, από 4-12-2001 και 10-4-2001 πρακτικό ελέγχου μεταποιήσεως εσπεριδοειδών του ΕΕΜ Ν. Αχαΐας και έκθεση ελέγχου μεταποιήσεως της Δ/σεως γεωργίας Ν. Αχαΐας, αλλά και σε κάθε περίπτωση εν τοις πράγμασι λόγω της φύσεως των υπηρεσιακών καθηκόντων του, για την έγκριση των επιδοτήσεων των προερχομένων από την παράδοση ποσοτήτων λεμονιών και πορτοκαλιών για χυμοποίηση από την ομάδα παραγωγών του ΑΣ Βέλου, του οποίου ο Χ1 ήταν Πρόεδρος και ο Χ2 ταμίας και υπάλληλος και η οποία ομάδα είχε πωλήσει ποσότητες πορτοκαλιών και λεμονιών για χυμοποίηση στην εταιρεία ΑΣΠΙΣ, πρόεδρος του Δ.Σ της οποίας ήταν ο Χ3 και Διευθύνων Σύμβουλος ο Χ4, να βεβαιώσει και να εγκρίνει, ότι οι ποσότητες των ανωτέρω προϊόντων είχαν πράγματι παραδοθεί από την πιο ανωτέρω ομάδα παραγωγών, ώστε να μπορέσουν οι τελευταίοι και επίσης οι αληθείς και μη όντες μέλη της ομάδος αυτής παραγωγοί των προϊόντων αυτών, να εισπράξουν τα ποσά της επιδοτήσεως, που ανήρχοντο στο συνολικό ποσό των 46.082.208 δραχμών, γεγονός το οποίο ήταν ψευδές, καθ' όσον ουδέποτε είχαν παραδοθεί τα ανωτέρω προϊόντα από την ομάδα παραγωγών και ως ανήκοντα σε αυτούς, αλλά είχαν παραδοθεί από άλλους παραγωγούς μη μέλη της ομάδας αυτής παραγωγών, οι οποίοι έτσι δεν εδικαιούντο επιδοτήσεως. Ότι ο ανωτέρω δημόσιος, ως γεωπόνος της Διευθύνσεως Γεωργίας Αχαΐας, υπάλληλος Χ5 ήταν σε κάθε περίπτωση και ως εκ της φύσεως της υπηρεσίας του όπως αυτά διαγράφονταν και προέκυπταν από το νόμο, τους υπηρεσιακούς κανονισμούς, τις διαταγές και οδηγίες των προϊσταμένων του, την υπηρεσιακή του σχέση και την φύση της υπηρεσίας του, de facto αρμόδιος (ΟλΑΠ 6/1998 ΠΧρ ΜΗ'.897, ΑΠ 705/2005 ΠοινΛογ 2005.629) και όχι αναρμόδιος, όπως αβασίμως επομένως αυτός ισχυρίζεται, για την βεβαίωση και έγκριση της πράγματι παραδόσεως προς χυμοποίηση των εν λόγω επιδοτουμένων γεωργικών προϊόντων τόσον του Ν. Αχαΐας, όσον και των προερχομένων από την ομάδα παραγωγών του ΑΣ Βέλου, αποδεικνύεται ιδία και από την επ' ακροατηρίου του Δικαστηρίου τούτου κατά την απολογία του παραδοχή του ιδίου, ότι αφ' ενός μεν είχε τοιαύτην αρμοδιότητα για τον Ν. Αχαΐας, αφ' ετέρου ότι εγνώριζε ότι οι παραγωγοί της Αχαΐας είχαν συμφωνήσει με την ομάδα παραγωγών του ΑΣ Βέλου για την από κοινού παράδοση των προϊόντων τους προς χυμοποίηση, εξ ων ασφαλώς συνάγεται ότι είχε λόγω της ανωτέρω θέσεως του και της φύσεως της υπηρεσίας του, κατά τα εκτεθέντα, την ειρημένη, εξ υπηρεσιακού, λόγω της υπαλληλικής αυτής ιδιότητος του, καθήκοντος, αρμοδιότητα ελέγχου και εγκρίσεως και των ποσοτήτων που προέρχονταν από την ομάδα παραγωγών του ΑΣ Βέλου. Ότι ο εν λόγω δημόσιος υπάλληλος έλαβε τα ανωτέρω χρηματικά ποσά, συνολικού ύψους 1.500.000 δραχμών από τους προαναφερόμενους εκ των συγκατηγορουμένων του Χ2 και Χ1 για τον ειρημένο σκοπό αποδεικνύεται επίσης από την επ' ακροατηρίου παραδοχή του, ότι πράγματι έλαβε τα ποσά αυτά από τον εξ αυτών Χ2. Τούτο σε συνδυασμό με το αποδεικνυόμενο, ότι ο τελευταίος (Χ2) ήταν μέχρι τις 12-1-2001 απλός υπάλληλος και δη ταμίας του ως άνω Συνεταιρισμού, ο δε συγκατηγορούμενός του Χ1 ήταν κατά τον επίδικο χρόνο πρόεδρος αυτού και ως εκ τούτου γνώστης των υποθέσεων του και ενεργών προς όφελος του (Συνεταιρισμού), ο δ' επιδιωκόμενος σκοπός ήταν η λήψη μη δικαιούμενης επιδοτήσεως από μη μέλη της ομάδος παραγωγών του Συνεταιρισμού αυτού, άγει, κατά λογικήν αναγκαιότητα, στο ασφαλές συμπέρασμα και εντεύθεν στην κρίση ότι και ο τελευταίος μαζί με τον συγκατηγορούμενό του συναπεφάσισαν και προς τον ανωτέρω σκοπό ενήργησαν ως προαναφέρεται, αφού, άλλως, δεν είναι νοητό για τοιαύτης σοβαρότητος και σπουδαιότητος για τις υποθέσεις του Συνεταιρισμού υπόθεση του, ο μέχρι προ τίνος εν λόγω ταμίας του Συνεταιρισμού αυτού να ενεργεί αυτοβούλως και χωρίς προηγουμένως να ενημερώνει για τις ενέργειες του τον πρόεδρο τούτου (συγκατηγορούμενό του Χ1) και ομού να αποφασίζουν για το τι δέον γενέσθαι, όπως επομένως και εν προκειμένω έπραξαν. Περαιτέρω ότι ο εν λόγω δημόσιος υπάλληλος Χ5 έλαβε και τα ανωτέρω χρηματικά ποσά, συνολικού ύψους 400.000 δραχμών από τους προαναφερόμενους εκ των συγκατηγορουμένων του Χ3 και Χ4 για τον αυτόν ως άνω σκοπό, αποδεικνύεται επίσης από τις επ' ακροατηρίου καταθέσεις των μαρτύρων: α) Ζ, ότι τον ως άνω τραπεζικό λογαριασμό του κατηγορουμένου Χ5, στον οποίον κατέθεσε σε δύο δόσεις των 200.000 δραχμών το ρηθέν ποσό, του τον έδωσε ο κατηγορούμενος Χ2 και β) Ψ, λογιστή της ανωτέρω εταιρίας ΑΣΠΙΣ ΑΕ, ότι στα λογιστικά βιβλία αυτής φέρεται ότι έχει κατατεθεί το ως άνω ποσό στον λογαριασμό του ανωτέρω κατηγορουμένου, σε συνδυασμό με το κατά τα κατωτέρω εκτιθέμενο ότι δεν αποδείχθηκε η κατάρτιση και λειτουργία μεταξύ των κατηγορουμένων τούτων Χ5 ως δανειοδότη και Χ2 ως δανειολήπτη της υπ' αυτών επικαλούμενης συμβάσεως δανείου. Ισχυρίζονται βεβαίως τόσον ο κατηγορούμενος Χ2 όσον και ο συγκατηγορούμενός του Χ5, ότι ο πρώτος κατέθεσε τα χρήματα αυτά στον λογαριασμό του τελευταίου (Χ5), ως επιστροφή ισόποσου δανείου, που του είχε χορηγήσει κατά το έτος 2000 προς αντιμετώπιση των εξόδων εγχειρίσεως της μητέρας του (Χ2). Όμως ο ισχυρισμός του αυτός δεν αποδεικνύεται από τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα ότι είναι βάσιμος, για τους εξής λόγους: α) γιατί δεν προσκομίζεται έγγραφη απόδειξη περί της πράγματι καταρτίσεως του δανείου αυτού και του ύψους αυτού, όπως φυσικώ τω λόγω έδει να έχει γίνει προκειμένου να μη δημιουργηθεί αμφιβολία μεταξύ των συμβληθέντων περί του ύψους τουλάχιστον του δανεισθέντος ποσού, την στιγμή μάλιστα που δεν αποδεικνύεται η ύπαρξη κάποιας ιδιαιτέρας σχέσεως μεταξύ τους που να δικαιολογεί την τοιαύτη έλλειψη, β) ότι ουδείς από τους εξετασθέντες μάρτυρες κατέθεσε συγκεκριμένως περί του ύψους, του χρόνου καταρτίσεως και του τρόπου χορηγήσεως και επιστροφής του δανείου αυτού, γ) ότι δεν αποδεικνύεται από κάποιο αποδεικτικό μέσο ότι τα ανωτέρω ποσά ανελήφθησαν από τον κατηγορούμενο Χ5, λόγω του μεγάλου ύψους τους και της πυκνής διαδοχικότητός τους, από κάποιο πιστωτικό ίδρυμα και εδόθησαν κατά τους ισχυρισμούς των κατηγορουμένων αυτών στον έτερο κατηγορούμενο Χ2 ως δάνειο και δ) ότι τα ανωτέρω χρηματικά ποσά κατετέθησαν, χωρίς να αποδεικνύεται ειδικός προς τούτο λόγος, από τους ανωτέρω κατηγορουμένους στους διαφορετικούς ως άνω χρόνους στον τραπεζικό λογαριασμό του κατηγορουμένου Χ5 και όχι εις χείρας του τελευταίου, όπως άλλως, φυσικώ τω λόγω, θα γινόταν προς αποφυγή κόπου, ταλαιπωρίας και δαπάνης από τον φίλο οφειλέτη προς τον φίλο δανειστή. Η κρίση αυτή ενισχύεται και από το περαιτέρω υπό του εκ των ανωτέρω μαρτύρων Ζ κατατιθέμενο, ότι το ποσό των 400.000 δραχμών το κατέθεσε μεν στο λογαριασμό του Χ5, πλην όμως προς εξυπηρέτηση του φίλου του Χ2, ο οποίος όμως, όπως περαιτέρω κατέθεσε, δεν του είπε τον λόγο της εξυπηρετήσεως αυτής, ούτε του εξήγησε έκτοτε γιατί αφού η εξυπηρέτηση αυτή αφορούσε τον ίδιο (Χ2) ο λογαριασμός στο οποίον κατετέθησαν τα χρήματα αυτά ήταν άλλου και δη του Χ5. Πάντα τα ανωτέρω ενισχύονται και από το ότι τόσον ο εν λόγω εκ των κατηγορουμένων Χ2 όσον και ο εξ αυτών Χ5, δεν κατέθεσαν απολογούμενοι ποιο ήταν το ακριβές ποσό του εν λόγω "δανείου". Τέλος το ότι οι κατηγορουμένων Χ3 και Χ4, όντες κατά το από 21-12-2000 έως 12-4-2001 χρονικό διάστημα Πρόεδρος ο πρώτος και Διευθύνων Σύμβουλος ο δεύτερος της Α.Ε. με την επωνυμία ΑΣΠΙΣ Α.Ε και ως εκ τούτου πράγματι γνώστες των υποθέσεων της εταιρείας αυτής και ενεργούντες προς όφελος της, άγει, κατά λογικήν αναγκαιότητα, στο ασφαλές συμπέρασμα και εντεύθεν στην κρίση ότι αμφότεροι συναπεφάσισαν και προς τον ανωτέρω σκοπό ενήργησαν ως προαναφέρεται, αφού, άλλως, δεν είναι νοητό για τοιαύτης σοβαρότητος και σπουδαιότητος υποθέσεις της εταιρείας αυτής να ενεργούν αυτοβούλως και άνευ συνεπειών οι υπάλληλοι της, και δη ο ως άνω μάρτυρας Ζ και ομού να αποφασίζουν για το τι δέον γενέσθαι, όπως επομένως και εν προκειμένω έπραξαν. Η κρίση αυτή δεν αναιρείται εκ του υπό του μάρτυρος Ψ κατατιθέμενο, ότι το ανωτέρω ποσό δεν προέκυπτε από τα βιβλία της εταιρείας αυτής, αφού τούτο δεν είναι νοητό όταν η κατάθεση γίνεται για τον εν λόγω παράνομο σκοπό. Αντιθέτως ενισχύεται από το αποδεικνυόμενο, ως υπ' αυτού κατατιθέμενο και μη αναιρούμενο από άλλο αποδεικτικό μέσο, γεγονός ότι ο ανωτέρω μάρτυρας, ων υπάλληλος από του έτους 1983 της ως άνω εταιρείας και υπεύθυνος των προμηθειών της, Ζ, κατάρτισε κατά τους επιδίκους χρόνους τις συμβάσεις χυμοποιήσεως με την ομάδα παραγωγών του ως άνω Συνεταιρισμού Βέλου και επομένως ήταν γνώστης της σχετικής διαδικασίας. Το δ' υπ' αυτού περαιτέρω κατατιθέμενο ότι η αναγραφή στο υπ' αυτού γενόμενο σχετικό τραπεζικό έμβασμα του εν λόγω χρηματικού ποσού στον λογαριασμό του κατηγορουμένου Χ5 ως καταθέτου όχι του ιδίου αλλά της ανωτέρω εταιρείας έγινε από λάθος της υπαλλήλου της τραπέζης δεν αποδεικνύεται από κανένα αποδεικτικό μέσο και επομένως η περί τούτου κατάθεση αυτού δεν είναι πειστική. Τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά αποδεικνύονται και η περί πάντων των ανωτέρω κρίση ενισχύεται και από τις σύμφωνες παραδοχές και το επίσης σύμφωνο σκεπτικό της επ' ακροατηρίου αναγνωσθείσης υπ' αριθμ. πρωτ: 22/7-8-2001 πορισματικής εκθέσεως της Οικονομικής Επιθεωρητρίας του Υπουργείου Γεωργίας ..... Υπό τα εκτεθέντα και ως αποδειχθέντα γενόμενα δεκτά πραγματικά περιστατικά, αποδεικνύεται ότι οι αποδιδόμενες στους εν λόγω κατηγορουμένους ως άνω αξιόποινες πράξεις, στοιχειοθετούνται κατά την υποκειμενική και την αντικειμενική τους υπόσταση ......".
Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο κήρυξε τον μεν πέμπτο κατηγορούμενο αναιρεσείοντα (Χ5) ένοχο της σ' αυτόν αποδιδόμενης αξιόποινης πράξης της κατ' εξακολούθηση παθητικής δωροδοκίας (δωροληψίας), τους δε λοιπούς ενόχους της σ' αυτούς αποδιδόμενης αξιόποινης πράξης της κατ' εξακολούθηση ενεργητικής δωροδοκίας, από κοινού ( ο πρώτος με τον δεύτερο και ο τρίτος με τον τέταρτο ( άρθρα 26 παρ.1α, 27, παρ.1, 13α,45, 98, 235, 236, ΠΚ, όπως αντικ. από το άρ.2α του ν.2802/2000) και επέβαλε σ' αυτούς ποινή φυλάκισης δεκαοκτώ μηνών στον καθένα, την οποία, ως προς μεν τον τρίτο (Χ3) μετάτρεψε σε χρηματική προς πέντε ευρώ ημερησίως, ως προς δε του λοιπούς ανέστειλε για μία τριετία. Ειδικότερα κήρυξε αυτούς ενόχους του ότι "1. Οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι Χ1 και Χ2, ...... στο ... και στο από 2-2-2001 έως 11-4-2001 χρονικό διάστημα, και ενώ ήσαν Πρόεδρος ο πρώτος και υπάλληλος και ταμίας ο δεύτερος του Αγροτικού Συνεταιρισμού Βέλου, κατέθεσαν στον υπ' αριθμ. .... τραπεζικό λογαριασμό της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος που ανήκε στον Χ5, την 2-2-2001 το ποσόν των τετρακοσίων χιλιάδων δραχμών, την 12-2-2001 το ποσόν διακοσίων χιλιάδων δραχμών, την 9-3-.2001 το ποσόν των πεντακοσίων χιλιάδων δραχμών, την 11-4-2001 το χρηματικό ποσόν των τετρακοσίων χιλιάδων δραχμών και συνολικά το ποσόν του ενός εκατομμυρίου πεντακοσίων χιλιάδων δραχμών, προκειμένου ο Χ5, υπό την ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου και ειδικότερα του γεωπόνου της Διεύθυνσης Γεωργίας Αχαΐας και αρμοδίου για την έγκριση επιδοτήσεων προερχομένων από παράδοση ποσοτήτων λεμονιών και πορτοκαλιών για χυμοποίηση από την ομάδα παραγωγών Βέλου στην οποία συμπεριλαμβανόταν και ο ανωτέρω συνεταιρισμός, βεβαιώσει και εγκρίνει ότι οι ποσότητες των ανωτέρω προϊόντων είχαν πράγματι παραδοθεί από την πιο πάνω ομάδα παραγωγών, ώστε να μπορέσουν οι τελευταίοι να εισπράξουν τα ποσά της επιδότησης που ανέρχονταν στο συνολικό ποσό των 46.082.208 δραχμών, γεγονός το οποίο ήταν ψευδές, καθώς ουδέποτε είχαν παραδοθεί τα ανωτέρω προϊόντα. 2. Οι τρίτος και τέταρτος των κατηγορουμένων Χ3 και Χ4, ......στο ...., και στο από 21-12-2000 έως 12-4-2001 χρονικό διάστημα και ενώ ήσαν Πρόεδρος ο πρώτος και Διευθύνων Σύμβουλος ο δεύτερος της Α.Ε. με την επωνυμία με την επωνυμία ΑΣΠΙΣ Α. Ε, κατέθεσαν, μέσω και του υπαλλήλου της εταιρείας του Ζ, στον υπ' αριθμ. .... τραπεζικό λογαριασμό της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος που ανήκε στον Χ5, την 21-12-2000 το ποσόν των διακοσίων χιλιάδων δραχμών, την 12-4-2001 το ποσόν των διακοσίων χιλιάδων δραχμών και συνολικά το ποσόν των τετρακοσίων χιλιάδων δραχμών, προκειμένου ο Χ5, υπό την ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου και ειδικότερα του γεωπόνου της Διεύθυνσης Γεωργίας Αχαΐας και αρμοδίου για την έγκριση επιδοτήσεων προερχομένων από παράδοση ποσοτήτων λεμονιών και πορτοκαλιών για χυμοποίηση από την ομάδα παραγωγών ..., η οποία είχε πωλήσει ποσότητες πορτοκαλιών και λεμονιών για χυμοποίηση στην εταιρεία τους, βεβαιώσει και εγκρίνει ότι οι ποσότητες των ανωτέρω προϊόντων είχαν πράγματι παραδοθεί από την πιο πάνω ομάδα παραγωγών ώστε να μπορέσουν οι τελευταίοι να εισπράξουν τα ποσά της επιδότησης που ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 46.082.208 δραχμών, γεγονός το οποίο ήταν ψευδές, καθώς ουδέποτε είχαν παραδοθεί τα ανωτέρω προϊόντα. 3. Ο πέμπτος κατηγορούμενος Χ5 στο .... και στο ... και στο από 21-12-2000 έως 12-4-2001 χρονικό διάστημα .......έλαβε από τους τέσσερεις πρώτους κατηγορουμένους Χ1, Χ2, Χ3 και Χ4 το συνολικό ποσό του ενός εκατομμυρίου εννιακοσίων χιλιάδων δραχμών και ειδικότερα από τους δύο πρώτους την 2-2-2001 το ποσόν των τετρακοσίων χιλιάδων δραχμών, την 12-2-2001 το ποσόν των διακοσίων χιλιάδων δραχμών, την 9-3-2001 το ποσόν των πεντακοσίων χιλιάδων δραχμών, την 11-4-2001 το χρηματικό ποσόν των τετρακοσίων χιλιάδων δραχμών και συνολικά το ποσόν του ενός εκατομμυρίου πεντακοσίων χιλιάδων δραχμών, ενώ από τους δύο τελευταίους την 21-12-2000 το ποσόν των διακοσίων χιλιάδων δραχμών, την 12-4-2001 το ποσόν των διακοσίων χιλιάδων δραχμών και συνολικά το ποσόν των τετρακοσίων χιλιάδων δραχμών, με αντίστοιχες καταθέσεις των ανωτέρω ποσών στον υπ' αριθμ. .... τραπεζικό λογαριασμό. που διατηρούσε στην Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος προκειμένου υπό την ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου και ειδικότερα του γεωπόνου της Διεύθυνσης Γεωργίας Αχαΐας και αρμοδίου για την έγκριση επιδοτήσεων προερχομένων από παράδοση ποσοτήτων λεμονιών και πορτοκαλιών για χυμοποίηση από την ομάδα παραγωγών ...., στην οποία ο Χ1 ήταν Πρόεδρος και ο Χ2 ταμίας και υπάλληλος και η οποία ομάδα είχε πωλήσει ποσότητες πορτοκαλιών και λεμονιών για χυμοποίηση στην εταιρεία ΑΣΓΠΣ, πρόεδρος του Δ.Σ της οποίας ήταν ο Χ3 και Διευθύνων Σύμβουλος ο Χ4, βεβαιώσει και εγκρίνει ότι οι ποσότητες των ανωτέρω προϊόντων είχαν πράγματι παραδοθεί από την πιο πάνω ομάδα παραγωγών, ώστε να μπορέσουν να εισπράξουν τα ποσά της επιδότησης που ανέρχονταν στο συνολικό ποσό των 46.082.208 δραχμών, γεγονός το οποίο ήταν ψευδές, καθώς ουδέποτε είχαν παραδοθεί τα ανωτέρω προϊόντα". VI. Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Εφετείο Ναυπλίου στην προσβαλλόμενη απόφασή του, διέλαβε την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από τα μνημονευθέντα αποδεικτικά μέσα και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των αξιοποίνων πράξεων, της παθητικής και ενεργητικής δωροδοκίας, κατ' εξακολούθηση, για τις οποίες καταδικάστηκαν οι κατηγορούμενοι και ήδη αναιρεσείοντες, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις προαναφερόμενες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε. Ειδικότερα, οι κατηγορούμενοι αναιρεσείοντες, με τον ταυτόσημο κατά περιεχόμενο πρώτο λόγο αναιρέσεως των συνεκδικαζομένων αιτήσεών τους, προβάλλουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται της επιβαλλόμενη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι "αν και μνημόνευσε στη αρχή του σκεπτικού της απόφασης εντελώς τυπικά τα αποδεικτικά μέσα, που έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο, στην πραγματικότητα προέβη στην αξιολογική εκτίμηση ορισμένων μονάχα αποδεικτικών μέσων, παραλείποντας κατά τα λοιπά την αξιολογική συσχέτιση και συγκριτική στάθμιση όλων των αποδεικτικών μέσων" και ότι "το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο προέβη σε εσφαλμένη αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων, και αξιολόγησε μόνο: την με αριθμ. πρωτ. 22/7-8-2001 πορισματική έκθεση της Οικονομικής Επιθεωρήτριας του Υπουργείου Γεωργίας, ...., και το από 4-12-2001 πρακτικό ελέγχου μεταποίησης εσπεριδοειδών του ΕΕΜ Ν. Αχαΐας και την από 10-4-2001 έκθεση ελέγχου μεταποιήσεως εσπεριδοειδών Δ/νσεως Γεωργίας Ν. Αχαΐας, παραλείποντας κατά τα λοιπά την αξιολογική συσχέτιση και συγκριτική στάθμιση όχι μόνο όλων των αποδεικτικών μέσων, αλλά και του ιδίου, αυτού του μοναδικού αποδεικτικού μέσου στο οποίο τελικά στηρίζεται η αναιρεσιβαλλόμενη", ακολούθως δε οι αναιρεσείοντες εκθέτουν αποσπάσματα καταθέσεων μαρτύρων, από τις οποίες, κατά τους ισχυρισμούς τους, προκύπτει η αβασιμότητα της κατ' αυτών κατηγορίας και ειδικότερα, όπως ειδικώς αναφέρουν οι τέσσερεις πρώτοι αναιρεσείοντες, "όχι μόνο δεν επιβεβαιώνεται η κρίση της περί του ότι δήθεν είναι ψευδές το γεγονός της παράδοσης και παραλαβής των ποσοτήτων εσπεριδοειδών για χυμοποίηση από την ΟΠ Βέλου, αλλ' αντίθετα αποδεικνύεται πλήρως το εντελώς αντίθετο...". Οι πιο πάνω αιτιάσεις είναι αβάσιμες, αφού όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση και τα πρακτικά αυτής, το Τριμελές Εφετείο κατέληξε στην περί ενοχής των κατηγορουμένων κρίση του, αφού έλαβε υπόψη του όλα τα αναφερόμενα στην αρχή του σκεπτικού του αποδεικτικά μέσα, μεταξύ των οποίων και αυτά που μνημονεύουν οι αναιρεσείοντες στις αιτήσεις τους. Από την γενόμενη δε επισήμανση και αξιολόγηση ορισμένων εξ αυτών, δεν συνάγεται ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη ειδικής αξιολόγησης και των υπολοίπων. Ούτε συνιστά παραβίαση του άρ. 6 της ΕΣΔΑ, η από το Δικαστήριο αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, επιλεκτικά αποσπάσματα των οποίων παραθέτουν οι αναιρεσείοντες στις αιτήσεις τους, κατά διαφορετικό τρόπο από εκείνη των αναιρεσειόντων. Εξάλλου, το Τριμελές Εφετείο δεν δέχθηκε, όπως αβασίμως υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες, ότι δεν παραδόθηκαν προς χυμοποίηση οι επίμαχες ποσότητες των εσπεριδοειδών, αλλά, όπως με σαφήνεια αναφέρεται στο σκεπτικό, οι ποσότητες αυτές "είχαν παραδοθεί από άλλους παραγωγούς μη μέλη της ομάδας αυτής παραγωγών, οι οποίοι έτσι δεν εδικαιούντο επιδοτήσεως". Η αναφορά δε στο διατακτικό, ότι "ουδέποτε είχαν παραδοθεί τα ανωτέρω προϊόντα", έχει την πρόδηλη έννοια ότι ουδέποτε παραδόθηκαν οι ποσότητες που δικαιούνταν επιδοτήσεως. Τα όσα δε αντίθετα υποστηρίζουν, κυρίως οι τέσσερεις πρώτοι από τους αναιρεσείοντες, ισχυριζόμενοι ότι, από τα αποδεικτικά μέσα που αναφέρουν, προκύπτει ότι οι επίμαχες ποσότητες παραδόθηκαν προς χυμοποίηση από παραγωγούς που δικαιούνταν επιδότησης, απαραδέκτως προβάλλονται, καθόσον, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας της απόφασης, πλήττουν την ανέλεγκτη περί τα πράγματα εκτίμηση του Δικαστηρίου της ουσίας. Για τον ίδιο λόγο απαραδέκτως προβάλλονται από τους ίδιους αναιρεσείοντες οι αιτιάσεις ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται αιτιολογίας, ως προς την ακολουθούμενη διαδικασία παραδόσεως των επίμαχων ποσοτήτων προς χυμοποίηση, καθόσον η Ομάδα Παραγωγών Βέλου, όπως υποστηρίζουν οι πρώτος και δεύτερος αναιρεσείοντες, δεν μπορούσε να γνωρίζει από ποιους παραγωγούς προέρχονται τα προς χυμοποίηση προϊόντα, διότι αυτό το γνώριζαν μόνο οι Συνεταιρισμοί στους οποίους αυτοί ανήκαν, αφού μόνο με τους Συνεταιρισμούς είχε συμβληθεί η Ομάδα Παραγωγών Βέλου, όπως αντίστοιχη άγνοια είχε και το εργοστάσιο χυμοποίησης της "ΑΣΠΙΣ Α", όπως υποστηρίζουν οι τρίτος και τέταρτος αναιρεσείοντες, αφού αυτό είχε συμβληθεί μόνο με την Ομάδα Παραγωγών Βέλου. Εξάλλου αβάσιμες είναι οι από τους τέσσερεις πρώτους αναιρεσείοντες, αποδιδόμενες, στην προσβαλλόμενη απόφαση πλημμέλειες, ότι αυτή στερείται αιτιολογίας, διότι "παρατίθεται αυτούσιο το κατηγορητήριο" και "δεν αναφέρεται για ποιες ποσότητες εσπεριδοειδών ενήργησε και ενέκρινε επιδότηση, σε ποιους ανήκαν οι ποσότητες αυτές, ούτε το όφελος που θα είχε για την πράξη αυτή....", αφού η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αποτελεί αντιγραφή του κατηγορητηρίου, ενώ δεν ήταν αναγκαίο για την πληρότητα της αιτιολογίας της αποφάσεως να διαλαμβάνονται σε αυτή και τα πιο πάνω στοιχεία. Πλήρης επίσης είναι η αιτιολογία της απόφασης και ως προς την παραδοχή της, ότι ο πρώτος αναιρεσείων συναποφάσισε με τον δεύτερο και ο τρίτος με τον τέταρτο την τέλεση των αδικημάτων, για τα οποία κρίθηκαν ένοχοι και οι αιτιάσεις αυτών, ιδιαίτερα του πρώτου και του τρίτου, ότι οι παραδοχές της απόφασης, ως προς την θεμελίωση της ενοχής τους, του μεν πρώτου ως προέδρου του Δ.Σ. του Αγροτικού Συνεταιρισμού Βέλου, του δε τρίτου, ως προέδρου του ΔΣ της "ΑΣΠΙΣ ΑΕ", είναι ελλιπείς, είναι αβάσιμες.
Συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 περ.Δ' Κ.Π.Δ πρώτος λόγος αναίρεσης των συνεκδικαζόμενων αιτήσεων (του πέμπτου αναιρεσείοντος με στοιχεία 1.3), για έλλειψη αιτιολογίας της προσβαλλόμενης αποφάσεως, με τις πιο πάνω αιτιάσεις, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. VII. Από τις διατάξεις του άρθρου 502 παρ. 1, 3 και 4 ΚΠΔ, προκύπτει ότι, μετά την παραδοχή τυπικά της εφέσεως, με την οποία προσβλήθηκε στο σύνολό της η πρωτόδικη απόφαση, η υπόθεση επανέρχεται στο Εφετείο για κατ' ουσίαν συζήτηση στην πριν από την έκδοση της πρωτόδικης αποφάσεως στάση, με την έννοια ότι το Εφετείο έχει την εξουσία να κρίνει όπως και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Επομένως, κάθε ακυρότητα της πρωτόδικης αποφάσεως, καλύπτεται με την έκδοση της επί της ουσίας αποφάσεως του Εφετείου, αφού μετά την τυπική παραδοχή της εφέσεως η πρωτόδικη απόφαση ατονεί και το Εφετείο επανεξετάζει την υπόθεση τόσο ως προς τη νομική όσο και ως προς την ουσιαστική της βάση. Έτσι το Εφετείο δεν είναι υποχρεωμένο ν' απαντήσει σε σχετικό ισχυρισμό περί ακυρότητας στην πρωτοβάθμια δίκη και συνακόλουθα δεν υποπίπτει σχετικώς στην πλημμέλεια της ελλείψεως ακροάσεως, ώστε να ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 Β' ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τρίτο, από το άρθρο 510 παρ.1 Β του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της κρινομένης αιτήσεως του τρίτου και τετάρτου αναιρεσείοντος προσβάλλεται η απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου , διότι το δικαστήριο εκείνο δεν απάντησε στον ισχυρισμό τους, ότι "συνιστά ανεπίτρεπτη μεταβολή της αρχικής κατηγορίας το περιεχόμενο του σκεπτικού της απόφασης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (βλ. σελ. 35 και 36 υπ'αριθμ. 3592α και 3711/2006 απόφασης Τριμ. Πλημ. Κορίνθου) σύμφωνα με το οποίο καταδικάστηκα ...( ακολουθεί απόσπασμα του σκεπτικού της πρωτόδικης απόφασης)". Ο λόγος όμως αυτός είναι απορριπτέος, ως απαράδεκτος, διότι, σύμφωνα με τα παραπάνω, με την παραδοχή από το Τριμελές Εφετείο ως τυπικά παραδεκτών των εφέσεων των ήδη αναιρεσειόντων κατά της πρωτόδικης αποφάσεως, η τελευταία ατόνησε και η υπόθεση εξετάσθηκε εκ νέου από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο στο σύνολό της ανεκκλήτως δια της προσβαλλομένης αποφάσεως και συνεπώς το Εφετείο δεν ήταν υποχρεωμένο ν' απαντήσει στον ισχυρισμό αυτό των αναιρεσείοντων (η μη απάντηση του οποίου, άλλωστε, δεν είχε προταθεί ως λόγος εφέσεως).
VIII. Περαιτέρω ουδεμία ασάφεια ή αντίφαση δημιουργείται από τη χρήση των όρων "Ομάδα Παραγωγών Βέλου", "Ομάδα Παραγωγών και "ΑΣ Βέλου" (Αγροτικός Συνεταιρισμός Βέλου) και παραγωγών (φυσικών προσώπων ή άλλων συνεταιρισμών), παρά το γεγονός ότι και οι τελευταίοι αναφέρονται ορισμένες φορές και αυτοί -αδόκιμα- ως "ομάδα παραγωγών". Προκύπτει δε από τις πιο πάνω παραδοχές της απόφασης ότι η εταιρεία "ΑΣΠΙΣ ΑΕ" συνεβλήθη με την Ομάδα Παραγωγών Βέλου, μέλος της οποίας ήταν ο ΑΣ Βέλου, οι δε επίμαχες ποσότητες αφορούσα εσπεριδοειδή παραγωγών, που δεν δικαιούνταν επιδότησης, (μη όντες μέλη της Ομάδας Παραγωγών Βέλου), οι οποίοι είχαν παραδώσει τα προϊόντα τους στον ΑΣ Βέλου (που ήταν μέλος της Ομάδας Παραγωγών Βέλου), προκειμένου να εισπράξουν την εν λόγω επιδότηση. Ο πέμπτος δε κατηγορούμενος αναιρεσείων εισέπραξε τα πιο πάνω ποσά, προκειμένου να βεβαιώσει και να εγκρίνει, κατά τις παραδοχές της απόφασης, "ότι οι ποσότητες των ανωτέρω προϊόντων είχαν πράγματι παραδοθεί από την πιο ανωτέρω ομάδα παραγωγών, ώστε να μπορέσουν οι τελευταίοι και επίσης οι αληθείς και μη όντες μέλη της ομάδας αυτής παραγωγοί των προϊόντων αυτών, να εισπράξουν τα ποσά της επιδοτήσεως, που ανήρχοντο στο συνολικό ποσό των 46.082.208 δραχμών". Η βεβαίωση, δηλαδή και έγκριση, όπως προκύπτει από το σύνολο των παραδοχών της προσβαλλόμενης απόφασης, δεν αφορά την γενόμενη παράδοση στο ευρισκόμενο στο Άργος εργοστάσιο χυμοποίησης, όπως εσφαλμένα υπολαμβάνει κυρίως ο πέμπτος αναιρεσείων, (αλλά και οι λοιποί, ισχυριζόμενοι, όπως πιο πάνω αναφέρθηκε ότι έγινε πραγματική και όχι εικονική παράδοση των επίμαχων ποσοτήτων), αλλά ότι οι προς χυμοποίηση ποσότητες αφορούσαν προϊόντα παραγωγών- μελών της Ομάδας Παραγωγών Βέλους. Αρμόδιος για την βεβαίωση και την έγκριση των ποσοτήτων αυτών, ως προερχομένων από την Ομάδα Παραγωγών Βέλου - πάντοτε κατά τις παραδοχές της απόφασης - ήταν ο πέμπτος αναιρεσείων, διότι ναι μεν το Βέλος βρίσκεται στο νομό Κορινθίας, ενώ αυτός είναι γεωπόνος της Διευθύνσεως Γεωργίας Αχαϊας, πλην όμως, όπως αναφέρεται στην απόφαση "...αφ' ενός μεν είχε τοιαύτην αρμοδιότητα για τον Ν. Αχαΐας, αφ' ετέρου ότι εγνώριζε ότι οι παραγωγοί της Αχαΐας είχαν συμφωνήσει με την ομάδα παραγωγών του ΑΣ Βέλου για την από κοινού παράδοση των προϊόντων τους προς χυμοποίηση....", δηλαδή, όπως αυτονοήτως συνάγεται, στην Ομάδα Παραγωγών Βέλου είχαν παραδώσει εσπεριδοειδή και παραγωγοί της Αχαΐας, τον έλεγχο δε για την συνδρομή των προϋποθέσεων για την είσπραξης επιχορήγησης από την ΕΕ είχε αρμοδιότητα ο εν λόγω αναιρεσείων, και συνακόλουθα "εκ των πραγμάτων", όπως δέχεται η απόφαση, είχε "αρμοδιότητα ελέγχου και εγκρίσεως και των ποσοτήτων που προέρχονταν από την ομάδα παραγωγών του ΑΣ Βέλου", αλλά και "συμφώνως και προς τα υπ' αυτού υπογεγραμμένα, και επ' ακροατηρίου αναγνωσθέντα, από 4-12-2001 και 10-4-2001 πρακτικό ελέγχου μεταποιήσεως εσπεριδοειδών του ΕΕΜ Ν. Αχαΐας και έκθεση ελέγχου μεταποιήσεως της Δ/σεως Γεωργίας Ν. Αχαΐας". Επομένως, οι προβαλλόμενες με τους πρώτο και δεύτερο λόγους αναιρέσεως της συνεκδικαζομένης αιτήσεως του πέμπτου αναιρεσείοντος, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται της επιβαλλόμενη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, και ότι στερείται νόμιμης βάσης, διότι δεν εμπεριέχει ειδική αιτιολόγηση και εμπεριέχονται σε αυτήν ασάφειες και αντιφάσεις, αναφορικά με την αρμοδιότητά του, αλλά και οι αντίστοιχες αιτιάσεις των λοιπών αναιρεσειόντων (ιδιαίτερα του τρίτου και τέταρτου, που προβάλλονται με το με στοιχεία 1.4 λόγο αναίρεσης), είναι αβάσιμες και απορριπτέες. Οι περαιτέρω διαλαμβανόμενες στον πρώτο λόγο αναιρέσεως, αιτιάσεις του πέμπτου αναιρεσείοντος ότι "από κανένα στοιχείο (είτε έγγραφο είτε μαρτυρική κατάθεση) της αποδεικτικής διαδικασίας προέκυψε ότι εγώ, ο δημόσιος υπάλληλος της Δ/νσης Γεωργίας του Ν. Αχαΐας είχα αρμοδιότητα βεβαίωσης και έγκρισης ποσοτήτων που αφορούσαν ομάδα παραγωγών του Νομού Κορινθίας που παραδίδει εσπεριδοειδή σε εργοστάσιο Νομού Αργολίδος", απαραδέκτως προβάλλονται, καθόσον πλήττουν την ανέλεγκτη αναιρετικά περί τα πράγματα εκτίμηση του Δικαστηρίου της ουσίας, ενώ οι ισχυρισμοί του ότι "οι μοναδικοί αρμόδιοι να βεβαιώνουν και να εγκρίνουν την ποσότητα και την ποιότητα των προϊόντων αυτών είναι τα μέλη των επιτροπών μεταποίησης κλπ ", αλυσιτελώς προβάλλονται, καθόσον η επίμαχη αρμοδιότητα του αναιρεσείοντος δεν αφορά, όπως προαναφέρθηκε, την αρμοδιότητα της "επιτροπής μεταποίησης, δηλ. της διμελούς επιτροπής που βρίσκεται στο χώρο του εργοστασίου", όπως αναφέρει στην αίτησή του. Επίσης είναι αβάσιμες οι προβαλλόμενες στον αυτό (πρώτο) λόγο αναίρεσης του πέμπτου αναιρεσείοντος αιτιάσεις, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν εμπεριέχει την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, και στερείται νόμιμης βάσης, διότι "δεν εμπεριέχει ειδική αιτιολόγηση όσον αφορά στο χρόνο και τον τρόπο τέλεσης ή παράλειψης της υπηρεσιακής ενέργειας που ανάγεται στα καθήκοντα του", και ότι υπάρχει ασάφεια "σχετικά με το αν τα ως άνω ποσά που "δήθεν" απαίτησα και έλαβα, αφορούσαν σε ήδη τελειωμένη ή σε μελλοντική υπηρεσιακή μου ενέργεια". Τούτο δε διότι ο προσδιορισμός του τρόπου και του χρόνου τέλεσης ή παράλειψης της υπηρεσιακής ενέργειας που ανάγεται στα καθήκοντα του αναιρεσείοντος δεν απαιτείται, εφόσον είναι αδιάφορο, για τη θεμελίωση του αδικήματος για το οποίο καταδικάστηκε, αν πραγματοποιήθηκε ή όχι η μελλοντική ενέργεια, στην οποία απέβλεπαν οι προς αυτόν παραπάνω παροχές. Ρητώς δε αναφέρεται στην προσβαλλομένη απόφαση ότι τις παροχές αυτές έλαβε ο πέμπτος αναιρεσείων και δόθηκαν από τους λοιπούς, "προκειμένου" να προβεί αυτός στις αναφερόμενες στην απόφαση ενέργειες που ανήγοντο στα καθήκοντά του, δηλαδή, για μέλλουσες ενέργειες. Αλλωστε, ρητώς αναφέρεται στο σκεπτικό της απόφασης ότι και η κατά του Χ5 κατηγορία για δωροδοκία, για την οποία αυτός καταδικάστηκε, "εγένετο για μελλοντική πράξη". IX. Η επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου, δηλαδή εκείνους που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του και τείνουν στην άρση του αδίκου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητας προς καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής, υπό την προϋπόθεση ότι οι ισχυρισμοί αυτοί έχουν προβληθεί κατά τρόπο σαφή και ορισμένο. Εφόσον δεν αιτιολογείται ειδικώς η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού ιδρύεται λόγος αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας, ενώ η μη απάντηση (σιγή απόρριψη), συνιστά έλλειψη ακροάσεως, κατά το άρθρο 170 παρ.2 του ΚΠΔ και ιδρύει ιδιαίτερο λόγο αναιρέσεως, εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ Β. του ίδιου Κώδικα. Ισχυρισμός όμως ο οποίος αποτελεί άρνηση αντικειμενικού και υποκειμενικού στοιχείου του εγκλήματος και, συνεπώς, της κατηγορίας ή απλό υπερασπιστικό επιχείρημα, δεν είναι αυτοτελής με την πιο πάνω έννοια, γι αυτό το δικαστήριο της ουσίας δεν έχει υποχρέωση να αιτιολογήσει ειδικά την απόρριψή του Στην προκειμένη περίπτωση, ο πέμπτος αναιρεσείων, με τον τέταρτο λόγο της αιτήσεώς του προβάλλει ότι προσκόμισε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του και ανέπτυξε και προφορικώς, αυτοτελείς ισχυρισμούς, και ότι το δικαστήριο δεν απάντησε σε αυτούς. Όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, ο εν λόγω αναιρεσείων υπέβαλε εγγράφως και ανέπτυξε προφορικώς ισχυρισμούς, τους οποίους χαρακτηρίζει ως αυτοτελείς. Με τον πρώτο ισχυρισμό του ο ήδη αναιρεσείων ισχυρίστηκε ότι στο κατηγορητήριο είναι απροσδιόριστος ο χρόνος και ο τρόπος τέλεσης της παράνομης ενέργειας ή παράλειψης. Στον ισχυρισμό αυτό, που αφορά ακυρότητα του κατηγορητηρίου και στην έφεση του ήδη αναιρεσείοντος δεν διαλαμβάνεται λόγος για εσφαλμένη απόρριψή του από το πρωτόδικο Δικαστήριο, το Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, εκ περισσού απάντησε, στο περί ενοχής σκεπτικό του, όπως αυτό εκτίθεται πιο πάνω. Ο δεύτερος ισχυρισμός του αυτού αναιρεσείοντος αναφέρεται στην άρνησή του ότι αυτός είχε αρμοδιότητα να προβεί στις ενέργειες για τις οποίες, κατά το κατηγορητήριο έλαβε τα αναφερόμενα σε αυτό χρηματικά ποσά.
Συνεπώς, δεν πρόκειται για αυτοτελή ισχυρισμό, αλλά απλό αρνητικό της κατηγορίας ισχυρισμό, για τον οποίο το Δικαστήριο, αν και δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει, με τις πιο πάνω παραδοχές του στο περί ενοχής σκεπτικό, απάντησε και τον απέρριψε.
Συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Β' και 170 παρ. 2 Κ.Π.Δ, τέταρτος λόγος αναίρεσης του πέμπτου αναιρεσείοντος, για έλλειψη ακροάσεως, με τις πιο πάνω αιτιάσεις είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. X. Κατά τα λοιπά οι αιτιάσεις των αναιρεσείοντων απαραδέκτως προβάλλονται, καθόσον με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας ή εσφαλμένης εφαρμογής ή ερμηνείας των πιο πάνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων πλήττεται απαραδέκτως η περί τα πράγματα εκτίμηση του Δικαστηρίου της ουσίας. Μετά από αυτά και την απόρριψη όλων των λόγων αναιρέσεων της προσβαλλόμενης απόφασης, πρέπει οι συνεκδικαζόμενες αιτήσεις αναιρέσεως να απορριφθούν , και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 του Κ.Π.Δ.) και στη δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου (άρθρα 176, 183 Κ.Πολ.Δ. και 22 παρ. 1 του Ν.3693/1957).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τις 1) από 15/7/2008 (με αρ.πρωτ. 6319/18-7-08), 2) από 15/7/2008 (με αρ.πρωτ. 6321/18-7-08), 3) από 15/7/2008 (με αρ.πρωτ. 6318/17-7-08), 4) από 15/7/2008 (με αρ.πρωτ. 6320/18-7-08) και 5) από 10/7/2008 αιτήσεις αναιρέσεως των 1) Χ1, 2) Χ2, 3) Χ3, 4) Χ4 και 5) Χ5, αντιστοίχως, για αναίρεση της 278-279/2008 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες: α) στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται, για τον καθένα, σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ και β) στη δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου, που ανέρχεται σε διακόσια ενενήντα (290) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 12 Δεκεμβρίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 19 Δεκεμβρίου 2008.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή