Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 474 / 2020    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)


Αριθμός 474/2020

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' Ποινικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αβροκόμη Θούα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αρτεμισία Παναγιώτου, Γεώργιο Αναστασάκο - Εισηγητή, Ευφροσύνη Καλογεράτου - Ευαγγέλου και Πηνελόπη Παρτσαλίδου - Κομνηνού, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημα του στις 21 Ιανουαρίου 2020, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Μπρακουμάτσου, (κωλυομένου του Εισαγγελέως) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Σ. Μ. του Γ., κατοίκου ... που εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους του Σταύρο Χούρσογλου και Ζήση Κωνσταντίνου, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 93, 94, 177, 273, 352, 383/2019 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ν. Α. του Α., κάτοικο ..., που εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους του Αντώνιο Ανδρικόπουλο και Γεώργιο Παπαϊωάννου.
Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, ζητάει την αναίρεση της αποφάσεως αυτής για τους λόγους που αναφέρονται στις υπ' αριθμ. πρωτ. 8272/25.7.2019, υπ' αριθμ. πρωτ. 8382/30.7.2019 και υπ' αριθμ. πρωτ. 9733/20.9.2019, τρεις (3) αιτήσεις του, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με αριθμό 1257/2019.
Αφού άκουσε
Τον Εισαγγελέα ο οποίος πρότεινε να γίνει μερικώς δεκτή η ένδικη αίτηση, ως προς τον 4ο λόγο της 2ης και 3ης αιτήσεων, να αναιρεθεί μερικώς η απόφαση ως προς την ποινή και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα επιμέτρηση ποινής, να αφαιρεθεί η διάταξη που επέβαλε στον αναιρεσείοντα στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων για τρία έτη και να απορριφθεί κατά τα λοιπά η ένδικη αίτηση και τους πληρεξούσιους δικηγόρων των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
I. Οι συνεκδικαζόμενες τρεις (3) συναφείς αιτήσεις-δηλώσεις (αρ. πρ. 8272/2019, 8382/2019, 9733/2019) του Σ. Μ. του Γ., για αναίρεση της καταδικαστικής απόφασης 383/2019 του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών, έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα. Επομένως, είναι παραδεκτά και πρέπει να εξετασθούν περαιτέρω.
II. Κατά τη διάταξη του άρθρου 339 παρ. 1 του ΠΚ (όπως ίσχυε μέχρι 30-6-2019, με βάση την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων) "Όποιος ενεργεί ασελγή πράξη με πρόσωπο νεότερο από 15 ετών ή το παραπλανά με αποτέλεσμα να ενεργήσει ή να υποστεί τέτοια πράξη τιμωρείται, αν δεν υπάρχει περίπτωση να τιμωρηθεί βαρύτερα για το έγκλημα του άρθρου 351Α, ως εξής: α) αν ο παθών δεν συμπλήρωσε τα δώδεκα έτη, με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών, β) αν ο παθών συμπλήρωσε τα δώδεκα αλλά όχι τα δεκατέσσερα έτη, με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και γ) αν συμπλήρωσε τα δεκατέσσερα και μέχρι τα δεκαπέντε έτη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών". Από τη διάταξη αυτή, που έχει ως σκοπό την προστασία της αγνότητας της παιδικής ηλικίας, προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της αποπλάνησης παιδιού, απαιτείται η τέλεση ασελγούς, από οποιαδήποτε άποψη, πράξης με πρόσωπο νεότερο των δεκαπέντε ετών, κατά τις σχετικές ως προς την ηλικία διακρίσεις και προβλεπόμενες, αντίστοιχα, ποινές, η οποία, αντικειμενικά μεν, προσβάλλει το κοινό αίσθημα της αιδούς και την περί των ηθών κοινή αντίληψη, υποκειμενικά δε απαιτείται να κατευθύνεται η ασελγής πράξη στην ικανοποίηση ή διέγερση της γενετήσιας ορμής και επιθυμίας του δράστη (ΑΠ 118/2017, 1337/2017). Με την έννοια αυτή, αποτελεί ασελγή πράξη όχι μόνον η συνουσία και η παρά φύση ασέλγεια, αλλά και η ψαύση και οι θωπείες των γεννητικών οργάνων ή άλλων απόκρυφων μερών του σώματος, η επαφή των γεννητικών οργάνων του δράστη στα γεννητικά όργανα του ανήλικου, η προστριβή του γεννητικού μορίου του στο σώμα του θύματος, ο εναγκαλισμός και ο ασπασμός στο πρόσωπο και το σώμα του παιδιού, εφόσον κατατείνουν στη διέγερση ή ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του δράστη, αφού και αυτές προσβάλλουν την αγνότητα της παιδικής ηλικίας. Ο δράστης πρέπει να γνωρίζει ότι το πρόσωπο κατά του οποίου κατευθύνεται η πράξη του έχει ηλικία κατώτερη των 15 ετών, αρκεί, όμως, ως προς το σημείο αυτό και ο ενδεχόμενος δόλος, που υπάρχει όταν ο δράστης αμφιβάλλει, ως προς την ηλικία του παθόντος (ΑΠ 931/2012). Η συναίνεση του ανηλίκου ή η παρ1 αυτού πρωτοβουλία ή και πρόκληση δεν έχει σημασία (ΑΠ 931/2012, 840/2011). Αν περισσότερες διακεκριμένες πράξεις του δράστη στρέφονται κατά του ιδίου ανηλίκου, πρόκειται για έγκλημα κατ' εξακολούθηση. Επίσης, κατά τις διατάξεις του άρθρου 342 παρ. 1 περ. α' και 2 περ. β' του Π.Κ. ( όπως ίσχυε μέχρι 30-6-2019 με βάση την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων ) " Ο ενήλικος ο οποίος ενεργεί ασελγείς πράξεις με ανήλικο, τον οποίο του έχουν εμπιστευθεί για να τον επιβλέπει ή να τον φυλάσσει, έστω και προσωρινά, τιμωρείται ως εξής: α) αν ο παθών δεν συμπλήρωσε τα δεκατέσσερα έτη, με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών..." (παρ. 1 περ. α' ) και "συνιστά επιβαρυντική περίσταση η τέλεση της πράξεως της πρώτης παραγράφου: α)... β)... γ)... δ)... ε)... στ) από... ειδικό επιστήμονα που παρέχει τις υπηρεσίες του στον ανήλικο 11 (παρ. 2 περ. στ'). Με τις διατάξεις αυτές αφενός επιδιώκεται να προστατευθεί η γενετήσια ελευθερία των ανηλίκων, οι οποίοι, λόγω των ιδιαίτερων και δη συγκεκριμένων σχέσεων εμπιστοσύνης με το δράστη, είναι περισσότερο εκτεθειμένοι σε γενετήσιες προσβολές από αυτόν και αφετέρου να διαφυλαχθούν οι σχέσεις αυτές καθαρές από γενετήσιες επιδιώξεις, οι οποίες θίγουν σοβαρώς το ηθικό περιεχόμενο ή το χαρακτήρα των σχέσεων αυτών, ως σχέσεων εμπιστοσύνης. Από την παραπάνω διάταξη προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του προβλεπόμενου απ' αυτήν εγκλήματος της καταχρήσεως ανηλίκων σε ασέλγεια απαιτείται ομοίως (όπως και στο έγκλημα της αποπλάνησης παιδιών) οποιαδήποτε υπό γενετήσια άποψη ασελγής πράξη με πρόσωπο νεότερο των δεκατεσσάρων ετών, η οποία αντικειμενικά μεν προσβάλλει το κοινό αίσθημα της αιδούς και την περί των ηθών κοινή αντίληψη, υποκειμενικά δε κατευθύνεται στην ικανοποίηση ή διέγερση της γενετήσιας ορμής και επιθυμίας του δράστη, μόνο στην περίπτωση που τον ανήλικο αυτό οι έχοντες την επιμέλεια του τον έχουν εμπιστευθεί στον ενήλικο δράστη για κάποιο λόγο για να τον επιβλέψει ή να τον φυλάσσει, έστω και προσωρινά, παραβιαζόμενης έτσι με κατάχρηση της εμπιστοσύνης που του επέδειξαν. Τέλος η κατάχρηση ανηλίκων σε ασέλγεια μπορεί να συρρέει αληθώς κατ' ιδέαν με την αποπλάνηση παιδιών, αφού, στην προαναφερόμενη περίπτωση, προσβάλλονται, κατά τα προεκτιθέμενα, δύο αυτοτελή έννομα αγαθά, ήτοι αφενός ο οφειλόμενος σεβασμός προς το νεότερο από 15 ετών ανήλικο και αφετέρου η σχέση εμπιστοσύνης που υπάρχει μεταξύ δράστη και θύματος ( ΑΠ 1231/2019, 1550/2012). Περαιτέρω , κατά τις ίδιες διατάξεις του ισχύοντος από 1-7-2019 νέου ΠΚ, η διατύπωση των πιο πάνω αξιοποίνων πράξεων γίνεται ως εξής , δηλαδή , στην πρώτη περίπτωση του άρθρου 339 παρ. 1 περ. β'του ΠΚ ορίζεται ότι Όποιος ενεργεί γενετήσια πράξη με πρόσωπο νεότερο των δεκαπέντε ετών ή το παραπλανά με αποτέλεσμα να ενεργήσει ή να υποστεί τέτοια πράξη τιμωρείται, αν δεν υπάρχει περίπτωση να τιμωρηθεί βαρύτερα με το άρθρο 351Α, ως εξής: α) .... β) αν ο παθών συμπλήρωσε τα δώδεκα αλλά όχι τα δεκατέσσερα έτη, με κάθειρξη έως δέκα έτη γ)... " και στη δεύτερη περίπτωση του άρθρου 342 παρ. 1 του ΠΚ ορίζεται ότι "Ο ενήλικος ο οποίος ενεργεί γενετήσιες πράξεις με ανήλικο, τον οποίον του έχουν εμπιστευθεί για να τον επιβλέπει ή να τον φυλάσσει, έστω και προσωρινά, τιμωρείται ως εξής: α)..., β) αν ο παθών συμπλήρωσε τα δώδεκα αλλά όχι τα δεκατέσσερα έτη, με κάθειρξη, γ)...•". Από τις παραπάνω διατάξεις του νέου Ποινικού Κώδικα προκύπτει ότι παθών στο αδίκημα της κατάχρησης ανηλίκων είναι ανήλικος, τον οποίο έχουν εμπιστευθεί στο δράστη για να τον επιβλέπει ή να τον φυλάσσει έστω και προσωρινά. Η σχέση της εμπιστοσύνης προς επίβλεψη ή φύλαξη του ανηλίκου, την οποία καταχράται ο δράστης, δεν είναι αναγκαίο να είναι μακράς διάρκειας, αρκεί δε και προσωρινή ανάθεση προς επίβλεψη ή φύλαξη του ανηλίκου. Περαιτέρω, από την επισκόπηση των διατάξεων του δέκατου ένατου κεφαλαίου του ΠΚ με τίτλο "Εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας και εγκλήματα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής", προκύπτει ότι προτιμήθηκε γενικώς από τον νομοθέτη κατά τη σύνταξη του νέου ΠΚ ο όρος "γενετήσια πράξη", επειδή, όπως αναφέρεται σχετικά στην Αιτιολογική Έκθεση ".. .πρόκειται για έννοια, η οποία ορίζει τόσο τη διαδικασία της αναπαραγωγής (γένεσις) όσο και τις σχετικές ή παράλληλες με αυτήν πράξεις, διαθέσεις και ορμές, την ερωτική ζωή των ανθρώπων. Λόγω της "γενικότητας της υιοθετήθηκε στη σύγχρονη επιστημονική και κοινή γλώσσα". Μάλιστα, ο ίδιος ο νομοθέτης στην παράγραφο 2 του άρθρου 336 του νέου ΠΚ ορίζει ότι "Γενετήσια πράξη είναι η συνουσία και οι ίσης βαρύτητας με αυτήν πράξεις", ενώ στην Αιτιολογική Έκθεση επεξηγείται ότι "Ο όρος γενετήσια πράξη", έχει την έννοια που προσδιορίζει η νομολογία και η επιστήμη. Πρόκειται για τη συνουσία και άλλες πράξεις με την ίδια βαρύτητα από πλευράς προσβολής του εννόμου αγαθού της γενετήσιας ελευθερίας, όπως είναι η "παρά φύσιν" συνεύρεση...... Ο κύριος γνώμονας για το εάν μια πράξη πρέπει να χαρακτηριστεί ως "γενετήσια" είναι η ένταση της προσβολής του εννόμου αγαθού της γενετήσιας ελευθερίας του θύματος. Κατά συνέπεια, πράξεις με έντονο σεξουαλικό χαρακτήρα, όπως είναι η ψαύση και οι θωπείες των γεννητικών οργάνων του ανηλίκου, οι οποίες κατατείνουν στην γενετήσια ικανοποίηση του δράστη και την προσβολή της γενετήσιας ελευθερίας του θύματος, θεωρούνται γενετήσιες πράξεις κατά τον νέο ΠΚ. Τα παραπάνω είναι σύμφωνα και με το άρθρο 36 παρ. 1 και 2 της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης, που κυρώθηκε με το ν. 4531/2018 και έχει υπερνομοθετική ισχύ. Κατά την εν λόγω διάταξη, η ποινικοποίηση των πράξεων κατά της γενετήσιας ελευθερίας πρέπει να αφορά όχι μόνο τη "διάπραξη μη συναινετικής, κολπικής ή στοματικής διείσδυσης σεξουαλικού χαρακτήρα στο σώμα άλλου ατόμου με τη χρησιμοποίηση οποιουδήποτε οργάνου του σώματος ή αντικειμένου" αλλά και "τη διάπραξη άλλων μη συναινετικών πράξεων σεξουαλικού χαρακτήρα". Υπό το πρίσμα αυτό, ο όρος της "γενετήσιας πράξης" δεν παρεκκλίνει ουσιωδώς από τον προαναφερθέντα ορισμό της "ασελγούς πράξης" όπως ερμηνευόταν, υπό την αυστηρή της εκδοχή, από τη μέχρι τώρα νομολογία των δικαστηρίων στα εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας, στα οποία περιλαμβάνονται και οι περιπτώσεις των προαναφερομένων διατάξεων των άρθρων 339 παρ. 1 και 342 παρ. 1 ΠΚ. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λπ.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτό, αλλά πρέπει με βεβαιότητα να προκύπτει ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα στο σύνολο τους και όχι μόνο ορισμένα από αυτά. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του Κ.Ποιν.Δ., λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ. ΑΠ 3/2008). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης 383/2019 αποφάσεώς του, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα, (κατά τη γνώμη της πλειοψηφίας) για τις πράξεις που αυτός τέλεσε εξακολουθητικά σε βάρος ανηλίκου , που συμπλήρωσε τα 12 έτη όχι όμως και τα 14 έτη, δηλαδή 1) αποπλάνησης ανηλίκου και 2) κατάχρησης ανηλίκου σε ασέλγεια που τελέσθηκε από ειδικό επιστήμονα που παρέχει τις υπηρεσίες του στον ανήλικο και τον καταδίκασε ( με τη συνδρομή των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. 2 α'και ε'ΠΚ) σε συνολική ποινή κάθειρξης 7 ετών. Στο σκεπτικό της απόφασης αυτής το δικαστήριο , μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε ανελέγκτως ότι αποδείχθησαν κατά λέξη τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Οι πολιτικώς ενάγοντες ’. Ο. και Α. Α. είναι γονείς του Ν. Α., που γεννήθηκε στις 30-4-2001 και ήδη ενηλικιώθηκε στις 30-4-2019,καθώς και ενός μικρότερου κατά δύο έτη αγοριού και διαμένουν όλοι μαζί στην οικία τους στη .... Ο Α. Α. έχει από προηγούμενο γάμο και άλλα τρία ενήλικα τέκνα ,τα δύο από τα οποία κατοικούν σε χώρες του εξωτερικού. Ο κατά το χρόνο τέλεσης των παρακάτω αξιόποινων πράξεων ανήλικος Ν. Α. από μικρή ηλικία εμφάνιζε ορισμένες αποκλίσεις στη συμπεριφορά του ,όπως διάσπαση της προσοχής στον ύπνο ,απαισιόδοξες σκέψεις ,χαμηλή αυτοεκτίμηση, που τον οδήγησαν σταδιακά σε πτώση στις μαθητικές του επιδόσεις ,παρά το γεγονός ότι το νοητικό του επίπεδο κινούνταν σε φυσιολογικά επίπεδα. Στην ηλικία περίπου των 7 ετών, προκειμένου να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα ορισμένων νυκτερινών αφυπνίσεων και σπασμών (ελαφριάς μορφής επιληπτικών κρίσεων), υποβλήθηκε σε ηλεκτροεγκεφαλογράφημα και συνεστήθη από τον εξετασθέντα και ως μάρτυρα κατηγορίας παιδίατρο Ι. Φ. με σύμφωνη γνώμη του παιδονευρολόγου Γ. η λήψη του φαρμάκου depakine. Το φάρμακο αυτό έλαβε ο ανήλικος για διάστημα περίπου δύο μηνών, επακολούθησε νέο ηλεκτροεγκεφαλογράφημα και αφού δεν διαπιστώθηκε η ύπαρξη βλάβης στον εγκέφαλο και τα συμπτώματα δεν επαναλήφθηκαν, σταμάτησε η χορήγηση του φαρμάκου χωρίς εμφάνιση αναλόγων συμπτωμάτων κατά τα επόμενα έτη, όπως περί τούτου κατέθεσε ο παραπάνω ιατρός, ο οποίος παρακολουθούσε τον ανήλικο μέχρι την ηλικία των 14 ετών. Κατά τον μήνα Μάρτιο του έτους 2009 για την αντιμετώπιση των μαθησιακών δυσκολιών και της δομής του λόγου προσήλθε και εξετάστηκε στην Ειδική Ερευνητική, Διαγνωστική και Θεραπευτική Μονάδα "..." από την παιδοφυχίατρο Ρ. Γ., την ψυχολόγο Ε. Φ. και την εκπαιδευτική ψυχολόγο Α. Κ.. Σύμφωνα με το από 29-4-2009 πόρισμα και την από 15-4-2019 βεβαίωση της παραπάνω θεραπευτικής Μονάδας ο τότε ανήλικος ... είχε φυσιολογική γνωστική ανάπτυξη, παρατηρήθηκαν όμως δυσκολίες στη βαθιά δομή του λόγου, συμπτώματα που παρέπεμπαν σε θυρεοειδή και μικρή ψυχοσυναισθηματική ανωριμότητα ,που επέτεινε την μαθησιακή του δυσλειτουργία. Συνεστήθη συμβουλευτική συνεργασία με τους γονείς και λογοπεδική αξιολόγηση τον 9ο του 2009, που δεν προκύπτει ότι έλαβε χώρα. Όταν ο ... συμπλήρωσε το 12° έτος της ηλικίας του και εισήλθε στην εφηβεία τα παραπάνω προβλήματα συμπεριφοράς επιτάθηκαν και συγκεκριμένα άρχισε να εκδηλώνει έντονο θυμό ,να αναπτύσσει συγκρουσιακή σχέση με τους γονείς του και ιδίως με τον πατέρα του , εκδηλώνοντας προς αυτούς νευρικότητα ,αμφισβήτηση, επιθετικότητα και ανυπακοή, ενώ ταυτόχρονα παρουσίασε μεγάλη έκπτωση στις σχολικές του επιδόσεις. Οι γονείς του συνειδητοποίησαν τα παραπάνω προβλήματα συμπεριφοράς του παιδιού τους και προκειμένου να τον βοηθήσουν να τα ξεπεράσει, αποφάσισαν να αναζητήσουν βοήθεια από κάποιον ειδικό επιστήμονα σε θέματα ψυχικής υγείας. Έτσι στις αρχές Σεπτεμβρίου του έτους 2013 μετά από σχετικές πληροφορίες που έλαβε η μητέρα απευθύνθηκαν στον κατηγορούμενο ,Σ. Μ.. Ο κατηγορούμενος είναι αναπτυξιακός εργοθεραπευτής, επιστημονικός συνεργάτης στη Μονάδα Αναπτυξιακής Παιδιατρικής της Β Παιδιατρικής κλινικής του Νοσοκομείου Παίδων ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ ,με διδακτικό, ερευνητικό και συγγραφικό έργο. Ως ελεύθερος επαγγελματίας λειτουργεί τρία ιδιωτικά γραφεία ,ένα από τα οποία βρίσκεται στην ..., όπου παρέχει υπηρεσίες διάγνωσης παιδιών με αναπτυξιακές διαταραχές και εφαρμογής προγραμμάτων αποκατάστασης. Μετά από τηλεφωνική επικοινωνία, κατά την οποία η μητέρα του Ν. εξέθεσε ν/ας δυσκολίες που αντιμετωπίζει ο γιος της, επακολούθησε μια πρώτη επίσκεψη στο γραφείο του κατηγορούμενου με τον Ν. ,τον οποίο έπεισε προς τούτο ,προκειμένου να αποφύγει τυχόν άρνησή του, λέγοντάς του ότι πρόκειται να τον βοηθήσει ο κατηγορούμενος στη δομή άρθρωσης του λόγου. Κατά την επίσκεψη αυτή και αφού ο κατηγορούμενος συζήτησε και με τον Ν. ,πληροφορήθηκε ότι είναι μαθητής στην Α τάξη του Γυμνασίου και η ηλικία του είναι μικρότερη από 14 έτη, ανέλαβε να τον βοηθήσει παρέχοντάς του συμβουλευτική υποστήριξη και πρόγραμμα προσωπικής ανάπτυξης ,με στόχο τη βελτίωση της συμπεριφοράς του εντός και εκτός σπιτιού, τη βελτίωση της κοινωνικής του συναναστροφής με τα υπόλοιπα παιδιά του σχολείου και τη συναισθηματική του υποστήριξη ,ώστε να ενισχυθεί η αυτοεκτίμησή του, με εβδομαδιαίες συνεδρίες κάθε Τρίτη και από ώρα 18.00 μέχρι 19.00 ,η πρώτη από τις οποίες έλαβε χώρα στις 24-9-2013.Στις συνεδρίες αυτές τον τότε ανήλικο Ν. συνόδευε συνήθως ο πατέρας του, Α. Α., ο οποίος τον ανέμενε κάποιες φορές στον ειδικό χώρο αναμονής που υπήρχε στο κέντρο εργοθεραπείας και τις περισσότερες μετέβαινε σε παρακείμενο καφέ και τον ανέμενε να τον παραλάβει, ενώ κατά τη συνεδρία ο ... ήταν πάντα μόνος με τον εργοθεραπευτή του, με κλειστή την πόρτα του γραφείου ,όχι όμως και κλειδωμένη. Ο κατηγορούμενος είχε ενημερώσει τη μητέρα του Ν. ότι η θεραπεία θα περιλάμβανε και ασκήσεις χαλάρωσης στους καρπούς του ανήλικου, για τις οποίες ζήτησε και έλαβε τη συναίνεσή της .Αρχικά ο ... πήγαινε απρόθυμα στις συνεδρίες και σε τούτο συνέτεινε το ότι κατά τις ερωτήσεις γνωριμίας στην πρώτη συνεδρία ο κατηγορούμενος μεταξύ άλλων ρώτησε τον Ν. αν "παίζει" το γεννητικό του όργανο και αν βλέπει τσόντες και εκείνος του απάντησε θετικά. Επίσης, αρνητικά επίδρασε στον Ν. το ότι στην έκφραση της επιθυμίας του να ανοίξει λογαριασμό στο facebook, ο κατηγορούμενος του είπε "αφού δεν έχεις φίλους ,τι το θες το facebook;". Ωστόσο, επειδή ήθελε να ικανοποιήσει την επιθυμία της μητέρας του και πίστευε ότι εκείνη ενεργούσε για το καλό του συνέχισε τις συνεδρίες. Οι συνεδρίες 10 με 15 λεπτά πριν το τέλος τους περιλάμβαναν ασκήσεις χαλάρωσης και ηρεμίας με αγγίγματα και μαλάξεις στα χέρια στο στήθος, στον ώμο και αργότερα στην κοιλιά και στα πόδια Οι ασκήσεις χαλάρωσης γίνονταν αρχικά ενώ ο ... ήταν καθιστός στη καρέκλα και από αυτές ο ... ένιωθε ανακούφιση και ηρεμία. Έτσι συνέχιζε να πηγαίνει στις συνεδρίες με μεγαλύτερη προθυμία. Κατά τη διάρκεια της 5ης ή 6ης συνεδρίας ο κατηγορούμενος, αφού είχε αποκτήσει την εμπιστοσύνη του Ν. ,του ζήτησε να ξαπλώσει στο πάτωμα ,του έβαλε ένα μαξιλάρι να ακουμπήσει το κεφάλι του και του έκανε μασάζ στο σώμα και στα πόδια. Στις επόμενες συνεδρίες ο κατηγορούμενος του ζητούσε να ξαπλώσει με τον ίδιο τρόπο και ενώ ο ... είχε τα μάτια κλειστά και τον έτριβε χαλαρωτικά ψηλά στα πόδια, τον άγγιζε και στην περιοχή των γεννητικών οργάνων. Την πρώτη φορά που έγινε αυτό ο ... δεν αντέδρασε, γιατί υπέθεσε ότι ήταν η ιδέα του ή έγινε κατά λάθος. Ωστόσο, οι ψαύσεις των γεννητικών οργάνων του Ν. από τον κατηγορούμενο συνεχίστηκαν έξω από το παντελόνι, με μεγαλύτερη μάλιστα ένταση και συχνότητα κατά τις επόμενες συνεδρίες. Ο ... ξαφνιάστηκε, όμως και πάλι δεν αντέδρασε αφενός μεν από τα αισθήματα ντροπής που τον κυριαρχούσαν ,αφετέρου δε γιατί ένιωθε ευχαρίστηση από το ερέθισμα των γεννητικών του οργάνων και είχε πειστεί ότι και αυτό μπορούσε να είναι μέρος της εργοθεραπείας και ήταν σε γνώση των γονέων του. Ακολούθως κατά τη συνεδρία που έλαβε χώρα κατά τις εορτές του Πάσχα του 2014, ο κατηγορούμενος, έχοντας σταδιακά κερδίσει την πλήρη εμπιστοσύνη του Ν., ο οποίος πίστευε ότι αυτό που του έκανε ήταν σωστό, προχώρησε ακόμη περισσότερο. Έτσι ,όταν ο ... του αφηγήθηκε ότι ο πατέρας του πρότεινε να τον συνοδεύσει σε οίκο ανοχής προκειμένου να μην αυνανίζεται, ο κατηγορούμενος με την πρόφαση ότι θα τον προετοιμάσει για αυτή την εμπειρία και ενώ ήταν ξαπλωμένος του κατέβασε το παντελόνι και το εσώρουχο μέχρι τα γόνατα και άρχισε να χαϊδεύει τα γεννητικά του όργανα .Ο ίδιος ,όπως κατέθεσε στο ακροατήριο ,ένιωσε σοκαρισμένος και σαν να ήταν ναρκωμένος .Στην ίδια συνεδρία του είπε "καύλωσες λίγο;" και πριν ο ... προλάβει να απαντήσει ο κατηγορούμενος του είπε "θα σου κάνω κάποιες ασκήσεις, που αφορούν τα γεννητικά όργανα για να αναπτυχθείς εύκολα και να έχεις επαφή με γυναίκα". Ο ... συμφώνησε και σε όλες τις επόμενες συνεδρίες ο κατηγορούμενος κατέβαζε το εσώρουχο του Ν. και έκανε μαλάξεις στα γεννητικά του όργανα, μάλιστα ο ... κατέθεσε ότι κατηγορούμενος έπαιζε το πέος του με τρόπο "επαγγελματικό" ,δεξιά, αριστερά και όχι με τον τρόπο που το έκανε ο ίδιος. 0 ... ένιωθε μπερδεμένος με αυτό που συνέβαινε ,άλλοτε άβολα και προβληματισμένος ,άλλοτε ευχαριστημένος από το ερέθισμα των γεννητικών του οργάνων, καθόσον ο κατηγορούμενος ήταν ειδικός και τον εμπιστεύονταν οι γονείς του και επομένως πίστευε ότι δεν θα του έκανε κάτι κακό, από την άλλη αισθανόταν ότι αυτό δεν ήταν κανονικό και του δημιουργούσε ντροπή ,καθώς και ενοχές για την ευχαρίστηση που ένιωθε. Αυτή η σύγκρουση που υπήρχε μέσα του, του δημιουργούσε άγχος που δεν μπορούσε να το διαχειριστεί, ντρεπόταν και δεν εμπιστευόταν να το συζητήσει με τους γονείς του και έτσι αποφάσισε να το συζητήσει με τον ετεροθαλή αδελφό του Μ. ,που ζούσε στην Αμερική και με τον οποίο διατηρούσε πολύ καλές αδελφικές σχέσεις και τακτική επικοινωνία σχεδόν σε καθημερινή βάση δια μέσου του διαδικτύου με την εφαρμογή SKYPE. Έτσι στις 27-7-2014 ο ... αποκάλυψε στον ως άνω αδελφό του ότι ο κατηγορούμενος κατά τη διάρκεια των συνεδριών ο κατηγορούμενος του τρίβει το γεννητικό του όργανο ,στην αρχή έξω από το παντελόνι του και στη συνέχεια έβαζε το χέρι του και μέσα από το παντελόνι. Ο αδελφός του, ο οποίος εξετάστηκε ως μάρτυρας στο ακροατήριο, του είπε ότι αυτό είναι κάτι που δεν πρέπει να γίνεται και ότι γι' αυτό θα έπαιρνε και τη γνώμη κάποιου ειδικού. Ο ... τότε του ζήτησε να μη το αποκαλύψει στους γονείς τους. Ο Μ. (M.) όμως, έχοντας θορυβηθεί από τις αποκαλύψεις του Ν., επικοινώνησε άμεσα με τον πατέρα του και τον πληροφόρησε σχετικά. Μετά από προτροπή του τελευταίου και προκειμένου να βεβαιωθεί για την ακρίβεια των όσων έλαβε γνώση , ο Μ. επικοινώνησε και πάλι με τον Ν. δια μέσου SKYPE, ο οποίος και πάλι του επανέλαβε όσα προηγουμένως του είχε αποκαλύψει και τη συνομιλία αυτή παρακολούθησε κρυφά ο πατέρας τους από το επάνω μέρος της μεζονέτας του. Ο ... εξιστόρησε και πάλι στον αδελφό του ότι το τρίψιμο των γεννητικών οργάνων άρχισε κάνω από τα ρούχα μετά την 5η ή 6η συνεδρία ,ενώ μέσα από το παντελόνι άρχισε γύρω στο Πάσχα. Μετά από αυτά οι γονείς του Ν. επέλεξαν να μην απευθυνθούν άμεσα στην Υποδιεύθυνση Ανηλίκων της ΕΛΑΣ ,αλλά ζήτησαν τηλεφωνικά τις συμβουλές ειδικών επιστημόνων διά μέσου του ΧΑΜΟΓΕΛΟΥ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ,οι οποίοι τους συνέστησαν να προβούν σε διακοπή των συνεδριών χωρίς να γίνει αντιληπτό από τον Ν. ότι ο αδελφός του Μ. τους αποκάλυψε το μυστικό του ,γιατί δεν έπρεπε να κλονιστεί η εμπιστοσύνη του προς αυτόν ,αλλά ούτε και να διαταραχθεί περαιτέρω η σχέση του με τους ίδιους. Έτσι και ενώ η επόμενη συνεδρία είχε προγραμματιστεί για την 29-7-2014 ,η μητέρα του ανήλικου ενημέρωσε τον κατηγορούμενο ότι αυτή θα ήταν η τελευταία συνεδρία και ότι δεν επιθυμεί πλέον τη συνεργασία μαζί του, χωρίς να του πει την αιτία ,ώστε να μην διακινδυνεύσει τυχόν αντίδραση του κατηγορούμενου από την οποία ο ... θα αντιλαμβανόταν ότι ο αδελφός του δεν κράτησε το μυστικό του ή θα επηρέαζε αυτόν αρνητικά .Στην τελευταία αυτή συνάντηση, όπου τον ανήλικο συνόδευσε η μητέρα του, ο κατηγορούμενος ,μετά από απαίτηση ης μητέρας, είπε στον ανήλικο Ν. ότι οι συνεδρίες τους σταματούν, γιατί ολοκληρώθηκε η δουλειά που έπρεπε να κάνει και ότι πλέον θα έπρεπε να αναλάβει άλλος ειδικός. Στη συνέχεια οι γονείς του Ν. θέλησαν να μάθουν από τον ίδιο το γιο τους τι ακριβώς είχε συμβεί, προκειμένου να μπορέσουν να εκτιμήσουν την ακρίβεια των αποκαλύψεων προς τον αδελφό του Μ., πριν προβούν σε οποιαδήποτε νομική ενέργεια κατά του κατηγορούμενου. Έτσι κατά τη διάρκεια των θερινών διακοπών και ενώ βρίσκονταν στην εξοχική τους κατοικία κατά το μήνα Αύγουστο του 2014 η μητέρα ξεκίνησε μια συζήτηση με τον Ν. ,ο οποίος της περιέγραψε τα ίδια περιστατικά που είχε προηγουμένως αποκαλύψει στον αδελφό του Μ.. Λίγες ημέρες αργότερα ο ... είδε τυχαία αποθηκευμένο στον ηλεκτρονικό υπολογιστή του πατέρα του το σχέδιο μήνυσης των γονέων του σε βάρος του κατηγορούμενου, από το οποίο κατάλαβε ότι οι γονείς του γνώριζαν όσα είχε αποκαλύψει στον αδελφό του Μ. για τον κατηγορούμενο. Αρχικά θύμωσε και διαμαρτυρήθηκε στον πατέρα του ότι επιχειρεί να λάβει αποζημίωση από τον κατηγορούμενο για τα γενόμενα σε βάρος του, ωστόσο στη συνέχεια αποκάλυψε πλέον στον πατέρα του όσα είχαν συμβεί μιλώντας και περιγράφοντας τα ίδια γεγονότα χωρίς να διαμορφοποιηθεί ή να τα ανασκευάσει και ενώ γνώριζε τη βαρύτητα των καταγγελιών και ότι οι γονείς του θα κατέθεταν μήνυση σε βάρος του κατηγορούμενου. Επακολούθησε η κατάθεση της από 1-9-2014 έγκλησης των γονέων του τότε ανήλικου Ν. σε βάρος του κατηγορούμενου,, με αφορμή την οποία λήφθηκε, κατά τη διαδικασία του άρθρου 226 Α Κ.Π.Δ., η από 13-11-2014 χωρίς όρκο κατάθεση του ανήλικου παθόντος από τον αρμόδιο ανακριτικό υπάλληλο του Τμήματος Εποπτείας Ανηλίκων της Δ/νσης Ασφάλειας Αττικής ,η οποία επίσης αναγνώστηκε στο ακροατήριο και περιγράφει σε αυτή ο ανήλικος τα ως άνω γεγονότα με λεπτομέρειες. Τα ίδια ως άνω πραγματικά περιστατικά περιέγραφε ο ανήλικος χωρίς διαφοροποιήσεις ή αντιφάσεις με σαφήνεια και ακρίβεια και στους πραγματογνώμονες που τον εξέτασαν τόσο κατά την προδικασία όσο και κατά την κυρία ανάκριση, χωρίς να απομακρύνεται από τις αρχικές αφηγήσεις στον αδελφό του και στους γονείς του, αλλά επανέλαβε επίσης με ακριβή αναλυτική περιγραφή και σαφήνεια και στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου εξεταζόμενος ενόρκως μετά την ήδη ενηλικίωσή του ,απαντώντας σε όλες τις σχετικές ερωτήσεις του Δικαστηρίου ,αλλά και των λοιπών παραγόντων της δίκης ,κατά τρόπο πειστικό ,ώστε να καθίσταται σαφές ότι πρόκειται για βιωματική εξιστόρηση των κατά επανάληψη γενόμενων σε βάρος του από τον κατηγορούμενο ασελγών γενετήσιων πράξεων και δεν αποτελούν προϊόν υποβολής από τους γονείς του, αλλά ούτε μυθοπλασίας ή φαντασίωσης. Τα κατατεθέντα από τον ήδη ενήλικο Ν. ενισχύονται και από τα παρακάτω αποδεικτικά μέσα: Στην από 10-9-2015 έκθεση πραγματογνωμοσύνης η πραγματογνώμονας ψυχολόγος Σ. Γ. αναφέρει ρητά ότι πιστεύει πως ο ... υπέστη ασελγείς πράξεις από τον κατηγορούμενο, ότι οι δηλώσεις του κρίνονται ειλικρινείς, γιατί περιέγραψε με λεπτομέρειες πως αυτές διαδραματίστηκαν, προσπαθώντας να αποτυπώσει την αίσθηση του αγγίγματος και τον τρόπο, τοποθετήθηκε χωροχρονικά πότε τα αγγίγματα ήταν μέσα και πότε έξω από το παντελόνι και τις εντυπώσεις του από τη σταδιακή αύξηση του αγγίγματος ή του πιασίματος. Η πραγματογνωμοσύνη (ψυχολόγος ψυχοθεραπεύτρια παιδιών και Εφήβων Δ. Σ., που επιλήφθηκε κατά την προδικασία, στην από 23-10-2014 έκθεση πραγματογνωμοσύνης αναφέρει ότι ο ανήλικος τότε ... κατά την εξέτασή του, αλλά και κατά την προετοιμασία του για κατάθεση ήταν αυθόρμητος και αυθεντικός και μίλησε με αμηχανία αλλά και με αμεσότητα για όσα ισχυρίζεται ότι έχουν συμβεί και εκτιμά ότι αυτός έχει πλούσια συμβολική σκέψη και δυνατότητα ενδοσκόπησης και περιγραφής όσων συμβαίνουν μέσα του, καθώς και ότι έχει μεγάλη δυνατότητα επεξεργασίας των συναισθημάτων και των ψυχικών συγκρούσεων που εκείνη την περίοδο ήταν έντονες. Από τις παραπάνω εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης ,στις οποίες ρητά και κατηγορηματικά αναφέρεται ότι όσα περιέγραψε ο ανήλικος ότι του έκανε ο κατηγορούμενος αποτελούν αληθινή βιωματική εξιστόρηση και όχι προϊόν φαντασίας καταρρίπτονται οι αρνητικοί των κατηγοριών ισχυρισμοί του κατηγορούμενου και δη ότι όσα αναφέρει ο ανήλικος αποτελούν φαντασιώσεις του κατά το χρόνο που βρισκόταν σε κατάσταση βαθιάς χαλάρωσης. Περαιτέρω , ο παιδοψυχολόγος - κλινικός ψυχολόγος Α. Μ., ο οποίος παρακολούθησε τον Ν. στο διάστημα μετά το πέρας των συνεδριών με τον κατηγορούμενο από τον Οκτώβριο του 2014 και για τους επόμενους οκτώ μήνες και εξετάστηκε ως μάρτυρας και στο ακροατήριο, εκτιμά με βεβαιότητα ότι ο ... λέει αλήθεια, καθόσον όσες φορές συζήτησε μαζί του για το θέμα αυτό, πάντοτε του έλεγε τα ίδια γεγονότα με την ίδια ακρίβεια ,ήταν σταθερός σε ό,τι δήλωσε σε 4 διαφορετικά πρόσωπα και ένα παιδί δεν μπορεί να εξιστορήσει τέτοια γεγονότα αν δεν τα έχει ζήσει. Επίσης ,ο κατηγορούμενος υποστήριξε ότι κατά τη 2η συνεδρία ενημέρωσε τους γονείς του ανήλικου για τις ασκήσεις χαλάρωσης ,οι οποίες περιλάμβαναν απαλές εντριβές και πιέσεις με την παλάμη στο κεφάλι, στον αυχένα στην πλάτη ,στο στέρνο ,στα χέρια και στους ώμους και ότι αυτοί δεν έφεραν αντίρρηση. Όμως οι γονείς του ανήλικου κατά την κατάθεσή τους αρνήθηκαν κατηγορηματικά τέτοια ενημέρωση και, όπως προαναφέρθηκε η μητέρα του ανηλίκου κατέθεσε ότι ο κατηγορούμενος την ενημέρωσε μόνο για ασκήσεις στους καρπούς του ανήλικου. Αντίθετα ο τεχνικός σύμβουλος του κατηγορούμενου παιδοψυχίατρος Α. Β. στην από 28-9-2015 τεχνική του έκθεση, αλλά και κατά την κατάθεσή του ως μάρτυρας στο ακροατήριο, επισημαίνει ότι όλα αυτά που αναφέρει ο ανήλικος μπορούν να συμβούν και συνέβησαν, γιατί ο ανήλικος έχει σεξουαλικές εμμονές ,οι οποίες αυξάνονται λόγω του νοσηρού ψυχικού του υποβάθρου και των σοβαρών και χρόνιων προβλημάτων ψυχικής υγείας που αντιμετωπίζει, συνεπεία των οποίων έχει διαταραχές σκέψης ,της αντίληψης και της ερμηνείας της πραγματικότητας, καταλήγει δε στο συμπέρασμα ότι "....οι αναφορές του Ν. αφορούν μη αληθή γεγονότα ,τα οποία όμως εν μέρει βιώθηκαν και στη συνέχεια νοηματοδοτήθηκαν ως αληθινά μέσα στο πλαίσιο της νοσηρής διαταραχής των λειτουργιών της συνείδησης της σκέψης και του συναισθήματος.". Δηλαδή ο παραπάνω παιδοψυχίατρος καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο ανήλικος έπασχε και πάσχει από χρόνια σοβαρή ψυχωσική διαταραχή, εξαιτίας της οποίας φαντασιώθηκε πράγματα τα οποία στη συνέχεια πίστεψε και παρουσίασε ως αληθή. Ωστόσο, πέραν της αναφοράς αυτής του ως άνω παιδοψυχίατρου η ύπαρξη ψυχωσικής διαταραχής του ανήλικου τότε Ν. και μάλιστα σοβαρής και χρόνιας δεν ενισχύεται ούτε επιβεβαιώνεται από κανένα άλλο αποδεικτικό στοιχείο. Περαιτέρω ο ίδιος διαφοροποιούμενος και αντιφάσκοντας με την ως άνω εκτίμησή του κατά τη κατάθεσή του στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο κατέθεσε ότι ο ανήλικος είναι σε πρώϊμο στάδιο ψυχικής νόσου, μη επιβεβαιώνοντας έτσι τα όσα ανέφερε στην τεχνική του έκθεση περί ύπαρξης σοβαρής και χρόνιας ψυχωσικής διαταραχής. Επίσης ,δεν δίνει καμία πειστική εξήγηση για το πως είναι δυνατόν ο ανήλικος κατ' αυτόν να μην έδωσε σαφή περιγραφή των γεγονότων για τα οποία κατηγορείται ο κατηγορούμενος, ενώ για τα υπόλοιπα ήταν σαφέστατος ,ούτε πως συνδυάζεται το αναφερόμενο στην έκθεσή του (σελ.16) ότι "ο ... είναι ένα παιδί 14 ετών φυσιολογικής νοημοσύνης ,αν και δεν έχει γίνει επίσημα ψυχομετρική εκτίμηση" ,με την εκτίμησή του ότι πάσχει από χρόνια ψυχωσική διαταραχή. Εξάλλου, ουδείς άλλος από τους πραγματογνώμονες και τους τεχνικούς συμβούλους που εξέτασαν τον ανήλικο Ν. δεν διαπίστωσε ότι αυτός πάσχει από ψυχική νόσο και μάλιστα τέτοιας μορφής που να φαντασιώνεται μη αληθείς καταστάσεις και στη συνέχεια να τις θεωρεί ότι τις έχει βιώσει ως αληθείς ,αφού δεν γίνεται καμία τέτοια αναφορά για τέτοιου είδους ψυχωσικές διαταραχές στις εκθέσεις τους. Ούτε κρίνεται πειστική η κατάθεση του μάρτυρα υπεράσπισης παιδοψυχιάτρου Γ. Ζ. ,ο οποίος αναφέρεται στο ότι ο ανήλικος είχε παρεξηγήσει την πραγματικότητα λόγω της ψυχοπαθολογίας που είχε, καθόσον δεν είχε εξετάσει ο ίδιος τον ανήλικο και η εκτίμησή του αυτή βασίστηκε και σχηματίστηκε μόνο από τα στοιχεία της δικογραφίας που έθεσε υπόψη του ο κατηγορούμενος. Περαιτέρω, αναφορικά και με το τεστ ΑΚΕΝΜΠΑΧ, που ο κατηγορούμενος έδωσε για συμπλήρωση στους γονείς του ανήλικου και στο οποίο περιλαμβάνονται ερωτήσεις σχετικές με τη συμπεριφορά του ανηλίκου δεν αποδείχθηκε ότι από τις απαντήσεις που έδωσε η μητέρα του ανηλίκου κατά τη συμπλήρωση και την αξιολόγησή τους ότι πρόκειται για παιδί με ψυχική νόσο. Δεν αποδείχθηκε έτσι ότι ο ανήλικος ... κατά το χρόνο τέλεσης των παρακάτω αξιόποινων πράξεων έπασχε από κάποια σοβαρή και χρόνια ψυχωσική διαταραχή ,τέτοιας μορφής που να οδηγεί σε στιγμές αλλοιωμένου επιπέδου συνείδησης, το οποίο ευνοεί την εκδήλωση φανταστικών ή ψευδαισθητικών εμπειριών ,με αποτέλεσμα να φαντασιώνεται καταστάσεις και στη συνέχεια να τις θεωρεί ο ίδιος ως αληθείς και να τις παρουσιάζει σε τρίτους ότι τις έχει βιώσει πραγματικά. Επίσης δεν ενισχύθηκε ούτε επιβεβαιώθηκε από οποιαδήποτε άλλο αποδεικτικό στοιχείο η αναφορά του παιδοψυχίατρου Α. Β. στην ως άνω τεχνική του έκθεση περί σεξουαλικής εμμονής του ανηλίκου. Ο τελευταίος είχε τις συνήθεις σεξουαλικές ανησυχίες, παρόμοιες με αυτές που έχουν οι συνομήλικοι του.
Από τη συνεκτίμηση όλων των παραπάνω αποδεικτικών" μέσων αποδείχθηκε, κατά τη γνώμη που πλειοψήφησε στο Δικαστήριο, ότι ο κατηγορούμενος στην ... κατά το χρονικό διάστημα από το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2013 μέχρι και το μήνα Ιούλιο του 2014 ,εκμεταλλευόμενος την εμπιστοσύνη που ένιωθε προς το πρόσωπο του ο τότε ανήλικος Ν. Α. από την ιδιότητά του ως ειδικός επιστήμονας και μάλιστα ψυχικής υγείας που παρείχε σ' αυτόν υπηρεσίες αναπτυξιακής εργοθεραπείας, προέβη κατ' επανάληψη κατά τη διενέργεια των εβδομαδιαίων συνεδριών σε ασελγείς πράξεις σε βάρος του προσβάλλοντας όχι μόνο το κοινό αίσθημα της αιδούς ,και την περί των ηθών κοινή αντίληψη ,αλλά δημιουργώντας περαιτέρω αισθήματα ντροπής και ενοχής στον ίδιο τον ανήλικο παθόντα ,που με δυσκολία αποκάλυψε όσα του συνέβαιναν στον ενήλικο ετεροθαλή αδελφό του Μ. και προσβάλλοντας την αγνότητα της εφηβικής του ηλικίας. Περαιτέρω, λαμβάνοντας υπόψη το είδος των ασελγών αυτών πράξεων σε βάρος του παθόντος ,όπως αυτές περιγράφονται αναλυτικά από τον ίδιο ,καθώς και την κατά επανάληψη τέλεσή τους και μάλιστα κατά την ώρα που ο ανήλικος είχε κλειστά τα μάτια ευρισκόμενος σε κατάσταση χαλάρωσης σύμφωνα με τις οδηγίες του ,σε συνδυασμό με το ότι ουδέποτε ενημέρωσε ούτε έλαβε τη συναίνεση των γονέων του ανηλίκου ,ότι πρόκειται να εφαρμόσει ασκήσεις χαλάρωσης με αγγίγματα σε διάφορα μέρη του σώματος του μεταξύ των οποίων και στα γεννητικά όργανα, αποδείχθηκε ότι η συμπεριφορά αυτή του κατηγορούμενου κατέτεινε σε διέγερση και ικανοποίηση της γενετήσιας ορμής και επιθυμίας του και ουδόλως δύναται να εκληφθεί ως μέρος θεραπευτικής μεθόδου κατά την αναπτυξιακή εργοθεραπεία. Τούτο δεν αναιρείται από το γεγονός ότι ο ανήλικος δεν αντιλήφθηκε κατά τη διάρκεια τέλεσες των σε βάρος του ασελγών πράξεων τη διέγερση της γενετήσιας ορμής και επιθυμίας του κατηγορούμενου, καθόσον τούτο εξηγείται, από το ότι κατά τη διενέργεια αυτών είχε κλειστά τα μάτια. Περαιτέρω, και το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια των ασελγών αυτών πράξεων ο ανήλικος δεν άκουσε τον κατηγορούμενο να βογκάει ή να ψιθυρίζει κάτι, συνάδει με όσα κατά την απολογία του ο ίδιος ο κατηγορούμενος ανέφερε, δηλαδή ότι κατά τη στιγμή που ενεργούσε τις λεγόμενες ασκήσεις χαλάρωσης δεν μιλούσε ούτε αυτός ούτε ο ανήλικος. Τέλος ,αναφορικά με το ότι πράγματι κατά τη διάρκεια των συνεδριών η πόρτα του γραφείου του κατηγορούμενου ήταν πάντα κλειστή όχι όμως κλειδωμένη ,τα γεγονός αυτό δεν σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος δεν είχε τη δυνατότητα και την ευχέρεια να πράξει όσα έπραξε σε βάρος του ανηλίκου, ενόψει του ότι στο χώρο αναμονής μόνο περιστασιακά υπήρχε κάποιο άτομο ως γραμματειακή υποστήριξη, ,ο δε πατέρας του ανήλικου που συνήθως τον συνόδευε για τη διενέργεια των συνεδριών, με εξαίρεση τις αρχικές συνεδρίες, τις υπόλοιπες φορές δεν παρέμεινε στο χώρο αναμονής και είτε περίμενε τον ανήλικο εκτός του κέντρου αποθεραπείας σε κάποια παρακείμενη καφετέρια, είτε απλώς τον άφηνε και έφευγε, επιστρέφοντας αργότερα να τον παραλάβει. Περαιτέρω, όχι μόνο δεν είναι σύνηθες, αλλά πολύ σπάνιο το φαινόμενο να γίνεται η διακοπή των συνεδριών με την εμφάνιση άλλου προσώπου και μάλιστα χωρίς να κτυπήσει την πόρτα της αίθουσας εργοθεραπείας, ενώ είχε επίσης τη δυνατότητα ο κατηγορούμενος να λαμβάνει μέτρα προστασίας καλύπτοντας με το σώμα του τις ασελγείς πράξεις με δυνατότητα άμεσης διακοπής σε περίπτωσης αδόκητης εμφάνισης άλλου προσώπου. Πρέπει ακόμη να σημειωθεί, ότι, όπως προαναφέρθηκε ,η συναίνεση του ανήλικου με τη μορφή της μη αντίδρασης κατά τη διενέργεια των ασελγών σε βάρος του πράξεων από τον κατηγορούμενο δεν ασκεί έννομη επιρροή.
Συνεπώς αποδείχθηκε ,κατά τη γνώμη της πλειοψηφίας ,ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε τις αξιόποινες πράξεις που του αποδίδονται και θεμελιώνονται πλήρως ως προς τα στοιχεία της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασής τους, δηλαδή α) της αποπλάνησης παιδιού που συμπλήρωσε τα 12 όχι όμως και τα 14 έτη κατ' εξακολούθηση και β) της κατάχρησης σε ασέλγεια τελεσθείσα από ειδικό επιστήμονα που παρέχει τις υπηρεσίες του στον ανήλικο κατ' εξακολούθηση, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος.
Μειοψήφησε η ένορκος Α. Ε., η οποία από την εκτίμηση όλου του αποδεικτικού υλικού διατηρεί αμφιβολίες ως προς την τέλεση των αξιόποινων πράξεων από τον κατηγορούμενο σε βάρος του ως άνω ανηλίκου και γι' αυτό έχει τη γνώμη ότι πρέπει να κηρυχθεί αθώος.". Με βάση τις παραδοχές αυτές, το δικαστήριο, στη συνέχεια, κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο του ότι: ""Στους κάτωθι αναφερόμενους τόπους και χρόνους με περισσότερες πράξεις τέλεσε περισσότερα εγκλήματα που προβλέπονται από το Νόμο και τιμωρούνται με ποινές στερητικές της ελευθερίας. Ειδικότερα: Α) Στην ... από τον Σεπτέμβριο του έτους 2013 μέχρι τον Ιούλιο του έτους 2014, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος πραγμάτωσε την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος της αποπλάνησης παιδιών, ήτοι ενήργησε ασελγείς πράξεις με πρόσωπο το οποίο είχε συμπληρώσει τα δώδεκα, όχι όμως τα δεκατέσσερα έτη της ηλικίας του. Πιο συγκεκριμένα, κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα και σε ημερομηνίες που δεν κατέστη δυνατό να προσδιοριστούν ακριβέστερα, κατά τη διάρκεια συνεδριών αναπτυξιακής εργοθεραπείας με τον ανήλικο Ν. Α. του Α. και της ’., γεννηθέντος την 30/04/2001, που ελάμβαναν χώρα στο γραφείο του επί της ..., ενεργούσε ασελγείς πράξεις στον ανωτέρω ανήλικο και συγκεκριμένα τον χάιδευε με τα χέρια του στην περιοχή των γεννητικών οργάνων του τόσο πάνω από τα ρούχα του, όσο και μέσα από το εσώρουχο. Στις ανωτέρω πράξεις του ο κατηγορούμενος προέβη προκειμένου να διεγείρει και να ικανοποιεί την γενετήσια ορμή και επιθυμία του, προσβάλλοντας το κοινό αίσθημα της αιδούς και την περί των ηθών κοινή αντίληψη. Β) Στην ... από τον Σεπτέμβριο του έτους 2013 μέχρι τον Ιούλιο του έτους 2014, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος πραγμάτωσε την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος της κατάχρησης σε ασέλγεια, ήτοι ενήργησε ασελγείς πράξεις με ανήλικο, που δεν είχε συμπληρώσει το 14° έτος της ηλικίας του και το οποίο του είχαν εμπιστευθεί για να τον επιβλέπει, είναι δε ειδικός επιστήμονας που παρέχει τις υπηρεσίες του στον ανήλικο. Πιο συγκεκριμένα, κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, σε ημερομηνίες που δεν κατέστη εφικτό να προσδιοριστούν ακριβέστερα, όντας εργοθεραπευτής, στον οποίο ο Α. Α. του Δ. και ’. Ο. του Ν., γονείς του ανηλίκου Ν. Α., γεννηθέντος την 30/04/2001, ανέθεσαν τη διενέργεια αναπτυξιακής εργοθεραπείας, κατά τη διάρκεια των συνεδριών με τον ανήλικο, που ελάμβαναν χώρα στο γραφείο του επί της ..., ενεργούσε ασελγείς πράξεις στον ανωτέρω ανήλικο και συγκεκριμένα τον χάιδευε με τα χέρια του στην περιοχή των γεννητικών οργάνων του τόσο πάνω από τα ρούχα του, όσο και μέσα από εσώρουχο. Στις ανωτέρω πράξεις του ο κατηγορούμενος προέβη προκειμένου να διεγείρει και να ικανοποιεί την γενετήσια ορμή και επιθυμία του, προσβάλλοντας το κοινό αίσθημα της αιδούς και την περί των ηθών κοινή αντίληψη". Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας, κατά το συνδυασμό σκεπτικού και διατακτικού, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων της καταχρήσεως ανηλίκου σε ασέλγεια, τελεσθείσα κατ' εξακολούθηση, με την επιβαρυντική περίσταση ότι ο δράστης διατηρούσε φιλικές σχέσεις με τους οικείους του θύματος και της αποπλανήσεως ανηλίκου συμπληρώσαντος το 12ο έτος της ηλικίας του αλλά όχι το 14ο, τελεσθείσα κατ' εξακολούθηση, για τα οποία καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1 εδ. α', 27 παρ. 1, 94 παρ. 1, 98, 339 παρ. 1 περ. β' και 342 παρ. 1 περ. α' και 2 περ. στ' του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπείς, ασαφείς ή αντιφατικές αιτιολογίες. Ειδικότερα, για την κατάφαση της ενοχής του αναιρεσείοντα, εκτίθενται όλα τα στοιχεία που απαρτίζουν τη νομοτυπική υπόσταση των ανωτέρω εγκλημάτων, ενώ παρατίθενται τα αποδεικτικά μέσα, κατά το είδος τους, κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος, ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως, απολογία κατηγορουμένου, αναγνωσθέντα πρακτικά πρωτοβάθμιας δίκης και τέλος , οι τρεις εκθέσεις ιατρικής πραγματογνωμοσύνες (αναφορικά με την κατάσταση της ψυχικής υγείας του παθόντος ανηλίκου και του κατηγορουμένου) , δηλαδή 1) της ψυχολόγου Σ. Γ. 2) της ψυχολόγου - ψυχοθεραπεύτριας Δ. Σ. και 3) του ψυχιάτρου - νευρολόγου Ε. Μ. ( οι δύο πρώτες αναφέρονται στο πρόσωπο του παθόντος ανηλίκου και η τρίτη στο πρόσωπο του κατηγορουμένου) , από τα οποία το δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν ως άνω και κατέληξε στην καταδικαστική του κρίση. Στην αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως αναφέρεται ειδικότερα η ηλικία του παθόντος ανηλίκου, καθώς και η ιδιαίτερη σχέση που συνέδεε τον κατηγορούμενο - αναιρεσείοντα με τους οικείους του παθόντος , οι οποίοι του είχαν αναθέσει , ως ειδικός επιστήμων που ήταν (εργοθεραπευτής) , την παροχή των σχετικών υπηρεσιών του στον ανήλικο και ως εκ τούτου γνώριζε και την ηλικία του. Επίσης παρατίθενται στην απόφαση ότι ο παθών ανήλικος εξαναγκάσθηκε να ανεχθεί τις ως άνω αναφερόμενες ασελγείς πράξεις από τον κατηγορούμενο και ότι ο κατηγορούμενος, για να εξαναγκάσει τον παθόντα να ανεχθεί τις ως άνω περιγραφόμενες <<ασελγείς πράξεις>> (οι οποίες εννοιολογικά δεν παρεκκλίνουν ουσιωδώς, όπως προαναφέρθηκε, από την ορισμό της <<γενετήσιας πράξης>> που εισήγαγε ο νέος ΠΚ), εκμεταλλεύτηκε το γεγονός της εμπιστοσύνης που επεδείκνυε ο ανήλικος και η οικείοι του προς αυτόν λόγω των υπηρεσιών που παρείχε αυτός ως επιστήμονας . Περαιτέρω, με την προσήκουσα αιτιολογική επάρκεια προσδιορίζονται με ακρίβεια οι ασελγείς πράξεις στις οποίες προέβη ο αναιρεσείων, αλλά και οι ειδικές περιστάσεις υπό τις οποίες αυτές έλαβαν χώρα και θεμελιώνουν την κρίση ότι αφορούν πράξεις με έντονο γενετήσιο και ηδονιστικό χαρακτήρα, με τις οποίες κατέτεινε στη διέγερση ή ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του και οι οποίες προσβάλλουν, αφενός, την αγνότητα της παιδικής ηλικίας του παθόντος ανηλίκου και αφετέρου την ακώλητη γενετήσια εξέλιξή του και την εμπιστοσύνη που είχαν οι οικείοι του προς αυτόν . Είναι δε αβάσιμες και απορριπτέες οι περαιτέρω αιτιάσεις του αναιρεσείοντος και ειδικότερα ότι: 1) ήταν αναγκαίο κατά νόμο να γίνεται αναλυτική παράθεση ενός εκάστου αποδεικτικού μέσου, η αναφορά του τι προκύπτει ξεχωριστά από το καθένα, όπως και η συγκριτική στάθμιση και αξιολογική συσχέτιση του περιεχομένου τους και η ανάλογη δικαιοδοτική εκτίμησή τους. Και τούτο διότι εξ αυτού δεν συνάγεται ότι για τον σχηματισμό της δικανικής πεποιθήσεώς του το δικαστήριο της ουσίας περιορίσθηκε επιλεκτικά σε ορισμένα μόνον αποδεικτικά μέσα και αγνόησε παντελώς τα υπόλοιπα. Η ειδικότερη δε αιτίαση του αναιρεσείοντος ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση το δικαστήριο της ουσίας προβαίνει σε ξεχωριστή μνεία και αξιολόγηση μόνο των δύο ν πρώτων εκθέσεων ιατρικής πραγματογνωμοσύνης (Σ. Γ. και Δ. Σ.) που αναφέρονται στο πρόσωπο του ανηλίκου παθόντος και όχι και στην τρίτη έκθεση ιατρικής πραγματογνωμοσύνης (Ε. Μ.) που αναφέρεται στο πρόσωπο του ιδίου (αναιρεσείοντος), η οποία, όπως υποστηρίζει, αποδόμησε στο σύνολο τους το περιεχόμενο των παραπάνω δύο εκθέσεων πραγματογνωμοσύνης, ουδόλως ευσταθεί και πρέπει να απορριφθεί. Τούτο διότι, το δικαστήριο της ουσίας την καταδικαστική του κρίση στήριξε σε όλα τα αποδεικτικά μέσα , που διέλαβε στο προοίμιο της προσβαλλόμενης απόφασης , μεταξύ των οποίων και την έκθεση της ιατρικής πραγματογνωμοσύνης που αφορά τον ίδιο. Το γεγονός δε ότι εξήρε στην αιτιολογία του το περιεχόμενο των δύο πρώτων εκθέσεων πραγματογνωμοσύνης , δεν αναιρεί το ότι αγνόησε το περιεχόμενο της τρίτης πραγματογνωμοσύνης . Εξάλλου , όπως προκύπτει από το όλο περιεχόμενο της αποφάσεως, αυτή συμπορεύεται προς το πόρισμα και των τριών εκθέσεων πραγματογνωμοσύνης και σε κάθε περίπτωση στο σκεπτικό της αποφάσεως δεν περιλαμβάνονται παραδοχές των ανωτέρω εκθέσεων πραγματογνωμοσύνης, που έρχονται σε αντίθεσηι με το δικανικό πόρισμα αυτής (ΑΠ 2069/2017, 1889/2017). Επίσης, από το περιεχόμενο και των τριών ιατρικών εκθέσεων παραγματογνωμοσύνης, που εκτιμώνται ελεύθερα από το δικαστήριο , δεν προέκυψαν επιβαρυντικά συμπεράσματα για την ψυχογενετική κατάσταση της προσωπικότητας του παθόντος ανηλίκου και του κατηγορουμένου. Η μη διαπίστωση δε ειδικότερα τυχόν ψυχογενετήσιας κατάστασης σε βάρος του τελευταίου (κατηγορουμένου) δεν σηματοδοτεί λογικώς και μη τέλεση των αξιοποίνων πράξεων από μέρους του, όπως αβάσιμα αιτιάται και 2) Μεταξύ των παραπάνω εγκλημάτων των άρθρων 339 και 342 του ΠΚ, υπάρχει κατ' ιδέαν φαινομένη συρροή και όχι αληθινή συρροή όπως ορθά καταδικάστηκε για τα δύο αυτοτελή εγκλήματα, καθόσον με τις διατάξεις αυτές προστατεύονται διαφορετικά έννομα αγαθά, δηλαδή, με την μεν πρώτη η αγνότητα της νεαρής ηλικίας των ανηλίκων και με τη δεύτερη η σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ δράστη και θύματος. Εξάλλου από την αναφορά του ετεροαυνανισμού μόνο στο σκεπτικό και τις αναφορές στο διατακτικό, ψαύσης των γεννητικών οργάνων, δεν δημιουργείται αντίφαση, ούτε ασάφεια, αφού και ο ετεροαυνανισμός είναι ειδικότερη μορφή της ψαύσης των γεννητικών οργάνων. Ούτε εξάλλου υφίσταται αντίφαση μεταξύ της παραδοχής της απόφασης ότι ο ανήλικος δεν έπασχε, κατά το χρόνο τέλεσης των αξιόποινων σε βάρος του πράξεων από κάποια σοβαρή και χρόνια ψυχωσική διαταραχή και αυτής ότι αντιμετώπιζε προβλήματα συμπεριφοράς, επεδείκνυε νευρικότητα, επιθετικότητα και ανυπακοή. Επίσης και η περιγραφή των συνθηκών διάπραξης των αξιόποινων σε βάρος του ανηλίκου του πράξεων από τον αναιρεσείοντα είναι επαρκώς αιτιολογημένη και η αναφορά τους ουδεμία ασάφεια ή ενδοιασμό ενέχει. Οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, για ελλιπή αντιφατική και ασαφή αιτιολογία είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ανωτέρω πλημμέλειας πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Επομένως, οι συναφείς με τα παραπάνω σχετικοί λόγοι αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' (κατ' εκτίμηση) του Κ.Ποιν.Δ, για ελλιπή και μη εμπεριστατωμένη αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων και εκείνων περί συρροής, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.
III. Από τις διατάξεις των άρθρων 329, 331, 333 παρ, 2, 358, 362 και 367 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι η συνεκτίμηση από το δικαστήριο, ως αποδεικτικού μέσου, για το σχηματισμό της κρίσεώς του περί της ενοχής του κατηγορουμένου, εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε στο ακροατήριο επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 εδ. δ' του ίδιου Κώδικα, η οποία ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, γιατί έτσι παραβιάζεται η άσκηση του παρεχόμενου στον κατηγορούμενο από το άρθρο 358 του ίδιου Κώδικα δικαιώματος να προβαίνει σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο. Το περιεχόμενο, εξάλλου, του εγγράφου δεν είναι αναγκαίο να αναφέρεται στα πρακτικά της αποφάσεως, είναι, όμως, αναγκαίο να αναφέρονται τα στοιχεία από τα οποία προσδιορίζεται επαρκώς η ταυτότητά του, έτσι ώστε να μην καταλείπεται αμφιβολία για το ποιό έγγραφο αναγνώσθηκε. Ο προσδιορισμός, δηλαδή, της ταυτότητας του εγγράφου είναι αναγκαίος για τη δημιουργία βεβαιότητας ότι το έγγραφο αυτό και όχι κάποιο άλλο αναγνώσθηκε στη συγκεκριμένη δίκη και, έτσι, δόθηκε η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να εκθέσει τις απόψεις του και να κάνει τις παρατηρήσεις του ως προς το περιεχόμενο του (κατά το άρθρο 358 ΚΠΔ). Διαφορετικά, αν δηλαδή η ταυτότητα του εγγράφου δεν προσδιορίζεται επαρκώς, υπάρχει η ίδια ακυρότητα (ΑΠ 310/2016). Στην προκειμένη περίπτωση , όπως προκύπτει ,από την προσβαλλόμενη απόφαση και τα πρακτικά της (σελ. 146-155) μεταξύ των εγγράφων που μνημονεύονται ως αναγνωσθέντα στο ακροατήριο περιλαμβάνονται και τα ακόλουθα: α) αναλυτικοί τομείς εργοθεραπευτικής εκτίμησης" σελ. 148, β) "αντίγραφο από τη συνέντευξη του Μ. Α. (σελ. 148), γ) "εκτυπωμένη σελίδα από το διαδίκτυο που αφορά την αναζήτηση για το Μ." (σελ. 148), δ) "δώδεκα φωτογραφίες του κέντρου του κατηγορουμένου" σελ. 149), ε) "ανασκόπηση ερευνών για τη μάλαξη, σε μετάφραση από την αγγλική γλώσσα" (σελ. 155), στ) "διαλογισμός και ενσυνειδητότητα στην κλινική πράξη, σε μετάφραση από την αγγλική γλώσσα" (σελ. 155), ζ) "δημοσιεύματα από το διαδίκτυο και το facebook του Γ. Ο. (σελ. 155) και η) "έκθεση ψυχολογικής πραγματογνωμοσύνης της ψυχολόγου Δ. Σ." (σελ. 146). Με την εν λόγω αναφορά των εγγράφων αυτών και του είδους αυτών, επαρκώς προσδιορίζεται η ταυτότητά τους και δεν ήταν αναγκαία ειδικότερη αναφορά πρόσθετων στοιχείων προσδιορισμού τους, ούτε αναφορά του περιεχομένου τους ή του συντάκτη τους, αφού, ειδικότερα τα έγγραφα αυτά αναφέρονται σε χρηματικό ποσά και με την ανάγνωση του κειμένου τους στο ακροατήριο, χωρίς να προβληθεί καμία αντίρρηση από κανένα παράγοντα της δίκης (βλ. σελ. 149 και 154 πρακτικών), κατέστησαν γνωστά και κατά το περιεχόμενο τους στον αναιρεσείοντα και στους παρισταμένους κατά την ανάγνωση συνηγόρους του, οπότε αυτοί άκουσαν το περιεχόμενο τους και είχαν πλήρη δυνατότητα να προβούν σε δηλώσεις και εξηγήσεις αναφορικά με το περιεχόμενο τους, γεγονός που δεν εξαρτήθηκε από τον τρόπο προσδιορισμού των εγγράφων αυτών στα πρακτικά της δίκης, ενόψει και του ότι ο προσδιορισμός της ταυτότητας του εγγράφου είναι αναγκαίος, όπως προαναφέρθηκε, για τη δημιουργία βεβαιότητας ότι αυτό το έγγραφο και όχι κάποιο άλλο αναγνώσθηκε στη συγκεκριμένη δίκη. Επομένως, ορθώς το Εφετείο συνεκτίμησε και τα προαναφερθέντα αναγνωσθέντα έγγραφα, ο δε περί του αντιθέτου συναφής λόγος αναιρέσεως του αιτούντος , από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ, με τον οποίο προβάλλεται η πλημμέλεια της απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο, με την αιτίαση ότι λήφθηκαν υπόψη τα ανωτέρω έγγραφα χωρίς να προσδιορίζεται συγκεκριμένα η ταυτότητά τους, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
IV. Σύμφωνα με τα άρθρα 352 και 353 του ΚΠΔ, παρέχεται και στον κατηγορούμενο το δικαίωμα να ζητήσει αναβολή της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις, στην κυριαρχική όμως κρίση του δικαστηρίου εναπόκειται να διατάξει αυτές, εφόσον κρίνει ότι είναι αναγκαίες για να μορφώσει την κατά το άρθρο 177 ΚΠΔ δικανική του πεποίθηση. Τούτο, άλλωστε, μπορεί να πράξει και αυτεπαγγέλτως το δικαστήριο χωρίς να είναι υποχρεωμένο, όταν αυτές είναι επαρκείς, να απαντήσει ειδικώς στην, περί επάρκειας αυτών, απόφασή του, την οποία πάντως λαμβάνει και εκ του πράγματος αποφασίζοντας επί της ενοχής ή αθωότητας του κατηγορουμένου (ΑΠ 1192/2006).Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικό της δίκης, στην οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά τη διάρκεια της συζήτησης της υπόθεσης στο ακροατήριο, ο Εισαγγελέας της έδρας, υπέβαλε αίτημα αναβολής της δίκης προκειμένου να κληθεί ο ανήλικος παθών και να εξεταστεί ενώπιον του ακροατηρίου , σε ημερομηνία μετά τις 30-4-2019 , οπότε και θα είχε ενηλικιωθεί πλέον και δεν θα ήταν ως εκ τούτου αναγκαία η τήρηση της ειδικής προς τούτο διαδικασίας στη λήψη της κατάθεσης του (λόγω της μέχρι τότε ανηλικότητάς του), σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρο 226 Α του προϊσχύσαντος ΚΠΔ (το περιεχόμενο του οποίου είναι συναφές και στο νέο άρθρο 227 ΚΠΔ) . Το Δικαστήριο επιφυλάχθηκε να αποφασίσει επί του εν λόγω αιτήματος (στο οποίο σημειωτέον δεν αντέλεξαν οι συνήγοροι υπεράσπισης των διαδίκων) και προχώρησε στην αποδεικτική διαδικασία. Στη συνέχεια, μετά την περάτωσή των μαρτυρικών καταθέσεων, το Δικαστήριο κρίνοντας ότι υπάρχει ανάγκη για κρείσσονες αποδείξεις, και δη να αναβληθεί η δίκη προκειμένου να εξετασθεί και ο παθών προέβη στην έκδοση παρεμπίπτουσας απόφασης με το εξής περιεχόμενο <<Κατά τη διάταξη του άρθρου 353 παρ.1 ΚΠΔ , αν το δικαστήριο κρίνει ότι κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης είναι δυνατό να προσέλθει μάρτυρας που δεν κλητεύθηκε ή του οποίου το όνομα δεν γνωστοποιήθηκε και που τη μαρτυρία του τη θεωρεί αναγκαία, μπορεί να διατάξει την άμεση εμφάνιση και εξέτασή του. Στη συγκεκριμένη περίπτωση , το δικαστήριο για την πληρέστερη και ασφαλέστερη διάγνωση της υπόθεσης κρίνει αναγκαία την εμφάνιση και εξέταση ως μάρτυρα του φερομένου ως παθόντος ανηλίκου Ν. Α., ο οποίος ενηλικιώνεται στις 30-4-2019 . Κατόπιν τούτου , πρέπει να διαταχθεί η κλήτευσή του για την μετα διακοπή ορισθείσα δικάσιμο της 9-5-2019>>. Έτσι που έκρινε το Εφετείο, δεχόμενο το αίτημα αναβολής του Εισαγγελέα της έδρας, το οποίο άλλωστε μπορούσε και αυτεπαγγέλτως να πράξει, αιτιολογώντας ειδικώς ότι οι υπάρχουσες αποδείξεις δεν ήταν επαρκείς, κατά την κυριαρχική του κρίση, για τη λήψη της περί ενοχής απόφασής του, εφόσον έκρινε αναγκαία την προηγούμενη εξέταση του παθόντος , δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ. ΚΠΔ), όπως εκτιμώνται οι σχετικές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος που διαλαμβάνονται στον σχετικό λόγο αναίρεσης, ο οποίος συνακόλουθα είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. ’λλωστε , όπως προκύπτει και από τα πρακτικό της δίκης δεν υποβλήθηκε κάποια ειδικότερη ένσταση ή εναντίωση του κατηγορουμένου ή των συνηγόρων του κατά της εξέτασης του ανηλίκου και ήδη ενηλίκου παθόντος κατά την επακολουθήσασα εξέτασή του στο ακροατήριο .
V.Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 171 παρ.2 Κ.Ποιν.Δ., απόλυτη ακυρότητα, που δημιουργεί τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, η οποία λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάδιο της διαδικασίας, ακόμη και στον ’ρειο Πάγο, επιφέρει και η παράνομη παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος στη διαδικασία του ακροατηρίου. Τέτοια ακυρότητα υπάρχει μόνο όταν δεν συντρέχουν στο πρόσωπο του πολιτικώς ενάγοντος οι όροι της ενεργητικής ή παθητικής νομιμοποιήσεως για την άσκηση της πολιτικής αγωγής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 63 και 64 του Κ.Ποιν.Δ. (όπως αυτές ίσχυαν κατά το χρόνο έκδοσης προσβαλλόμενης απόφασης), καθώς και όταν παραβιάσθηκε η διαδικασία, που έπρεπε να τηρηθεί σχετικά με τον τρόπο και το χρόνο ασκήσεως και υποβολής αυτής (πολιτικής αγωγής) κατά το άρθρο 68 του Κ.Ποιν.Δ., ο οποίος εξικνείται μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας ενώπιον του πρωτοβάθμιου ποινικού δικαστηρίου. ’λλες ελλείψεις ή πλημμέλειες, που αφορούν την παράσταση ή την εκπροσώπηση του πολιτικώς ενάγοντος, δεν ασκούν επιρροή στη νομιμότητα της παραστάσεως της πολιτικής αγωγής και δεν επιφέρουν απόλυτη ακυρότητα, αφού οι ελλείψεις ή οι πλημμέλειες αυτές θίγουν απλώς το συμφέρον του δικαιούχου και όχι του κατηγορουμένου, ούτε πλήττουν τη δημόσια τάξη. Έτσι, δεν δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα, όταν ο παραστάς ως εκπρόσωπος ή αντιπρόσωπος άλλου, ως πολιτικώς ενάγοντος, δεν είχε την αναγκαία εξουσία εκπροσωπήσεως ή αντιπροσωπεύσεως, ούτε είναι παράνομη η παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος για λόγο που αναφέρεται στη σχετική νομιμοποίηση του πληρεξούσιου δικηγόρου του. Ακόμη, όπως προκύπτει από τα άρθρα 63, 64, 68, 82 και 87 του Κ.Ποιν.Δ., σε συνδυασμό με τα άρθρα 914 και 932 του Α.Κ., στην άσκηση της πολιτικής αγωγής κατά την ποινική διαδικασία, για την επιδίκαση αποζημιώσεως ή χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης, νομιμοποιείται ενεργητικά, ως παθών από το διωκόμενο έγκλημα, μόνο όποιος έχει ζημιωθεί αμέσως από αυτό, υπό την προϋπόθεση, ότι το δικαστήριο έχει επιληφθεί της εκδικάσεως της αξιόποινης πράξεως, από την οποία φέρεται ως αμέσως ζημιωθείς ο ίδιος (ΑΠ 1245/2016, 729/2014). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, τα οποία επιτρεπτώς επισκοπούνται για τον έλεγχο της βασιμότητάς, του από τον αναιρεσείοντα προβαλλόμενου λόγου αναιρέσεως για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, λόγω κακής παράστασης της πολιτικής αγωγής, ο πολιτικώς ενάγων (παθών) δήλωσε , πρωτόδικα και κατ' έφεση , νομότυπα παράσταση πολιτικής αγωγής σε βάρος του αναιρεσείοντος- κατηγορουμένου, για τις προαναφερόμενες αξιόποινες πράξεις που υποστήριζε ότι τέλεσε εναντίον του, από την οποία υπέστη ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας, ζητούσε να του επιδικασθεί ως χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 44 Ευρώ με επιφύλαξη . Κατά της άνω παραστάσεως , η οποία έγινε από τους γονείς του παθόντος , οι οποίοι και τον εκπροσώπησαν λόγω της ανηλικότητάς του , ως ασκούντες από κοινού τη γονική μέριμνα , δεν αντέλεξε ο αναιρεσείων. Επίσης, από τα ίδια πρακτικά προέκυψε ότι ο πατέρας του παθόντος είναι δικηγόρος (Α. Α.) και δήλωσε ότι παρίσταται αυτοπροσώπως . Περαιτέρω δε παραστάθηκαν για τον ίδιο σκοπό , ως συνήγοροι πολιτικής αγωγής και οι δικηγόροι Γ. Π. και Ν. Κ., οι οποίοι δήλωσαν κατά λέξη ότι <<δεν προεισπράχθηκε δικηγορική αμοιβή βάσει του άρθρου 61 παρ.3 εδ. β' του Κώδικα περί Δικηγόρων, σύμφωνα με το οποίο εξαιρετικώς επιτρέπεται η παροχή υπηρεσιών σε δικηγόρο χωρίς τον περιορισμό της παρ. 1 του άνω άρθρου>> ενώ, οι ίδιοι προσκόμισαν στο δικαστήριο και τις σχετικές υπεύθυνες δηλώσεις τους, το ακριβές περιεχόμενο των οποίων ανάγεται στην ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου. Σε κάθε περίπτωση , όμως , από τη μη προσκομιδή του διπλοτύπου του ταμείου δικαστικών εισπράξεων, η εν λόγω πλημμέλεια περί την παράσταση των δικηγόρων αυτών και την εκπροσώπηση της πολιτικής αγωγής του παθόντος δεν δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα, καθόσον δεν ανάγεται στην νομιμοποίηση του ή στην μη τήρηση της παραπάνω προδικασίας. Επομένως το δικαστήριο της ουσίας, που επέτρεψε την παράσταση της πολιτικής αγωγής, κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, δεν υπέπεσε στην εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Α' σε συνδ. με το άρθρο 171 παρ. 2 ΚΠΔ του ΚΠΔ πλημμέλεια της απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας αυτής και ο σχετικός λόγος της αιτήσεως αναίρεσης, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
V. Κατά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του νέου ΠΚ (Ν. 4619//2019) , αν από την τέλεση της πράξης ως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων , εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου. Επίσης, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 511 εδ. τελευταίο και 514 εδ. τελευταίο του νέου ΚΠΔ (Ν.4619/2019) , ο ’ρειος Πάγος , αν κριθεί παραδεκτή η αίτηση αναίρεσης, εφαρμόζει αυτεπαγγέλτως τον επιεικέστερο νόμο που ισχύει μετά τη δημοσίευση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Στην προκείμενη περίπτωση , σύμφωνα με τις διατάξεις του νέου ΠΚ , που άρχισε να ισχύει από.l-7-2019, κατέστησαν, επιεικέρτερες τόσο, η προγενέστερη διάταξη του άρθρου 342 ΠΚ, βάσει της οποίας καταδικάστηκε ο αναιρεσείων , όσο και οι γενικές διατάξεις των άρθρων 84 και 83 ΠΚ που αφορούν στην αναγνώριση των ελαφρυντικών και την επιμέτρηση της ποινής . Ειδικότερα , για το έγκλημα της κατάχρησης σε ασέλγεια ανηλίκου που δεν συμπλήρωσε τα 14 έτη , η απειλούμενη με τον προϊσχύσαντα ΠΚ ποινή ήταν 10 έως 20 έτη (άρθρα 52, 342 παρ. 1 περ. α' ), ενώ με το νέο ΠΚ ( ως κατάχρηση ανηλίκων) η απειλούμενη ποινή είναι πλέον 5 έως 15 έτη (άρθρα 52,342 παρ. 1 περ. β'). Επίσης, βάσει της διάταξης του άρθρου 85 παρ. 1 του προϊσχύσαντος ΠΚ , όταν συνέτρεχαν περισσότερες ελαφρυντικές περιστάσεις εφαρμοζόταν μόνο μία φορά η μείωση της ποινής, ενώ με τη νέα διάταξη του άρθρου 85 παρ. 1 του ΠΚ, <<Όταν στο πρόσωπο του υπαιτίου συντρέχουν περισσότεροι λόγοι μείωσης της ποινής ή όταν συντρέχουν ένας ή περισσότεροι τέτοιοι λόγοι μαζί με ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 ή περισσότερες ελαφρυντικές περιστάσεις, το δικαστήριο ελαττώνει περαιτέρω το κατώτατο όριο της μειωμένης κατά το άρθρο 83 ποινής ως εξής: α) τα πέντε έτη μειώνονται σε τρία, β) τα δύο έτη σε ένα, γ) το ένα έτος, σε έξι μήνες και δ) η μειωμένη ποινή της φυλάκισης, σε παροχή κοινωφελούς εργασίας ή χρηματική ποινή>> . Στην προκείμενη περίπτωση , η προσβαλλόμενη απόφαση επιμέτρησε την ποινή , ως προς την δεύτερη πράξη (κατάχρηση ανηλίκων) , με βάση τον δυσμενέστερο προϊσχύσαντα ποινικό νόμο και περαιτέρω , ενώ συνέτρεχαν περισσότερες ελαφρυντικές περιστάσεις στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος , μείωσε μόνο μία φορά την ποινή. Επομένως, πρέπει εφόσον κρίθηκε παραδεκτή η αίτηση αναίρεσης και συντρέχει , κατά τα προαναφερόμενα, περίπτωση αυτεπάγγελτης εφαρμογής της επιεικέστερης πιο πάνω ποινικής διάταξης, να αναιρεθεί μερικώς η προσβαλλόμενη απόφαση, προκειμένου το δικαστήριο της ουσίας να προβεί σε νέα τυχόν επιμέτρηση της ποινής και ακολούθως, σε καθορισμό συνολικής ποινής. Τέλος, πρέπει να απαλειφθεί αυτεπάγγελτα, για τους ίδιους λόγους, από την προσβαλλόμενη απόφαση και η επιβληθείσα στον αναιρεσείοντα παρεπόμενη ποινή της στέρησης πολιτικών δικαιωμάτων για 3 έτη, καθόσον η εν λόγω ποινή έχει καταργηθεί με το νέο ΠΚ (άρθρα 59 επ.). Κατόπιν αυτών, πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, το οποίο μπορεί να συγκροτηθεί από τους ίδιους δικαστές αφού η υπόθεση αναιρέθηκε μόνο ως προς το σκέλος της ποινής (ΚΠΔ 522) και απορριφθούν οι αιτήσεις αναίρεσης κατά τα λοιπά.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί εν μέρει την απόφαση 383/2019 του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών και ειδικότερα ως προς τις διατάξεις περί επιβολής ποινής για την προβλεπόμενη από το άρθρο 342 παρ. 1β ΠΚ, πράξη και καθορισμού συνολικής ποινής στον αναιρεσείοντα.
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση, μόνο κατά τις ανωτέρω διατάξεις, στο ίδιο δικαστήριο το οποίο μπορεί να συγκροτηθεί και από τους ίδιους δικαστές.
Απαλείφει από την προσβαλλόμενη απόφαση την επιβληθείσα στον αναιρεσείοντα παρεπόμενη ποινή στέρησης πολιτικών δικαιωμάτων τριών (3) ετών.
Απορρίπτει κατά τα λοιπά τις τρεις αιτήσεις - δηλώσεις (αρ. πρ. 8272, 8382 και 9733/2019) του Σ. Μ. του Γ., για αναίρεση της προαναφερόμενης απόφασης.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 4 Φεβρουαρίου 2020.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 17 Μαρτίου 2020.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή