Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 676 / 2009    (Β1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Αριθμός 676/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β1' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηλία Γιαννακάκη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αθανάσιο Θεμέλη, Ειρήνη Αθανασίου, Βαρβάρα Κριτσωτάκη και Παναγιώτη Κομνηνάκη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 17 Φεβρουαρίου 2009, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:

Α. Της αναιρεσείουσας: Χ, κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της Λάμπρο Αντωνίου και Δημήτριο Βερβεσό.
Του αναιρεσιβλήτου: Ψ, κατοίκου ..., ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αλέξανδρο Λεοντόπουλο - Βαμβέτσο.

Β. Του αναιρεσείοντος: Ψ, κατοίκου ..., ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αλέξανδρο Λεοντόπουλο - Βαμβέτσο.
Της αναιρεσίβλητης: Χ, κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Βερβεσό, που δεν κατέθεσε προτάσεις.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 13-5-2005 αγωγή του Ψ, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1042/2006 του ίδιου Δικαστηρίου και 764/2008 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η υπό στοιχεία Α' αναιρεσείουσα με την από 4-7-2008 αίτησή της και ο υπό στοιχεία Β' αναιρεσείων με την από 16-10-2008 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση των αιτήσεων αυτών, που εκφωνήθηκαν από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ειρήνη Αθανασίου διάβασε τις από 22-1-2009 εκθέσεις της, με τις οποίες εισηγήθηκε α) τη μερική αναίρεση της προσβαλλόμενης αποφάσεως κατά παραδοχή ως βασίμου του μοναδικού λόγου αναιρέσεως κατά το από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ μέρος του κατά το οποίο αυτός κρίθηκε βάσιμος και την απόρριψη του ίδιου λόγου αναιρέσεως κατά το υπόλοιπο από το άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ μέρος του και β) την απόρριψη της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως.
Οι πληρεξούσιοι των αναιρεσειόντων ζήτησαν την παραδοχή των αντιστοίχων αιτήσεών τους, την απόρριψη των αντιθέτων, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

1.- Επειδή από τη διάταξη του άρθρου 246 ΚΠολΔ, η οποία, σύμφωνα με το άρθρο 573 παρ. 1 ίδιου Κώδικα, εφαρμόζεται στη διαδικασία της δίκης για την αναίρεση, προκύπτει ότι ο 'Αρειος Πάγος μπορεί να αυτεπαγγέλτως να διατάξει την ένωση και συνεκδίκαση περισσότερων εκκρεμών ενώπιόν του δικών ανάμεσα στους ίδιους ή διαφορετικούς διαδίκους, αν κατά την κρίση του διευκολύνεται ή επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης ή επέρχεται μείωση των εξόδων. Επομένως η από 4-7-2008 αίτηση της Χ για αναίρεση της υπ' αριθ. 764/2008 οριστικής αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών αφενός, καθώς και η από 16-10-2008 αντίθετη αίτηση του Ψ για αναίρεση της ίδιας αποφάσεως αφετέρου πρέπει να συνεκδικαστούν, προς το σκοπό διευκολύνσεως και επιταχύνσεως της διεξαγωγής της δίκης.
Α) Επί της από 4-7-2008 αιτήσεως αναιρέσεως της Χ.
Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 669 ΑΚ και 1 και 5 παρ. 1 του ν. 2112/1920, σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 5 και 7 του ν. 3198/1955, προκύπτει ότι η καταγγελία της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αόριστου χρόνου έχει το χαρακτήρα μονομερούς αναιτιώδους δικαιοπραξίας, αποτελεί δικαίωμα του εργοδότη και του μισθωτού και χωρεί ελευθέρως οποτεδήποτε, εκτός αν περιορίζεται από την ατομική σύμβαση εργασίας ή από διάταξη νόμου. Η άσκηση όμως του σχετικού δικαιώματος, είτε του εργοδότη είτε του εργαζομένου, δεν είναι απεριόριστη και ανεξέλεγκτη, αλλ' υπόκειται, όπως η άσκηση κάθε άλλου δικαιώματος, στους περιορισμούς που προβλέπονται από τη διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ. Πρέπει δηλαδή να μην υπερβαίνει προφανώς τα τιθέμενα από το άρθρο αυτό όρια, δηλαδή τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Σε περίπτωση προφανούς υπερβάσεως των ορίων αυτών η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας είναι καταχρηστική κατά το ως άνω άρθρο 281 ΑΚ και γι' αυτό άκυρη (άρθρα 174 και 180 του ίδιου Κώδικα). Στην περίπτωση αυτήν ο εργοδότης που κατάγγειλε τη σύμβαση εργασίας, εφόσον αρνείται να δεχτεί τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες του εργαζομένου, καθίσταται υπερήμερος και υποχρεούται να καταβάλει σ' αυτόν το μισθό του κατά τα άρθρα 349, 350, 648 και 656 του ΑΚ. Παρέχεται δε στον τελευταίο (μισθωτό) το δικαίωμα να ζητήσει την επιδίκαση υπέρ τούτου και χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης του εξαιτίας της εις βάρος του παράνομης και υπαίτιας πράξεως (αδικοπραξίας λόγω της καταχρήσεως του δικαιώματος) κατά τα άρθρα 281, 914, 299 και 932 του ΑΚ. Εξάλλου, δεν είναι καταχρηστική η καταγγελία της εργασιακής συμβάσεως, όταν αυτή δικαιολογείται από τα καλώς νοούμενα συμφέροντα του εργοδότη, όπως συμβαίνει όταν αυτή γίνεται για την αποκατάσταση της αρμονικής συνεργασίας μεταξύ των εργατοϋπαλλήλων και της εύρυθμης λειτουργίας της επιχειρήσεως, όταν αυτές διαταράσσονται σοβαρώς εξαιτίας λογού (έστω και ανυπαίτιου) που αφορά το πρόσωπο του μισθωτού που απολύθηκε. Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχτηκε, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικώς περί πραγμάτων κρίση του (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ), ότι αποδείχθηκαν, εκτός άλλων, και τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που ενδιαφέρουν εδώ: Η αναιρεσείουσα την 1-7-2004 προσέλαβε και πάλι τον αναιρεσίβλητο στην επιχείρησή της με νέα σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αόριστου χρόνου, προκειμένου ο τελευταίος να απασχοληθεί σ' αυτήν ως υπάλληλος γραφείου αντί μηνιαίου μισθού 657,20 ευρώ, που από 1-10-2004 αυξήθηκε στο ποσό των 722,92 ευρώ. Η εργασία του αναιρεσιβλήτου είχε ως αντικείμενο τη λήψη τηλεφωνικών παραγγελιών και κάθε εν γένει αιτήματος προς την επιχείρηση, την καταγραφή τους στον ηλεκτρονικό υπολογιστή και τη διαβίβαση, στη συνέχεια, αυτών στον προϊστάμενο του τμήματος παραγγελιών. Με την ιδιότητα αυτήν ο αναιρεσίβλητος εργάστηκε στην επιχείρηση της αναιρεσείουσας μέχρι τις 23-2-2005, οπότε η τελευταία κατάγγειλε τη σύμβαση εργασίας του. Ειδικότερα, ο αναιρεσίβλητος προσέφερε κανονικά και απρόσκοπτα τις υπηρεσίες του στην αναιρεσείουσα μέχρι, τα τέλη Ιανουαρίου 2005, οπότε έλαβε μέρος της ετήσιας άδειας αναψυχής. Πριν λάβει την ανωτέρω άδεια είχε εκφράσει σε συναδέλφους του, που εργάζονταν στο ίδιο τμήμα, ανησυχία για την κατάσταση της υγείας του, φοβούμενος μήπως έχει προσβληθεί από τον ιό του AIDS. Στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα, κατά το οποίο βρισκόταν σε άδεια, υποβλήθηκε στις αναγκαίες ιατρικές εξετάσεις και στις 11-2-2005 διαπιστώθηκε, πράγματι, ότι έπασχε από τη σοβαρότατη ασθένεια AIDS - HIV. Μετά από αυτό, σε τηλεφωνική επικοινωνία που υπήρξε μεταξύ των διαδίκων, ο αναιρεσίβλητος ενημέρωσε αμέσως για την ασθένειά του την αναιρεσείουσα, η οποία εκδήλωσε διάθεση υποστήριξης και συμπαράστασης αυτού και τον προέτρεψε να παρατείνει, όπως και έγινε, για λίγες ημέρες την κανονική του άδεια, προκειμένου, επειδή ήταν αναστατωμένος, να συνέλθει ψυχολογικά, το ίδιο δε συνέστησε σ' αυτόν η αναιρεσείουσα και στις 16-2-2005, οπότε ο αναιρεσίβλητος θα έπρεπε να επανέλθει κανονικά στην εργασία του. Στο μεταξύ, όμως, ορισμένοι συνάδελφοι του αναιρεσιβλήτου, στους οποίους αυτός είχε εκφράσει τους φόβους του για την κατάσταση της υγείας του, ανησύχησαν από το ενδεχόμενο να έπασχε ο τελευταίος, πράγματι, από την ως άνω ασθένεια και γι' αυτό, ήδη από τις αρχές Φεβρουαρίου 2005, οι ΑΑ, ΒΒ υποβλήθηκαν άμεσα, και μάλιστα η πρώτη στις 4-2-2005, σε ειδικές μικροβιολογικές εξετάσεις, για να διαπιστωθεί αν είχαν προσβληθεί από τον ως άνω ιό (στις ίδιες εξετάσεις υποβλήθηκε και η ΓΓ στις 18-2-2005). Όταν, όμως, στη συνέχεια έγινε γνωστό, ότι ο αναιρεσίβλητος έπασχε, πράγματι, από την ασθένεια AIDS - HIV, οι ανωτέρω τρεις υπάλληλοι απηύθυναν προς την αναιρεσείουσα την από 15-2-2005 επιστολή τους, στην οποία, αφού ανέφεραν την πληροφορία τους για την ασθένεια του αναιρεσιβλήτου, ζήτησαν την άμεση απομάκρυνση αυτού από το τμήμα τους. Ουδόλως αποδείχθηκε, ότι η κατάσταση της υγείας τούτου γνωστοποιήθηκε στους υπαλλήλους της επιχείρησης από την ίδια την αναιρεσείουσα. Ενόψει της ανωτέρω αντίδρασης των λοιπών εργαζομένων, η αναιρεσείουσα κάλεσε τον ιατρό εργασίας ΔΔ, ο οποίος επισκέφτηκε το χώρο της επιχείρησης και συνομίλησε με τους εργαζομένους, οι οποίοι ζητούσαν να πληροφορηθούν, αν μπορούσαν να συνεχίσουν να εργάζονται με ασφάλεια στον ίδιο χώρο με τον ασθενή αναιρεσίβλητο. Παρότι, όμως, ο ανωτέρω ιατρός εξήγησε σ' αυτούς, ότι το AIDS είναι μια μεταδοτική ασθένεια, η οποία μεταδίδεται μόνο με συγκεκριμένους τρόπους και ότι, εφόσον λαμβάνονταν κάποιες στοιχειώδεις προφυλάξεις, ιδίως από το προσωπικό που απασχολούνταν με την καθαριότητα, δεν υπήρχε κίνδυνος μετάδοσης του ιού, η κατάσταση δεν εξομαλύνθηκε και οι εργαζόμενοι συνέχισαν να ανησυχούν και να είναι αναστατωμένοι, απαιτώντας την απομάκρυνση του αναιρεσιβλήτου. Κατόπιν αυτού, η αναιρεσείουσα σκέφτηκε να μεταθέσει τον αναιρεσίβλητο σε άλλο υποκατάστημα της επιχείρησης και συγκεκριμένα σ' αυτό που βρίσκεται επί της οδού ..., αριθ. ..., στην ..., αλλά και στην πρόθεσή της αυτήν υπήρξε αντίδραση από τον υπεύθυνο του εν λόγω υποκαταστήματος ΕΕ, ο οποίος απείλησε να παραιτηθεί, αν ο αναιρεσίβλητος μετετίθετο στο ανωτέρω υποκατάστημα. Μετά από αυτό, η αναιρεσείουσα πρότεινε στον αναιρεσίβλητο, να τον βοηθήσει να ξεκινήσει δική του επιχείρηση, διαθέτοντας προϊόντα της αναιρεσείουσας, ή να σπουδάσει, με έξοδα της τελευταίας, την τέχνη της κομμωτικής, για την οποία είχε εκδηλώσει ενδιαφέρον στο παρελθόν, αλλά ο αναιρεσίβλητος αρνήθηκε. Στις 21-2-2005, δύο ημέρες πριν από την επάνοδο του αναιρεσιβλήτου στην εργασία του, τριάντα τρεις εργαζόμενοι της επιχείρησης (το ήμισυ περίπου των απασχολουμένων σ' αυτήν), επικαλούμενοι ότι η παρουσία του αναιρεσιβλήτου στον ίδιο εργασιακό χώρο τους δημιουργούσε ανασφάλεια και κίνδυνο για την υγεία τους, ζήτησαν, με την από 21-2-2005 επιστολή τους προς την αναιρεσείουσα, να απομακρύνει τον αναιρεσίβλητο από την εργασία του, επισημαίνοντας ότι σε αντίθετη περίπτωση θα δημιουργούνταν σοβαρό πρόβλημα στη λειτουργία της εταιρίας. Κατόπιν αυτού, και ενόψει της προαναφερόμενης αντίδρασης των λοιπών εργαζομένων, η αναιρεσείουσα, στις 23-2-2005, όταν ο αναιρεσίβλητος επέστρεψε στην εργασία του, κοινοποίησε σ' αυτόν έγγραφη καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του, προσφέροντάς του και τη νόμιμη αποζημίωση, ποσού 843,41 ευρώ. Η ως άνω καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του αναιρεσιβλήτου δεν οφείλεται σε εμπάθεια, εκδικητικότητα ή εχθρική διάθεση της αναιρεσείουσας προς το πρόσωπο του αντιδίκου της. Όμως, ο αναιρεσίβλητος ούτε απουσίασε από την εργασία του ούτε και προβλεπόταν, τουλάχιστον στο άμεσο μέλλον, συχνή απουσία αυτού εξαιτίας της ασθένειάς του αυτής, ενώ, ενόψει του ανωτέρω αντικειμένου της εργασίας του, η οποία δεν συνεπαγόταν αξιόλογη σωματική καταπόνηση, δεν υπήρχε κίνδυνος να μειωθεί η ικανότητά του να παρέχει τη συμφωνημένη εργασία του και η εν γένει απόδοσή του, αφού κατά την πολυετή, συνήθως, περίοδο, που παραμένει ο ασθενής απλός φορέας του ιού του AIDS - HIV, δεν παρατηρείται ουσιώδης κάμψη των εν γένει δυνατοτήτων του. Η εν λόγω καταγγελία δεν σχετίζεται, αποκλειστικά και μόνο, με αυτή καθεαυτή την ασθένεια του αναιρεσιβλήτου, αλλά οφείλεται στο γεγονός ότι η αναιρεσείουσα αντιμετώπισε την αντίδραση και τις έντονες πιέσεις των λοιπών εργαζομένων της επιχείρησής της, που ζητούσαν την απομάκρυνση του αναιρεσιβλήτου, στις οποίες και ενέδωσε τελικά αυτή, προχωρώντας στην καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του τελευταίου, προκειμένου να εξασφαλίσει την ηρεμία μεταξύ των ως άνω εργαζομένων, που είχαν αναστατωθεί. Όμως, η ανησυχία και ο φόβος των τελευταίων, καθώς και η αντίδρασή τους, στα πλαίσια της οποίας ζήτησαν την απομάκρυνση του αναιρεσιβλήτου, ήταν επιστημονικά αδικαιολόγητη, όπως άλλωστε κατέστη γνωστό σ' αυτούς και από τον ιατρό εργασίας, που τους επισκέφθηκε στο χώρο εργασίας τους, αφού, λόγω της μετάδοσης του ιού του AΙDS - HIV με συγκεκριμένους τρόπους, για τους οποίους και ενημερώθηκαν, δεν υφίστατο κίνδυνος για την υγεία τους. Έτσι, ο φόβος και η ανησυχία τους υπήρξε, ουσιαστικά, προϊόν προκατάληψης και όχι κάποιου υπαρκτού κινδύνου και ως εκ τούτου η ασθένεια του αναιρεσιβλήτου δεν μπορούσε, στην πραγματικότητα, να επηρεάσει δυσμενώς την ομαλή λειτουργία της επιχείρησης της αναιρεσείουσας στο μέλλον, όπως τούτο προκύπτει και από το γεγονός ότι δεν υπήρξε αποχώρηση από την επιχείρηση κάποιου εργαζομένου στο χρονικό διάστημα από τότε που κατέστη γνωστή η ασθένεια του αναιρεσιβλήτου μέχρι την καταγγελία της συμβάσεως. Δέχτηκε δε το Εφετείο ότι, με βάση τα περιστατικά της συγκεκριμένης περίπτωσης και τις κρατούσες στην επιχείρηση της αναιρεσείουσας συνθήκες, με στάθμιση αφενός της απειλούμενης ομαλής λειτουργίας της επιχείρησης της αναιρεσείουσας, λόγω της μαζικής αλλά επιστημονικά αδικαιολόγητης αντίδρασης των εργαζομένων και αφετέρου της δικαιολογημένης και άξιας προστασίας προσδοκία του αναιρεσιβλήτου προς εργασία, σε μια στιγμή δύσκολη της ζωής του, κατά την οποία, λόγω της ασθένειάς του, είχε ανάγκη συμπαράστασης και ηθικής στήριξης, με βάση τις αρχές της καλής πίστης, είναι υπέρτερο το συμφέρον του αναιρεσιβλήτου προς διατήρηση της εργασίας του. Έτσι, εφόσον δεν υπήρχε βάσιμος φόβος για την υγεία των λοιπών εργαζομένων, η υποχώρηση της αναιρεσείουσας στην προβληθείσα από αυτούς απαίτηση για απομάκρυνση του αναιρεσιβλήτου και η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αυτού δεν δικαιολογείται από την καλή πίστη και από το καλώς νοούμενο συμφέρον της αναιρεσείουσας. Ακολούθως το Εφετείο δέχτηκε ότι η υποχώρηση αυτή της αναιρεσείουσας στην προβληθείσα από τους λοιπούς εργαζομένους απαίτηση για απομάκρυνση του αναιρεσιβλήτου και συνακόλουθα η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αυτού αντίκειται, στη συγκεκριμένη περίπτωση, στην καλή πίστη, είναι "αντικειμενικά αδικαιολόγητη" αποδοκιμαζόμενη από την έννομη τάξη, και υπερβαίνει τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος (άρθρο 281 ΑΚ), με αποτέλεσμα να είναι άκυρη (άρθρα 174, 180 ΑΚ). Με βάση τις παραδοχές του αυτές, αλλά και άλλες παραδοχές του, που δεν ενδιαφέρουν εδώ, το Εφετείο με την προσβαλλομένη απόφασή του αφενός απέρριψε κατ' ουσίαν την έφεση της αναιρεσείουσας κατά της υπ' αριθ. 1042/2006 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και αφετέρου, αφού δέχτηκε κατά ένα μέρος κατ' ουσίαν την έφεση του αναιρεσιβλήτου κατά της ίδιας πρωτοδίκης αποφάσεως και εξαφάνισε την απόφαση αυτήν ως προς τις αναφερόμενες διατάξεις της, στη συνέχεια ύστερα από διακράτηση της υποθέσεως, δέχτηκε .και ως ουσιαστικά βάσιμη κατά ένα μέρος της την ένδικη από 13-5-2005 αγωγή του αναιρεσιβλήτου, επιδικάζοντας υπέρ αυτού το συνολικό ποσό των 7.539,18 ευρώ για μισθούς υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από 24-2-2005 έως 25-3-2006, καθώς και για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, εντόκως νομίμως, κατά τα ειδικότερα στην προσβαλλομένη απόφαση σχετικώς διαλαμβανόμενα. Κρίνοντας όμως έτσι το Εφετείο παραβίασε (με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της) την ουσιαστικού δικαίου, διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ. Και αυτό γιατί, με βάση τις παραδοχές του, η εκ μέρους της αναιρεσείουσας καταγγελία της με τον αναιρεσίβλητο υφιστάμενης συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αόριστου χρόνου δεν έπασχε οποιαδήποτε ακυρότητα, ως μη έχουσα γίνει κατά κατάχρηση δικαιώματος, δηλαδή κατά προφανή υπέρβαση των ως άνω αντικειμενικών ορίων που τάσσονται από το άρθρο 281 ΑΚ. Δεδομένου ότι η καταγγελία αυτή, πάντοτε με βάση τις παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως, μη έχουσα γίνει από εμπάθεια, εκδικητικότητα ή εχθρική διάθεση εκ μέρους της αναιρεσείουσας προς το πρόσωπο του αναιρεσιβλήτου, απολύτως δικαιολογούνταν από τα καλώς νουμένα συμφέροντα της εργοδότιδας αναιρεσείουσας, εφόσον έγινε για την εξασφάλιση της ηρεμίας των λοιπών εργαζομένων στην επιχείρησή της, καθώς και για την αποκατάσταση της εύρυθμης λειτουργίας της επιχειρήσεώς της αυτής, οι οποίες (ηρεμία των λοιπών εργαζομένων και εύρυθμη λειτουργία της επιχειρήσεως) είχαν διαταραχθεί σοβαρώς εξαιτίας της ως άνω σοβαρότατης και μεταδοτικής νόσου του αναιρεσιβλήτου, η οποία είχε δημιουργήσει στους λοιπούς εργαζομένους συναδέλφους του τελευταίου ανασφάλεια και φόβο για την υγεία τους, γεγονός το οποίο τους ώθησε να ζητήσουν ομαδικώς και μάλιστα εγγράφως την απομάκρυνση του αναιρεσιβλήτου από την εργασία του, επισημαίνοντας ότι σε αντίθετη περίπτωση θα δημιουργούνταν σοβαρό πρόβλημα στη λειτουργία της επιχειρήσεως, αντιδρώντας στη συνέχιση της εργασίας του αναιρεσιβλήτου στην επιχείρηση και πιέζοντας εντόνως προς τούτο την αναιρεσείουσα, η οποία τελικώς αναγκάστηκε να ενδώσει στις έντονες αυτές πιέσεις και να καταγγείλει τη με τον αναιρεσίβλητο υφιστάμενη σύμβαση εργασίας, κατά τα ειδικότερα στην προσβαλλόμενη απόφαση πιο πάνω σχετικώς αναφερόμενα. Επομένως ο μοναδικός λόγος αναιρέσεως κατά το από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ μέρος του, με το οποίο προβάλλεται η αιτίαση της παραβιάσεως (με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της) της ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεως του άρθρου 281 του ΑΚ, πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, σύμφωνα δε με το άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ η υπόθεση να παραπεμφθεί για περαιτέρω εκδίκαση στο δικαστήριο το οποίο εξέδωσε την εν λόγω απόφαση, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από αυτούς που εξέδωσαν την απόφαση αυτή.
-Β) Επί της από 16-10-2008 αιτήσεως αναιρέσεως του Ψ.
Επειδή, όπως προαναφέρθηκε, η ως άνω προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει, κατά παραδοχή ως βάσιμου του προαναφερομένου μοναδικού λόγου αναιρέσεως της, πιο πάνω από 4-7-2008 αιτήσεως αναιρέσεως της Σπυριδούλας Καρυώτη κατά το από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ μέρος του, να αναιρεθεί μερικώς και συγκεκριμένα να αναιρεθεί κατά το μέρος της με το οποίο έγινε δεκτή (κατά ένα μέρος της) η στηριζόμενη σε ακυρότητα της εκ μέρους της ήδη αναιρεσίβλητης (Χ) καταγγελίας της με τον ήδη αντίδικό της αναιρεσείοντα (Ψ) υφιστάμενης συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αόριστου χρόνου ένδικη αγωγή του τελευταίου, δηλαδή και κατά το μέρος της με το οποίο επιδικάστηκε χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης υπέρ. τούτου .(εν λόγω αναιρεσειόντος). Ενόψει τούτου η ήδη υπό κρίση ως άνω από 16-10-2008 αίτηση του αναιρεσείοντος τούτου (Ψ) για αναίρεση της ίδιας αποφάσεως για λόγους που προϋποθέτουν ακυρότητα της προαναφερόμενης εκ μέρους της αναιρεσίβλητης καταγγελίας της με τον αντίδικό της (αναιρεσείοντα) υφιστάμενης συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αόριστου χρόνου έχει ήδη καταστεί χωρίς αντικείμενο και, προεχόντως, εξαιτίας τούτου πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Διατάζει την ένωση και συνεκδίκαση των αναφερόμενων στο αιτιολογικό υπό κρίση από 4-7-2008 αίτηση αναιρέσεως της Χ και από 16-10-2008 αντίθετη αίτηση αναιρέσεως του Ψ.

Α) Δέχεται την από 4 Ιουλίου 2008 αίτηση αναιρέσεως της Χ.

Αναιρεί την υπ' αριθ. 764/2008 απόφαση του Εφετείου Αθηνών.

Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από αυτούς που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση.

Καταδικάζει τον αναιρεσίβλητο (Ψ) στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσείουσας (Χ), την οποία ορίζει σε χίλια πεντακόσια (1.500) ευρώ. Και

Β) Απορρίπτει την από 16-10-2008 αίτηση του Ψ για αναίρεση της ως άνω υπ' αριθ. 764/2008 απόφαση του Εφετείου Αθηνών.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 24 Φεβρουαρίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 17 Μαρτίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή