Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπεξαίρεση, Δεδικασμένο.
Περίληψη:
Υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Που το είχαν εμπιστευθεί στους υπαίτιους ως διαχειριστές ξένης περιουσίας και άμεση συνέργεια από κοινού στην ανωτέρω πράξη, η οποία τελέστηκε από αυτούς, με την ιδιότητά τους ως διαχειριστών ξένης περιουσίας. Απορρίπτονται ως αβάσιμοι οι από το άρθρ. 484 παρ.1 στοιχ. β΄ και δ΄ του ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως. Δεν υπάρχει ταυτότητα μεταξύ των πράξεων της απάτης, της απιστίας και της υπεξαιρέσεως και για το λόγο αυτό απορρίπτεται ο λόγος περί δεδικασμένου από προηγούμενο βούλευμα, με το οποίο απαλλάχτηκαν για τις δύο πρώτες πράξεις. Το βούλευμα αυτό θα συνεκτιμηθεί με τις άλλες αποδείξεις κατά τη συζήτηση της υποθέσεως.
ΑΡΙΘΜΟΣ 1682/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρου του Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη και Ελευθέριο Μάλλιο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου-Εμμανουήλ Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 16 Ιανουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων 1. Χ1, 2. Χ2, 3. Χ3 , 4. Χ4 και 5. Χ5 περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 3448/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και oι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 19 Μαρτίου 2007 αιτήσεις τους, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 490/2007.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ρούσσος-Εμμανουήλ Παπαδάκη εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την υπ'αριθμ. 393/19-10-2007 πρότασή του, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: ? Εισάγω υπό την κρίση του Υμετέρου Συμβουλίου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 32 §§ 1 και 4, 138 §2β, 485 §1 Κ.Π.Δ. τις ακόλουθες αιτήσεις αναιρέσεως:1)76/19-3-07 του Χ2 2) 75/19-3-07 του Χ1, 3) υπ' αρ. 77/19-3-07 του Χ3, 4) υπ' αρ. 79/2007 Χ5, 5) υπ' αρ. 78/19-3-07 του Χ4, κατά του υπ' αρ. 3448/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτω τ' ακόλουθα: I) Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το υπ' αρ. 2440/2006 βούλευμά του παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών τους ανωτέρω κατηγορούμενους όπως δικασθούν α) οι μεν 1ος και 2ος για κατ' εξακολούθηση υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το είχαν εμπιστευθεί στον υπαίτιο ως διαχειριστή ξένης περιουσίας, β) οι 1ος και 2ος της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα κατ' εξακολούθηση και από κοινού, γ) οι 3ος, 4ος, 5ος της άμεσης συνέργειας στην πράξη της υπεξαιρέσεως αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας από διαχειριστή ξένης περιουσίας, δ) οι 3ος, 4ος, 5ος της ψευδορκίας μάρτυρα (αρ. 26 §1α, 27 §1, 45, 46 §1β, 94 §1, 98, 224 §§2-1, 227, 375 §§1 και 2α Π.Κ.).
Μετά από έφεση που άσκησαν κατά του βουλεύματος αυτού οι κατηγορούμενοι, εξεδόθη το άνω προσβαλλόμενο βούλευμα με το οποίο: α) έπαυσε λόγω παραγραφής η ποινική δίωξη για ψευδορκία μάρτυρα και ηθική αυτουργία σ' αυτήν, β) απερρίφθησαν κατά πλειοψηφίαν οι εφέσεις τους ως προς την κακουργηματική υπεξαίρεση και άμεσης σ' αυτήν συνέργειας και επικυρώθηκε ως προς το κεφάλαιο αυτό το εκκληθέν βούλευμα.
Το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών επεδόθη στους αναιρεσείοντες την 9-3-2007 (βλ. σχετικά αποδεικτικά) στην συστεγαζόμενη με αυτούς ενήλικο δικηγόρο Σ. Αγγελοπούλου - Παπαγεωργίου (αρ. 155 §1 Κ.Π.Δ.).
Συνεπώς οι υπό κρίση αιτήσεις αναιρέσεως είναι νομότυπες και εμπρόθεσμες (αρ. 465 §1, 473 §1, 474 §2, 482 §1, 484 §1 Κ.Π.Δ.) αφού ασκήθηκαν δια πληρεξουσίων δικηγόρων ενός εκάστου, το βούλευμα υπόκειται σε αναίρεση και μνημονεύονται ειδικότεροι λόγοι.
II) Οι 1ος και 2ος των αναιρεσειόντων επικαλούνται τους εξής λόγους:
α) έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας διότι αντιφατικώς εδέχθη ότι υπεξήρεσαν από το ταμείο 60 εκ.δρχ. την 29-9-97 για να τα προκαταβάλουν στον μηνυτή την 28-8-97 (δηλ. ένα μήνα πριν την εκταμίευση έναντι συμφωνηθέντος τιμήματος αγοράς μετοχών του. Επίσης είναι λογικώς άτοπο να φέρονται ότι ανέλαβαν 250 εκ.δρχ. από το ως άνω ταμείο την 3-9-97 προκειμένου υποτίθεται να καταβάλλουν εξ' αυτών 190 εκ.δρχ. στον μηνυτή την 1-9-97 δηλ. δύο ημέρες πριν από την εκταμίευση. Η πλειοψηφία του αναιρεσιβαλλομένου αναφέρεται εξ' ολοκλήρου στις σκέψεις της εισαγγελικής προτάσεως και υιοθετεί τα επιχειρήματα του εισαγγελέως για την αβασιμότητα των ισχυρισμών τους, ενώ η μειοψηφία αναπτύσσει το αντίθετο σκεπτικό της με την ρητή κάθε φορά μνεία στο αναιρεσιβαλλόμενο ότι πρόκειται για τις σκέψεις της μειοψηφίας. Τα αναφερόμενα εις την σελίδα 82 είναι ακατάληπτα γιατί αφού απορρίπτονται από την πλειοψηφία του Συμβουλίου οι ουσιώδεις ισχυρισμοί τους ως αβάσιμοι, στην συνέχεια αξιολογούνται ως βάσιμοι και τελικώς εξάγεται παραπεμπτική κρίση από την πλειοψηφία ενώ η παραδοχή των ισχυρισμών αυτών οδηγεί λογικώς σε απαλλακτική κρίση. Οι παραδοχές στις σελ. 15-16, 18-19, 20-21 είναι ασαφείς, αντιφατικές και λογικώς πλημμελείς, διότι δεν διευκρινίζεται ποια ήταν ακριβώς η σύνθεση της κοινοπραξίας ......, ποιοί δηλαδή φορείς συμμετείχαν πλην της ΑΕΓΕΚ και ποιος ο τρόπος συνεργασίας τους, ούτε ποια ήταν η δική τους θέση, ποιες οι εξουσίες και αρμοδιότητές τους σε σχέση με την εν λόγω κοινοπραξία. Μόνη η ιδιότητά τους ως προέδρου του Δ/Σ και δ/ντος συμβούλου αντιστοίχως ουδόλως συνεπάγεται λογικώς ότι αυτοί είχαν τις προαναφερόμενες εξουσίες αφού μάλιστα ο μηνυτής υπήρξε διαχειριστής της ανωτέρω κοινοπραξίας. Επισημαίνουν (σελ. 8-10 αιτιάσεις) ότι οι αντικρούσεις των υπερασπιστικών τους ισχυρισμών από την εισαγγελική πρόταση (που κατά πλειοψηφία εδέχθη το Συμβούλιο Εφετών), ως προς την καρτέλα λογαριασμού της ΑΕΓΕΚ, μη ύπαρξη παραστατικών λόγω καταστροφής, χρεωστικές εγγραφές στην καρτέλλα λογαριασμού της κοινοπραξίας ....., ποια ήταν η έκβαση επί της από 17-5-99 αιτήσεως του μηνυτή για λήψη ασφαλιστικών μέτρων, δεδομένου ότι αυτός παραιτήθηκε από το δικόγραφο και το σχετικό δικαίωμα την 1-7-99 και 31-8-99.
Επίσης ως προς τον φορολογικό έλεγχο δέχεται ότι έγινε έλεγχος, υφίσταται η από ..... έκθεση του Εθνικού Ελεγκτικού Κέντρου του Υπ. Οικονομικών, η εισαγγελική πρόταση αναφέρει ότι δεν διερευνήθη ειδικώς κατά τον φορολογικό έλεγχο της κοινοπραξίας των οικονομικών χρήσεων από 21-10-92 έως 31-12-07 η ενδεχόμενη εικονικότητα λογιστικών εγγραφών και των σχετικών παραστατικών καθ' όσον σ' αυτήν αναφέρεται ότι οι δαπάνες της ελεγχόμενης κρίνονται ως πραγματικές και καλυπτόμενες από νόμιμα παραστατικά στοιχεία. Οι υπάλληλοι δεν είχαν λόγο να εμβαθύνουν περισσότερο την έρευνα ως προς τις εν λόγω εικονικές εγγραφές, αφού τα ως άνω ποσά θα μπορούσαν πράγματι να αποτελούσαν χρηματοδότηση της ΑΕΓΕΚ Α.Ε. προς την κοινοπραξία ..... καθ' όσον η τελευταία ήταν διαχειρίστρια της κοινοπραξίας περαιτέρω από την υπό χρονολογία ...... έκθεση της ίδιας υπηρεσίας προκύπτει ότι ο έλεγχος ήταν δειγματοληπτικός. Εφ' όσον το πόρισμα δέχεται ότι οι δαπάνες εκρίθησαν από το ελεγκτικό κέντρο του Υπ. Οικονομικών ως πραγματικές και τα παραστατικά στοιχεία ως ειλικρινή και ότι ο έλεγχος ήταν δειγματοληπτικός, η παραδοχή ότι δεν διερευνήθηκε η τυχόν εικονικότητα των λογιστικών εγγραφών είναι αντιφατική διότι τότε τί ήλεγξαν οι φορολογικές αρχές;Είναι ασαφές σε τι συνίστατο ο περισσότερος εξονυχιστικός έλεγχος, είναι ακατανόητο το διαλαμβανόμενο στην εισαγγελική πρόταση ότι δεν προσκομίζεται έκθεση ελέγχου της ΑΕΓΕΚ Α.Ε., που αφορά την χρήση του έτους 1997 αφού το έτος αυτό δεν έχει σχέση με την υπόθεση. Συνιστούν πλημμέλεια οι παραδοχές ότι ο μηνυτής υπήρξε διαχειριστής της κοινοπραξίας, τούτο όμως δεν αποδεικνύει ότι γνώριζε τις συγκεκριμένες εικονικές εγγραφές στην καρτέλα λογαριασμού, αφού δεν υπήρξε πραγματική εισροή των ως άνω ποσών από την ΑΕΓΕΚ Α.Ε. στο ταμείο της κοινοπραξίας ...... Αφού δεν εγνώριζε εισροή χρημάτων δεν μπορεί να συνιστά λόγον αγνοίας ή εφησυχασμού του μηνυτή. Στην εισαγγελική πρόταση που ενσωμάτωσε το συμβούλιο στο προσβαλλόμενο βούλευμα (σελ. 27) αναφέρεται αντιφατικότητα στην συμπεριφορά του μηνυτή "με αποκορύφωμα την υπ' αρ. ..... πράξη καταθέσεως της συμβολαιογράφου Αθηνών Βικτωρίας Παπαευαγγέλου στην οποία αυτός αμφισβητεί τις εν συνεχεία δοθείσες έγγραφες δηλώσεις του περί πλήρους αναγνωρίσεως των συμφωνιών τους περί συννόμου των ενεργειών τους περί της νομίμου προελεύσεως του τιμήματος που του κατέβαλαν για την αγορά των μετοχών του". β) Υπέρβαση εξουσίας και απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας λόγω προσβολής του τεκμηρίου της αθωότητας, διότι το Συμβούλιο Εφετών εξέφερε ουσιαστική κρίση περί ενοχής για την πράξη της ψευδορκίας και της ηθικής αυτουργίας σ' αυτήν, μολονότι δεν είχε δικαιοδοσία να το πράξει λόγω της συμπληρώσεως του χρόνου της παραγραφής για τις πράξεις αυτές.
γ) Υπέρβαση εξουσίας λόγω παραβάσεως του δεδικασμένου σε σχέση με την πράξη της υπεξαιρέσεως, διότι επί των αυτών, κατά βάση, πραγματικών περιστατικών έχει εκδοθεί το αμετάκλητον υπ' αρ. 924/2002 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών το οποίο είχε το αυτό κατά βάση ιστορικό γεγονός ήτοι τα πραγματικά περιστατικά σχετικά με την εκταμίευση από το ταμείο της ΑΕΓΕΚ 620 εκ.δρχ. και της χρησιμοποιήσεως των ιδίων για την εξόφληση του τιμήματος πωλήσεως 500.000 μετοχών του μηνυτή προς τους 1ο και 2ο των αναιρεσειόντων την 1-9-97. Το πραγματικό γεγονός της εκταμιεύσεως του ανωτέρω ποσού από το ταμείον της ΑΕΓΕΚ αποτελεί την κοινή ιστορική βάση τόσον του αδικήματος της παράνομης λήψεως δανείου κατά τα άρθρα 23α και 58α Ν.2190/20 όσον και εκείνου της υπεξαιρέσεως στην παρούσα υπόθεση. Αφού δεν είχε υπάρξει (σελ.15 αιτήσεως αναιρέσεως) εκταμίευση χρημάτων όπου εδέχθη αμετακλήτως το ανωτέρω απαλλακτικό βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών δεν μπορεί να υπάρξει και υπεξαίρεση των ιδίων.
δ) Εκ πλαγίου παραβίαση του αρ. 375 §2 Π.Κ. λόγω ασαφείας σε σχέση με την ιδιότητά τους ως διαχειριστές ξένης περιουσίας, διότι δεν εκθέτει κανένα πραγματικό περιστατικό σε σχέση με την διαχειριστική τους εξουσία επί της περιουσίας της ΑΕΓΕΚ Α.Ε. και της εμπιστεύσεώς τους σ' αυτούς. Επίσης η ασάφεια επιτείνεται και από την παράλληλη παραδοχή του αναιρεσιβαλλομένου ότι την ιδιότητα του διαχειριστή ξένης περιουσίας είχαν και οι δεύτερος έως πέμπτος κατηγορούμενοι που ήσαν ταμίες ή προϊστάμενοι του λογιστηρίου της κοινοπραξίας ..... ή της ΑΕΓΕΚ Α.Ε. χωρίς καμία διευκρίνιση των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν την εν λόγω ιδιότητά τους κατ' αντιδιαστολή προς εκείνα που θεμελιώνουν την εν λόγω ιδιότητα στο δικό τους πρόσωπο. III) Οι 3ος, 4ος, 5ος των αναιρεσειόντων επικαλούνται τους ακολούθους λόγους:
α) Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας διότι εις τα αποδεικτικά μέσα που μνημονεύονται κατ' είδος δεν γίνεται αναφορά και των ανωμοτί καταθέσεων του πολιτικώς ενάγοντος.
β) Έλλειψη αιτιολογίας και νομίμου βάσεως.
Το προσβαλλόμενο βούλευμα και η ενσωματωθείσα σ' αυτό εισαγγελική πρόταση δεν διευκρινίζουν: βα) Αν ως συνεργοί με τις προεκτεθείσες ιδιότητές τους είχαν την ιδιότητα του διαχειριστή ξένης περιουσίας είτε επί της ΑΕΓΕΚ Α.Ε. είτε επί της περιουσίας της κοινοπραξίας ...... ββ) Αν μπορούσαν να διενεργήσουν ή διενεργούσαν όχι μόνο την σύνταξη του ισολογισμού και την διενέργεια των εγγραφών αλλά και νομικές πράξεις έστω και μιας, ή ότι τους είχε δοθεί η νομική εξουσία προς διενέργεια νομικών πράξεων και η υλική δυνατότητα προς τούτο, ούτε προσδιορίζεται η σχέση των ως άνω νομικών πράξεων με την σύνταξη του ισολογισμού και την διενέργεια εγγραφών στα προηγούμενα βιβλία και στοιχεία είτε της Α.Ε. είτε της κοινοπραξίας.
βγ) Αν απέκτησαν την ιδιότητα του διαχειριστή ξένης περιουσίας με σύμβαση ή εν τοις πράγμασι και σε τελευταία περίπτωση και τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν αυτήν την εν τοις πράγμασι διαχείριση.
βδ) Αν απέκτησαν άλλη ιδιότητα από τις περιοριστικώς αναφερόμενες στην διάταξη του αρ. 375 §2 Π.Κ. (δηλ. εντολοδόχου, επιτρόπου, κηδεμόνος ή μεσεγγυούχου).
βε) Πώς διεχειρίζετο την κοινοπραξία ..... η ΑΕΓΕΚ και κατά ποίο τρόπο θα ήτο λογικώς ή πρακτικώς εφικτή, με την παρέμβαση στα βιβλία και στοιχεία αυτής της κοινοπραξίας η διενέργεια υπεξαιρέσεως. βστ) Από πού προέκυψε ότι οι τρεις φερόμενοι ως συνεργοί γνώριζαν ή μπορούσαν να γνωρίζουν την δήθεν υπεξαιρετική δραστηριότητα των συγκατηγορουμένων τους 1ου και 2ου. γ) Υπέρβαση εξουσίας λόγω παραβιάσεως του δεδικασμένου αλλά συγχρόνως και έλλειψη ειδικής αιτιολογίας ως προς την απόρριψη του προβληθέντος ισχυρισμού ο οποίος είναι αυτός με τον εις υπό στοιχ. II γ της παρούσας αναφερόμενο που προέβαλαν οι 1ος και 2ος. IV) Με τα από 22-6-07 συμπληρωματικά τους υπομνήματα οι 3ος, 4ος, 5ος επικαλούνται και προσκομίζουν αντίγραφα των βουλευμάτων του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών: α) υπ' αρ. 787/2007 με το οποίο παραπέμπεται ο Ψ1(νυν μηνυτής) για κακουργηματική απάτη σε βάρος των 1ου και 2ου των αναιρεσειόντων,β) υπ' αρ. 1281/2007 με το οποίο το συμβούλιο απεφάνθη όπως μη γίνει κατηγορία κατά των 1ου και 2ου (Χ2,Χ1) για κακουργηματική υπεξαίρεση κατ' εξακολούθηση, κακουργηματική απάτη κατ' εξακολούθηση και κατά των 3ου, 4ου, 5ου για άμεση συνέργεια σε κακουργηματική υπεξαίρεση έπειτα από μήνυση του Ψ1 (νυν μηνυτή).
Δεν προκύπτει όμως ότι τα ανωτέρω βουλεύματα είναι αμετάκλητα και δεν μπορεί να ληφθούν υπόψη, ει μη μόνον ως στοιχείον σφοδρής αντιδικίας των δύο πλευρών.
V) α) Η απαιτούμενη από τα άρ. 93 παρ. 3 Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγον αναιρέσεως του παραπεμπτικού βουλεύματος κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ Κ.Π.Δ., υπάρχει όταν περιέχονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών (αποχρωσών) ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα που ασκήθηκε ποινική δίωξη, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις και συλλογισμοί βάσει των οποίων το δικαστικό συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προέκυψαν οι αποχρώσες ενδείξεις (Α.Π. 1307/2004, Α.Π. 2090/2005).
Το βούλευμα περιλαμβάνει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και όταν αναφέρεται στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, εφ' όσον η τελευταία διαλαμβάνει τα απαραίτητα στοιχεία (Συμβ. Α.Π. 96/2004 Π. Δ/σύνη 2004/617, Συμβ. Α.Π. 2168/05 Π.Δ/σύνη 2006/732). β) Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστικό συμβούλιο αποδίδει διαφορετική έννοια σ' αυτήν από εκείνη που πραγματικά έχει. Εσφαλμένη δε εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστικό συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά τα οποία δέχτηκε στην διάταξη που εφαρμόστηκε (Α.Π. 1307/2004, Α.Π. 9/2001), όταν δηλ. το συμβούλιο υπάγει τα πραγματικά περιστατικά στην έννοια του νόμου, τα οποία όμως υπάγονται σε άλλη διάταξη νόμου που δεν αρμόζει στην συγκεκριμένη περίπτωση (Α.Π. 727/88, Α.Π. 179/87, Ποιν.Χρ. 1987/5, 07).
Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής υπάρχει και όταν η παραβίαση λαμβάνει χώρα εκ πλαγίου γιατί δεν αναφέρονται με σαφήνεια, πληρότητα και συγκεκριμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν κατά την κρίση του συμβουλίου από την ανάκριση, ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση ή ασάφεια ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου (Α.Π. 1307/2004, Α.Π. 2043/85 Π.Χρ. 1986/368, Β. Ζησιάδη "Η εκ πλαγίου παράβαση του ποινικού νόμου" σελ. 12-13, 42-43, 50).
γ) Υφίσταται ουσιαστικό δεδικασμένο που συνεπάγεται την κήρυξη ως απαράδεκτης της νέας ποινικής δίωξης κατά του ίδιου κατηγορουμένου όταν υπάρχει: α) αμετάκλητη απόφαση ή βούλευμα που αποφαίνεται για την βασιμότητα της κατηγορίας ή παύει οριστικά την ποινική δίωξη για την αξιόποινη πράξη, β) ταυτότητα προσώπου (κατηγορουμένου) και γ) ταυτότητα πράξεως, υπό την έννοια του ίδιου εν συνόλω πραγματικού γεγονότος, που περιλαμβάνει όχι μόνο την ενέργεια ή παράλειψη του δράστη, αλλά και το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκλήθηκε από αυτή είτε αυτή συνάπτεται αμέσως προς τον δράστη (τυπικό έγκλημα) είτε είναι επακόλουθο αυτής (ουσιαστικό έγκλημα Α.Π. 60/99 Ποιν.Δικ/σύνη 1999/319). Ταυτότητα πράξεως υπάρχει όταν η νέα κατηγορία συγκροτείται εξ αντικειμένου από τα αυτά περιστατικά, δηλαδή από τα ίδια κατά τον χρόνο και τον τόπο τελέσεως, ιστορικά γεγονότα, από τα οποία απαρτίζεται κατά τα ουσιώδη αντικειμενικά στοιχεία αυτής (Συμβ. Α.Π. 1306/98 Π.Χρ. 1999/716). Δεν υφίσταται ταυτότητα πράξεως εφ' όσον από την αντιπαραβολή των αξιοποίνων πράξεων προκύπτει διαφορά χρόνου τελέσεως (Α.Π. 246/93 ... περ. 1993/578).
VI) Κατά την διάταξη του αρ. 375 §§ 1 και 2α Π.Κ., όπως η παρ. 1 συμπληρώθηκε με το άρθρο 14 §3α Ν. 1729/99 και η παρ. 2 αυτού αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 §9 Ν. 2408/96, όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα, που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και αν το αντικείμενο της υπεξαιρέσεως είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Αν η συνολική αξία υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δραχμών (73.000 Ευρώ) ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι 10 ετών. Αν πρόκειται για αντικείμενο ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητάς του, ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος, ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι 10 ετών. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση της κακουργηματικής υπεξαιρέσεως απαιτείται αντικειμενικώς: α) το υλικό αντικείμενο της υπεξαιρέσεως να είναι κατά την φυσική αντίληψη κινητό πράγμα, β) να είναι αυτό ολικά ή εν μέρει ξένο με την έννοια ότι η κυριότητα αυτού ανήκει, κατά το αστικό δίκαιο, σε άλλον εκτός από τον δράστη (Α.Π. 1144/98 Π.Χρ. ΜΘ/662). Κινητό πράγμα είναι και τα χρήματα, και ξένο θεωρείται το κινητό το ευρισκόμενο σε ξένη σε σχέση με τον δράστη κυριότητα όπως αυτή διαπλάσσεται κατά το δίκαιο (Α.Π. 728/2000 Π.Χρ. ΝΑ/64) γ) η κατοχή του πράγματος αυτού να έχει περιέλθει με οποιονδήποτε τρόπο στον δράστη (Α.Π. 728/2000 Π.Χρ. ΝΑ/64) δ) παράνομη ιδιοποίηση από τον υπαίτιο που υπάρχει όταν αυτή γίνεται χωρίς την συναίνεση του ιδιοκτήτη ή χωρίς την ύπαρξη άλλου νομίμου δικαιολογητικού λόγου (Α.Π. 1596/2000 Π.Χρ. ΝΑ/639, Α.Π. 134/98 Π.Χρ. ΜΜ/772) ε) το αντικείμενο της υπεξαιρέσεως να είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας και επιπλέον να συντρέχει στο πρόσωπο του υπαιτίου κάποια από τις περιοριστικώς στο ανωτέρω άρθρο διαλαμβανόμενες καταστάσεις ή ιδιότητες μεταξύ των οποίων και του διαχειριστή ξένης περιουσίας. Τέτοια ιδιότητα υπάρχει, όταν αυτός ενεργεί όχι απλώς υλικές, αλλά νομικές πράξεις με εξουσία αντιπροσωπεύσεως του εντολέα, την οποία εξουσία μπορεί να έλκει είτε από τον νόμο είτε από την σύμβαση? επιπλέον το υπεξαιρεθέν να περιήλθε στην κατοχή του δράστη λόγω της ιδιότητάς του (Α.Π. 289/2001 Π.Χρ. ΝΑ/334 Α.Π. 974/2001 Π.Χρ. ΝΑ/972). Ως διαχειριστής να είναι και ο εν τοις πράγμασι (de facto) έχων την διαχείριση (Α.Π. 46/98 Π.Χρ. ΜΜ/758). Τέλος κατά το δεύτερο εδάφιο της παραγρ. 2 του αυτού άρθρου: Αν το συνολικό αντικείμενο της πράξεως του προηγουμένου εδαφίου υπερβαίνει σε ποσό τα είκοσι πέντε εκατομμύρια (25.000.000) δραχμές (73.000 Ευρώ), τούτο συνιστά επιβαρυντική περίσταση. Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος ο οποίος συνίσταται εις την θέληση ή αποδοχή του δράστη να ενσωματώσει το ξένο ολικά ή εν μέρει κινητό πράγμα στην περιουσία του, που καταδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργεια αυτού, με την οποία εκδηλώνεται η πρόθεσή του αυτή. Ενδεχόμενος δόλος αρκεί (Τούση-Γεωργίου Ερμ. Π.Κ. έκδοση Γ υπ' αρ. 375 σελ. 1016 παρ. 19 εδαφίου, ειδικό μέρος τεύχος ΣΤ σελ. 57 επομ.)Άμεση συνέργεια είναι η παροχή με πρόθεση άμεσης συνδρομής στον δράστη κατά την διάρκεια της πράξεως του αυτουργού και στην εκτέλεση της κυρίας πράξεως, απαιτεί οποιαδήποτε συνδρομή υλικής φύσεως και να είναι μόνο κατά την πράξη και όχι πριν ή μετά την τέλεση αυτής. Με βάση τον περιορισμένο παρακολουθηματικό χαρακτήρα της συμμετοχής πρέπει η πράξη του αυτουργού να είναι άδικη και να πληροί τα αντικειμενικά στοιχεία. Δηλ. πρέπει ο αυτουργός να διαπράξει άδικη πράξη ή να αποπειραθεί αυτήν. Απαιτείται να υπάρχει δόλος στον αναγκαίο συνεργό εγκείμενος στην ηθελημένη παραδοχή συνδρομής στον πράττοντα, εν γνώσει του ότι αυτή παρέχεται κατά την εκτέλεση της άδικης πράξεως (Α.Π. 1533/99 Π.Χρ. Ν/789, Α.Π. 67/94 Π.Χρ. ΜΔ 455), δεν απαιτείται όμως να επιδιώκεται επιπλέον, και από τον συμμέτοχο ίδιο περιουσιακό όφελος (Α.Π. 1281/85 Π.Χρ. ΛΣΤ/272). Αρκεί ενδεχόμενος δόλος του συνεργού, εκτός εάν ο νόμος απαιτεί για την κύρια πράξη ορισμένο δόλο, οπότε απαιτείται η ίδια διαβάθμιση και για τον δόλο του άμεσου συνεργού. Η συνέργεια θα πρέπει να παρασχεθεί από τον συνεργό κατά τέτοιο τρόπο, ώστε χωρίς την βοήθεια αυτού να μην ήταν δυνατή με βεβαιότητα η διάπραξη του εγκλήματος κάτω από τις περιστάσεις που διαπράχθηκε Α.Π. 359/2002 Π.Δ/σύνη 2002/802, Α.Π. 857/2000 Π.Χρ. ΝΑ/149, Α.Π. 207/95 Π.Χρ. ΜΕ/482, περί της εννοίας του αρ. 46 §ιβ Π.Κ. εις Συστηματική Ερμηνεία Π.Κ. εκδ. Π. Σάκκουλα - σχόλια Α. Δημάκης σελ. 92 επομ., Τούση-Γεωργίου Ερμ. Π.Κ. έκδοση Γ υπ' αρ. 46 σελ. 175 επομ.).
Το κατ' εξακολούθηση έγκλημα απαρτίζεται από περισσότερες ομοειδείς πράξεις, που κάθε μία περιέχει πλήρη στοιχεία ενός και του αυτού εγκλήματος, αλλά όλες συνδέονται με την ταυτότητα της αποφάσεως για την εκτέλεσή τους (Μπουροπούλου Ερμ. Κ.Π.Δ. Α' σελ. 257). Κατά την παράγραφο 2 του αρ. 98 Π.Κ. ως αυτή προσετέθη με αρ.14 §1 Ν. 2721/99): Η αξία του αντικειμένου της πράξεως και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ' εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως προσδιορίζεται με βάση την συνολική αξία του αντικειμένου και την συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε. VII) Στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών κατά πλειοψηφία με παραδεκτή (στο φύλλο 27 σελ.α) αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση της εισαγγελέως εφετών εδέχθη ότι:
Στην προκειμένη περίπτωση από τα στοιχεία της δικογραφίας και συγκεκριμένα από τις καταθέσεις των μαρτύρων και αυτού του μηνυτή, καθώς και από τα υπομνήματά του, τις απολογίες όλων των κατηγορουμένων (και αυτών των συμπληρωματικών), καθώς και τα υπομνήματα των τελευταίων και όλα τα έγγραφα που υπάρχουν στη δικογραφία προέκυψαν κατά τη γνώμη μας τα εξής πραγματικά περιστατικά:
Οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι και ο μηνυτής υπήρξαν από το έτος 1982 μέτοχοι της εταιρείας με την επωνυμία "Ανώνυμη Τεχνική Εταιρεία Γενικών Κατασκευών ΑΕΓΕΚ Α.Ε.", της οποίας η έδρα βρίσκεται στο Χολαργό Αττικής. Από τους ανωτέρω κατηγορουμένους ο μεν πρώτος από αυτούς, Χ2, υπήρξε Πρόεδρος του Δ.Σ. της προαναφερόμενης εταιρείας, ο δε δεύτερος, Χ1, Διευθύνων Σύμβουλος αυτής, ενώ ο μηνυτής,Ψ1, ετύγχανε μέλος του Δ.Σ. και Αντιπρόεδρος αυτής.
Το έτος 1993 η ανωτέρω εταιρεία εισήλθε στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών και οι ως άνω τρεις μέτοχοι αποφάσισαν με πάση θυσία να κρατήσουν υπό έλεγχο το 51% τουλάχιστον των μετοχών της εταιρείας, ώστε να μπορούν να εφαρμόζουν απερίσπαστα την πολιτική τους. Με το σκεπτικό αυτό χαράσσουν κοινή στρατηγική στο θέμα της πώλησης των μετοχών ενός εκάστου και συναποφασίζουν ως ασφαλή τρόπο υλοποίησης αυτής της απόφασής τους, τη δέσμευση πακέτων μετοχών με αναλογική συμμετοχή ενός εκάστου, τις οποίες φύλαξαν εντός κοινού χρηματοκιβωτίου με τρία κλειδιά ξένα για τον καθένα.
Όμως παρά την ανωτέρω συμφωνία ο μηνυτής σταδιακά από την 29/1/1996 ζήτησε την αποδέσμευση από το κοινό πακέτο μετοχών, προκειμένου να επιλύσει τα οικονομικά του προβλήματα, τα ο ποία προερχόταν από δραστηριότητες εκτός της ανωτέρω εταιρείας. Έτσι οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι αποδεχόμενοι το αίτημα του μηνυτή αγόρασαν από αυτόν μέρος του κοινού πακέτου των μετοχών κατά τις ημερομηνίες 29/1/97, 27/3/96, 4/7/96, 10/10/96, 3/2/97, 4/4/97, 25/6/97 και 11/8/97 και το ποσοστό συμμετοχής του μηνυτή στο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας είχε πλέον περιορισθεί πολύ λιγότερο του 5%, ενώ το δεσμευμένο πακέτο μετοχών των τριών μετόχων λόγω της συνεχούς μειώσεως του αριθμού των μετοχών του μηνυτή είχε φθάσει σε οριακά επίπεδα. Στη συνέχεια ο τελευταίος με την από ... επιστολή του προς τους ανωτέρω κατηγορουμένους ζήτησε από αυτούς λόγω των συνεχιζόμενων οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε να διευκολυνθεί από την ΑΕΓΕΚ με προσωρινό δάνειο 160.000.000 δρχ., το οποίο θα επέστρεφε μέχρι την 10/10/97. Στην άρνηση όμως των κατηγορουμένων να ικανοποιήσουν το ανωτέρω αίτημά του με την από ... νέα επιστολή του πρότεινε σ' αυτούς να τους μεταβιβάσει το επ' ονόματί του πακέτο 500.000 μετοχών που ήταν δεσμευμένο στο χρηματοκιβώτιο της εταιρείας στην τιμή των 1.000 δρχ. εκάστη, η οποία αποτελούσε τη λογιστική αξία κάθε μετοχής, λαμβάνοντας καθένας από αυτούς (δύο πρώτους κατηγορουμένους) από 250.000 μετοχές και καταβάλλοντας στο μηνυτή ο καθένας το ποσό των 250.000.000 δρχ. Παράλληλα δε ο μηνυτής ζήτησε με την ανωτέρω επιστολή του να παρασχεθεί σ' αυτόν η δυνατότητα να ξαναγοράσει το ανωτέρω πακέτο μετοχών μέχρι την 9/12/1998 επιστρέφοντας το παραπάνω ποσό εντόκως με επιτόκιο 15%. Τελικώς οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι αποδέχθηκαν την ανωτέρω πρόταση στις 28/8/97 και συμφωνήθηκε η σταδιακή πώληση των ανωτέρω 500.000 μετοχών. Έναντι της αγοράς αυτής οι προαναφερόμενοι δύο κατηγορούμενοι κατέβαλαν προκαταβολικά στο μηνυτή το ποσό των 60.000.000 δρχ. έκαστος και υπέγραψαν και οι τρεις την από ... πρόχειρη απόδειξη βάσει της οποίας δεσμεύθηκαν να συντάξουν ιδιωτικό συμφωνητικό στο οποίο θα καταγράφοντο οι λεπτομέρειες της εν λόγω αγοραπωλησίας. Κατόπιν τούτου την .... υπεγράφη από τους ανωτέρω συμβαλλόμενους το σχετικό ιδιωτικό συμφωνητικό με το οποίο συμφωνείται μεταξύ των άλλων η αγορά από τους δύο πρώτους κατηγορουμένους των ανωτέρω 500.000 μετοχών του μηνυτή στη λογιστική τους αξία των 1.000 δρχ. εκάστη και η δυνατότητα στον τελευταίο μέχρι την 31/12/1998 να επανακτήσει το τελευταίο πακέτο των μετοχών του, αφού τους καταβάλει το ίδιο χρηματικό ποσό προσαυξημένο κατά 15% λόγω τοκοφορίας. Σε εκτέλεση της συμφωνίας αυτής οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι κατέβαλαν επιπρόσθετα στο μηνυτή το ποσό των 380.000.000 δρχ., δηλαδή έκαστος από αυτούς το ποσό των 190.000.000 δρχ. Όμως μετά από έρευνα που πραγματοποίησε ο μηνυτής αργότερα σε σχετική καρτέλα λογαριασμού της Κοινοπραξίας ......, η οποία είχε αναλάβει το Υδροηλεκτρικό Έργο ..... στο ...., το οποίο εκτελούσε και διαχειριζόταν η ΑΕΓΕΚ, διαπίστωσε ότι στην καρτέλα αυτή υπήρχαν, μεταξύ άλλων εγγραφές διαφόρων ποσών σε χρέωση της ΑΕΓΕΚ και δη στις 29/8/97 60.000.000 δρχ., την 1/9/97 επίσης 60.000.000 δρχ. και στις 3/9/97 500.000.000 δρχ., παραπλεύρως των οποίων αναγράφοντο τα αρχικά του ονοματεπώνυμου του μηνυτή (Ψ1.), δηλωτικά ότι έχει λάβει αυτός τα εν λόγω ποσά. Δηλαδή με την εγγραφή αυτή και υπό την ένδειξη Ψ1, φαινόταν ότι τα ανωτέρω ποσά προερχόταν από την ΑΕΓΕΚ και ότι στη συνέχεια χρεώθηκαν στην Κ/Ξ .... από την ΑΕΓΕΚ για να μην εμφανίζει αντίστοιχο έλλειμμα το ταμείο της, η δε Κ/Ξ ..... για να μην εμφανίζει και αυτή έλλειμμα στο ταμείο της, παρουσίασε τα ποσά αυτά ως επιταγές εισπρακτέες από την ανωτέρω Κοινοπραξία.
Από τα παραπάνω εκτεθέντα καθίσταται σαφές ότι οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι με τις ανωτέρω ιδιότητές τους, του Προέδρου του Δ.Σ. και Διευθύνοντος Συμβούλου αντίστοιχα της εταιρείας ΑΕΓΕΚ Α.Ε., ενεργούντες ως διαχειριστές της περιουσίας αυτής, βάσει των σχετικών αποφάσεων του Διοικητικού της Συμβουλίου, ανέλαβαν από το ταμείο της χωριστά ο καθένας από αυτούς τα ποσά των 60.000.000 δρχ. την 29/9/1997 και των 250.000.000 δρχ. την 3/9/1997, δηλαδή 310.000.000 δρχ. ο καθένας, τα οποία ανήκαν κατά κυριότητα στην εν λόγω εταιρεία και τα οποία ιδιοποιήθηκαν παράνομα. Καθένα δε από τα επιμέρους ποσά αλλά και στο σύνολό τους που ιδιοποιήθηκαν παράνομα οι κατηγορούμενοι είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Από το σύνολο δε των ποσών αυτών διέθεσαν συνολικά 500.000.000 δρχ. (250.000.000 δρχ. καθένας από αυτούς) για την αγορά των ως άνω μετοχών του μηνυτή, ενώ τα υπόλοιπα 120.000.000 δρχ. ευθυλάκωσαν παράνομα και ενσωμάτωσαν στην περιουσία τους προς κάλυψη προσωπικών εξυπηρετήσεών τους.
Στη διάπραξη όμως του ανωτέρω εγκλήματος συνέβαλαν άμεσα και αποφασιστικά οι λοιποί κατηγορούμενοι Χ3, Χ5 και Χ4, οι οποίοι απασχολούντο ο μεν πρώτος από αυτούς ως ταμίας και Προϊστάμενος του Λογιστηρίου της Κοινοπραξίας ......, την οποία, όπως προαναφέραμε, διαχειριζόταν η ΑΕΓΕΚ Α.Ε., ο δεύτερος ως ταμίας της τελευταίας (ΑΕΓΕΚ Α.Ε.) και ο τελευταίος ως προϊστάμενος του λογιστηρίου της ίδιας εταιρείας. Έτσι οι ανωτέρω τρεις κατηγορούμενοι όντες υπεύθυνοι λόγω των ως άνω ιδιοτήτων τους για την σύνταξη του ισολογισμού, των καταχωρήσεων και εγγραφών, καθώς και τον έλεγχο των προς καταχώρηση δικαιολογητικών και παραστατικών στα βιβλία της ανωτέρω Κοινοπραξίας και εταιρείας αντίστοιχα και να διαφυλάττουν έτσι τα συμφέροντά τους, αυτοί παρείχαν εξακολουθητικά άμεση συνδρομή στους συγκατηγορουμένους τους. Ειδικότερα οι ανωτέρω κατηγορούμενοι, ενώ εγνώριζαν την πρόθεση των δύο πρώτων συγκατηγορουμένων τους να ιδιοποιηθούν τα ανωτέρω ποσά και προκειμένου να βοηθήσουν αυτούς να τα αναλάβουν από το ταμείο της ΑΕΓΕΚ Α.Ε. και των οποίων είχαν την διαχείρισή τους, ως εκ των ανωτέρω ιδιοτήτων τους, συνέταξαν ψευδή έγγραφα και προέβησαν σε ψευδείς καταχωρήσεις στα βιβλία και στοιχεία της ανωτέρω Κοινοπραξίας και εταιρείας αντίστοιχα, ώστε τα εν λόγω ποσά να φαίνονται εικονικώς ως χρεωμένα στην Κοινοπραξία ......., και παράλληλα να μην εμφανίζεται έλλειμμα στο ταμείο της εταιρείας ΑΕΓΕΚ Α.Ε. Ειδικότερα ο πρώτος από αυτούς, Χ3, ως ταμίας και Προϊστάμενος του λογιστηρίου της Κοινοπραξίας ....., την οποία, όπως προαναφέραμε, διαχειριζόταν η εταιρεία ΑΕΓΕΚ Α.Ε., καταχώρησε ψευδώς στα βιβλία και στοιχεία της ότι εισέπραξε με επιταγές από την τελευταία (ΑΕΓΕΚ Α.Ε.) τα ανωτέρω ποσά την 29/8/97, 1/9/97 και 3/9/97, ενώ παράλληλα οι λοιποί δύο κατηγορούμενοι κατέγραψαν ψευδώς και εικονικά στα αντίστοιχα βιβλία της "ΑΕΓΕΚ Α.Ε." ότι τα ανωτέρω ποσά δια επιταγών δόθηκαν στην Κοινοπραξία προς κάλυψη των αναγκών της τελευταίας, η οποία είχε αναλάβει το Υδροηλεκτρικό Έργο στον ...... Είναι βέβαιο λοιπόν ότι χωρίς την συνδρομή των ανωτέρω τριών κατηγορουμένων δεν ήταν δυνατή μετά βεβαιότητας η διάπραξη της υπεξαίρεσης από τους δύο πρώτους κατηγορουμένους υπό τις περιστάσεις που τελέσθηκε.
Όλοι οι κατηγορούμενοι κατά την απολογία τους στον Ανακριτή, καθώς και με τα επισυναπτόμενα υπομνήματά τους αρνούνται τις σε βάρος τους κατηγορίες, ισχυριζόμενοι ότι όλες οι σχετικές εγγραφές στα βιβλία της Κοινοπραξίας και της "ΑΕΓΕΚ Α.Ε." ήταν αληθείς και έλαβαν χώρα βάσει νομίμων παραστατικών, οι δε λογιστικές εγγραφές με τις ανωτέρω ημερομηνίες 29/8/97, 1/9/97 και 3/9/97, με τις οποίες φέρεται να χρεώνεται η Κοινοπραξία από την ΑΕΓΕΚ με ποσά 60.000.000, 60.000.000 και 500.000.000 δρχ. αντίστοιχα αφορούν δοσοληπτικούς λογαριασμούς και χρεωπιστώσεις μεταξύ της ανωτέρω εταιρείας και της Κοινοπραξίας. Οι δε δύο πρώτοι κατηγορούμενοι ισχυρίζονται ότι το ανωτέρω τίμημα κατεβλήθηκε από δικά τους κεφάλαια και όχι από ανάληψη χρημάτων από το ταμείο της ΑΕΓΕΚ. Όμως οι ισχυρισμοί τους αυτοί διαψεύδονται από την προσκομιζόμενη από το μηνυτή καρτέλα λογαριασμού της Κοινοπραξίας ... που τηρείται μηχανογραφικά και από την οποία προκύπτουν με σαφήνεια εγγραφές στις 28/9/97, την 1/9/97 και στις 3/9/97 με τις οποίες χρεώνεται η εν λόγω Κοινοπραξία από την "ΑΕΓΕΚ Α.Ε." με τα ποσά των 60.000.000 δρχ., 60.000.000 δρχ. και 500.000.000 δρχ. αντίστοιχα. Από την καρτέλα δε αυτή προκύπτει εμφανώς ότι δίπλα στις ανωτέρω εγγραφές έχει αναγραφεί ως αιτιολογία της χρεωστικής εγγραφής σε βάρος της Κοινοπραξίας η ένδειξη "ΑΠΟ ΑΕΓΕΚ (Ψ1)". Τα αρχικά δε αυτά με την ένδειξη (Ι.Μ.) αναφέρονται στο ονοματεπώνυμο του μηνυτή. Το γεγονός δε ότι τα ανωτέρω ποσά των 60.000.000 και 60.000.000 δρχ. ταυτίζονται με αυτά που κατέβαλε ο καθένας από τους δύο πρώτους κατηγορουμένους στο μηνυτή ως προκαταβολή για την αγορά των ανωτέρω μετοχών, το δε άλλο ποσό των 500.000.000 δρχ. υπερκαλύπτει το εναπομένον τίμημα, σε συνδυασμό με το ότι οι χρονολογίες των εγγραφών συμπίπτουν με αυτές της καταβολής στο μηνυτή από τους κατηγορουμένους του συμφωνηθέντος τιμήματος αποδεικνύει, κατά την άποψή μας, ότι οι εγγραφές αυτές είναι εικονικές και ότι η ανάληψη των χρημάτων για την εξόφληση των εν λόγω μετοχών έγινε από το ταμείο της ΑΕΓΕΚ. Τούτο άλλωστε επιβεβαιώνεται και από την αναγραφή των αρχικών στοιχείων του ονοματεπώνυμου του μηνυτή (Ψ1) δίπλα σε καθένα από τα ανωτέρω ποσά, προς ένδειξη και υπενθύμιση ότι τα ποσά αυτά έλαβε ο μηνυτής και όχι η Κοινοπραξία. Παρά το γεγονός δε ότι διενεργήθηκε συμπληρωματική κυρία ανάκριση , που διετάχθηκε με το υπ' αριθ.14/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, προκειμένου, πέραν των άλλων, να διευκρινίσουν οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι από πού άντλησαν το ποσό των 500.000.000 δρχ. για την αγορά των μετοχών, οι τελευταίοι δεν δίνουν επ' αυτού σαφείς εξηγήσεις και δεν προσκομίζουν σχετικά παραστατικά βάσει των οποίων να προκύπτει η καταβολή τόσο μεγάλου ποσού. Απλά περιορίζονται σε γενικές παρατηρήσεις ως προς τη λειτουργία του εν λόγω δοσοληπτικού λογαριασμού και τις εν γένει καταβολές προς την Κοινοπραξία για τις οικονομικές ανάγκες του έργου. Επιπρόσθετα ισχυρίζονται ότι τα ποσά αυτά έχουν επιστραφεί στην ΑΕΓΕΚ και επικαλούνται τις από 8/9/1997 και 22/12/1997 σχετικές εγγραφές στην ίδια καρτέλα ποσού 120.000.000 και 500.000.000 δρχ. αντίστοιχα, χωρίς όμως και πάλι να προσδιορίζουν την αιτία των καταβολών αυτών και χωρίς να προσκομίζουν σχετικά παραστατικά. Βέβαια οι ίδιοι διατείνονται ότι δεν διαθέτουν τα παραστατικά αυτά, καθόσον παρήλθε το χρονικό διάστημα των έξι (6) ετών από την λήξη της χρήσεως του έτους 1997, κατά το οποίο όφειλαν να τα τηρούν και επομένως τα κατέστρεψαν και δεν τα έχουν πλέον στην κατοχή τους. Ακόμη δε διατείνονταν ότι τα φορολογικά τους βιβλία και στοιχεία έχουν ελεγχθεί από τις αρμόδιες φορολογικές αρχές, ότι έχουν οριστικοποιηθεί οι έλεγχοι, χωρίς να ανακύψει κάποιο πρόβλημα και χωρίς να προκύψει οποιαδήποτε εικονική εγγραφή. Όμως ο εν λόγω ισχυρισμός τους περί αδυναμίας προσκομίσεως των επίμαχων παραστατικών, τόσο για τις χρεωστικές εγγραφές της 29/8/97, 1/9/97 και 3/9/97, όσο και για τις πιστωτικές εγγραφές της 8/9/1997 και 22/12/1997 δεν είναι αξιόπιστα, διότι οι κατηγορούμενοι, προκειμένου να διασφαλίσουν τα συμφέροντά τους, είχαν έννομο συμφέρον να διατηρήσουν τα εν λόγω παραστατικά έγγραφα ή έστω φωτοαντίγραφα αυτών, αφού γνώριζαν ότι από το έτος 1998 και μέχρι σήμερα υφίσταται σφοδρή αντιδικία μεταξύ αυτών και του μηνυτή ενώπιον των ποινικών και πολιτικών Δικαστηρίων για θέματα που άπτονται κυρίως της ανωτέρω εταιρείας. Άλλωστε ο μηνυτής με την από 17/5/1999 αίτησή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών περί λήψεως ασφαλιστικών μέτρων σε βάρος των δύο πρώτων κατηγορουμένων είχε αναφέρει μεταξύ των άλλων και τα εξής: "το τίμημα ... μου το κατέβαλαν ... αφού το ανέλαβαν παρανόμως από το ταμείο της ΑΕΓΕΚ". Αυτό και μόνο το στοιχείο αρκούσε, κατά την άποψή μας, για να διατηρήσουν τα επίμαχα παραστατικά έγγραφα οι ανωτέρω κατηγορούμενοι, ώστε να είναι σε θέση να αντικρούσουν την εν λόγω κατηγορία, αντί αυτού όμως προέβηκαν στην καταστροφή τους, όπως αναληθώς ισχυρίζονται. Έπειτα από την 27/6/2001 έκθεση ελέγχου του Εθνικού Ελεγκτικού Κέντρου του Υπουργείου Οικονομικών προκύπτει ότι δεν διερευνήθηκε ειδικά, κατά τον φορολογικό έλεγχο της Κοινοπραξίας των οικονομικών χρήσεων από 21/10/1992 έως 31/12/1997, η ενδεχόμενη εικονικότητα λογιστικών εγγραφών και των σχετικών παραστατικών, καθ' όσον σ' αυτή αναφέρεται ότι: "... οι δαπάνες της ελεγχόμενης κρίνονται ως πραγματικές και καλυπτόμενες από νόμιμα παραστατικά στοιχεία... ". Είναι δε βέβαιο ότι το αποτέλεσμα των αρμοδίων υπαλλήλων θα ήταν διαφορετικό, εάν επισημαίνετο ότι οι εν λόγω εγγραφές ήταν εικονικές, διότι ο έλεγχος θα ήταν περισσότερο εξονυχιστικός και λεπτομερής. Άλλωστε οι ανωτέρω υπάλληλοι δεν είχαν λόγο να εμβαθύνουν περισσότερο την έρευνα ως προς τις εν λόγω εικονικές εγγραφές, αφού τα ως άνω ποσά θα μπορούσαν πράγματι να αποτελούσαν χρηματοδότηση της ΑΕΓΕΚ προς την Κοινοπραξία, καθόσον η τελευταία ήταν διαχειρίστρια της Κοινοπραξίας ......
Επιπρόσθετα ως προς τον φορολογικό έλεγχο της ΑΕΓΕΚ Α.Ε., εκτός του ότι δεν προσκομίζεται σχετική έκθεση για την χρήση 1997, από την προσκομισθείσα με ημερομηνία ..... σχετική έκθεση της ίδιας Υπηρεσίας, προκύπτει ότι ο έλεγχος είναι δειγματοληπτικός. Το γεγονός δε ότι ο μηνυτής υπήρξε διαχειριστής της ανωτέρω Κοινοπραξίας δυνάμει του υπ' αριθ. ... πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Μεγάρων, Αναστασίας Ρόντου, δεν αποδεικνύει ότι γνώριζε τις συγκεκριμένες εικονικές εγγραφές στην "καρτέλα λογαριασμού" αυτής, πολύ περισσότερο μάλιστα, αφού δεν υπήρξε πραγματική εισροή των ως άνω ποσών από το ταμείο της εταιρείας ΑΕΓΕΚ Α.Ε. στο ταμείο της Κοινοπραξίας ......
Επιπρόσθετα από τους αντιφατικούς ισχυρισμούς των δύο πρώτων κατηγορουμένων, ως προς την ακριβή προέλευση των χρημάτων που κατεβλήθηκαν στο μηνυτή για την αγορά των 500.000 μετοχών, επιβεβαιώνεται ότι αυτά υπεξαιρέθηκαν από το ταμείο της "ΑΕΓΕΚ Α.Ε.". Ειδικότερα στις από 22/2/2006 συμπληρωματικές τους απολογίες ενώπιον του 20ου Τακτικού Ανακριτή Αθηνών σε σχετική ερώτηση του τελευταίου, ποια ήταν η πηγή των χρημάτων με τις οποίες αγόρασαν τις μετοχές απάντησαν ότι προερχόταν αποκλειστικά από δικά τους χρήματα και συγκεκριμένα από μερίσματα του μετοχικού τους πακέτου στην ΑΕΓΕΚ, ενώ στο υπόμνημα της ίδιας ως άνω ημερομηνίας αναφέρουν ότι τα ανωτέρω ποσά κατεβλήθηκαν από τους τραπεζικούς λογαριασμούς τους. Επίσης στο από 26/6/2006 υπόμνημά τους ενώπιον του Συμβουλίου ισχυρίζονται ότι από τις φορολογικές τους δηλώσεις, των χρήσεων 1996, 1997 και 1998, προκύπτει ότι είχαν επαρκή εισοδήματα για την καταβολή του τιμήματος και ότι επιπροσθέτως έλαβαν δάνειο από την Εθνική Τράπεζα Ελλάδος, ενώ ο μάρτυράς τους Γ1, ενώπιον του Εισηγητή του Πολυμελούς Δικαστηρίου Αθηνών ένορκα ανέφερε ότι το ανωτέρω ποσό δανείσθηκαν οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι από Τράπεζα του εξωτερικού. Όμως πέραν των αντιφατικών αυτών δηλώσεων οι κατηγορούμενοι δεν προσκομίζουν κάποιο παραστατικό έγγραφο που να αποδεικνύει τους ισχυρισμούς τους, δηλαδή ούτε τα σχετικά δανειστικά συμβόλαια, ούτε την κίνηση των τραπεζικών λογαριασμών τους, από τους οποίους να προκύπτει η εκταμίευση των ανωτέρω ποσών ή η είσπραξη των εκδοθέντων από αυτούς επιταγών ούτε επίσης η εξαγορά των μερισμάτων τους. Έπειτα θα πρέπει να επισημανθεί ότι η καταβολή του ανωτέρω τιμήματος έγινε από αυτούς εντός τριών ημερών από την πώληση των μετοχών, χρόνος που δεν δικαιολογεί σε καμιά περίπτωση την λήψη δανείου και μάλιστα από Τράπεζα στο εξωτερικό. Επιπλέον ο ισχυρισμός τους ότι διέθεταν μεγάλα χρηματικά ποσά από εισπραχθέντα μερίσματα και από καταθέσεις τους στην Τράπεζα έρχεται σε αντίθεση με αυτό της περί λήψεως δανείου από την Τράπεζα. Άλλωστε η οικονομική τους αδυναμία προκύπτει σαφώς από το .... ιδιωτικό συμφωνητικό που υπεγράφη μεταξύ αυτών και του μηνυτή, βάσει του οποίου συμφωνήθηκε η πώληση των 500.000 μετοχών, όπου αναφέρονται μεταξύ των άλλων και τα εξής: "... Στις ..... οι κ.κ. Χ2 και Χ1 εξαντλώντας τα οικονομικά τους αποθέματα και την υπομονή τους υποκύπτουν στις πιέσεις του Ψ1 και αγοράζουν νέο αριθμό μετοχών ...". Όμως ενώ δηλώνεται σαφώς με το ανωτέρω συμφωνητικό ότι εξάντλησαν την 25/6/97 τα οικονομικά τους αποθέματα, παρά ταύτα, όπως προκύπτει από το ίδιο συμφωνητικό, αγόρασαν την 11/8/97 νέο αριθμό μετοχών από τον μηνυτή και την 1/9/1997 το υπόλοιπο πακέτου των 500.000 κοινών μετοχών του τελευταίου αντί του ποσού των 500.000.000 δρχ. Βέβαια από το σύνολο των δηλώσεων και του μηνυτή διαφαίνεται κάποια αντιφατικότητα στη συμπεριφορά του με αποκορύφωμα τη με αριθμό ...... πράξη καταθέσεως εγγράφου της συμβολαιογράφου Αθηνών, Βικτωρίας Παπαευαγγέλου, με την οποία, μεταξύ των άλλων, δήλωσε ότι τα έγγραφα που κατέθεσε σ' αυτή, που αποτελούσαν κείμενα δηλώσεων του ίδιου ή αυτού και των δύο πρώτων κατηγορουμένων και τα οποία επρόκειτο να υπογραφούν από όλους αυτούς προς διευθέτηση των διαφορών τους, αποτελούν προϊόν κατασκευής των ως άνω αντισυμβαλλομένων και δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα και στην πραγματική του βούληση και ότι οι συμφωνίες που καταγράφονται σ' αυτά και πρόκειται να υπογραφούν και να καταρτισθούν τις θεωρεί παράνομες και άκυρες για τους λόγους που αναφέρει στην πράξη αυτή. Η ανωτέρω δε συμβολαιογραφική πράξη συντάχθηκε ενόψει της από 31/8/1989 δήλωσης του μηνυτή, στα πλαίσια εξώδικης διευθετήσεως και πάσης φύσεως μεταξύ τους εκκρεμοτήτων, δηλαδή οικονομικών, δικαστικών κ.λ.π., βάση της οποίας δήλωσης ο μηνυτής αναγνώρισε ότι το καταβληθέν σ' αυτόν τίμημα αποτελεί προϊόν τραπεζικού δανείου που έλαβαν οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι κατόπιν "εξαντλήσεως των οικονομικών αποθεμάτων τους".
Όμως τα ανωτέρω εκτεθέντα δεν αναιρούν το γεγονός ότι το ανωτέρω ποσό των 620.000.000 δρχ. παράνομα εκταμιεύθηκε από το ταμείο της εταιρείας ΑΕΓΕΚ Α.Ε. και ότι το ιδιοποιήθηκαν οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι διαθέτοντας από αυτό τα 500.000.000 δρχ. (250.000.000 δρχ. έκαστος) για την αγορά των μετοχών του μηνυτή, το δε υπόλοιπο των 120.000.000 δρχ. (από 60.000.000 δρχ. έκαστος) για την κάλυψη άλλων προσωπικών τους αναγκών.
Επιπρόσθετα οι κατηγορούμενοι ισχυρίζονται ότι ως προς την πράξη της υπεξαίρεσης υπάρχει δεδικασμένο, που καθιστά απαράδεκτη την παρούσα ποινική δίωξη κατά το άρθρο 57 Κ.Π.Δ., καθόσον για το αυτό ακριβώς ιστορικό γεγονός έχουν απαλλαγεί αμετακλήτως με το υπ' αριθμό 924/2002 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. Επί του ισχυρισμού αυτού θα πρέπει να εκθέσουμε τα εξής:
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 57 §1 Κ.Π.Δ.: Αν κάποιος έχει καταδικασθεί αμετάκλητα ή αθωωθεί ή έχει παύσει η ποινική δίωξη, δεν μπορεί να ασκηθεί και πάλι εις βάρος του ποινική δίωξη για την ίδια πράξη, ακόμη και αν δοθεί σ' αυτή διαφορετικός χαρακτηρισμός.
Από το άρθρο αυτό συνάγεται ότι για την ύπαρξη δεδικασμένου που οδηγεί στην κήρυξη της δεύτερης ποινικής δίωξης ως απαράδεκτης απαιτούνται: α) αμετάκλητη δικαστική απόφαση που αποφαίνεται για τη βασιμότητα ή όχι της κατηγορίας ή παύει οριστικά την ποινική δίωξη ή την κηρύσσει απαράδεκτη. β) ταυτότητα πράξεως, η οποία υπάρχει όταν οι δύο πράξεις ταυτίζονται κατά τα θεμελιούντα αυτές πραγματικά περιστατικά και γ) ταυτότητα προσώπου (Α.Π. 1185/2004 Π.Χ. ΝΕ 520, Α.Π. 2309/03 Π.Χ. ΝΔ 814, Α.Π. 232/98 Π.Χ. ΜΗ 884).
Στην προκειμένη περίπτωση κατόπιν της από 21/6/99 μηνύσεως του Ψ1 με ΑΒΜ Α99/2754, με την οποία ισχυρίσθηκε, μεταξύ των άλλων, ότι το επίμαχο ως άνω τίμημα αποτελούσε προϊόν ατόκου δανείου από την ΑΕΓΕΚ Α.Ε. προς τους μετόχους και τα μέλη του Δ.Σ. της, που συνήφθη κατά παράβαση των άρθρων 23α, 58α του Ν.2190/20, και ότι με σκοπό να αποκομίσουν οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι παράνομο περιουσιακό όφελος παρέστησαν σ' αυτόν ψευδώς ότι για να διατηρηθεί εκ μέρους τους το 51% του μετοχικού κεφαλαίου της ΑΕΓΕΚ Α.Ε. έπρεπε να τους μεταβιβάσει 500.000 κοινές ονομαστικές μετοχές αντί τιμήματος 1.000 δρχ. για καθεμιά, αν και η χρηματιστηριακή τους τιμή ήταν διπλάσια και έτσι τον έπεισαν να προβεί στη συγκεκριμένη μεταβίβαση, ενώ η αλήθεια είναι ότι δεν διέθεταν το 51%, ασκήθηκε σε βάρος των δύο πρώτων κατηγορουμένων ποινική δίωξη για τις πράξεις: α) της απάτης από κοινού και κατ' επάγγελμα με συνολική ζημιά και αντίστοιχο όφελος άνω των 5.000.000 δρχ. β) της απιστίας από κοινού και γ) της παράβασης του άρθρου 58α εδ.β του Ν. 2190/20 "Περί ανωνύμων εταιρειών", πράξεις που φέρονται ότι τελέσθηκαν την 1/9/1997. Προς υποστήριξη της ανωτέρω μήνυσης ο ήδη μηνυτής επικαλέσθηκε την μαρτυρία των τριών τελευταίων κατηγορουμένων οι οποίοι πράγματι εξετάσθηκαν κατά τη διενεργηθείσα κυρία ανάκριση στις 25/9/2001, ενώπιον του Ανακριτή του 17ου Τακτικού Τμήματος Αθηνών, χωρίς να επιβεβαιώσουν τους ισχυρισμούς του περί δανείου και αποκρύπτοντας παράλληλα την παράνομη ανάληψη του ανωτέρω ποσού. Αποτέλεσμα ήταν βάσει των ενόρκων αυτών καταθέσεων των ως άνω κατηγορουμένων, για τις οποίες αυτοί παραπέμπονται για το αδίκημα της ψευδορκίας μάρτυρα με το εκκαλούμενο βούλευμα, να εκδοθεί το ανωτέρω απαλλακτικό βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών (με αριθμό 924/2004), το οποίο έκρινε ότι "δεν μπορεί να γίνει λόγος για παράσταση ψευδών γεγονότων και βλάβη ξένης περιουσίας εκ μέρους των κατηγορουμένων, ούτε βέβαια συνάγεται από κάποιο στοιχείο της παρούσας δικογραφίας ζημία της περιουσίας της ΑΕΓΕΚ ή παράνομη λήψη δανείου από αυτήν".
Με βάση τα ανωτέρω εκτεθέντα καθίσταται σαφές ότι δεν υπάρχει εν προκειμένω για την ύπαρξη δεδικασμένου η απαιτούμενη από την διάταξη του άρθρου 57 §1 Κ.Π.Δ. ταυτότητα της πράξης. Τούτο, καθόσον ανεξάρτητα αν γίνεται και στις δύο αυτές ποινικές αγωγές αναφορά στην πώληση των μετοχών του μηνυτή στους δύο πρώτους κατηγορουμένους, καθεμιά από τις πράξεις αυτές (ακόμη και αυτές της απάτης και υπεξαίρεσης) στηρίζεται σε διαφορετικά πραγματικά περιστατικά και ιστορικά γεγονότα και απαρτίζεται από διαφορετικά στοιχεία, ενώ καθεμιά από αυτές στρέφεται κατά διαφορετικού υλικού αντικειμένου. Ειδικότερα δε η πράξη της απάτης έχει ως υλικό αντικείμενο τις μετοχές ενώ της υπεξαίρεσης έχει ως υλικό αντικείμενο το προαναφερόμενο εκταμιευθέν ποσό από το ταμείο της εταιρείας ύψους 620.000.000 δρχ.
Συνεπώς δεν συντρέχει εν προκειμένω θέμα δεδικασμένου και ως εκ τούτου είναι αβάσιμος ο εν λόγω ισχυρισμός των κατηγορουμένων ως προς την πράξη της υπεξαίρεσης.
Κατ' ακολουθία των ανωτέρω που εκθέσαμε στοιχειοθετείται η αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων α) της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας από διαχειριστή ξένης περιουσίας κατ' εξακολούθηση για την οποία κατηγορούνται οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι και β) της άμεσης συνέργειας από κοινού στην ανωτέρω πράξη η οποία τελέσθηκε από τους λοιπούς κατηγορουμένους, με την ιδιότητά τους ως διαχειριστών ξένης περιουσίας, οι οποίες πράξεις προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 1, 14, 16, 17, 18, 26 §1α, 27 §1, 116 §1β, 49, 45, 51, 52, 98 και 375 §§ 1β, 2 Π.Κ. όπως η παράγραφος 2 αντικατ. με άρθρο 1 §9 του Ν. 2408/96 και προέκυψαν σοβαρές ενδείξεις ενοχής σε βάρος των κατηγορουμένων για τις πράξεις αυτές και κατά συνέπεια οι υπό κρίση εφέσεις τους θα πρέπει κατά την άποψή μας ως προς τις εν λόγω πράξεις να απορριφθούν ως αβάσιμες κατ' ουσία, να επικυρωθεί το εκκαλούμενο βούλευμα κατά το μέρος αυτό και σε σχέση μόνο προς τις ανωτέρω κακουργηματικές πράξεις.
Επειδή εξ' άλλου από τις διατάξεις των άρθρων 111 §§1,3 112 και 113 §2 Π.Κ. προκύπτει ότι το αξιόποινο εξαλείφεται με την παραγραφή, η οποία για τα πλημμελήματα είναι πέντε έτη και αρχίζει από την ημέρα που τελέσθηκε η αξιόποινη πράξη, η προθεσμία δε της παραγραφής αναστέλλεται για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως περισσότερο από τρία χρόνια για τα πλημμελήματα. Η παραγραφή δε είναι θεσμός δημοσίας τάξεως και εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της ποινικής διαδικασίας ακόμη και από τον Άρειο Πάγο (Α.Π. 571/95 Π.Χ. ΜΕ 895, Α.Π. 597/95 Π.Χ. ΜΕ 932).
Στην προκειμένη υπόθεση οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι παραπέμπονται με το εκκαλούμενο βούλευμα για το αδίκημα της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα κατά συρροή και από κοινού, οι δε λοιποί για το αδίκημα της ψευδορκίας μάρτυρα, πράξεις που φέρονται ότι τελέσθηκαν από αυτούς την 25/9/2001. Επειδή οι πράξεις αυτές φέρουν το χαρακτήρα πλημμελήματος, αφού τιμωρούνται με φυλάκιση, και έχει ήδη παρέλθει πενταετία από τον χρόνο τελέσεώς τους, έχουν συνεπώς υποπέσει σε παραγραφή, αφού έχει παρέλθει πενταετία από τον χρόνο τελέσεώς τους, χωρίς να έχει ανασταλεί η προθεσμία της παραγραφής.
Κατ' ακολουθία των ανωτέρω που εκθέσαμε οι υπό κρίση εφέσεις των κατηγορουμένων σε σχέση με τα ανωτέρω πλημμελήματα θα πρέπει να γίνουν και ουσιαστικά δεκτές, να μεταρρυθμισθεί το εκκαλούμενο βούλευμα ως προς τις πράξεις αυτές και να παύσει οριστικά η κατ' αυτών ασκηθείσα ποινική δίωξη λόγω εξαλείψεως του αξιοποίνου, λόγω παραγραφής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 309 §1β, 310 §1, 317 §1 και 318 Κ.Π.Δ. και ως εκ τούτου παρέλκει να αποφανθούμε επί της νόμιμης ή μη παράστασης της πολιτικής αγωγής του μηνυτή για τις πράξεις αυτές.
Επίσης το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών κατά πλειοψηφία με ίδιες σκέψεις ως προς την προβολή λόγου υπάρξεως δεδικασμένου εδέχθη ότι στην προκειμένη περίπτωση κατόπιν της από 21.6.99 μηνήσεως του Ψ1 με ABM A99/2754, με την οποία ισχυρίσθηκε, μεταξύ των άλλων, ότι το επίμαχο ως άνω τίμημα αποτελούσε προϊόν ατόκου δανείου από την "ΑΕΓΕΚ ΑΕ" προς τους μετόχους και τα μέλη του ΔΣ της, που συνήφθη κατά παράβαση των άρθρων 23α, 58α του Ν. 2190/20 και ότι με σκοπό να αποκομίσουν οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι παράνομο περιουσιακό όφελος παρέστησαν σ' αυτόν ψευδώς ότι για να διατηρηθεί εκ μέρους τους το 51% του μετοχικού κεφαλαίου της "ΑΕΓΕΚ ΑΕ" έπρεπε να τους μεταβιβάσει 500.000 κοινές ονομαστικές μετοχές αντί τιμήματος 1.000 δραχμών για καθεμιά, αν και η χρηματιστηριακή τους τιμή ήταν διπλάσια και έτσι τον έπεισαν να προβεί στη συγκεκριμένη μεταβίβαση, ενώ η αλήθεια είναι ότι δεν διέθεταν το 51%, ασκήθηκε σε βάρος των δύο πρώτων κατηγορουμένων ποινική δίωξη για τις πράξεις α) της απάτης από κοινού και κατ' επάγγελμα με συνολική ζημία και αντίστοιχο όφελος άνω των 5.000.000 δρχ. β) της απιστίας από κοινού και γ) της παράβασης του άρθρου 58α' εδ. β' του Ν. 2190/20 "περί ανωνύμων εταιρειών", πράξεις που φέρονται ότι τελέσθηκαν την 1.9.1997. Προς υποστήριξη της ανωτέρω μήνυσης ο ήδη μηνυτής επικαλέσθηκε την μαρτυρία των τριών τελευταίων κατηγορουμένων οι οποίοι πράγματι εξετάσθηκαν κατά τη διενεργηθείσα κυρία ανάκριση στις 25.9.2001, ενώπιον του Ανακριτή του 17ου Τακτικού Τμήματος Αθηνών, χωρίς να επιβεβαιώσουν τους ισχυρισμούς του περί δανείου και αποκρύπτοντας παράλληλα την παράνομη ανάληψη του ανωτέρω ποσού. Αποτέλεσμα ήταν βάσει των ενόρκων αυτών καταθέσεων των ως άνω κατηγορουμένων, για τις οποίες αυτοί παραπέμπονται για το αδίκημα της ψευδορκίας μάρτυρα με το εκκαλούμενο βούλευμα, να εκδοθεί το ανωτέρω απαλλακτικό βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών (με αριθμό 924/2004), το οποίο έκρινε ότι "δεν μπορεί να γίνει λόγος για παράσταση ψευδών γεγονότων και βλάβη ξένης περιουσίας εκ μέρους των κατηγορουμένων, ούτε βέβαια συνάγεται από κάποιο στοιχείο της παρούσας δικογραφίας ζημία της περιουσίας της ΑΕΓΕΚ ή παράνομη λήψη δανείου από αυτήν".
Με βάση τα ανωτέρω εκτεθέντα καθίσταται σαφές ότι δεν υπάρχει εν προκειμένω για την ύπαρξη δεδικασμένου η απαιτούμενη από τη διάταξη του άρθρου 57§ 1 ΚΠΔ ταυτότητα της πράξης.
VIII) Με αυτά που εδέχθη η πλειοψηφία του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών με την ενσωματωθείσα σ' αυτό εισαγγελική πρόταση και ακολούθως απέρριψε με το προσβαλλόμενο υπ' αρ. 3448/2006 βούλευμά του τις εφέσεις των κατηγορουμένων κατά του βουλεύματος (2440/2006) του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών το οποίο επεκύρωσε ως προς τιςκακουργηματικές πράξεις, ενώ για τις πλημμεληματικές (ψευδορκίας και ηθικής σ' αυτή αυτουργίας) έπαυσε την ποινική δίωξη λόγω παραγραφής, διέλαβε, σ' αυτό, την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία (αρ. 93 §3 Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ., αφού, με αναφορά στα αποδεικτικά μέσα κατ' είδος, εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κυρία και την περαιτέρω τοιαύτη ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιοποίνου πράξεως της κατ' εξακολούθηση υπεξαιρέσεως αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το είχαν εμπιστευθεί στον υπαίτιο ως διαχειριστή ξένης περιουσίας (οι 1ος και 2ος) και άμεσης σ' αυτήν συνέργειας από διαχειριστή ξένης περιουσίας (οι 3ος, 4ος, 5ος) ενώ παραθέτει σκέψεις επάλληλες που στηρίζουν την εισαγγελική πρόταση με την οποία συντάσσεται η κρίση της πλειοψηφίας του Συμβουλίου, ως και συλλογισμούς με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις εφαρμοσθείσες σχετικές ουσιαστικές ποινικές διατάξεις (αρ. 26 §1α, 27 §1, 46 §1β, 98, 375 §§1-2α Π.Κ. Τις παραπάνω διατάξεις το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών ορθώς ερμήνευσε, εφήρμοσε και δεν παρεβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Η πλειοψηφία του συμβουλίου με επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωθείσα στο προσβαλλόμενο βούλευμα κρισιολόγησε σε συνδυασμό μεταξύ τους όλα τα νόμιμα αποδεικτικά στοιχεία, από τα οποία συνήγαγε τα πραγματικά περιστατικά για την ύπαρξη ενδείξεων ενοχής των κατηγορουμένων και απέρριψε τις εφέσεις τους. Το βούλευμα αναφέρεται στην ίδρυση της εταιρείας ΑΕΓΕΚ Α.Ε. στις μεταξύ των εταίρων σχέσεις και με την κοινοπραξία ...., στην οικονομική δυσχέρεια του μηνυτή, στην συμφωνία όπως οι 1ος και 2ος αγοράσουν τις μετοχές του, τις καταβολές για την εξαγορά τους, το ότι με την άμεση συνδρομή των 3ου, 4ου, 5ου υπεξαιρέθηκε εξακολουθητικώς από το ταμείο της εταιρείας το συνολικό ποσό των 310.000.000 δρχ. έκαστος (ήτοι εν συνόλω 620.000.000 δρχ. ) αναφέρει τις ψευδείς καταχωρήσεις εις τα βιβλία και στοιχεία της εταιρείας, προσδιορίζει την θέση εκάστου στην εταιρεία και των καθηκόντων του που του προσδίδει την ιδιότητα του διαχειριστή ξένης περιουσίας, την δράση του 1ου και 2ου κατά την τέλεση της πράξεως την άμεση συνδρομή σ' αυτούς των λοιπών, προκύπτει το υποκειμενικό στοιχείο της δράσεως ενός εκάστου και ότι χωρίς την συνδρομή τους (φύλλο 10 σελ.α) δεν θα ήταν δυνατή μετά βεβαιότητας η διάπραξη της υπεξαιρέσεως από τους δύο πρώτους κατηγορουμένους υπό τις περιστάσεις που τελέστηκε.
Γίνεται εκτενής αναφορά στους υπερασπιστικούς ισχυρισμούς των κατηγορουμένων οι οποίοι με επάλληλους συλλογισμούς αντικρούονται. Επισημαίνεται (φύλλο 11ο σελ.α) ότι παρά την διενεργηθείσα συμπληρωματική κυρία ανάκριση (που διετάχθη με το υπ' αρ. 14/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών) προκειμένου, πέραν των άλλων, να διευκρινίσουν οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι από πού άντλησαν το ποσό των 500.000.000 δρχ. για την αγορά των μετοχών, οι τελευταίοι δεν δίνουν επ' αυτού σαφείς εξηγήσεις και δεν προσκομίζουν σχετικά παραστατικά βάσει των οποίων να προκύπτει η καταβολή τόσο μεγάλου ποσού. Υποστηρίζουν ότι τα ποσά έχουν επιστραφεί στην ΑΕΓΕΚ Α.Ε. χωρίς και πάλι να προσδιορίζουν την αιτία των καταβολών αυτών και χωρίς να προσκομίζουν σχετικά παραστατικά. Εξηγεί για ποιους λόγους οι ισχυρισμοί των κατηγορουμένων για την μη διατήρηση των παραστατικών δεν είναι αξιόπιστοι διότι εν όψει της σφοδρής αντιδικίας τους με τον μηνυτή αρκούσε για να διατηρηθούν από αυτούς τα επίμαχα παραστατικά έγγραφα για να αντικρούσουν την κατηγορία. Επισημαίνει αντιφατικότητα ισχυρισμών των δύο πρώτων κατηγορουμένων (φύλλο 13ο σελ.α) σε σχέση με κατάθεση μάρτυρά τους (Γ1) ενώπιον του εισηγητή του Πολυμελούς Δικαστηρίου Αθηνών και για την πληρότητα επισημαίνει τις αντιφάσεις του μηνυτή με την υπ' αρ. ...... πράξης καταθέσεως εγγράφου της Συμβολαιογράφου Αθηνών Βικτωρίας Παπαευαγγέλου.
Ως προς την απόρριψη του προβληθέντος λόγου ότι υπάρχει δεδικασμένον τόσο η εισαγγελική πρόταση 15ο φύλλο, όσο και το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με ίδιες σκέψεις (φύλλο 28) με ειδική αιτιολογία χωρίς αντιφάσεις ή κενά απέρριψαν τον σχετικό λόγο. Από την παράθεση δε των στοιχείων δεν προκύπτει υπέρβαση εξουσίας.
Η αναφορά, στις υπό κρίσεις αιτήσεις αναιρέσεως, περί ελλείψεως αιτιολογίας του προσβαλλομένου βουλεύματος και περί αντιφάσεων της εισαγγελικής προτάσεως που ενσωματώθηκε σ' αυτό, δεν συνιστούν έλλειψη αιτιολογίας ούτε αντιφάσεως. Ελήφθησαν εκ μέρους των αναιρεσειόντων επιλεκτικώς και μεμονομένως, τμήματά της πλην όμως η δομή της όλης προτάσεως ως σύνολο με την λογική αλληλουχία, επάλληλους συλλογισμούς κρισιολογήσεως και επεξηγήσεις προσδίδουν σ' αυτήν την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία.
Ως προς τον προβληθέντα λόγον υπερβάσεως εξουσίας, λόγω προσβολής του τεκμηρίου αθωότητας διότι το συμβούλιο εξέφερε ουσιαστική κρίση περί ενοχής ως προς την πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα και ηθικής σ' αυτήν αυτουργίας, ενώ έδει να περιοριστεί μόνο εις την παύση της ποινικής διώξεως λόγω παραγραφής είναι αβάσιμος για τους ακολούθους λόγους: Οι σκέψεις του περί ψευδορκίας δεν άπτονται της ουσίας της σχετικής κατηγορίας, αλλά αναπτύσσονται στο οικείο μέρος (φύλλο 28 σελ.α,β) περί μη υπάρξεως λόγω δεδικασμένου προς στήριξη της εκδοχής του. Εξάλλου το Συμβούλιο εδέχθη και ενεσωμάτωσε την εισαγγελική πρόταση εις το βούλευμα. Εις την πρόταση της εισαγγελέως Εφετών δεν διατυπούται οιαδήποτε κρίση επί της ουσίας της κατηγορίας της ψευδορκίας, αλλά γίνεται μόνο αναφορά επί του αναφυέντος λόγου της παραγραφής και το Συμβούλιο Εφετών (φύλλο 46, σελ.α) αναφέρεται στην εισαγγελική πρόταση για την παραγραφή των πράξεων της ψευδορκίας μάρτυρα και ηθικής σ' αυτήν αυτουργίας, χωρίς να υπεισέλθει στην ουσία της. Κατά συνέπεια ορθώς το Συμβούλιο Εφετών έκρινε και οι υπό κρίση αιτήσεις αναιρέσεως θα πρέπει ν' απορριφθούν κατ' ουσίαν και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος των αναιρεσειόντων.
Για τους λόγους αυτούς
ΠροτείνωΑ) Να απορριφθούν οι υπ' αρ. 76, 75, 77, 79, 78/19-3-07 αντιστοίχως αιτήσεις αναιρέσεως των 1) Χ2, 2) Χ1, 3) Χ3, 4) Χ5, 5) Χ4 κατά του υπ' αρ. 3448/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Β) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος των αναιρεσειόντων.
Αθήνα 31-7-2007
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ρούσσος - Εμμανουήλ Παπαδάκης
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Εισάγονται ενώπιον του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου (σε Συμβούλιο) οι ακόλουθες αιτήσεις αναιρέσεως ? 1)υπ' αριθμ. 76/19-3-2007 του Χ2, 2) υπ' αριθμ.75/19-3-2007 του Χ1, 3)υπ' αρίθμ.77/19-3-2007 του Χ3, 4) υπ' αριθμ. 79/19-3-2007 του Χ5, και 5) υπ' αριθμ.78/19-3-2007 του Χ4, οι οποίες στρέφονται κατά του υπ' αριθμ. 3448/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και πρέπει να συνεκδικασθούν, ως συναφείς. Κατά το άρθρο 375 παρ.1 και 2 εδ. α' του ΠΚ, όπως η παρ.1 συμπληρώθηκε με το άρθρο 14 παρ.3α του Ν.2721/1999 και η παρ.2 αυτού αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ.9 του Ν.2408/1996, "όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα, που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και, αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Αν η συνολική αξία υπερβαίνει το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Αν πρόκειται για αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος, ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση της κακουργηματικής υπεξαίρεσης απαιτείται αντικειμενικώς, α) το υλικό αντικείμενο της υπεξαίρεσης να είναι κατά τη φυσική αντίληψη κινητό πράγμα, β) να είναι αυτό ολικά ή μερικά ξένο, με την έννοια ότι η κυριότητα αυτού ανήκει, κατά το αστικό δίκαιο, σε άλλον, εκτός από το δράστη, γ) η κατοχή του πράγματος αυτού να έχει περιέλθει με οποιονδήποτε τρόπο στο δράστη, δ) παράνομη ιδιοποίηση του πράγματος, από τον υπαίτιο, που υπάρχει, όταν αυτή γίνεται χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη ή χωρίς την ύπαρξη άλλου νόμιμου δικαιολογητικού λόγου, ε) το αντικείμενο της υπεξαίρεσης να είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και επιπλέον, να συντρέχει στο πρόσωπο του υπαιτίου κάποια από τις περιοριστικά στο ανωτέρω άρθρο διαλαμβανόμενες καταστάσεις ή ιδιότητες, όπως εκείνη του εντολοδόχου ή του διαχειριστή ξένης περιουσίας ή ανεξαρτήτως αυτών, αν η συνολική αξία του αντικειμένου της υπεξαίρεσης υπερβαίνει το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών ή 73.000 ευρώ κατά το άρθρο 5 του Ν. 2943/2001, με το οποίο δόθηκε η επίσημη αντιστοιχία, υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος συνίσταται στη θέληση ή αποδοχή του δράστη να ενσωματώσει το ξένο ολικά ή μερικά κινητό πράγμα στην περιουσία του, που καταδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργεια αυτού, με την οποία εκδηλώνεται η πρόθεσή του αυτή. Επομένως, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, υπαίτιος κακουργηματικής υπεξαίρεσης καθίσταται και ο εντολοδόχος, ο οποίος, κατά το άρθρο 713 ΑΚ έχει την υποχρέωση να διεξαγάγει χωρίς αμοιβή την υπόθεση, νομικής ή υλικής φύσεως, που του ανατέθηκε από τον εντολέα και αρνείται να αποδώσει στον τελευταίο το ιδιαίτερα μεγάλης αξίας κινητό πράγμα, που αυτός του εμπιστεύθηκε, καθώς και ο διαχειριστής ξένης περιουσίας, ο οποίος ενεργεί, όχι απλώς υλικές, αλλά νομικές πράξεις με εξουσία αντιπροσώπευσης του εντολέα, την οποία μπορεί να έλκει είτε από τον νόμο, είτε από τη σύμβαση, χωρίς να αποκλείεται να προέρχεται η εξουσία αυτή και από τη δημιουργία μιας πραγματικής καταστάσεως. Διαχειριστής μπορεί να είναι και ο εντολοδόχος, αν έχει διακριτική ευχέρεια κατά την εκτέλεση της εντολής.
Εξάλλου, η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία του παραπεμπτικού βουλεύματος, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. δ' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, όταν στο πόρισμα αυτού, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού, διαλαμβάνονται με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση ή την προανάκριση σχετικά με τις αποδιδόμενες στον κατηγορούμενο αξιόποινες πράξεις, τα αποδεικτικά μέσα, (αρκούσης της κατ' είδος αναφοράς τους, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προέκυψε από το καθένα χωριστά), από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά εκείνα που πείστηκε το συμβούλιο για την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων προς παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο και οι σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα δεκτά γενόμενα περιστατικά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη.
Ενώ εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, ιδρύουσα τον από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. β' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως υπάρχει, όταν ο δικαστής αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει ή όταν δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι προέκυψαν στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συντρέχει και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα το οποίο συμβαίνει όταν στο πόρισμα του βουλεύματος έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μη είναι εφικτός από τον 'Αρειο Πάγο ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής της εφαρμοσθείσας ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με δικές του σκέψεις, αλλά και με επιτρεπτή συμπληρωματική αναφορά στην ενσωματωμένη σε αυτό εισαγγελική πρόταση, προκειμένου να καταλήξει, κατά πλειοψηφία, στην παραπεμπτική για τους κατηγορούμενους και ήδη αναιρεσείοντες κρίση του, δέχτηκε ανελέγκτως ότι από τα αποδεικτικά μέσα που κατ' είδος αναφέρει προέκυψαν τα εξής πραγματικά περιστατικά: "Οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι και ο μηνυτής υπήρξαν μέτοχοι της εταιρείας με την επωνυμία "Ανώνυμη Τεχνική Εταιρεία Γενικών Κατασκευών ΑΕΓΕΚ", της οποίας η έδρα βρίσκεται στο Χολαργό Αττικής. Από τους ανωτέρω κατηγορουμένους ο μεν πρώτος από αυτούς, Χ2 υπήρξε Πρόεδρος του ΔΣ της προαναφερόμενης εταιρείας, ο δε δεύτερος, Χ1, Διευθύνων Σύμβουλος αυτής, ενώ ο μηνυτής, Ψ1, ετύγχανε μέλος του ΔΣ και Αντιπρόεδρος αυτής.
Το έτος 1993 η ανωτέρω εταιρεία εισήλθε στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών, και οι ως άνω τρεις μέτοχοι αποφάσισαν με κάθε θυσία να κρατήσουν υπό τον έλεγχο το 51% τουλάχιστον των μετοχών της εταιρείας, ώστε να μπορούν να εφαρμόζουν απερίσπαστα την πολιτική τους. Με το σκεπτικό αυτό χαράσσουν κοινή στρατηγική στο θέμα της πώλησης των μετοχών ενός εκάστου και συναποφασίζουν ως ασφαλή τρόπο υλοποίησης αυτής της απόφασής τους, τη δέσμευση πακέτων μετοχών, με αναλογική συμμετοχή ενός εκάστου, τις οποίες φύλαξαν εντός κοινού χρηματοκιβωτίου με τρία κλειδιά, ένα για τον καθένα. 'Όμως παρά την ανωτέρω συμφωνία ο μηνυτής σταδιακά από την 29-1-1996 ζήτησε την αποδέσμευση από το κοινό πακέτο μετοχών, προκειμένου να επιλύσει τα οικονομικά του προβλήματα, τα οποία προερχόταν από δραστηριότητες εκτός της ανωτέρω εταιρείας. 'Ετσι οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι αποδεχόμενοι το αίτημα του μηνυτή αγόρασαν από αυτόν μέρος του κοινού πακέτου των μετοχών κατά τις ημερομηνίες 29/1/97, 27/3/96, 4/7/96, 10/10/96, 3/2/97, 4/4/97, 25/6/97 και 11/8/97 και το ποσοστό συμμετοχής του μηνυτή στο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας είχε πλέον περιορισθεί πολύ λιγότερο του 5%, ενώ το δεσμευμένο πακέτο μετοχών των τριών μετόχων, λόγω της συνεχούς μειώσεως του αριθμού των μετοχών του μηνυτή είχε φθάσει σε οριακά επίπεδα. Στη συνέχεια ο τελευταίος με την από .... επιστολή του προς τους ανωτέρω κατηγορουμένους ζήτησε από αυτούς, λόγω των συνεχιζομένων οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε να διευκολυνθεί από την ΑΕΓΕΚ με προσωρινό δάνειο 160.000.000 δρχ., το οποίο θα επέστρεφε μέχρι την 10/10/97. Στην άρνηση όμως των κατηγορουμένων να ικανοποιήσουν το ανωτέρω αίτημά του, με την από .... νέα επιστολή του, πρότεινε σ'αυτούς να τους μεταβιβάσει το επ'ονόματι του πακέτο 500.000 μετοχών, που ήταν δεσμευμένο στο χρηματοκιβώτιο της εταιρείας, στην τιμή των 1000 δρχ. εκάστη, η οποία αποτελούσε τη λογιστική αξία κάθε μετοχής, λαμβάνοντας καθένας από αυτούς (δύο πρώτους κατηγορουμενους) από 25.000 μετοχές και καταβάλλοντας στο μηνυτή ο καθένας το ποσό των 250.000.000 δρχ. Παράλληλα δε ο μηνυτής ζήτησε, με την ανωτέρω επιστολή του, να παρασχεθεί σ'αυτόν η δυνατότητα να ξαναγοράσει το ανωτέρω πακέτο μετοχών μέχρι την 9-12-1998, επιστρέφοντας το παραπάνω ποσό, εντόκως, με επιτόκιο 15%. Τελικώς, οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι αποδέχθηκαν την ανωτέρω πρότασή του στις 28-8-97, και συμφωνήθηκε η σταδιακή πώληση των ανωτέρω 500.000 μετοχών. 'Εναντι της αγοράς αυτής οι προαναφερόμενοι δύο κατηγορούμενοι κατέβαλαν προκαταβολικά στο μηνυτή το ποσό των 60.000.000 δρχ. έκαστος και υπέγραψαν και οι τρεις την από .... πρόχειρη απόδειξη, βάσει της οποίας δεσμεύθηκαν να συντάξουν ιδιωτικό συμφωνητικό, στο οποίο θα κατεγράφοντο οι λεπτομέρειες της εν λόγω αγοραπωλησίας. Κατόπιν τούτου, την ..... υπεγράφη από τους ανωτέρω συμβαλλόμενους το σχετικό ιδιωτικό συμφωνητικό, με το οποίο συμφωνείται, μεταξύ των άλλων, η αγορά από τους δύο πρώτους κατηγορουμένους των ανωτέρω 500.000 μετοχών του μηνυτή στη λογιστική τους αξία των 1.000 δρχ. εκάστη και η δυνατότητα στον τελευταίο, μέχρι την 31-12-1998, να επανακτήσει το τελευταίο πακέτο των μετοχών του, αφού τους καταβάλει το ίδιο χρηματικό ποσό, προσαυξανόμενο κατά 15%, λόγω τοκοφορίας. Σε εκτέλεση της συμφωνίας αυτής οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι κατέβαλαν επιπρόσθετα στο μηνυτή το ποσό των 380.000.000 δρχ., δηλαδή έκαστος από αυτούς το ποσό των 190.000.000 δρχ. Όμως μετά από έρευνα που πραγματοποίησε ο μηνυτής αργότερα σε σχετική καρτέλλα λογαριασμού της Κοινοπραξίας ...., η οποία είχε αναλάβει το Υδροηλεκτρικό έργο ... στο ...., το οποίο εκτελούσε και διαχειριζόταν η ΑΕΓΕΚ, διαπίστωσε ότι στην καρτέλλα αυτή υπήρχαν, μεταξύ άλλων, εγγραφές διαφόρων ποσών σε χρέωση της ΑΕΓΕΚ και δη στις 29/8/97, 60.000.000 δρχ. την 1/9/97 επίσης 60.000.000 δρχ. και στις 3/9/97 500.000.000 δρχ., παραπλεύρως των οποίων ανεγράφοντο τα αρχικά του ονοματεπώνυμου του μηνυτή (Ψ1), δηλωτικό ότι έχει λάβει αυτός τα εν λόγω ποσά. Δηλαδή με την εγγραφή αυτή και υπό την ένδειξη Ψ1, φαινόταν ότι τα ανωτέρω ποσά προερχόταν από την ΑΕΓΕΚ και ότι στη συνέχεια χρεώθηκαν στην Κ/Σ ... από την ΑΕΓΕΚ για να μην εμφανίζει αντίστοιχο έλλειμα το ταμείο της, η δε Κ/Σ ..... για να μην εμφανίζει και αυτή έλλειμμα στο ταμείο της, παρουσίασε τα ποσά αυτά ως επιταγές εισπρακτέες από την ανωτέρω Κοινοπραξία. Από τα εκτεθέντα καθίσταται σαφές ότι οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι με τις ανωτέρω ιδιότητές τους, του Προέδρου του ΔΣ και Διευθύνοντος Συμβούλου αντίστοιχα της εταιρείας ΑΕΓΕΚ ΑΕ, ενεργούντες ως διαχειριστές της περιουσίας αυτής, βάσει των σχετικών αποφάσεων του Διοικητικού της Συμβουλίου, ανέλαβαν από το ταμείο της, χωριστά ο καθένας από αυτούς τα ποσά των 60.000.000 δρχ. την 29-9-97 και των 250.000.000 δρχ. την 3-9-1997, δηλαδή 310.000.000 δρχ. ο καθένας, τα οποία ανήκαν κατά κυριότητα στην εν λόγω εταιρεία και τα οποία ιδιοποιήθηκαν παράνομα. Καθένα δε από τα επί μέρους ποσά, αλλά και στο σύνολό τους, που ιδιοποιήθηκαν παράνομα οι κατηγορούμενοι είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Από το σύνολο δε των ποσών αυτών διέθεσαν συνολικά 500.000.000 δρχ. (250.000.000 δρχ. καθένας από αυτούς) για την αγορά των ως άνω μετοχών του μηνυτή, ενώ τα υπόλοιπα 120.000.000 δρχ. ενθυλάκωσαν παράνομα και ενσωμάτωσαν στην περιουσία τους, προς κάλυψη προσωπικών εξυπηρετήσεών τους. Στη διάταξη όμως του ανωτέρω εγκλήματος συνέβαλαν, άμεσα και αποφασιστικά οι λοιποί κατηγορούμενοι Χ3, Χ5 και Χ4, οι οποίοι απασχολούντο ο μεν πρώτος από αυτούς ως ταμίας και προϊστάμενος του Λογιστηρίου της Κοινοπραξίας ...., την οποία, όπως προαναφέραμε, διαχειριζόταν η ΑΕΓΕΚ ΑΕ, ο δεύτερος ως ταμίας της τελευταίας (ΑΕΓΕΚ ΑΕ) και ο τελευταίος ως προϊστάμενος του λογιστηρίου της ίδιας εταιρείας. 'Ετσι οι ανωτέρω τρεις κατηγορούμενοι, όντες υπεύθυνοι, λόγω των ως άνω ιδιοτήτων τους, για τη σύνταξη του ισολογισμού, των καταχωρήσεων και εγγραφών, καθώς και τον έλεγχο των προς καταχώρηση δικαιολογητικών και παραστατικών στα βιβλία της ανωτέρω Κοινοπραξίας και εταιρείας, αντίστοιχα, και να διαφυλάττουν έτσι τα συμφέροντά τους, αυτοί παρείχαν εξακολουθητικά άμεση συνδρομή στους συγκατηγορουμένους τους. Ειδικότερα, οι ανωτέρω κατηγορούμενοι, ενώ γνώριζαν την πρόθεση των δύο πρώτων συγκατηγορουμένων τους να ιδιοποιηθούν τα ανωτέρω ποσά και προκειμένου να βοηθήσουν αυτούς να τα αναλάβουν από το ταμείο της ΑΕΓΕΚ ΑΕ και των οποίων είχαν τη διαχείρισή τους, ως εκ των ανωτέρω ιδιοτήτων τους, συνέταξαν ψευδή έγγραφα και προέβησαν σε ψευδείς καταχωρήσεις στα βιβλία και στοιχεία της ανωτέρω Κοινοπραξίας και εταιρείας, αντίστοιχα, ώστε τα εν λόγω ποσά να φαίνονται εικονικώς, ως χρεωμένα στην Κοινοπραξία .... και παράλληλα να μην εμφανίζεται έλλειμμα στο ταμείο της εταιρείας ΑΕΓΕΚ ΑΕ. Ειδικότερα, ο πρώτος από αυτούς Χ3, ως ταμίας και προϊστάμενος του λογιστηρίου της Κοινοπραξίας ...., την οποία, όπως προαναφέραμε, διαχειριζόταν η εταιρεία ΑΕΓΕΚ ΑΕ". Καταχώρησε ψευδώς στα βιβλία και στοιχεία της ότι εισέπραξε με επιταγές από την τελευταία (ΑΕΓΕΚ ΑΕ) τα ανωτέρω ποσά την 29-8-97, 1-9-97 και 3-9-97, ενώ παράλληλα οι λοιποί δύο κατηγορούμενοι κατέγραψαν ψευδώς και εικονικά στα αντίστοιχα βιβλία της "ΑΕΓΕΚ ΑΕ" ότι τα ανωτέρω ποσά δια επιταγών δόθηκαν στην Κοινοπραξία προς κάλυψη των αναγκών της τελευταίας, η οποία είχε αναλάβει το Υδροηλεκτρικό έργο στον ..... Είναι βέβαιο λοιπόν ότι χωρίς τη συνδρομή των ανωτέρω τριών κατηγορουμένων δεν ήταν δυνατή μετά βεβαιότητας η διάπραξη της υπεξαίρεσης από τους δύο πρώτους κατηγορουμένους, υπό τις περιστάσεις που τελέσθηκε. 'Ολοι οι κατηγορούμενοι, κατά την απολογία τους στον Ανακριτή, καθώς και με τα επισυναπτόμενα υπομνήματά τους, αρνούνται τις σε βάρος τους κατηγορίες, ισχυριζόμενοι ότι όλες οι σχετικές έγγραφες στα βιβλία της Κοινοπραξίας και της "ΑΕΓΕΚ ΑΕ" ήταν αληθείς και έλαβαν χώρα βάσει νομίμων παραστατικών, οι δε λογιστικές εγγραφές με τις ανωτέρω ημερομηνίες 29-8-97, 1-9-97 και 3-9-97, με τις οποίες φέρεται να χρεώνεται η Κοινοπραξία από την ΑΕΓΕΚ με ποσά 60.000.000, 60.000.000 και 500.000.000 δρχ. αντίστοιχα αφορούν δοσοληπτικούς λογαριασμούς και χρεωπιστώσεις μεταξύ της ανωτέρω εταιρείας και της Κοινοπραξίας. Οι δε δύο πρώτοι κατηγορούμενοι ισχυρίζονται ότι το ανωτέρω τίμημα κατεβλήθηκε από δικά τους κεφάλαια και όχι από ανάληψη χρημάτων από το ταμείο της ΑΕΓΕΚ. 'Όμως οι ισχυρισμοί τους αυτοί διαψεύδονται από την προσκομιζόμενη από το μηνυτή καρτέλλα λογαριασμού της Κοινοπραξίας ...., που τηρείται μηχανογραφικά και από την οποία προκύπτουν με σαφήνεια εγγραφές στις 28-9-97, την 1-9-97 και στις 3-9-97, με τις οποίες χρεώνεται η εν λόγω Κοινοπραξία από την "ΑΕΓΕΚ ΑΕ" με τα ποσά των 60.000.000 δρχ, 60.000.000 δρχ. και 500.000.000 δρχ. αντίστοιχα, εμφανώς ότι δίπλα στις ανωτέρω εγγραφές έχει αναγραφεί ως αιτιολογία της χρεωστικής εγγραφής σε βάρος της Κοινοπραξίας η ένδειξη "ΑΠΟ ΑΕΓΕΚ (Ψ1)". Τα αρχικά δε αυτά με την ένδειξη (Ψ1) αναφέρονται στο ονοματεπώνυμο του μηνυτή. Το γεγονός δε ότι τα ανωτέρω ποσά των 60.000.000 και 60.000.000 δρχ. ταυτίζονται με αυτά που κατέβαλε ο καθένας από τους δύο πρώτους κατηγορουμένους στο μηνυτή ως προκαταβολή για την αγορά των ανωτέρω μετοχών, το δε άλλο ποσό των 500.000.000 δρχ. υπερκαλύπτει το εναπομένον τίμημα, σε συνδυασμό με το ότι οι χρονολογίες των εγγραφών συμπίπτουν με αυτές της καταβολής στο μηνυτή από τους κατηγορουμένους του συμφωνηθέντος τιμήματος αποδεικνύει ότι οι εγγραφές αυτές είναι εικονικές και ότι η ανάληψη των χρημάτων για την εξόφληση των εν λόγω μετοχών έγινε από το ταμείο της ΑΕΓΕΚ. Τούτο άλλωστε επιβεβαιώνεται και από την αναγραφή των αρχικών στοιχείων του ονοματεπωνύμου του μηνυτή (Ψ1) δίπλα σε καθένα από τα ανωτέρω ποσά, προς ένδειξη και υπενθύμιση ότι τα ποσά αυτά έλαβε ο μηνυτής και όχι η κοινοπραξία. Παρά το γεγονός δε ότι διενεργήθηκε συμπληρωματική κυρία ανάκριση, που διατάχθηκε με το υπ'αριθ. 14/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, προκειμένου, πέρα των άλλων, να διεκρινίσουν οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι από που άντλησαν το ποσό των 500.000.000 δρχ. για την αγορά των μετοχών, οι τελευταίοι δεν δίνουν επ'αυτού σαφείς εξηγήσεις και δεν προσκομίζουν σχετικά παραστατικά, βάσει των οποίων να προκύπτει η καταβολή τόσο μεγάλου ποσού. Απλά περιορίζονται σε γενικές παρατηρήσεις ως προς τη λειτουργία του εν λόγω δοσοληπτικού λογαριασμού και τις εν γένει καταβολές προς την Κοινοπραξία για τις οικονομικές ανάγκες του έργου. Επιπρόσθετα ισχυρίζονται ότι τα ποσά αυτά έχουν επιστραφεί στην ΑΕΓΕΚ και επικαλούνται τις από 8-9-1997 και 22-12-1997 σχετικές εγγραφές στην ίδια καρτέλλα ποσού 120.000.000 και 500.000.000 δρχ. αντίστοιχα, χωρίς όμως και πάλι να προσδιορίζουν και την αιτία των καταβολών αυτών και χωρίς να προσκομίζουν σχετικά παραστατικά. Βέβαια, οι ίδιοι διατείνονται ότι δεν διαθέτουν τα παραστατικά αυτά, καθόσον παρήλθε το χρονικό διάστημα των έξι (6) ετών, από τη λήξη της χρήσεως του έτους 1997, κατά το οποίο όφειλαν να τα τηρούν και επομένως να κατέστρεψαν και τα έχουν πλέον στην κατοχή τους. Ακόμη δε διατείνονται ότι τα φορολογικά τους βιβλία και στοιχεία έχουν ελεγχθεί από τις αρμόδιες φορολογικές αρχές, ότι έχουν οριστικοποιηθεί οι έλεγχοι, χωρίς να ανακύψει κάποιο πρόβλημα και χωρίς να προκύψει οποιαδήποτε εικονική εγγραφή. 'Όμως, ο εν λόγω ισχυρισμός τους περί αδυναμίας προσκομίσεως των επίμαχων παραστατικών, τόσο για τις χρεωστικές εγγραφές της 29-8-97, 1-9-97 και 3-9-97, όσο και για τις πιστωτικές εγγραφές της 8-9-1997 και 22-12-1997 δεν είναι αξιόπιστος, διότι οι κατηγορούμενοι, προκειμένου να διασφαλίσουν τα συμφέροντά τους, είχαν έννομο συμφέρον να διατηρήσουν τα εν λόγω παραστατικά έγγραφα ή έστω φωτοαντίγραφα αυτών, αφού γνώριζαν ότι από το έτος 1998 και μέχρι σήμερα υφίσταται σφοδρή αντιδικία μεταξύ αυτών και του μηνυτή ενώπιον των ποινικών και πολιτικών Δικαστηρίων, για θέματα που άπτονται κυρίως της ανωτέρω εταιρείας. 'Αλλωστε, ο μηνυτής, με την από 17-5-1999 αίτησή του, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, περί λήψεως ασφαλιστικών μέτρων σε βάρος των δύο πρώτων κατηγορουμένων, είχε αναφέρει μεταξύ των άλλων και τα εξής: "το τίμημα... μου το κατέβαλαν ... αφού το ανέλαβαν παρανόμως από το ταμείο της ΑΕΓΕΚ". Αυτό και μόνο το στοιχείο αρκούσε να διατηρήσουν τα επίμαχα παραστατικά έγγραφα οι ανωτέρω κατηγορούμενοι, ώστε να είναι σε θέση να αντικρούσουν την εν λόγω κατηγορία, αντί αυτού όμως προέβησαν στην καταστροφή τους, όπως αναληθώς ισχυρίζονται. 'Επειτα από την .... έκθεση ελέγχου του Εθνικού Ελεγκτικού Κέντρου του Υπουργείου Οικονομικών προκύπτει ότι δεν διερευνήθηκε ειδικά, κατά το φορολογικό έλεγχο της Κοινοπραξίας των οικονομικών χρήσεων από 21-10-1992 έως 31-12-1997, η ενδεχόμενη εικονικότητα λογιστικών εγγραφών και των σχετικών παραστατικών, καθόσον σ'αυτή αναφέρεται ότι: "... οι δαπάνες της ελεγχόμενης κρίνονται ως πραγματικές και καλυπτόμενες από νόμιμα παραστατικά στοιχεία...".Είναι δε βέβαιο ότι το αποτέλεσμα των αρμοδίων υπαλλήλων θα ήταν διαφορετικό, εάν επισημαίνετο ότι οι εν λόγω εγγραφές ήταν εικονικές, διότι ο έλεγχος θα ήταν περισσότερο εξονιχιστικός και λεπτομερής. 'Αλλωστε, οι ανωτέρω υπάλληλοι δεν είχαν λόγο να εμβαθύνουν περισσότερο την έρευνα ως προς τις εν λόγω εικονικές εγγραφές, αφού τα ως άνω ποσά θα μπορούσαν πράγματι να αποτελούσαν χρηματοδότηση της ΑΕΓΕΚ προ της Κοινοπραξία, καθόσον η τελευταία ήταν διαχειρίστρια της Κοινοπραξίας ..... Επιπρόσθετα ως προς το φορολογικό έλεγχο της ΑΕΓΕΚ ΑΕ, εκτός του ότι δεν προσκομίζεται σχετική έκθεση για τη χρήση 1997, από την προσκομισθείσα με ημερομηνία .... σχετική έκθεση της ίδιας Υπηρεσίας, προκύπτει ότι ο έλεγχος είναι δειγματοληπτικός. Το γεγονός δε ότι ο μηνυτής υπήρξε διαχειριστής της ανωτέρω Κοινοπραξίας δυνάμει του υπ'αριθ. ..... πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Μεγάρων Αναστασίας Ρόντου, δεν αποδεικνύει ότι γνώριζε τις συγκεκριμένες εικονικές εγγραφές στην "καρτέλλα λογαριασμού αυτής", πολύ περισσότερο μάλιστα, αφού δεν υπήρξε πραγματική εισροή των ως άνω ποσών από το ταμείο της εταιρείας ΑΕΓΕΚ ΑΕ στο ταμείο της Κοινοπραξίας ......
Επιπρόσθετα, από τους αντιφατικούς ισχυρισμούς των δύο πρώτων κατηγορουμένων, ως προς την ακριβή προέλευση των χρημάτων που καταβλήθηκαν στο μηνυτή για τη αγορά των 500.000 μετοχών, επιβεβαιώνεται ότι αυτά υπεξαιρέθηκαν από το ταμείο της ΑΕΓΕΚ ΑΕ". Ειδικότερα, στις από 22-2-2006 συμπληρωματικές τους απολογίες ενώπιον του 20ου Τακτικού Ανακριτή Αθηνών, σε σχετική ερώτηση του τελευταίου, ποιά ήταν η πηγή των χρημάτων με τις οποίες αγόρασαν τις μετοχές απάντησαν ότι προερχόταν αποκλειστικά από δικά τους χρήματα και συγκεκριμένα από μερίσματα του μετοχικού τους πακέτου στην ΑΕΓΕΚ, ενώ στο υπόμνημα της ίδιας ως άνω ημερομηνίας αναφέρουν ότι τα ανωτέρω ποσά καταβλήθηκαν από τους τραπεζικούς λογαριασμούς τους. Επίσης στο από 26-6-2006 υπόμνημά τους ενώπιον του Συμβουλίου ισχυρίζονται ότι από τις φορολογικές τους δηλώσεις, των χρήσεων 1996, 1997 και 1998, προκύπτει ότι είχαν επαρκή εισοδήματα για την καταβολή του τιμήματος και ότι επιπροσθέτως έλαβαν δάνειο από την Εθνική Τράπεζα Ελλάδος, ενώ ο μάρτυράς τους Γ1, ενώπιον του Εισηγητή του Πολυμελούς Δικαστηρίου Αθηνών, ένορκα ανέφερε ότι το ανωτέρω ποσό δανείσθηκαν οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι από Τράπεζα του εξωτερικού. 'Όμως, πέραν των αντιφατικών αυτών δηλώσεων, οι κατηγορούμενοι δεν προσκομίζουν κάποιο παραστατικό έγγραφο που να αποδεικνύει τους ισχυρισμούς τους, δηλαδή ούτε τα σχετικά δανειστικά συμβόλαια, ούτε την κίνηση των τραπεζικών λογαριασμών τους, από τους οποίους να προκύπτει η εκταμίευση των ανωτέρω ποσών ή η είσπραξη των εκδοθέντων από αυτούς επιταγών, ούτε επίσης η εξαγορά των μερισμάτων τους. 'Επειτα θα πρέπει να επισημανθεί, ότι η καταβολή του ανωτέρω τιμήματος έγινε από αυτούς εντός τριών ημερών από την πώληση των μετοχών, χρόνος που δεν δικαιολογεί σε καμιά περίπτωση τη λήψη δανείου και μάλιστα από τράπεζα στο εξωτερικό. Επί πλέον ο ισχυρισμός τους ότι διέθεταν μεγάλα χρηματικά ποσά από εισπραχθέντα μερίσματα και από καταθέσεις τους στην Τράπεζα έρχεται σε αντίθεση με αυτό της περί λήψεως δανείου από την Τράπεζα. 'Αλλωστε, η οικονομική τους αδυναμία προκύπτει σαφώς από το από .... ιδιωτικό συμφωνητικό που υπεγράφη μεταξύ αυτών και του μηνυτή, βάσει του οποίου συμφωνήθηκε η πώληση των 500.000 μετοχών, όπου αναφέρονται μεταξύ των άλλων και τα εξής: "...Στις ... οι κ.κ. Χ2 και Χ1 εξαντλώντας τα οικονομικά τους αποθέματα και την υπομονή τους υποκύπτουν στις πιέσεις του Ψ1 και αγοράζουν νέο αριθμό μετοχών...". 'Όμως, ενώ δηλώνεται σαφώς με το ανωτέρω συμφωνητικό ότι εξάντλησαν την 25-6-97 τα οικονομικά τους αποθέματα, παρά ταύτα, όπως προκύπτει από το ίδιο συμφωνητικό, αγόρασαν την 11-8-97 νέο αριθμό μετοχών από το μηνυτή και την 1-9-1997 το υπόλοιπο πακέτου των 500.000 κοινών μετοχών του τελευταίου, αντί του ποσού των 500.000.000 δρχ. Βέβαια, από το σύνολο των δηλώσεων και του μηνυτή διαφαίνεται κάποια αντιφατικότητα στη συμπεριφορά του με αποκορύφωμα τη με αριθμό ...... πράξη καταθέσεως εγγράφου της συμβολαιογράφου Αθηνών, Βικτώριας Παπαευαγγέλου, με την οποία, μεταξύ των άλλων, δήλωσε ότι τα έγγραφα που κατέθεσε σ'αυτήν, που αποτελούσαν κείμενα δηλώσεων του ίδιου ή αυτού και των δύο πρώτων κατηγορουμένων και τα οποία επρόκειτο να υπογραφούν από όλους αυτούς προς διευθέτηση των διαφορών τους, αποτελούν προϊόν κατασκευής των ως άνω αντισυμβαλλομένων και δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα και στην πραγματική του βούληση και ότι οι συμφωνίες που καταγράφονται σ'αυτό και πρόκειται να υπογραφούν και να καταρτισθούν τις θεωρεί παράνομες και άκυρες, για τους λόγους που αναφέρει στην πράξη αυτή. η ανωτέρω δε συμβολαιογραφική πράξη συντάχθηκε ενόψει της από 31-8-1989 δήλωσης του μηνυτή, στα πλαίσια εξώδικης διευθετήσεως των πάσης φύσεως μεταξύ των εκκρεμοτήτων, δηλαδή οικονομικών, δικαστικών κλπ. βάσει της οποίας δήλωσης ο μηνυτής αναγνώρισε ότι το καταβληθέν σ'αυτόν τίμημα αποτελεί προϊόν τραπεζικού δανείου που έλαβαν οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι κατόπιν "εξαντλήσεως των οικονομικών αποθεμάτων τους". 'Όμως τα ανωτέρω εκτεθέντα δεν αναιρούν το γεγονός ότι το ανωτέρω ποσό των 620.000.000 δρχ. παράνομα εκταμιεύθηκε από το ταμείο της εταιρείας ΑΕΓΕΚ ΑΕ και ότι το ιδιοποιήθηκαν οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι διαθέτοντας από αυτό τα 500.000.000 δρχ. (250.000.000 δρχ. έκαστος) για την αγορά των μετοχών του μηνυτή, το δε υπόλοιπο των 120.000.000 δρχ. (από 60.000.000 δρχ. έκαστος) για την κάλυψη άλλων προσωπικών τους αναγκών".
Με τις παραδοχές αυτές, το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο κρίθηκαν παραπεμπτέοι στο ακροατήριο οι αναιρεσείοντες, για να δικαστούν οι μεν δύο πρώτοι, δηλαδή ο Χ2 και ο Χ1 για κατ' εξακολούθηση υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που το είχαν εμπιστευθεί στους υπαίτιους ως διαχειριστές ξένης περιουσίας, οι δε λοιποί για την πράξη της άμεσης συνέργειας από κοινού στην ανωτέρω πράξη, η οποία τελέστηκε από αυτούς με την ιδιότητά τους ως διαχειριστών ξένης περιουσίας, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1, 14, 16, 17, 18, 26 παρ.1α, 27 παρ. 1, 45, 46 παρ. 1β, 49 51, 52, 98 και 375 παρ.1β, 2 του ΠΚ, όπως η παρ. 2 αντικαταστάθηκε με άρθρο 1 παρ. 9 του Ν. 2408/1996, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε και δεν τις παραβίασε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου με ασαφείς, ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές ή διατάξεις. Ειδικότερα, προσδιορίζει τη θέση του καθένα στην εταιρεία και των καθηκόντων του, που τους προσδίδει την ιδιότητα του διαχειριστή ξένης περιουσίας, τη δράση του 1ου και του 2ου κατά την τέλεση της πράξεως, όπως και την άμεση συνδρομή σ' αυτούς των λοιπών, χωρίς τη συνδρομή των οποίων δεν θα ήταν δυνατή μετά βεβαιότητας η διάπραξη της υπεξαιρέσεως από τους δύο πρώτους κατηγορουμένους, υπό τις περιστάσεις που τελέστηκε. Η πλειοψηφία αναφέρεται εξ ολοκλήρου στις σκέψεις της εισαγγελικής πρότασης και άρα υιοθετεί τα επιχειρήματα της Εισαγγελέως για την αβασιμότητα των ισχυρισμών των αναιρεσειόντων και τελικώς από την πλειοψηφία εξάγεται παραπεμπτική κρίση.
Συνεπώς από προφανή παραδρομή στο φύλλο 41 το προσβαλλόμενο βούλευμα διαλαμβάνει ότι "οι ισχυρισμοί αυτοί των κατηγορουμένων κρίνονται...βάσιμοι", ενώ από το σύνολο των σκέψεων της πλειοψηφίας, και την παραπομπή τους στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, προκύπτει το αντίθετο. Με την αναφορά στην Εισαγγελική πρόταση ότι "στην προκείμενη περίπτωση από τις καταθέσεις των μαρτύρων και αυτή του μηνυτή...", προκύπτει ότι ελήφθησαν υπόψη και οι ανωμοτί καταθέσεις του πολιτικώς ενάγοντος. Δεν είναι ουσιώδης η αντίφαση μεταξύ παραπεμπτικού και πληττόμενου βουλεύματος ως προς τις ημερομηνίες που οι δύο πρώτοι από τους αναιρεσείοντες ανέλαβαν τα χρήματα από το ταμείο της ΑΕΓΕΚ, ο οποίος στο φύλλο 8 προσδιορίζεται ως εξής?στις 29-8-1997 60.000.000 δρχ. την 1-9-1997 επίσης 60.000.000 δρχ. και στις 3-9-1997 500.000.000 δρχ., εφόσον δεν τίθεται θέμα παραγραφής. Συνεπώς, οι από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' και δ' του ΚΠοινΔ προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διάταξης που εφαρμόστηκε, με την έννοια της ευθείας ή εκ πλαγίου παραβιάσεως αυτής, όπως και της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και των πέντε αναιρεσειόντων, είναι αβάσιμοι, κατά το μέρος δε, που με το δεύτερο από αυτούς, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας πλήττεται η περί την εκτίμηση των αποδείξεων και τα πράγματα αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Συμβουλίου, είναι απαράδεκτοι και, ως τέτοιοι, πρέπει να απορριφθούν.
Ως προς τις πλημμεληματικές πράξεις της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα, κατά συρροή και από κοινού, που παραπέμφθηκαν οι κατηγορούμενοι Χ2 και Χ1, οι δε λοιποί τρεις, ως άνω, για το αδίκημα της ψευδορκίας μάρτυρα, έπαυσε οριστικά η ποινική δίωξη, με το προσβαλλόμενο βούλευμα, χωρίς να υπεισέλθει στην ουσία τους. Έγινε αναφορά στο φύλλο 16 του 924/2004 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, για τον αποκλεισμό της ενστάσεως περί δεδικασμένου. Το τελευταίο όμως βούλευμα θα συνεκτιμηθεί κατά την εκδίκαση της ουσίας της υποθέσεως.
Για τους λόγους αυτούς είναι αβάσιμος και απορριπτέος ο λόγος αναιρέσεως της υπερβάσεως εξουσίας και απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας με την αιτιολογία ότι το Συμβούλιο Εφετών εξέφρασε ουσιαστική κρίση περί ενοχής για την πράξη της ψευδορκίας και της ηθικής αυτουργίας σ' αυτήν, ενώ έπρεπε να περιορισθεί μόνο στην παύση της ποινικής δίωξης. Οι αναιρεσείοντες ισχυρίζονται ότι ως προς την πράξη της υπεξαιρέσεως υπάρχει δεδικασμένο, που καθιστά απαράδεκτη την παρούσα ποινική δίωξη κατά το άρθρο 57 ΚΠΔ, καθόσον για το αυτό ακριβώς ιστορικό γεγονός έχουν απαλλαγεί αμετακλήτως με το υπ'αριθμό 994/2000 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημ/κών Αθηνών. Επί του λόγου αυτού λεκτέα τα ακόλουθα: Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 57 παρ.1 ΚΠΔ: Αν κάποιος έχει καταδικασθεί αμετάκλητα ή αθωωθεί ή έχει παύσει η ποινική δίωξη, δεν μπορεί να ασκηθεί και πάλι εις βάρος του ποινική δίωξη για την ίδια πράξη, ακόμη και αν δοθεί σ'αυτή διαφορετικός χαρακτηρισμός. Από το άρθρο αυτό συνάγεται ότι για την ύπαρξη δεδικασμένου που οδηγεί στην κήρυξη της δεύτερης ποινικής δίωξης ως απαράδεκτης απαιτούνται: α) αμετάκλητη δικαστική απόφαση που αποφαίνεται για τη βασιμότητα ή όχι της κατηγορίας ή παύει οριστικά την ποινική δίωξη ή την κηρύσσει απαράδεκτη, β) ταυτότητα πράξεως, η οποία υπάρχει όταν οι δύο πράξεις ταυτίζονται κατά τα θεμελιούντα αυτές πραγματικά περιστατικά και γ) ταυτότητα προσώπου. Στην προκειμένη περίπτωση το προσβαλλόμενο βούλευμα δέχτηκε: ότι "Κατόπιν της από 21/6/99 μηνύσεως του Ψ1, με ΑΒΜ Α99/2754, με την οποία ισχυρίσθηκε, μεταξύ των άλλων, ότι το επίμαχο ως άνω τίμημα αποτελούσε προϊόν ατόκου δανείου από την ΑΕΓΕΚ ΑΕ προς τους μετόχους και τα μέλη του ΔΣ της, που συνήφθη κατά παράβαση των άρθρων 23α, 58α του Ν.2190/20 και ότι μ σκοπό να αποκομίσουν οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι παράνομο περιουσιακό όφελος παρέστησαν σ'αυτόν ψευδώς ότι για να διατηρηθεί εκ μέρους τους το 51% του μετοχικού κεφαλαίου της ΑΕΓΕΚ ΑΕ έπρεπε να τους μεταβιβάσει 500.000 κοινές ονομαστικές μετοχές, αντί τιμήματος 1000 δραχμών για καθεμιά, αν και η χρηματιστηριακή τους τιμή ήταν διπλάσια και έτσι τον έπεισαν να προβεί στη συγκεκριμένη μεταβίβαση, ενώ η αλήθεια είναι ότι δεν διέθεταν το 51%, ασκήθηκε σε βάρος των δύο πρώτων κατηγορουμένων ποινική δίωξη για τις πράξεις: α) της απάτης από κοινού και κατ'επάγγελμα με συνολική ζημία και αντίστοιχο όφελος άνω των 5.000.000 δρχ. β) της απιστίας από κοινού και γ) της παράβασης του άρθρου 58α εδ.α' του Ν.2190/20 "περί ανωνύμων εταιρειών", πράξεις που φέρονται ότι τελέσθηκαν την 1-9-1997. Προς υποστήριξη της ανωτέρω μήνυσης ο ήδη μηνυτής επικαλέσθηκε τη μαρτυρία των τριών τελευταίων κατηγορουμένων, οι οποίοι πράγματι εξετάσθηκαν κατά τη διενεργηθείσα κυρία ανάκριση στις 25-9-2001, ενώπιον του Ανακριτή του 17ου Τακτικού Τμήματος Αθηνών, χωρίς να επιβεβαιώσουν τους ισχυρισμούς του περί δανείου και αποκρύπτοντας παράλληλα την παράνομη ανάληψη του ανωτέρω ποσού. Αποτέλεσμα ήταν βάσει των ενόρκων αυτών καταθέσεων των ως άνω κατηγορουμένων, για τις οποίες αυτοί παραπέμπονται για το αδίκημα της ψευδορκίας μάρτυρα με το εκκαλούμενο βούλευμα, να εκδοθεί το ανωτέρω απαλλακτικό βούλευμα του Συμβουλίου Πλημ/κών Αθηνών (με αριθμό 924/2004), το οποίο έκρινε ότι "δεν μπορεί να γίνει λόγος για παράσταση ψευδών γεγονότων και βλάβη ξένης περιουσίας εκ μέρους των κατηγορουμένων, ούτε βέβαια συνάγεται από κάποιο στοιχείο της παρούσας δικογραφίας ζημία της περιουσίας της ΑΕΓΕΚ ή παράνομη λήψη δανείου από αυτήν". Με βάση τα ανωτέρω εκτεθέντα καθίσταται σαφές ότι δεν υπάρχει εν προκειμένω για την ύπαρξη δεδικασμένου η απαιτούμενη από τη διάταξη του άρθρου 57 παρ.1 ΚΠΔ ταυτότητα της πράξης. Τούτο, καθόσον ανεξάρτητα αν γίνεται και στις δυο αυτές ποινικές αγωγές αναφορά στην πώληση των μετοχών του μηνυτή στους δύο πρώτους κατηγορουμένους, καθεμιά από τις πράξεις αυτές (ακόμη και αυτές της απάτης και υπεξαίρεσης), στηρίζεται σε διαφορετικά πραγματικά περιστατικά και ιστορικά γεγονότα και απαρτίζεται από διαφορετικά στοιχεία, ενώ καθεμιά από αυτές στρέφεται κατά διαφορετικού υλικού αντικειμένου. Ειδικότερα δε η πράξη της απάτης, έχει ως υλικό αντικείμενο τις μετοχές, ενώ η υπεξαίρεση έχει ως υλικό αντικείμενο το προαναφερόμενο εκταμιευθέν ποσό από το ταμείο της εταιρείας ύψους 620.000.000 δρχ.
Συνεπώς δεν συντρέχει εν προκειμένω θέμα δεδικασμένου και ως εκ τούτου είναι αβάσιμος ο εν λόγω ισχυρισμός των κατηγορουμένων ως προς την πράξη της υπεξαίρεσης". Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, κατά πλειοψηφία, εκτός από την παραπομπή στο σχετικό ως άνω μέρος περί δεδικασμένου της Εισαγγελικής πρότασης διέλαβε και την ακόλουθη δική του σκέψη: "Στην προκειμένη περίπτωση κατόπιν της από 21-6-99 μηνύσεως του Ψ1 με ABM A99/2754, με την οποία ισχυρίσθηκε, μεταξύ των άλλων, ότι το επίμαχο ως άνω τίμημα αποτελούσε προϊόν ατόκου δανείου από την "ΑΕΓΕΚ ΑΕ" προς τους μετόχους και τα μέλη του ΔΣ της, που συνήφθη κατά παράβαση των άρθρων 23α, 58α του Ν. 2190/20 και ότι με σκοπό να αποκομίσουν οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι παράνομο περιουσιακό όφελος παρέστησαν σ' αυτόν ψευδώς ότι για να διατηρηθεί εκ μέρους τους το 51% του μετοχικού κεφαλαίου της "ΑΕΓΕΚ ΑΕ" έπρεπε να τους μεταβιβάσει 500.000 κοινές ονομαστικές μετοχές, αντί τιμήματος 1.000 δραχμών για καθεμιά, αν και η χρηματιστηριακή τους τιμή ήταν διπλάσια και έτσι τον έπεισαν να προβεί στη συγκεκριμένη μεταβίβαση, ενώ η αλήθεια είναι ότι δεν διέθεταν το 51%, ασκήθηκε σε βάρος των δύο πρώτων κατηγορουμένων ποινική δίωξη για τις πράξεις: α) της απάτης από κοινού και κατ' επάγγελμα με συνολική ζημία και αντίστοιχο όφελος άνω των 5.000.000 δρχ. β) της απιστίας από κοινού και γ) της παράβασης του άρθρου 58α' εδ. β' του Ν. 2190/20 "περί ανωνύμων εταιρειών", πράξεις που φέρονται ότι τελέσθηκαν την 1.9.1997. Προς υποστήριξη της ανωτέρω μήνυσης ο ήδη μηνυτής επικαλέσθηκε τη μαρτυρία των τριών τελευταίων κατηγορουμένων, οι οποίοι πράγματι εξετάσθηκαν κατά τη διενεργηθείσα κυρία ανάκριση στις 25.9.2001, ενώπιον του Ανακριτή του 17ου Τακτικού Τμήματος Αθηνών, χωρίς να επιβεβαιώσουν τους ισχυρισμούς του περί δανείου και αποκρύπτοντας παράλληλα την παράνομη ανάληψη του ανωτέρω ποσού. Αποτέλεσμα ήταν βάσει των ενόρκων αυτών καταθέσεων των ως άνω κατηγορουμένων, για τις οποίες αυτοί παραπέμπονται για το αδίκημα της ψευδορκίας μάρτυρα με το εκκαλούμενο βούλευμα, να εκδοθεί το ανωτέρω απαλλακτικό βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών (με αριθμό 924/2004), το οποίο έκρινε ότι "δεν μπορεί να γίνει λόγος για παράσταση ψευδών γεγονότων και βλάβη ξένης περιουσίας εκ μέρους των κατηγορουμένων, ούτε βέβαια συνάγεται από κάποιο στοιχείο της παρούσας δικογραφίας ζημία της περιουσίας της ΑΕΓΕΚ ή παράνομη λήψη δανείου από αυτήν".
Με βάση τα ανωτέρω εκτεθέντα καθίσταται σαφές ότι δεν υπάρχει εν προκειμένω για την ύπαρξη δεδικασμένου η απαιτούμενη από τη διάταξη του άρθρου 57§ 1 ΚΠΔ ταυτότητα της πράξης".
Με βάση τις ανωτέρω παραδοχές καθίσταται σαφές ότι δεν υπάρχει στην προκείμενη περίπτωση η απαιτούμενη από τη διάταξη του άρθρου 57 παρ. 1 του ΚΠοινΔ ταυτότητα της πράξης. Τούτο, καθόσον ανεξάρτητα αν γίνεται και στις δύο ποινικές αγωγές αναφορά στην πώληση των μετοχών του μηνυτή στους δύο πρώτους αναιρεσείοντες, κάθε μια από τις πράξεις αυτές (απάτης, υπεξαίρεσης και απιστίας) στηρίζονται σε διαφορετικά πραγματικά περιστατικά και ιστορικά γεγονότα και απαρτίζεται από διαφορετικά στοιχεία, ενώ κάθε μια στρέφεται κατά διαφορετικού υλικού αντικειμένου. Ειδικότερα, η πράξη της απάτης έχει ως υλικό αντικείμενο τις μετοχές, ενώ της υπεξαίρεσης έχει ως υλικό αντικείμενο το προαναφερόμενο εκταμιευθέν ποσό από το ταμείο της εταιρείας ύψους 620.000.000 δρχ. Εξάλλου, από το γράμμα και την έννοια των άρθρων 375 και 390 ΠΚ σαφώς προκύπτει ότι τα αδικήματα τα οποία προβλέπονται με αυτά, δηλαδή της υπεξαίρεσης και της απιστίας διαφέρουν κατά τα στοιχεία τα οποία τα συγκροτούν και είναι ανεξάρτητοι μεταξύ τους και αυτοτελώς εγκληματικές πράξεις και υπάρχει αληθής κατ' ιδέαν συρροή όταν έχουν διαφορετικό υλικό αντικείμενο, και παραπέρα καμιά από τις πράξεις αυτές δεν εξαντλείται στην έννοια της άλλης, όπως συμβαίνει στην προκείμενη περίπτωση.
Συνεπώς δεν υπάρχει στην προκείμενη περίπτωση δεδικασμένο και ως εκ τούτου, ο σχετικός λόγος αναιρέσεως περί υπερβάσεως της εξουσίας, με την απόρριψη της ενστάσεως περί δεδικασμένου, ως προς την πράξη της υπεξαιρέσεως είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Ακολούθως, αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως προς εξέταση, πρέπει να απορριφθούν οι υπό κρίση πέντε αιτήσεις αναιρέσεως στο σύνολό τους και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Συνεκδικάζει τις υπ' αριθμ. 75-79/19-3-2007 αιτήσεις αναιρέσεως.
Απορρίπτει τις ως άνω αιτήσεις των? 1)Χ1, 2) Χ2, 3)Χ3, 4) Χ4 και 5) Χ5, για αναίρεση του υπ' αριθμ. 3448/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα από διακόσια είκοσι (220) ευρώ τον καθένα.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Μαρτίου 2008. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 27 Ιουνίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ