Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 12 / 2008    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Κατάχρηση εξουσίας.




Περίληψη:
Κατάχρηση εξουσίας από προανακριτικό υπάλληλο, υπό τη μορφή της προκλήσεως της απαλλαγής του υπαιτίου αξιόποινης πράξης (239 παρ. 1 περ. β του ΠΚ). Αναίρεση κατά βουλεύματος, με την επίκληση λόγου εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Απορρίπτει αναίρεση.





ΑΡΙΘΜΟΣ 12/2008


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη και Νικόλαο Ζαϊρη-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού, (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 20 Νοεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος -κατηγορουμένου: χ1, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 2004/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με συγκατηγορούμενο τον χ2.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 2 Φεβρουαρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 351/2007.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Δημήτριος-Πρίαμος Λεκκός, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη με αριθμό 317/6-9-2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
"Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου σας, σύμφωνα με το άρθρ. 485 παρ. 1 Κ.Π.Δ., την παραδεκτώς, κατά τις διατάξεις των άρθρων 465 παρ. 1, 474, 482 παρ. 1 στοιχ. α' και 484 παρ. 1 στοιχ. β' ιδίου κώδικος, ασκηθείσαν υπό του κατηγορουμένου χ1, με αριθ. 20/2-2-2007 αίτησιν αναιρέσεως κατά του υπ' αριθ. 2004/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και επάγομαι τα ακόλουθα:
Ι) Δια του πληττομένου βουλεύματος, που εξεδόθη κατόπιν εφέσεως του αναιρεσείοντος κατά του βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών με αριθ. 249/2005 με το οποίον παρεπέμφθη ούτος εις το ακροατήριον του κατά την περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου δια να δικασθεί για την πράξιν της κατάχρησης εξουσίας (άρθρ. 239 στοιχ. β' Π.Κ.). Κατά του βουλεύματος τούτου παραπονείται ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, προβάλλων τον υπό του άρθρ. 484 παρ. 1 στοιχ. β' Κ.Π.Δ. λόγον της εσφαλμένης εφαρμογής ή ερμηνείας ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφηρμόσθη στο βούλευμα.

ΙΙ) Όπως προκύπτει από την διάταξη του άρθρ. 484 παρ. 1 στοιχ. β' Κ.Π.Δ. εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν το Συμβούλιο αποδίδει στον νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη που έχει πραγματικά, ενώ εσφαλμένη είναι η εφαρμογή της όταν το Συμβούλιο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν στην διάταξη που εφηρμόσθη, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παρεβιάσθη εκ πλαγίου, για τον λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο διατακτικό ή στον συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό που ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον 'Αρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση (Α.Π. 614/2000 Ποιν.Χρ. ΝΑ' σελ. 19).

ΙΙ) Στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών που εξέδωσε το προσβαλλόμενο βούλευμα, δι' αναφοράς εις την ενσωματωθείσαν εις αυτό εισαγγελική πρότασιν, εδέχθη κατά την ανέλεγκτον περί πραγμάτων κρίσιν του, ότι από την εκτίμησιν των αναφερομένων αποδεικτικών στοιχείων και συγκεκριμένα από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων, που εξητάσθησαν, όλα τα έγγραφα που υπάρχουν στην δικογραφία, μεταξύ των οποίων και η από 30-3-2002 έκθεση πορίσματος 'Ενορκης Διοικητικής Εξέτασης, εν συνδυασμώ με την απολογία και τα υπομνήματα του κατηγορουμένου, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο αναιρεσείων κατηγορούμενος χ1, με την ιδιότητά του ως Διοικητού του Α.Τ. Μαραθώνος με τον βαθμό του Αστυνόμου Β', έχοντος ως εκ τούτου, κατά το άρθρ. 33 παρ. 1 Κ.Π.Δ. και του άρθρ. 16 ν. 2800/2003 την ιδιότητα του γενικού προανακριτικού υπαλλήλου, στα καθήκοντα του οποίου υπάγεται η προανάκριση, κατ' άρθρ. 243 Κ.Π.Δ., εγκλημάτων επ' αυτοφώρω διαπραττομένων είτε κακουργημάτων είτε πλημμελημάτων, ακόμη και χωρίς παραγγελία του αρμοδίου Εισαγγελέως, για την αποτροπή κινδύνου εκ της αναβολής τοιούτων ανακριτικών πράξεων, κατά το χρονικό διάστημα από το έτος 1997 έως και 30-5-2000, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθησιν ενός και του αυτού εγκλήματος, προεκάλεσε την απαλλαγή από την τιμωρία υπαιτίων που ετέλεσαν ωρισμένες αξιόποινες πράξεις. Ειδικώτερον κατά το χρονικό διάστημα από τον μήνα Μάρτιο έως Σεπτέμβριο 1998 δεν προέβη στην σύλληψη και σχηματισμό δικογραφίας εις βάρος των επ' αυτοφώρω καταληφθέντων υπό αστυνομικών υπαλλήλων του παραπάνω Αστυνομικού Τμήματος, χ2, ιδιοκτήτου καταστήματος μαναβικής, το οποίο λειτουργούσε χωρίς άδεια της αρμοδίας αρχής καθώς και δύο Αλβανών υπηκόων, που απησχολούντο από τον πρώτο, στερούμενοι ταξιδιωτικών εγγράφων, ως υπαιτίων τελέσεως των αξιοποίνων πράξεων της παράνομης απασχόλησης αλλοδαπών και παράβασης υγειονομικού κανονισμού. Επίσης την 4-2-2000 έδωσε εντολή σε αστυνομικούς υπαλλήλους του ως άνω Αστυνομικού Τμήματος που είχαν συλλάβει τον εργολάβο οικοδομών Γ1 και δύο εργάτες και εσχηματίζετο δικογραφία εις βάρος τους, ως υπαιτίων τελέσεως της πράξεως των αυθαιρέτων οικοδομικών εργασιών, να ελευθερώσουν τους παραπάνω κρατουμένους. Περαιτέρω την 29-3-2000 έδωσε εντολή εις αστυνομικούς υπαλλήλους του ιδίου ως άνω Τμήματος, οι οποίοι εκτελούσαν διατεταγμένη υπηρεσία με περιπολικό αυτοκίνητο της αστυνομίας για τον εντοπισμό της οικοδομής, ιδιοκτησίας Ζ1, στην οποία εκτελούντο αυθαίρετες οικοδομικές εργασίες, προκειμένου να συλλάβουν επ' αυτοφώρω τον ιδιοκτήτη της εν λόγω οικοδομής και τους εργαζομένους εις αυτήν, να σταματήσουν τις αναζητήσεις και να επιστρέψουν στο Αστυνομικό Τμήμα. Επί πλέον, την 30-5-2000, δεν προέβη στην σύλληψη του ιδιοκτήτη της επί της οδού ....... στην παραλία ....... κειμένης οικοδομής του Ζ2, στην οποία εκτελούντο αυθαίρετες οικοδομικές εργασίες, αν και ο τελευταίος προσήλθε εις το Αστυνομικό Τμήμα προσωπικώς και διεμαρτυρήθη στον αναιρεσείοντα για την σύλληψη πέντε εργατών που εκτελούσαν τις παραπάνω εργασίες. Επίσης κατά το έτος 1997 και σε μη εξακριβωθείσα ημερομηνία, δεν προέβη στην σύλληψη του Γ2, ως υπαιτίου τελέσεως της παρανόμου κατοχής όπλου, αν και εγνώριζε ότι ούτος κατείχε παρανόμως ένα κοντόκανο περίστροφο, μάρκας ...... MAGNUM, το οποίο μάλιστα ο τελευταίος του είχε παραδώσει μέσω του Β1, με τον οποίο διατηρούσε φιλικές σχέσεις προκειμένου να μεριμνήσει για την βαλλιστική του εξέταση από την αρμόδια υπηρεσία της Αστυνομίας.
IV) Με αυτά που εδέχθη το Συμβούλιο Εφετών ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε την ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρ. 239 στοιχ. β' Π.Κ., στην οποία υπήγαγε τα ως άνω πραγματικά περιστατικά που εδέχθη, υπό την μορφή της "προκλήσεως απαλλαγής" του υπαιτίου από την τιμωρία καθ' όσον, όπως εκρίθη και με την υπ' αριθμόν 755/2006 απόφασιν του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου δια της οποίας ανηρέθη το υπ' αριθ. 934/2005 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών το οποίον εδέχθη ότι η περιγραφομένη ως άνω αξιόποινος συμπεριφορά του αναιρεσείοντος, κατ' ορθότερον νομικόν χαρακτηρισμόν, στοιχειοθετεί την εξ αντικειμένου και υποκειμένου θεμελίωσιν της παραβάσεως καθήκοντος, αφ' ενός μεν δεν είναι αναγκαίο να προηγηθεί ποινική δίωξη των υπαιτίων των προδιαληφθεισών αξιοποίνων πράξεων αφ' ετέρου δε, υπό την προδιαληφθείσαν ιδιότητά του, και συνεπώς ως γενικός προανακριτικός υπάλληλος εν τη εννοία του άρθρ. 33 παρ. 1 Κ.Π.Δ., τελών εν γνώσει ότι οι δικές του παραλείψεις για ενέργεια ανακριτικών πράξεων μπορούσαν αποκλειστικώς να προκαλέσουν την απαλλαγή των δραστών και ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του άρθρ. 243 παρ. 1, 2 Κ.Π.Δ., όπως εκτίθεται εις το προσβαλλόμενο βούλευμα, δεν προέβη στην σύλληψη και σχηματισμό δικογραφίας των επ' αυτοφώρω καταληφθέντων Χ2 και δύο Αλβανών υπηκόων, που εστερούντο ταξιδιωτικών εγγράφων, για παράνομη απασχόληση και παράβαση υγειονομικού κανονισμού και των λοιπών ως άνω καταληφθέντων ατόμων για παράβαση του ν. 1337/83 καθώς και της παρανόμου κατοχής όπλου, που τελικώς δεν ησκήθη επί ταύταις ποινική δίωξις υπό του αρμοδίου Εισαγγελέως αφού συνεπληρώθη ο χρόνος παραγραφής των και έτσι εκ των αναφερομένων ενεργειών του αναιρεσείοντος επήλθε το αποτέλεσμα της απαλλαγής των υπαιτίων των ανωτέρω εγκλημάτων (Α.Π. 1797/2004 Ποιν.Χρ. ΝΕ σελ. 708).
Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω είναι αβάσιμοι οι σχετικές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος που στηρίζονται στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διάταξης δι' ον λόγον πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίσιν αίτησις αναιρέσεως, δια της οποίας προβάλλεται μόνον ο ως άνω εκ του άρθρ. 484 παρ. 1 στοιχ. β' Κ.Π.Δ., λόγος αναιρέσεως και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα εις βάρος του αναιρεσείοντος.


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ------------------ Π ρ ο τ ε ί ν ω: Ι) Να απορριφθεί η με αριθ. 20/2-2-2007 αίτησις αναιρέσεως του Χ1, κατά του υπ'αριθ. 2004/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.

ΙΙ) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα εις βάρος του αναιρεσείοντος.
Αθήναι τη 13η Αυγούστου 2007
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αντώνιος Μύτης
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη με αριθμό 20/2-2-2007 αίτηση αναιρέσεως, κατά του υπ' αριθμό 2004/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, που εκδόθηκε μετά από αναίρεση, του υπ' αριθμό 934/2005 βουλεύματος του ίδιου Συμβουλίου, με το οποίο απορρίφθηκε κατ' ουσία, η έφεση του ήδη αναιρεσείοντος, κατά του υπ' αριθμό 249/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, που τον παρέπεμψε στο ακροατήριο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της περιφερείας του Εφετείου Αθηνών, προκειμένου να δικαστεί για την πράξη της κατάχρησης εξουσίας (άρθρο 239 στοιχ. β του ΠΚ), έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, από πρόσωπο που δικαιούται προς τούτο και κατά βουλεύματος που υπόκειται σε αναίρεση,( άρθρα 463, 473 παρ.1, 474, 482 παρ.1 περ.α, και 484 παρ.1 περ.β'του Κ.Π.Δ), γι' αυτό πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω για την ουσιαστική βασιμότητά της. Επειδή, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Ε' του Κ.Π.Δ. και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει στη διάταξη διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο, σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως. Εξ' άλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 239 του Π.Κ., ''υπάλληλος στα καθήκοντα του οποίου ανάγεται η δίωξη ή η ανάκριση αξιοποίνων πράξεων: α) ......, β) ''αν εν γνώσει του εξέθεσε σε δίωξη ή τιμωρία κάποιον αθώο ή παρέλειψε να διώξει κάποιον υπαίτιο ή προκάλεσε την απαλλαγή του από την τιμωρία, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών''. Η διάταξη αυτή του εδ. β' προβλέπει δύο ιδιαίτερα και ανεξάρτητα μεταξύ τους εγκλήματα, ήτοι 1) την έκθεση σε δίωξη ή τιμωρία κάποιου αθώου και 2) την παράλειψη διώξεως ή πρόκληση απαλλαγής από την τιμωρία, κάποιου υπαίτιου. Το έγκλημα δε της περιπτώσεως 2, είναι σωρευτικά μικτό και τελείται με δύο διαφορετικούς τρόπους, δηλαδή i) την παράλειψη διώξεως, η οποία τελείται μόνο από πρόσωπο που δικαιούται στην άσκηση ποινικής διώξεως (εισαγγελέα ή δημόσιο κατήγορο) και ii) την πρόκληση απαλλαγής από την τιμωρία, η οποία μπορεί να τελεσθεί από εισαγγελέα, ανακριτή ή ανακριτικό (προανακριτικό) υπάλληλο. Οι δύο αυτοί τρόποι, δεν μπορούν να εναλλαχθούν μεταξύ τους, αλλά κάθε τρόπος συνιστά αυτοτελή μορφή τελέσεως της πράξεως. Η τέλεση δε της πράξεως με την μορφή της ''προκλήσεως απαλλαγής'' του υπαίτιου από την τιμωρία, δεν προϋποθέτει την προηγούμενη άσκηση ποινικής διώξεως, γιατί ο όρος ''απαλλαγή'', τίθεται εδώ με την ''γενική'' και όχι την ''ποινική'' του σημασία (η οποία άλλωστε, κατά κυριολεξία, προϋποθέτει απόφαση δικαστηρίου ή βούλευμα δικαστικού συμβουλίου), αφού πρόκληση απαλλαγής από την τιμωρία, νοείται καθ' οιονδήποτε τρόπο (εκτός από την παράλειψη ασκήσεως ποινικής διώξεως), ούτε άλλωστε γίνεται λόγος για ''απαλλαγή'' από την ''ποινή'' (η οποία προϋποθέτει την άσκηση ποινικής διώξεως), αλλά για ''απαλλαγή'' από την ''τιμωρία''. Η αντίθετη άποψη, ότι δηλαδή η ''απαλλαγή'' προϋποθέτει, προηγούμενη άσκηση ποινικής διώξεως και επί ελλείψεως αυτής, θεμελιώνεται ενδεχομένως το αδίκημα της παραβάσεως καθήκοντος του άρθρου 259 του Π.Κ., προσκρούει στην αντίληψη, ότι δεν είναι δυνατό να διαφοροποιείται η ποινική μεταχείριση του υπαλλήλου, που ενεργεί αυτεπάγγελτη προανάκριση και η μεν συμπεριφορά του μετά την άσκηση της ποινικής δίωξης, να τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος, ως κατάχρηση εξουσίας, η προγενέστερη δε της δίωξης συμπεριφορά του, να τιμωρείται σε βαθμό πλημμελήματος, ως παράβαση καθήκοντος, όταν μάλιστα και στις δύο περιπτώσεις, το προσβαλλόμενο έννομο αγαθό είναι το ίδιο, δηλαδή το συμφέρον της πολιτείας να τιμωρείται η τέλεση αξιόποινων πράξεων, ίδια δε και η απαξία της πράξεως. Υποκείμενο του εγκλήματος της κατάχρησης εξουσίας, υπό τη μορφή της προκλήσεως ''απαλλαγής'' του υπαίτιου από την ''τιμωρία'', μπορεί να είναι, όχι μόνον ο δικαιούμενος στην άσκηση ποινικής διώξεως (όπως όταν το έγκλημα τελείται υπό την μορφή της παραλείψεως διώξεως), αλλά και κάθε (γενικός ή ειδικός) προανακριτικός υπάλληλος, αφού ως ''ανάκριση'' νοείται και η προανάκριση και η προκαταρκτική εξέταση, και επομένως στην έννοια του ''υπαλλήλου'' στα καθήκοντα του οποίου ανάγεται η ανάκριση αξιοποίνων πράξεων, εντάσσεται και ο προανακριτικός υπάλληλος, όπως είναι και ο αξιωματικός και υπαξιωματικός της αστυνομίας, ο οποίος είναι, κατά το άρθρο 33 παρ.1 του Κ.Π.Δ., γενικός προανακριτικός υπάλληλος. Υποκειμενικά απαιτείται άμεσος δόλος, που συνίσταται, στη γνώση της τελέσεως αξιοποίνου πράξεως και του υπαιτίου αυτής, καθώς και τη γνώση ότι η συγκεκριμένη συμπεριφορά, προκαλεί την απαλλαγή του και τη θέληση να προκληθεί η απαλλαγή αυτή. Στην προκείμενη περίπτωση, με το προσβαλλόμενο βούλευμα και μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ' είδος μνημονεύει, το Συμβούλιο Εφετών, δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: " Ο αναιρεσείων κατηγορούμενος με την ιδιότητα του Διοικητού του Α.Τ Μαραθώνος με το βαθμό του Αστυνόμου Β', έχοντος ως εκ τούτου κατά το άρθρο 33 παρ.1 ΚΠΔ και του άρθρου 16 του ν. 2800/2003 την ιδιότητα του γενικού προανακριτικού υπαλλήλου, στα καθήκοντα του οποίου υπάγεται η προανάκριση, κατά το άρθρο 243 Κ.Π.Δ, εγκλημάτων επ' αυτοφώρω διαπραττομένων είτε κακουργημάτων είτε πλημμελημάτων, ακόμη και χωρίς παραγγελία του αρμοδίου Εισαγγελέως, για την αποτροπή κινδύνου εκ της αναβολής τοιούτων ανακριτικών πράξεων, κατά το χρονικό διάστημα από το έτος 1997 έως και 30-5-2000, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθησιν ενός και του αυτού εγκλήματος, προεκάλεσε την απαλλαγή από την τιμωρία υπαιτίων, που ετέλεσαν ορισμένες αξιόποινες πράξεις. Ειδικότερον, κατά το χρονικό διάστημα από τον μήνα Μάρτιο έως Σεπτέμβριο 1998 δεν προέβη στην σύλληψη και σχηματισμό δικογραφίας εις βάρος των επ' αυτοφώρω καταληφθέντων υπό αστυνομικών υπαλλήλων του παραπάνω Αστυνομικού Τμήματος, Χ2, ιδιοκτήτου καταστήματος μαναβικής, το οποίο λειτουργούσε χωρίς άδεια της αρμοδίας αρχής καθώς και δυο Αλβανών υπηκόων, που απησχολούντο από τον πρώτο, στερούμενοι ταξιδιωτικών εγγράφων, ως υπαιτίων τελέσεως των αξιοποίνων πράξεων της παράνομης απασχόλησης αλλοδαπών και παράβασης υγειονομικού κανονισμού. Επίσης, την 4-2-2000, έδωσε εντολή σε αστυνομικούς υπαλλήλους του ως άνω Αστυνομικού Τμήματος που είχαν συλλάβει τον εργολάβο οικοδομών Γ1 και δύο εργάτες και εσχηματίζετο δικογραφία εις βάρος τους, ως υπαιτίων τελέσεως της πράξεως των αυθαίρετων οικοδομικών εργασιών, να ελευθερώσουν τους παραπάνω κρατουμένους. Περαιτέρω, την 29-3-2000, έδωσε εντολή εις αστυνομικούς υπαλλήλους του ιδίου ως άνω Τμήματος, οι οποίοι εκτελούσαν διατεταγμένη υπηρεσία με περιπολικό αυτοκίνητο της αστυνομίας για τον εντοπισμό της οικοδομής, ιδιοκτησίας Ζ1, στην οποία εκτελούντο αυθαίρετες οικοδομικές εργασίες, προκειμένου να συλλάβουν επ' αυτοφώρω τον ιδιοκτήτη της εν λόγω οικοδομής και τους εργαζομένους εις αυτήν, να σταματήσουν τις αναζητήσεις και να επιστρέψουν στο Αστυνομικό Τμήμα. Επί πλέον, την 30-5-2000, δεν προέβη στην σύλληψη του ιδιοκτήτη της επί της οδού ...... στην παραλία ....... κειμένης οικοδομής του Ζ2, στην οποία εκτελούντο αυθαίρετες οικοδομικές εργασίες, αν και ο τελευταίος προσήλθε εις το Αστυνομικό Τμήμα προσωπικώς και διεμαρτυρήθη στον αναιρεσείοντα για την σύλληψη πέντε εργατών που εκτελούσαν τις παραπάνω εργασίες. Επίσης, κατά το έτος 1997 και σε μη εξακριβωθείσα ημερομηνία, δεν προέβη στην σύλληψη του Γ2, ως υπαιτίου τελέσεως της παρανόμου κατοχής όπλου, αν και γνώριζε ότι αυτός κατείχε παρανόμως ένα κοντόκανο περίστροφο, μάρκας ....... MAGNUM, το οποίο μάλιστα ο τελευταίος του το είχε παραδώσει μέσω του Β1, με τον οποίο διατηρούσε φιλικές σχέσεις, προκειμένου να μεριμνήσει για την βαλλιστική του εξέταση από την αρμόδια υπηρεσία της αστυνομίας". Με τις παραδοχές αυτές, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, που απέρριψε κατ' ουσία την έφεση του αναιρεσείοντος κατά του παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, το οποίο επικύρωσε, ορθώς εφάρμοσε και ερμήνευσε την ως άνω ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 239 στοιχ. β του ΠΚ, στην οποία υπήγαγε τα ως άνω πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε με τη μορφή της "προκλήσεως της απαλλαγής" του υπαιτίου από την τιμωρία, όπως κρίθηκε με την υπ' αριθμό 755/2006 απόφαση(σε Συμβούλιο) του Δικαστηρίου αυτού, με την οποία αναιρέθηκε το υπ' αριθμό 934/2005 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, που είχε δεχθεί ότι η περιγραφείσα ως άνω αξιόποινη συμπεριφορά του αναιρεσείοντος, κατ' ορθότερο νομικό χαρακτηρισμό, στοιχειοθετεί την παράβαση του άρθρου 259 του ίδιου Κώδικα, της παραβάσεως καθήκοντος. Ειδικότερα, αιτιολογείται η παραδοχή του προσβαλλόμενου βουλεύματος, ότι ο αναιρεσείων, με την ιδιότητα του γενικού προανακριτικού υπαλλήλου, του Διοικητή του Α.Τ Μαραθώνος, γνώριζε εξ' ιδίας αντιλήψεως, ότι με τις προσωπικές του παραλείψεις για τη μη διενέργεια των αναγκαίων ανακριτικών πράξεων, μπορούσε να προκαλέσει την απαλλαγή των δραστών διαφόρων αξιοποίνων πράξεων. Συγκεκριμένα, με την προαναφερθείσα ιδιότητα του γενικού προανακριτικού υπαλλήλου, δεν προέβη στη σύλληψη και στο σχηματισμό δικογραφίας, σε βάρος των καταληφθέντων επ' αυτοφώρω, Χ2, για παράβαση του υγειονομικού κανονισμού και δυο Αλβανών υπηκόων, που στερούνταν ταξιδιωτικών εγγράφων, καθώς και των λοιπών αναφερομένων στην εισαγγελική πρόταση δραστών, που είχαν καταληφθεί από αστυνομικά όργανα του τμήματος, του οποίου αυτός (αναιρεσείων) προϊστατο, για παράβαση του Ν. 1337/1983, όπως επίσης αυτός(αναιρεσείων), δεν προέβη στη σύλληψη του Γ2 και στο σχηματισμό σε βάρος του δικογραφίας, ως υπαίτιου του αδικήματος της παράνομης κατοχής όπλου, για τον οποίο γνώριζε και πάλι εξ' ιδίας αντιλήψεως, ότι αυτός το κατείχε, χωρίς άδεια της οικείας Αστυνομικής Αρχής. Οι παραλείψεις του δε αυτές είχαν ως συνέπεια, να μην ασκηθεί εναντίον των προσώπων αυτών, η σχετική ποινική δίωξη, λόγω συμπληρώσεως του χρόνου παραγραφής και μετά ταύτα από τις παραπάνω παραλείψεις του αναιρεσείοντος, να επέλθει η απαλλαγή όλων των προσώπων αυτών.
Συνεπώς, ο περί του αντιθέτου προβαλλόμενος από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. β του Κ.Π.Δ, μοναδικός λόγος αναιρέσεως, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα( άρθρο 583 παρ.1 του ΚΠΔ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ


Απορρίπτει την με αριθμό 20/2-2-2007 αίτηση του χ1, για αναίρεση του υπ' αριθμό 2004/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι(220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 4 Δεκεμβρίου 2007. Και.

Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 8 Ιανουαρίου 2008.



Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή