Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 804 / 2010    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό.




Περίληψη:
Παραπεμπτικό για απάτη από την οποία η ζημία που προκλήθηκε, υπερβαίνει το ποσό των 73.000 €. Λόγοι αιτήσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και η έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας. Απορρίπτει αίτηση αναιρέσεως.




ΑΡΙΘΜΟΣ 804/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Παπαηλιού, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 19 Ιανουαρίου 2010, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 449/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων -κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 6 Απριλίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 660/09.

Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Μαύρος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Ψάνη με αριθμό 382/19.11.09, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:

Εισάγω κατ' άρθρο 485 παρ. 1 ΚΠΔ την υπ' αριθ. 65/6-4-2009 αίτηση αναίρεσης του κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., η οποία ασκήθηκε στο όνομα και για λογαριασμό του από το Δικηγόρο Αθηνών Σωκράτη Χαραλάμπους, δυνάμει της από 1-4-2009 εξουσιοδοτήσεως, που στρέφεται κατά του υπ' αριθ. 449/2009 Βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτω τα ακόλουθα: Α) Με το προσβαλλόμενο βούλευμα απορρίφθηκε κατ' ουσίαν η υπ' αριθ. 444/2008 έφεση του κατηγορουμένου κατά του υπ' αριθμ. 2330/2008 Βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών με το οποίο παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για την αξιόποινη πράξη της απάτης κατά συναυτουργία από την οποία το περιουσιακό όφελος και η αντίστοιχη προξενηθείσα περιουσιακή ζημία υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των 73.000 Ευρώ (άρθρα 1,14,16,17,18,26 παρ. 1α, 27,45,51,52,83,386 παρ. 1, 3β Π.Κ.). Β) Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε από πρόσωπο δικαιούμενο προς τούτο και κατά βουλεύματος που υπόκειται σε αναίρεση, ενώ η επίδοση του προσβαλλόμενου βουλεύματος στον αντίκλητο του αναιρεσείοντος, ως προηγηθείσα χρονικώς (24.3.09) εκείνης που έγινε προς τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο (27.3.09), δεν είναι νόμιμη και συνεπώς δεν άρχισε να τρέχει η προθεσμία για την άσκηση της κρινόμενης αναίρεσης (που κατατέθηκε στις 6.4.2009), η οποία για τον λόγο αυτόν είναι εμπρόθεσμη και ως εκ τούτου τυπικά παραδεκτή (ΑΠ 2303/2005 Π. Χρ. ΝΣΤ/06, 615).
Με την κρινόμενη αίτηση ο αναιρεσείων προβάλλει ως λόγους αναίρεσης την έλλειψη αιτιολογίας και την εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Γ) Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 ΠΚ "όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία είναι ιδιαίτερα μεγάλη με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται α) σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος χωρίς να προσαπαιτείται και η πραγμάτωση του οφέλους, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία ως παράγωγο αιτία να παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη σε πράξη παράλειψη ή ανοχή, γ) βλάβη ξένης περιουσίας κατά το αστικό δίκαιο, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες και παραλείψεις του δράστη, χωρίς να απαιτείται ταυτότητα παραπλανηθέντος και ζημιωθέντος. Ως γεγονότα, κατά την έννοια της παραπάνω διατάξεως νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις.
Όταν όμως οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων, που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν κατά τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπληρώσεως με βάση την εμφανιζόμενη ψευδή κατάσταση από το δράστη, που έχει ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή του, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης. (Α.Π. 59/2005 Π. Χρ. ΝΕ'887, ΑΠ 5/2001 Π. Χρ. ΝΑ',591). Περαιτέρω κατά τη διάταξη της παραγράφου 3 του ιδίου άρθρου η απάτη προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα και τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνει το συνολικό ποσό των 5.000.000 δραχμών ή 15.000 Ευρώ β) αν το περιουσιακό όφελος ή προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει το συνολικό ποσό των 25.000.000 δρχ. ή 73.000 Ευρώ. Εξάλλου, κατά το άρθρο 45 Π.Κ. "αν δύο ή περισσότερα τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός της πράξης". Με τον όρο "από κοινού" νοείται αντικειμενικά σύμπραξη στην εκτέλεση και υποκειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή ότι ο κάθε συμμέτοχος θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του διαπραττομένου εγκλήματος γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ιδίου εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξης μπορεί να συνίσταται ή στο ότι καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επιμέρους πράξεις των συμμετόχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές, χωρίς να είναι αναγκαίο να αναφέρονται και οι επί μέρους ενέργειες καθενός από τους συναυτουργούς (ΑΠ 598/2005 Π. Χρ. ΝΕ, 998, ΑΠ 163/2003 Π. Χρ. ΝΓ.917). Δ) Το παραπεμπτικό Βούλευμα έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. ε' του ιδίου κώδικα, όταν αναφέρονται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με τις οποίες το Συμβούλιο έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Δεν απαιτείται δε για την πληρότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος η χωριστή αναφορά καθενός αποδεικτικού στοιχείου σε συνδυασμό με το τι αποδείχθηκε από το καθένα, αλλά αρκεί η γενική αναφορά στο σύνολο του είδους των. Ε) Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. β' Κ.Π.Δ, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν το συμβούλιο αποδίδει στο νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη που έχει πραγματικά, ενώ εσφαλμένη είναι η εφαρμογή της όταν το συμβούλιο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο διατακτικό ή στον συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται, ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση (ΑΠ 2200/2002 Π. Χρ. ΝΓ, 762, ΑΠ 614/2000 Π. Χρ. ΝΑ, 19). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών που το εξέδωσε, με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη στο Βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, δέχθηκε ανελέγκτως, ότι από την συνεκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων στην εισαγγελική πρόταση αποδεικτικών μέσων, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο εγκαλών Ψενδιαφερόμενος να αγοράσει την άδεια κυκλοφορίας αλλά και το όχημα (αμάξωμα) ενός δημοσίας χρήσεως επιβατικού αυτοκινήτου (ΤΑΞΙ) προκειμένου να ασκήσει το επάγγελμα του αυτοκινητιστή - οδηγού ΤΑΧΙ, στις 19 Μαΐου 2006 επισκέφθηκε στην ... το επί της οδού ... ευρισκόμενο κατάστημα εμπορίας αυτοκινήτων - ΤΑΧΙ, που αποτελεί ατομική επιχείρηση εμπορίας του κατηγορουμένου Χ, εκθέτοντας αρχικά την επιθυμία του αυτή στον κατηγορούμενο Ζ, ο οποίος τον υποδέχθηκε στο κατάστημα, συστηθείς με το ψευδές ονοματεπώνυμο Σ, δίδοντάς του την εντύπωση ότι η ως άνω επιχείρηση είναι δική του, ακολούθως συνομίλησε με τον αναιρεσείοντα, στη δε συζήτηση συμμετείχαν ενεργώς ο Ζ και ο συγκατηγορούμενός τους Φ, φερόμενοι ως υπάλληλοι της επιχειρήσεως, οι οποίοι με τις παρεμβάσεις τους στη συζήτηση υπερθεμάτιζαν και επιβεβαίωναν τα όσα ανέφερε ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, όλοι δε οι κατηγορούμενοι εντέλει τον διαβεβαίωσαν ότι έχουν τη δυνατότητα να του πωλήσουν και να του μεταβιβάσουν τέτοιο όχημα μαζί με την άδεια κυκλοφορίας δημοσίας χρήσεως, την οποία είχαν εξασφαλίσει, αντί του συνολικού ποσού των 195.500 Ευρώ, δηλώνοντάς του ότι πρόκειται για επιχείρηση με σοβαρή οικονομική επιφάνεια και ότι έχουν στην κατοχή τους τόσο την άδεια του ΤΑΧΙ όσο και το όχημα, την οποία θα του μεταβίβαζε όταν ο ως άνω εγκαλών θα του κατέβαλε το ποσό των 195.500 Ευρώ, όπως μαζί θα του μεταβιβάζετο και η κυριότητα του οχήματος - αμαξώματος το οποίο αυτός (αναιρεσείων) ήδη είχε. Κατά τη συζήτηση αυτή αναφέρθηκε ότι το κατάστημα διέθετε προς πώληση κατά βάση μεταχειρισμένα οχήματα, αλλά αφού ο εγκαλών επιθυμούσε την αγορά καινούργιου αυτοκινήτου θα ελάμβανε τώρα παραγγελία τούτου και στη συνέχεια θα γινόταν η μεταβίβαση άμα την καταβολή του ανωτέρω τιμήματος για την αγοραπωλησία της αδείας κυκλοφορίας δημοσίας χρήσεως και του οχήματος τύπου SKODA OCTAVIA S LIMO, 2.0 Tpi 1404p., η μεταβίβαση δε αυτή θα ολοκληρωνόταν με τη σύνταξη σχετικής συμβολαιογραφικής πράξεως, κατόπιν της οποίας θα παραδιδόταν στον εγκαλούντα το αυτοκίνητο μαζί με όλα τα εξαρτήματα (ταξίμετρο, κλπ.), την άδεια κυκλοφορίας, τα σχετικά έγγραφα νομιμότητας της αδείας, τιμολόγιο αγοράς του, φωτοαντίγραφο δηλώσεως φόρου υπεραξίας αυτοκινήτου από το οικείο ταμείο ασφαλίσεως κλπ. Συνεπεία των ως άνω ψευδών παραστάσεων ο εγκαλών επείσθη από τις προφορικές διαβεβαιώσεις του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου ως και των λοιπών κατηγορουμένων και στις 22 Μαΐου 2006 κατέβαλε στον αναιρεσείοντα Χ το ποσό των 15.500 Ευρώ έναντι, εκδόθηκαν δε στο όνομα αυτού 2 αθεώρητες αποδείξεις ποσού 1000 και 14.500 Ευρώ αντιστοίχως, ενώ ταυτόχρονα ο εγκαλών δεσμεύτηκε να καταβάλει το υπόλοιπο ποσό των 180.000 ευρώ με τη σύναψη επαγγελματικού δανείου που θα ελάμβανε από την Εθνική Τράπεζα. Την ίδια ημεροχρονολογία υπεγράφη ιδιωτικό συμφωνητικό μεταξύ του εγκαλούντος και του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου Χ με βάση τα προλεχθέντα δικαιώματα και υποχρεώσεις των συμβαλλομένων. Στο ιδιωτικό αυτό συμφωνητικό αναγραφόταν ότι ο αναιρεσείων κατηγορούμενος Λ έχει στην κυριότητα, νομή και κατοχή ένα καινούριας ΤΑΧΙ μάρκας SCODA OCTAVIA με ειδικό αριθμό 5892 (ο οποίος όπως συνομολογεί και ο ανωτέρω αντιστοιχεί στην άδεια που επρόκειτο να εξασφαλίσει στον εγκαλούντα), ότι το τίμημα της αγοραπωλησίας είναι 180.000 Ευρώ (ήτοι το υπολοιπόμενο κατά το ανωτέρω ποσό) και ότι η ολοκλήρωση της διαδικασίας θα επήρχετο εντός 5 ημερών. Κατά τους ισχυρισμούς του εγκαλούντος το συμφωνητικό αυτό συνετάγη παρουσία του αναιρεσείοντος και του συγκατηγορουμένου του Ζ, οι οποίοι του ανέφεραν ότι το συντομότερο δυνατό πρέπει να εξοφληθεί το υπόλοιπο προκειμένου να ολοκληρωθεί η διαδικασία. Έχοντας πεισθεί πλήρως ο εγκαλών ότι οι παραστάσεις αυτές ήταν αληθείς και ότι επρόκειτο για σοβαρή και φερέγγυα επιχείρηση, την επόμενη ημέρα (23-5-2006) παρέλαβε από το κατάστημα ... την υπ' αριθμ. ...δίγραμμη επιταγή της Ε.Τ.Ε. ποσού 18.000 Ευρώ σε διαταγή του αναιρεσείοντος ως προϊόν του εγκριθέντος επαγγελματικού δανείου ειδικό για την αγορά ΤΑΧΙ και με την υποχρέωσή του εντός μηνός από τη λήψη της επιταγής να προσκομίσει στην Τράπεζα τα αποδεικνύοντα της αγοράς του ΤΑΧΙ παραστατικά, παρέδωσε δε αυτήν αυθημερόν στον αναιρεσείοντα παρουσία του Ζ. Ο αναιρεσείων κατηγορούμενος εισέπραξε το ποσό αυθημερόν ενώ εξέδωσε και την από 23-5-2006 αθεώρητη απόδειξη εισπράξεως όπου αναγραφόταν ότι το ποσό των 180.000 Ευρώ αφορούσε την "εξόφληση λογαριασμού". Ακολούθως στις 24-5-2006 ο εγκαλών δυνάμει του υπ' αριθμ. ... πληρεξουσίου της Συμβολαιογράφου Αθηνών Αιμιλίας Σακελλαροπούλου - Παπαχρηστοπούλου παρέσχε πληρεξουσιότητα στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο για την αγορά αυτοκινήτου ως και για να προβεί αυτός σε όλες τις σχετικές διαδικασίες για την ολοκλήρωση της μεταβίβασης αυτού και των σχετικών με την άδεια κυκλοφορίας. Μετά τη υπογραφή του πληρεξουσίου ο εγκαλών παρέλαβε ένα καινούργιο όχημα μάρκας SCODA OCTAVIA, με το οποίο μετέβη μαζί με το μάρτυρα ..., πατέρα της συζύγου του για την τοποθέτηση στερεοφωνικού συγκροτήματος αυτοκινήτου σε κατάστημα - ηλεκτρολογείο αυτοκινήτων, παρουσία των κατηγορουμένων Ζ και Φ, ο δε Ζ συμμετείχε ενεργώς στην όλη διαδικασία, αναφέροντας στους υπαλλήλους του ηλεκτρολογείου να τοποθετήσουν ένα καλό ραδιόφωνο γιατί ο εγκαλών ήταν καλός πελάτης, ενώ έδωσε και χρήματα στο βοηθό ηλεκτρολόγο να αγοράσει το κατάλληλο πλαίσιο για το εν λόγω εξάρτημα. Όμως λίγες ώρες μετά την παραλαβή του οχήματος δέχθηκε ο εγκαλών τηλεφωνική κλήση από τον αναιρεσείοντα, ο οποίος του ανέφερε ότι αυτό το όχημα που του έδωσαν δεν είναι το δικό του, ότι ήταν λανθασμένη εκτέλεση παραγγελίας και του ζήτησε να το επιστρέψει στο κατάστημα, πράγμα το οποίο και έπραξε ο εγκαλών, σε σχετική δε ερώτησή του για το πού ευρίσκεται το προοριζόμενο γι' αυτόν όχημα, έλαβε την απάντηση ότι η αντιπροσωπεία αυτοκινήτων που δεν εκτέλεσε την παραγγελία, ήταν η ετερόρρυθμη εταιρία "Π ΕΠΕ". Ο εγκαλών στις 27-5-2006, ημεροχρονολογία κατά την οποία θα έπρεπε κατά τα συμφωνηθέντα να ολοκληρωθούν οι διαδικασίες μεταβιβάσεως, επισκέφθηκε εκ νέου το κατάστημα του αναιρεσείοντος, όπου έλαβε τη διαβεβαίωση από αυτόν και τον Ζ, ότι μέχρι το τέλος της ημέρας θα έχει το αυτοκίνητο. Στις 29 Μαΐου 2006 ο εγκαλών συνοδευόμενος από τη σύζυγό του ... επισκέπτεται πάλι το ως άνω κατάστημα όπου σε συνομιλία με τον κατηγορούμενο Φ, αυτός προσπάθησε να τον καθησυχάσει επιδεικνύοντας μάλιστα εκ του μακρόθεν ένα έγγραφο και ισχυριζόμενος ότι αυτό αφορούσε τη συγκεκριμένη μεταβίβαση και με αυτό εδίδετο η εντολή στην επιχείρησή τους να μεταβιβασθεί σ' αυτόν το όχημα από τον δικαιοπάροχο ιδιοκτήτη του, πλην όμως η σύζυγός του αποσπώντας το έγγραφο αυτό από τα χέρια του ως άνω κατηγορουμένου, διαπίστωσε ότι το έγγραφο αυτό αφορούσε άλλο όχημα. Κατόπιν τούτου ο εγκαλών έντονα θορυβημένος επικοινώνησε με τον ιδιοκτήτη της αντιπροσωπείας από την οποία είχε παραγγελθεί το αυτοκίνητο και εκπρόσωπο της εταιρίας "Π ΕΠΕ" από τον οποίο πληροφορήθηκε ότι ο αναιρεσείων είχε όντως παραγγείλει ένα αυτοκίνητο πλην όμως είχε δώσει ως προκαταβολή μόνο το ποσό των 2000 Ευρώ και για το λόγο αυτό δεν παρεδίδετο το όχημα. Τελικώς και παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις του εγκαλούτος η συναλλαγή δεν ολοκληρώθηκε, αφού δεν παραδόθηκε και δε μεταβιβάσθηκε ποτέ το συγκεκριμένο αυτοκίνητο με την άδεια κυκλοφορίας του όπως είχε συμφωνηθεί, ούτε βεβαίως επιστράφηκε όλο το ποσό που ο Ψ κατέβαλε. Επίσης το προσβαλλόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, τον ισχυρισμό του αναιρεσείοντος ότι δεν στοιχειοθετείται αδίκημα, διότι πρόκειται περί μελλοντικού γεγονότος, καθόσον ο εγκαλών γνώριζε ότι δεν κατείχε άδεια κυκλοφορίας δημοσίας χρήσεως ΤΑΧΙ και καινούργιο όχημα, ότι θα προέβαινε στις ενέργειες για την εξασφάλιση αυτών.
Συνεπώς, η παράσταση ενός εσωτερικού γεγονότος ως αληθινού όπως είναι η πρόθεση του δράστη να μην εκτελέσει συμβατική ή νόμιμη υποχρέωσή του στο μέλλον δεν εμπίπτει στην έννοια του γεγονότος και άρα δεν στοιχειοθετείται το έγκλημα της απάτης, αλλά πλέον διατηρείται μόνο συμβατική οφειλή ύψους 195.500 Ευρώ απέναντι στον εγκαλούντα για τη μη έως τώρα εκπλήρωση συμβατικής του υποχρεώσεως απέναντί του, με ιδιαίτερη σκέψη τον απέρριψε ως αβάσιμο, δεχθέν ότι με την ψευδή αυτή παράσταση, ότι δηλαδή η εξασφάλιση της αδείας κυκλοφορίας του οχήματος αλλά και του αμαξώματος είναι γεγονός βέβαιο, αφού η εταιρία είναι φερέγγυα, αφού μπορεί να ανταποκριθεί στην υποχρέωσή της αυτή, δηλώνεται εν τοις πράγμασι ότι υφίσταται η παρούσα δυνατότητα και φερεγγυότητα να επιτευχθεί η μεταβίβαση. Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν οι αναφερόμενες στο μέλλον υποσχέσεις να συνοδεύονται από ψευδείς διαβεβαιώσεις που όμως να αναφέρονται στο παρόν και μάλιστα κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσης βάσει της εμφανιζομένης ψευδούς παραστάσεως. Καταφάσκεται δε η στοιχειοθέτηση απάτης και δη της λεγομένης "αστικής απάτης" όταν η πράγματι αναγόμενη στο μέλλον ψευδής υπόσχεση για την οποία υπήρχε απόφαση μη εκπλήρωσής της ή τα ψευδώς βεβαιούμενα μελλοντικά πραγματικά περιστατικά συνδέονται και συνοδεύονται από ταυτόχρονες ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων, ώστε να δημιουργείται απατηλή εντύπωση μελλοντικής εκπλήρωσης με βάση την εμφανιζόμενη στο παρόν ψευδή κατάσταση εκ μέρους του υπαιτίου του έχοντος προειλημμένη την πρόθεση μη εκπληρώσεως της αναληφθείσης υποχρέωσής του (ΑΠ 5/2001 Π. Χρ. ΝΑ', 59). Με τις παραδοχές και σκέψεις αυτές το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ότι ο αναιρεσείων τέλεσε το κακούργημα της απάτης κατά συναυτουργία, από την οποία το περιουσιακό όφελος και η αντίστοιχη προξενηθείσα περιουσιακή ζημία υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των 73.000 Ευρώ και στη συνέχεια απέρριψε την έφεση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου και επικύρωσε το υπ' αριθμ. 2330/08 παραπεμπτικό βούλευμα του Συμβουλίου Πλημ/κών Αθηνών. ΣΤ) Με όσα κατά τα προεκτεθέντα δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτό με σαφήνεια και πληρότητα, χωρίς ασάφειες και αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο κρίθηκε παραπεμπτέος στο ακροατήριο ο αναιρεσείων, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις προαναφερθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφάρμοσε, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου, και επομένως οι αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος για λόγους αναίρεσης κατ' άρθρο 484 παρ. 1. στοιχ. β'και δ'είναι αβάσιμες.
Με τα δεδομένα αυτά και εφόσον δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναίρεσης για έρευνα πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ.).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνω :
1) Να απορριφθεί η υπ' αριθμ. 65/6-4-09 αίτηση αναίρεσης του κατηγορουμένου Χ, κατοίκου..., κατά του υπ' αριθμ. 449/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών Και
2) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον παραπάνω αναιρεσείοντα. Αθήνα 25.10.2009
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου.

Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Φέρεται προς συζήτηση η υπ' αριθμ. 65/6-4-2009 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ, κατά του προσβαλλόμενου βουλεύματος 449/2009 του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίφθηκε κατ' ουσίαν η υπ' αριθ. 444/2008 έφεσή του (κατηγορουμένου) κατά του υπ' αριθμ. 2330/2008 Βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και με το οποίο παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για την αξιόποινη πράξη της απάτης κατά συναυτουργία από την οποία το περιουσιακό όφελος και η αντίστοιχη προξενηθείσα περιουσιακή ζημία υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των 73.000 Ευρώ (άρθρα 1,14,16,17,18,26,παρ. 1α, 27,45,51,52,83,386 παρ. 1, 3β' ΠΚ). Από τις διατάξεις του άρθρου 386 §§ 1,3 ΠΚ προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, όχι δε και η πραγμάτωση του οφέλους αυτού, β) η εν γνώσει, παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, ή η αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία ως παραγωγό αιτία, επέρχεται η παραπλάνηση του άλλου προσώπου και γ) βλάβη ξένης κατά το αστικό δίκαιο περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες και παραλείψεις του δράστη: Η απάτη τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ. Περαιτέρω, ως γεγονότα, κατά την έννοια της πιο πάνω διατάξεως, νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικέ; υποχρεώσει. Όταν, όμως, οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσει και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπληρώσεως με βάση την εμφανιζόμενη ψευδή κατάσταση από το δράστη, που έχει ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή του, τότε θεμελιώνει το έγκλημα της απάτης. Για τη στοιχειοθέτηση περαιτέρω της απάτης και για την πληρότητα, επομένως, της αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος, το ουσιώδες είναι η πρόκληση της παραπλανήσεως και δεν απαιτείται παραπλανητική ενέργεια του δράστη να είναι η μοναδική αιτία της πλάνης. Γι' αυτό, είναι γενικά αδιάφορο αν ο απατώμενος μπορούσε, καταβάλλοντας τη συνήθη επιμέλεια και προσοχή, να αποφύγει την πλάνη. Εξ άλλου, κατά το άρ. 45 ΠΚ "αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός της πράξης". Με τον όρο "από κοινού" νοείται αντικειμενικώς, σύμπραξη κατά την εκτέλεση της κύριας πράξης και υποκειμενικώς, κοινός δόλος, δηλαδή ότι ο καθένας συμμέτοχος θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του δια-πραττόμενου εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με το δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήματος και να θέλει ή να αποδέχεται να ενώσει τη δική του δράση με εκείνην του άλλου προς πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος. Η σύμπραξη κατά την εκτέλεση της κύριας πράξης μπορεί να συνίσταται στο ότι ο καθένας πραγματώνει με την επί μέρους πράξη του την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή ότι η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος πραγματώνεται με τις συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμετοχών, ταυτόχρονες ή διαδοχικές, χωρίς να είναι αναγκαίο να αναφέρονται στη δικαστική απόφαση και οι επί μέρους πράξεις καθενός από τους συναυτουργούς. Έλλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 εδ. ε ΚΠΔ, υπάρχει, όταν δεν εκτίθεται σ' αυτό, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ανάκριση ή προανάκριση, σχετικό με την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικά κατά το είδος τους χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστό από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το συμβούλιο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης όλα τα αποδεικτικά στοιχεία - και όχι μόνο μερικά απ' αυτά κατ' επιλογή - όπως αυτό επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠΔ. Τέλος, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που ιδρύει τον λόγο αναιρέσεως του άρθρου 484 παρ. 1 εδ. β' ΚΠΔ υπάρχει όταν το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν από τη διεξαχθείσα ανάκριση ή προανάκριση, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν το πόρισμα του συμβουλίου που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό του βουλεύματος και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με συνέπεια να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου και να μην έχει το βούλευμα νόμιμη βάση. Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, όπως συνάγεται από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό του, με επιτρεπτή καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, μετά από την εκτίμηση και την αξιολόγηση των αναφερομένων σ' αυτό κατ' είδος αποδεικτικών μέσων (καταθέσεις μαρτύρων, υπομνήματα και απολογίες κατηγορουμένων και λοιπών εγγράφων της δικογραφίας), δέχτηκε κατά την ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά, κατά πιστή αντιγραφή από την εισαγγελική πρόταση: "Ο εγκαλών Ψ ενδιαφερόμενος να αγοράσει την άδεια κυκλοφορίας αλλά και το όχημα αμάξωμα ενός δημοσίας χρήσεως επιβατικού αυτοκινήτου (ΤΑΧΙ) προκειμένου να ασκήσει το επάγγελμα του αυτοκινητιστή-οδηγού ΤΑΧΙ, στις 19 Μαΐου 2006 επισκέφθηκε στην ... επί της οδού ... ευρισκόμενο κατάστημα εμπορίας επιβατικών αυτοκινήτων- ΤΑΧΙ, που αποτελεί ατομική επιχείρηση εμπορίας του εκκαλούντος κατηγορουμένου Χ, εκθέτοντας αρχικά την επιθυμία του αυτή στον κατηγορούμενο Ζ, ο οποίος του υποδέχθηκε στο κατάστημα, συστηθείς με το ψευδές ονοματεπώνυμο Σ, δίδοντάς του την εντύπωση ότι η ως άνω επιχείρηση είναι δική του, ακολούθως συνομίλησε με τον εκκαλούντα, στη δε συζήτηση συμμετείχαν ενεργώς ο Ζ και ο συγκατηγορούμενός τους Φ, φερόμενος ως υπάλληλος της επιχειρήσεως, οι οποίοι με τις παρεμβάσεις τους στη συζήτηση υπερθεμάτιζαν και επιβεβαίωναν τα όσα ανέφερε ο εκκαλών κατηγορούμενος, όλοι δε οι κατηγορούμενοι εν τέλει τον διαβεβαίωσαν ότι έχουν την δυνατότητα να του πωλήσουν και να του μεταβιβάσουν τέτοιο όχημα μαζί με την άδεια κυκλοφορίας δημοσίας χρήσεως, την οποία είχαν εξασφαλίσει, αντί του συνολικού ποσού των 195.500 ευρώ, δηλώνοντάς του ότι πρόκειται για επιχείρηση με σοβαρή οικονομική επιφάνεια και ότι έχουν στην κατοχή τους τόσο την άδεια του ταξί όσο και το όχημα, την οποία θα του μεταβίβαζε όταν ο ως άνω εγκαλών θα του κατέβαλε το ποσό των 195.500 ευρώ, όπως μαζί θα του μεταβιβάζετο και η κυριότητα του οχήματος- αμαξώματος το οποίο αυτός (εκκαλών) ήδη είχε. Κατά τη συζήτηση αυτή αναφέρθηκε ότι το κατάστημα διέθετε προς πώληση κατά βάση μεταχειρισμένα οχήματα, αλλά αφού ο εγκαλών επιθυμούσε την αγορά καινούργιου αυτοκινήτου, θα ελάμβανε χώρα παραγγελία τούτου και στη συνέχεια θα γινόταν η καταβολή άμα την καταβολή του ανωτέρω τιμήματος για την αγοραπωλησία της αδείας κυκλοφορίας δημοσίας χρήσεως και του οχήματος τύπου SKODA OCTAVIAS LIMO 2.0 Τpi 1404p, η μεταβίβαση δε αυτή θα ολοκληρωνόταν με την σύνταξη σχετικής συμβολαιογραφικής πράξεως, κατόπιν της οποίας θα παραδιδόταν στον εγκαλούντα το αυτοκίνητο μαζί με όλα τα εξαρτήματα (ταξίμετρο κλπ), την άδεια κυκλοφορίας, τα σχετικά έγγραφα νομιμότητας της άδειας, τιμολόγια αγοράς του, φωτοαντίγραφο δηλώσεως φόρου υπεραξίας αυτοκινήτου, βεβαίωση από το οικείο ταμείο ασφάλισης κλπ. Συνεπεία των ως άνω ψευδών παραστάσεων ο εγκαλών επείσθη από τις προφορικές διαβεβαιώσεις των κατηγορουμένων και στις 22 Μαΐου 2006 κατέβαλε στον εκκαλούντα Χ το ποσό των 15.500 ευρώ έναντι, εκδόθηκαν δε στο όνομα του εκκαλούντος δύο αθεώρητες αποδείξεις ποσού 1.000 και 14.500 ευρώ αντιστοίχως, ενώ ταυτόχρονα ο εγκαλών δεσμεύθηκε να καταβάλει το υπόλοιπο ποσό των 180.000 ευρώ με την σύναψη επαγγελματικού δανείου που θα ελάμβανε από την Εθνική Τράπεζα. Την ίδια ημεροχρονολογία υπεγράφη ιδιωτικό συμφωνητικό μεταξύ του εγκαλούντος και του εκκαλούντος κατηγορουμένου Χ, με βάση τα προλεχθέντα δικαιώματα και υποχρεώσεις των συμβαλλομένων. Στο ιδιωτικό αυτό συμφωνητικό αναγραφόταν ότι ο πρώτος των κατηγορουμένων Χ έχει στην κυριότητα, νομή και κατοχή ένα καινουργές ΤΑΧΙ μάρκας SCODA OCTAVIA με ειδικό αριθμό 5892 (ο οποίος όπως συνομολογεί και ο ανωτέρω αντιστοιχεί στην άδεια που επρόκειτο να εξασφαλίσει στον εγκαλούντα), ότι το τίμημα της αγοραπωλησίας είναι 180.000 ευρώ (ήτοι το υπολοιπόμενο κατά το ανωτέρω ποσό) και ότι η ολοκλήρωση της διαδικασίας θα ειρήρχετο εντός πέντε ημερών. Κατά τους ισχυρισμούς του εγκαλούντος το συμφωνητικό αυτό συνετάγη παρουσία του εκκαλούντος και του συγκατηγορουμένου του Ζ, οι οποίοι του ανέφεραν ότι το συντομότερο δυνατό πρέπει να εξοφληθεί το υπόλοιπο προκειμένου να ολοκληρωθεί η διαδικασία. Έχοντας πεισθεί πλήρως ο εγκαλών ότι οι παραστάσεις αυτές ήταν αληθείς και ότι επρόκειτο για σοβαρή και φερέγγυα επιχείρηση, την επομένη ημέρα (23-05-2006) παρέλαβε από το υποκατάστημα Δάφνης την υπ' αριθ. ... δίγραμμη επιταγή της ΕΤΕ ποσού 180.000 ευρώ σε διαταγή του εκκαλούντος ως προϊόν του εγκριθέντος επαγγελματικού δανείου ειδικά για την αγορά ΤΑΧΙ και με την υποχρέωσή του εντός μηνός από την λήψη της επιταγής να προσκομίσει στην Τράπεζα τα αποδεικνύοντα την αγορά του ταξί παραστατικά, παρέδωσε δε αυτήν αυθημερόν στον εκκαλούντα παρουσία του Ζ. Ο εκκαλών κατηγορούμενος εισέπραξε το ποσό αυθημερόν ενώ εξέδωσε και την από 23-5-2006 αθεώρητη απόδειξη εισπράξεως όπου αναγραφόταν ότι το ποσόν των 180.000 ευρώ αφορούσε την "εξόφληση λογαριασμού". Ακολούθως στις 24 Μαΐου 2006 ο εγκαλών δυνάμει του υπ' αριθ. ... πληρεξουσίου της Συμβολαιογράφου Αθηνών Αιμιλίας Σακελλαροπούλου-Παπαχριστοπούλου παρέσχε πληρεξουσιότητα στον εκκαλούντα κατηγορούμενο για την αγορά του αυτοκινήτου ως και για να προβεί αυτός σε όλες τις σχετικές διαδικασίες για την ολοκλήρωση όλων των διαδικασιών για να μεταβιβασθεί τόσον το όχημα όσο και η άδεια κυκλοφορίας σ' αυτόν. Μετά την υπογραφή του πληρεξουσίου ο εγκαλών παρέλαβε ένα καινούργιο όχημα μάρκας SCODA OCTAVIA, με το οποίο μετέβη μαζί με τον μάρτυρα ..., πατέρα της συζύγου του, για την τοποθέτηση στερεοφωνικού συγκροτήματος αυτοκινήτου σε κατάστημα ηλεκτρολογείο αυτοκινήτων, παρουσία των κατηγορουμένων Ζ και Φ, ο δε Ζ συμμετείχε ενεργώς στην όλη διαδικασία, αναφέροντας στους υπαλλήλους του ηλεκτρολογείου να τοποθετήσουν ένα καλό ραδιόφωνο γιατί ο εγκαλών ήταν καλός πελάτης" ενώ έδωσε και χρήματα στο βοηθό ηλεκτρολόγο να αγοράσει το κατάλληλο πλαίσιο για το εν λόγω εξάρτημα. Όμως λίγες ώρες μετά την παραλαβή του οχήματος δέχθηκε ο εγκαλών τηλεφωνική κλήση από τον εκκαλούντα, ο οποίος του ανέφερε ότι αυτό το όχημα που του έδωσαν δεν είναι το δικό του ότι ήταν λανθασμένη εκτέλεση παραγγελίας και του ζήτησε να το επιστρέψει στο κατάστημα, πράγμα το οποίο και έπραξε ο εγκαλών, σε σχετική δε ερώτησή του για το πού ευρίσκεται το προοριζόμενο για αυτόν όχημα, έλαβε την απάντηση ότι η αντιπροσωπεία αυτοκινήτων που δεν εκτέλεσε την παραγγελία, ήταν η ετερρόρυθμη εταιρεία με την επωνυμία "Π ΕΠΕ". Ο εγκαλών στις 27-5-2006, ημεροχρονολογία κατά την οποία θα έπρεπε κατά τα συμφωνηθέντα να ολοκληρωθούν οι διαδικασίες μεταβιβάσεως, επισκέφθηκε εκ νέου το κατάστημα του εκκαλούντος, όπου έλαβε την διαβεβαίωση από τον εκκαλούντα και τον Ζ ότι μέχρι το τέλος της ημέρας θα έχει το αυτοκίνητο. Στις 29 Μαΐου 2006 ο εγκαλών συνοδευόμενος από την σύζυγό του Ν επισκέπτεται πάλι το ως άνω κατάστημα όπου σε συνομιλία με τον κατηγορούμενο Φ, αυτός προσπάθησε να τον καθησυχάσει επιδεικνύοντάς του μάλιστα εκ του μακρόθεν ένα έγγραφο και ισχυριζόμενος ότι αυτό αφορούσε την συγκεκριμένη μεταβίβαση και με αυτό εδίδετο η εντολή στην επιχείρησή τους να μεταβιβασθεί σ' αυτόν το όχημα από τον δικαιοπάροχο ιδιοκτήτη του πλην όμως η σύζυγός του Ν, αποσπώντας το έγγραφο αυτό από τα χέρια του ως άνω κατηγορουμένου, διαπίστωσε ότι το έγγραφο αυτό αφορούσε άλλο όχημα. Κατόπιν τούτου ο εγκαλών έντονα θορυβημένοι επικοινώνησε με τον ιδιοκτήτη της αντιπροσωπείας από την οποία είχε παραγγελθεί το αυτοκίνητο και εκπρόσωπο της εταιρείας "Π ΕΠΕ", από τον οποίο πληροφορήθηκε ότι ο εκκαλών είχε όντως παραγγείλει ένα αυτοκίνητο πλην όμως είχε δώσει ως προκαταβολή μόνο το ποσό των 2.000 ευρώ και για τον λόγο αυτό δεν παρεδίδετο το όχημα. Τελικώς και παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις του εγκαλούντος, η συναλλαγή δεν ολοκληρώθηκε, αφού δεν παραδόθηκε και δεν μεταβιβάσθηκε ποτέ το συγκεκριμένο αυτοκίνητο με την άδεια κυκλοφορίας του, όπως είχε συμφωνηθεί, ούτε βεβαίως επιστράφηκε όλο το ποσόν που ο Ψ κατέβαλε. Ο εκκαλών απολογούμενος αρνείται την κατηγορία και ισχυρίζεται ότι δεν στοιχειοθετείται το ως άνω αδίκημα διότι πρόκειται περί μελλοντικού γεγονότος καθόσον ο εγκαλών εγνώριζε ότι δεν κατείχε άδεια κυκλοφορίας δημοσίας χρήσεως ΤΑΧΙ και καινούργιο όχημα αλλά ότι θα προέβαινε στις ενέργειες για την εξασφάλιση αυτών.
Συνεπώς η παράσταση ενός εσωτερικού γεγονότος ως αληθινού, όπως και η πρόθεση του δράστη να μην εκτελέσει συμβατική ή νόμιμη υποχρέωσή του στο μέλλον δεν εμπίπτει στην έννοια γεγονότος και άρα δεν στοιχειοθετείται έγκλημα της απάτης αλλά πλέον διατηρείται μόνον συμβατική οφειλή ύψους 195.500 Ε απέναντι στον εγκαλούντα για την μη έως τώρα εκπλήρωση συμβατικής του υποχρεώσεώς του απέναντί του. Ο ισχυρισμός αυτός του εκκαλούντος είναι αβάσιμος καθόσον με την ψευδή αυτή παράσταση ότι δηλαδή η εξασφάλιση της αδείας κυκλοφορίας του οχήματος αλλά και του αμαξώματος είναι γεγονός βέβαιο, αφού η εταιρεία είναι φερέγγυα, αφού μπορεί να ανταποκριθεί στην υποχρέωσή της αυτή δηλώνεται εν τοις πράγμασι ότι υφίσταται η παρούσα δυνατότητα και φερεγγυότητα να επιτευχθεί η μεταβίβαση. Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν οι αναφερόμενες στο μέλλον υποσχέσεις να συνοδεύονται από ψευδείς διαβεβαιώσεις που όμως αναφέρονται στο παρόν και μάλιστα κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσης βάσει της εμφανιζομένης ψευδούς παραστάσεως. Καταφάσκεται δε η στοιχειοθέτηση απάτης και δη της λεγομένης "αστικής απάτης" όταν η πράγματι αναγόμενη στο μέλλον ψευδής υπόσχεση για την οποία προϋπήρχε απόφαση μη εκπλήρωσής της ή τα ψευδώς βεβαιούμενα μελλοντικά πραγματικά περιστατικά συνδέονται και συνοδεύονται από ταυτόχρονες ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων, ούτως ώστε να δημιουργείται η απατηλή εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσης με βάση την εμφανιζόμενη στο παρόν ψευδή κατάσταση εκ μέρους του υπαιτίου του έχοντος προειλημμένη την πρόθεση μη εκπληρώσεως της αναληφθείσας υποχρεώσεώς του". Ενόψει αυτών, έκρινε το Συμβούλιο Εφετών ότι προέκυψαν σοβαρές ενδείξεις κατά του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου για την αξιόποινη πράξη της απάτης κατά συναυτουργία με συνολικό όφελος ή συνολική ζημία, που υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ που προβλέπεται και τιμωρείται από τις διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1, 27 παρ. 1, 45, 386 παρ. 1-3 (όπως ισχύει) ΠΚ.
Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών και στη συνέχεια, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, απέρριψε ως κατ' ουσίαν αβάσιμη την έφεση, του ήδη αναιρεσείοντος κατηγορουμένου κατά του πρωτόδικου βουλεύματος, με το οποίο το Συμβούλιο Εφετών παρέπεμψε αυτόν ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (Κακουργημάτων), για να δικαστεί για την άνω κακουργηματική απάτη, επικυρώνοντας έτσι το πρωτόδικο βούλευμα, ως προς την παραπομπή του κατηγορουμένου, άνω διάταξή του, διέλαβε σ' αυτό την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της ως άνω αξιόποινης πράξης για την οποία παραπέμφθηκε ο κατηγορούμενος στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών για να δικαστεί, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις εφαρμοσθείσες ανωτέρω παρατεθείσες, διατάξεις του ουσιαστικού ποινικού δικαίου. Ειδικότερα, υπάρχει ειδική αιτιολογία ως προς το ότι ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος είχε σκοπό να περιποιήσει στον εαυτό του παράνομο περιουσιακό όφελος, ότι εν γνώσει του παρέστησε ψευδή γεγονότα ως αληθινά στον εγκαλούντα, παρασιωπώντας αληθινά γεγονότα και ότι με τις παραπλανητικές αυτές ενέργειές του, όπως παραπάνω στο προσβαλλόμενο βούλευμα αναφέρονται, επέφερε βλάβη στην περιουσία του εγκαλούντος που ανέρχεται στο ποσό των 195.500 ΕΥΡΩ, δηλαδή, υπερβαίνουσα το ποσό των 73.000 ΕΥΡΩ. Έτσι, υπάρχει ειδική αιτιολογία, για κακουργηματική κατά τα άνω τέλεση από τον κατηγορούμενο, σε βάρος του εγκαλούντος, της εν λόγω αξιόποινης πράξεως της απάτης κατά συναυτουργία, αφού αναφέρονται στο βούλευμα με κάθε λεπτομέρεια τα απαιτούμενα από τις διατάξεις των άρθρων 45 και 386 §§ 1, 3 ΠΚ για τη συγκρότηση των παραπάνω εννοιών, στοιχεία. Είναι αβάσιμες και πρέπει να απορριφθούν οι επιμέρους αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος και συγκεκριμένα ότι: 1) το Συμβούλιο Εφετών, με το προσβαλλούμενο βούλευμα σφάλλει κατά την υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στον κανόνα δικαίου διότι, όπως με την αίτησή του εκθέτει, η εξασφάλιση ή η δυνατότητα εξασφάλισης της αδείας ταξί ανάγεται στο μέλλον και δεν μπορεί να αποτελέσει γεγονός κατά την έννοια του 386 ΠΚ πολύ δε περισσότερο συνδεόμενο με την φερεγγυότητα της επιχείρησής του, η οποία δεν τελεί σε συνάρτηση με το γεγονός της εξασφάλισης ή μη της αδείας ταξί. Σε κάθε περίπτωση όμως, αυτός (αναιρεσείων) δεν θα είχε τελέσει το αδίκημα της απάτης, ακόμα και αν κατά το χρόνο της κατάρτισης της σύμβασης δεν είχε την πρόθεση να φανεί συνεπής με τη συμβατικώς υπεσχημένη υποχρέωσή του να πωλήσει στον εγκαλούντα το αυτοκίνητο (ταξί) με την άδεια κυκλοφορίας του. Όμως, κατά τα δεκτά γενόμενα ως από την ανάκριση προκύψαντα πραγματικά περιστατικά, το Συμβούλιο Εφετών, με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, έχει απορρίψει ως κατ' ουσίαν αβάσιμο τον ισχυρισμό αυτό, αφού δέχθηκε ότι οι αναφερόμενες στο μέλλον υποσχέσεις, συνοδεύονταν από ψευδείς διαβεβαιώσεις, που αναφέρονται στο παρόν και μάλιστα κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσης, με βάση την εμφανιζόμενη ψευδούς παράσταση. 2) Ότι η συμπεριφορά του σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεμελιώσει συναυτουργία στο εν λόγω αδίκημα, διότι στα πρόσωπα των συναυτουργών θα πρέπει να συντρέχουν οι ουσιαστικές προϋποθέσεις της τέλεσης του αδικήματος, ήτοι η παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή η αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων και, συνεπεία αυτής, η παραπλάνηση του θύματος σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή. Επομένως από τα αποδεικτικά μέσα που μνημονεύονται στο προσβαλλόμενο βούλευμα ,δεν προκύπτει η συμμετοχή του στην δημιουργία απατηλής πεποίθησης προς τον εγκαλούντα. Αβάσιμα όμως και στην περίπτωση αυτή, διότι το προσβαλλόμενο βούλευμα με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία έχει δεχθεί ως προκύψαντα από την όλη αποδεικτική διαδικασία τα πραγματικά περιστατικά της υποκειμενικής και αντικειμενικής συμμετοχής του στην παραπάνω αξιόποινη πράξη. Και 3) ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα τυγχάνει αναιρετέο, διότι περιέχει ελλείψεις και αντιφάσεις που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο ειδικά προς το αν αυτός (κατηγορούμένος) παρέστησε ψευδώς "γεγονός", που μπορεί να αποτελέσει στοιχείο της απάτης ή αν πρόκειται για αθέτηση συμβατικής υποχρέωσής του, που δεν συνιστά "γεγονός", κατά τα ανωτέρω, έστω και αν κατά τη σύναψη της συμφωνίας είχε την πρόθεση να μην φανεί συνεπής με τα συμβατικώς υπεσχημένα. Έτσι το προσβαλλόμενο Βούλευμα δεν έχει ως προς την έκθεση των αποδεικτικών μέσων και ως προς την αξιολόγησή τους την απαιτούμενη από το νόμο ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία περί των ενδείξεων ενοχής εις βάρος του και πρέπει κατά παραδοχή ως βάσιμων των ανωτέρω λόγων αναιρέσεώς του να αναιρεθεί. Αβάσιμη όμως είναι και η αιτίασή του αυτή, για τους παραπάνω εκτιθέμενους λόγους. Εξάλλου, ο Άρειος Πάγος δεν είναι δικαστήριο - συμβούλιο ουσίας έτσι ώστε να μπορεί να ελέγχει την ουσιαστική πλευρά της υπόθεσης, αλλά θεωρεί ως δεδομένα, ότι δηλ. όντως απεδείχθησαν αυτά που δέχεται ότι απεδείχθησαν το συμβούλιο με το προσβαλλόμενο βούλευμά του. Έτσι δεν συνιστά λόγον αναίρεσης για κακή εκτίμηση των εκ της ανακρίσεως προκυψάντων πραγματικών περιστατικών ή αντικρούων την υπό του βουλεύματος δεκτή γινομένη ύπαρξη αυτών, είναι απαράδεκτος. Επίσης, το Συμβούλιο Εφετών, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προαναφερόμενες διατάξεις, τις οποίες ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, αφού δεν έδωσε σε αυτές διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχουν και σωστά υπήγαγε σε αυτές τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την κυρία ανάκριση και συγκροτούν την υποκειμενική και αντικειμενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήματος, για το οποίο κρίθηκε ότι πρέπει να παραπεμφθεί ο αναιρεσείων. Ούτε επίσης εμφιλοχώρησε οποιαδήποτε αντίφαση, ασάφεια ή λογικό κενό στην αιτιολογία του βουλεύματος ή μεταξύ αυτού και του διατακτικού, ώστε να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των άνω διατάξεων.
Κατόπιν αυτών, τα παράπονα που διατυπώνει ο αναιρεσείων ότι εσφαλμένα με το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν έγινε με αυτό δεκτό η έφεσή του κατά του πρωτόδικου βουλεύματος, είναι αβάσιμα. Ακολούθως, ο προβαλλόμενος από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' ΚΠΔ, για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων που εφαρμόστηκαν στο βούλευμα, αλλά και ο από το αυτό άρθρο στοιχ. δ', για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας, που επιβάλλει το άρθρο 139 του αυτού Κώδικα, λόγος αναιρέσεως, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Οι λοιπές δε αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, που πλήττουν την ανέλεγκτη αναιρετικά περί τα πράγματα κρίση του Συμβουλίου, με την επίκληση του άνω λόγου, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες, εφόσον ο Αρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα του προσβαλλόμενου βουλεύματος σχετικά με τις παραδοχές αυτού και δεν συνιστά λόγο αναιρέσεως από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 484 παρ.1 ΚΠΔ η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (ΚΠΔ 583 παρ.1).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 6 Απριλίου 2009 αίτηση του Χγια αναίρεση του υπ' αριθμ. 449/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ΕΥΡΩ.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 13 Απριλίου 2010. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 22 Απριλίου 2010.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή