Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 62 / 2014    (Δ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Αριθμός 62/2014

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Δ' Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Νικόλαο Λεοντή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βασιλική Θάνου-Χριστοφίλου, Δημητρούλα Υφαντή, Ιωάννα Πετροπούλου και Μαρία Χυτήρογλου, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 1 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και της Γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών και κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο Πάρεδρο του ΝΣΚ Γεώργιο Βαμβακίδη με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσιβλήτου: Α. - Κ. Σ. του Ν.-Ρ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Θεόδωρο Παρασκευόπουλο με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ.2 ΚπολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 4-10-2007 αγωγή της ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2428/2008 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 2000/2010 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 12-11-2012 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης, Μαρία Χυτήρογλου, ανέγνωσε την από 4-10-2013 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της από 12-11-2012 και με αριθμό κατάθεσης 956/2012 αιτήσεως αναιρέσεως.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την από 12-11-2012 και αύξοντα αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 956/2012 αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου, ζητείται η αναίρεση της 2000/2010 απόφασης του Εφετείου Αθηνών, (διαδικασία μισθωτικών διαφορών), με την οποία έγινε δεκτή έφεση της ενάγουσας-εκμισθώτριας, ήδη αναιρεσίβλητης, και επιδικάστηκε, υπέρ αυτής, ποσό 3294,60 ευρώ, ως αποζημίωση χρήσεως, για την μετά την λήξη του συμβατικού χρόνου μίσθωσης, χρήση των μισθίων από το μισθωτή Ελληνικό Δημόσιο.
ΙΙ. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 28, (όπως τούτο συμπληρώθηκε με το άρθρο 1 του ΑΝ 1120/1938 και έλαβε τον αριθμό αυτό με το άρθρο 25 του ΑΝ 1540/1938), 29 (όπως και έλαβε τον αριθμό αυτό με το άρθρο 25 του ΑΝ 1540/1938) και 30 του ΠΔ της 19/1911 1932 "Περί στεγάσεως δημοσίων υπηρεσιών" που διατηρήθηκαν σε ισχύ με το άρθρο 34 του ΕισΝΑΚ, προκύπτει ότι, σε μισθώσεις για στέγαση δημόσιων υπηρεσιών αποκλείεται η σιωπηρή αναμίσθωση με την έννοια της σιωπηρής παράτασης της μίσθωσης με τους ίδιους όρους για αόριστο χρόνο. Η παράταση αυτής της σύμβασης είναι δυνατή, για ορισμένο και πάλι χρόνο, με την τήρηση όμως των διατυπώσεων και τη συνδρομή των προϋποθέσεων, τις οποίες τάσσει η του άρθρ. 29 του άνω π.δ/τος. Ειδικότερα, απαιτείται: α) δήλωση του Υπουργού των Οικονομικών (ήδη Νομάρχη), που να έχει κοινοποιηθεί στον εκμισθωτή δεκαπέντε τουλάχιστον ημέρες πριν από τη λήξη της μίσθωσης, β) πρόταση της Επιτροπής Στεγάσεως, και γ) διενέργεια δύο τουλάχιστον δημοπρασιών για τη μίσθωση άλλου ακινήτου, οι οποίες να απέβησαν άγονες ή το αποτέλεσμά τους να κρίθηκε ασύμφορο. Η χρησιμοποίηση του μισθίου ακινήτου από το Ελληνικό Δημόσιο μετά τη λήξη της σύμβασης μίσθωσης, κατά νομικό πλάσμα, θεωρείται σιωπηρή παράταση για το χρονικό διάστημα της χρησιμοποίησης και το δημόσιο υποχρεούται σε καταβολή του συμφωνημένου μισθώματος, μόνον εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρ. 611 ΑΚ, δηλαδή, εφόσον ο εκμισθωτής, παρόλο ότι γνωρίζει ότι το Ελληνικό Δημόσιο συνεχίζει να χρησιμοποιεί το μίσθιο ακίνητο, δεν εναντιώνεται. Ως εναντίωση, κατά την έννοια του νόμου αυτού, νοείται η δήλωση του εκμισθωτή, ότι δεν στέργει στη συνέχιση της μίσθωσης, είτε, γενικώς, είτε, με τους ίδιους όρους, η οποία, ως μονομερής απευθυντέα δήλωση, για την οποία δεν προβλέπεται συστατικός τύπος, μπορεί να είναι όχι μόνο, ρητή, αλλά και σιωπηρή, αρκεί να προκύπτει βούληση του εκμισθωτή, ότι δεν δέχεται την εξακολούθηση της μίσθωσης είτε γενικώς, είτε, με τους ίδιους όρους, γίνεται δε σε οποιοδήποτε. αρμόδιο για τη λήψη της, όργανο του δημοσίου,(ανεξάρτητα από το αν το όργανο αυτό το εκπροσωπεί κατά νόμο), ανάμεσα στα οποία περιλαμβάνεται ό προϊστάμενος της αρμόδιας ΔΟΥ και η στεγαζόμενη δημόσια υπηρεσία, και δεν είναι απαραίτητο να γίνει αποκλειστικώς προς τον Υπουργό Οικονομικών ή το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, όπως ορίζουν οι διατάξεις των άρθ. 5 και 6 του Διατάγματος της 16-6/10-7-1944 "περί Κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου", προκειμένου για δικόγραφα εισαγωγικά της δίκης. Τέτοια σιωπηρή εναντίωση αποτελεί, εκτός από την αγωγή απόδοσης του μισθίου και η δήλωση του εκμισθωτή ότι απαιτεί μίσθωμα μεγαλύτερο από εκείνο που καταβάλλεται κατά τη σιωπηρή παράταση της μίσθωσης. Αυτό δε για το λόγο ότι, εφόσον ως σιωπηρή παράταση νοείται η εξακολούθηση της μίσθωσης με τους όρους της σύμβασης μίσθωσης που έληξε και ουσιώδης όρος κάθε σύμβασης μίσθωσης πράγματος είναι το ύψος του μισθώματος η αναζήτηση μεγαλύτερου μισθώματος δεν αποτελεί τίποτε άλλο από εναντίωση στη συνέχιση της μίσθωσης. Αν παρά την εναντίωση του εκμισθωτή το Ελληνικό Δημόσιο αυθαιρέτως παρακρατεί και χρησιμοποιεί το μίσθιο, ευθύνεται κατά το άρθρο 601 ΑΚ για πλήρη αποζημίωση (ΑΠ 789/2009, ΑΠ 524/2007, ΑΠ 570/2000, ΑΠ 624/2000, ΑΠ 1194/1995, ΑΠ 1062/1992). Εξάλλου, στη διάταξη του άρθρου 601 ΑΚ ορίζεται: "ο μισθωτής, για όσο χρόνο παρακρατεί το μίσθιο μετά τη λήξη της μίσθωσης, οφείλει ως αποζημίωση το συμφωνημένο μίσθωμα, χωρίς αυτό να αποκλείει δικαίωμα του εκμισθωτή να απαιτήσει και άλλη περαιτέρω ζημία". Κατά τη διάταξη αυτή προϋποθέσεις για απαίτηση του συμφωνημένου μισθώματος, ως αποζημιώσεως χρήσεως, είναι η λήξη της μίσθωσης και η μετά ταύτα παράνομη παρακράτηση του μισθίου από τον μισθωτή, χωρίς να ερευνάται αν ο εκμισθωτής υπέστη ζημία από την καθυστέρηση της απόδοσης. Εκτός όμως, από την πιο πάνω αποζημίωση χρήσεως ο εκμισθωτής δικαιούται να απαιτήσει για την παρακράτηση του μισθίου και την αποκατάσταση κάθε άλλης περαιτέρω ζημίας κατά τις γενικές διατάξεις περί υπερημερίας του οφειλέτη (άρθρο 343 επ. ΑΚ), η οποία έχει ως προϋπόθεση το πταίσμα του οφειλέτη, το οποίο τεκμαίρεται και την ανυπαρξία αυτού οφείλει να επικαλεσθεί, κατ' ένσταση και αποδείξει ο οφειλέτης (άρθρα 336, 342 ΑΚ) για να απαλλαγεί. Τέτοια ζημία είναι συνήθως το μίσθωμα, το οποίο θα λάμβανε ο εκμισθωτής από άλλο μισθωτή, εάν του παραδιδόταν το μίσθιο κατά τη λήξη της μίσθωσης.
Επειδή, η νομική αοριστία της αγωγής, στηρίζει λόγο αναίρεσης για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου (άρθρο 559 αριθ.1 ΚΠολΔ), συντρέχει δε αν το δικαστήριο για τη θεμελίωση της αγωγής στο συγκεκριμένο κανόνα ουσιαστικού δικαίου αρκέστηκε σε στοιχεία λιγότερα ή αξίωσε περισσότερα από εκείνα που ο κανόνας αυτός απαιτεί για τη γένεση του οικείου δικαιώματος, κρίνοντας, αντιστοίχως, νόμιμη ή μη ,στηριζόμενη στο νόμο την αγωγή. Αντίθετα, η ποσοτική αοριστία της αγωγής, η οποία υπάρχει όταν δεν συγκεκριμενοποιούνται σ` αυτή όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά νόμον για τη στήριξη του αιτήματος, τα πραγματικά, δηλαδή, περιστατικά που απαρτίζουν την ιστορική βάση της αγωγής και προσδιορίζουν το αντικείμενο της δίκης, δημιουργεί λόγους αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 8 ή 14 ΚΠολΔ. Εξάλλου, ο από το άρθρο 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται, αν το δικαστήριο έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή, λαμβάνοντας υπόψη αναγκαία για τη θεμελίωσή της και την περιγραφή του αντικειμένου της δίκης γεγονότα που δεν εκτίθενται σε αυτή ή εάν απέρριψε ως αόριστη ή μη νόμιμη την αγωγή, παραγνωρίζοντας εκτιθέμενα για τη θεμελίωση της και την περιγραφή του αντικειμένου της δίκης γεγονότα, που με επάρκεια εκτίθενται σε αυτήν. Στην προκειμένη περίπτωση με την 2000/2010 απόφαση του Εφετείου Αθηνών κρίθηκε ότι η αγωγή της αναιρεσίβλητης είναι νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των αρθ. 601 και 611 ΑΚ όπως και εκείνες των αρθ. 29 παρ. 1 ν.3130/2003 και πδ 19/19-11-1932.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τις παραδοχές της άνω απόφασης.. " Στην προκειμένη περίπτωση η ενάγουσα εκθέτει στην αγωγή επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση ότι η μητέρα της Σ. Ο., ήδη αποβιώσασα, της οποίας είναι νόμιμη κληρονόμος από διαθήκη στο 1/2 εξ αδιαιρέτου κληρονομίας, κυρία των περιγραφομένων οριζοντίων ιδιοκτησιών πολυόροφης οικοδομής επί της οδού ... στην … και οι λοιποί ιδιοκτήτες αυτοτελών οριζόντιων ιδιοκτησιών της ίδιας πολυκατοικίας κατόπιν τηρήσεως των νομίμων διατυπώσεων δυνάμει του από 20-10-98 εγγράφου εκμίσθωσαν προς το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο τις ιδιοκτησίες τους για το διάστημα από 20-10-98 έως 27-11-01 προκειμένου να στεγαστεί η Ι ΔΟΥ Αθηνών. Ότι μετά την λήξη της μισθώσεως, διά της παρόδου του συμβατικού χρόνου, το εναγόμενο παρακράτησε τις μίσθιες οριζόντιες ιδιοκτησίες της μητέρας της και εξακολούθησε να τις χρησιμοποιεί μέχρι 25.7.2003, (οπότε καταρτίστηκε νέα μίσθωση μεταξύ των ιδιοκτητών και του Δημοσίου), χωρίς σχετικό δικαίωμα καταβάλλοντας της το αρχικό μίσθωμα από 561.333 δρχ (1647,33 ευρώ) ,και, διά της, χωρίς δικαίωμα χρήσης, ζημίωσε τη δικαιοπάροχό του κατά το επί πλέον ποσό που με πιθανότητα και κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων θα της απέφερε η ελεύθερη εκμίσθωση των οριζόντιων ιδιοκτησιών της σε τρίτους αν της είχαν αποδοθεί κατά την λήξη της μισθωτικής σύμβασης και δη κατά το ποσό των 614,97 ευρώ μηνιαίως το οποίο αποτελεί τη διαφορά μεταξύ αυτών που θα εισέπραττε κατά την ελεύθερη εκμίσθωση (2262,30 ευρώ μηνιαίως),ποσό που συνομολογήθηκε ως νέο μίσθωμα στη νέα μίσθωση με το Ελληνικό Δημόσιο και αυτού που εισέπραττε κατά το διάστημα της χωρίς δικαίωμα χρήσης του (1647,33 ευρώ). Καθ' υποφοράν η ενάγουσα εκθέτει στην αγωγή ότι η δικαιοπάροχός της διά αρμοδίως κοινοποιηθέντος εξωδίκου ,προ της λήξης του συμβατικού χρόνου λήξης, ρητώς εκδήλωσε την εναντίωσή της προς την συνέχιση της μίσθωσης και μάλιστα με τους ίδιους όρους. Με βάση τα περιστατικά αυτά η ενάγουσα ζητεί να υποχρεωθεί το Ελληνικό Δημόσιο να της καταβάλει νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής το συνολικό ποσό των 6139,70 ευρώ το οποίο αντιστοιχεί στο κληρονομικό της μερίδιο επί της οφειλομένης στην δικαιοπάροχό της από το Ελληνικό δημόσιο αποζημίωσης χρήσεως (614,97 ευρώ χ20 μήνες) 2) Υπό τα ανωτέρω εκτιθέμενα στην αγωγή περιστατικά είναι σαφές ότι η ενάγουσα ανεξάρτητα από τις αφηγηματικές της αναφορές στην εκμίσθωση προς το εναγόμενο και των λοιπών οριζόντιων ιδιοκτησιών της πολυκατοικίας από τους ιδιοκτήτες τους και στο γεγονός της ενιαίας χρήσης του κτηρίου από τον μισθωτή, δεν επικαλείται στην αγωγή μίσθωση της πολυκατοικίας ως συνόλου, (και ως εκ τούτο κοινωνία μεταξύ των ιδιοκτητών των επί μέρους ιδιοκτησιών ως προς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την μίσθωση), αλλά πολλές μισθώσεις που καταρτίστηκαν με το ίδιο έγγραφο. Κοινή μίσθωση του όλου οικήματος δεν θα ήταν άλλωστε νοητή εφόσον οι μισθούμενες οριζόντιες ιδιοκτησίες είναι κατά τα ιστορούμενα στην αγωγή αυτοτελείς κατόπιν σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας και οι ιδιοκτήτες τους δεν τελούν ως προς αυτές σε σχέση κοινωνίας ώστε να υφίσταται μίσθωση κοινού πράγματος. Εξάλλου, τα άνω περιστατικά της ιστορικής βάσης της είναι απολύτως επαρκή σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν για την θεμελίωση του αιτήματός της που στηρίζεται στις διατάξεις για τις οποίες έγινε πιο πάνω λόγος (σ.σ. Αρθ.28,29,30 παρ. 1 ν.3130/2003 και 601,611 ΑΚ) και δεν όφειλε η ενάγουσα ακόμη και στην περίπτωση που πραγματικά αναφερόταν στην αγωγή μισθωτή σχέση με εκμισθωτές ,κοινωνούς κοινού δικαιώματος να επικαλεστεί ως στοιχείο της βάσης της την εναντίωση της στην συνέχιση της μισθώσεως θεωρώντας ότι αναφέρεται στην επίδικη μίσθωση ως μίσθωση κοινού πράγματος κοινωνούς δικαιώματος εκμισθωτές όσο και ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των αναφερομένων στην νομική σκέψη της απόφασης των διατάξεων του Π.Δ 19/19-11-1932 και ΑΚ κρίνοντας ότι η αγωγή δεν είναι νόμιμη διότι σ' αυτήν δεν γίνεται επίκληση εναντίωσης και ως εκ τούτου νομίμου τρόπου λήξης της μίσθωσης και τα σχετικά παράπονα της εκκαλούσας στην έφεση είναι βάσιμα" . Από την επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής προκύπτει ότι με την αγωγή η ενάγουσα επικαλείται λήξη της συμβατικής σχέσης της με το Δημόσιο που αφορούσε την εκμίσθωση σ' αυτό δύο αυτοτελών ιδιοκτησιών της που βρίσκονται επί της επί της οδού ... στην … κειμένης πολυκατοικίας και όχι την εκμίσθωση κοινού ακινήτου, (όλης της πολυκατοικίας), ώστε να τίθεται περίπτωση εφαρμογής των διατάξεων 789 και 790 ΑΚ τα οποία το αναιρεσείον υποστηρίζει ότι παραβιάστηκαν με το να κριθεί η αγωγή νόμιμη. Εξάλλου, όπως επισημαίνεται και στην προσβαλόμενη απόφαση η εναντίωση του εκμισθωτή, (η οποία καθ' υποφοράν αναφέρεται στην κρινόμενη αγωγή), στην συνέχιση της σύμβασης μισθώσεως μετά το πέρας του συμβατικά ορισθέντος χρόνου , δεν είναι στοιχείο της αγωγής με την οποία ζητείται η επιδίκαση αποζημιώσεως σύμφωνα με την διάταξη του αρθ.601 ΑΚ, αφού, στην περίπτωση αυτή αρκεί ο εκμισθωτής-ενάγων να επικαλεστεί 1) τη σύμβαση μισθώσεως 2) τη λήξη αυτής και την εκ μέρους του μισθωτή παράνομη παρακράτηση του μισθίου και βεβαίως την ζημία (εκτός του μισθώματος) που υφίσταται. Η έλλειψη εναντίωσης στην εξακολούθηση της χρήσης του μισθίου από τον μισθωτή και ως εκ τούτου σιωπηρή αναμίσθωση της συμβάσεως είναι στοιχεία ενστάσεως που μπορεί να προβάλει το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο ως μισθωτής , προκειμένου να αποκρούσει την αγωγή εκ του αρθ. 601 ,611 ΑΚ για καταβολή αποζημίωσης.
Συνεπώς, στην προκειμένη περίπτωση η προσβαλόμενη απόφαση η οποία εκτίμησε το δικόγραφο σύμφωνα με όσα ανωτέρω διαλήφθηκαν, χωρίς να προσφύγει στις προτάσεις ή το δικόγραφο της έφεσης της αναιρεσίβλητης και την έκρινε νόμιμη, δεν υπέπεσε στις πλημμέλειες του αρθ.559 αρθ. 1 και 8 Κ.ΠΟλ.Δ και οι σχετικοί πρώτος και τρίτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παράγραφος 3 του Συντάγματος προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος απ` αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά, (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση του (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους αντιφατική αιτιολογία (ΟλΑΠ 1/99).
Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως το αναιρεσείον πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για παραβίαση εκ του αριθμού 19 του αρθ.559 Κ.Πολ.Δ διότι αυτή περιέλαβε ασαφείς και ελλιπείς αιτιολογίες ως προς το θέμα που έχει ιδιαίτερη σημασία στην έκβαση της δίκης ήτοι αν η σύμβαση μισθώσεως, ενόψει του ότι αφορούσε την στέγαση μιας ενιαίας οργανωμένης και αυτοτελούς δημόσιας υπηρεσίας, με κοινό μισθωτήριο και λοιπούς μισθωτικούς όρους, όπου συμμετείχαν, ως εκμισθωτές, το σύνολο των συνιδιοκτητών της πολυκατοικίας, ήταν σύμβαση ενός ή πολλών μεμονωμένων μισθίων, με αποτέλεσμα να καθίσταται δυσχερής ο αναιρετικός έλεγχος ως προς την εφαρμογή του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου.
Η προσβαλομένη απόφαση, κατά το ενδιαφέρον εν προκειμένω μέρος, δέχθηκε τα εξής: " " Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάστηκαν ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου οι οποίες περιέχονται στα πρακτικά της 2428/08 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και από τα έγγραφα τα οποία νομίμως προσκομίζουν με επίκληση οι διάδικοι αποδεικνύονται τα εξής: Με σύμβαση μισθώσεως που συνομολογήθηκε με βάση τις διατάξεις του πδ 19/19/11/1932 μετά από μειοδοτική δημοπρασία καταρτίστηκε με το από 20-10-1998 μισθωτήριο η ήδη αποβιώσασα μητέρα της ενάγουσας, της οποίας τυγχάνει η τελευταία καθολική διάδοχος από διαθήκη, κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου, Σ. Ο., είχε εκμισθώσει στο Ελληνικό Δημόσιο τρείς αυτοτελείς οριζόντιες ιδιοκτησίες κυριότητας της σε πολυκατοικία επί της οδού ... στην …και ειδικότερα τρία γραφεία του Α υπέρ το ισόγειο ορόφου με στοιχεία στην πράξη συστάσεως οριζόντιας ιδιοκτησίας (…/1979 της συμβολαιογράφου Καλλιθέας Αρ. Χατζάκη που μεταγράφηκε νομίμως Α1, Α2, Α3 εκτάσεως 59, 50, 93 και 78 τ.μ ,αντίστοιχα, και ένα γραφείο του Γ' υπέρ το ισόγειο ορόφου με στοιχείο Γ4 στην ίδια πιο πάνω πράξη και έκταση 30,50 τ.μ .Τις ιδιοκτησίες αυτές καθώς και τις υπόλοιπες της πολυκατοικίας που επίσης εκμισθώθηκαν από τους ιδιοκτήτες της στο Δημόσιο θα χρησιμοποιούνταν απ' αυτό προς στέγαση των υπηρεσιών της Ι ΔΟΥ Αθηνών. Ως χρόνος λήξεως της μισθώσεως συνομολογήθηκε μεταξύ των συμβαλλομένων η 27-11-2001 ως μίσθωμα δε για τις εκμισθωμένες ιδιοκτησίες της δικαιοπαρόχου της ενάγουσας το συνολικό ποσό των 561.333 δρχ (1647,22 ευρώ). Στις 23-11-2001 ,προ της εκπνοής του συμβατικού χρόνου, η εκμισθώτρια Σ. Ο. και πολλοί ακόμη από τους εκμισθωτές άλλων οριζόντιων ιδιοκτησιών, κοινοποίησαν προς τον Υπουργό των Οικονομικών ως εκπρόσωπο του Δημοσίου αλλά και προς το ΝΣΚ και την Κτηματική Υπηρεσία Αθηνών την από 23-11-2001 εξώδικη δήλωση τους (σχετικές οι …,…,…/23-11-2001 εκθέσεις επιδόσεως του δικ. Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …), στην οποία εξέφρασαν ρητώς την εναντίωση τους στη συνέχιση των μισθώσεων με τους ισχύοντες όρους.
Συνεπώς, και εφόσον η διάρκεια της μισθώσεως δεν παρατάθηκε ούτε με σχετική δήλωση του Δημοσίου υπό τις προϋποθέσεις που αναφέρθηκαν στη νομική σκέψη της απόφασης ,ούτε σιωπηρώς, λόγω μη εναντίωσης της εκμισθώτριας η μίσθωση έληξε στις 27-11-2001. Παρά ταύτα το Δημόσιο εξακολουθεί να παρακρατεί και να χρησιμοποιεί χωρίς δικαίωμα μέχρι 25-7-03, οπότε και σύμφωνα με νέο από 26-2-03 μισθωτήριο, στο οποίο φέρεται ως συμβαλλομένη (δι' αντιπροσώπου) και η Σ. Ο., άρχισε η νέα μίσθωση, τα προαναφερόμενα γραφεία της Σ. Ο., καταβάλλοντας ως αποζημίωση χρήσης το ανωτέρω ποσό που είχε καθοριστεί συμβατικώς. Αν, όμως, τα μίσθια γραφεία είχαν αποδοθεί στην εκμισθώτρια κατά την λήξη της μισθώσεως θα μπορούσε με πιθανότητα και κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων να εκμισθωθούν σε τρίτους και να της αποφέρουν μίσθωμα κατά 20% ψηλότερο (1976,79 ευρώ μηνιαίως και για τα 4 γραφεία) βάσει της θέσης τους σε εμπορικό σημείο της πόλης των Αθηνών, κοντά στην Ομόνοια, των διαστάσεών τους και της γνωστής αυξητικής τάσεως που παρουσίασαν τα μισθώματα των εμπορικών μισθίων κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα....." Από τις άνω παραδοχές προκύπτει ότι η απόφαση του Εφετείου περιέλαβε σαφείς και πλήρεις αιτιολογίες ως προς το βασικό θέμα του είδους του μισθίου ήτοι ότι αυτό αφορούσε αυτοτελείς ιδιοκτησίες της αρχικής εκμισθώτριας και όχι όλο το ακίνητο και ότι αρκούσε η προσωπική της εναντίωση (αναιρεσίβλητης) στην συνέχιση της σύμβασης μίσθωσης και ο περί του αντιθέτου λόγος αναιρέσεως εκ του αριθμού 19 του αρθ.559 Κ.ΠοΛ πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος .
Συνεπώς, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και καταδικαστεί το αναιρεσείον στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσίβλητης η οποία κατέθεσε προτάσεις (183 Κ.Πολ.Δ αρθ. 22 ν2882/2001)

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 12-11-2012 και με αύξοντα αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 956/2012 αίτηση αναίρεσης του Ελληνικού Δημοσίου κατά της 2000/2010 απόφασης του Εφετείου Αθηνών (διαδικασία μισθωτικών διαφορών) .
Καταδικάζει το αναιρεσείον στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσίβλητης τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 11 Δεκεμβρίου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 8 Ιανουαρίου 2014.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή