Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 123 / 2020    (Β1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)


Αριθμός 123/2020

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές, Ειρήνη Καλού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Σοφία Καρυστηναίου, Μαρία Νικολακέα, Αρετή Παπαδιά, και Σοφία Τζουμερκιώτη, αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του, την 19η Φεβρουαρίου 2019, με την παρουσία και της γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: Α. Σ. του Κ., κατοίκου ..., που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Ιωάννη Παγορόπουλου, ο οποίος δεν κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσίβλητου: Π. Σ. του Ν., κατοίκου ..., ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου Σταύρου Κόκκαλη, ο οποίος δεν κατέθεσε προτάσεις.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 30-6-2012 αγωγή του ήδη αναιρεσίβητου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο .... Εκδόθηκαν η 3440/2014 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 4792/2017 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου .... Την αναίρεση της τελευταίας, ζητεί ο αναιρεσείων με την από 20-12-2017 αίτησή του και τους από 14-1-2019 πρόσθετους λόγους της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Εισηγητής ορίσθηκε η αρεοπαγίτης Αρετή Παπαδιά. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος του αναιρεσίβλητου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στα δικαστικά έξοδα.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Υπόκεινται προς κρίση η από 20-12-2017 αίτηση αναιρέσεως και οι από 15-1-2019 πρόσθετοι λόγοι αυτής κατά της 4792/2017 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου ... που ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα και πρέπει, αφού συνεκδικασθούν (ΚΠολΔ 249), να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των λόγων τους.
2. Κατά το άρθρο 559 αριθμ. 14 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και εάν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως αναφέρεται σε ακυρότητες, δικαιώματα και απαράδεκτα από το δικονομικό μόνο δίκαιο. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 262 παρ. 1 του ΚΠολΔ, η ένσταση πρέπει να περιλαμβάνει ορισμένη αίτηση και σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν, άλλως απορρίπτεται, και αυτεπαγγέλτως, ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας. Η έλλειψη των παραπάνω στοιχείων δεν μπορεί να συμπληρωθεί με παραπομπή σε έγγραφα, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 416 του ΑΚ, που ορίζει ότι η ενοχή αποσβέννυται με καταβολή, συνάγεται ότι στοιχεία της ενστάσεως εξοφλήσεως είναι το ποσό που καταβλήθηκε, η αιτία και ο χρόνος καταβολής. Επομένως, για να είναι σαφής και ορισμένη, ειδικότερα, η υποβαλλόμενη από τον εναγόμενο εργοδότη ένσταση εξοφλήσεως των πάσης φύσεως αποδοχών και αξιώσεων του εργαζομένου από την σχέση εργασίας, με την επίκληση σχετικών έγγραφων στοιχείων (αποδείξεων πληρωμής, μισθοδοτικών καταστάσεων) περί πληρωμής όλων των απαιτήσεών του, δεν αρκεί να διαλαμβάνεται κατά τρόπο γενικό το συνολικό ποσό που καταβλήθηκε στον μισθωτό για την εργασία του, εκτός αν πρόκειται για μία και μόνη απαίτηση και προσδιορίζεται το ποσό και η αιτία της καταβολής, αλλά πρέπει να αναφέρονται αναλυτικά και τα επί μέρους ποσά που καταβλήθηκαν για την κάθε μία αιτία και ο χρόνος καταβολής αυτών, γιατί μόνο με αυτές τις διευκρινίσεις είναι εφικτός ο δικαστικός έλεγχος και η προστασία έτσι του εργαζομένου από τυχόν καταστρατήγηση των εργατικών νόμων που απαγορεύουν τον περιορισμό των δικαιωμάτων του για την απόληψη των ελαχίστων ορίων αποδοχών (άρθρα 3, 174, 679 ΑΚ, 8 του Ν. 2112/1920, 8 παρ. 4 του Ν. 4020/1959). Για τον λόγο αυτό, άλλωστε, με τα άρθρα 18 του Ν. 1082/1980 και 20 παρ. 2 του Ν. 1469/1984 (με την οποία παρ. 2 προστέθηκε εδάφιο ε' στο τέλος της παρ. 9 του άρθρου 26 του Α.Ν. 1846/1951) επιβάλλεται στους εργοδότες η υποχρέωση να χορηγούν, εφόσον πρόκειται περί φυσικών ή νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, κατά την εξόφληση των αποδοχών του προσωπικού τους, εκκαθαριστικό σημείωμα ή, σε περίπτωση εφαρμογής μηχανογραφικού συστήματος, ανάλυση μισθοδοσίας. Και στις δύο περιπτώσεις πρέπει να απεικονίζονται αναλυτικά οι πάσης φύσεως αποδοχές του προσωπικού, καθώς και οι κρατήσεις που έγιναν σ' αυτές (ΑΠ 1069/2014).
3.Στην προκείμενη περίπτωση, από τα διαδικαστικά έγγραφα παραδεκτώς επισκοπούμενα προκύπτει η ακόλουθη διαδικαστική πορεία της υπόθεσης : Με την από 30-6-2012 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου ... ο ενάγων εδώ αναιρεσίβλητος εκθέτει ότι προσλήφθηκε και εργάσθηκε στην επιχείρηση του εναγομένου, ήδη αναιρεσείοντος, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ως οδηγός τουριστικού λεωφορείου (ΠΟΥΛΜΑΝ) και ότι ο τελευταίος οφείλει να καταβάλει σ' αυτόν για επίδομα τροφής, διαφορές αποδοχών, αποζημίωση για διανυκτερεύσεις στο εξωτερικό, αμοιβή πρόσθετης εργασίας, αμοιβή υπερεργασίας και ιδιόρρυθμης υπερωριακής απασχολήσεως, για αποζημίωση λόγω παράνομης υπερωριακής απασχολήσεως, για αμοιβή λόγω εργασίας κατά τις Κυριακές και τις αργίες και για το επίδομα που δικαιούνται οι οδηγοί τουριστικών λεωφορείων, οι οποίοι εκτελούν τουριστικές μεταφορές (εποχιακό επίδομα), τα ποσά που αναλυτικά αναφέρονται στην αγωγή για κάθε μία από τις αξιώσεις του αυτές και συνολικά το ποσό των 87.157,32 ευρώ. Ζήτησε, ως εκ τούτου, μετά γενόμενο παραδεκτά περιορισμό του αγωγικού αιτήματος σε αναγνωριστικό, να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγομένου να του καταβάλει τα ποσά αυτά, κυρίως με βάση την μεταξύ τους σύμβαση εργασίας και επικουρικώς κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Επ' αυτής εκδόθηκε η 3440/2014 απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου που δέχθηκε αυτή εν μέρει για ποσό 48.858,00 ευρώ. Επί ασκηθείσας κατ' αυτής έφεσης του εναγομένου εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία έγιναν δεκτοί οι συναφείς με τα κεφάλαια αξιώσεων λόγω εργασίας κατά τις ημέρες ανάπαυσης και προσαύξησης λόγω εργασίας κατά τις Κυριακές λόγοι, εξαφανίστηκε κατά το μέρος αυτό η εκεί εκκαλουμένη, δικάστηκε εκ νέου η αγωγή κατά τα κεφάλαια αυτά και αναγνωρίστηκε η υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλει στον ενάγοντα για τις αιτίες αυτές ποσό 11.839,52 Ευρώ, έναντι του πρωτοδίκως επιδικασθέντος των 15.062,04 ευρώ. Ο αναιρεσείων, στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο με λόγο έφεσής του επανέφερε τον πρωτοδίκως προταθέντα προς απόκρουση της αγωγής αυτής ισχυρισμό εξόφλησης των ενδίκων αξιώσεων του αναιρεσιβλήτου, με την καταβολή κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, πέραν του μηνιαίου μισθού, "έξτρα παροχών" συνολικού ποσού 41.000 ευρώ και ότι αυτό προκύπτει από τις μετ' επικλήσεως με τις προτάσεις του ενώπιον του Εφετείου προσκομιζόμενες αποδείξεις πληρωμής - μισθοδοσίας του αντιδίκου του, φέρουσες την ανεπιφύλακτη υπογραφή του, στις οποίες αναφέρεται το συνολικό ποσό που κατέβαλε μηνιαίως, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα (1-3-2008 έως 28-6-2011), στον αναιρεσίβλητο για αποδοχές και αποζημιώσεις, παραθέτοντας στη συνέχεια το ύψος του ποσού, που κατέβαλε κάθε μήνα στον αναιρεσίβλητο για αποδοχές και αποζημιώσεις. Σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, η ένσταση αυτή εξοφλήσεως, υπό την παραπάνω διατύπωσή της, ήταν αόριστη, διότι δεν διελάμβανε τα καταβληθέντα επί μέρους ποσά για κάθε μία από τις ως άνω ένδικες αξιώσεις του αναιρεσιβλήτου, η αοριστία δε αυτή δεν μπορούσε να συμπληρωθεί παραδεκτά με τις επικαλούμενες από τον αναιρεσείοντα εξοφλητικές αποδείξεις, ενόψει μάλιστα και του ότι, κατά τα εκτιθέμενα στις προτάσεις του, οι αποδείξεις αυτές αναφέρουν μόνο το συνολικό ποσό που κατέβαλε ο αναιρεσείων στον αναιρεσίβλητο κάθε μήνα του επίδικου χρονικού διαστήματος για "έξτρα δρομολόγια" χωρίς περαιτέρω προσδιορισμό των επί μέρους ποσών, που απαρτίζουν το συνολικό αυτό ποσό, και της αιτίας για την οποία καταβλήθηκε κάθε επί μέρους ποσό, δηλαδή οι εν λόγω εξοφλητικές αποδείξεις δεν είναι αναλυτικές, σύμφωνα με τις επιταγές των παραπάνω διατάξεων των άρθρων 18 του Ν. 1082/1980 και 20 παρ. 2 του Ν. 1469/1984 και έτσι μπορεί να περιλαμβάνουν και καταβληθέντα ποσά προς εξόφληση άλλων απαιτήσεων του αναιρεσιβλήτου (όπως για δώρα εορτών, για αποδοχές και επίδομα αδείας κ.λπ.), που δεν περιελήφθησαν στην ένδικη αγωγή. Με τα δεδομένα αυτά, το Εφετείο, το οποίο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, απέρριψε ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας την προβληθείσα από τον αναιρεσείοντα ένσταση εξοφλήσεως, δεν κήρυξε παρά το νόμο απαράδεκτο και δεν παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 416, 424 (δικαίωμα για εξοφλητική απόδειξη) του ΑΚ, 18 του Ν. 1082/1980 και 20 παρ. 2 του Ν. 1469/1984. Επομένως, ο πρόσθετος δεύτερος λόγος, κατά το μέρος του, με τον οποίο προβάλλεται η εκ του άρθρου 559 αριθμ. 14 ΚΠολΔ πλημμέλεια, ότι παρά το νόμο το Εφετείο απέρριψε ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας την ένσταση εξοφλήσεως που προέβαλε ο αναιρεσείων, είναι αβάσιμος. Επίσης, ο πρώτος λόγος της αιτήσεως, κατά το μέρος του από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για παραβίαση των προαναφερθεισών ουσιαστικού δικαίου διατάξεων, και ο συναφής μ' αυτόν τρίτος πρόσθετος λόγος, ενιαίως κρινόμενοι, είναι αβάσιμοι. Ο ίδιος (πρώτος) λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, κατά το μέρος που αποδίδεται, ότι το Εφετείο δεν παραβίασε μόνο την διάταξη του άρθρου 416 ΑΚ, αλλά παραβίασε και τις διατάξεις των άρθρων 361, 422 ΑΚ (καταλογισμός σε περίπτωση περισσότερων χρεών), και ότι έτσι υπέπεσε στην από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, είναι απορριπτέος, προεχόντως, ως στηριζόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση, αφού, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δεν περιέλαβε κρίση σχετικά με ζήτημα περί εφαρμογής ή μη των διατάξεων αυτών, οι οποίες, πάντως, μετά την απόρριψη, κατά τ' άνω, της ενστάσεως εξοφλήσεως, που προέβαλε ο αναιρεσείων, ως απαράδεκτης λόγω αοριστίας, δεν ευρίσκουν πεδίο εφαρμογής στην ένδικη υπόθεση. 4. Κατά μεν την διάταξη του άρθρου 440 ΑΚ "ο συμψηφισμός επιφέρει απόσβεση των μεταξύ δύο προσώπων αμοιβαίων απαιτήσεων, όσο καλύπτονται, αν είναι ομοειδείς κατά το αντικείμενο και ληξιπρόθεσμες", κατά δε την διάταξη του επόμενου άρθρου 441 ΑΚ "ο συμψηφισμός επέρχεται αν ο ένας τον επικαλείται με δήλωση προς τον άλλο. Η πρόταση του συμψηφισμού επιφέρει απόσβεση των αμοιβαίων απαιτήσεων από τότε που συνυπήρξαν". Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται, ότι ο (μονομερής) συμψηφισμός αποτελεί όχι μόνο γνήσια ένσταση, αλλά και άσκηση διαπλαστικού δικαιώματος, το οποίο δημιουργείται από την στιγμή που δύο αντίθετες απαιτήσεις, οι οποίες πληρούν τις προϋποθέσεις του συμψηφισμού, θα συνυπάρξουν. Ο δικαιούχος της κάθε απαίτησης έχει, συνεπώς, από το χρονικό αυτό σημείο το δικαίωμα να αποσβέσει την απαίτηση του δανειστή του, προτείνοντας την ανταπαίτησή του σε συμψηφισμό, επέρχεται δε με την πρότασή του αυτή απόσβεση των αμοιβαίων απαιτήσεων, στο μέτρο κατά το οποίο καλύπτονται, αναδρομικώς, ανεξάρτητα από το αν θα γίνει ή όχι αποδεκτή από εκείνον στον οποίο απευθύνεται. Οι απαιτήσεις που συμψηφίζονται πρέπει να είναι ληξιπρόθεσμες, γίνεται όμως δεκτό ότι ληξιπρόθεσμη πρέπει να είναι η ανταπαίτηση, όχι και η απαίτηση. Αυτονόητο είναι ότι βασικό στοιχείο του συμψηφισμού είναι η ύπαρξη και η εγκυρότητα των συμψηφιζομένων απαιτήσεων. Έτσι, αν μία από τις απαιτήσεις δεν υπάρχει ή η σχετική σύμβαση από την οποία πηγάζει είναι άκυρη, ο συμψηφισμός δεν επιφέρει απόσβεση της άλλης απαιτήσεως. Η πρόταση του συμψηφισμού μπορεί να λάβει χώρα είτε εξώδικα, είτε ενώπιον του δικαστηρίου με την μορφή ενστάσεως, με την οποία και μόνο ενεργεί (άρθρο 442 ΑΚ). Στην προκείμενη περίπτωση από τα διαδικαστικά έγγραφα και την προσβαλλόμενη απόφαση, παραδεκτώς επισκοπούμενα, προκύπτει ότι ο αναιρεσείων, μεταξύ άλλων, είχε προτείνει πρωτοδίκως έναντι των ενδίκων αξιώσεων του ενάγοντος ένσταση συμψηφισμού ανταπαιτήσεων του ίδιου συνολικού ποσού 52.000 ευρώ, εκ των οποίων ποσό 41.000 ευρώ, αποτελείται από ποσά που ο ίδιος είχε καταβάλει στον αναιρεσίβλητο ενάγοντα ως παροχή για έξτρα δρομολόγια κατά τη διάρκεια της μεταξύ τους σύμβασης εργασίας, ποσό 5.000 ευρώ για περαιτέρω βοήθεια λόγω απόλυσης και ποσό 6.000 ευρώ ως δάνειο, τα οποία δεν όφειλε..Με τον τρίτο λόγο της από 17-12-2014 έφεσής του κατά της 3340/2014 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου ..., ο αναιρεσείων-εναγόμενος επανέφερε τον προταθέντα πρωτοδίκως ισχυρισμό του περί συμψηφισμού κατά το μέρος μόνο των ανταπαιτήσεων ποσού 41.000 ευρώ. Ο ανωτέρω περί συμψηφισμού ισχυρισμός, κατά το μέρος που επαναφέρθηκε στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν θεμελειώνει αξίωση του αναιρεσείοντος- εργοδότη κατά του εργαζόμενου- αναιρεσιβλήτου, εφόσον με το προεκτιθέμενο περιεχόμενο καταβλήθηκε στον τελευταίο ποσό 41.000 ευρώ ως αμοιβή έξτρα δρομολογίων με βάση τη μεταξύ τους σύμβαση εργασίας και δεν υπάρχει ανταπαίτηση και δη ληξιπρόθεσμη ώστε να προταθεί σε συμψηφισμό έναντι των ενδίκων. Το Εφετείο που απέρριψε την ένσταση συμψηφισμού κατά το ανωτέρω μέρος δεν παραβίασε τις διατάξεις που προαναφέρονται με εσφαλμένη υπαγωγή. Επομένως, ο τρίτος λόγος της αιτήσεως με τον οποίο αποδίδεται η από τον αρ.1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αναιρετική πλημμέλεια είναι αβάσιμος. Ο τρίτος λόγος της αιτήσεως, κατά το μέρος που αποδίδεται, κατ' εκτίμηση η από τον αρ.8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια ότι το Εφετείο, δεν έλαβε υπόψη την ένσταση συμψηφισμού κατά το μέρος που αφορά τις λοιπές προτεινόμενες σε συμψηφισμό ανταπαιτήσεις ποσών 5.000 και 6.000 ευρώ καθώς και οι συναφείς κατά το μέρος αυτό πρώτος και κατ'ορθή υπαγωγή δεύτερος πρόσθετοι λόγοι, είναι απαράδεκτοι, λόγω της μη επαναφοράς της ένστασης συμψηφισμού κατά το μέρος αυτό στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο.
5. Με το δεύτερο λόγο της αιτήσεως, ο αναιρεσείων, επικαλούμενος το άρθρο 559 αριθμ. 19 ΚΠολΔ, αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια, ότι διέλαβε ανεπαρκείς αιτιολογίες, γιατί δεν προσδιορίζει τις έννομες συνέπειες των καταβολών που πραγματοποίησε, προς εξόφληση, ολική ή έστω μερική, κατά το άρθρο 416 ΑΚ, των ενδίκων αξιώσεων του αναιρεσιβλήτου. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος, πρωτίστως, ως στηριζόμενος σε αναληθή προϋπόθεση, δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει καμία πραγματική παραδοχή και κανένα αποδεικτικό πόρισμα δεν διατύπωσε το Εφετείο αναφορικά με την εξόφληση, με καταβολή, ή μη των ενδίκων αξιώσεων του αναιρεσιβλήτου, τούτο διότι ο ισχυρισμός αυτός του αναιρεσείοντος ήταν, κατά τα προεκτεθέντα, αόριστος και απαράδεκτος. Περαιτέρω, η επικαλούμενη με τους τέταρτο και πέμπτο πρόσθετους λόγους από τον ίδιο αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αναιρετική πλημμέλεια, ότι το Εφετείο διέλαβε ανεπαρκείς αιτιολογίες κατά το μέρος που απέρριψε την ένσταση συμψηφισμού, απαραδέκτως, προβάλλεται, διότι με την προσβαλλόμενη, η ένσταση συμψηφισμού, κατά το μέρος που επαναφέρθηκε με λόγο έφεσης του αναιρεσείοντος, απορρίφθηκε ως μη νόμιμη και το δικαστήριο δεν διατύπωσε πραγματικές παραδοχές σε σχέση με την ένσταση αυτή και συνεπώς δεν ιδρύεται η επικαλούμενη αναιρετική πλημμέλεια. 6. Κατά τη διάταξη του άρθ. 559 αριθ.8 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και εάν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής "πράγματα", των οποίων η μη λήψη υπόψη, καίτοι προταθέντων κλπ., ιδρύει τον προβλεπόμενο ως άνω αναιρετικό λόγο, αποτελούν οι αυτοτελείς, νόμιμοι και παραδεκτά προταθέντες στο δικαστήριο της ουσίας πραγματικοί ισχυρισμοί, οι οποίοι συγκροτούν την ιστορική βάση και, επομένως, στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου (Ολ.ΑΠ 3/1997), και όχι και οι μη νόμιμοι, επουσιώδεις και αλυσιτελείς ισχυρισμοί που δεν ασκούν επίδραση στην έκβαση της δίκης και επί των οποίων το δικαστήριο δεν υποχρεούται ν' απαντήσει, ούτε η αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής ή τα επιχειρήματα ή συμπεράσματα από την εκτίμηση των αποδείξεων, δεν στοιχειοθετείται, όμως, σε κάθε περίπτωση ο λόγος αυτός αναίρεσης, όταν το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη προταθέντα ισχυρισμό και τον απορρίπτει για οποιονδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό (Ολ.ΑΠ 12/1997), τούτο δε συμβαίνει και όταν η απόφαση περιέχει παραδοχές αντίθετες με τον φερόμενο ως μη ληφθέντα υπόψη ισχυρισμό, απορρίπτει δηλ. αυτόν "εκ των πραγμάτων" κατ' ουσίαν. (ΑΠ 1721/2012).
Με τον πρώτο, δεύτερο, κατ' ορθή εκτίμηση, και όγδοο πρόσθετους λόγους της αιτήσεως αποδίδεται στην προσβαλλόμενη η αναιρετική πλημμέλεια ότι παρά το νόμο δεν έλαβε
υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και συγκεκριμένα τους παραδεκτώς προταθέντες και επαναφερθέντες με λόγους έφεσης ακόλουθους ισχυρισμούς: α) εξοφλήσεως των ενδίκων αξιώσεων, β) συμψηφισμού, γ) καταχρηστικής άσκησης του αγωγικού δικαιώματος και δ) αοριστίας του αγωγικού δικογράφου που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την προσβαλλόμενη απόφαση και τα διαδικαστικά έγγραφα προκύπτει ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο τους ανωτέρω ισχυρισμούς έλαβε υπόψη και απέρριψε, τον πρώτο ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας, το δεύτερο (κατά το μέρος που επαναφέρθηκε στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο) και τρίτο ως μη νόμιμους καθώς και τους συναφείς μ' αυτούς λόγους έφεσης. Ακόμη, το δικαστήριο της ουσίας με την απόφασή του αντιμετώπισε την ένσταση αοριστίας, έκρινε την αγωγή ορισμένη και απέρριψε το σχετικό μ' αυτή λόγο έφεσης.
Συνεπώς, οι πρόσθετοι λόγοι, από τον αρ.8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, πρώτος, δεύτερος και όγδοος είναι αβάσιμοι.
7. Ως αίτηση, που το δικαστήριο άφησε αδίκαστη, νοείται κατά το άρθρο 559 αριθ. 9 ΚΠολΔ όχι οποιαδήποτε αίτηση, που υποβλήθηκε από τους διαδίκους κατά τη διαδρομή της δίκης, αλλά μόνο εκείνη που αναφέρεται σε ιδιαίτερο κεφάλαιο της δίκης και προκαλεί εκκρεμοδικία. Έτσι, η παράλειψη του δικαστηρίου της ουσίας να λάβει υπόψη του ενστάσεις ή αντενστάσεις των διαδίκων δεν θεμελιώνει τον αναιρετικό λόγο του αριθμού 9 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αλλά εκείνον του αριθμού 8 του ίδιου άρθρου (ΑΠ 382/2002). Με τους πρόσθετους λόγους έκτο, έβδομο και ένατο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη η από το άρθρο 559 αριθ. 9 ΚΠολΔ αναιρετική πλημμέλεια, υπό την επίκληση ότι το Εφετείο, άφησε αδίκαστη την ένσταση αοριστίας και την ένσταση καταχρηστικής άσκησης. Όμως, οι λόγοι αυτοί, δεν ιδρύουν την επικαλούμενη πλημμέλεια από τον αρ.9 του άρθρου 559 ΚΠολΔ και ενιαίως κρινόμενοι είναι απαράδεκτοι.
7. Σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, που δεν κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτού (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 20-12-2017 αίτηση αναιρέσεως και τους από 14-1-2019 πρόσθετους λόγους περί αναιρέσεως της 4792/2017 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου .... -Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στην πληρωμή χιλίων εκατό (1.100) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 28η Ιουνίου 2019. Και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 7η Φεβρουαρίου 2020.
H ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή