Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1486 / 2007    (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)



Αριθμός 1486/2007

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β2΄ Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα Κολυβά, Αντιπρόεδρο, Ανδρέα Μαρκάκη, Ηλία Γιαννακάκη, Αθανάσιο Θεμέλη, Μάριο-Φώτιο Χατζηπανταζή, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 24 Απριλίου 2007, με την παρουσία και του Γραμματέα Αντωνίου Στυλιανουδάκη, για να δικάσει μεταξύ:

Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία "ΑΣΤΡΑ ΙΝΤΕΡΝΑΣΙΟΝΑΛ ΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΚΩΝ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΩΝ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΚΑΙ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ Α.Ε." και το διακριτικό τίτλο "ASTRA INTERNATIONAL S.A." που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Σπήλιο Παπαθανοσόπουλο, βάσει δηλώσεως του άρθρου 242§2 Κ.Πολ.Δ.
Της αναιρεσίβλητης: ...... , η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Διάκο, βάσει δηλώσεως του άρθρου 242§2 Κ.Πολ.Δ., ο οποίος δεν κατέθεσε προτάσεις.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10/12/2003 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2256/2004 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου, 6705/2005 του Εφετείου Αθηνών όπως συμπληρώθηκε με την 2123/2006 απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 14/6/2006 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω και ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αθανάσιος Θεμέλης, ανέγνωσε την από 3/4/2007 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της από 14/6/2006 αίτησης για αναίρεση της 6705/2005 απόφασης του Εφετείου Αθηνών, όπως συμπληρώθηκε με την 2123/2006 απόφαση του ίδιου Εφετείου.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ο από το άρθρο 559 αρ. 8 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται (και) όταν το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Στην έννοια των "πραγμάτων" περιλαμβάνονται και οι λόγοι της έφεσης. Επομένως, δεν στοιχειοθετείται ο λόγος αυτός αν το δικαστήριο που δίκασε έλαβε υπόψη τον προταθέντα ισχυρισμό και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό (Ολ. Α.Π. 12/1991). Με τον πρώτο από το άρθρο 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δεν έλαβε υπόψη του ισχυρισμό της αναιρεσείουσας που περιείχετο στις πρωτόδικες προτάσεις της, στις προτάσεις της ενώπιον του Εφετείου και στον πρώτο λόγο της έφεσής της, ότι η δεύτερη καταγγελία της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας της αναιρεσίβλητης, την 18-9-2003, έλαβε χώρα διότι η αναιρεσείουσα είναι τελείως αδύνατο να δεχθεί την αναιρεσίβλητη στην εργασία της και στο χώρο της επιχειρήσεώς της, αφού εξέλιπε η προς το πρόσωπό της εμπιστοσύνη, δεν υπάρχει έδαφος συνεργασίας, μετά τη μεσολάβηση δικαστικών ενεργειών, τη διενέργεια ενόρκων βεβαιώσεων, αντεγκλήσεων, προσφυγών στην επιθεώρηση εργασίας, την αποστολή πληθώρας εξωδίκων, τη συνεχή επίδειξη κακοπιστίας εκ μέρους της αναιρεσίβλητης, ακόμη και για την είσπραξη από αυτήν των χρημάτων που επιδίκασαν υπέρ αυτής το δικαστήριο, επήλθε απόλυτη ψυχρότητα, η οποία δεν επιτρέπει την απόλυτη ηρεμία προς λειτουργία της επιχείρησης. Το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε ότι και η δεύτερη αυτή καταγγελία της συμβάσεως εργασίας της τής αναιρεσίβλητης από την αναιρεσείουσα την 18-9-2003 έγινε προς ικανοποίηση του αισθήματος εκδίκησης του νόμιμου εκπροσώπου της αναιρεσείουσας, για την διεκδίκηση από μέρους της αναιρεσίβλητης των νόμιμων δικαιωμάτων της από την εργασιακή σχέση και την νικηφόρο διεξαγωγή του δικαστικού αγώνα που αφορούσε την πρώτη απόλυση και όχι για το καλώς νοούμενο συμφέρον της επιχείρησης και επειδή εξέλιπε η προς το πρόσωπο της αναιρεσίβλητης οριστικά εμπιστοσύνη και ήταν αδύνατη η συνεργασία τους μετά το δικαστικό αγώνα που μεσολάβησε, αφού η εκ μέρους του εργαζομένου διενέργεια δικαστικού αγώνα προς διεκδίκηση νόμιμων δικαιωμάτων του, δεν συνιστά γεγονός κλονιστικό της εμπιστοσύνης του εργοδότη, παρά μόνο αν συνοδεύεται από κακοβουλία και προκλητική συμπεριφορά του μισθωτού κατά τη διεξαγωγή του, γεγονός που δεν αποδείχθηκε στην προκειμένη περίπτωση αφού η δεύτερη καταγγελία της εργασιακής σύμβασης έγινε πριν λάβει χώρα οποιαδήποτε συνεργασία ή πρόκληση της αναιρεσίβλητης στην εργασία της και μάλιστα ως άμεση απάντηση στην 6300/2002 απόφαση του Εφετείου και πριν την επίδοσή της, μετά την πρώτη απόλυση δεν μεσολάβησαν γεγονότα που να δικαιολογούν την επιδείνωση των μεταξύ τους σχέσεων, αφού και ο δικαστικός αγώνας μεταξύ τους διεξήχθη με πνεύμα ευπρέπειας εκ μέρους της αναιρεσίβλητης και δεν υπήρξε κάποιο στοιχείο σε βάρος της ικανότητας της αναιρεσίβλητης το διάστημα που εργάσθηκε στην αναιρεσείουσα. Ότι δεν προέκυψε ότι η καθυστέρηση στην καταβολή των μισθών υπερημερίας από μέρους της αναιρεσείουσας οφείλεται σε υπαιτιότητα της αναιρεσίβλητης αφού η αναιρεσείουσα ως εργοδότρια είχε δικαίωμα να ζητήσει και να λάβει πληροφορίες από τον ΟΑΕΔ σχετικά με το ποσό που καταβλήθηκε στην αναιρεσίβλητη ως επίδομα ανεργίας για να το αφαιρέσει από τους μισθούς υπερημερίας, ως και έπραξε, αφετέρου το σχετικό έγγραφο του ΟΑΕΔ βρισκόταν στην επιχείρηση από 18-9-2003. Ότι, περαιτέρω, η μήνυση κατά της αναιρεσείουσας και των μαρτύρων της, που κατατέθηκε την 29-9-1994, δηλαδή σε χρόνο πολύ μεταγενέστερο από την έκδοση της 6300/2003 απόφαση του δικαστηρίου (Εφετείου) και τη δεύτερη απόλυση και λίγο πριν τη συζήτηση της δεύτερης αγωγής της αναιρεσίβλητης επί της οποίας εκδόθηκε η πρωτόδικη απόφαση, κρίθηκε ως προσχηματική. Στη συνέχεια το Εφετείο απέρριψε κατ' ουσίαν αβάσιμο τον πρώτο λόγο της έφεσης της αναιρεσείουσας. Επομένως, ο λόγος αυτός, κατά την από τον αρ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ θεμελίωσή του, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
Από τις διατάξεις των άρθρων 118 παρ. 4, 562 παρ. 2, 566 παρ. 1, 577 παρ. 3 και 578 ΚΠολΔ συνάγεται ότι όταν η αγωγή κρίθηκε κατ' ουσία βάσιμη ή αβάσιμη, για να είναι ορισμένος και άρα παραδεκτός ο λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προσάπτεται στο δικαστήριο της ουσίας ευθεία ή εκ πλαγίου παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου (άρθρ. 559 αρ. 1 και 19 ΚΠολΔ), δεν αρκεί να εκτίθενται στο αναιρετήριο το κατά την εκδοχή του αναιρεσείοντος πραγματικό μέρος της υποθέσεως, οι διατάξεις που φέρονται ότι παραβιάστηκαν, η έννοια που αποδίδει σ'αυτές ο αναιρεσείων και το συμπέρασμα του δικαστηρίου που φέρεται ως προϊόν ερμηνευτικού ή υπαγωγικού σφάλματος, αλλά πρέπει επιπλέον να αναφέρονται με πληρότητα και σαφήνεια οι ουσιαστικές παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε το δικαστήριο ως θεμελιωτικά της κρίσεώς του για το βάσιμο ή αβάσιμο της αγωγής (ή άλλης αυτοτελούς αιτήσεως ή ανταιτήσεως), αφού διαφορετικά δεν είναι δυνατή, με βάση το περιεχόμενο του αναιρετηρίου, η στοιχειοθέτηση των σχετικών λόγων αναιρέσεως, διότι η ευδοκίμηση της αναίρεσης εξαρτάται, σύμφωνα με το άρθρο 578 ΚΠολΔ, από την ορθότητα όχι των νομικών αιτιολογιών, αλλά του διατακτικού της προσβαλλόμενης απόφασης, το οποίο συνάπτεται αιτιωδώς με τις ουσιαστικές παραδοχές του δικαστηρίου. Επομένως η έκθεση των παραδοχών αυτών στο αναιρετήριο είναι αναγκαία για να μπορεί να ελεγχθεί από το περιεχόμενό του αν η αποδιδομένη στην απόφαση παραβίαση κανόνα του ουσιαστικού δικαίου οδήγησε σε εσφαλμένο διατακτικό ή αν τα δεκτά γενόμενα πραγματικά γεγονότα που συγκροτούν την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού εκτίθενται επαρκώς και χωρίς αντιφάσεις στην απόφαση, ώστε να αποβαίνει εφικτός ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου και συνακόλουθα της ορθότητας του διατακτικού. Εξ άλλου δεν επιτρέπεται συμπλήρωση του αναιρετηρίου με την προσβαλλόμενη απόφαση ή άλλα διατακτικά έγγραφα. Στην προκειμένη περίπτωση με τους από το άρθρο 559 αρ. 1 και 19 ΚΠολΔ, δεύτερο, τρίτο (κατά το πρώτο μέρος του), και πέμπτο λόγους της αναίρεσης πλήσσεται η προσβαλλόμενη απόφαση, όπως αυτή συμπληρώθηκε με την 2123/2006 απόφαση του ίδιου δικαστηρίου, διότι 1) Το Εφετείο, κρίνοντας την από 18-9-2003 δεύτερη καταγγελία της σύμβασης εργασίας της αναιρεσίβλητης άκυρη ως καταχρηστική, παραβίασε ευθέως τους κανόνες ουσιαστικού δικαίου των άρθρων 669 παρ. 1 και 2, 281 Α.Κ., 5 παρ. 3 Ν. 3198/1955, όπως ισχύει με το Ν. 2556/1997, και τα διδάγματα της κοινής πείρας, 2) με ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες το Εφετείο δεν δέχθηκε τον αυτοτελή ισχυρισμό της αναιρεσείουσας περί της καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος της αναιρεσίβλητης να αξιώσει μισθούς υπερημερίας (άρθρ. 656 Α.Κ.), ενώ προσφέρθηκε σ'αυτήν η ίδια ακριβώς εργασία της τηλεφωνήτριας στην εταιρία "SPACE LINE A.E." και 3) με ανεπαρκείς αιτιολογίες δέχθηκε ότι η αναιρεσίβλητη δεν είναι εύκολο να εξεύρει εργασία "και αυτό οφείλεται, κατά τη μείζονα σκέψη, που αναλύει στο σκεπτικό, στην ηλικία της, όντας 49 ετών κατά την άσκηση της αγωγής. Στο αναιρετήριο, όμως, ενώ εκτίθεται σύντομο ιστορικό της υποθέσεως, το κατά τις απόψεις της αναιρεσείουσας πραγματικό μέρος και μεμονωμένες νομικές σκέψεις και αποσπασματικές παραδοχές του Εφετείου, δεν παρατίθενται με πληρότητα, αλλά μόνο, με επιλεκτικές αναφορές οι ουσιαστικές παραδοχές του Δικαστηρίου, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε τούτο ως αποδειχθέντα, για να στηρίξει την φερομένη ως λανθασμένη ή ανεπαρκώς αιτιολογημένη κρίση του. Επομένως, με βάση το περιεχόμενο του αναιρετηρίου, του οποίου δεν επιτρέπεται συμπλήρωση, κατά τα προεκτεθέντα, δεν είναι δυνατό να ελεγχθούν και να στοιχειοθετηθούν οι ανωτέρω αναιρετικοί λόγοι, οι οποίοι πρέπει γι' αυτό να απορριφθούν ως αόριστοι.
Από τις διατάξεις των άρθρων 340 και 559 αρ. 8 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι η αξιοπιστία των μαρτύρων και η εκτίμηση των από αυτούς κατατιθεμένων ανατίθεται στην κυριαρχική και ανέλεγκτη εξουσία του δικαστηρίου της ουσίας. Στην αξιοπιστία των μαρτύρων ανάγεται και η συνδρομή των περιστάσεων, υπό τις οποίες λαμβάνεται υπόψη και η μαρτυρία περί πραγμάτων, τα οποία ο μάρτυρας έμαθε από τρίτους. Το θέμα δε τούτο δεν εμπίπτει στην έννοια των πραγμάτων που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Επομένως, ο τρίτος λόγος, κατά το δεύτερο μέρος του, από το άρθρο 559 αρ. 8 και 19 ΚΠολΔ, με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση με ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες δέχθηκε ότι οι αναφερόμενες καταθέσεις των μαρτύρων που επικαλέσθηκε και προσκόμισε η αναιρεσείουσα δεν είναι πειστικές, χωρίς όμως να διαλαμβάνει σε ποιές περιπτώσεις θα εκρίνοντο πειστικές και για ποιό λόγο αρνείται να δεχθεί το περιεχόμενό τους, είναι απαράδεκτος και πρέπει να απορριφθεί. Με τον τέταρτο λόγο αναίρεσης, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από το άρθρο 559 αρ. 11 ΚΠολΔ πλημμέλεια, στην οποία φέρεται ότι υπέπεσε το Εφετείο με το να μη λάβει υπόψη του έγγραφα και μάλιστα τα φύλλα των εφημερίδων τα οποία με επίκληση η αναιρεσείουσα προσκόμισε πρωτόδικα και κατ' έφεση, από τα οποία προέκυψε ότι η αναιρεσίβλητη ευχερώς και συντόμως είχε τη δυνατότητα να εξεύρει την ίδια ακριβώς εργασία, την οποία παρείχε και στην αναιρεσείουσα, εφόσον τα φύλλα αυτά περιείχαν δημοσίευση αγγελιών για την πρόσληψη υπαλλήλων σε εταιρίες AUDIOTEX (τηλεηχοπληροφόρησης) για παροχή τηλεφωνικής εργασίας. Από το περιεχόμενο όμως της προσβαλλόμενης απόφασης, και ιδίως την υπάρχουσα σ'αυτή ρητή βεβαίωση του Εφετείου ότι για να καταλήξει στο αποδεικτικό το πόρισμα έλαβε υπόψη του "και τα έγγραφα που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι", και τις αιτιολογίες της απόφασης για την απόρριψη κατ' ουσία του ως άνω ισχυρισμού της αναιρεσείουσας, προκύπτει αναμφίβολα ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη του και τα αναφερόμενα ως άνω έγγραφα. Επομένως ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 14-6-2006 αίτηση της εταιρίας με την επωνυμία "ΑΣΤΡΑ ΙΝΤΕΡΝΑΣΙΟΝΑΛ ΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΚΩΝ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΩΝ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΚΑΙ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΑΕ" για αναίρεση της 6705/2005 απόφασης του Εφετείου Αθηνών, όπως συμπληρώθηκε με την 2123/2006 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου.

Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων είκοσι (420) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 22 Μαΐου 2007. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 19 Ιουνίου 2007.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ




<< Επιστροφή