Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 915 / 2010    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Πλαστογραφία.




Περίληψη:
Παραπεμπτικό βούλευμα για πλαστογραφία με χρήση σε βαθμό κακουργήματος. Απόρριψη λόγων αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικού ποινικού νόμου.




Αριθμός 915/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ζ' Ποιν. Τμήμα-ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Θεοδώρα Γκοϊνη Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο και Βασίλειο Φράγγος-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Κολιοκώστα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 10 Μαρτίου 2010, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση
της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης Χ, κατοίκου ..., περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ.1186/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Με πολιτικώς ενάγουσα την Εταιρεία Περιορισμένης Ευθύνης με την επωνυμία "ΤΝΤ ΣΚΑΙΠΑΚ (ΕΛΛΑΣ) ΕΠΕ", που εδρεύει στο Ελληνικό ... και εκπροσωπείται νόμιμα.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και η αναιρεσείουσα-κατηγορούμενη ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 16 Ιουλίου 2009 αίτησή της, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1132/09. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Κολιοκώστας εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του , με αριθμό 49/4.2.2010, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
"Εισάγω, κατά το άρθρο 485 παρ. 1 του ΚΠΔ, την 148/16.07.2009 αίτηση (δήλωση) της κατηγορουμένης Χ, κατοίκου ..., για αναίρεση του 1186/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτω τα ακόλουθα: Ι. Με το 3119/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών έχει παραπεμφθεί η αναιρεσείουσα κατηγορουμένη ενώπιον του ακροατηρίου του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (για τα κακουργήματα), προκειμένου να δικασθεί για: α) πλαστογραφία μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, με συνολικό όφελος και αντίστοιχη συνολική ζημία που υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ και β) έκδοση ακάλυπτης επιταγής. Κατά του βουλεύματος αυτού, και μόνο κατά το μέρος που αφορά την πράξη της πλαστογραφίας, άσκησε την 591/24.11.2008 έφεση, η οποία απορρίφθηκε κατ' ουσία με το προσβαλλόμενο 1186/2009 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και επικυρώθηκε το εκκαλούμενο βούλευμα, αφού διορθώθηκε και συμπληρώθηκε το διατακτικό του.
ΙΙ. Η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, με την οποία πλήττεται το παραπάνω εφετειακό βούλευμα, είναι νομότυπη, εμπρόθεσμη και παραδεκτή, ασκηθείσα από πρόσωπο που δικαιούται προς τούτο και κατά βουλεύματος που υπόκειται σε αναίρεση, περιέχει δε με τρόπο ορισμένο ως λόγους αναιρέσεως, την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως (άρθρα 462, 463, 465 παρ. 1, 473 παρ.1, 474 παρ. 1, 482 παρ. 1α και 484 παρ.1 στοιχ. β' και δ' του ΚΠΔ) και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω κατ' ουσία.
ΙΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 του ΠΚ "όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο, ΅ε σκοπό να παραπλανήσει ΅ε τη χρήση του άλλον σχετικά ΅ε γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τι΅ωρείται ΅ε φυλάκιση τουλάχιστον τριών ΅ηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση". Από τη διάταξη αυτή, η οποία αποβλέπει στην προστασία της ασφάλειας και ακεραιότητας των εγγράφων συναλλαγών, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλή΅ατος της πλαστογραφίας απαιτείται αντικει΅ενικώς ΅εν, από την αρχή κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, που το εμφανίζει ότι καταρτίσθηκε από άλλον, ή νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του εγγράφου, υποκειμενικώς δε, δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση πραγματώσεως των περιστατικών που απαρτίζουν την αντικειμενική υπόσταση και σκοπός του δράστη να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, όπως είναι εκείνο το γεγονός το οποίο είναι πρόσφορο για τη δημιουργία, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσεως, ασχέτως αν επιτεύχθηκε ή όχι η παραπλάνηση, ενώ η χρήση πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου από τον πλαστογράφο, αποτελεί επιβαρυντική περίσταση, σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 216. Για τη θεμελίωση της βαρύτερης μορφής της πλαστογραφίας και την κατάφαση του κακουργηματικού χαρακτήρα αυτής, που προβλέπεται στο εδάφιο β' της παρ. 3 του αυτού άρθρου, όπως το εδάφιο αυτό προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 2β του Ν. 2721/1999, απαιτείται ο υπαίτιος να διαπράττει πλαστογραφίες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και πρόσθετος σκοπός αυτού για συνολικό όφελος ή ζημία που υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δρχ. ή των 15.000 ευρώ, σύμφωνα με την επίσημη αντιστοιχία που καθορίστηκε με το άρθρο 5 του Ν. 2943/2001. Ως περιουσιακό όφελος νοείται κάθε βελτίωση της περιουσιακής καταστάσεως του δράστη ή άλλου, υπέρ του οποίου ενεργεί, η οποία επέρχεται με την αύξηση της οικονομικής αξίας της περιουσίας του ωφελουμένου ή με την προσπόριση άλλων ωφελημάτων οικονομικού χαρακτήρα ή με την αποφυγή της μειώσεως της περιουσίας του με βλάβη άλλου, η οποία και μόνη αρκεί για τη θεμελίωση της πλαστογραφίας. Αμέσως ζημιούμενος από το έγκλημα της πλαστογραφίας δεν είναι μόνο εκείνος, του οποίου πλαστογραφήθηκε η υπογραφή ή νοθεύθηκε το έγγραφο του οποίου είναι εκδότης, αλλά και όποιος ζημιώνεται αμέσως από τη χρήση του. Για τη στοιχειοθέτηση κακουργηματικής πλαστογραφίας δεν είναι αναγκαίο η περιουσιακή μετακίνηση να είναι άμεσα συνδεδεμένη με αυτήν, με την έννοια ότι θα πρέπει να επέρχεται ευθέως και αμέσως δια μόνης της υλικής πράξεως της καταρτίσεως ή νοθεύσεως εγγράφου. Αρκεί ότι το όφελος ή η περιουσιακή ζημία έχουν ενταχθεί στον επιδιωκόμενο σκοπό και στο εν γένει με την πλαστογραφία παραπλανητικό σχέδιο του δράστη και με την κατάρτιση του πλαστού εγγράφου διαμορφώνονται οι όροι και προϋποθέσεις για να υπάρξει στη συνέχεια η δυνατότητα έστω και με την παρεμβολή άλλων ενεργειών του δράστη, χρονικώς επόμενων της καταρτίσεως του πλαστού εγγράφου, να επέλθει το σκοπηθέν όφελος ή η περιουσιακή ζημία. Οι τυχόν επιπρόσθετες και επόμενες ενέργειες του δράστη δεν αναιρούν το πρόσφορο της πλαστογραφίας ή της νοθεύσεως να επιφέρει το περιουσιακό όφελος ή την περιουσιακή ζημία την οποία επιδιώκει ο δράστης, αφού κατά την έννοια της ερμηνευόμενης διατάξεως για τη θεμελίωση του αξιοποίνου ο νόμος απέβλεψε όχι στην αμεσότητα της ενέργειας του δράστη σε σχέση με το αποτέλεσμα της περιουσιακής βλάβης ή του οφέλους, αλλά στην αμεσότητα του κινδύνου τον οποίο ενέχει αυτή καθ' εαυτή η υλική πράξη της πλαστογραφίας, έστω και αν πρέπει να ακολουθήσει ενδεχομένως και περαιτέρω ενέργεια αυτού, η οποία ουσιαστικώς ενεργοποιεί τον κίνδυνο της επελεύσεως του οφέλους ή της βλάβης. Περί των ανωτέρω, τέλος, συνηγορεί και το γεγονός ότι η πλαστογραφία υπό οποιαδήποτε μορφή (κατάρτιση πλαστού ή νόθευση γνησίου εγγράφου) ή διαβάθμιση του αξιοποίνου της, διαπλάσσεται στον νόμο ως έγκλημα σκοπού και με αυτήν, δια της συστηματικής εντάξεώς της στο περί τα υπομνήματα κεφάλαιο του ΠΚ, σκοπείται η ασφάλεια και ακεραιότητα των εγγράφων συναλλαγών και όχι των περιουσιακών δικαίων (Ολ.ΑΠ 3/2008, ΑΠ 826/2009, ΑΠ 805/209, ΑΠ 573/2009). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 13 περ. στ' του ΠΚ, κατ' επάγγελμα τέλεση της πράξεως συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση αυτής ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περιστάσεωςς τελέσεως του εγκλήματος κατ' επάγγελμα απαιτείται, αντικειμενικά μεν, επανειλημμένη τέλεση αυτού, υποκειμενικά δε, σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεσή του, χωρίς να απαιτείται προηγούμενη καταδίκη του δράστη για το έγκλημα αυτό. Κατά συνήθεια δε τέλεση του εγκλήματος, συντρέχει όταν από τη επανειλημμένη τέλεση της πράξεως προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος, ως στοιχείο της προσωπικότητας αυτού. Επανειλημμένη τέλεση συντρέχει και επί διαπράξεως του εγκλήματος κατ' εξακολούθηση, αφού πρόκειται για μορφή πραγματικής ομοειδούς συρροής. Εξάλλου, κατ' επάγγελμα τέλεση υπάρχει και όταν η πράξη τελείται το πρώτον, όχι όμως ευκαιριακώς, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και της οργανωμένης ετοιμότητάς του, με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως, προκύπτει σκοπός του προς πορισμό εισοδήματος (ΑΠ 845/2009, ΑΠ 212/2009, ΑΠ 1615/2008). Τέλος, από το άρθρο 98 του ΠΚ προκύπτει ότι κατ' εξακολούθηση έγκλημα είναι εκείνο το οποίο τελείται από το ίδιο πρόσωπο και απαρτίζεται από περισσότερες ομοειδές πράξεις, διακρινόμενες χρονικά μεταξύ τους, που προσβάλλουν το ίδιο έννομο αγαθό και κάθε μία περιέχει πλήρη τα στοιχεία ενός και του αυτού εγκλήματος, συνδέονται δε μεταξύ τους με την ταυτότητα της προς εκτέλεση αποφάσεως (ΑΠ 1473/2009, ΑΠ 930/2009).
ΙV. Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ΚΠΔ προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτό εκτίθενται με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, διά το οποίο έχει ασκηθεί ποινική δίωξη, τα αποδεικτικά μέσα που θεμελιώνουν τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε και κρίθηκε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις, ικανές να στηρίξουν την κατηγορία και την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα τα οποία ελήφθησαν υπόψη από το συμβούλιο, για την παραπεμπτική κρίση του, αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσεως. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το συμβούλιο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως όλα τα αποδεικτικά στοιχεία - και όχι μόνο μερικά από αυτά κατ' επιλογή - όπως αυτό επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠΔ (Ολ.ΑΠ 1/2005, Ολ.ΑΠ 9/2001, ΑΠ 932/2009). Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού αιτιολογία, στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή και προκύπτει από τα περιστατικά που αναφέρονται σ' αυτή, εκτός αν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία, για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως την εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τελέσεως της πράξεως (άμεσος δόλος) ή το σκοπό επελεύσεως ορισμένου αποτελέσματος (υπερχειλής δόλος), όπως στο έγκλημα της πλαστογραφίας μετά χρήσεως (ΑΠ 705/2009, ΑΠ 54/2008). Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ή η ενδεικτική αναφορά μερικών από αυτές, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως εκάστου αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως, αφού στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί της συνδρομής επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου κρίση του Συμβουλίου (ΑΠ 1554/2009, ΑΠ 1409/2009). Η επιβαλλόμενη από τις προαναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ αιτιολογία υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, όταν η αιτιολογία της είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, με την οποία συντάσσεται το Συμβούλιο. (Ολ.ΑΠ 1227/1979, ΑΠ 881/2009, ΑΠ 573/2009). Εξάλλου, λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. β' του ΚΠΔ, συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει, όταν το συμβούλιο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά, που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν το πόρισμα του συμβουλίου που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό του βουλεύματος και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με συνέπεια να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νομίμου βάσεως (Ολ.1/2005, Ολ.ΑΠ 9/2001, Ολ.ΑΠ 1778/1993, ΑΠ 1749/2009, ΑΠ 1160/2009). V. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο 1186/2009 βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών που το εξέδωσε, με επιτρεπτή καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών με την οποία συντάχθηκε και με δικές του περαιτέρω σκέψεις, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι από τα αποδεικτικά μέσα τα οποία παραθέτει γενικά κατά το είδος τους και συγκεκριμένα, από το σύνολο του συλλεγέντος αποδεικτικού υλικού και ειδικότερα από τις καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων, όλα τα έγγραφα της δικογραφίας, σε συνδυασμό με τις απολογίες της κατηγορουμένης κατά την κυρία ανάκριση, προέκυψαν τα εξής, κατά πιστή μεταφορά τους, πραγματικά περιστατικά: "Το έτος 1999, η κατηγορουμένη Χ προσελήφθη ως βοηθός λογιστού, στην εγκαλούσα εταιρία "ΤΝΤ ΣΚΑΪΠΑΚ (ΕΛΛΑΣ) Ε.Π.Ε.", η οποία δραστηριοποείται στην έναντι αμοιβής ταχυμεταφορά εγγράφων και μικροδεμάτων εντός και εκτός Ελλάδος. Στα καθήκοντα της κατηγορουμένης συμπεριλαμβάνοντο, μεταξύ άλλων, η καταχώρηση, τήρηση και επεξεργασία των στοιχείων της εταιρίας στο μηχανογραφικό πρόγραμμά της, η παραλαβή, καταμέτρηση και καταχώρηση των μετρητών χρημάτων και των επιταγών που ελάμβανε η εταιρία, η αποστολή και κατάθεση, μέσω των εισπρακτόρων της εταιρίας, των μετρητών και των επιταγών στις τράπεζες με σκοπό την κατάθεσή τους στους τηρούμενους λογαριασμούς, η επαλήθευση των τραπεζικών καταθέσεων της εγκαλούσας εταιρίας, ο έλεγχος των εταιρικών εισπράξεων, καθώς και η καταχώρηση όλων των παραπάνω στοιχείων στο μηχανογραφικό σύστημα της εταιρίας. Έχοντας στην κατοχή της, λόγω της ανωτέρω ιδιότητός της, μεταχρονολογημένες επιταγές πελατών της εργοδότριάς της εταιρίας, η κατηγορουμένη, από το τέλος του έτους 2002, αντιμετωπίζοντας οικονομικά προβλήματα, προέβη στην νόθευσή τους με τον ακόλουθο τρόπο. Στην οπισθία όψη των επιταγών αυτών και στην θέση της πρώτης οπισθογραφήσεως έθετε χωρίς δικαίωμα ή εξουσιοδότηση την σφραγίδα της εγκαλούσας εταιρίας, σε διαταγή της οποίας είχαν εκδοθεί, καθώς και μία υπογραφή, που διέφερε εμφανώς από την δική της, έτσι ώστε να φαίνεται ότι οι επιταγές αυτές είχαν οπισθογραφηθεί νομίμως από τον νόμιμο εκπρόσωπο της εγκαλούσας και παραδοθεί σ' αυτήν. Ακολούθως, ενεφανίζετο στην πληρώτρια τράπεζα ως τελευταία νόμιμη πλέον κομίστρια των επιταγών αυτών, έθετε και την δική της υπογραφή στην θέση της δεύτερης οπισθογραφήσεως, τις κατέθετε και εισέπραττε, ιδιοποιούμενη παράνομα, τα αντίστοιχα χρηματικά ποσά. Για να καλύπτει μάλιστα την παράνομη αυτή δραστηριότητά της, καταχωρούσε στο μηχανογραφικό σύστημα της εγκαλούσας εταιρίας μεταγενέστερες ημερομηνίες πληρωμής για κάθε μία από τις επιταγές αυτές, έτσι ώστε, ενώ ήδη αυτή είχε εισπράξει τα αντίστοιχα χρηματικά ποσά, να μη γίνεται αντιληπτό αυτό κατά το ενδιάμεσο χρονικό διάστημα. Με τον τρόπο αυτό, η κατηγορουμένη ενόθευσε, εμφάνισε προς πληρωμή και εισέπραξε, χωρίς ακολούθως να καταθέσει στους λογαριασμούς της εγκαλούσας εταιρίας, τις ακόλουθες δέκα (10) επιταγές, που συνολικά ενσωμάτωναν το ποσό των 15.393,90 ευρώ: 1) την υπ'αριθμ.... επιταγή της Τράπεζας ALPHA BANK, ποσού 3.254,33 ευρώ, εκδόσεως της εταιρίας "Helma AE", στην Αθήνα, στις 8-1-2003, σε διαταγή της εγκαλούσας εταιρίας, 2) την υπ'αριθμ. ...επιταγή της ιδίας τράπεζας, ποσού 52,75 ευρώ, εκδόσεως της εταιρίας "Hellas Can", στην Αθήνα, στις 16-12-2002, σε διαταγή της εγκαλούσας, 3) την υπ'αριθμ.... επιταγή της ιδίας τράπεζας, ποσού 2.984,51 ευρώ, εκδόσεως της "Imperial Tobacco Hellas A.E.", στην Αθήνα, στις 8-1-2003, σε διαταγή της εγκαλούσας, 4) την υπ'αριθμ. ... επιταγή της ιδίας τράπεζας, ποσού 331,18 ευρώ, εκδόσεως της εταιρίας ..., στην Αθήνα, στις 7.1.2003, σε διαταγή της εγκαλούσας, 5) την υπ'αριθμ. ... επιταγή της ιδίας τράπεζας, ποσού 535,22 ευρώ, εκδόσεως της εταιρίας "Φορτούνα ΕΠΕ", στην Αθήνα, στις 8-1-2003, σε διαταγή της εγκαλούσας, 6) την υπ'αριθμ. ... επιταγή της ιδίας τράπεζας, ποσού 1.057,72 ευρώ, εκδόσεως της εταιρίας "Kodak Near East", στην Αθήνα, στις 12-2-2003, σε διαταγή της εγκαλούσας, 7) την υπ'αριθμ....επιταγή της ιδίας τράπεζας, ποσού 94,40 ευρώ, εκδόσεως της εταιρίας... Α.Ε.", στην Αθήνα, στις 18-2-2003, σε διαταγή της εγκαλούσας, 8) την υπ'αριθμ. ... επιταγή της ιδίας τράπεζας, ποσού 315,14 ευρώ, εκδόσεως της εταιρίας ...Α.Ε.", στην Αθήνα, στις 18-2-2003, σε διαταγή της εγκαλούσας, 9) την υπ'αριθμ. ... επιταγή της ιδίας τράπεζας, ποσού 2.268,65 ευρώ, εκδόσεως της εταιρίας "'Εναρξις-Δυναμικά Μέσα ΕΠΕ", στην Αθήνα, στις 14-2-2003, σε διαταγή της εγκαλούσας και 10) την υπ'αριθμ. ... επιταγή της ιδίας τράπεζας, ποσού 4.500 ευρώ, εκδόσεως της εταιρίας "Union Optic ABEE", στην Αθήνα, στις 30-1-2004, σε διαταγή της εγκαλούσας. Βέβαια, κατά την διάρκεια της ανάκρισης η κατηγορουμένη υποστήριξε ότι ναι μεν υπεξήρεσε τα ως άνω χρηματικά ποσά, δεν διέπραξε όμως το αδίκημα της πλαστογραφίας μετά χρήσεως που της αποδίδεται, καθόσον από την εγκαλούσα εταιρία της είχε παρασχεθεί η άτυπη εξουσιοδότηση να θέτει την εταιρική σφραγίδα και την υπογραφή της στην θέση της πρώτης οπισθογραφήσεως, προκειμένου να εισπράττονται οι επιταγές από αυτήν και να κατατίθεται το αντίκρυσμα στους εταιρικούς λογαριασμούς. Ακόμη όμως και αν αληθεύει ο ισχυρισμός αυτός, ο οποίος ούτως ή άλλως δεν απεδείχθη, είναι σαφές ότι η εν λόγω εξουσιοδότηση θα τελούσε υπό τον αυτονόητο όρο της εν συνεχεία καταθέσεως του αντικρύσματος των ως άνω επιταγών στους τραπεζικούς λογαριασμούς της δικαιούχου εγκαλούσας εταιρίας. Και τούτο διότι θα ήταν παράλογο να δεχθεί κανείς ότι η εγκαλούσα εταιρία θα εξουσιοδοτούσε την κατηγορουμένη και θα την διευκόλυνε με τον τρόπο αυτό να υπεξαιρέσει περιουσιακά της στοιχεία. Τέλος, με την υπό κρίση έφεση η κατηγορουμένη προέβαλε και ένα νέο ισχυρισμό, ότι δηλαδή, ούτως ή άλλως, τα χρήματα που εισέπραττε από την κατάθεση των ως άνω δέκα επιταγών δεν τα υπεξαιρούσε, αλλά τα κατέθετε αυθημερόν στον υπ'αριθμ. ... λογαριασμό όψεως που διατηρούσε η εργοδότριά της εταιρία στην ALPHA BANK (κατ/μα ...), ζητεί δε από το Συμβούλιό σας, αν αυτό δεν πείθεται για την αλήθεια του ως άνω ισχυρισμού της, να διατάξει την διενέργεια περαιτέρω κυρίας ανακρίσεως, προκειμένου να προσκομισθούν από την εγκαλούσα εταιρία και την ως άνω τράπεζα οι αναλυτικές καταστάσεις κίνησης του συγκεκριμένου λογαριασμού, καθώς και αντίγραφα των σχετικών αποδεικτικών κατάθεσης των χρημάτων στον ανωτέρω λογαριασμό. Και ο τελευταίος όμως αυτός ισχυρισμός, υποβληθείς το πρώτον με την υπό κρίση έφεση και ερχόμενος σε αντίθεση με τα προγενεστέρως υποστηριζόμενα από την ίδια την εκκαλούσα, ως αντιφατικός και οψιγενής, στερείται ουσιαστικής βασιμότητος. Το αίτημα άλλωστε για συμπλήρωση της κυρίας ανάκρισης αποσκοπεί, κατά τη γνώμη μας, στην παρέλκυση της διαδικασίας και στην παραγραφή της πλημμεληματικού χαρακτήρα πράξεως της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, η οποία επίσης αποδίδεται στην κατηγορουμένη με το προσβαλλόμενο, αλλά μη εκκληθέν ως προς την πλημμεληματική αυτή πράξη, βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, η οποία φέρεται τελεσθείσα την 3-8-2004. Σημειώνεται ότι τόσο στις από 16.3.06 και από 23-11-07 απολογίες της, όσο και με τα από 4-5-06 και 10-12-07 απολογητικά της υπομνήματα, ουδέποτε η κατηγορουμένη υπέβαλε παρόμοιο ισχυρισμό, ο οποίος, αν βέβαια ήτο αληθής, ως καταλυτικός της κατηγορίας, θα είχε αμέσως υποβληθεί στην Ανακρίτρια. Ούτε βεβαίως από το με ημερομηνία 30-1-2004 αποδεικτικό καταθέσεως μετρητών, που η κατηγορουμένη προσεκόμισε, προκύπτει ότι αυτό αφορά την υπ'αριθμ. ... επιταγή της ALPHA BAK, αφού ουδεμία σχετική αναφορά γίνεται στο σώμα του εν λόγω αποδεικτικού. Ενόψει των ανωτέρω εκτεθέντων πραγματικών περιστατικών και σκέψεων, είναι προφανές ότι το Συμβούλιο Πλημ/κών Αθηνών, που αποφάνθηκε ότι συντρέχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής σε βάρος της κατηγορουμένης για την πράξη της πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, από την οποία το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ και την παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικαστεί ως υπαίτια αυτής, δεν έσφαλε, αλλά ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις. Και τούτο, εκτός των άλλων, διότι από την επανειλημμένη (κατ' εξακολούθηση) τέλεση του ως άνω εγκλήματος, καθώς και από την προπεριγραφείσα υποδομή και το σχέδιο, βάσει του οποίου η εκκαλούσα ενήργησε, προκύπτει, αφενός μεν σκοπός της για πορισμό εισοδήματος εξ αυτού, αφετέρου δε σταθερή ροπή της προς την διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος, ως στοιχείο της προσωπικότητάς της. Συνακόλουθα και η υπό κρίση έφεση πρέπει να απορριφθεί ως κατ' ουσίαν αβάσιμη, να επικυρωθεί κατά το κεφάλαιο αυτό το εκκαλούμενο βούλευμα και να...διορθωθεί και συμπληρωθεί επιτρεπτώς το διατακτικό του....[και συνεχίζει το Συμβούλιο Εφετών με δικές του σκέψεις] Συμπληρωματικά, πρέπει να σημειωθεί ότι η κατηγορουμένη εκκαλούσα με το από 10.12.2007 συμπληρωματικό απολογητικό υπόμνημα ρητά ομολογεί την υπεξαίρεση του ποσού των 15.393,90 ευρώ, που εισέπραξε από τις ένδικες δέκα επιταγές και την επιστροφή του στη συνέχεια στην εγκαλούσα (βλ. σελ. δεύτερη στίχους 3-14), γεγονός που είναι αντιφατικό με το νέο ισχυρισμό της ότι τα χρήματα που εισέπραξε από τις άνω επιταγές δεν τα υπεξαίρεσε αλλά τα κατέθεσε στο λογαριασμό της εγκαλούσας και συνεπώς η τελευταία δεν έχει υποστεί ζημία. Ο ισχυρισμός αυτός κρίνεται αβάσιμος, αφού από την από 30.1.2004 απόδειξη της Αlpha Bank περί κατάθεσης ποσού 4.500 ευρώ στις 30.1.2004 στο λογαριασμό της εγκαλούσας, που η κατηγορουμένη προσκομίζει προς απόδειξη μέρους του ισχυρισμού της, δεν προκύπτει ότι το ποσό αυτό κατατέθηκε από την κατηγορουμένη και αφορά το ποσό που εισέπραξε από την πληρωμή της υπ' αριθμό 10 επιταγής. Αν ο ισχυρισμός της κατηγορουμένης ήταν αληθινός, κρίνεται ότι η τελευταία θα είχε λάβει (και θα είχε προσκομίσει) από την πληρώτρια Τράπεζα τις σχετικές αναλυτικές βεβαιώσεις, τις οποίες αν υπήρχαν η πληρώτρια Τράπεζα δεν θα είχε αρνηθεί να τις χορηγήσει, αφού είναι προφανές το έννομο συμφέρον της, ενόψει της παραπομπής της για την παραπάνω κακουργηματική πράξη...."
V. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών και στη συνέχεια, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, απέρριψε ως κατ' ουσία αβάσιμη την έφεση της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης και επικύρωσε το εκκαλούμενο βούλευμα, αφού προηγουμένως διόρθωσε και συμπλήρωσε το διατακτικό του, διέλαβε σ' αυτό, την απαιτούμενη, κατά τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήματος για το οποίο παραπέμφθηκε η κατηγορουμένη στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (για τα κακουργήματα) για να δικασθεί, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς και τις σκέψεις και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 στοιχ. γ' και στ', 18, 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1-2, 98 και 216 παρ. 1 και 3β του ΠΚ που εφάρμοσε, τις οποίες δεν παραβίασε ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου με ασαφείς ή αντιφατικές αιτιολογίες και έτσι δεν στέρησε το βούλευμα από νόμιμη βάση. Προκύπτει δε ότι το Συμβούλιο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο μερικά από αυτά, προκειμένου να μορφώσει την παραπεμπτική για την κατηγορουμένη κρίση του, το γεγονός δε ότι δόθηκε διαφορετική αποδεικτική αξία σε ορισμένα από αυτά δεν σημαίνει ότι τα υπόλοιπα αγνοήθηκαν. Ειδικότερα, ως προς τις προβαλλόμενες από την αναιρεσείουσα επιμέρους αιτιάσεις: α) αναφέρεται στην αιτιολογία του προσβαλλόμενου βουλεύματος ο τρόπος με τον οποίο αυτή τέλεσε το έγκλημα της πλαστογραφίας - νοθεύσεως εγγράφου μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση και προσδιορίζεται η ταυτότητα των νοθευμένων με τον τρόπο αυτό εγγράφων, ήτοι των μεταχρονολογημένων επιταγών, β) γίνεται ιδιαίτερη μνεία για το δόλο της κατηγορουμένης, καθώς και για το σκοπό αυτής να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος που υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 15.000 ευρώ, γ) εξειδικεύεται η περαιτέρω χρήση της νοθευμένων εγγράφων (επιταγών) με την παραδοχή ότι τις εμφάνισε στις πληρώτριες Τράπεζες και εισέπραξε τα ποσά που αυτές ενσωμάτωναν, δ) εκτίθενται συγκεκριμένα περιστατικά που θεμελιώνουν την παραδοχή ότι από την επανειλημμένη (κατ' εξακολούθηση) τέλεση της πράξεως της πλαστογραφίας, την περιγραφόμενη υποδομή που είχε διαμορφώσει και το σχέδιο βάσει του οποίου ενήργησε, προκύπτει σκοπός πορισμού εισοδήματος και ότι από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως προκύπτει σταθερή ροπή αυτής προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως χαρακτηριστικό στοιχείο της προσωπικότητάς της και ε) απάντησε αιτιολογημένα στους αρνητικούς της κατηγορίας ισχυρισμούς της εκκαλούσας κατηγορουμένης και παρέθεσε επ' αυτών συγκριμένα πραγματικά περιστατικά και σκέψεις. Η αιτίαση της αναιρεσείουσας ότι το Συμβούλιο Εφετών απέρριψε αναιτιολόγητα το αίτημά της για διενέργεια περαιτέρω ανακρίσεως είναι προεχόντως απαράδεκτη, ως αόριστη, αφού δεν παραθέτει συγκεκριμένα περιστατικά που να τη στηρίζουν, δηλαδή για ποιο θέμα έπρεπε να διεξαχθεί περαιτέρω ανάκριση. Επομένως, οι προβαλλόμενοι από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' και δ' του ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων που εφαρμόστηκαν στο βούλευμα, είναι κατ' ουσία αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Όλες οι λοιπές αιτιάσεις της αναιρεσείουσας, οι διαλαμβανόμενες στην κρινόμενη αίτηση, με τις οποίες, υπό την επίκληση των παραπάνω λόγων, κατ' επίφαση, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Συμβουλίου, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες, εφόσον ο ’ρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα του προσβαλλόμενου βουλεύματος σχετικά με τις παραδοχές αυτού και δεν συνιστά λόγο αναιρέσεως, από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 484 παρ. 1 του ΚΠΔ, η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών. Στην κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, διατυπώνεται αίτημα της αναιρεσείουσας, για αυτοπρόσωπη εμφάνισή της ενώπιον του συμβουλίου τούτου, για την παροχή διευκρινίσεων. Το αίτημα αυτό είναι νόμιμο, κατ' άρθρο 309 παρ. 2 και 485 του ΚΠΔ, πλην, όμως, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμο, ενόψει του ότι η αναιρεσείουσα, με τα πολυσέλιδα δικόγραφα της εφέσεως και της αναιρέσεως, καθώς και τα συνημμένα υπομνήματά της, έχει αναπτύξει διεξοδικά προς υπεράσπισή της τις απόψεις της για την υπόθεση, ώστε η παρουσία της στο συμβούλιο να παρέλκει για περαιτέρω διευκρίνιση αυτών. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ. 1 του ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Να απορριφθεί το αίτημα της αναιρεσείουσας για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιον του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου σε Συμβούλιο. Να απορριφθεί η 148/16.07.2009 αίτηση (δήλωση) της Χ, κατοίκου ..., για αναίρεση του 1186/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και Να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.- Αθήνα, 10 Ιανουαρίου 2010 Ο Αντεισαγγελεύς του Αρείου Πάγου Γεώργιος Ν. Κολιοκώστας
Αφού άκουσε τον παραπάνω Αντεισαγγελέα που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση έπειτα αποχώρησε.

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από το άρθρο 216 παρ. 1 και 2 ΠΚ, προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται, αντικειμενικώς μεν, κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, που το εμφανίζει ότι καταρτίσθηκε από άλλον, ή νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή, αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του εγγράφου, υποκειμενικώς δε δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση πραγματώσεως των περιστατικών που απαρτίζουν την αντικειμενική υπόσταση και σκοπός του δράστη να παραπλανήσει με τη χρήση πλαστού άλλον για γεγονός, που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, όπως είναι εκείνο το γεγονός, το οποίο είναι πρόσφορο για τη δημιουργία, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης, ασχέτως αν επιτεύχθηκε ή όχι η παραπλάνηση. Η χρήση πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου από τον πλαστογράφο, αποτελεί επιβαρυντική περίσταση, σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της παρ.1 του άρθρου 216. Για την κακουργηματική μορφή της πλαστογραφίας, που προβλέπεται στο εδάφιο β της παρ.3 του αυτού άρθρου, όπως το εδάφιο αυτό προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ.2β του Ν. 2721/1999, το οποίο άρχισε να ισχύει από 3-6-1999, απαιτείται επιπλέον ο υπαίτιος να διαπράττει πλαστογραφίες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή ζημία να υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δρχ. ή των 15.000 ευρώ, σύμφωνα με την επίσημη αντιστοιχία που καθορίστηκε με άρθρο 5 του Ν. 2943/2001. Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 13 περ. στ του ΠΚ, κατ' επάγγελμα τέλεση της πράξεως συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση αυτής ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περίπτωσης τελέσεως του εγκλήματος κατ' επάγγελμα απαιτείται, αντικειμενικά μεν, επανειλημμένη τέλεση αυτού, υποκειμενικά δε, σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεση του, χωρίς να απαιτείται προηγούμενη καταδίκη του δράστη για το έγκλημα αυτό. Κατά συνήθεια δε τέλεση του εγκλήματος, συντρέχει όταν από τη επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος, ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστη. Επανειλημμένη τέλεση συντρέχει και επί διαπράξεως του εγκλήματος κατ' εξακολούθηση, αφού πρόκειται για μορφή πραγματικής ομοειδούς συρροής. Εξάλλου, κατ' επάγγελμα τέλεση υπάρχει και όταν η πράξη τελείται το πρώτον, όχι όμως ευκαιριακώς, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και της οργανωμένης ετοιμότητας του, με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως, προκύπτει σκοπός του προς πορισμό εισοδήματος. Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 98 παρ.2 του ΠΚ, όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ.1 του Ν. 2721/1999, η αξία του αντικειμένου της πράξης και η περιουσιακή βλάβη και το περιουσιακό όφελος, που προκύπτουν από την κατ' εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος, λαμβάνονται συνολικά υπόψη, αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξης προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου και τη συνολική βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε. "Εξάλλου το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοιν.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το Συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την πραγμάτωση του εγκλήματος και την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας: α) Αρκεί ο κατ'είδος προσδιορισμός των αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη από το Συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, χωρίς να προσαπαιτείται αναλυτική παράθεση τους και μνεία του τί προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει, όμως, να προκύπτει ότι το Συμβούλιο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα, δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως, λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη αξιολογικής συσχέτισης των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ'αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού η σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος, όπως στο έγκλημα της πλαστογραφίας μετά χρήσεως. β)Είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Και γ) Είναι επιτρεπτή η εξολοκλήρου ή συμπληρωματική αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, στην οποία (πρόταση) εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή προανάκριση, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία προέκυψαν αυτά, και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου. Τέλος, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε στο βούλευμα, εσφαλμένη δε ερμηνεία υπάρχει, όταν το Συμβούλιο αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το Συμβούλιο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο σκεπτικό αυτού ή στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό του και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο 1186/2009 βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με επιτρεπτή εξολοκλήρου αναφορά του στην ενσωματωμένη σ'αυτό Εισαγγελική Πρόταση, και με συμπληρωματικές δικές του σκέψεις, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ'είδος αναφερομένων στο άνω βούλευμα αποδεικτικών μέσων, ότι προέκυψαν τα πραγματικά περιστατικά που αναφέρονται στην Εισαγγελική πρόταση, στην οποία εκτίθενται τα ακόλουθα: "Το έτος 1999, η κατηγορουμένη Χ προσελήφθη ως βοηθός λογιστού, στην εγκαλούσα εταιρία "ΤΝΤ ΣΚΑΪΠΑΚ (ΕΛΛΑΣ) Ε.ΓΚΕ.", η οποία δραστηριοποείται στην έναντι αμοιβής ταχυμεταφορά εγγράφων και μικροδεμάτων εντός και εκτός Ελλάδος. Στα καθήκοντα της κατηγορουμένης συμπεριλαμβάνοντο, μεταξύ άλλων, η καταχώρηση, τήρηση και επεξεργασία των στοιχείων της εταιρίας στο μηχανογραφικό πρόγραμμα της, η παραλαβή, καταμέτρηση και καταχώρηση των μετρητών χρημάτων και των επιταγών που ελάμβανε η εταιρία, η αποστολή και κατάθεση, μέσω των εισπρακτόρων της εταιρίας, των μετρητών και των επιταγών στις τράπεζες με σκοπό την κατάθεση τους στους τηρούμενους λογαριασμούς, η επαλήθευση των τραπεζικών καταθέσεων της εγκαλούσας εταιρίας, ο έλεγχος των εταιρικών εισπράξεων, καθώς και η καταχώρηση όλων των παραπάνω στοιχείων στο μηχανογραφικό σύστημα της εταιρίας. Έχοντας στην κατοχή της, λόγω της ανωτέρω ιδιότητος της, μεταχρονολογημένες επιταγές πελατών της εργοδότριας της εταιρίας, η κατηγορουμένη, από το τέλος του έτους 2002, αντιμετωπίζοντας οικονομικά προβλήματα, προέβη στην νόθευση τους με τον ακόλουθο τρόπο. Στην οπίσθια όψη των επιταγών αυτών και στην θέση της πρώτης οπισθογραφήσεως έθετε χωρίς δικαίωμα ή εξουσιοδότηση την σφραγίδα της εγκαλούσας εταιρίας, σε διαταγή της οποίας είχαν εκδοθεί, καθώς και μία υπογραφή, που διέφερε εμφανώς από την δική της, έτσι ώστε να φαίνεται ότι οι επιταγές αυτές είχαν οπισθογραφηθεί νομίμως από τον νόμιμο εκπρόσωπο της εγκαλούσας και παραδοθεί σ' αυτήν. Ακολούθως, ενεφανίζετο στην πληρώτρια τράπεζα ως τελευταία νόμιμη πλέον κομίστρια των επιταγών αυτών, έθετε και την δική της υπογραφή στην θέση της δεύτερης οπισθογραφήσεως, τις κατέθετε και εισέπραττε, ιδιοποιούμενη παράνομα, τα αντίστοιχα χρηματικά ποσά. Για να καλύπτει μάλιστα την παράνομη αυτή δραστηριότητα της, καταχωρούσε στο μηχανογραφικό σύστημα της εγκαλούσας εταιρίας μεταγενέστερες ημερομηνίες πληρωμής για κάθε μία από τις επιταγές αυτές, έτσι ώστε, ενώ ήδη αυτή είχε εισπράξει τα αντίστοιχα χρηματικά ποσά, να μη γίνεται αντιληπτό αυτό κατά το ενδιάμεσο χρονικό διάστημα. Με τον τρόπο αυτό, η κατηγορουμένη ενόθευσε, εμφάνισε προς πληρωμή και εισέπραξε, χωρίς ακολούθως να καταθέσει στους λογαριασμούς της εγκαλούσας εταιρίας, τις ακόλουθες δέκα (10) επιταγές, που συνολικά ενσωμάτωναν το ποσό των 15.393,90 ευρώ: 1) την υπ'αριθμ. ... επιταγή της Τράπεζας ΑLΡΗΑ ΒΑΝΚ, ποσού 3.254,33 ευρώ, εκδόσεως της εταιρίας "Helma ΑΕ", στην Αθήνα, στις 8-1-2003, σε διαταγή της εγκαλούσας εταιρίας, 2) την υπ'αριθμ. ...επιταγή της ιδίας τράπεζας, ποσού 52,75 ευρώ, εκδόσεως της εταιρίας "Hellas Can", στην Αθήνα, στις 16-12-2002, σε διαταγή της εγκαλούσας, 3) την υπ'αριθμ. ... επιταγή της ιδίας τράπεζας, ποσού 2.984,51 ευρώ, εκδόσεως της " Imperial Tobacco Hellas Α.Ε.", στην Αθήνα, στις 8-1-2003, σε διαταγή της εγκαλούσας, 4) την υπ'αριθμ. ... επιταγή της ιδίας τράπεζας, ποσού 331,18 ευρώ, εκδόσεως της εταιρίας ..., στην Αθήνα, στις 7.1.2003, σε διαταγή της εγκαλούσας, 5) την υπ'αριθμ. ...ης ιδίας τράπεζας, ποσού 535,22 ευρώ, εκδόσεως της εταιρίας ... ΕΠΕ", στην Αθήνα, στις 8-1-2003, σε διαταγή της εγκαλούσας, 6) την υπ'αριθμ. ... επιταγή της ιδίας τράπεζας, ποσού 1.057,72 ευρώ, εκδόσεως της εταιρίας "Kodak Near East", στην Αθήνα, στις 12-2-2003, σε διαταγή της εγκαλούσας, 7) την υπ'αριθμ. ... επιταγή της ιδίας τράπεζας, ποσού 94,40 ευρώ, εκδόσεως της εταιρίας ... Α.Ε.", στην Αθήνα, στις 18-2-2003, σε διαταγή της εγκαλούσας, 8) την υπ'αριθμ. ... επιταγή της ιδίας τράπεζας, ποσού 315,14 ευρώ, εκδόσεως της εταιρίας... Α.Ε.", στην Αθήνα, στις 18-2-2003, σε διαταγή της εγκαλούσας, 9) την υπ'αριθμ. ...επιταγή της ιδίας τράπεζας, ποσού 2.268,65 ευρώ, εκδόσεως της εταιρίας "Έναρξις-Δυναμικά Μέσα ΕΠΕ", στην Αθήνα, στις 14-2-2003, σε διαταγή της εγκαλούσας και 10) την υπ'αριθμ. ... επιταγή της ιδίας τράπεζας, ποσού 4.500 ευρώ, εκδόσεως της εταιρίας "Union Optic ΑΒΕΕ", στην Αθήνα, στις 30-1-2004, σε διαταγή της εγκαλούσας. Βέβαια, κατά την διάρκεια της ανάκρισης η κατηγορουμένη υποστήριξε ότι ναι μεν υπεξήρεσε τα ως άνω χρηματικά ποσά, δεν διέπραξε όμως το αδίκημα της πλαστογραφίας μετά χρήσεως που της αποδίδεται, καθόσον από την εγκαλούσα εταιρία της είχε παρασχεθεί η άτυπη εξουσιοδότηση να θέτει την εταιρική σφραγίδα και την υπογραφή της στην θέση της πρώτης οπισθογραφήσεως, προκειμένου να εισπράττονται οι επιταγές από αυτήν και να κατατίθεται το αντίκρυσμα στους εταιρικούς λογαριασμούς. Ακόμη όμως και αν αληθεύει ο ισχυρισμός αυτός, ο οποίος ούτως ή άλλως δεν απεδείχθη, είναι σαφές ότι η εν λόγω εξουσιοδότηση θα τελούσε υπό τον αυτονόητο όρο της εν συνεχεία καταθέσεως του αντικρύσματος των ως άνω επιταγών στους τραπεζικούς λογαριασμούς της δικαιούχου εγκαλούσας εταιρίας. Και τούτο διότι θα ήταν παράλογο να δεχθεί κανείς ότι η εγκαλούσα εταιρία θα εξουσιοδοτούσε την κατηγορουμένη και θα την διευκόλυνε με τον τρόπο αυτό να υπεξαιρέσει περιουσιακά της στοιχεία. Τέλος, με την υπό κρίση έφεση η κατηγορουμένη προέβαλε και ένα νέο ισχυρισμό, ότι δηλαδή, ούτως ή άλλως, τα χρήματα που εισέπραττε από την κατάθεση των ως άνω δέκα επιταγών δεν τα υπεξαιρούσε, αλλά τα κατέθετε αυθημερόν στον υπ'αριθμ. ... λογαριασμό όψεως που διατηρούσε η εργοδότρια της εταιρία στην ΑLΡΗΑ ΒΑΝΚ (κατ/μα ...), ζητεί δε από το Συμβούλιό σας, αν αυτό δεν πείθεται για την αλήθεια του ως άνω ισχυρισμού της, να διατάξει την διενέργεια περαιτέρω κυρίας ανακρίσεως, προκειμένου να προσκομισθούν από την εγκαλούσα εταιρία και την ως άνω τράπεζα οι αναλυτικές καταστάσεις κίνησης του συγκεκριμένου λογαριασμού, καθώς και αντίγραφα των σχετικών αποδεικτικών κατάθεσης των χρημάτων στον ανωτέρω λογαριασμό. Και ο τελευταίος όμως αυτός ισχυρισμός, υποβληθείς το πρώτον με την υπό κρίση έφεση και ερχόμενος σε αντίθεση με τα προγενεστέρως υποστηριζόμενα από την ίδια την εκκαλούσα, ως αντιφατικός και οψιγενής, στερείται ουσιαστικής βασιμότητος. Το αίτημα άλλωστε για συμπλήρωση της κυρίας ανάκρισης αποσκοπεί, κατά τη γνώμη μας, στην παρέλκυση της διαδικασίας και στην παραγραφή της πλημμεληματικού χαρακτήρα πράξεως της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, η οποία επίσης αποδίδεται στην κατηγορουμένη με το προσβαλλόμενο, αλλά μη εκκληθέν ως προς την πλημμεληματική αυτή πράξη, βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, η οποία φέρεται τελεσθείσα την 3-8-2004. Σημειώνεται ότι τόσο στις από 16.3.06 και από 23-11-07 απολογίες της, όσο και με τα από 4-5-06 και 10-12-07 απολογητικά της υπομνήματα, ουδέποτε η κατηγορουμένη υπέβαλε παρόμοιο ισχυρισμό, ο οποίος, αν βέβαια ήτο αληθής, ως καταλυτικός της κατηγορίας, θα είχε αμέσως υποβληθεί στην Ανακρίτρια. Ούτε βεβαίως από το με ημερομηνία 30-1-2004 αποδεικτικό καταθέσεως μετρητών, που η κατηγορουμένη προσεκόμισε, προκύπτει ότι αυτό αφορά την υπ'αριθμ. ... επιταγή της ΑLΡΗΑ ΒΑΚ, αφού ουδεμία σχετική αναφορά γίνεται στο σώμα του εν λόγω αποδεικτικού. Ενόψει των ανωτέρω εκτεθέντων πραγματικών περιστατικών και σκέψεων, είναι προφανές ότι το Συμβούλιο Πλημ/κών Αθηνών, που αποφάνθηκε ότι συντρέχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής σε βάρος της κατηγορουμένης για την πράξη της πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση, κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, από την οποία το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ και την παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικαστεί ως υπαίτια αυτής, δεν έσφαλε, αλλά ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις. Και τούτο, εκτός των άλλων, διότι από την επανειλημμένη (κατ' εξακολούθηση) τέλεση του ως άνω εγκλήματος, καθώς και από την προπεριγραφείσα υποδομή και το σχέδιο, βάσει του οποίου η εκκαλούσα ενήργησε, προκύπτει, αφενός μεν σκοπός της για πορισμό εισοδήματος εξ αυτού, αφετέρου δε σταθερή ροπή της προς την διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος, ως στοιχείο της προσωπικότητας της" Περαιτέρω το Συμβούλιο συμπληρωματικώς εξέθετε και τα εξής: "πρέπει να σημειωθεί ότι η κατηγορουμένη" εκκαλούσα με το από 10.12.2007 συμπληρωματικό απολογητικό υπόμνημα ρητά ομολογεί την υπεξαίρεση του ποσού των 15.393,90 ευρώ, που εισέπραξε από τις ένδικες δέκα επιταγές και την επιστροφή του στη συνέχεια στην εγκαλούσα (βλ. σελ. δεύτερη στίχους 3-14), γεγονός που είναι αντιφατικό με το νέο ισχυρισμό της ότι τα χρήματα που εισέπραξε από τις άνω επιταγές δεν τα υπεξαίρεσε5αλλά τα κατέθεσε στο λογαριασμό της εγκαλούσας και συνεπώς η τελευταία δεν έχει υποστεί ζημία. Ο ισχυρισμός αυτός κρίνεται αβάσιμος, αφού από την από 30.1.2004 απόδειξη της Alpha Bank περί κατάθεσης ποσού 4.500 ευρώ στις 30.1.2004 στο λογαριασμό της εγκαλούσας, που η κατηγορουμένη προσκομίζει προς απόδειξη μέρους του ισχυρισμού της, δεν προκύπτει ότι το ποσό αυτό κατατέθηκε από την κατηγορουμένη και αφορά το ποσό που εισέπραξε από την πληρωμή της υπ' αριθμό 10 επιταγής. Αν ο ισχυρισμός της κατηγορουμένης ήταν αληθινός, κρίνεται ότι η τελευταία θα είχε λάβει (και θα είχε προσκομίσει) από την πληρώτρια Τράπεζα τις σχετικές αναλυτικές βεβαιώσεις, τις οποίες αν υπήρχαν η πληρώτρια Τράπεζα δεν θα είχε αρνηθεί να τις χορηγήσει, αφού είναι προφανές το έννομο συμφέρον της, ενόψει της παραπομπής της για την παραπάνω κακουργηματική πράξη...." Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, απορρίπτοντας την, από την κατηγορουμένη ασκηθείσα, κατά του υπ'αριθ.3119/2008 παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών έφεσή ως κατ' ουσίαν αβάσιμη και επικυρώνοντας το πρωτόδικο βούλευμα, αφού συμπλήρωσε και διόρθωσε παραδεκτά το διατακτικό του, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βουλευμά του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αού εκθέτει σ'αυτό, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ενεργηθείσα προανάκριση και κυρία ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τις σκέψεις, με βάση τις οποίες έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1α, 27 παρ.1, 98, 216 παρ.1, 3β και 13 στοιχ.γ' και στ'του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και χωρίς έτσι να στερήσει το βούλευμα από νόμιμη βάση, κρίνοντας ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις ενοχής για την παραπομπή της αναιρεσείουσας στο ακροατήριο. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία του βουλεύματος τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα και απολογία κατηγορουμένης), τα οποία το Συμβούλιο Εφετών έλαβε υπόψη του για να μορφώσει την πιο πάνω κρίση του, ενώ δεν υπήρχε, κατά νόμο, ανάγκη αναφοράς και του τι προέκυψε από κάθε αποδεικτικό μέσο. Αναφέρονται λεπτομερώς οι επι μέρους πράξεις της αναιρεσείουσας που συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, με αναφορά στις κατά νόμο περιστάσεις υπό τη μορφή που προεκτέθηκαν και συγκεκριμένα γίνεται αναφορά του τρόπου τελέσεως του εγκλήματος που της αποδίδεται με τη θέση, στην οπίσθια όψη κάθε επιταγής, χωρίς δικαίωμα ή εξουσιοδότηση, της σφραγίδος της εγκαλούσας εταιρίας, σε διαταγή της οποίας είχαν εκδοθεί οι επιταγές, καθώς και μιας δυσανάγνωστης υπογραφής, ώστε να φαίνεται ως πρώτη οπισθογράφος η άνω εγκαλούσα εταιρία και την χρήση των νοθευμένων επιταγών με την παραδοχή ότι εμφάνιζε αυτές, ως τελευταία οπισθογράφος-κομιστής στις Τράπεζες και εισέπραττε τα ποσά αυτών. Επίσης αιτιολογείται ο δόλος και ο σκοπός της κατηγορούμενης να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος που υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 15.000 ευρώ. Τέλος αιτιολογείται η κατ'επάγγελμα και συνήθεια τέλεση της πράξεως, με τις παραδοχές ότι από την επανειλημμένη τέλεση της πλαστογραφίας, που συνιστά και η κατ'εξακολούθησιν διάπραξη του εγκλήματος, την περιγραφόμενη υποδομή που είχε δημιουργήσει και το σχέδιο βάσει του οποίου ενήργησε προκύπτει σκοπός πορισμού εισοδήματος και ότι από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως προκύπτει σταθερή ροπή αυτής προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως χαρακτηριστικό στοιχείο της προσωπικότητος της. Η αιτίαση της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης ότι το Συμβούλιο Εφετών αναιτιολογήτως απέρριψε το αίτημά της για διενέργεια περαιτέρω ανακρίσεως, είναι απορριπτέα ως αόριστη, αφού δεν παραθέτει επί τίνος θέματος θα έπρεπε να διαταχθεί περαιτέρω ανάκριση. Οι λοιπές αιτιάσεις, στον διαλαμβανόμενο δεύτερο λόγο της ένδικης αιτήσεως, υπό την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Συμβουλίου Εφετών και γι'αυτό είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες. Επομένως οι από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ.β'και δ'του ΚΠΔ πρώτος και δεύτερος λόγοι αναιρέσεως, περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων που εφαρμόσθηκαν από το Συμβούλιο και ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αντίστοιχα, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
Από το συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 485 παρ.1 και 3 ΚΠΔ, όπως το δεύτερο εδάφιο της παρ.1 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 43 του Ν.3160/2003, προκύπτει ότι ο αναιρεσείων κατά βουλεύματος κατηγορούμενος, μπορεί να ζητήσει να εμφανισθεί προσωπικά και να ακουσθεί από το συνεδριάζον, με τριμελή σύνθεση, ως Συμβουλίου, αρμόδιο ποινικό τμήμα του Αρείου Πάγου. Το εν λόγω Συμβούλιο ύστερα από πρόταση του οικείου Εισαγγελέα αποφαίνεται επί του αιτήματος αυτού.
Εν προκειμένω η αναιρεσείουσα με την ένδικη αίτησή της, ζητεί να εμφανισθεί αυτοπροσώπως ενώπιον του Συμβουλίου για παροχή διευκρινίσεων, Το αίτημα αυτό παραδεκτά εισάγεται κατά τις προδιαληφθείσες διατάξεις και είναι νόμιμο κατ'άρθρο 309 παρ.2 ΚΠΔ, όμως πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμο, δεδομένου ότι η αναιρεσείουσα έχει με πληρότητα αναπτύξει και εξηγήσει με την απολογία της, τα υπομνηματά της, την έφεση και την αίτηση αναιρέσεως τις απόψεις της, ώστε η εμφάνισή της δεν κρίνεται αναγκαία.
Κατ'ακολουθίαν, εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την υπ'αριθ.148/16 Ιουλίου 2009 αίτηση της Χ, περί αναιρέσεως του υπ'αριθ.1186/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 14 Απριλίου 2010 Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 5 Μαϊου 2010.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή