Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Υπεξαίρεση.
Περίληψη:
Υπεξαίρεση από διαχειριστή ξένης περιουσίας. Δεκτή αναίρεση για έλλειψη αιτιολογίας και εκ πλαγίου παράβαση. Δεν αναφέρονται πραγματικά περιστατικά από τα οποία να προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος ήταν εν τοις πράγμασι διαχειριστής εταιρείας, όταν από το καταστατικό αυτής προκύπτει ότι άλλος ήταν διαχειριστής. Αναιρεί ως προς την παραπεμπτική διάταξή του και παραπέμπει.
Αριθμός 901/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Στ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα και Ιωάννη Παπουτσή - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 27 Ιανουαρίου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 κατοίκου ....., περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 2683/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 21 Ιανουαρίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 264/2008.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Μιλτιάδης Ανδρειωτέλλης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή με αριθμό 352/02.07.2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
"Εισάγω στο Συμβούλιό σας την με αριθμό 21/28-1-2008 αναίρεση του κατηγορουμένου Χ1 κατοίκου ...., κατά του 2683/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτω τα εξής:
"Ι. Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το 918/2007 βούλευμα παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών για κακουργήματα τον Χ1, για να δικαστεί ως υπαίτιος υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, το οποίο είχαν εμπιστευθεί λόγω της ιδιότητας του ως διαχειριστή ξένης περιουσίας. Με το ίδιο βούλευμα έπαυσε προσωρινά η ποινική δίωξη σε βάρος του ίδιου κατηγορουμένου για υφαίρεση (υπεξαίρεση σε βάρος αδελφού) και υπεξαγωγή εγγράφου (βλ. βούλευμα).
ΙΙ. Κατά του βουλεύματος αυτού ασκήθηκε νομοτύπως έφεση από τον κατηγορούμενο Χ1, όμως το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το 2683/2007 βούλευμα, δέχθηκε τυπικά, αλλά απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την έφεση και επικύρωσε το πρωτόδικο βούλευμα (βλ. βούλευμα Συμβουλίου Εφετών).
ΙΙΙ. Το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών επιδόθηκε νομοτύπως στον κατηγορούμενο στις 17-1-2008 και στον αντίκλητό του δικηγόρο στις 10-1-2008 (βλ. σχετικά αποδεικτικά επιδόσεως). Στις 28-1-2008 ημέρα Δευτέρα, εμφανίσθηκε στην αρμόδια υπάλληλο του Εφετείου Αθηνών ο κατηγορούμενος Χ1 και δήλωσε ότι ασκεί αναίρεση κατά του 2683/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνείας και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Η αναίρεση αυτή πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί ουσιαστικά, γιατί πρόκειται για ένδικο μέσο που ασκήθηκε από διάδικο που είχε σχετικό δικαίωμα, αφού με το προσβαλλόμενο βούλευμα παραπέμπεται στο ακροατήριο ο αναιρεσείων για κακούργημα (άρθρα 473 § 1, 474, 482 § 1α', 484 § 1 β' και δ' Κ.Π.Δ. και 375 § § 1,2 Π.Κ.).
IV. Η κατηγορία για την οποία παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του αρμόδιου δικαστηρίου ο ήδη αναιρεσείων κατηγορούμενος, με το 918/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημ/κών Αθηνών, συνίσταται στο ότι στην Αθήνα, κατά το χρονικό διάστημα από το μήνα Φεβρουάριο του έτους 2000 μέχρι το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2000, με περισσότερες πράξεις, οι οποίες συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, έχοντας προς τούτο πρόθεση, ιδιοποιήθηκε παράνομα αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, το οποίο του είχαν εμπιστευθεί λόγω της ιδιότητας του ως διαχειριστή ξένης περιουσίας και ειδικότερα, με την ιδιότητα αυτού ως εν τοις πράγμασιν (de facto) διαχειριστή της ομόρρυθμης εταιρείας, με την επωνυμία : " ..... ΑΦΟΙ Ο.Ε.", την οποία αυτός είχε συστήσει από κοινού με τον αδελφό του Ζ1 το έτος 1995, ιδιοποιήθηκε το ποσό, συνολικά, των 123.925,54 ευρώ (€), το οποίο αφορούσε το τίμημα πωλήσεων εμπορευμάτων και ανταλλακτικών, που πωλήθηκαν από την παραπάνω ομόρρυθμη εταιρία προς την ομόρρυθμη εταιρεία, με την επωνυμία: ".... Ο.Ε.", παρακρατώντας αυτό και μη αποδίδοντας το στη δικαιούχο εταιρεία ".... ΑΦΟΙ Ο.Ε.", έχοντας πρόθεση παράνομης ιδιοποίησης.
V. Επειδή, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 375 παρ. 1 του Π.Κ. για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως απαιτείται παράνομη ιδιοποίηση ξένου ολικά ή μερικά κινητού πράγματος, που έχει περιέλθει στην κατοχή του δράστη με οποιοδήποτε τρόπο. Το πράγμα είναι ξένο, όταν βρίσκεται σε ξένη σε σχέση με το δράστη κυριότητα, όπως αυτή διαπλάσσεται στον αστικό κώδικα. Τέτοια περίπτωση ξένου κινητού πράγματος αποτελούν και τα χρήματα που εισπράττει κάποιος για λογαριασμό άλλου. Η ιδιοποίηση θεωρείται παράνομη, όταν γίνεται χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη ή όταν ο δράστης κατακρατεί το κινητό πράγμα και το χρησιμοποιεί χωρίς δικαίωμα, που αναγνωρίζεται από το νόμο και με δόλια προαίρεση να το κάνει δικό του. Κατά την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, όπως ίσχυε πριν από την αντικατάσταση της, με το άρθρο 1 παρ. 9 του ν. 2408/1996, η υπεξαίρεση ετιμωρείτο σε βαθμό κακουργήματος, με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, εάν η πράξη ενείχε κατάχρηση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης, όπως όταν το αντικείμενο της υπεξαιρέσεως ήταν εμπιστευμένο στο δράστη λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητας του δράστη ως επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή αλλότριας περιουσίας. Μετά την αντικατάσταση της ίδιας παραγράφου από το άρθρο 1 παρ. 9 του ν. 2408/1996, για τη θεμελίωση του εγκλήματος της υπεξαίρεσης σε βαθμό κακουργήματος προσαπαιτείται αφενός το αντικείμενο αυτής να είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και αφετέρου να το έχουν εμπιστευθεί στο δράστη λόγω ανάγκης ή λόγω μιας από τις περιοριστικώς αναφερόμενες ιδιότητες τούτου (δράστη), μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η ιδιότητα του διαχειριστή ξένης περιουσίας, που νοείται εκείνος που ενεργεί όχι απλώς υλικές αλλά νομικές πράξεις με εξουσία αντιπροσωπεύσεως του εντολέα, με δυνατότητα αναπτύξεως πρωτοβουλίας και λήψεως αποφάσεων με κίνδυνο και ευθύνη αυτού, την οποία εξουσία μπορεί να έχει είτε από το νόμο είτε από τη σύμβαση. Εξάλλου έλλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου κώδικα λόγο αναιρέσεως του απαλλακτικού βουλεύματος υπάρχει, όταν δεν αναφέρονται σ' αυτό με σαφήνεια πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή προανάκριση και αποκλείουν την αντικειμενική ή υποκειμενική υπόσταση του αποδιδόμενου στον κατηγορούμενο εγκλήματος, οι αποδείξεις που έλαβε υπόψη το συμβούλιο και οι σκέψεις και συλλογισμοί με βάσει τους οποίους κατέληξε στην απαλλακτική κρίση του. Τέλος εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα του βουλεύματος ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος, περί της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση (ΑΠ 64/2007) .
VI. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, προκειμένου να απορρίψει ως ουσιαστικά αβάσιμη την έφεση του κατηγορουμένου κατά του 918/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών δέχθηκε τα εξής:
Για τους λόγους που αναπτύσσονται στην εισαγγελική πρόταση, οι οποίοι είναι νόμιμοι και βάσιμοι και στους οποίους το Συμβούλιο πλήρως αναφέρεται για την αποφυγή άσκοπων επαναλήψεων ότι δηλαδή προέκυψαν σοβαρές ενδείξεις ότι ο κατηγορούμενος κατά το χρονικό διάστημα από μήνα Φεβρουάριο του έτους 2000 μέχρι το μήνα Σεπτέμβριο του ίδιου έτους με περισσότερες πράξεις οι οποίες συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, έχοντας προς τούτο πρόθεση ιδιοποιήθηκε παράνομα αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας το οποίο του είχαν εμπιστευθεί λόγω της ιδιότητος του ως διαχειριστή ξένης περιουσίας και ειδικότερα με την ιδιότητα αυτού ως εν τοις πράγμασι (de Facto) διαχειριστή της Ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία ".....ΟΕ" την οποία αυτός είχε συστήσει με τον αδελφό του Ζ1 (μηνυτή) το έτος 1987 (ο οποίος είχε ορισθεί καταστατικός διαχειριστής) ιδιοποιήθηκε το ποσό των 123.925,54 ευρώ το οποίο αφορούσε το τίμημα πωλήσεως εμπορευμάτων και ανταλλακτικών που ανήκαν στην παραπάνω εταιρία και πωλήθηκαν προς την ομόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία "..... ΟΕ" που είχε συστήσει ο κατηγορούμενος το έτος 2000 παρακρατώντας το ποσό αυτό και μη αποδίδοντας τούτο στη δικαιούχο εταιρία ".....ΟΕ" με πρόθεση παράνομης ιδιοποίησής του. (βλ. 2683/2007 βούλευμα Συμβουλίου Εφετών Αθηνών).
VII. Από το παραπάνω σκεπτικό ανακύπτει κατά τη γνώμη μου ζήτημα έλλειψης αιτιολογίας, αλλά και εκ πλαγίου παραβίασης του άρθρου 375 § § 1,2 Π.Κ. λόγω των ασαφειών, αντιφάσεων και λογικών κενών, που εμφιλοχωρούν στο βούλευμα. Η πρώτη αντίφαση αναφέρεται στο πρόσωπο του παθόντος. Συγκεκριμένα ενώ ο κατηγορούμενος παραπέμφθηκε να δικαστεί για υπεξαίρεση σε βάρος της εταιρείας "..... ΑΦΟΙ ΑΕ", πράξη που φέρεται να τελέστηκε από αυτόν με την ιδιότητα του de facto διαχειριστή της παραπάνω εταιρείας, το Συμβούλιο Εφετών επικύρωσε το παραπεμπτικό πρωτόδικο βούλευμα, με βάση την αντιφατική παραδοχή που περιλαμβάνεται στο παραπάνω σκεπτικό, ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε τη πράξη σε βάρος της εταιρείας "..... Ο.Ε." και την περαιτέρω αντιφατική παραδοχή ότι ο κατηγορούμενος ήταν de facto διαχειριστής της τελευταίας αυτής εταιρείας. Περαιτέρω ανακύπτει ζήτημα ασαφούς προσδιορισμού της ιδιότητας του κατηγορουμένου, που αποτελεί βασική προϋπόθεση για την αντικειμενική θεμελίωση της αξιόποινης πράξης που του αποδίδεται, δηλαδή της υπεξαίρεσης ιδιαίτερα μεγάλης αξίας από διαχειριστή. Συγκεκριμένα τόσον το Συμβούλιο, όταν και η εισαγγελική πρόταση, περιορίζεται να προσδιορίσει την ιδιότητα του κατηγορουμένου "ως εν τοις πράγμασι" (de facto) διαχειριστή της εταιρείας "...... ΟΕ", αποδεχόμενο περαιτέρω ότι καταστατικός διαχειριστής της εταιρείας ήταν ο μηνυτής Ζ1, αδελφός του κατηγορουμένου. 'Όμως όπως παραπάνω αναφέρω στην παράγραφο V της παρούσας πρότασης, προκειμένου κάποιος να είναι "διαχειριστής", σύμφωνα με την έννοια του άρθρου 375 Π.Κ., θα πρέπει να έχει την δυνατότητα να ενεργεί όχι απλώς υλικές, αλλά νομικές πράξεις με εξουσία αντιπροσωπεύσεως του εντολέως. Στη προκειμένη περίπτωση έγινε δεκτός, παρά την κατηγορηματική άρνηση του κατηγορούμένου, ο σχετικός ισχυρισμός του "καταστατικού διαχειριστή", χωρίς το Συμβούλιο να εξηγήσει με ποιόν τρόπο ήταν δυνατόν ο κατηγορούμενος να ενεργεί, όχι απλώς υλικές, αλλά και νομικές πράξεις για λογαριασμό της εταιρείας, όταν διαχειριστής κατά το καταστατικό ήταν άλλο πρόσωπο, σύμφωνα με τις παραδοχές του ίδιου Συμβουλίου. Οι ασάφειες και τα λογικά αυτά κενά δεν καλύπτονται από το περιεχόμενο της εισαγγελικής πρότασης, στην οποία παραπέμπει το Συμβούλιο. Αντίθετα τα λογικά κενά και οι αντιφάσεις που υπάρχουν στην Εισαγγελική πρόταση, δημιουργούν μεγαλύτερη σύγχιση, αφού από αυτή προκύπτει με σαφήνεια ότι η πράξη για την οποία καταλήγει ο Εισαγγελέας ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής σε βάρος του κατηγορουμένου και γι'αυτό προτείνεται η απόρριψη της έφεσης, είναι η υφαίρεση με τη μορφή υπεξαίρεσης κατά αδελφού, πράξη που δεν έχει καμιά σχέση με την πράξη που παραπέμπεται με το πρωτόδικο βούλευμα ο αναιρεσείων, αλλά ούτε με τη πράξη για την οποία δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις που δικαιολογούν την παραπομπή.
VIII. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι το 2683/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, πρέπει να αναιρεθεί για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εκ πλαγίου παραβίαση του άρθρου 375 § § 1,2 Π.Κ., που δημιουργεί έλλειψη νόμιμης βάσης του βουλεύματος, κατά τους βάσιμους λόγους αναίρεσης εκ του άρθρου 484 § 1 δ' και β' Κ.Π.Δ.). Αντίθετα πρέπει να απορριφθούν οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος σχετικά με την ουσιαστική εκτίμηση των αποδείξεων, που απαραδέκτως προβάλλονται με την αναίρεση, υπό το πρόσχημα της έλλειψης αιτιολογίας.
Για τους λόγους αυτούς
Προτείνω
Ι. Να αναιρεθεί το 2683/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, ως προς την παραπεμπτική για τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο Χ1, διάταξη του.
ΙΙ. Να παραπεμφθεί η υπόθεση, μόνο για το ζήτημα αυτό, για νέα κρίση στο Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, χωρίς τη συμμετοχή των ίδιων Δικαστών.
Αθήνα 5 Ιουνίου 2008
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Βασίλειος Μαρκής"
Αφού άκουσε
τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη της παραγ. 1 του άρθρου 375 ΠΚ όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και, αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και κατά την διάταξη της παραγ. 2 του ίδιου ως άνω άρθρου, όπως αντικ. με το άρθρο 1 παρ. 9 του Μ. 2408/96, αν πρόκειται για αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητας του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, o υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαίρεσης σε βαθμό κακουργήματος απαιτείται α) το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος, που είναι κινητό πράγμα, να είναι ξένο, με την έννοια ότι η κυριότητα αυτού ανήκει κατά το αστικό δίκαιο, σε άλλον και όχι στο δράστη, β) η κατοχή του πράγματος αυτού, κατά τον χρόνο τελέσεως της πράξεως, να έχει περιέλθει με οποιονδήποτε τρόπο, στο δράστη, γ) παράνομη ιδιοποίηση του πράγματος από τον δράστη, η οποία υπάρχει όταν αυτή γίνεται χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη, δ) συνδρομή μιας τουλάχιστον περίπτωσης από τις αναφερόμενες περιοριστικά στη δεύτερη παράγραφο του πιο πάνω άρθρου, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η ιδιότητα του διαχειριστή ξένης περιουσίας, που νοείται εκείνος που ενεργεί όχι απλώς υλικές, αλλά νομικές πράξεις με εξουσία αντιπροσωπεύσεως του εντολέα, με δυνατότητα αναπτύξεως πρωτοβουλίας και λήψεως αποφάσεων με κίνδυνο και ευθύνη αυτού, την οποία εξουσία, μπορεί να έχει είτε από το νόμο, είτε από τη σύμβαση και ε) το πράγμα κατά το χρόνο τελέσεως της αξιόποινης πράξεως να έχει ιδιαίτερα μεγάλη αξία. Εξάλλου έλλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου κώδικα λόγο αναιρέσεως του παραπεμπτικού βουλεύματος υπάρχει, όταν δεν αναφέρονται σ' αυτό με σαφήνεια πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή προανάκριση και αποκλείουν την αντικειμενική ή υποκειμενική υπόσταση του αποδιδόμενου στον κατηγορούμενο εγκλήματος, οι αποδείξεις που έλαβε υπόψη το συμβούλιο και οι σκέψεις και συλλογισμοί με βάσει τους οποίους κατέληξε στην παραπεμπτική του κρίση. Τέλος εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που δημιουργεί τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως, υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα του βουλεύματος ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος, περί της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο υπ' αρ. 2683/2007 βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών που το εξέδωσε, με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σε αυτό πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά περί τα πράγματα κρίση του, ότι από τα αναφερόμενα, κατ' είδος αποδεικτικά μέσα προέκυψαν τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: "Ο εκκαλών κατηγορούμενος Χ1 και ο εκκαλών πολιτικώς ενάγων Ζ1, οι οποίοι τυγχάνουν αδελφοί μεταξύ των προέβησαν κατά το έτος 1987 στην σύσταση της ομόρρυθμης εταιρίας, με την επωνυμία: ".... Ο.Ε.", της οποίας διαχειριστής κατά το καταστατικό ορίσθηκε ο πολιτικός ενάγων Ζ1. Αντικείμενο εργασιών της εταιρείας αυτής ήταν η εισαγωγή και εμπορία μηχανημάτων. Το έτος 1995 και ειδικότερα την 27-4-1995 συστήθηκε μεταξύ των ίδιων ως άνω προσώπων και άλλη (δεύτερη) ομόρρυθμη εταιρεία, με την επωνυμία: "..... ΑΦΟΙ Ο.Ε.", με έδρα ομοίως, στην ..., στον ίδιο μίσθιο χώρο, όπου και η παραπάνω (πρώτη) ομόρρυθμη εταιρεία. Καταστατικός διαχειριστής και ταμίας και της δεύτερης αυτής εταιρεία ορίσθηκε και πάλι ο πολιτικώς ενάγων Ζ1. Λόγω της αδελφικής σχέσεως ο ορισμός διαχειριστή έγινε για τυπικούς και μόνο λόγους, δεδομένου ότι, στην πράξη τη διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων και πραγμάτων διενεργούσαν αμφότεροι οι αδελφοί, δηλαδή τόσο ο εκκαλών κατηγορούμενος, όσο και ο εκκαλών πολιτικώς ενάγων. Η επιχειρηματική αυτή σύμπραξη και συνεργασία ανάμεσα στο εκκαλούντα πολιτικώς ενάγοντα και στον εκκαλούντα κατηγορούμενο είχε ως συνέπεια να ανοιχθούν οι ακόλουθοι (τραπεζικοί) λογαριασμοί: (1) ο υπ' αριθμόν .....λογαριασμός, στην Εθνική Τράπεζα Ελλάδας, (Υποκατάστημα ....), 2) ο υπ' αριθμόν ..... λογαριασμός στην Εμπορική Τράπεζα, (3) ο υπ' αριθμόν .... λογαριασμός, ομοίως, στην Εμπορική Τράπεζα, (4) ο υπ' αριθμόν ..... λογαριασμός στην ALPHA BANK και (5) ο υπ' αριθμόν ..... λογαριασμός στην Αγροτική Τράπεζα. Οι λογαριασμοί αυτοί ήταν κοινοί μεταξύ τους, με την έννοια ότι ο καθένας από αυτούς είχε ίδιον, αυτοτελές και διακεκριμένο δικαίωμα ανάληψης οποιουδήποτε χρηματικού ποσού. Με μήνυση που κατέθεσε στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών την 4-7-2003 ο ήδη εκκαλών πολιτικώς ενάγων Ζ1 κατά του παραπάνω αδελφού του Χ1, καθώς και κατά της συζύγου αυτού ..... (η οποία όμως απαλλάχθηκε με έκδοση τυπικής κλήσης, με το κρινόμενο 918/2007 Βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών) υποστηρίζει ότι ο κατηγορούμενος: Α) Ιδιοποιήθηκε με δόλο από την εταιρία "..... ΟΕ" όλα τα κεφάλαια όλα τα κέρδη και όλο το απόθεμα και την αδρανοποίησε γιατί τα μετέφερε όλα στην καινούργια εταιρία που δημιούργησε, παρόλο που ο μηνυτής ήταν διαχειριστής και συνεταίρος με 30% συμμετοχή, αλλά επιπλέον ο κεφαλαιούχος της εταιρείας, δηλαδή αυτός που την ίδρυσε και την ανέπτυξε (Βλέπ. σελ. 52 κρινομένης μηνύσεως), Β) Ιδιοποιήθηκε με δόλο όλα τα κεφάλαια και τα κέρδη της εταιρίας "..... ΑΦΟΙ ΟΕ" που σημαίνει και κεφάλαια και κέρδη της ατομικής εταιρίας Ζ1 (Βλέπ. σελ. 52 κρινομένης μηνύσεως), Γ) Παρακράτησε παρανόμως τα ατομικά βιβλιάρια του μηνυτή, τα κοινά των βιβλιάρια, κάνοντας εξ αρχής και μετά κατ' εξακολούθηση υπεξαιρέσεις χρημάτων κλείνοντας κοινούς λογαριασμούς και ανοίγοντας ατομικούς του κοινούς όχι με τον μηνυτή, αλλά στην αρχή με άλλα. συγγενικά του πρόσωπα και στο τέλος με την τότε αρραβωνιαστικιά του και κατόπιν σύζυγο του (Βλέπ. σελ. 53 κρινομένης μηνύσεως). Δ) Δημιούργησε την νέα του εταιρία με σχεδόν την ίδια επωνυμία "..... ΟΕ" όπως ήταν η δική των αλλά με τον ίδιο σκοπό που είχαν και οι δύο προηγούμενες εταιρίες, με σκοπό να παρασύρει τους πελάτες (Βλέπ. σελ. 53 κρινομένης μηνύσεως), Ε) Μετέφερε στο κατάστημα της οδού ..... όλα τα υπάρχοντα (όπως όλα τα ανταλλακτικά, κομπιούτερ, φωτοτυπικό, γραφείο, τηλέφωνα) της κοινής των εταιρίας υπεξαιρώντας αυτά (Βλέπ. σελ. 54 κρινομένης μηνύσεως), ΣΤ) Καταχώρησε ως έξοδα της κοινής των εταιρείας ακόμα και τις δαπάνες για τον γάμο του, όπως προκύπτει από το τιμολόγια του Ξενοδοχείου .... και .... όπου έκανε το τραπέζι του γάμου του και από το τιμολόγιο..... της εταιρίας .....ΕΠΕ (Βλέπ. σελ. 55 κρινομένης μηνύσεως). Υποστηρίζει επίσης ο μηνυτής και ήδη εκκαλών πολιτικώς ενάγων ότι, ο μηνυόμενος και ήδη εκκαλών κατηγορούμενος υπεξαίρεσε (δηλαδή υφαίρεσε, αφού πρόκειται περί αδελφών) υπό την ιδιότητά του ως διαχειριστής των εταιρειών ".... Ο.Ε." και ".....ΑΦΟΙ Ο.Ε." το συνολικό ποσό των 732.098.992 δρχ. ή 2.148.493,00 ΕΥΡΩ, το οποίο αναλύεται ως εξής: 1) από την Εθνική Τράπεζα κατάστημα .... και τον κοινό λογαριασμό μας ...... υπεξαίρεσε από 19-1-1996 μέχρι 2-2-2000: 1996 161.446.652 δρχ., 1997 182.119.370 δρχ., 1998 186.439.496 δρχ., 1999 290.855.703 δρχ. 2000 34.684.558 δρχ. δηλαδή το συνολικό ποσόν των 855.543.000 δρχ. ή 2.510.764, 49 ΕΥΡΩ (Βλέπ. σελ. 56 κρινομένης μηνύσεως), 2) Από την Εθνική Τράπεζα κατάστημα ..... λογαριασμούς επιταγών ...... επ' ονόματι της εταιρίας .... Ο.Ε. υπεξαίρεσε από 12/1/98 μέχρι 30/6/00 το συνολικό των 55.146.373 δρχ. ή 161.838,22 ΕΥΡΩ (Βλέπ. σελ. 57 κρινομένης μηνύσεως), 3) Από την Εθνική Τράπεζα κατάστημα ..... και από τον λογαριασμό ..... υπεξαίρεσε από 26/1/98 μέχρι 15/3/00 το συνολικό ποσόν των 5.975.000 δρχ. ή 17.534,85 ΕΥΡΩ (Βλέπ. σελ. 57 κρινομένης μηνύσεως), 4) Από την Εμπορική Τράπεζα και από τον λογαριασμό με αριθ. .....υπεξαίρεσε από 16/1/96 μέχρι 30/5/2000: 1996 60.195.815 δρχ., 1997 71.509.444 δρχ., 1998 49.720.092 δρχ., 1999 88.747.968 δρχ. και 2000 19.355.836 δρχ., δηλαδή υπεξαίρεσε το των 289.529.155 δρχ. ή 849.682,03 ΕΥΡΩ (Βλέπ. σελ. 57 κρινομένης μηνύσεως), 5) Από την Εμπορική Τράπεζα και από τον λογαριασμό ....υπεξαίρεσε από 2/1/1996 μέχρι 21/3/2000 συνολικά το ποσόν των 175.136.331 δρχ. ή 514.943 ΕΥΡΩ (Βλέπ. σελ. 57 κρινομένης μηνύσεως), 6) Από την ALPHA BANK και τον λογαριασμό ..... υπεξαίρεσε από 2/2/1999 μέχρι 19/9/2000 το συνολικό ποσόν των 25.038.139 δρχ. ή 73.479,49 ΕΥΡΩ (Βλέπ. σελ. 57 κρινομένης μηνύσεως) και 7) Από την Αγροτική Τράπεζα και τον λογαριασμό .... υπεξαίρεσε το ποσό των 25.728.315 δρχ. ή 75.504,95 ΕΥΡΩ (Βλέπ. σελ. 57 κρινομένης μηνύσεως). Δηλαδή όπως υποστηρίζει ο μηνυτής, από όλους τους λογαριασμούς και όλες τις Τράπεζες ο κατηγορούμενος διενήργησε ανάληψη του συνολικού ποσού των 1.432.098.992 δρχ. ή 4.202.785,00 ΕΥΡΩ. Αν δε υπολογιστεί (πάντα κατά την άποψη του μηνυτή και ήδη εκκαλούντος πολιτικώς ενάγοντος) ότι, για εισαγωγές της .... ΑΦΟΙ ΟΕ στα 4 χρόνια (1996, 1997, 1998 και 1999) πληρώθηκαν 700.000.000 δρχ. τότε το συνολικό ποσό της υπεξαίρεσης (υφαίρεσης) ανέρχεται σε 732.098.992 δρχ. ή 2.148.493,00 ΕΥΡΩ (Βλέπ. σελ. 57 κρινομένης μηνύσεως). Κατά την διάρκεια της κυρίας ανακρίσεως διενεργήθηκε λογιστική πραγματογνωμοσύνης, την οποία συνέταξε ο Οικονομολόγος - Δικαστικός Πραγματογνώμονας ....., ο οποίος διορίσθηκε με την υπ' αριθμόν 22 Β/2005 διάταξη του Ανακριτή του 11ου τακτικού τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών. Στον πραγματογνώμονα τέθηκαν κατά λέξη τα παρακάτω ερωτήματα: α) στα βιβλία έχουν εγγραφεί ως έσοδα κάποιας από τις παραπάνω εταιρείας (και ποιας) κατά το παραπάνω χρονικό διάστημα τα αναφερόμενα στην από 26/5/2003 έγκληση-μήνυση του πολιτικώς ενάγοντος Ζ1 (σελίδες 15 έως 22, 24 έως 28 και 30 έως 41, 44, 47 έως 49 της μήνυσης) ως υπεξαιρεθέντα ποσά και εάν μέρος (και πόσα) από αυτά διατέθηκαν ενδεχομένως για κάλυψη των οικονομικών υποχρεώσεων των παραπάνω εταιρειών, β) εάν κατά το χρονικό διάστημα των ετών 1998-1999 από πωληθέντα μηχανήματα από την εταιρεία "..... ΑΦΟΙ Ο.Ε." το τίμημα από τις αναφερόμενες στις σελίδες 50 και 51 της έγκλησης-μήνυσης και στην υπό στοιχεία Αγ πράξη του κατηγορητηρίου εισπραχθείσες επιταγές περιήλθε στην εταιρεία, γ) εάν κατά το χρονικό διάστημα 1996 έως και 2000 οι παραπάνω εταιρείες εμφάνισαν κέρδη ή ζημίες και πόσα, δ) εάν προκύπτει καταχωρημένος εξοπλισμός των γραφείων των εταιρειών στα βιβλία αποθηκών αξίας 124.000.000 δραχμών, ο οποίος δεν υπάρχει πλέον (Βλέπε την με αριθμό 22 Β/28-12-2005 Διάταξη Διενέργειας Πραγματογνωμοσύνης). Ο παραπάνω πραγματογνώμονας αφού εξέτασε τις λογιστικές πράξεις διαχείρισης των εταιριών "....Ο.Ε." και ".... ΑΦΟΙ Ο.Ε." της χρονικής περιόδου από 1-1-1J396 έως 31-12-2002 για την πρώτη και 17-5-1995 έως 31-12-2002 για τη δεύτερη, ελέγχοντας τα λογιστικά βιβλία και στοιχεία της "..... ΑΦΟΙ Ο.Ε." που κατέχει ο μηνυτής Ζ1, και αντιστοίχως της "..... Ο.Ε." που κατέχει ο κατηγορούμενος Χ1 και αφού έλαβε υπόψη τα στοιχεία και λοιπά έγγραφα που περιέχονται στο υλικό της δικογραφίας, και μεταβαίνοντας στις Δ.Ο.Υ. όπου υπάγονταν οι δύο εταιρίες, για τη συγκέντρωση όλων των εκκαθαριστικών δηλώσεων Φ.Π.Α. και των δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος E3 και Ε5 (Βλέπ. 3η σελίδα εκθέσεως πραγματογνωμοσύνης) διαπίστωσε με βεβαιότητα ότι: α) Η συνεργασία των αδελφών Ζ1 και Χ1, επισήμως άρχισε από τις 6-11-1987 με τη σύσταση της ομορρύθμου εταιρίας "....Ο.Ε.", με έδρα την οδό ....., και στη συνέχεια, τη ...... και με ειδικότερους όρους ορισμού ως διαχειριστή, ταμία και συμμέτοχου στις κερδοζημίες κατά ποσοστό 30% του Ζ1, β) Στις 27-4-1995 συστήνεται από τους ανωτέρω και δεύτερη ομόρρυθμος εταιρία, η "..... ΑΦΟΙ Ο.Ε.", με έδρα τη ....., και με ειδικότερους όρους ορισμού ως διαχειριστή, ταμία και συμμέτοχου στις κερδοζημίες κατά ποσοστό 70% του Ζ1, γ) Στο τέλος του 1999, η εταιρία "..... Ο.Ε." εξώνεται από το χώρο της ....., και ουσιαστικά από το Νοέμβριο του 2000 αδρανεί. Εμπορικές όμως πράξεις έχουν τελεστεί στο χρονικό διάστημα Δεκέμβριος 1999 έως Νοέμβριος 2000, χωρίς να έχει δηλωθεί επισήμως καμία αλλαγή έδρας της εταιρίας, δ) Από το έτος 2000, η εταιρία "......ΑΦΟΙ Ο.Ε.", μετά τη ρήξη των σχέσεων των εταίρων, φαίνεται να λειτουργεί από τον Ζ1 μόνο για λογαριασμό του, με νέα έδρα τον ....., ενώ ο Χ1 έχει από τις 31-1-2000 συστήσει με τη σύζυγο του .....νέα ομόρρυθμο εταιρία, με επωνυμία "..... Ο.Ε.", με έδρα στην οδό ....., ε) Ο Ζ1, τόσο στη μήνυσή του, όσο δια των δικηγόρων του κ.κ. Χορτάτου και Κουκούτση, αρνείται τον ορισμό του ως διαχειριστή - ταμία και των ποσοστών στις κερδοζημίες που αναφέρονται στα καταστατικά των δύο εταιριών και υποστηρίζει ότι εν τοις πράγμασι διαχειριστής και ταμίας ήταν ο αδελφός του, Χ1, ενώ η συμμετοχή ενός εκάστου στις κερδοζημίες των εταιριών αυτών ήταν 50%. Επίσης αρνείται ο Ζ1 ότι εισέπραξε μέρος των εσόδων ή των κερδών και από τις δύο εταιρίες, πέραν όσων αναφέρει στη μήνυσή του, στ) Ο Χ1, με προφορική δήλωσή του προς τον πραγματογνώμονα την 27-6-2006 και δια του δικηγόρου του κ. Θωμά Σαραντόπουλου, υποστηρίζει ότι τα οριζόμενα στα καταστατικά περί διαχειριστού, ταμία και ποσοστών κερδοζημιών ήταν αληθή και εφαρμόζονταν στην πράξη, ζ) Ο Χ1 επίσης υποστήριξε, ότι οι αναλήψεις των χρηματικών ποσών και οι εισπράξεις των επιταγών, ανεξαρτήτως του προσώπου που τις τέλεσε, έγιναν για κάλυψη εταιρικών υποχρεώσεων, ότι τα έσοδα και τα κέρδη μοιράζονταν στα δύο μέρη χωρίς παραστατικά (αποδείξεις ή χρεωπιστωτικούς λογαριασμούς - μερίδες εταίρων), εις ολόκληρο. Ότι οι πωλήσεις της περιόδου Δεκέμβριος 1999 έως Νοέμβριος 2000 της εταιρίας "..... Ο.Ε." και η μέθοδός τους ήταν σε γνώση του αδελφού του, και ότι οι εταιρικές τους συνεργασίες έληξαν το Δεκέμβριο του 1999 με την "απόσχιση" των εταιριών (Βλέπ. σελ. 4 και 5 της από .... έκθεση πραγματογνωμοσύνης του πραγματογνώμονα ....... Με την κρινομένη έφεσή του ο εκκαλών-κατηγορούμενες υποστηρίζει ότι, το Δικαστικό Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών δεν εκτίμησε ορθώς τις αποδείξεις και ότι, παραπέμπεται να δικαστεί για πράξη που δεν 'έχει τελέσει. Ειδικότερα υποστηρίζει ότι: α) το Δικαστικό Συμβούλιο εσφαλμένα και προφανώς εκ παραδρομής θεωρεί ως ζημιωθείσα από την φερόμενη ως τελεσθείσά από αυτόν υπεξαίρεση την ομόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία ".... ΑΦΟΙ Ο.Ε.", ενώ το ορθό και αληθές είναι ότι πρόκειται για την εταιρεία "....Ο.Ε.", β) το προσβαλλόμενο βούλευμα στηρίχθηκε αποκλειστικά και μόνο στο ελλιπέστατο πόρισμα λογιστικής πραγματογνωμοσύνης του οικονομολόγου ....., αγνόησε δε και απέφυγε να απαντήσει στους ισχυρισμούς του, που προέβαλλε τόσο με το από 31/01/2005 απολογητικό του υπόμνημα, όσο και με το από 29/10/2006 υπόμνημά του για την εν τοις πράγμασι "απογραφή" που έλαβε χώρα μεταξύ αυτού (δηλαδή του κατηγορουμένου) και του πολιτικώς ενάγοντος με ανταλλαγή εμπορευμάτων μεταξύ των δύο εταιριών, γ) αγνοεί (ενν. το προσβαλλόμενο βούλευμα) τον ισχυρισμό του ότι, ο εγκαλών όπως προκύπτει από τα υπ' αριθμ. ...,..., ..., ..., ... και από .... δελτία αποστολής, τα οποία αντιστοιχούν στα υπ' αριθμ. 28, 49, 50, 51, 52 σχετικά της από 26/05/2003 έγκλησης, μετέφερε την 14/02/2000 δεκάδες μηχανήματα από την έδρα της εταιρίας ".... ΑΦΟί Ο.Ε." στην νέα έδρα της εταιρίας, συμφερόντων του ιδίου στον ...., συνολικής αξίας 775.830 €, δ) αγνοήθηκαν παντελώς -τόσο από τον διενεργούντα την πραγματογνωμοσύνη οικονομολόγο- όσο και από το πρωτοβάθμιο Συμβούλιο, τιμολόγια και λογιστικές πράξεις που εάν μη τι άλλο, καταδεικνύουν, ότι όχι μόνο δεν υπήρξε εκ μέρους του υπεξαίρεση οιουδήποτε ποσού, αλλά αντίθετα έχει υποστεί οικονομική ζημία από τον\ τρόπο) με τον οποίο διαχωρίστηκαν οι δύο εταιρίες (Βλέπ. τους από 5-6-2007 σχετικούς λόγους εφέσεως κατηγορουμένου). Ο εκκαλών πολιτικώς ενάγων υποστηρίζει (αντιγραφή κατά λέξη από τους ισχυρισμούς του) ότι: "... α) έσφαλε το εκκαλούμενο βούλευμα εις την κρίσιν του δεχθέν ότι η δευτέρα κατηγορουμένη δεν είχε ανάμειξη στην διαχείριση των εταιριών ".... Ο.Ε." "....ΑΦΟΙ Ο.Ε." Ποιος όμως είπε ότι ανεμείχθη και ποιος την κατηγόρησε ότι ανεμείχθη στην διαχείριση των ανωτέρω δύο εταιριών; Εμείς την κατηγορήσαμε ευθέως ότι συνέστησε νέα εταιρία με τον σύζυγό της - πρώτον κατηγορούμενο με σκοπό αφ' ενός μεν να παραπλανήσει τους πελάτες της εταιρίας που είχα με τον αδελφό μου και να τους πείσει να καταθέτουν τα οφειλόμενα στην νέα εταιρία που είχε συστήσει με τον σύζυγο της και δη στους λογαριασμούς που είχαν ανοιχθεί στην ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ στην ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ, την ALPHA BANK και την ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ, αφ' ετέρου δε να ιδιοποιηθεί εν συνεχεία παρανόμως από κοινού με τον σύζυγο της τα χρήματα που κατέθεταν οι πελάτες στους λογαριασμούς που είχαν ανοιχθεί στις ανωτέρω Τράπεζες, και οι οποίοι πελάτες πίστευαν ότι επρόκειτο περί της ίδιας εταιρίας. Αν αυτό δεν είναι κομπίνα τότε τι είναι κομπίνα; Και μόνον η πράξη αυτή, της συστάσεως της ομορρύθμου εταιρίας με την ίδια επωνυμία εταιρίας που είχα με τον αδελφό μου και εν συνεχεία είσπραξης των χρημάτων της πρώτης εταιρίας είναι οπωσδήποτε κακουργηματική πράξη και θα έπρεπε γι' αυτό να διωχθεί ποινικώς... β) Όλως εσφαλμένως έκρινε το εκκαλούμενο βούλευμα ότι δεν στοιχειοθετείται το αδίκημα της υφαίρεσης εκ μέρους του αδελφού μου του ποσού 1.370.974.940 δρχ. με την δικαιολογία ότι οι λογαριασμοί που είχαν ανοιχθεί στην ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ, ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ, ALPHA BANK και ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ήσαν κοινοί λογαριασμοί μεταξύ μας και ότι καθένας μας είχε ίδιον και αυτοτελές και διακεκριμένο δικαίωμα ανάληψης οιουδήποτε ποσού χωρίς η ενέργεια αυτή να αποτελεί ιδιοποίηση. Ενώ θα έπρεπε να λάβει υπ' όψιν ότι το τεράστιο αυτό ποσόν δεν ήταν δικό μας αλλά ανήκε στις εταιρίες μας και είχε προέλθει από την επιχειρηματική δραστηριότητα των εταιριών που είχα μαζί του και ότι ανήκε στις εταιρίες και όχι σε εμάς καθ' όσον όλες οι πράξεις, αναλήψεις και καταθέσεις χρημάτων, στους ανωτέρω λογαριασμούς εγένοντο από την επιχειρηματική δραστηριότητα των εταιριών μας και απ' αυτούς θα επληρώνοντο και οι υποχρεώσεις των. Τα χρήματα αυτά θα περιήρχοντο εις ημάς μετά την εκκαθάριση των μεταξύ μας λογαριασμών, την πληρωμή των υποχρεώσεων της εταιρίας και την είσπραξη των περαιτέρω υποχρεώσεων των τρίτων προς αυτήν και τότε μόνον θα λαμβάναμε το λαβείν του έκαστος κατά την αναλογία συμμετοχής του εις την εταιρία..., γ) Επισημαίνουμε ότι ακόμη και το προσβαλλόμενο βούλευμα παρ' ότι αποφαίνεται και συνομολογεί ότι δεν στοιχειοθετείται το αδίκημα της υφαιρέσεως του τεράστιου αυτού ποσού λόγω του ότι οι λογαριασμοί ήσαν κοινοί, εν τούτοις αποφαίνεται ότι τα χρήματα αυτά υπήρχαν από και για την ενάσκηση των εταιρικών δραστηριοτήτων. Εδώ θα πρέπει να διευκρινισθεί ότι άλλο πράγμα είναι η ανάληψης χρημάτων από κοινό λογαριασμό, από τον οποίο έχουν δικαίωμα να κάνουν ανάληψη χρημάτων οι έχοντες τον κοινό λογαριασμό και άλλο πράγμα η μετά την ανάληψη παρακράτησης - ιδιοποίησης των χρημάτων αυτών, αφού οπωσδήποτε ο αναλαβών γνωρίζει ότι τα χρήματα αυτά δεν ανήκουν ούτε στον ένα ούτε στον άλλο από αυτούς, που έχουν τον κοινό λογαριασμό, αλλά ανήκουν στο νομικό πρόσωπο της εταιρίας ή των εταιριών και έχουν συμφωνήσει οι δύο εταίροι να τα στέλνουν οι πελάτες με εμβάσματα στον κοινό λογαριασμό τους προς διευκόλυνση τους για να μπορούν να κάνουν οποιαδήποτε ανάληψη προς χάριν της εταιρίας ή για πληρωμές δαπανών της εταιρίας χωρίς να προσκομίζουν νομιμοποιητικά έγγραφα, όπως καταστατικό, δ) Έσφαλε επίσης το προσβαλλόμενο βούλευμα δεχθέν ότι δεν προέκυψε ποιος έκανε τις αναλήψεις των χρηματικών ποσών από τους λογαριασμούς στην ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ με αριθμούς ..... και ....., δικαιούχος των οποίων ήταν το νομικό πρόσωπο .... Ο.Ε., καθ' όσον και από τα προσκομισθέντα έγγραφα και από τις καταθέσεις των μαρτύρων προέκυψε ότι τα χρήματα αυτά, ήτοι 55.146.373 δρχ. και 5.975.000 δρχ. ελήφθησαν αποκλειστικά και μόνον από τον κατηγορούμενο Χ1, ο οποίος και τα ιδιοποιήθηκε παρανόμως, αφού μάλιστα πουθενά δεν δικαιολογεί απολογούμενος πού διατέθηκαν τα χρήματα αυτά,... ε) Εσφαλμένως το προσβαλλόμενο βούλευμα εδέχθη ότι ο πρώτος κατηγορούμενος πραγματοποίησε μεν πωλήσεις μηχανημάτων από τις εταιρίες που είχαμε μεταξύ μας σε τρίτους πελάτες και ότι παρέλαβε επιταγές για τις πωλήσεις αυτές και ότι παρά ταύτα δεν προκύπτει από τα φορολογικά στοιχεία και βιβλία και των δύο εταιριών αν το τίμημα των παραπάνω επιταγών περιήλθε στις εταιρίες ή όχι. Ενώ αντιθέτως αδιαμφισβήτητους προέκυψε ότι τα ποσά αυτά τα εισέπραξε ο πρώτος κατηγορούμενος και τα ιδιοποιήθηκε παρανόμως έχοντας συνεργό του την δευτέρα των κατηγορουμένων - σύζυγό του, η οποία όχι μόνον γνώριζε για ποιο λόγο συνέστησε με τον σύζυγο της εταιρία με την ίδια επωνυμία που είχα με τον αδελφό μου αλλά και συμμετείχε ενεργά στις - παράνομες πράξεις της εταιρίας, αφού όλα τα τιμολόγια και άλλα παραστατικά έγγραφα αυτής είναι γραμμένα με το χέρι της.." (Βλέπ. τους από 25-5-2007 σχετικούς λόγους εφέσεως πολιτικώς ενάγοντος). Οι αναφερόμενοι τόσο από τον εκκαλούντα κατηγορούμενο, όσο και από τον εκκαλούντα πολιτικώς ενάγοντα λόγοι εφέσεως ουδόλως επαρκούν για να αναιρέσουν τα συμπεράσματα της εκθέσεως λογιστικής πραγματογνωμοσύνης, από τα οποία με σαφήνεια και χωρίς αμφιβολία προκύπτει (με βάση τα αρχεία, τα στοιχεία και τα βιβλία που τέθηκαν υπ' όψιν του πραγματογνώμονα) ότι: α. Παρουσιάζεται Συγκεντρωτικό Πινάκιο Αναλήψεων για τα έτη 1996 έως 2002, ύστερα από τον έλεγχο και την άθροιση των τραπεζικών λογαριασμών που ζητείται να ελεγχθούν. Πρόκειται για επτά (7) κοινούς λογαριασμούς με συνολικές αναλήψεις 4.152.380,37 € (1.414.923.611 δρχ.), οι οποίες δε μπορούν να αντιστοιχηθούν ξεχωριστά σε κάθε μία εταιρία, γιατί οι λογαριασμοί αυτοί ανήκουν στα φυσικά πρόσωπα και όχι στα νομικά των εταιριών, β) Παρουσιάζεται συγκεντρωτικό Πινάκιο Ετησίων Κερδών Και Ζημιών των δύο εταιριών, ύστερα από τον έλεγχο και την άθροιση των ετήσιων πωλήσεων, αποθεμάτων έναρξης και τέλους χρήσης, εισαγωγών, εγχωρίων αγορών, δαπανών και γενικών εξόδων, και πληρωμών εταιρικού φόρου εισοδήματος για τα έτη 1996 έως 2002. Βάσει των δηλωθέντων στοιχείων, προκύπτουν τα ετήσια έσοδα και οι οικονομικές υποχρεώσεις κάθε εταιρίας, γ) Παρουσιάζονται Συγκεντρωτικά Πινάκια Σύγκρισης Ετησίων Εσόδων - Αναλήψεων, Ετησίων Υποχρεώσεων - Αναλήψεων, και Ετησίων Κερδών - Αναλήψεων, όπου εμφανίζονται οι διαφορές μεταξύ των ενοποιημένων αποτελεσμάτων των δύο εταιριών με τις αναλήψεις που πραγματοποιήθηκαν κατά τα έτη 1996 έως 2002. Βάσει των δηλωθέντων στοιχείων, προκύπτουν αναλήψεις 3.450.857,11 € (1.175.879.561 δρχ.) πλέον των καθαρών κερδών των δύο εταιριών. Στη σύγκριση με τις ενοποιημένες υποχρεώσεις, οι αναλήψεις υπολείπονται κατά 2.106.393,36 € (717.753.538 δρχ.). Ενώ στη σύγκριση με τα ενοποιημένα έσοδα, οι αναλήψεις υπολείπονται κατά 2.792.527,09 € (951.553.603 δρχ.), δ) Επισημαίνεται ότι τα φορολογικά στοιχεία και βιβλία και των δύο εταιριών, δεν ανταποκρίνονται στην αναγκαία πληροφόρηση για το αν το τίμημα των επιταγών, ύψους 60.481,88 € (20.609.200 δρχ.) που αναφέρεται στη μήνυση του Ζ1 περιήλθε στις εταιρίες ή όχι. Γεγονός αποτελεί ότι κατά την παραλαβή των επιταγών, εκδόθηκαν τα παραστατικά, οι αποδείξεις παραλαβής αξιόγραφων, όμως στους τραπεζικούς λογαριασμούς στις αντίστοιχες ημερομηνίες είσπραξης δεν υπάρχει κατάθεση επιταγών ή μετρητών ισόποσων με τα αξιόγραφα, ) Ο κατηγορούμενος ίδρυσε στις 31-1-2000 την εταιρία "..... Ο.Ε.", εφεξής και χάριν ευκολίας καλείται εταιρία Β'. Η εταιρία αυτή λειτούργησε με έδρα την οδό ...... Ο μηνυτής είχε ιδρύσει την εταιρία ".... Ο.Ε.", εφεξής και χάριν ευκολίας καλείται εταιρία Α'. Η εταιρία αυτή λειτούργησε στις εξής έδρες: .....από 6-11-1987 έως 10-12-1987, ..... από 10-12-1987 έως 31-12-1999 (τότε εξώσθηκε) έκτοτε δεν έχει λειτουργήσει αλλά βρίσκεται σε αδράνεια. Και οι δύο εταιρίες, έχουν το ίδιο ή παραπλήσιο αντικείμενο εργασιών, και παρόμοια επωνυμία. Η εταιρία Α' δεν έχει υποβάλει δήλωση διακοπής εργασιών, ούτε δήλωση αλλαγής έδρας, ούτε δήλωση έναρξης εργασιών υποκαταστήματος (στην έδρα της εταιρίας Β'). Σημειώνεται, ότι για τις ενέργειες αυτές (δήλωση διακοπής - δήλωση υποκαταστήματος) απαραίτητη ήταν η υπογραφή των εντύπων της εφορίας και από τον μηνυτή, που ήταν ο διαχειριστής της εταιρίας Α'. Σύμφωνα με την μήνυση που έχει υποβάλει ο μηνυτής, φέρεται ο κατηγορούμενος να έχει αποσιωπήσει, είτε να έχει παραλείψει να ανακοινώσει στον μηνυτή, την εκ παραλλήλου ίδρυση και λειτουργία (στον ίδιο χρόνο και με τον ίδιο εμπορικό σκοπό) της εταιρίας Β', καθώς και τη συμμετοχική της σύνθεση (ότι δηλαδή ο μηνυτής δεν ήταν εταίρος στην εταιρία Β'). Περαιτέρω, και σύμφωνα με τη μήνυση, φέρεται ο κατηγορούμενος να έπεισε τον μηνυτή (που ήταν διαχειριστής της εταιρίας Α') να αποσταλούν εμπορεύματα και ανταλλακτικά κυριότητος της εταιρίας Α' στην έδρα της εταιρίας Β', από όπου εν συνεχεία πωλήθηκαν με φορολογικά παράτυπο τρόπο, ο οποίος παράλληλα συνιστά και το αδίκημα της υπεξαίρεσης εις βάρος του μηνυτή, και της απάτης εις βάρος των πελατών της εταιρίας Α'. Από την έρευνα των οικονομικών στοιχείων και δεδομένων, καθώς και του λογιστικού και φορολογικού αρχείου των δύο αυτών επιχειρήσεων και αφού ο πραγματογνώμονας έλαβε υπόψη του τις προφορικές διευκρινίσεις των μερών (υπομνήματα δεν του δόθηκαν) προέκυψαν τα εξής: Από την έδρα της εταιρίας Β' (συμφερόντων του κατηγορουμένου), κατά το χρονικό διάστημα από Φεβρουάριο 2000 έως και Σεπτέμβριο 2000, διενεργήθηκαν πωλήσεις εμπορευμάτων και ανταλλακτικών, συνολικής αξίας 372.523,04 € (126.937.227 δρχ.). Από τις πωλήσεις αυτές (Φεβρουαρίου - Σεπτεμβρίου 2000), το 1/3 περίπου αφορούν πωλήσεις από την εταιρία Α' προς την εταιρία Β'. Τα εμπορεύματα και τα ανταλλακτικά πωλήθηκαν με τιμολόγια που φέρονται να εκδόθηκαν (όπως και οι εγγραφές στο βιβλίο εσόδων - εξόδων) από την εταιρία Α', η οποία ούτε είχε μεταφέρει την έδρα της, ούτε εμφανίζεται να τα είχε πουλήσει ή διαθέσει στην Β' ως σύνολο. Και κυρίως, εάν η εταιρία Α' είχε διακόψει τη λειτουργία της, ή είχε ιδρύσει υποκατάστημα, αυτό θα ήταν σε γνώση του μηνυτή, ο οποίος θα έπρεπε να είχε υπογράψει τις σχετικές δηλώσεις προς την Δ.Ο.Υ. Σημειώνεται ότι τα εμπορεύματα και ανταλλακτικά αυτά, δεν προερχόντουσαν από νέες αγορές ή εισαγωγές της εταιρίας αυτής, καθότι η αξία των αγορών και των εισαγωγών στο ίδιο χρονικό διάστημα ανέρχονταν στις 26.275,06 € (8.953.227 δρχ.). Ομοίως, δεν βρέθηκε να υφίσταται κάποια ιδιαίτερη συμφωνία για τον τρόπο διακίνησης των εμπορευμάτων αυτών προς την έδρα της εταιρίας Β' (λ.χ. παρακαταθήκη, πώληση συνόλου του ενεργητικού της παλιάς εταιρίας, πώληση επί δοκιμή κ.λπ.). Αντίθετα, από την έρευνα διαπιστώθηκε ότι τα εμπορεύματα αυτά ανήκαν στην απογραφή τέλους οικονομικής χρήσεως 1999 της εταιρίας (Α'), όπου και εμφανίζονται. Τέλος, όλα τα παραστατικά της περιόδου αυτής (Φεβρουαρίου έως Σεπτεμβρίου 2000) που εξέδωσε η εταιρία Α', φέρεται να έχουν εκδοθεί από τον κατηγορούμενο, ο οποίος δεν το αμφισβήτησε και τη σύζυγό του. Οι πωλήσεις της περιόδου αυτής (Φεβρουαρίου έως Σεπτεμβρίου 2000), μειώνουν την περιουσία της εταιρίας Α' (όχι την ατομική περιουσία του μηνυτή ή του κατηγορουμένου), με την έννοια ότι απομειώνονται τα ενεργητικά της στοιχεία. Το αντίτιμο των πωλήσεων αυτών, από τα παραστατικά των πωλήσεων εμφανίζεται ότι εισπράχθηκε από την εταιρία Α'. Ο έλεγχος όμως που διενεργήθηκε από τον πραγματογνώμονα δε μπόρεσε να ανεύρει τα νοήματα αυτά στα ταμεία ή το ενεργητικό της εταιρίας Α'. Από λογιστική και φορολογική άποψη, τα εμπορεύματα και ανταλλακτικά της εταιρίας Α' δεν υπήρχε υποχρέωση ούτε να μεταφερθούν στην έδρα της εταιρίας Β', ούτε να πωληθούν προς αυτήν ή από αυτήν. Καθ' όσον τα εμπορεύματα και ανταλλακτικά, πωλήθηκαν εξ ονόματος της εταιρίας Α' (και εκδόθηκαν παραστατικά της εταιρίας Α'), δε μπορεί να γίνει δεκτή εκδήλωση πρόθεσης ιδιοποίησης εκ μέρους του κατηγορουμένου ως προς την κυριότητά τους (τουλάχιστον για όσα από αυτά δεν πουλήθηκαν στην εταιρία Β'). Τέτοια πρόθεση ιδιοποίησης, μπορεί να γίνει δεκτή για το τίμημα που εισπράχθηκε λόγω της πώλησης των εμπορευμάτων και ανταλλακτικών, το οποίο -όπως αναφέρθηκε στην προηγούμενη παράγραφο- δεν ανευρέθηκε στα ταμεία ή το ενεργητικό της εταιρίας. Ειδικά η διάθεση των εμπορευμάτων που ο κατηγορούμενος φέρεται να πώλησε στην αποκλειστικών συμφερόντων του εταιρία Β', φαίνεται να έχει ζημιώσει την εταιρία Α' κατά το ποσό των 123.925.54 € (42.227.629 δρχ.) της αξίας τους, γιατί δεν προκύπτει η βέβαιη είσπραξη του τιμήματος των εμπορευμάτων αυτών (Βλέπ. σελίδες 6 έως 10 της από 29- 9-2006 έκθεσης πραγματογνωμοσύνης του πραγματογνώμονα ....). Ιδιαιτέρως πρέπει να τονιστεί το γεγονός ότι, τα παραπάνω συμπεράσματα της εκθέσεως λογιστικής πραγματογνωμοσύνης ουδόλως αμφισβητούνται από κάποια άλλη αντίθετη λογιστική πραγματογνωμοσύνη, που να έχει συνταχθεί με πρωτοβουλία είτε του προσφεύγοντος κατηγορουμένου, είτε του προσφεύγοντος πολιτικώς ενάγοντος. Το γεγονός δε ότι αμφότεροι οι διάδικοι (εκκαλών κατηγορούμενος, αλλά και εκκαλών πολιτικώς ενάγων) αμφισβητούν (ανάλογα με τα οικονομικά τους συμφέροντα) την ορθότητα της λογιστικής πραγματογνωμοσύνης, ουδόλως επαρκή για να καταστήσει αυτή ελλιπή ή αναξιόπιστη, όπως αμφότεροι υποστηρίζουν με τις κρινόμενες εφέσεις των. Στο σημείο αυτό πρέπει επίσης να λεχθεί ότι, η παραπάνω αναφερόμενη έκθεση λογιστικής πραγματογνωμοσύνης αποτέλεσε ουσιαστικώς την βάση (στο βαθμό που απαιτούνται εξειδικευμένες οικονομικές γνώσεις) επί της οποίας στηρίχθηκε το σκεπτικό του εκκαλουμένου με αριθμό 18/2007 (παραπεμπτικού βουλεύματος στις ορθές και νόμιμες σκέψεις του οποίου και εξ εξολοκλήρου αναφερόμαστε, καθόσον η οποιαδήποτε παραπομπή στα πραγματικά περιστατικά ή την νομική αξιολόγηση των λοιπών ισχυρισμών του κατηγορουμένου ή του πολιτικώς ενάγοντος, θα κατέληγε αναπόφευκτα σε άσκοπη και ανεπίτρεπτη επανάληψη της λεπτομερέστατης αιτιολογίας του (Βλέπ. ειδικότερα 7ο έως και 14ο φύλλο εκκαλουμένου Βουλεύματος)". Στη συνέχεια το Συμβούλιο Εφετών, απέρριψε στην ουσία, τόσο την υπ' αρ. 309/5-6-2007 έφεση του αναιρεσείοντος, όσο και την υπ' αρ. 287/29-5-2007 έφεση του πολιτικώς ενάγοντος κατά του υπ'αρ. 918/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, δεν διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού δεν αναφέρονται σ'αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση, οι αποδείξεις που έλαβε υπόψη το Συμβούλιο και οι σκέψεις και συλλογισμοί με βάση τους οποίους υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφάρμοσε, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος περί της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου και να στερείται έτσι το προσβαλλόμενο βούλευμα νόμιμης βάσης. Συγκεκριμένα και αναφορικά με την ιδιότητα του κατηγορουμένου, η οποία αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την αντικειμενική θεμελίωση της αξιόποινης πράξης που του αποδίδεται δηλαδή της υπεξαίρεσης ιδιαίτερα μεγάλης αξίας από διαχειριστή, τόσο το Συμβούλιο, όσο και η ενσωματωμένη εισαγγελική πρόταση, περιορίζονται να προσδιορίσουν την ιδιότητα του κατηγορουμένου "ως εν τοις πράγμασι" (de facto) διαχειριστή της εταιρείας "....Ο.Ε.", αποδεχόμενοι περαιτέρω ότι καταστατικός διαχειριστής της εταιρείας ήταν ο μηνυτής Ζ1, αδελφός του κατηγορουμένου. Όμως, σύμφωνα με την προπαρατεθείσα νομική σκέψη, για να είναι κάποιος διαχειριστής, κατά την έννοια του άρθρου 375 Π.Κ., θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να ενεργεί όχι απλώς υλικές, αλλά νομικές πράξεις με εξουσία αντιπροσωπεύσεως του εντολέως. Και στη συγκεκριμένη περίπτωση, με το προσβαλλόμενο βούλευμα, έγινε δεκτόν ότι "καταστατικός διαχειριστής της ως άνω εταιρείας, ήταν ο μηνυτής αδελφός του κατηγορουμένου, χωρίς να δίδεται καμία εξήγηση, με παράθεση πραγματικών περιστατικών, με ποιο τρόπο μπορούσε να ενεργεί ο αναιρεσείων υλικές και νομικές πράξεις για λογαριασμό της εταιρείας αυτής, όταν από το καταστατικό αυτής διαχειριστής ήταν ο μηνυτής. Επίσης, υπάρχει ασάφεια αναφορικά με το πρόσωπο του παθόντος. Ειδικότερα, ενώ ο κατηγορούμενος παραπέμφθηκε, με το υπ' αρ. 918/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, για να δικασθεί για υπεξαίρεση σε βάρος της εταιρείας ".... ΑΦΟΙ Α.Ε.", πράξη που φέρεται να τελέσθηκε από αυτόν με την ιδιότητα του de facto διαχειριστή της παραπάνω εταιρείας, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, επικύρωσε το παραπεμπτικό, ως άνω, βούλευμα, με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ'αυτό Εισαγγελική Πρόταση, με την επιπρόσθετη αιτιολογία "με την ιδιότητα αυτού (κατηγορουμένου) ως εν τοις πράγμασι (de facto) διαχειριστή της ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία .... Ο.Ε.", την οποία αυτός είχε συστήσει με τον αδελφό του Ζ1 (μηνυτή) το έτος 1987 (ο οποίος είχε ορισθεί καταστατικός διαχειριστής), ιδιοποιήθηκε το ποσό των 123.925,54 ευρώ, το οποίο αφορούσε το τίμημα πωλήσεως εμπορευμάτων και ανταλλακτικών που ανήκαν στην παραπάνω εταιρεία και πωλήθηκαν προς την ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία "..... Ο.Ε.", παρακρατώντας το ποσό αυτό και μη αποδίδοντας τούτο στη δικαιούχο εταιρεία ".....Ο.Ε.", με πρόθεση παράνομης ιδιοποίησης. Οι ασάφειες και τα λογικά αυτά κενά δεν καλύπτονται από τα αναφερόμενα στην Εισαγγελική πρόταση, στην οποία παραπέμπει το Συμβούλιο. Πέρα από αυτά πρέπει να αναφερθεί και το γεγονός ότι στην Εισαγγελική πρόταση υπάρχουν και αντιφάσεις που δημιουργούν σύγχιση, αφού από αυτή προκύπτει με σαφήνεια, ότι η πράξη για την οποία η Εισαγγελική πρόταση καταλήγει ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής σε βάρος του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου και προτείνεται η απόρριψη της εφέσεώς του, είναι η υφαίρεση με τη μορφή υπεξαίρεσης κατά αδελφού, με την παράθεση και του σχετικού άρθρου (σε δύο σημεία αυτής) του Π.Κ. που προβλέπει την αξιόποινη αυτή πράξη, η οποία δεν έχει καμία σχέση με αυτήν που παραπέμφθηκε με το πρωτόδικο βούλευμα, αλλά και με αυτήν για την οποία το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών δέχθηκε ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις, οι οποίες δικαιολογούν την παραπομπή.
Μετά από αυτά, πρέπει να γίνουν δεκτοί οι εκ του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. δ' και β' του Κ.Π.Δ. μοναδικοί λόγοι αναίρεσης, ως ουσιαστικά βάσιμοι, να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθεί η υπόθεση, για νέα κρίση, στο ίδιο Συμβούλιο των Εφετών Αθηνών, το οποίο θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους, εκτός εκείνων που έκριναν προηγουμένως (άρθ. 519 Κ.Π.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί το υπ' αρ. 2683/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, ως προς την παραπεμπτική, για τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο Χ1, διάταξή του.
Παραπέμπει την υπόθεση, για νέα κρίση, στο ίδιο Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, συγκροτούμενο από Δικαστές άλλους, εκτός εκείνων που έκριναν προηγουμένως.-
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 17 Μαρτίου 2009. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 31 Μαρτίου 2009.-
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ