Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία.
Περίληψη:
Παραπεμπτικό βούλευμα για κακουργηματική απάτη. Απόρριψη λόγων αναιρέσεως για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και έλλειψη αιτιολογίας.
Αριθμός 1999/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο και Βασίλειο Φράγγο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Χατζίκου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 20 Οκτωβρίου 2010, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Ν. Τ. του Κ., κατοίκου ..., περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 1433/2010 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών με πολιτικώς ενάγοντα τον Π. Β. του Ι..
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 30 Ιουλίου 2010 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1064/2010.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Χατζίκος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κατσιρώδη με αριθμό 319/1.10.2010, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Ι. Eισάγω στο Συμβούλιό Σας, σύμφωνα με το ά. 485 παρ. 1 του Κ.Π.Δ., την 97/30-7-2010 αίτηση αναιρέσεως του Ν.Θ.Τ. κατοίκου …, η οποία ασκήθηκε για λογαριασμό του από τον δικηγόρο Αθηνών Νικ. Νασιοθύμιο σύμφωνα με την από 29-7-2010 νομότυπη εξουσιοδότηση του προς αυτόν που προσκόμισε και προσαρτάται, κατά του 1433/2010 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, και εκθέτω τα ακόλουθα:
ΙΙ. Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το 137/201 βούλευμά του παρέπεμψε τον ήδη αναιρεσείοντα κατηγορούμενο στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικαστεί για απάτη με συνολικό όφελος και αντίστοιχη ζημιά συνολικά άνω των 73.000 ευρώ. Κατά του βουλεύματος αυτού αυτός άσκησε την 35/2010 έφεσή του η οποία απορρίφθηκε ως αβάσιμη στην ουσία της από το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το 1433/2010 βούλευμά του. Το βούλευμα αυτό επιδόθηκε: α) στον κατηγορούμενο στις 27-7-2010 με θυροκόλληση, όπως προκύπτει από το σχετικό αποδεικτικό του δικαστικού επιμελητή της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών ... και β) στον αντίκλητο δικηγόρο του Δ. Λαζανά στις 13-7-2010 επίσης με θυροκόλληση, όπως προκύπτει από το σχετικό αποδεικτικό της δικαστικής επιμελήτριας της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών ..., και αυτός στις 30-7-2010 εμπρόθεσμα, δηλ. εντός της προβλεπόμενης δεκαήμερης προθεσμίας από την επίδοση (α. 473 παρ. 1 του ΚΠΔ ), άσκησε την παραπάνω αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Γραμματέα του Εφετείου Αθηνών. Ο κατηγορούμενος με την παραπάνω 97/2010 αίτηση αναιρέσεώς του στρέφεται κατά του τελεσιδίκου αυτού βουλεύματος και ζητά την εξαφάνισή του για έλλειψη αιτιολογίας (α. 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ΚΠΔ). Επειδή η αίτηση αυτή αναιρέσεως είναι νομότυπη, εμπρόθεσμη και παραδεκτή πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί στην ουσία της.
ΙΙΙ. Κατά το άρθρο 386 παρ. 1 του Π.Κ. "Όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή με την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη συγκρότηση του υπαλλακτικώς μικτού εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, β) η εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών από την οποία, ως παραγωγός αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και γ) βλάβη ξένης περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια, με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις. Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή οι συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν όμως οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις ή παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων, που ανάγονται εις το παρελθόν ή εις το παρόν, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπληρώσεως με βάση την ψευδή κατάσταση που εμφανίζει ο δράστης που έχει ήδη λάβει την απόφαση να μη εκπληρώσει την υποχρέωσή του, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης (ΑΠ 209/2010, ΑΠ 1631/2006, ΑΠ 55/2004, ΑΠ 224/2002). Για την κακουργηματική μορφή της απάτης απαιτείται, κατά την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 4 του ν.2721/1999, ο υπαίτιος είτε να διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελός του ή η ζημία του παθόντος να υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δραχμών ή τα 15.000 ευρώ, είτε χωρίς τη συνδρομή των επιβαρυντικών περιστάσεων της κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια τέλεσης, το όφελος που επιδιώκει ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε στον παθόντα να υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δραχμών ή 73.000 ευρώ (ΑΠ 132/2010, ΑΠ 1521/2006, ΑΠ 829/2001). Περαιτέρω το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση ή την προανάκριση, για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφάρμοσε και έκρινε, ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Ειδικώς, ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ'είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει ότι το συμβούλιο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Εξάλλου δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιό βαρύνει περισσότερο για τον σχηματισμό δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αξιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα (ΑΠ 1073/2006, ΑΠ 1560/2002 ΠΧ!2003.536, ΑΠ 1011/2000 ΠΧ! 2001.244). Δεν αποτελεί όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του συμβουλίου ή του δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος για την πληρότητα της αιτιολογίας στο παραπεμπτικό βούλευμα είναι επιτρεπτή η καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ'αυτό εισαγγελική πρόταση (ΑΠ 2253/2002 ΠΧ! 2003.795).
ΙV. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, με επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό πρόταση του Εισαγγελέα, δέχθηκε ότι, από τα αποδεικτικά μέσα που μνημονεύει και προσδιορίζει κατ' είδος και συγκεκριμένα από τις καταθέσεις των μαρτύρων σε συνδυασμό με την απολογία της κατηγορουμένης και τα υπόλοιπα έγγραφα, προέκυψαν τα ακόλουθα ουσιώδη και κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: "Ο εγκαλών Π. Β. είχε γνωρίσει τον ως άνω Ν. Τ. το καλοκαίρι του 2004 και ο τελευταίος τον είχε διαβεβαιώσει ψευδώς ότι είναι τεχνικός σύμβουλος (ως μηχανικός) του Παναγίου Τάφου, ο οποίος είχε στην κυριότητα του διάφορα ακίνητα στην περιοχή της ..., τα οποία επιθυμούσε να εκποιήσει σε χαμηλή τιμή, είχε δε αυτός τη δυνατότητα να εισηγηθεί στο εκκλησιαστικό συμβούλιο και να επιτύχει μια τέτοια μεταβίβαση ακινήτου προς τον ανακόπτοντα ή άλλο μέλος της οικογένειας του. Μάλιστα στη συνέχεια του επέδειξε και του πρότεινε να αγοράσει διάφορα ακίνητα, μεταξύ των οποίων και ένα γωνιακό οικόπεδο περίπου 600 τ.μ. με παλιά οικία σε κεντρικό σημείο της ... και στη συμβολή των οδών ... και ..., με τίμημα περί τις 210.000 ευρώ, το οποίο μάλιστα θα μπορούσε να καταβληθεί κατά ένα μέρος σε μηνιαίες άτοκες δόσεις. Θεωρώντας ο ανακόπτων ευνοϊκό το τίμημα και επιθυμώντας να αγοράσει το ακίνητο προς εξασφάλιση στέγης της θυγατέρας του, επείσθη με τις διαβεβαιώσεις του Ν. Τ., ο οποίος τον διαβεβαίωσε επίσης ότι το σχετικό συμβόλαιο αγοραπωλησίας θα υπεγράφετο μέχρι τέλος Μαρτίου 2005 και του κατέβαλε, ως προκαταβολή έναντι του τιμήματος, το ποσό των 38.000 ευρώ, ενώ εξέδωσε και του παρέδωσε επιταγές συνολικού ποσού 143.020 ευρώ μεταξύ των οποίων και τις επίδικες. Ο Ν. Τ. όμως με διάφορες προφάσεις (μεταξύ των οποίων και το θέμα της εκλογής νέου Πατριάρχη) καθυστερούσε συνεχώς και ανέβαλε την υπογραφή του σχετικού συμβολαίου, και στη συνέχεια, μετά το καλοκαίρι του 2005, άρχισε να μην εμφανίζεται και στις τηλεφωνικές οχλήσεις του εγκαλούντα. Όπως δε διαπίστωσε εκ των υστέρων ο τελευταίος, όλες οι ως άνω διαβεβαιώσεις του Ν. Τ. ήταν ψευδείς και έγιναν με σκοπό αυτός να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος προς βλάβη της δικής του περιουσίας, καθώς αυτός δεν ήταν τεχνικός σύμβουλος και δεν είχε σχέση με τον Πανάγιο Τάφο, στον οποίο μάλιστα δεν ανήκε κατά κυριότητα το προς πώληση ακίνητο. Την ίδια αξιόποινη πράξη ο κατηγορούμενος φέρεται να έχει τελέσει και εις βάρος άλλου προσώπου, ενώ και στην μάρτυρα Α. Κ. πρότεινε την αγορά μιας οικίας, συναλλαγή όμως που δεν εξελίχθηκε λόγω φόρτου εργασίας της μάρτυρος. Κατόπιν αυτών είναι φανερό ότι υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις ενοχής ικανές να επιστηρίξουν δημόσια στο ακροατήριο κατηγορία σε βάρος του κατηγορουμένου για την πράξη που του αποδόθηκε. Αυτά δεχθέν και το εκκαλούμενο βούλευμα είναι πρόδηλο ότι δεν έσφαλε ούτε περί την ερμηνεία και εφαρμογή των άνω ουσιαστικών και δικονομικών διατάξεων, ούτε περί την εκτίμηση των αποδείξεων και των εν γένει πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως, αλλ' ούτε και περί την υπαγωγή των περιστατικών αυτών στους εφαρμοσθέντες κανόνες ουσιαστικού ποινικού δικαίου και με εμπεριστατωμένες, αιτιολογημένες και τεκμηριωμένες σκέψεις κατέληξε στην παραπεμπτική του κρίση και αβασίμως ο εκκαλών υποστηρίζει τα αντίθετα. Έτσι στις ορθές και νόμιμες αυτές σκέψεις του εκκαλουμένου βουλεύματος αναφέρομαι κατά τα λοιπά προς αποφυγή άσκοπων και περιττών επαναλήψεων".Το βούλευμα αυτό του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με αυτά που δέχθηκε και ακολούθως απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την έφεση του αναιρεσείοντα κατά του πρωτοδίκου βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, έχει την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία αφού εκθέτει: α) με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση β) τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά γ) τις αποχρώσες ενδείξεις ενοχής που δικαιολογούν την παραπομπή στο ακροατήριο και δ) τις σκέψεις με τις οποίες έχει υπαγάγει ορθά τα πραγματικά αυτά περιστατικά στην διάταξη περί απάτης του α. 386 παρ. 1 και 3 του Π.Κ. χωρίς να την παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε πλαγίως. Συγκεκριμένα αναφέρει: α) τις ψευδείς παραστάσεις του κατηγορουμένου προς τις παθούσες β) την αλήθεια που αυτός γνώριζε ότι δηλ. αυτός και το προς πώληση ακίνητο δεν είχαν καμιά σχέση με το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων γ) την παραπλάνηση από τις παραστάσεις αυτές του παθόντα δ) την περιουσιακή διάθεση εκ μέρους του προς αυτόν ποσού 181.000 ευρώ και ε) την παράνομη ιδιοποίηση των ποσού που του δόθηκε το οποίο υπερβαίνει τις 73.000 ευρώ. Ακόμα το ίδιο βούλευμα έχει λάβει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα που μνημονεύει καθώς και τα έγγραφα της δικογραφίας Τέλος οι θέσεις που προβάλλει ο αναιρεσείων ότι δεν τέλεσε το έγκλημα της απάτης αλλά αυτό είναι δημιούργημα του εγκαλούντα για να αποφύγει την πληρωμή διάφορων επιταγών που είχε φροντίσει αυτός (κατ/νος) να προεξοφληθούν προσβάλλουν την ουσιαστική κρίση του Συμβουλίου Εφετών η οποία είναι αναιρετικά ανέλεγκτη.Με βάση τα δεδομένα αυτά η αίτηση αυτή αναιρέσεως του κατηγορουμένου είναι αβάσιμη και για το λόγο αυτό πρέπει να απορριφθεί και να επιβληθούν σ' αυτόν τα δικαστικά έξοδα (α. 583 παρ. 1, όπως αντ. από το α. 55 παρ. 1 του Ν. 3160/2003, σε συνδ. με το α. 3 παρ. 3 του Ν. 773/1977 και την 58553/19/28-6-2006 Α.Υ. Οικονομικών και Δικαιοσύνης).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνω: Α) Να απορριφθεί η την 97/30-7-2010 αίτηση αναιρέσεως του Ν.Θ. Τ. κατοίκου ... κατά του 1433/2010 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών, και Β) Να επιβληθούν σε βάρος του αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα Αθήνα 23 Σεπτεμβρίου 2010
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κ. Κατσιρώδης".
Αφού άκουσε τον παραπάνω Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, κατά τις διατάξεις του αρθρ. 386 παρ. 1, 3 ΠΚ, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των δέκα πέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ (5.000.000 δρχ.) ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των εβδομήντα τριών χιλιάδων (73.000) ευρώ (25.000.000 δρχ.). Ως γεγονότα, κατά την στο άρθρο αυτό έννοια, νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που αναφέρονται στο παρελθόν ή στο παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν, όμως, οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτοχρόνως με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων, αναφερομένων στο παρόν ή στο παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπληρώσεως με βάση την εμφανιζόμενη ήδη στο παρόν ψευδή κατάσταση πραγμάτων από τον δράστη ο οποίος έχει ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή του, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης. Εξάλλου, το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών, που απορρίπτει έφεση του κατηγορουμένου κατά πρωτοδίκου παραπεμπτικού βουλεύματος, έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484παρ.1 στοιχ.δ' Κ.Ποιν.Δ λόγο αναιρέσεως ,όταν αναφέρονται σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση ή την προανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, που αποδίδεται στον κατηγορούμενο, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με βάση τις οποίες το Συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την πραγμάτωση του εγκλήματος και την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας: α) Αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός των αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη από το Συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, χωρίς να προσαπαιτείται αναλυτική παράθεση τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει, όμως, να προκύπτει ότι το Συμβούλιο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα ,δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη αξιολογικής συσχέτισης των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος.
β) Είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Και γ) Είναι επιτρεπτή η εξολοκλήρου ή συμπληρωματική αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση στην οποία (πρόταση) εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση ή προανάκριση, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία προέκυψαν αυτά, και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου. Τέλος, κατά το άρθρο 484παρ.1 στοιχ.β' Κ.Ποιν.Δ., λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε στο βούλευμα ,εσφαλμένη δε ερμηνεία υπάρχει, όταν το Συμβούλιο αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το Συμβούλιο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν, στην διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο σκεπτικό αυτού ή στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό του και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, ούτε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο υπ'αριθμ. 1433/2010 βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με επιτρεπτή εξολοκλήρου αναφορά του στην ενσωματωμένη σ' αυτό Εισαγγελική πρόταση, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων το άνω βούλευμα αποδεικτικών μέσων, ότι προέκυψαν τα πραγματικά περιστατικά που αναφέρονται στην Εισαγγελική πρόταση, στην οποία εκτίθενται τα εξής:
Ο εγκαλών Π. Β. είχε γνωρίσει τον ως άνω Ν. Τ. το καλοκαίρι του 2004 και ο τελευταίος τον είχε διαβεβαιώσει ψευδώς ότι είναι τεχνικός σύμβουλος (ως μηχανικός) του Παναγίου Τάφου, ο οποίος είχε στην κυριότητα του διάφορα ακίνητα στην περιοχή της ..., τα οποία επιθυμούσε να εκποιήσει σε χαμηλή τιμή, είχε δε αυτός τη δυνατότητα να εισηγηθεί στο εκκλησιαστικό συμβούλιο και να επιτύχει μια τέτοια μεταβίβαση ακινήτου προς τον εγκαλούντα ή άλλο μέλος της οικογένειας του. Μάλιστα στη συνέχεια του επέδειξε και του πρότεινε να αγοράσει διάφορα ακίνητα, μεταξύ των οποίων και ένα γωνιακό οικόπεδο περίπου 600 τ.μ. με παλιά οικία σε κεντρικό σημείο της ... και στη συμβολή των οδών ... και ..., με τίμημα περί τις 210.000 ευρώ, το οποίο μάλιστα θα μπορούσε να καταβληθεί κατά ένα μέρος σε μηνιαίες άτοκες δόσεις. Θεωρώντας ο εγκαλών ευνοϊκό το τίμημα και επιθυμώντας να αγοράσει το ακίνητο προς εξασφάλιση στέγης της θυγατέρας του, επείσθη με τις διαβεβαιώσεις του Ν. Τ., ο οποίος τον διαβεβαίωσε επίσης ότι το σχετικό συμβόλαιο αγοραπωλησίας θα υπεγράφετο μέχρι τέλος Μαρτίου 2005 και του κατέβαλε, ως προκαταβολή έναντι του τιμήματος, το ποσό των 38.000 ευρώ, ενώ εξέδωσε και του παρέδωσε επιταγές συνολικού ποσού 143.020 ευρώ. Ο Ν. Τ. όμως με διάφορες προφάσεις (μεταξύ των οποίων και το θέμα της εκλογής νέου Πατριάρχη) καθυστερούσε συνεχώς και ανέβαλε την υπογραφή του σχετικού συμβολαίου, και στη συνέχεια, μετά το καλοκαίρι του 2005, άρχισε να μην εμφανίζεται και στις τηλεφωνικές οχλήσεις του εγκαλούντα. Όπως δε διαπίστωσε εκ των υστέρων ο τελευταίος, όλες οι ως άνω διαβεβαιώσεις του Ν. Τ. ήταν ψευδείς και έγιναν με σκοπό αυτός να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος προς βλάβη της δικής του περιουσίας, καθώς αυτός δεν ήταν τεχνικός σύμβουλος και δεν είχε σχέση με τον Πανάγιο Τάφο, στον οποίο μάλιστα δεν ανήκε κατά κυριότητα το προς πώληση ακίνητο. Την ίδια αξιόποινη πράξη ο κατηγορούμενος φέρεται να έχει τελέσει και εις βάρος άλλου προσώπου, ενώ και στην μάρτυρα Α. Κ. πρότεινε την αγορά μιας οικίας, συναλλαγή όμως που δεν εξελίχθηκε λόγω φόρτου εργασίας της μάρτυρας". Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτό, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, από την ενεργηθείσα προανάκριση και κυρία ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος, τις αποδείξεις από τις οποίες πείσθηκε για τη συνδρομή των περιστατικών αυτών και τις σκέψεις, με τις οποίες έκρινε ότι τα πραγματικά αυτά περιστατικά αποτελούν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του αναιρεσείοντος για το ανωτέρω έγκλημα, που κρίθηκε αυτός παραπεμπτέος το οποίο προβλέπεται και τιμωρείται και από τις προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 386 § 1, 3 ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε και όσον παρεβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου. Ειδικότερα στο προσβαλλόμενο βούλευμα εκτίθενται λεπτομερώς οι ψευδείς παραστάσεις του αναιρεσείοντος προς τον πολιτικώς ενάγοντα - εγκαλούντα, ότι, συνεπεία αυτών παραπλανήθηκε ο τελευταίος το δε παράνομο περιουσιακό όφελος που αποσκοπούσε να αποκομίσει ο αναιρεσείων, με αντίστοιχη βλάβη του εγκαλούντος, ανέρχεται σε 181.020 ευρώ, ποσό που υπερβαίνει τα 73.000 ευρώ. Η ειδικότερα αντίθετη αιτίαση του αναιρεσείοντος ότι το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το προσβαλλόμενο βουλευμά του, εσφαλμένως ερμήνευσε και εφήρμοσε τους ως άνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, διότι οι άνω υποσχέσεις ήταν μελλοντικές και δεν αποτελούν γεγονότα κατά την έννοια του άρθρου 386 ΠΚ, και συνακόλουθα δεν στοιχειοθετείται αντικειμενικά το άνω έγκλημα, είναι αβάσιμη, αφού, κατά τις παραδοχές του Συμβουλίου, οι ψευδείς υποσχέσεις συνοδεύονταν από ψευδείς διαβεβαιώσεις που αναφέρονταν στο παρόν (τεχνικός σύμβουλος του Παναγίου Τάφου, το προς πώληση ακίνητο ανήκε στον Πανάγιο Τάφο) και μάλιστα κατά τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπληρώσεως της υποχρέωσής του, με βάση την εμφανιζόμενη ψευδή παράσταση πραγμάτων από τον κατηγορούμενο, που είχε ειλημμένη την πρόθεση να μην την εκπληρώσει, όπως και έγινε. Επίσης και η δεύτερη αιτίαση είναι αβάσιμη, διότι για την πληρότητα της αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η εξ ολοκλήρου αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα Εισαγγελική πρόταση. Επομένως οι εκ του άρθρου 484§1 στοιχ. β και δ' του ΚΠοινΔ, λόγοι αναιρέσεως, περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων που εφαρμόσθηκαν από το Συμβούλιο και ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας αντίστοιχα, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατ' ακολουθίαν, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583§1 ΠΚ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την υπ'αριθ. 97/30-7-2010 αίτηση του Ν. Τ. του Κ. περί αναιρέσεως του υπ'αριθ. 1433/2010 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 25 Νοεμβρίου 2010.
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 17 Δεκεμβρίου 2010.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ