Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ηθική αυτουργία.
Περίληψη:
Παραπεμπτικό βούλευμα για ηθική αυτουργία σε κακουργηματική απάτη από κοινού τελεσθείσα. Απόρριψη λόγου αναίρεσης, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 46 παρ. 1 του ΠΚ.
Αριθμός 837/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ----
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα - Εισηγήτρια και Ανδρέα Τσόλια, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Παναγιώτη Θάνου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 10 Φεβρουαρίου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων 1) Χ1 , κατοίκου ...., 2) Χ2 κατοίκου ..... και 3) Χ3 κατοίκου ..... περί αναιρέσεως του με αριθμό 161/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς.
Με συγκατηγορουμένους τους 1) Ζ1, 2) Ζ2 και 3) Ζ3.
Το Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 3 Ιουλίου 2008, τρείς (3) τον αριθμό, αιτήσεις τους, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1.323/2008.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου Παναγιώτης Θάνος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με τη με αριθμό 430/16.9.2008 έγγραφη πρόταση του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Φωτίου Μακρή, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "1-Εισάγω ενώπιόν σας, κατά το άρθρο 485 παρ.1 ΚΠΔ, τις από 3-7-08 αιτήσεις αναιρέσεως των κατηγορουμένων 1) Χ2 κατοίκου ....., 2) Χ3 κατοίκου ...... και 3) Χ1, κατοίκου ...., κατά του 161/08 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς, το οποίο, αφού απέρριψε τις εφέσεις αυτών και των άλλων συγκατηγορουμένων τους κατά του πρωτόδικου 147/08 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμ/κών Πειραιώς, επικύρωσε το βούλευμα τούτο και τους παρέπεμψε, μαζί με τους συγκατηγορουμένους τους, ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς για ηθική αυτουργία σε ιδιαίτερα διακεκριμένη απάτη, κατά συναυτουργία, [άρθρα 45 386 παρ.1α, 3α ΠΚ), και εκθέτω σχετικά τα ακόλουθα.
2-Οι αιτήσεις αναιρέσεως ασκήθηκαν από τον ειδικά εξουσιοδοτημένο, δια των από 30-6, 2-7 και 2-7-08 έγγραφων δηλώσεών τους, αντίστοιχα, δικαστικό τους πληρεξούσιο Ανδρέα Χριστοφιλόπουλο, δικηγόρο Αθηνών, επιτρεπτά απ' αυτούς, καθόσον ο νόμος τους δίνει το σχετικό δικαίωμα, αφού παραπέμπονται για κακούργημα, και μέσα στη δεκαήμερη προθεσμία από την επίδοση του εν λόγω βουλεύματος, η οποία έγινε, στον μεν πρώτο, στον ίδιο μεν στις 7-6-08 με θυροκόλληση στην οικία του, στον αντίκλητό του δικηγόρο Ανδρέα Χριστοφιλόπουλο δε στις 26-6-08, [άρθρο 155 παρ.2 ΚΠΔ], στον δεύτερο στις 27-6-08 με παράδοση στα χέρια της συνοίκου συζύγου του, και στον τρίτο, στον ίδιο μεν στις 1-7-08 08 με θυροκόλληση στην οικία του, στον αντίκλητό του δικηγόρο Ανδρέα Χριστοφιλόπουλο δε στις ...., [όπως προκύπτει από τι σχετικές εκθέσεις επιδόσεως των δικ. επιμελητών ...., ...., .... και .....]. Οι εκθέσεις συντάχθηκαν από τον αρμόδιο γραμματέα με την τήρηση των διατυπώσεων που ορίζονται από τα άρθρα 150 και 474 ΚΠΔ και περιέχουν τους λόγους για τους οποίους ασκούνται, οι οποίοι συνίστανται στην έλλειψη της ειδικής αιτιολογίας που επιβάλλει το Σύνταγμα και της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, [άρθρα 139 και 484 παρ.1 περ. δ ΚΠΔ].
Συνεπώς, οι αιτήσεις αναιρέσεως είναι νομότυπες, εμπρόθεσμες και επιτρεπτές από το νόμο, οπότε πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να εξετασθούν ως προς τη βασιμότητά τους.3-Η έλλειψη αιτιολογίας. Α-Νομική βάση. α-Η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως του παραπεμπτικού βουλεύματος, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ΚΠΔ, υπάρχει όταν περιέχονται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση ή προανάκριση, τα οποία θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα, για το οποίο ασκήθηκε εναντίον του ποινική δίωξη, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά, και, τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων το δικαστικό συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ικανές να στηρίξουν την κατηγορία. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας α) είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό του βουλεύματος, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και β) αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατ' είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα, αρκεί να συνάγεται ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα ανεξαιρέτως και όχι μόνο μερικά απ' αυτά. [ΑΠ.19/01 ΟΛΟΜ-ΠΔΙΚ.01/1225, ΠΧΡ.02/402, ΠΛΟΓ.01/1693]. β-εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, θεμελιώνουσα τον από το άρθρο 484 παρ. 1β' ΚΠΔ αναιρετικό λόγο, υφίσταται όταν ο δικαστής αποδίδει σε αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που έχει πραγματικά, ή όταν δεν υπήγαγε σωστά τα υπό τούτου δεχθέντα πραγματικά περιστατικά στην εφαρμοσθείσα διάταξη. Περίπτωση δε τέτοιας εσφαλμένης εφαρμογής συντρέχει και όταν η παράβαση γίνεται εκ πλαγίου, για τον λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα του βουλεύματος ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μη είναι εφικτός από τον 'Αρειο Πάγο ο έλεγχος περί της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νομίμου βάσεως.
γ-Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του Π.Κ. όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι στοιχεία του εγκλήματος της απάτης είναι: α) Σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, ανεξαρτήτως της πραγμάτωσης ή μη του οφέλους αυτού, β) Η εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή η αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων από την οποία ως παραγωγό αιτία παραπλανήθηκε κάποιος. και γ) βλάβη ξένης περιουσίας που τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες και παραλείψεις του δράστη. Η διάταξη της παρ.3 του ανωτέρω άρθρου αντικαταστάθηκε αρχικά μεν από το άρθρο 1 παρ. 11 του ν. 2408/1996, που καθόριζε ότι επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια, ακολούθως δε από το άρθρο 14 παρ. 4 του ν. 22721/1999, που ορίζει ότι επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών α)αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνει το ποσό των πέντε εκατομμυρίων δραχμών ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνουν το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων δραχμών. δ-Κατά το άρθρο 45 ΠΚ. αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός της πράξης. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι για την ύπαρξη συναυτουργίας απαιτείται κοινός δόλος των προσώπων που συμπράττουν και αυτοπρόσωπη και άμεση σύμπραξή τους, η οποία μπορεί να είναι ταυτόχρονη ή διαδοχική κατά την ενέργεια από τον καθένα των επί μέρους πράξεων, οι οποίες άμεσα συντελούν στην ολοκλήρωση του εγκληματικού αποτελέσματος, (Α.Π. 818/89 ΠΧΡ.Μ/180). Συνίσταται δε ο κοινός δόλος στη συναπόφαση που έλαβαν είτε πριν από την πράξη τους είτε κατά την τέλεσή της, ώστε ο καθένας τους να θέλει ή να αποδέχεται την τέλεσή της και να γνωρίζει ότι ο άλλος απ' αυτούς ενεργεί με δόλο τέλεσής της και θέλει ή αποδέχεται να ενώσει τη δράση του με τη δράση του άλλου (ΑΠ.1085/89 ΠΧΡ.Μ/399, 1334/89 ΠΧΡ.Μ/586).Προς ύπαρξη δηλ της συναυτουργίας απαιτούνται δύο βασικοί όροι, αντικειμενικώς μεν σύμπραξη στη συγκεκριμένη κύρια πράξη, υποκειμενικώς δε κοινός δόλος εκείνων που συμπράττουν (Χωραφάς Π.Δικ.Α/106, Σακελλαρίου ΠΧΡ.Ι/585).
ε-Κατά το άρθρο 46 παρ. 1 εδ. α'του ΠΚ με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι, για την ύπαρξη αξιόποινης ηθικής αυτουργίας απαιτείται να συντρέχουν, αντικειμενικώς: α) πρόκληση στον αυτουργό της απόφασης να διαπράξει ορισμένη άδικη πράξη, η οποία μπορεί να γίνει με οποιονδήποτε τρόπο, όπως, με συμβουλή, απειλή, υπόσχεση ή χορήγηση αμοιβής ή άλλων ανταλλαγμάτων, με πρόκληση ή εκμετάλλευση οιασδήποτε πλάνης (πραγματικής, νομικής ή περί τα παραγωγικά της βουλήσεως αίτια), με πειθώ ή φορτικότητα κλπ, αρκεί το μέσο που χρησιμοποιήθηκε να παρήγαγε στον αυτουργό την απόφαση να τελέσει την άδικη πράξη και β) διάπραξη από τον αυτουργό της πράξεως αυτής ή επιχείρηση από αυτόν πράξεως που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτελέσεώς της, υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει: α) συνείδηση του ηθικού αυτουργού, ότι παρήγαγε στον αυτουργό την ειρημένη απόφαση και β) συνείδηση της ορισμένης πράξεως, στην οποία παρακινεί ο ηθικός αυτουργός.[ΑΠ.9/08, ΑΠ.540/06]. Β-Παραδοχές και σκέψεις του βουλεύματος.
Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το προσβαλλόμενο βούλευμα, όπως συνάγεται από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό του, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του, ότι από την αξιολόγηση των αναφερομένων σ' αυτό κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, (καταθέσεων μαρτύρων, εγγράφων και απολογιών) προέκυψαν τα εξής, κατ' εκτίμηση, ουσιώδη περιστατικά: Οι κατηγορούμενοι 1) Ζ1, 2) Χ2, 3) Χ3 4) Χ1, 5) Ζ2 και 6) Ζ3 στη .... κατά το χρονικό διάστημα από το Μάιο έως τον Αύγουστο 2003, με περισσότερες από μία πράξεις, που αποτελούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, διέπραξαν τις εξής πράξεις. Ο 1ος υπό την ιδιότητα του προέδρου του ΔΣ και του διευθύνοντα συμβούλου της ανώνυμης εταιρείας υπό την επωνυμία SUPERFISH AE, η οποία είχε έδρα στην Καλλιθέα Αττικής και αντικείμενο την εμπορία ιχθύων, με σκοπό να περιποιήσει στην εταιρεία του παράνομο περιουσιακό όφελος με βλάβη τρίτου παρέστησε στον εκπρόσωπο της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης υπό την επωνυμία ΛΑΜΠΡΑΝΟ ΕΛΛΑΣ-ΙΧΘΥΟΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΕΠΕ, που έδρευε στη Σαλαμίνα Πειραιώς, ....., το γεγονός ότι η εταιρεία που εκπροσωπούσε είχε εξαγορασθεί από την εισηγμένη στο Χρηματιστήριο ανώνυμη εταιρεία υπό την επωνυμία SEAFARM IONIAN AE, η οποία αποτελούσε τη μητρική της εταιρεία, κολοσσό εταιρεία στις εξαγωγές αλιευμάτων, προσδίδοντας έτσι σ' αυτήν αυξημένη πίστη και φερεγγυότητα, ότι είχε αποφασίσει να διευρύνει την εξαγωγική της δραστηριότητα με την αγορά, προμήθεια και απορρόφηση του μεγαλύτερου μέρους της υπό των εγχώριων ιχθυοπαραγωγών διατιθεμένης ποσότητας ιχθύων και ότι οι απαιτήσεις του από την επί πιστώσει πώληση ιχθύων ήσαν απόλυτα εξασφαλισμένες μη διατρέχοντας ουδέν κίνδυνο μη πληρωμής τους καθόσον οι μεταχρονολογημένες επιταγές που του παρέδινε χάριν εξοφλήσεως του τιμήματος θα εξοφλούνταν απευθείας από τις τράπεζες με τα χρηματικά εμβάσματα των οίκων του εξωτερικού, αγοραστών των αλιευμάτων του, παραπλανώντας τον έτσι να πωλήσει στην εταιρεία του μεγάλη ποσότητα ιχθύων, τις οποίες το βούλευμα τις απαριθμεί αναλυτικά κατά χρόνο συναλλαγής, ποσότητα, τίμημα και τιμολόγιο πώλησης, με συνολική αξία το ποσό των 233.013, 47 Ε, με το οποίο ζημίωσε την περιουσία της εταιρείας του με αντίστοιχο παράνομο περιουσιακό όφελος της δικής του, καθόσον οι μεταχρονολογημένες επιταγές που του μεταβίβασε χάριν καταβολής του τιμήματος έμειναν απλήρωτες, διότι αληθινό ήταν ότι η εταιρεία που εκπροσωπούσε βρισκόταν σε δεινή οικονομική θέση, ούτε είχε εξαγορασθεί από την εισηγμένη στο Χρηματιστήριο ανώνυμη εταιρεία υπό την επωνυμία SEAFARM IONIAN AE, που αποτελούσε κολοσσό εταιρεία στις εξαγωγές αλιευμάτων, ώστε να της προσδίνει αυξημένη πίστη και φερεγγυότητα, αλλά από την ανώνυμη εταιρεία υπό την επωνυμία ΑΛΦΑ ΛΑΜΔΑ-ΠΑΡΟΧΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ & ΕΜΠΟΡΙΑ ΑΕ, η οποία είχε μηδαμινό κύκλο εργασιών, ούτε είχε αποφασίσει να διευρύνει την εξαγωγική της δραστηριότητα με την αγορά, προμήθεια και απορρόφηση του μεγαλύτερου μέρους της υπό των εγχώριων ιχθυοπαραγωγών διατιθεμένης ποσότητας ιχθύων και οι απαιτήσεις του από την επί πιστώσει πώληση ιχθύων δεν ήσαν απόλυτα εξασφαλισμένες και διέτρεχαν άμεσο κίνδυνο μη πληρωμής τους. Οι λοιποί κατηγορούμενοι 2) Χ2, 3) Χ3, 4) Χ1, 5) Ζ2 και 6) Ζ3, οι οποίοι αποτελούσαν μέλη των ΔΣ θυγατρικών εταιρειών της ανωτέρω μητρικής εταιρείας SEAFARM IONIAN AE, και δη οι 2ος 3ος και 4ος της εταιρείας PERCO ΙΧΘΥΟΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΕΣ ΑΕ, οι 2ος και 4ος της εταιρείας SEAFARM TARGA AE, της εταιρείας ΙΧΘΥΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΘΑΛΑΣΣΙΕΣ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΕΣ ΑΕ και της εταιρείας SEAFARM ΚΑΛΑΜΟΣ ΑΕ, οι 2ος και 3ος της εταιρείας ΟCTAPUS AE, της εταιρείας ΙΧΘΥΟΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΑΕ και της εταιρείας ΑΛΦΑ ΖΩΟΤΡΟΦΕΣ ΛΟΚΡΙΔΟΣ ΑΕ, o 2ος της εταιρείας ΔΙΑΤΡΟΦΙΚΗ ΑΕ και της εταιρείας ΑΦΟΙ ΠΑΥΛΑΚΗ ΑΕ, οι 3ος και 4ος της εταιρείας ΛΑΜΔΑ ΠΑΡΟΧΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ & ΕΜΠΟΡΙΑ ΑΕ και της εταιρείας SUPERFISG AE, και οι 5ος και 6ος της εταιρείας ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ Χ & ΥΙΟΙ ΑΕΒΕ, από κοινού με πρόθεση προκάλεσαν στον ανωτέρω την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που τέλεσε με σκοπό να αποκομίσουν όλοι τους το ανωτέρω συνολικό χρηματικό ποσό των 233.013, 47 Ε, το οποίο υπερβαίνει το ποσό των 73.000 Ε. Άπαντες διέπραξαν την ανωτέρω απάτη, ο πρώτος ως φυσικός αυτουργός και οι λοιποί ως ηθικοί αυτουργοί, κατά συναυτουργία, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, καθόσον από την επανειλημμένη τέλεσή της και την υποδομή που είχαν διαμορφώσει και δη από την επιλογή ως κύριου αυτουργού του Ζ1, που ήταν ευρέως γνωστός στον κύκλο των ιχθυεμπόρων, από τη μεθοδικότητα εκτέλεσης, όπως με την πληθώρα εμπλεκομένων προσώπων με ξεχωριστούς διακριτούς ρόλους, και το οργανωμένο σχέδιο δράσης, προκύπτει σκοπός τους για πορισμό εισοδήματος και σταθερή ροπή τους προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητάς τους. Γ)-Εξέταση των λόγων αναίρεσης. Με τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών δεν διέλαβε, την, κατά την ανωτέρω έννοια, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, όσον αφορά την ηθική αυτουργία κατά συναυτουργία, για την οποία κατηγορούνται οι αναιρεσείοντες και δη δεν διαλαμβάνει τον τρόπο και τα μέσα με τα οποία αυτοί φέρονται ότι προκάλεσαν στον 1ο κατηγορούμενο την απόφαση να τελέσει την άδικη πράξη που τέλεσε, την ιδιαίτερα διακεκριμένη απάτη κατ' εξακολούθηση, που φέρονται ότι διέπραξαν ο 1ος ως φυσικός αυτουργός και οι λοιποί ως ηθικοί αυτουργοί, κατά συναυτουργία, με τις επιβαρυντικές περιστάσεις τόσον ότι έχει αντικείμενο συνολικό ποσό που υπερβαίνει το ποσό των 73.000 Ε όσο και ότι έδρασαν κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια. [ΑΠ.2043/07 Π.ΔΙΚ.08/673, ΑΠ.2193/07 Π.ΔΙΚ. 08/802, ΑΠ.9/08 Π.ΔΙΚ.08/930].
Συνεπώς το πληττόμενο βούλευμα διαλαμβάνει ασαφή και ελλιπή αιτιολογία για την παραπομπή τους, πράγμα που καθιστά ανέφικτο τον έλεγχο για την ορθή ή μη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στις ουσιαστικές διατάξεις των άρθρων 46 παρ.1α και 386 ΠΚ και για το λόγο αυτό είναι αναιρετέο για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας και νομίμου βάσεως [άρθρο 484 παρ.1 περ.β'και δ'ΚΠΔ].
5-Κατ' ακολουθία, το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου σε συμβούλιο πρέπει το μεν να δεχθεί ως βάσιμες τις αιτήσεις αναιρέσεως των κατηγορουμένων κατά του ανωτέρω παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς, το δε να παραπέμψει την υπόθεση στο ίδιο Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς, που το εξέδωσε, συγκροτούμενο από άλλες δικαστές εκτός από εκείνους που το εξέδωσαν.
ΓΙΑ ΤΟΥΤΟ ΠΡΟΤΕΙΝΩ
Α-Να γίνουν δεκτές οι από 3-7-08 αιτήσεις αναιρέσεως των κατηγορουμένων 1) Χ2 κατοίκου .......ς, 2) Χ3, κατοίκου ...., και 3) Χ1, κατοίκου ..... κατά του 161/08 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς, και
Β-Να παραπεμφθεί η υπόθεση στο ίδιο Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που εξέδωσαν το ανωτέρω βούλευμα.
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Φώτιος Μακρής".
Αφού άκουσε
τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που αναφέρθηκε στην προαναφερόμενη εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του Π.Κ. "όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημιά που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία και η πραγμάτωση του οφέλους αυτού, β) η εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή η αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον συμπεριφορά. Η παρασιώπηση συντελείται με παράλειψη, που προϋποθέτει ιδιαίτερη νομική υποχρέωση που πηγάζει από το νόμο, τη σύμβαση ή από προηγηθείσα ενέργεια του δράστη και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη, χωρίς να απαιτείται ταυτότητα παραπλανηθέντος και ζημιωθέντος, και η οποία (βλάβη) υπάρχει και σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση προς αποκατάσταση της. Ως γεγονότα, κατά την έννοια της πιο πάνω διατάξεως, νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν, όμως, οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων, που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπληρώσεως, με βάση την εμφανιζόμενη ήδη στο παρόν ψευδή κατάσταση πραγμάτων από το δράστη, που έχει ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωση του, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης. Κατά την παράγραφο δε 3 του ίδιου πιο πάνω άρθρου 386 ΠΚ, όπως αυτή αντικαταστάθηκε από το άρθρο 14 παρ 4 Ν. 2721/1999, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών: α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχμών (ήδη 15.000 ευρώ) ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δραχμών (ήδη 73.000 ευρώ). Επί της κατ' εξακολούθηση απάτης για το χαρακτηρισμό αυτής ως κακουργήματος με βάση το ως άνω ποσό του οφέλους ή της βλάβης λαμβάνεται υπόψη, το συνολικό όφελος αυτού ή η συνολική ζημία των παθόντων αν ο δράστης με τις μερικότερες πράξεις απέβλεπε στο αποτέλεσμα αυτό. Περαιτέρω κατά το άρθρο 46 παρ. 1α' Π.Κ. τιμωρείται όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας απαιτείται να συντρέχουν αντικειμενικά μεν 1) πρόκληση σε κάποιον της απόφασης να διαπράξει ορισμένη αξιόποινη πράξη, η οποία μπορεί να γίνει με οποιονδήποτε τρόπο και 2) διάπραξη απ' αυτόν της πράξεως αυτής ή επιχείρηση πράξεως που περιέχει τουλάχιστον αρχή τελέσεως της, υποκειμενικά δε δόλος του ηθικού αυτουργού, δηλ. θελημένη πρόκληση της απόφασης για τη διάπραξη από τον άλλο της αντικειμενικής υποστάσεως ορισμένου εγκλήματος ή αποδοχή της συγκεκριμένης εγκληματικής πράξης. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 45 του Π.Κ., αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός της πράξης. Με τον όρο "από κοινού" νοείται αντικειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή ότι κάθε συναυτουργός θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του διαπραττόμενου εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση μπορεί να συνίσταται, είτε στο ότι καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, είτε στο ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επιμέρους πράξεις των συμμετόχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές, χωρίς να είναι αναγκαίο να αναφέρονται στην απόφαση του δικαστηρίου και οι επιμέρους ενέργειες καθενός από τους συναυτουργούς. Εξ άλλου, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με τις οποίες το Συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις γιατην πραγμάτωση του εγκλήματος και την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας: α) Αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τωναποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη από το Συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, χωρίς να προσαπαιτείται αναλυτική παράθεση τους και μνεία του τί προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει ότι το Συμβούλιο τα έλαβε υπόψη και τασυνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα, δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Με την έννοια αυτή δεν αποτελούν λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας και β)Είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Τέλος, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεωςαποτελεί και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε στο βούλευμα. Εσφαλμένη δε ερμηνεία υπάρχει, όταν το Συμβούλιο αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένηεφαρμογή υφίσταται, όταν το Συμβούλιο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση εσφαλμένηςεφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνίσταται εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο σκεπτικό αυτού ή στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό του και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση.
Στην προκείμενη, περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο υπ' αριθ. 161/2008 βούλευμά του, το Συμβούλιο Εφετών Πειραιά, με καθολική αναφορά στην εισαγγελική πρόταση, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στο ίδιο βούλευμα αποδεικτικών μέσων ότι προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "1) η εταιρία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία "ΛΑΜΠΡΑΝΟ ΕΛΛΑΣ - ΙΧΘΥΟΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΕΤΑΙΡΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ" και το διακριτικό τίτλο "ΛΑΜΠΡΑΝΟ ΕΛΛΑΣ" λειτουργούσε με έδρα τη Σαλαμίνα και εκπροσωπείτο νόμιμα από το μοναδικό εταίρο και διαχειριστή ....., με δραστηριότητα στο χώρο της καλλιέργειας και εμπορίας ιχθύων. Στα πλαίσια της δραστηριότητας αυτής το έτος 1999 ξεκίνησε συνεργασία με την εδρεύουσα στην Καλλιθέα Αττικής εταιρία με την επωνυμία "SUPERFISH Ανώνυμος Εμπορική Εταιρία Ιχθύων και Τροφίμων" και το διακριτικό τίτλο "SUPERFISH Α. Ε", που εκπροσωπεί το από τον Ζ1, πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου και διευθύνοντα σύμβουλο, 2) Το Δεκέμβριο 2000 η τελευταία εταιρία εξαγοράστηκε εξ ολοκλήρου από την εταιρία με την επωνυμία "ΑΛΦΑ ΛΑΜΔΑ ΠΑΡΟΧΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ & ΕΜΠΟΡΙΑ Α.Ε", που εκπροσωπείτο από τον Χ1, χωρίς όμως αυτό να γίνει γνωστό καθώς εξακολούθησε να συναλλάσσεται με την ίδια επωνυμία και ίδιο διευθύνοντα σύμβουλο, ο οποίος συνέχισε να εμφανίζεται στους τρίτους ως το "αφεντικό", εξέλεγξε όμως νέο διοικητικό συμβούλιο που απαρτιζόταν πλέον, εκτός του Ζ1 (προέδρου), από τους Χ2 και Χ3, 3) To 2003 το σύνολο των μετοχών της αγοράστριας εταιρίας "ΑΛΦΑ ΛΑΜΔΑ ΠΑΡΟΧΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ & ΕΜΠΟΡΙΑ Α. Ε", ανήκε στην εταιρία "ΣΤΑΜΑΤΙ0Υ Χ & ΥΙΟΙ Α. Ε. Β. Ε", που εκπροσωπείτο από τους Ζ2 και Ζ3 και ήταν ενταγμένη στον όμιλο επιχειρήσεων της εισηγμένης στο χρηματιστήριο εταιρίας "SEAFARM IONIAN Α.Ε" (μητρικής εταιρίας), με διευθύνοντα σύμβουλο τον Χ1 και μέλη τους Χ2 και Χ3. Το ενδιαφέρον στοιχείο της συνάφειας των εταιρειών αυτών ανακύπτει από τον έλεγχο των συμμετοχών της παραπάνω μητρικής εταιρείας σε σημαντικό αριθμό θυγατρικών εταιρειών. Συγκεκριμένα η μητρική εταιρεία συμμετέχει πλειοψηφικά στις παρακάτω θυγατρικές εταιρίες: α) "SEAFARM TARGA ΑΕ", με διευθύνοντα σύμβουλο τον Χ1 και μέλος τον Χ2, β) "PERCΟ ΙΧΘΥΟΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΕΣ ΑΕ", με διευθύνοντα σύμβουλο τον Χ1 και μέλη τους Χ2 και Χ3, γ) "ΙΧΘΥΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΘΑΛΑΣΣΙΕΣ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΕΣ ΑΕ", με διευθύνοντα σύμβουλο τον Χ1 και μέλος τον Χ2, δ) "SEAFARM KALAMOS ΑΕ", με διευθύνοντα σύμβουλο τον Χ1 και μέλος τον Χ2, ε) "....... ΟΕ", με νόμιμο εκπρόσωπο τον Χ2, στ) "OCTAPUS ΑΕ", με διευθύνοντα σύμβουλο το Χ2 και μέλος το Χ3, ζ) "ΔΙΑΤΡΟΦΙΚΗ ΑΕ", με μέλος το Χ2, η) "ΙΧΘΥΟΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΑΕ" με μέλη το Χ2 και Χ3, θ) "ΑΛΦΑ ΖΩΟΤΡΟΦΕΣ ΛΟΚΡΙΔΟΣ ΑΕ", με διευθύνοντα σύμβουλο το Χ2 και μέλος το Χ3, ι) την προαναφερθείσα "ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ Χ & ΥΙΟΙ Α.Ε.Β.Ε", με διευθύνοντες συμβούλους του Ζ2 και Ζ3, ια) στην προαναφερθείσα "ΑΛΦΑ ΛΑΜΔΑ ΠΑΡΟΧΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ & ΕΜΠΟΡΙΑ Α.Ε", με διευθύνοντα σύμβουλο τον Χ1 και μέλος τον Χ3 και ιβ) κατόπιν της ανωτέρω εξαγοράς, στη "SUPERFISH Α.Ε", με διευθύνοντα σύμβουλο τον Ζ1 και μέλη τους Χ2 και Χ3. Καθίστανται από την παραπάνω παράθεση προφανή, αφενός η κοινότητα συμφερόντων των εμπλεκομένων μερών (μελών των διοικητικών συμβουλίων) καθώς και η πλήρης εξάρτηση της οικονομικής πορείας, των θυγατρικών εταιριών από τη μητρική "SEAFARM IONIAN Α.Ε" και αφετέρου ότι σε όλες τις εταιρείες συμμετέχει ως μέλος του ΔΣ ο Χ2 συχνά επικουρούμενος από το Χ3, δηλαδή τους δεύτερο και τρίτο κατηγορούμενους, 4) Το Μάιο 2003, η μητρική εταιρία αντιμετώπιζε ήδη σοβαρότατα οικονομικά προβλήματα που επηρέαζαν την πιστοληπτική ικανότητα της ίδιας αλλά και των θυγατρικών της, εν προκειμένω της "ΑΛΦΑ ΛΑΜΔΑ ΠΑΡΟΧΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ & ΕΜΠΟΡΙΑ Α.Ε" και συνεπώς όλων των εταιρειών που ανήκαν (υπαγόμενες) στην "SUPERFISH A.E". Τότε οι κατηγορούμενοι, εκμεταλλευόμενοι αφενός το γεγονός ότι δεν είχε κυκλοφορήσει ακόμα στην αγορά πως η "SUPERFISH Α.Ε" είχε εξαγοραστεί από την "ΑΛΦΑ ΛΑΜΔΑ Α.Ε", και αφετέρου ότι ο Ζ1 όλα αυτά τα χρόνια είχε αποκτήσει την εμπιστοσύνη των εμπόρων νωπών ιχθύων, συνέλαβαν την απόφαση να προμηθευτούν όσο το δυνατόν μεγαλύτερες ποσότητες νωπών ιχθύων εκδίδοντας μεταχρονολογημένες επιταγές που δεν θα μπορούσαν να τις καλύψουν και, δεδομένου ότι γνώριζαν εκ των προτέρων την αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρεών τους λόγω της οικονομικής αδυναμίας τους, να εκμεταλλευθούν οικονομικά αυτούς που θα συναλλάσσονταν μαζί τους. Έτσι, προκάλεσαν στον Ζ1 την απόφαση να διαδώσει στους κύκλους των εγχώριων παραγωγών ότι η "SUPERFISH Α.Ε" είχε μεταβιβαστεί στη "SEAFARM IONIAN Α.Ε" (που αποτελούσε πολύ μεγάλη εταιρία στο χώρο των εξαγωγών αλιευμάτων και ήταν γνωστή για τον τεράστιο κύκλο εργασιών της). Δηλαδή να προσδώσουν με τον τρόπο αυτό αυξημένη πίστη στη φερεγγυότητα της εξαγορασθείσης εταιρίας, διότι είχε αυτή αποφασίσει να διευρύνει στο μέγιστο βαθμό τη μέχρι τότε εξαγωγική της δραστηριότητα με την αγορά, προμήθεια και απορρόφηση του μεγαλύτερου μέρους της παραγωγής της ποσότητας νωπών ιχθύων που διατίθετο από τους εγχώριους, ιχθυοπαραγωγούς. Έτσι θα μπορούσαν να κάμψουν τους ενδεχόμενους ενδοιασμούς των ενδιαφερομένων εμπόρων, τους οποίους διαβεβαίωναν ότι οι απαιτήσεις τους ήταν απόλυτα εξασφαλισμένες, αφού χάριν καταβολής του τιμήματος θα εξέδιδαν μεταχρονολογημένες επιταγές, οι οποίες θα πληρώνονταν εντός χρονικού διαστήματος τριών μηνών, απευθείας από τις τράπεζες στις οποίες οι εταιρείες του εξωτερικού (που αγόραζαν τα εξαγόμενα εμπορεύματα) θα κατέβαλαν τα (ρηματικά εμβάσματα. Αυτά τα εμβάσματα oι κατηγορούμενοι δεσμεύτηκαν να μην τα αναλάβουν, διότι προορίζονταν αποκλειστικά και μόνο για την εξόφληση των απαιτήσεων των εγχώριων παραγωγών, 5) Τα ανωτέρω όμως ήταν ψευδή καθώς οι ανωτέρω εταιρίες είχανπεριέλθει σε δεινή οικονομική θέση που είχε ως αποτέλεσμα τον Αύγουστο 2003 να τεθεί εκτός διαπραγμάτευσης η μετοχή της μητρικής εταιρίας "SEAFARM IONIAN Α.Ε", η "SUPERFISH Α.Ε" είχε στην πραγματικότητα εξαγοραστεί από την "ΑΛΦΑ ΛΑΜΔΑ ΠΑΡΟΧΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ & ΕΜΠΟΡΙΑ Α.Ε", η οποία είχε μηδαμινό κύκλο εργασιών και ήταν άγνωστη στο επιχειρηματικό κοινό, οι κατηγορούμενοι γνώριζαν ότι είχαν ήδη περιέλθει σε πλήρη αδυναμία να ανταποκριθούν στις οικονομικές υποχρεώσεις που αναφύονταν από την εξακολούθηση λειτουργίας των ανωτέρω εταιριών, 6) Με τις παραπάνω ψευδείς παραστάσεις, ο πρώτος κατηγορούμενος, κατάφερε να παραπλανήσει το νόμιμο εκπρόσωπο της εγκαλούσας εταιρίας, ...., με τον οποίο τον συνέδεε μακροχρόνια συνεργασία και ως εκ τούτου, είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση απορρέουσα από τη μεταξύ τους σχέση αμοιβαίας εμπιστοσύνης και τις επιταγές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών να τον πληροφορήσει σχετικά με τη φθίνουσα πορεία των επιχειρήσεων του ομίλου "SEAFARM", την οποία αθέμιτα του απέκρυψε και έτσι τον έπεισε να συναλλαχθεί μαζί του, να του πουλήσει το σύνολο της παραγωγής του με πίστωση τριών μηνών και να του παραδώσει τις παρακάτω ........ ποσότητες νωπών ιχθύων συνολικής αξίας 233.013,47 ευρώ, για τις οποίες εξέδωσε ισόποσες επιταγές. Όλες οι παραπάνω επιταγές εμφανίστηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα στις πληρώτριες τράπεζες κατά το χρονικό διάστημα από 3-9-03 έως 24-10-03 πλην όμως δεν πληρώθηκαν ελλείψει διαθεσίμων κεφαλαίων στο λογαριασμό της εκδότριας εταιρίας και αντίστοιχα δεν καταβλήθηκε το ποσό των τιμολογίων πώλησης, με αποτέλεσμα η εγκαλούσα εταιρία να υποστεί συνολική ζημία ύψους 233.013,47 (181.240,63+51.772,84) ευρώ, με αντίστοιχο όφελος των κατηγορουμένων, οι οποίοι ιδιοποιήθηκαν παράνομα το τίμημα εκ της μεταπώλησης (εξαγωγής) των ανωτέρω εμπορευμάτων, εισπράττοντας τα χρηματικά εμβάσματα που οι εμπορικοί οίκοι του εξωτερικού είχαν καταθέσει στους τραπεζικούς λογαριασμούς. Τα χρηματικά αυτά ποσά τα ενσωμάτωσαν στη δική τους περιουσία χωρίς να έχουν εξοφλήσει την προς την εγκαλούσα οφειλή τους, 8) Η παραπάνω κατάσταση (η αδυναμία δηλαδή της εταιρίας να καλύψει τις επιταγές) ήταν γνωστή φυσικά σε όλους τους κατηγορουμένους, όπως επίσης και η ανάγκη πληρωμής ή, κυρίως, εύρεσης του τρόπου αποφυγής πληρωμής των τραπεζικών επιταγών, αφού η εμφάνιση για πληρωμή των πρώτων από αυτές ήταν επί θύραις. Έτσι την 25-8-2003 οι Χ2 και Χ3 παραιτήθηκαν από μέλη του διοικητικού συμβουλίου της εταιρίας "SUPERFISH ΑΕ", δημιουργώντας με τον τρόπο αυτό τεχνητή-πλασματική αδυναμία εξόφλησης των οφειλών, με αποτέλεσμα κάποιες επιταγές να σφραγιστούν ελλείψει εκπροσώπησης της εταιρίας, αν και, όπως αναλύθηκε, στην πραγματικότητα το κατατεθειμένο στην τράπεζα κεφάλαιο για την εξόφληση των οφειλών γι' αυτές δεν επαρκούσε. Αυτό πρέπει να σημειωθεί ιδιαίτερα, διότι είναι ένα δεύτερο στοιχείο που αποδεικνύει την καθοριστική συμμετοχή στην τέλεση των πράξεων που έχουν αποδοθεί στους δύο αυτούς κατηγορούμενους. Στη συνέχεια και προκειμένου όλοι πλέον οι κατηγορούμενοι να υφαρπάσουν οποιοδήποτε χρηματικό ποσό υπήρχε στους παραπάνω τραπεζικούς λογαριασμούς και δεν είχαν προλάβει να αναλάβουν προτού καταστήσουν την εταιρία ακέφαλη, μεθόδευσαν την κατάσχεση από δήθεν δανειστές - δικαιούχους εικονικών οφειλών - του όποιου ποσού εύρισκαν στα ταμεία της εταιρείας. Συγκεκριμένα, την 25-9-2003 οι Ζ2 και Ζ3, ενεργώντας για λογαριασμό της εταιρίας "Χ.ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ & ΥΙΟΙ ABBE", προέβησαν σε κατάσχεση εις χείρας της Eurobank ΑΕ ποσού 43.036,01 € που είχε κατατεθεί σε τραπεζικό λογαριασμό της θυγατρικής της εταιρίας "SUBERFISH ΑΕ", ενώ την 7-10-2003 κατάσχεσαν κινητή περιουσία (έπιπλα, φωτοτυπικό μηχάνημα, εκτυπωτή κ.α) της ανωτέρω εταιρίας, 9) Ενδιαφέρον έχει να θυμηθούμε το γεγονός ότι η SUPERFISH ανήκε αποκλειστικά στην εταιρεία "ΑΛΦΑ ΛΑΜΔΑ ΑΕ", η οποία ανήκε κατά ποσοστό 51% στην εταιρεία "Χ.ΣΤΑΜΑΤΙ0Υ & ΥΙΟΙ ΑΕΒΕ", η οποία επέσπευσε την κατάσχεση, όπως αναφέρεται ακριβώς παραπάνω. Δηλαδή η αρχική μητρική εταιρεία κατάσχει εις χείρας τρίτων ποσά που οφείλονται στην Α' θυγατρική της εταιρεία από άλλη εταιρεία την Β' που είναι θυγατρική της τελευταίας και με απλά λόγια κάνει κατάσχεση για οφειλή μιας (απώτερα) θυγατρικής της εταιρείας. Η κατάσχεση αυτή έγινε την 1/9/2003 πριν από όποιον άλλο πιστωτή, γεγονός που είναι λογικό, αφού - λόγω της σχέσης μητρικής θυγατρικής εταιρείας και κυρίως της όλης μεθόδευσης που περιγράφηκε παραπάνω - αυτοί είχαν οργανώσει την απάτη, αυτοί τη γνώση ότι δεν υπάρχουν διαθέσιμα για την πληρωμή των επιταγών, άρα αυτοί θα σπεύσουν πρώτοι να διεκδικήσουν τα "οφειλόμενα" σ' αυτούς προκειμένου να εξαφανίσουν τα όποια διαθέσιμα και να τα ιδιοποιηθούν. Όπως κατέθεσε η μάρτυρας ....., σύνδικος στην πτώχευση της SUPERFISH, περιγράφοντας την όλη διαδικασία "έτσι αφεμάχθη περίπου όλο το μετοχικό κεφάλαιο της SUPERFISH", η οποία ήταν κερδοφόρα μέχρι τη στιγμή που άρχισε η μεθόδευση της απάτης από τους κατηγορούμενους. Η ίδια μάρτυρας προσκόμισε τα παραστατικά κίνησης των τραπεζικών λογαριασμών, από τα οποία προκύπτει ότι κατά το χρονικό διάστημα από 3-9-03 έως 24-10-03 (όταν εμφανίστηκαν οι επίμαχες επιταγές προς πληρωμή) το χρηματικό ποσό που υπήρχε α) στο με αρ. ...... λογαριασμό όψεως της Εθνικής Τράπεζας δεν υπερέβαινε τα 8.308,58 €, β) στο με αρ. ....... λογαριασμό της τράπεζας Eurobank δεν υπερέβαινε τα 41.688,68 € (το οποίο την 30-10-03 ανήλθε στο ποσό των 43.554,51 εκ του οποίου ποσό 43.036,01 € κατασχέθηκε από τους Ζ2 και Ζ3) ενώ την ...., .... και ..... που εμφανίστηκαν οι υπό στοιχείο "..., ..., ..." επιταγές υπήρχαν κατατεθειμένα 821,36 €, 793,36 € και 1.911,69 € αντίστοιχα και γ) στο με αρ. ..... λογαριασμό όψεως της Τράπεζας Κύπρου δεν υπερέβαινε τα 148,01 €. Επομένως δεν ευσταθούν οι ισχυρισμοί ότι (αν δεν είχαν παραιτηθεί ο Χ2 και Χ3) θα είχαν εξοφληθεί οι επιταγές. 0 ισχυρισμός αξιολογείται ως ουσιαστικά αβάσιμος και μόνο από τον έλεγχο των λογαριασμών αυτών, τούτο δε ενισχύεται και από τον έλεγχο των υπόλοιπων λογαριασμών της επιχείρησης (με αρ. .... και .... της Εθνικής Τράπεζας, ....και .... της Eurobank και με αρ. .... αλληλόχρεο της Τράπεζας Κύπρου) όπου κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα δεν υπήρχαν επαρκή κεφάλαια για την κάλυψη των επιταγών της εγκαλούσας. Κατά συνέπεια είναι βάσιμη η κρίση ότι η παραίτηση των ανωτέρω ήταν προσχηματική και ενέργεια εντασσόμενη στα πλαίσια ενός οργανωμένου σχεδίου των κατηγορουμένων με κύριο στόχο τον πορισμό παρανόμου οφέλους με τη δόλια απόσπαση εμπορευμάτων από την εγκαλούσα. Καταδεικνύεται δηλαδή ότι άπαντες οι κατηγορούμενοι κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα της διενέργειας των επίμαχων συναλλαγών (μεταβιβάσεων εταιρικών μεριδίων, πώλησης εταιρειών, μελλοντικής αγοράς ιχθύων έναντι επιταγών που τις παρέδωσαν στους πωλητές νωρίτερα χωρίς να δικαιολογείται από την άφθονη προσφορά τους στην αγορά και οι οποίες σφραγίστηκαν ελλείψει διαθεσίμων κεφαλαίων γεγονός που αυτοί το γνώριζαν, καθώς και της επίσπευσης αναγκαστικά εκτέλεσης εκ μέρους των ληπτών των επιταγών) και σε κάθε περίπτωση το Μάιο του 2003, τελούσαν σε άμεση και πλήρη γνώση της οικονομικής αδυναμίας στην οποία είχε περιέλθει η μητρική εταιρία, την οποία ο πρώτος κατηγορούμενος εμφάνιζε ως "κολοσσό", ενώ ήταν απόλυτα προβλέψιμη η συνεχής επιδείνωση των δεικτών της ρευστότητα της, η καταγγελία του κοινοπρακτικού δανείου της, η θέση της μετοχής της εκτός διαπραγμάτευσης για λόγους προστασίας του επενδυτικού κοινού και η παρεπόμενη πτωτική πορεία των εξαρτώμενων θυγατρικών εταιριών του ομίλου, μεταξύ δε αυτών της "SUPERFISH Α.Ε.". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών Πειραιά έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή στο ακροατήριο των αναιρεσειόντων για να δικασθούν για την αξιόποινη πράξη της ηθικής αυτουργίας, κατά συναυτουργία, σε απάτη κατ' εξακολούθηση από υπαίτιο που ενεργεί κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, με συνολικό όφελος και αντίστοιχη προξενηθείσα περιουσιακή ζημία που υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ. Με τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτό με σαφήνεια και πληρότητα, χωρίς ασάφειες και αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της ηθικής αυτουργίας σε κακουργηματική απάτη από κοινού, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 εδ. στ', 45, 46 παρ. 1α, 98, 386 1-3β' Π.Κ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 ν.2721/1999, τις οποίες ορθά εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα: Α) όσον αφορά την θεμελίωση της αποδιδομένης στον αυτουργό Ζ1, αξιόποινης πράξης της απάτης, η αξιούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία πληρούται με τις παραδοχές α)ότι ήταν ψευδές το ότι η εταιρεία "SUPERFISH Α.Ε.", της οποίας αυτός ήταν νόμιμος εκπρόσωπος της, είχε εξαγορασθεί από την εταιρεία "SEARFARM IONIAN" ως και ότι η τελευταία βρισκόταν σε ανθηρή οικονομική κατάσταση, ενώ το αληθές ήταν ότι είχε εξαγορασθεί από την εταιρεία "ΑΛΦΑ ΛΑΜΔΑ ΠΑΡΟΧΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΑ Α.Ε.", β) ότι από τα παραπάνω ψεύδη ο αναιρεσείων άλλα παρέστησε ως αληθή, άλλα δε απέκρυψε από τον εγκαλουντα, αν και υποχρεούτο να τον ενημερώσει κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων, γ) ότι ο τελευταίος αγνοώντας τα παραπάνω και έχοντας εμπιστοσύνη στο πρόσωπό του, προέβη στην πώληση στην παραπάνω εταιρεία μεγάλων ποσοτήτων νωπών ιχθύων, δεχόμενος να εξοφληθεί με μεταχρονολογημένες επιταγές εκδόσεως του ως άνω αυτουργού, δ) ότι υπέστη ζημία ο εγκαλών δεδομένου ότι δεν κατέστη δυνατόν να εισπράξει τα ποσά των επιταγών και ότι το συνολικό ύψος της ζημίας αυτής υπερέβαινε το ποσόν των 73.000 Ευρώ. Β) όσον αφορά την θεμελίωση της ηθικής αυτουργίας κατά συναυτουργία των αναιρεσειόντων στην ως άνω αξιόποινη πράξη του Ζ1, η απαιτουμένη αιτιολογία πληρούται με τις παραδοχές ότι αυτοί, συνδεόμενοι με τον αυτουργό, οι μεν δεύτερος και τρίτος ως μέλη του Δ.Σ. της εταιρείας που ήταν νόμιμος εκπρόσωπος ο αυτουργός της πράξης, ο δε πρώτος ως διευθύνων σύμβουλος της "ΑΛΦΑ ΛΑΜΔΑ ΠΑΡΟΧΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΑ Α.Ε.", προκάλεσαν στον τελευταίο την απόφαση να ενεργήσει κατά τον παραπάνω τρόπο, στο πλαίσιο κοινού σχεδίου τους να αποκομίσουν παράνομο περιουσιακό όφελος εκμεταλλευόμενοι το γεγονός ότι δεν είχε κυκλοφορήσει στην αγορά ότι η "SUPERFISH Α.Ε." είχε εξαγορασθεί από την "ΑΛΦΑ ΛΑΜΔΑ ΠΑΡΟΧΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΑ Α.Ε." ως και ότι ο Ζ1 είχε αποκτήσει την εμπιστοσύνη των εμπόρων νωπών ιχθύων, εκδίδοντας μεταχρονολογημένες επιταγές και γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι δεν μπορούσαν να καλυφθούν αυτές λόγω της οικονομικής αδυναμίας τόσον της παραπάνω εταιρείας όσον και των συνδεδεμένων με αυτή εταιρειών. Τέλος πλήρως αιτιολογείται η συνδρομή των επιβαρυντικών περιστάσεων της κατ επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεσης της αξιόποινης πράξης της απάτης, οι οποίες προσδίδουν σε αυτήν την κακουργηματική της μορφή, τόσο στο πρόσωπο του αυτουργού όσο και στο πρόσωπο των αναιρεσειόντων με την μνεία περιστατικών που συνιστούν επανειλημμένη τέλεση της πράξης της απάτης, αλλά και περιστατικών που υποδηλώνουν την ύπαρξη υποδομής την οποία είχαν διαμορφώσει άπαντες (κατάρτιση σχεδίου δράσης και εκτέλεσης του) με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της ως άνω αξιόποινης πράξης, από τα οποία προκύπτει ο σκοπός τους για πορισμό εισοδήματος. Συνακόλουθα οι από το άρθρο 484 παρ. 1 περ. β' και δ' Κ.Π.Δ. περί του αντιθέτου συναφείς λόγοι της αναίρεσης πρέπει ν' απορριφθούν ως αβάσιμοι. Μετά από αυτά και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης πρέπει να απορριφθούν οι κρινόμενες αιτήσεις αναίρεσης και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ.).
Για τους λόγους αυτούς
Απορρίπτει τις με αριθμούς κατάθεσης 5/3.7.2008, 6?3.7.2008 και 7/3.7.2008 αιτήσεις των α) Χ1, κατοίκου ...., β) Χ2 κατοίκου .... και γ) Χ3, κατοίκου ....., αντιστοίχως, για αναίρεση του 161/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς.
Καταδικάζει καθένα από τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 24 Φεβρουαρίου 2009. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 24 Μαρτίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ