Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2199 / 2008    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Τοκογλυφία.




Περίληψη:
Τοκογλυφία. Αναίρεση βουλεύματος με την επίκληση του λόγου της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Υπάρχει αιτιολογία. Απορρίπτει αναίρεση.





ΑΡΙΘΜΟΣ 2199/2008


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Νικόλαο Ζαϊρη - Εισηγητή και Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ανδρέα Ζύγουρα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 17 Σεπτεμβρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 1593/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντες τους: 1. Ψ1 και 2. Ψ2.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 17 Οκτωβρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1823/2007.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ανδρέας Ζύγουρας εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση με αριθμό 270/20.5.2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγω, σύμφωνα με το άρθρο 485 παρ. 1 ΚΠΔ την υπ' αριθμ. 212/2007 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ1, την οποία άσκησε στο όνομά του και για λογαριασμό του ο δικηγόρος Αθηνών Διονύσιος Μουζάκης, δυνάμει της από 16-10-2007 εξουσιοδοτήσεως του ιδίου (κατηγορουμένου), το γνήσιο της υπογραφής του οποίου έχει βεβαιωθεί από τον δικηγόρο Αθηνών Δημήτριο Γιώτσα, κατά του υπ' αριθμ. 1593/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτω τα εξής:
Το Συμβούλιο Πλημ/κών Αθηνών, με το υπ' αριθμ. 1973/2006 βούλευμά του, παρέπεμψε τον κατηγορούμενο Χ1 στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικασθεί για τοκογλυφία τελεσθείσα κατ' εξακολούθηση και από υπαίτιο που ενεργεί κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια (αρ. 13 περ. στ', 98 και 404 παρ. 2, 3 Π.Κ., όπως αντικ. με αρ. 14 ν. 2721/99).
Μετά από έφεση που άσκησε κατά του βουλεύματος αυτού ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος εκδόθηκε το προσβαλλόμενο 1593/2007 βούλευμα, το οποίο απέρριψε κατ' ουσία την έφεση αυτού και επικύρωσε το εκκαλούμενο βούλευμα. Κατά του εφετειακού αυτού βουλεύματος στρέφεται πλέον ο αναιρεσείων, με την κρινομένη αίτησή του, η οποία ασκήθηκε στις 17-10-2007 νομοτύπως, παραδεκτώς και εμπροθέσμως, εφ' όσον το προσβαλλόμενο βούλευμα επιδόθηκε με θυροκόλληση στον ίδιο στις 11-10-2007, ενώ στον αντίκλητό του δικηγόρο Αθηνών Δημήτριο Γιώτσα στις ... (βλ. σχετικά αποδεικτικά) και περιέχει ως λόγους αναιρέσεως την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως (αρ. 484 παρ. 1 στοιχ. β' και δ' ΚΠΔ). Το βούλευμα δε αυτό υπόκειται στο ένδικο μέσο της αναίρεσης, αφού παραπέμπεται ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος για κακούργημα (αρ. 462, 463, 473 παρ. 1, 474 παρ. 1 και 482 παρ. 1α, 2 ΚΠΔ).
Συνεπώς, η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί κατ' ουσία.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 404 παρ. 2 στοιχ. α' και β' του Π.Κ. με τις ίδιες ποινές (δηλ. της παρ. 1 - φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και με χρηματική ποινή) τιμωρείται: α) όποιος ανεξάρτητα από τους πάνω όρους (της παρ. 1), κατά την παροχή ή την παράταση της προθεσμίας πληρωμής, κατά την ανανέωση ή την προεξόφληση δανείου συνομολογεί ή παίρνει για τον εαυτό του ή για τρίτον περιουσιακά ωφελήματα που υπερβαίνουν το κατά νόμο θεμιτό ποσοστό του τόκου και β) όποιος ....... Επιδιώκει την εκπλήρωση τοκογλυφικών ωφελημάτων που πηγάζουν από αυτή την απαίτηση. Κατά δε την παράγραφο 3 του αυτού άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε με το αρ. 14 παρ. 8β του ν. 2721/99 και ισχύει από 3-6-99, αν ο υπαίτιος επιχειρεί κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια τοκογλυφικές πράξεις του είδους των παρ. 1 και 2 τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και χρηματική ποινή. Από τη διατύπωση των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι το έγκλημα της τοκογλυφίας, που υπερβαίνει το νόμιμο τόκο, θεωρείται συντελεσμένο και αποπερατωμένο με τη συνομολόγηση της τοκογλυφικής συμβάσεως ή με τη λήψη τοκογλυφικών ωφελημάτων και μάλιστα κατά την αρχική σύναψη ή τη μεταγενέστερη παράταση ή την ανανέωση ή και την προεξόφληση του δανείου, έστω και αν στο οφειλόμενο κεφάλαιο συμποσούνται και οι μέχρι τότε παράνομοι τόκοι και εμφανίζονται ενιαίως στο νέο οριστικοποιηθέν κεφάλαιο. Λαμβανομένου δε υπόψη ότι είναι έγκλημα διακινδυνεύσεως περιουσίας, δεν είναι αναγκαίο να επέλθει πραγματικά ουσιαστική βλάβη στον φερόμενο ως παθούντα, ήτοι δεν επιβάλλεται η λήψη των τοκογλυφικών ωφελημάτων. Θεωρείται δε λήψη τοκογλυφικών ωφελημάτων, όχι μόνον η είσπραξη χρημάτων, αλλά και η παραλαβή αξιογράφων (συναλλαγματικών ή επιταγών), τα οποία ενσωματώνουν τόκους μη νομίμους, χωρίς να απαιτείται και η είσπραξη ή επιδίωξη αυτών. Οι πιο πάνω τρόποι τελέσεως του εγκλήματος της τοκογλυφίας, δηλαδή με συνομολόγηση, με λήψη ή με επιδίωξη τοκογλυφικών ωφελημάτων, είναι αυτοτελείς και ανεξάρτητοι μεταξύ τους και τελούν, εφόσον, πραγματωθούν, σε αληθή πραγματική συρροή και με τη μορφή κατ' εξακολούθηση εγκλήματος κατά την έννοια του άρθρου 98 Π.Κ., εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του τελευταίου. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 13 στοιχ. στ'Π.Κ. προκύπτει ότι για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περίστασης της τέλεσης του συγκεκριμένου εγκλήματος κατ' επάγγελμα απαιτείται αντικειμενικά μεν επανειλημμένη τέλεση αυτού, δηλαδή τέλεση του εγκλήματος περισσότερες από μια φορές, υποκειμενικά δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεσή του, χωρίς να απαιτείται προηγουμένη καταδίκη του δράστη για το έγκλημα αυτό. Στο κατ' εξακολούθηση έγκλημα (αρ. 98 ΠΚ) το οποίο αποτελείται από περισσότερες αυτοτελείς μερικότερες πράξεις, ενυπάρχει οπωσδήποτε το στοιχείο της επανειλημμένης τέλεσης ενός και του αυτού εγκλήματος. Επίσης κατ'επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης προκύπτει ο άνω σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Κατά συνήθεια δε τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς τη διατάραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστη (ΑΠ 829/06 Π.Χρ. ΝΖ 229, ΑΠ 1660/06 Π.Χρ. ΝΖ 739, ΑΠ 858/05 Ποιν. Λόγος 3/05 σελ. 808, ΑΠ 561/02 Π.Χρ. ΝΓ' 38).
Εξάλλου, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτουμένη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, όπως το τελευταίο έχει τροποποιηθεί με το άρθρο 2 παρ. 4 του ν. 2408/1996, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, εκ της ελλείψεως της οποίας ιδρύεται ο εκ του άρθρου 484 παρ. 1 περ. δ' (νέα αρίθμηση) του ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως, όταν περιέχονται σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ενεργηθείσα ανάκριση ή την προανάκριση, σε σχέση με τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, για το οποίο έχει ασκηθεί ποινική δίωξη, οι αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) που θεμελιώνουν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή τους στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε και κρίθηκε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις, ικανές να στηρίξουν την κατηγορία και την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στα σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνον από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε από καθένα. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από αυτά, δεν ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης, γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα, ούτε προκύπτει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Η αιτιολογία τέλος του βουλεύματος, παραδεκτά συμπληρώνεται από το διατακτικό του, μαζί με το οποίο αποτελεί ενιαίο σύνολο. Λόγο αναιρέσεως του παραπεμπτικού βουλεύματος συνιστά, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 περ. β' του ΚΠΔ, και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν το Συμβούλιο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, ενώ εσφαλμένη ερμηνεία, όταν το Συμβούλιο αποδίδει στη διάταξη, διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο, σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, που εξέδωσε το προσβαλλόμενο βούλευμα, με δικές του σκέψεις και με επιτρεπτή συμπληρωματική αναφορά στην εισαγγελική πρόταση, δέχθηκε ότι, από τα αποδεικτικά μέσα, που μνημονεύει και προσδιορίζει κατ' είδος, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: ο εκκαλών για την παροχή στους εγκαλούντες δανείου ύψους 50.000 ευρώ, συμφώνησε και παρέλαβε από τους μηνυτές τον μήνα Φεβρουάριο 2002 πέντε επιταγές και στις 7-3-2002 δύο επιταγές της Τράπεζας Πειραιώς εκδόσεως του πρώτου μηνυτή Ψ1 σε διαταγή του δεύτερου μηνυτή Ψ2, συνολικού ποσού 77.088 ευρώ, τις οποίες θα προεξοφλούσε, παρακρατώντας προκαταβολικά ως τόκους το ποσό των 27.088 ευρώ και συγκεκριμένα παρέλαβε το μήνα Φεβρουάριο 2002 τις με αριθμούς ...., ...., ...., ..... μεταχρονολογημένες επιταγές με ημερομηνία εκδόσεως αντίστοιχα 30-6-2002, 31-7-2002, 15-7-2002, 30-8-2002 και 15-9-2002 και ποσού αντίστοιχα η κάθε μία 10.272, 10.272, 8.000, 12.000 και 16.000 ευρώ και τις 7-3-2002 τις με αριθμούς .... και .... μεταχρονολογημένες επιταγές με ημερομηνία εκδόσεως αντίστοιχα 30-9-2002 και 30-9-2002 και ποσού η κάθε μία 10.272 ευρώ. Το ως άνω ποσό των τόκων, που ανέρχεται σε ποσοστό 5% μηνιαίως επί του ποσού κάθε επιταγής, υπερβαίνει το κατά νόμο θεμιτό ποσοστό του δικαιοπρακτικού τόκου, που κυμαινόταν από 9-11-2001 έως 5-12-2002 σε 9,25% ετησίως. Περαιτέρω ο εκκαλών με την από 10-12-2002 αίτηση του προς το Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Τριπόλεως ζήτησε και πέτυχε την έκδοση της υπ' αριθμ. 62/2002 διαταγής πληρωμής με βάση την ανωτέρω με αριθμό ..... επιταγή. Κατά της διαταγής πληρωμής οι μηνυτές άσκησαν αίτηση αναστολής εκτέλεσης και ανακοπή, οι οποίες απορρίφθηκαν. Εξ άλλου όσον αφορά την με αριθμό ..... επιταγή ο εκκαλών τη μεταβίβασε στην εταιρεία με την επωνυμία "ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΙΜΠΑΛΑ ΑΕ", η οποία πέτυχε την έκδοση της υπ' αριθμ. 1153/2003 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Κατ' αυτής οι μηνυτές άσκησαν ανακοπή, η οποία απορρίφθηκε με την 482/2003 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι ο εκκαλών εκμεταλλευόμενος την ανάγκη των μηνυτών για εξεύρεση χρημάτων, προέβη στη συνομολόγηση τοκογλυφικού δανείου, αλλά και στη λήψη τοκογλυφικών ωφελημάτων με την παραλαβή και προεξόφληση των ως άνω επιταγών που ενσωματώνουν αθέμιτους τόκους, και επί πλέον επεδίωξε την είσπραξη αυτών με την έκδοση των ως άνω διαταγών πληρωμής, τέτοιες δε πράξεις διαπράττει κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια δεδομένου ότι δάνειζε χρηματικά ποσά με τους ίδιους όρους και σε άλλα πρόσωπα, όπως το Γ1 και προεξοφλούσε μεταχρονολογημένες επιταγές, παρακρατώντας αθέμιτο ποσοστό τόκου, από την επανειλημμένη δε τέλεση της πράξης της τοκογλυφίας προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος και σταθερή ροπή του προς διάπραξη του εν λόγω εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητάς του.
Συνεπώς συντρέχουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής του εκκαλούντος για την πράξη της τοκογλυφίας κατ' εξακολούθηση, τελεσθείσας κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, γι' αυτό και το εκκαλούμενο βούλευμα που τον παρέπεμψε στο ακροατήριο για να δικαστεί για τη πράξη αυτή, δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και τα όσα αντίθετα αυτός ισχυρίζεται πρέπει να απορριφθούν.
Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών και ακολούθως απέρριψε, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του ως αβάσιμη στην ουσία της την έφεση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου, διέλαβε σ' αυτό την απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται στο προσβαλλόμενο βούλευμα με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και την προανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της ως άνω αξιοποίνου πράξεως της τοκογλυφίας που τελέσθηκε κατ' εξακολούθηση και από υπαίτιο που ενεργεί κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, για την οποία κρίθηκε παραπεμπτέος στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 περ. στ', 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 98 και 404 παρ. 2, 3 ΠΚ (όπως το τελ. αντικ. με αρ. 14 παρ. 8β του ν. 2721/99). Τις εν λόγω δε διατάξεις το Συμβούλιο Εφετών ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα το προσβαλλόμενο βούλευμα ρητώς αναφέρει ότι ο αναιρεσείων συνομολόγησε, κατά την παροχή δανείου ύψους 50.000,00 Ευρώ τοκογλυφικούς τόκους ύψους 27.088,00 που ανέρχονται σε ποσοστό 5% μηνιαίως επί του ποσού κάθε επιταγής, που παρέλαβε από τους παθόντες.
Επίσης προσδιορίζει το κατά νόμο θεμιτό ποσοστό του δικαιοπρακτικού τόκου, που κυμαινόταν κατά τον κρίσιμο χρόνο, σε 9,25% ετησίως, ενώ αιτιολογεί πλήρως με ειδική σκέψη τη συνδρομή στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος της επιβαρυντικής περίστασης της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεσης της ως άνω πράξεως της τοκογλυφίας κατ' εξακολούθηση.
Συνεπώς, οι προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως είναι αβάσιμοι και η κρινομένη αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα.

Για τους λόγους αυτούς Προτείνω α) να απορριφθεί η υπ' αριθμ. 212/2007 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ1 κατά του υπ' αριθμ. 1593/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και β) να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα.
Αθήνα, 21-1-2008
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου ΠάγουΓεώργιος Βλάσσης
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη με αριθμό 212/17 Οκτωβρίου 2007, αίτηση αναιρέσεως κατά του υπ' αριθμό 1593/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίφθηκε κατ' ουσία η έφεση του ήδη αναιρεσείοντος κατά του υπ' αριθμό 1973/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, που τον παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών, προκειμένου να δικαστεί για την πράξη της κακουργηματικής τοκογλυφίας, έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως και από πρόσωπο που δικαιούται προς τούτο και κατά βουλεύματος που υπόκειται σε αναίρεση,( άρθρα 463,473 παρ.1, 474,482 παρ.1 περ. α, και 484 παρ.1 του Κ.Π.Δ), γι' αυτό πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω για την ουσιαστική βασιμότητά της.
Κατά το άρθρο 404 παρ. 2 εδ. α' του ΠΚ, τοκογλυφία διαπράττει και όποιος, κατά την παροχή δανείου ή την παράταση της προθεσμίας πληρωμής του ή την ανανέωση ή την προεξόφληση αυτού, συνομολογεί ή λαμβάνει για τον εαυτό του ή για τρίτον περιουσιακά ωφελήματα που υπερβαίνουν το κατά νόμο θεμιτό ποσοστό του τόκου, κατά δε την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 14 παρ. 8 εδ. β' του Ν. 2721/1999, αν ο υπαίτιος επιχειρεί τοκογλυφικές πράξεις του είδους των παρ. 1 και 2 κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα μηνών και χρηματική ποινή. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 13 εδ. στ' του ίδιου Κώδικα, που προστέθηκε με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 2408/1996, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος, ενώ, κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος, ως στοιχείο της προσωπικότητάς του. Το έγκλημα της τοκογλυφίας είναι υπαλλακτικώς μικτό και, ως τέτοιο, μπορεί να τελείται με τη συνομολόγηση ή με τη λήψη τοκογλυφικών ωφελημάτων, στα οποία περιλαμβάνεται και η παραλαβή αξιογράφων, που ενσωματώνουν τοκογλυφικούς τόκους, χωρίς να προσαπαιτείται και η είσπραξη του αναφερόμενου σ' αυτά ποσού. Ακόμη, κατά την έννοια της προδιαληφθείσας διατάξεως του άρθρου 404 παρ. 3 του ΠΚ, κατ' επάγγελμα θεωρείται ότι πράττει ο υπαίτιος της τοκογλυφίας, όταν ενεργεί τοκογλυφικές πράξεις κατ' επανάληψη με σκοπό να ποριστεί από αυτές εισόδημα. Προς τούτο, αρκεί και η τέλεση μιας μόνον πράξεως, όταν, από αυτήν, ενόψει και της διάρκειας των λοιπών περιστάσεων, που τη συνοδεύουν, προκύπτει η επιδίωξη πορισμού εισοδήματος, βάσει σχεδίου. Κατά την έννοια της ίδιας διατάξεως, κατά συνήθεια τελείται η τοκογλυφία, όταν από την επανειλημμένη τέλεση αυτής συνάγεται ότι ο δράστης έχει αποκτήσει σταθερή ροπή προς διάπραξη αυτής, ως στοιχείο της προσωπικότητάς του. Εξάλλου, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε, ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Ειδικώς, ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας, αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να προσαπαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το συμβούλιο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, ιδρύουσα τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' Κ.Π.Δ λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος, υφίσταται, στην περίπτωση, κατά την οποία το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόστηκε (ευθεία παραβίαση) και όταν η παραβίαση της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα το οποίο συμβαίνει, όταν στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόστηκε, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του και μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ' είδος μνημονεύει, με δικές του σκέψεις, αλλά και με αναφορά στην εισαγγελική πρόταση, δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: Ο εκκαλών για την παροχή στους εγκαλούντες δανείου ύψους 50.000 ευρώ, συμφώνησε και παρέλαβε από τους μηνυτές τον μήνα Φεβρουάριο 2002 πέντε επιταγές και στις 7-3-2002 δύο επιταγές της Τράπεζας Πειραιώς εκδόσεως του πρώτου μηνυτή Ψ1 σε διαταγή του δεύτερου μηνυτή Ψ2, συνολικού ποσού 77.088 ευρώ, τις οποίες θα προεξοφλούσε, παρακρατώντας προκαταβολικά ως τόκους το ποσό των 27.088 ευρώ και συγκεκριμένα παρέλαβε το μήνα Φεβρουάριο 2002 τις με αριθμούς ..., ..., ...., .... μεταχρονολογημένες επιταγές με ημερομηνία εκδόσεως αντίστοιχα 30-6-2002, 31-7-2002, 15-7-2002, 30-8-2002 και 15-9-2002 και ποσού αντίστοιχα η κάθε μία 10.272, 10.272, 8.000, 12.000 και 16.000 ευρώ και τις 7-3-2002 τις με αριθμούς .... και .... μεταχρονολογημένες επιταγές με ημερομηνία εκδόσεως αντίστοιχα 30-9-2002 και 30-9-2002 και ποσού η κάθε μία 10.272 ευρώ. Το ως άνω ποσό των τόκων, που ανέρχεται σε ποσοστό 5% μηνιαίως επί του ποσού κάθε επιταγής, υπερβαίνει το κατά νόμο θεμιτό ποσοστό του δικαιοπρακτικού τόκου, που κυμαινόταν από 9-11-2001 έως 5-12-2002 σε 9,25% ετησίως. Περαιτέρω ο εκκαλών με την από 10-12-2002 αίτηση του προς το Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Τριπόλεως ζήτησε και πέτυχε την έκδοση της υπ' αριθμ. 62/2002 διαταγής πληρωμής με βάση την ανωτέρω με αριθμό .... επιταγή. Κατά της διαταγής πληρωμής οι μηνυτές άσκησαν αίτηση αναστολής εκτέλεσης και ανακοπή, οι οποίες απορρίφθηκαν. Εξ άλλου όσον αφορά την με αριθμό ..... επιταγή ο εκκαλών τη μεταβίβασε στην εταιρεία με την επωνυμία "ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΙΜΠΑΛΑ ΑΕ", η οποία πέτυχε την έκδοση της υπ' αριθμ. 1153/2003 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Κατ' αυτής οι μηνυτές άσκησαν ανακοπή, η οποία απορρίφθηκε με την 482/2003 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι ο εκκαλών εκμεταλλευόμενος την ανάγκη των μηνυτών για εξεύρεση χρημάτων, προέβη στη συνομολόγηση τοκογλυφικού δανείου, αλλά και στη λήψη τοκογλυφικών ωφελημάτων με την παραλαβή και προεξόφληση των ως άνω επιταγών που ενσωματώνουν αθέμιτους τόκους, και επί πλέον επεδίωξε την είσπραξη αυτών με την έκδοση των ως άνω διαταγών πληρωμής, τέτοιες δε πράξεις διαπράττει κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια δεδομένου ότι δάνειζε χρηματικά ποσά με τους ίδιους όρους και σε άλλα πρόσωπα, όπως το Γ1 και προεξοφλούσε μεταχρονολογημένες επιταγές, παρακρατώντας αθέμιτο ποσοστό τόκου, από την επανειλημμένη δε τέλεση της πράξης της τοκογλυφίας προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος και σταθερή ροπή του προς διάπραξη του εν λόγω εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητάς του.
Συνεπώς συντρέχουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής του εκκαλούντος για την πράξη της τοκογλυφίας κατ' εξακολούθηση, τελεσθείσας κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, γι' αυτό και το εκκαλούμενο βούλευμα που τον παρέπεμψε στο ακροατήριο για να δικαστεί για τη πράξη αυτή, δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και τα όσα αντίθετα αυτός ισχυρίζεται πρέπει να απορριφθούν. Ακολούθως, το Συμβούλιο Εφετών, απέρριψε κατ' ουσία την έφεση που άσκησε ο κατηγορούμενος κατά του πρωτόδικου βουλεύματος, με το οποίο παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων, για να δικαστεί ως υπαίτιος της πράξεως της κακουργηματικής τοκογλυφίας. Με τις παραδοχές αυτές, το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την, κατά τα παραπάνω, επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο αυτός παραπέμφθηκε στο ακροατήριο, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, και νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά, στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 περ. στ', 14, 26 παρ.1α, 27 παρ.1, 98 και 404 παρ. 2α και 3 του Π.Κ., τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις οποίες, ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, δηλαδή με ασαφείς, ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες, και έτσι το βούλευμα, δεν στερείται νομίμου βάσεως. Ειδικότερα, το Συμβούλιο με εμπεριστατωμένη αιτιολογία διαλαμβάνει τα στοιχεία της αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος και συγκεκριμένα ότι προέκυψαν σοβαρές ενδείξεις ενοχής του, ικανές να επιστηρίξουν δημόσια εναντίον του κατηγορία, για την πράξη αυτή. Πράγματι, αναφέρεται αναλυτικά στο προσβαλλόμενο βούλευμα, η συνομολόγηση του δανείου από 50.000 ευρώ, μεταξύ των μηνυτών, οι οποίοι αντιμετώπιζαν άμεσα οικονομικά προβλήματα, και του αναιρεσείοντος, καθώς και το ύψος των τοκογλυφικών ωφελημάτων συνολικού ποσού 27.088 ευρώ, που καθορίστηκαν σε ποσοστό 5% μηνιαίως, ήτοι σε ποσοστό 60% ετησίως, αντί του ανωτάτου επιτρεπομένου ποσοστού 9, 25% ετησίως, όπως, επίσης, αιτιολογείται η παραδοχή ότι ο αναιρεσείων έναντι του ποσού του δανείου ύψους 50.000 ευρώ, παρέλαβε από τους μηνυτές επιταγές συνολικής αξίας 77.088 ευρώ. Αιτιολογείται, ακόμη ότι η διαφορά των 27.088 ευρώ, πέραν του ποσού του δανείου αντιπροσώπευε τα τοκογλυφικά ωφελήματα, τα οποία θα παρακρατούσε από την προεξόφληση των επιταγών, ενώ ακόμη ο ίδιος επιδίωξε και πέτυχε την έκδοση σχετικής διαταγής πληρωμής (υπ' αριθμ. 62/2002), όπως πέτυχε την έκδοση αντίστοιχης διαταγής, και ετέρα τρίτη κομίστρια αντίστοιχης επιταγής, στην οποία ο αναιρεσείων την είχε μεταβιβάσει, λόγω οπισθογραφήσεως, ενώ οι ανακοπές που ασκήθηκαν κατ' αυτών απορρίφθηκαν αντίστοιχα. Το βούλευμα, επίσης, διαλαμβάνει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, σχετική με την από μέρους του αναιρεσείοντος τέλεση κατ' επάγγελμα της πράξεως αυτής, αφού απέβλεπε στον πορισμό παράνομου εισοδήματος, με τη συνομολόγηση τοκογλυφικών ωφελημάτων σε ποσοστό, 5% μηνιαίως, που υπερέβαινε το ποσοστό του ισχύοντος κατά το αντίστοιχο χρονικό διάστημα, νόμιμου τόκου, έχοντας προς τούτο αναπτύξει βάσει σχεδίου του, την κατάλληλη και αναγκαία υποδομή για την τέλεση της πράξεως αυτής, πέραν και από το γεγονός ότι ανάλογη δραστηριότητα επέδειξε ο αναιρεσείων και με άλλο, εκτός των εγκαλούντων, πρόσωπο το Γ1. Ενόψει αυτών, αμφότεροι οι λόγοι της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του βουλεύματος και περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των πιο πάνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, καθώς και η αίτησή αυτή στο σύνολό της. Τέλος, πρέπει ο αναιρεσείων να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 του Κ.Π.Δ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει, την υπ' αριθμό 212/17-10-2007, αίτηση του του Χ1, για αναίρεση κατά του υπ' αριθμό 1593/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 26 Σεπτεμβρίου 2008. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 20 Οκτωβρίου 2008.


Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή