Θέμα
Παράλειψη προαγωγής.
Περίληψη:
Προαγωγές υπαλλήλων της Τράπεζας της Ελλάδος, της οποίας ο κανονισμός έχει συμβατική ισχύ, επομένως η προαγωγή αποτελεί δικαιοπραξία με αναβλητική αίρεση, στην οποία εφαρμόζεται η διάταξη του αρ. 207 παρ. 1 του Α.Κ. , βάσει της οποίας η προαγωγή του μισθωτού τελείται εφόσον συντρέξουν ορισμένες προϋποθέσεις, που διαπιστώνει ο εργοδότης και θεωρείται τελεσθείσα από το χρόνο συμπλήρωσης των προϋποθέσεων (της αίρεσης δηλ.) ακόμη κι αν ο εργοδότης κρίνει αντίθετα στην καλή πίστη ότι ο μισθωτός δεν συγκεντρώνει αυτές. Συγκριτική επισκόπηση όλων των προσόντων των προαχθέντων υπαλλήλων από οποίους ισχυρίζεται ο μη προαχθείς ενάγων ότι υπερείχε καταφανώς και εκείνων, από τους παραλειφθέντες που πρότεινε η Τράπεζα ως απλώς υπερέχοντες του ενάγοντος. Χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης του ενάγοντος, ο οποίος προσβλήθηκε υπαίτια στην προσωπικότητά του, με την αντίθετα προς την καλή πίστη παράλειψή του. Ορθή η κρίση του Δικαστηρίου ότι ο ενάγων έπρεπε να προαχθεί (Απορρίπτει αναίρεση κατά της υπ’ αριθμ 4971/2010 απόφασης Εφ. Αθηνών).
Αριθμός 625/2015
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
B2’ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Γιαννούλη Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Χριστόφορο Κοσμίδη, Δημήτριο Κόμη, Απόστολο Παπαγεωργίου και Παναγιώτη Κατσιρούμπα Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 11η Νοεμβρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "Τράπεζα της Ελλάδος", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Θεμιστοκλή Μερσίνη με δήλωση κατ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσίβλητης: Α. Β. του Ν. κατοίκου ..., η οποία δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 20-12-2007 αγωγή της αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3120/2008 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου, 4971/2010 Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 8-4-2011 αίτησή της, την οποία επανέφερε προς συζήτηση με τις από 19-8-2013 και 14-3-2014 κλήσεις της, μετά από ματαίωση.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Παναγιώτης Κατσιρούμπας διάβασε την από 15-11-2010 έκθεση του ήδη αποχωρήσαντος από την υπηρεσία Αρεοπαγίτη Δημητρίου Μουστάκα, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η ένδικη αίτηση για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 4971/2010 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τα άρθρα 498§1, 568§§1, 2, 4 και 576§2 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι όταν τη συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως επισπεύδει ο αναιρεσείων απαιτείται επίδοση στον αναιρεσίβλητο αφ` ενός μεν αντιγράφου του δικογράφου της αιτήσεως που έχει κατατεθεί και αφ’ ετέρου κλήσεως που συντάσσεται κάτω από το αντίγραφο του δικογράφου αυτού ή και αυτοτελώς. Σε αντίθετη περίπτωση και ειδικότερα αν δεν έχει επιδοθεί στον αναιρεσίβλητο και αντίγραφο του δικογράφου της αναιρέσεως η κλήτευση του αναιρεσιβλήτου δεν είναι νόμιμη, και αν ο τελευταίος απουσιάζει κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση και αυτεπαγγέλτως (ΑΠ 1308/2011). Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων προκύπτει, ότι η κρινόμενη, από 8.4.2011, αίτηση αναιρέσεως προσδιορίσθηκε, αρχικά, στη δικάσιμο της 27.11.2012, κατά την οποία η συζήτηση ματαιώθηκε. Με την από 19.8.2013 κλήση της αναιρεσείουσας, η συζήτηση για την αίτηση αυτή ορίστηκε στη δικάσιμο της 28.1.2014, που και πάλι όμως ματαιώθηκε. Τέλος, με την από 14.3.2014 νέα κλήση της αναιρεσείουσας, δικάσιμος για τη συζήτηση της αίτησης αυτής ορίστηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης. Κατά την δικάσιμο αυτή, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε, από τη σειρά της στο πινάκιο, δεν εμφανίστηκε ούτε εκπροσωπήθηκε με δήλωση του άρθρου 242 ΚΠολΔ, από πληρεξούσιο δικηγόρο, η αναιρεσίβλητη. Από την υπ` αριθ. 8450/15.4.2014 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Β. Κ., την οποία προσκομίζει και επικαλείται η αναιρεσείουσα, που επισπεύδει τη συζήτηση, προκύπτει ότι αντίγραφο της κλήσης αυτής, για να παραστεί στη συζήτηση της αίτησης στη παρούσα δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής, επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως στην απολειπόμενη αναιρεσίβλητη. Από τα λοιπά όμως στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε η αναιρεσείουσα το επικαλείται, ότι αυτή (αναιρεσείουσα), που επισπεύδει τη συζήτηση, έχει επιδώσει στην αναιρεσίβλητη και αντίγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως. Επομένως εφόσον, σύμφωνα με την προηγηθείσα μείζονα σκέψη δεν υπάρχει εν προκειμένω νόμιμη κλήτευση της αναιρεσίβλητης, πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της από 8.4.2011 αιτήσεως της Τράπεζα της Ελλάδος κατά της Α. Β., για αναίρεση της υπ` αριθ. 4971/2010 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 24 Μαρτίου 2015.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 18 Μαΐου 2015.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ