Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1360 / 2021    (Δ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Αριθμός 1360/2021

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ευστάθιο Νίκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω κωλύματος της Αντιπρόεδρου Κωστούλας Φλουρή - Χαλεβίδου), Μαρία Βάρκα, Άννα Αγγελάτου - Βασιλείου, Γεωργία Κατσιμαγκλή και Σωκράτη Πλαστήρα, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 24 Σεπτεμβρίου 2021, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: ΟΤΑ Α' βαθμού με την επωνυμία "...", που εδρεύει στη … και εκπροσωπείται νόμιμα, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θεόδωρο Κωνσταντίνου με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ε. Λ. του Β. και 2) Δ. Λ. του Β., κατοίκων ..., οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Λεωνίδα Γκότη με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 16-2-2015 ανακοπή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Λάρισας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 61/2016 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 4/2019 του Μονομελούς Εφετείου Λάρισας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 20-2-2019 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, με Εισηγητή τον Αρεοπαγίτη Σωκράτη Πλαστήρα, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. .

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 17 παρ. 4 του Συντάγματος, η αποζημίωση που ορίστηκε λόγω αναγκαστικής απαλλοτριώσεως ακινήτου καταβάλλεται υποχρεωτικά το αργότερο μέσα σε ενάμισι έτος από τη δημοσίευση της αποφάσεως για τον προσωρινό προσδιορισμό της αποζημιώσεως και σε περίπτωση απευθείας αιτήσεως για οριστικό προσδιορισμό της αποζημιώσεως από τη δημοσίευση της σχετικής αποφάσεως του δικαστηρίου, διαφορετικά η απαλλοτρίωση αίρεται αυτοδικαίως. Η διάταξη αυτή, όπως και οι όμοιες διατάξεις των άρθρων 11 παρ. 1 του προϊσχύσαντος ν.δ. 797/1971 περί αναγκαστικών απαλλοτριώσεων και 11 παρ. 3 του ισχύοντος Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων (ν. 2882/2001), ως ίσχυαν κατά το χρόνο που εκδόθηκε η απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, κατ` έφεση της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλομένη, τέθηκαν προς εξυπηρέτηση του συμφέροντος του καθ` ου η απαλλοτρίωση, έτσι ώστε αυτή να μη μένει για μεγάλο χρονικό διάστημα εκκρεμής προς βλάβη του, λόγω της δεσμεύσεως που συνεπάγεται για την ιδιοκτησία του. Έτσι, αποβλέποντας στο συμφέρον του καθ` ου η απαλλοτρίωση, ο οποίος ενδέχεται να επιθυμεί τη διατήρηση της απαλλοτριώσεως, ο κοινός νομοθέτης θέσπισε διατάξεις που οδηγούν στην αναβίωση της απαλλοτριώσεως που ήρθη αυτοδικαίως. Ειδικότερα, με την παρ. 3 του άρθρου 11 του ν.δ. 797/1971, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρ. 3 του ν. 212/1975, ορίστηκε ότι η αυτοδίκαιη ανάκληση (άρση) της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως θεωρείται ως μη γενόμενη, αν εντός ανατρεπτικής προθεσμίας ενός έτους από την εκπνοή της προθεσμίας του ενάμισι έτους για την καταβολή της προσωρινά ή οριστικά καθορισμένης αποζημιώσεως, ο καθ` ου η απαλλοτρίωση υποβάλλει στη Διεύθυνση Απαλλοτριώσεων του Υπουργείου Οικονομικών έγγραφη δήλωση ότι επιθυμεί την περαιτέρω διατήρηση της απαλλοτριώσεως. Αντίστοιχη διάταξη δεν διέλαβε αρχικά ο ν. 2882/2001 (Κ.Α.Α.Α.). Με βάση αυτό το νομοθετικό πλαίσιο, διαμορφώθηκε νομολογιακά η θέση ότι η αυτοδίκαιη ανάκληση της απαλλοτριώσεως δεν λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, αλλά πρέπει να προταθεί και προς τούτο νομιμοποιείται αποκλειστικά ο καθ` ου η απαλλοτρίωση, με το σκεπτικό ότι οι διατάξεις αυτές αποβλέπουν στο δικό του μόνον συμφέρον να μη παραμείνει η εις βάρος του αναγκαστική απαλλοτρίωση επί μακρόν μετέωρη και εκκρεμής (Α.Π. 1132/2003). Επίσης, με την 26/2010 απόφαση του ΑΕΔ, που επέλυσε τη διαφωνία μεταξύ των ολομελειών του Αρείου Πάγου (αριθ. 7/2007) και του Συμβουλίου Επικρατείας (αριθ. 3689/2009), έγινε δεκτό ότι η αυτοδίκαιη ανάκληση θεωρείται ότι δεν έγινε, στην περίπτωση κατά την οποία ο καθ` ου η απαλλοτρίωση υποβάλλει προς το Υπουργείο έγγραφη δήλωση ότι επιθυμεί τη διατήρηση της απαλλοτρίωσης εντός προθεσμίας ενός έτους από την πάροδο της τασσόμενης για την συντέλεση της απαλλοτριώσεως προθεσμίας του ενάμιση έτους. Στη συνέχεια ακολούθησε νομοθετική μεταβολή και με το άρθρο 39 παρ. 3α του ν. 4024/2011 προστέθηκε νέα διάταξη στην παρ. 3 του άρθρου 11 του ν. 2882/2001 (Κ.Α.Α.Α.), που ορίζει: "Η αναγκαστική απαλλοτρίωση αίρεται αυτοδικαίως, εάν δεν συντελεστεί μέσα σε ενάμισι έτος από τη δημοσίευση της απόφασης προσωρινού καθορισμού της αποζημίωσης και, σε περίπτωση απευθείας οριστικού καθορισμού αυτής, από τη δημοσίευση της σχετικής απόφασης. Η αρμόδια για την κήρυξη της απαλλοτρίωσης αρχή υποχρεούται να εκδώσει μέσα σε τέσσερις μήνες από τη λήξη της προθεσμίας του προηγούμενου εδαφίου βεβαιωτική πράξη για την επελθούσα αυτοδίκαιη άρση. Η πράξη αυτή δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Εφόσον οι θιγόμενοι ιδιοκτήτες επιθυμούν τη διατήρηση της απαλλοτρίωσης που άρθηκε αυτοδίκαια λόγω παρέλευσης της ως άνω δεκαοκτάμηνης προθεσμίας, μπορούν να υποβάλουν αίτηση και υπεύθυνη δήλωση προς την αρχή που εξέδωσε την απαλλοτριωτική απόφαση, μέσα σε προθεσμία ενός έτους από την παρέλευση της προθεσμίας, περί διατήρησης της απαλλοτρίωσης και καταβολής της δικαστικά καθορισμένης προσωρινής ή οριστικής αποζημίωσης. Αν το αίτημα γίνει δεκτό από την αρχή που κήρυξε την απαλλοτρίωση και υποχρεούται στην καταβολή της αποζημίωσης, δεν επιτρέπεται ο ανακαθορισμός της αποζημίωσης ή η αναζήτηση τόκων υπερημερίας". Περαιτέρω, στο άρθρο 39 παρ. 3α εδάφ. στ` και ζ` του ν. 4024/2011 ορίστηκε ότι η ρύθμιση αυτή έχει αναδρομική ισχύ εφαρμοζόμενη και επί απαλλοτριώσεων που είχαν αυτοδικαίως αρθεί, λόγω παρέλευσης της παραπάνω προθεσμίας του ενάμισι έτους κατά την έναρξη ισχύος του ν. 4024/2011 (27.10.2011), υπό την προϋπόθεση ότι οι ενδιαφερόμενοι θα υπέβαλαν την ανωτέρω αίτηση και υπεύθυνη δήλωση για τη διατήρηση της απαλλοτριώσεως μέχρι τις 31.12.2012. Έτσι, με την επαναφορά σε ισχύ, με το άρθρο 39 παρ. 3α του ν. 4024/2011 (ΦΕΚ 226/Τεύχος Α/27-10-2011), διατάξεως παρεμφερούς του άρθρου 11 παρ. 3 ν.δ. 797/1971, όπως είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 3 παρ. 1 και 2 ν. 212/1975 (ΑΕΔ 26/2010, ΣτΕ Ολομ. 922/2014), η οποία, κατά τα προεκτεθέντα, δεν είχε περιληφθεί, αρχικά, στο ν. 2882/2001, διευκολύνεται η διάσωση της απαλλοτριώσεως και η εκτέλεση έργων δημόσιας ωφέλειας, με την συναίνεση, όμως, των θιγόμενων ιδιοκτητών, προκειμένου να μην πλήττεται το άξιο προστασίας συμφέρον τους (βλ. σελ. 23 της αιτιολογικής εκθέσεως του νόμου 4024/2011), οι οποίοι και μόνο, όπως θα εκτεθεί στην συνέχεια, έχουν το δικαίωμα να προβάλουν την αυτοδίκαιη ανάκληση της απαλλοτριώσεως με την παρέλευση των δεκαοκτώ μηνών, η οποία δεν λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο. Πάντως, με τις προεκτεθείσες διατάξεις ενεργοποιείται πλέον η επιβολή περιορισμών στην περιουσία του ενδιαφερομένου για την διατήρηση της απαλλοτριώσεως ιδιοκτήτη. Συγκεκριμένα, ο νομοθέτης επεμβαίνει, αφενός μεν στο ανώτατο ύψος της ήδη καθορισμένης αποζημιώσεως, αποκλείοντας στον καθ` ου την δυνατότητα να ζητήσει τον δικαστικό επανακαθορισμό της σε μεγαλύτερο ύψος με βάση την επίκαιρη αξία του απαλλοτριωμένου ακινήτου του, αφετέρου δε, στους τόκους υπερημερίας που θα οφείλοντο σε περίπτωση εγέρσεως, εκ μέρους του, καταψηφιστικής αγωγής για την επιδίκαση της αποζημιώσεως, με δικαιολογητικό λόγο την επιδίωξη του νομοθέτη να περιοριστεί το πρόσθετο οικονομικό κόστος, εξαιτίας της επανακηρύξεως της απαλλοτριώσεως και του καθορισμού αυξημένων, λόγω του μεταγενέστερου χρόνου υπολογισμού, τιμών μονάδας, χωρίς να παραβλέπεται και η μείωση του κύρους του Δημοσίου ή άλλων δημόσιων φορέων, υπέρ των οποίων κηρύχθηκε η απαλλοτρίωση και οι οποίοι κατέλαβαν τις εκτάσεις που απαλλοτριώθηκαν, δίχως να πληρώσουν την αποζημίωση, όπως αυτά διατυπώνονται στην ίδια 23η σελίδα της αιτιολογικής αυτής εκθέσεως (ΑΠ 275/2016). Επομένως, υπό την ισχύ της νέας ως άνω ρυθμίσεως καθίσταται σαφές ότι: α) η αναγκαστική απαλλοτρίωση αίρεται αυτοδικαίως, εάν δεν συντελεστεί μέσα σε ενάμισι έτος από την δημοσίευση της αποφάσεως προσωρινού καθορισμού της αποζημιώσεως και, σε περίπτωση απευθείας οριστικού καθορισμού αυτής, από τη δημοσίευση της σχετικής αποφάσεως, β) η αρμόδια διοικητική αρχή (αν το ζητήσει ο θιγόμενος ιδιοκτήτης) υποχρεούται να εκδώσει μέσα σε τέσσερις μήνες από την λήξη της προθεσμίας του προηγουμένου εδαφίου πράξη με βεβαιωτικό χαρακτήρα για την επελθούσα αυτοδίκαιη άρση που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, γ) εφόσον οι θιγόμενοι ιδιοκτήτες επιθυμούν τη διατήρηση της απαλλοτριώσεως (που κατά τα ανωτέρω ήρθη αυτοδικαίως), έχουν το δικαίωμα μέσα σε ένα έτος από την παρέλευση της προθεσμίας αυτής να υποβάλουν (τυπική) αίτηση και υπεύθυνη δήλωση προς την αρμόδια διοικητική αρχή, ζητώντας τη διατήρηση της απαλλοτρίωσης και την καταβολή της προσδιορισμένης αποζημιώσεως, δ) το αίτημά τους δεν γίνεται πλέον, χωρίς άλλο, δεκτό, αλλά υπόκειται στην διακριτική ευχέρεια της διοικητικής αρχής, η οποία σταθμίζοντας, ως υπόχρεη για την καταβολή της αποζημιώσεως, την σκοπιμότητα του έργου και γενικότερα το δημόσιο συμφέρον για την διατήρηση της απαλλοτριώσεως, αποφασίζει επ` αυτού κυριαρχικά. Η απόφαση της διοικήσεως για διατήρηση της απαλλοτριώσεως, κατ` εφαρμογή της νέας διατάξεως, δεν συνιστά δέσμια αρμοδιότητα, αλλά ρητά αφέθηκε στην διακριτική της ευχέρεια με βάση το δημόσιο συμφέρον και την σκοπιμότητα του έργου. Επομένως, σε αντίθεση με το προ του άρθρου 39 παρ. 3α ν. 4024/2011 καθεστώς, υπό τις νέες ρυθμίσεις δεν αρκεί μόνη η υποβολή από τον θιγόμενο ιδιοκτήτη δηλώσεως για τη διατήρηση της αυτοδικαίως αρθείσας απαλλοτριώσεως, αλλά πρέπει επιπροσθέτως το σχετικό αίτημά του να γίνει αποδεκτό από την αρχή που κήρυξε την απαλλοτρίωση, χωρίς, πάντως, να τίθεται κάποια προθεσμία μέσα στην οποία η διοίκηση θα πρέπει να γνωστοποιήσει την απάντησή της στον αιτούντα, οπότε θα ισχύει η προθεσμία των πενήντα (50) ημερών του άρθρου 4 παρ. 1 εδάφ. α` του ν. 2690/1999 (Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας) και ε) αν το αίτημα του καθ` ου η απαλλοτρίωση γίνει δεκτό από την αρχή αυτή, δεν επιτρέπεται ο ανακαθορισμός της αποζημιώσεως (αφού ισχύει η ήδη καθορισμένη) ούτε η αναζήτηση (από τον δικαιούχο της αποζημιώσεως) τόκων υπερημερίας. Η υποβολή της ως άνω δηλώσεως απαιτείται για την ενημέρωση του Υπουργείου προς έκδοση της σχετικής πράξεως για την άρση της απαλλοτριώσεως, η οποία έχει διαπιστωτικό χαρακτήρα (Ολ.ΑΠ 7/2007). Ωστόσο, η προαναφερόμενη αυτοδίκαιη άρση της απαλλοτριώσεως, με βάση τη γενικευμένη παραδοχή ότι αποβλέπει αποκλειστικά στο συμφέρον του καθ` ου η απαλλοτρίωση ιδιοκτήτη, για να μην παραμένει η απαλλοτρίωση (που κηρύχθηκε σε βάρος του) επί μακρό χρονικό διάστημα εκκρεμής και μετέωρη, προς βλάβη των συμφερόντων του, εξαιτίας της δεσμεύσεως της ιδιοκτησίας του, μόνο απ` αυτόν μπορεί να προταθεί, όχι όμως και από εκείνον υπέρ του οποίου κηρύχθηκε η απαλλοτρίωση ή τον υπόχρεο προς καταβολή της αποζημιώσεως (Ολ.ΑΠ 12/2018, 7/2007). Κατά συνέπεια, η προθεσμία αυτή (του ενός έτους από την παρέλευση της παραπάνω δεκαοκτάμηνης προθεσμίας) ούτε αποκλείει την κατά τη διάρκειά της υποχρέωση καταβολής της αποζημιώσεως που προσδιορίστηκε οριστικά ούτε, στην περίπτωση άπρακτης παρελεύσεώς της, επιφέρει απόσβεση της αξιώσεως αποζημιώσεως από την πιο πάνω αιτία για τον δικαιούχο, που όχι μόνο δεν την επικαλείται αλλά, αντίθετα, ασκεί αγωγή επιδικάσεως της εν λόγω αποζημιώσεως που έχει καθοριστεί ή εκδίδει διαταγή πληρωμής ως τίτλο για την είσπραξη αυτής (Ολ.ΑΠ 12/2018, Ολ.ΑΠ 7/2007, ΑΠ 810/2020, ΑΠ 1630/2018, ΑΠ 498/2017, ΑΠ 754/2011). Περαιτέρω, με το άρθρο 131 παρ. 1 του ν. 4070/ 2012 (ΦΕΚ 82/Τεύχος Α/10-4-2012) προστέθηκε η παράγραφος 10 του άρθρου 20 του ν. 2882/2001, σύμφωνα με την οποία, εφόσον η απαλλοτρίωση έχει αρθεί αυτοδικαίως, κατ` εφαρμογή της παρ. 3 του άρθρου 11 ή ανακλήθηκε νόμιμα, κατ` εφαρμογήν της παρ. 1 του άρθρου 11, δεν υφίσταται δικαίωμα του καθ` ου η απαλλοτρίωση για την έγερση καταψηφιστικής αγωγής με αντικείμενο την καταβολή της οριστικής αποζημιώσεως. Στην μεταβατική διάταξη του άρθρου 146 του ίδιου νόμου 4070/2012 προσδιορίζεται ποίες από τις νέες διατάξεις εφαρμόζονται αποκλειστικά στις απαλλοτριώσεις που κηρύσσονται από την έναρξη της ισχύος του και εφεξής (παρ. 1) και ποίες εφαρμόζονται και επί των εκκρεμών απαλλοτριώσεων (παρ. 9). Στις τελευταίες αυτές διατάξεις δεν αναφέρεται ρητά το τροποποιημένο άρθρο 20 του ν. 2882/2001 (Ολ.ΑΠ 12/2018, ΑΠ 810/2020, ΑΠ 1630/2018). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 1 εδάφ. α` του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται "αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών...". Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ` ουσίαν, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται με βάση τα πραγματικά περιστατικά που ανέλεγκτα το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν και την υπαγωγή τους στο νόμο και ιδρύεται αυτός ο λόγος αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση. Στην προκειμένη περίπτωση, το Μονομελές Εφετείο Λάρισας, με την αναιρεσιβαλλομένη με αριθμ. 4/2019 απόφασή του, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 632 παρ. 2 εδ. 2 του ΚΠολΔ, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά ως προς τα πραγματικά γεγονότα κρίση του (άρθρο 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ), αναφορικά με την αυτοδίκαιη άρση της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, που ενδιαφέρει εν προκειμένω, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: ''Προς εφαρμογή του ρυμοτομικού σχεδίου της πόλης της ... (π.δ. 2.2.1976 ΦΕΚ 72 Δ/1976, απόφαση του Νομάρχη ... 811/1989 και 2874/1989 ΦΕΚ 183Δ/1989, ΦΕΚ 42Δ/2003, Αποφ. Υπουργ. ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ. 672/2005 ΦΕΚ 50Δ/2005, αποφ. Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Θεσσαλίας ΦΕΚ 617Δ/2002) εκδόθηκε η υπ' αριθ. 23/2009 πράξη αναλογισμού αποζημίωσης ρυμοτομούμενων οικοπέδων για τη διάνοιξη τμημάτων των οδών ..., μεταξύ των Ο.Τ. ..., ..., στη συνοικία "...", η οποία κυρώθηκε με την υπ' αριθ. …/17-9-2010 απόφαση του Νομάρχη …, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου ... στον τόμο ... με αριθμό .... Με την ως άνω πράξη ορίσθηκαν οι απαλλοτριούμενες ιδιοκτησίες, οι υπόχρεοι και οι δικαιούχοι αποζημίωσης για κάθε ιδιοκτησία. Μεταξύ των οικοπέδων που απαλλοτριώθηκαν αναγκαστικά λόγω ρυμοτομίας είναι οικόπεδα των καθ' ων η ανακοπή και συγκεκριμένα οικόπεδο μεσαίο στα Ο.Τ... και ... και οικόπεδο γωνιακό στα Ο.Τ... και ..., συνολικού εμβαδού μέτρων τετραγωνικών 3.084, εκ των οποίων για μέτρα τετραγωνικά 358,59 υπόχρεος προς αποζημίωση ορίσθηκε ο ανακόπτων .... Με την υπ' αριθ. 396/2012 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας καθορίσθηκε η προσωρινή τιμή μονάδας αποζημίωσης των απαλλοτριωθέντων ακινήτων για το μεσαίο οικόπεδο στο ποσό των 350,00€ ανά τετραγωνικό μέτρο και για το γωνιακό στο ποσό των 370,00€ ανά τετραγωνικό μέτρο. Ακολούθως με την υπ' αριθ. 87/2013 απόφαση του ιδίου άνω Δικαστηρίου οι καθ ων η ανακοπή αναγνωρίσθηκαν δικαιούχοι της καθορισθείσας αποζημίωσης ανάλογα με το ποσοστό της συνιδιοκτησίας τους (1/2 εκάστη) επί των ανωτέρω ακινήτων. Κατόπιν, μετά την από 16-01-2015 αίτησή τους, εκδόθηκε η υπ' αριθ. 74/21-01-2015 προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας, με την οποία διατάχθηκε ο ανακόπτων Οργανισμός Τοπικής Αυτοδιοίκησης με την επωνυμία "…" να καταβάλει στις καθ' ων η ανακοπή, από 1/2 σε εκάστη εξ αυτών, το ποσό των 132.678,00€, εντόκως από την επίδοση της ανωτέρω μέχρι την πλήρη εξόφληση, καθώς και το ποσό των 2.800,00€ για δικαστική δαπάνη έκδοσης της διαταγής πληρωμής. Η υπ' αριθ. 396/2012 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας με την οποία καθορίσθηκε η προσωρινή τιμή μονάδας αποζημίωσης δημοσιεύθηκε στις 08-10-2012. Από την δημοσίευσή της έως 08-4-2014 παρήλθε χρονικό διάστημα ενάμισι έτους, χωρίς στο διάστημα αυτό να έχει συντελεστεί η αναγκαστική απαλλοτρίωση των ακινήτων των καθ' ων η ανακοπή με την εκ μέρους του ανακόπτοντος Δήμου προσήκουσα στις προαναφερόμενες καταβολή της αποζημίωσης, οπότε σύμφωνα και με όσα εκτίθενται στη μείζονα νομική πρόταση επήλθε αυτοδικαίως η άρση της απαλλοτρίωσης. Οι καθ' ων η ανακοπή δεν υπέβαλαν μέσα σε ένα έτος από την παρέλευση της προαναφερόμενης προθεσμίας, ήτοι από 08-4-2014 έως 08-4-2015, αίτηση και υπεύθυνη δήλωση στην αρχή που κήρυξε την απαλλοτρίωση για τη διατήρηση της τελευταίας. Στις 21-01-2015 που οι νυν καθ' ων η ανακοπή υπέβαλαν αίτηση και εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγής πληρωμής, είχε ήδη παρέλθει χρονικό διάστημα ενάμισι έτους από τη δημοσίευση της απόφασης του καθορισμού προσωρινής τιμής μονάδας αποζημίωσης, χωρίς εντός αυτού να συντελεστεί η απαλλοτρίωση, η οποία ήρθη αυτοδικαίως, αφού οι προαναφερόμενες δεν υπέβαλαν κατόπιν εντός ενός έτους από την πάροδο του ενάμισι έτους αίτηση και υπεύθυνη δήλωση για διατήρηση της απαλλοτρίωσης. Η αυτοδίκαιη όμως αυτή άρση της απαλλοτρίωσης, σύμφωνα και με όσα εκτίθενται στη μείζονα νομική πρόταση, αποβλέπει μόνο στο συμφέρον των καθ' ων η ανακοπή (καθ' ων η απαλλοτρίωση) και ως εκ τούτου μπορεί να προταθεί μόνο από τις τελευταίες και όχι από τον ανακόπτοντα Δήμο (υπέρ ου η απαλλοτρίωση ή υπόχρεο σε καταβολή αποζημίωσης). Η ανωτέρω κρίση ενισχύεται και από την αιτιολογική έκθεση του ν. 4024/2011, όπου στο άρθρο 39 παρ. 3 αυτού, το οποίο αντικατέστησε το άρθρο 11 παρ. 3 του ν. 2882/2001 (Κ.Α.Α.Α.), ρητά αναφέρεται "ότι σκοπός της συνταγματικής ρύθμισης, κατά τη νομολογία, είναι η προστασία του ιδιοκτήτη και μόνο αυτός μπορεί να επικαλεστεί την άρση και όχι ο υπέρ ου η απαλλοτρίωση". Επομένως, οι δεύτερος λόγος της ανακοπής και δεύτερος πρόσθετος λόγος πρέπει να απορριφθούν, διότι ο ανακόπτων δεν νομιμοποιείται ενεργητικά να προβάλει με αυτούς την άρση της απαλλοτρίωσης''. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο έκρινε ότι ο ήδη αναιρεσείων Ο.Τ.Α. με την επωνυμία "...", δεν ενομιμοποιείτο να προτείνει τον ως άνω λόγο της ένδικης ανακοπής του και ορθά, επομένως, απορρίφθηκε με την πρωτόδικη απόφαση ο λόγος αυτός, με τον οποίο ο αναιρεσείων ζήτησε την ακύρωση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, ισχυριζόμενος ότι χωρίς νόμιμη αιτία εκδόθηκε η διαταγή αυτή πληρωμής, αφού κατά το χρόνο που ζητήθηκε η έκδοσή της είχε ήδη αρθεί αυτοδικαίως η αναγκαστική απαλλοτρίωση του ακινήτου των αναιρεσιβλήτων, λόγω παρόδου της 18μηνης προθεσμίας από την έκδοση της με αριθμ. 396/2012 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας, με την οποία καθορίστηκε η προσωρινή τιμή μονάδος του ακινήτου τους. Έτσι που έκρινε το Εφετείο με συνέπεια να απορρίψει το σχετικό λόγο της έφεσης του αναιρεσείοντος κατά της πρωτόδικης απόφασης, δεν παραβίασε, ευθέως, με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή, τις διατάξεις ουσιαστικού δικαίου που παρατέθηκαν στη μείζονα σκέψη, ούτε εκ πλαγίου δηλ. αυτές των άρθρων 17 παρ. 4 του Συντάγματος, 7 παρ. 1 και 11 παρ. 3 του ν. 2882/2001, όπως η τελευταία τροποποιήθηκε με το άρθρο 39 παρ. 3 α' του ν. 4024/2011, 20 παρ. 10 του ν. 2882/2001 και των άρθρων 131 παρ. 1και 146 παρ. 9 του ν. 4070/2012, αλλά διέλαβε στην απόφασή του επαρκείς, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή όχι εφαρμογή τους και, έτσι, δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού κατά τις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, δεν μπορούσε ο αναιρεσείων να προτείνει ως λόγο ακύρωσης της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής την αυτοδίκαιη άρση της απαλλοτρίωσης του ακινήτου των αναιρεσιβλήτων, επειδή παρήλθε άπρακτη η προβλεπόμενη για τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης προθεσμία του ενάμισι έτους από τη δημοσίευση της απόφασης για τον προσωρινό καθορισμό της αποζημίωσης. Η θέση αυτή πέρα από τα προαναφερόμενα είναι σύμφωνη και με την αιτιολογική έκθεση του ν. 4024/2011, σχετικά με την αντικατάσταση του τελευταίου εδαφίου της παρ. 3 του άρθρου 11 του ν. 2882/2011 δια της παρ. 3α του άρθρου 39 του ν. 4024/2011, στην οποία ρητά αναφέρεται "ότι σκοπός της συνταγματικής ρύθμισης, κατά τη νομολογία, είναι η προστασία του ιδιοκτήτη και μόνον αυτός μπορεί να επικαλεστεί την άρση και όχι ο υπέρ ού η απαλλοτρίωση" (σελ. 23 της αιτιολογικής έκθεσης του ν. 4024/2011) και ενισχύεται και από το άρθρο 74 του ν. 4530/30-3-2018, με το οποίο αντικαταστάθηκε το τελευταίο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 11 του ν. 2882/200, όπως αυτή είχε αντικατασταθεί με την παρ. 3α του άρθρου 39 του ν. 4024/2011, που ψηφίστηκε και δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης μετά τη συζήτηση της υπόθεσης στο Δικαστήριο αυτό και που έχει ως ακολούθως "Κατ` εξαίρεση των διατάξεων του προηγούμενου εδαφίου στις περιπτώσεις που υφίσταται κατάληψη του ακινήτου κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, ο ενδιαφερόμενος μπορεί να υποβάλει δήλωση διατήρησης της απαλλοτρίωσης μέχρι 31-12-2018 με την προϋπόθεση ότι δεν έχει παρέλθει διάστημα μεγαλύτερο των δέκα (10) ετών από το χρόνο που έχει επέλθει η αυτοδίκαιη άρση αυτής. Στην περίπτωση αυτή η δήλωση διατήρησης της απαλλοτρίωσης γίνεται υποχρεωτικά αποδεκτή από την αρχή που έχει κηρύξει την απαλλοτρίωση, εφαρμοζομένων αναλόγως των διατάξεων του προηγούμενου εδαφίου.". Επομένως, είναι αβάσιμοι οι πρώτος, δεύτερος και τρίτος λόγοι της αναίρεσης, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, με τους οποίους προβάλλονται οι αιτιάσεις ότι το Εφετείο, κατά παράβαση των προαναφερόμενων οικείων νομικών διατάξεων, δέχθηκε ότι: Α) ο αναιρεσείων δεν νομιμοποιείται ενεργητικά να προβάλει την άρση της απαλλοτρίωσης και Β] ότι, σε κάθε περίπτωση, στην ερευνώμενη υπόθεση, δεν εφαρμόζεται το άρθρο 20 παρ. 10 του ν. 2882/2001, όπως η παράγραφος αυτή προστέθηκε με το άρθρο 131 παρ. 1 του ν. 4070/2012, με την οποία τροποποιήθηκε η διάταξη του άρθρου 20 παρ. 10 του ν. 2882/2001 και ορίστηκε ότι "Εφόσον η απαλλοτρίωση έχει αρθεί αυτοδικαίως, κατ` εφαρμογή της παραγράφου 3 του άρθρου 11 ή ανακλήθηκε νομίμως, κατ` εφαρμογή της παραγράφου 1 του άρθρου 11, δεν υφίσταται δικαίωμα του καθ` ου η απαλλοτρίωση για την έγερση καταψηφιστικής αγωγής με αντικείμενο την καταβολή της οριστικής αποζημίωσης", καθόσον και η εν λόγω ρύθμιση, η οποία καθιστά παραδεκτή την προβολή της αυτοδικαίως επελθούσας άρσεως της απαλλοτριώσεως ως αμυντικού ισχυρισμού του υπέρ ου η απαλλοτρίωση και υποχρέου προς καταβολή της αποζημιώσεως για την αντίκρουση σχετικής αγωγής του καθ` ου η απαλλοτρίωση προς επιδίκαση της αποζημιώσεως, λόγω της απαλλοτριώσεως, εφαρμόζεται, κατά την σύμφωνη με το Σύνταγμα διάταξη του άρθρου 146 παρ. 1 του ως άνω νόμου (4070/2012), στις απαλλοτριώσεις που κηρύχθηκαν μετά την έναρξη ισχύος αυτού (10-4-2012) και, επομένως, δεν τυγχάνει εφαρμογής στη ένδικη περίπτωση κατά την οποία, και καθ` ομολογία του αναιρεσείοντος, η απαλλοτρίωση κηρύχθηκε πριν από την 10-4-2012. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω και ενόψει της μη προβολής άλλου αναιρετικού λόγου προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η ένδικη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων, λόγω της ήττας του, στην δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, κατά το νόμιμα αίτημα των τελευταίων, οι οποίες κατέθεσαν προτάσεις (άρθρα 176, 183, 189 παρ. 2 του ΚΠολΔ), μειωμένων όμως, κατ` άρθρο 22 παρ. 1 του ν. 3693/1957, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την, από 20-2-2019 και με αριθμό καταθέσεως 8/2019, αίτηση για αναίρεση της υπ` αριθμ. 4/2019 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Λάρισας. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των αναιρεσιβλήτων, το ύψος των οποίων καθορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300,00) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 5 Νοεμβρίου 2021.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 18 Νοεμβρίου 2021.

Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή