Αριθμός 225/2020
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ειρήνη Καλού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρία Τζανακάκη, Αντώνιο Τσαλαπόρτα, Ελένη Φραγκάκη και Ζαμπέτα Στράτα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 10 Μαΐου 2019, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων - καλούντων: 1) Ε. - Α. Κ. του Γ., κατοίκου ..., 2) Γ. Κ. του Α. και 3) Θ. συζ. Γ. Κ., το γένος Ε. και Δ. Β., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Μιχαήλ Κορακή με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ. Του αναιρεσιβλήτου - καθ' ου η κλήση: Ν. Τ. του Π., κατοίκου ..., ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως με την ιδιότητά του ως δικηγόρου.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 16-7-2007 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 4046/2011 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 536/2014 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησαν οι αναιρεσείοντες με την από 13-1-2017 αίτησή τους.
Εκδόθηκε η 597/2018 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία ανέβαλε τη συζήτηση της κρινόμενης αίτησης μέχρι να εκδοθεί απόφαση από την Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου για την υπόθεση που είχε παραπεμφθεί σ' αυτή με την 1855/2017 απόφαση του Α2' Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου. Η υπόθεση επανέρχεται για συζήτηση με την από 11-10-2018 κλήση των καλούντων.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, με Εισηγήτρια την Αρεοπαγίτη Ζαμπέτα Στράτα, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο αναιρεσίβλητος ζήτησε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Νόμιμα φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του δικαστηρίου τούτου, με την από 11/10/2018 κλήση των αναιρεσειόντων, η από 13/01/2017 αίτηση αναιρέσεως κατά της 536/2014 απόφασης του Εφετείου Αθηνών, μετά την έκδοση της υπ' αριθμ. 10/2018 απόφασης της πλήρους Ολομέλειας του Δικαστηρίου τούτου. Η κρινόμενη από 13/01/2017 (με αριθμ. κατάθ. 685/2017) αίτηση αναίρεσης κατά της με αριθμό 536/2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νομότυπα με την κατάθεση του δικογράφου αυτής στη Γραμματεία του ως άνω Δικαστηρίου (άρθρο 495 § 1 Κ.Πολ.Δ.) και εμπρόθεσμα, ήτοι εντός της τριετούς προθεσμίας από τη δημοσίευσή της (Ολ.ΑΠ 10/2018), εφόσον από τα προσκομιζόμενα έγγραφα δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση αυτής (άρθρο 564 § 3 Κ.Πολ.Δ., όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015). Ωσαύτως, έχει κατατεθεί από τους αναιρεσείοντες το παράβολο ποσού 450 ευρώ, που προβλέπεται από την παρ. 3 του άρθρου 495 Κ.Πολ.Δ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 33 του Ν. 4446/2016 και ισχύει από 23-01-2017.
Συνεπώς, ενόψει και των διατάξεων των άρθρων 552, 553 § 1β, 556, 558 και 577 Κ.Πολ.Δ., είναι παραδεκτή και πρέπει να εξετασθεί το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της.
Ο από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 εδάφιο α' του Κ.Πολ.Δ. προβλεπόμενος λόγος αναίρεσης ιδρύεται αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου, τούτο δε συμβαίνει αν δεν εφαρμόστηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, ή αν εφαρμόστηκε, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμόστηκε εσφαλμένα (Ολ.ΑΠ 4/2005, 36/1988), η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ.ΑΠ 7/2006). Εξάλλου, κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθ. 19 του ίδιου Κώδικα, λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νόμιμης βάσης ιδρύεται, όταν από τις αιτιολογίες της αποφάσεως δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είναι αναγκαία για την κρίση του δικαστηρίου, στη συγκεκριμένη περίπτωση, περί της συνδρομής των νομίμων όρων και προϋποθέσεων της διατάξεως που εφαρμόστηκε ή περί της μη συνδρομής τούτων, που αποκλείει την εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση έχει ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες ως προς το νομικό χαρακτηρισμό των περιστατικών που έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (Ολ.ΑΠ 28/1997 και 30/1997). Τέλος η εκ μέρους του δικαστηρίου της ουσίας παραβίαση των διαλαμβανομένων στα άρθρα 173 και 200 Α.Κ. ερμηνευτικών κανόνων των δικαιοπραξιών μπορεί να γίνει ευθέως ή εκ πλαγίου, οπότε δημιουργούνται, αντιστοίχως, οι αναιρετικοί λόγοι των αριθμών 1 και 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. Ευθεία παραβίαση υπάρχει και όταν το δικαστήριο προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών του διαπιστώσεων στους εν λόγω κανόνες και ιδίως στα αξιολογικά κριτήρια της καλής πίστεως και των συναλλακτικών ηθών. Εκ πλαγίου παραβίαση συντρέχει και όταν στην απόφασή του δεν περιέχονται καθόλου ή δεν αναφέρονται με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά εκείνα γεγονότα που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο, ως προς την ορθότητα ή μη της εφαρμογής των ως άνω κανόνων και ειδικότερα, ως προς τη σωστή ή μη εξειδίκευση των αόριστων νομικών εννοιών της καλής πίστεως και των συναλλακτικών ηθών.
Εν προκειμένω, το Εφετείο δέχθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση του τα εξής: "Δυνάμει της υπ' αριθ. .../31-12-1936 Πράξης Συστάσεως και Κανονισμού Πολυκατοικίας, του Συμβολαιογράφου Αθηνών Σ. Γ., η οποία μεταγράφηκε νομίμως στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αθηνών (τόμο ... με αριθμό ...), συνεστήθησαν οριζόντιες ιδιοκτησίες, επί πολυκατοικίας, η οποία βρίσκεται στην κτηματική περιφέρεια του δήμου Αθηναίων, στην συνοικία "Κολωνάκι", επί της συμβολής των οδών .... Η ανωτέρω οικοδομή, αποτελείται από υπόγειο, ημιυπόγειο και έξι ορόφους, μεταξύ δε των οριζοντίων ιδιοκτησιών που συνεστήθησαν με την ανωτέρω πράξη, περιλαμβάνονται και τα διαμερίσματα με αριθμό 11 και 12 στον έκτο όροφο (εσοχή) της ως άνω πολυκατοικίας, εμβαδού 155 και 120,50 τ.μ. αντιστοίχως (βλ. κεφάλαιο IX της πράξεως). Στην 4η σελίδα του 2ου φύλλου, στίχοι 14-17, αναφέρεται ότι οι κατοικίες διακρίνονται με αραβικούς αριθμούς (1, 2, 3 κοκ), ενώ για τους χώρους που δεν συνιστούν κατοικία, γίνεται μνεία "...ανήκουν και θεωρούνται αναπόσπαστα μέρη ή παραρτήματα αυτής (κατοικίας)...". Σύμφωνα πάντα με την ως άνω Πράξη, καθορίστηκε και ο χώρος χρήσης του υπογείου και ημιυπόγειου της οικοδομής, όπως αυτός περιγράφεται στην 1η σελ. του 3ου φύλλου της Πράξεως, και αποτελεί το Κεφάλαιο III της Πράξεως, Στην 4η σελίδα του ιδίου φύλλου, και με το στοιχείο 9 ιγ), περιγράφεται ο χώρος του ημιυπόγειου, εμβαδού 110 τ.μ. και όγκου 295 κ.μ., ο οποίος αποτελεί "Καταφύγιον Αμύνης - Γκαράζ", και για τον οποίο αναφέρεται ότι ισχύουν οι ειδικές διατάξεις της παραγράφου τέσσερα του Κεφαλαίου III του β' μέρους της Πράξεως. Στη 1η σελ. του 8ου φύλλου γίνεται μνεία ότι το Καταφύγιο ανήκει στη κοινή και ακώλυτη χρήση όλων των οροφοκτητών και των οικογενειών τους "εν περιπτώσει πολέμου, επαναστάσεως, στάσεως, εμφυλίου πολέμου, επιστρατεύσεως (και πάσης) ανωμάλου καταστάσεως". Ωστόσο σε ειρηνική και ομαλή περίοδο το Καταφύγιο χρησιμοποιείται ως σταθμός αυτοκινήτων (γκαράζ), "διαθέτον τέσσαρας θέσεις αυτοκινήτων", που ανήκουν σε κάθε ένα από τους οροφοκτήτες, οι οποίες έχουν συνολικά 40‰, ήτοι 10‰ εκάστη εξ αυτών (βλ. 2η σελίδα, 7ου φύλλου). Μολονότι όμως δίδονται χιλιοστά, μνεία εμβαδού (και όγκου) δεν γίνεται στην πράξη για κάθε ξεχωριστή θέση σταθμεύσεως. Ειδικότερα στη 2η σελίδα του 8ου φύλλου, στίχος 5-8 της άνω πράξεως γίνεται ειδική μνεία ότι "η θέσις, η σημειούμενη εν τω σχεδίω 11-12 (ανήκει) εις την Α. χήραν Δ. Φ.", η οποία ήταν εκείνη την εποχή ιδιοκτήτρια και των δύο διαμερισμάτων του ΣΤ' ορόφου με αριθμούς 11-12. Τέλος με το αυθημερόν συνταχθέν (31-12-1996) Σχέδιον Δ' - κάτοψη, που προσαρτάται στην Πράξη, επισημαίνονται οι παραπάνω θέσεις σταθμεύσεως, με την ένδειξη "αυτοκίνητα κατοικιών 11-12", "αυτοκίνητα κατοικιών 9-10", "αυτοκίνητα κατοικιών 7-8" και "αυτοκίνητο κατοικίας 5" (σημειώνεται ιδιαίτερα η χρήση ενικού αριθμού, αντί πληθυντικού, για την τελευταία άνω κατοικία 5). Από την επισκόπηση του άνω σχεδίου αποδεικνύεται ότι οι θέσεις αυτές δεν είναι επακριβώς οριοθετημένες και μετρημένες κατά τις διαστάσεις τους, σε αντίθεση μάλιστα με αποθήκες - πλυντήρια - σιδερωτήρια (και βεβαίως τα διαμερίσματα). Επίσης, όπως εμφαίνεται στην Πράξη (2η σελ. του 8ου φύλλου) όλες οι θέσεις στάθμευσης αποδόθηκαν κατά χρήση στους αντίστοιχους ιδιοκτήτες διαμερισμάτων (π.χ. η θέση 9-10 στον ιδιοκτήτη των διαμερισμάτων με αρ. 9-10 κοκ). Από την ανωτέρω αντιπαραβολή, ερμηνευόμενη κατά τα άρθρα 173 και 200 ΑΚ, λαμβανομένου πάντα υπ' όψιν του χρόνου συντάξεως της πράξεως το έτος 1936 (περίοδος που η πρόβλεψη θέσεων γκαράζ ως αυτοτελών οριζοντίων ιδιοκτησιών δεν είχε τη σημερινή συχνότητα, τα ιδιόκτητα οχήματα λιγοστά, η δε ύπαρξη πολεμικών και ανωμάλων εν γένει καταστάσεων ήταν συχνή), σαφώς συνάγεται ότι διά της ανωτέρω Πράξεως και Κανονισμού, προβλέφθηκε κατ' αρχάς στο ημιυπόγειο της ως άνω πολυκατοικίας η ύπαρξη κοινόκτητου και κοινόχρηστου "Καταφυγίου Αμύνης", εμβαδού 110 τ.μ., το οποίο εδικαιούντο να χρησιμοποιούν όλοι οι οροφοκτήτες και πάντες έλκοντες δικαιώματα εξ αυτών. Για την ειρηνική και ομαλή περίοδο ("τοιούτων, ως ανωτέρω, καταστάσεων, μη προκειμένων", όπως χαρακτηριστικά αναγράφεται στο 3° φύλλο) ο χώρος μπορούσε να χρησιμοποιείται ως γκαράζ αυτοκινήτων και προβλέφθηκαν ειδικοί μεν, κατά προσέγγιση όμως οριοθετημένοι χώροι, προκειμένου να χρησιμοποιούνται ως θέσεις στάθμευσης, οι οποίοι αριθμήθηκαν εν προκειμένω με αριθμούς 5, 7-8, 9-10 και 11-12, η δε αποκλειστική (και μόνο) χρήση αυτών (βλ. φύλλο 8, σελ. 1 "Αι θέσεις αύται ανήκουσιν κατ' απόλυτον και απεριόριστον δικαίωμα χρήσεως...") συνδέθηκε αναπόσπαστα με τα διαμερίσματα των αντιστοίχων αριθμών, οι οποίοι μπορούσαν να τις χρησιμοποιούν, κοινώς και αδιαιρέτως. Διαφορετικά ουδείς λόγος θα υπήρχε να προσδιοριστούν οι θέσεις στάθμευσης με τους αντίστοιχους αριθμούς των κατοικιών και όχι με τέσσερις αυτοτελείς (αραβικούς) αριθμούς με κανονική έναρξη αρίθμησης (1, 2, 3, 4), ή ακόμη και με αρίθμηση με ελληνικούς αριθμούς, όπως εξάλλου έγινε με τις αποθήκες (βλ. 3° φύλλο, σ. 1 και 2, όπου χρησιμοποιούνται οι ελληνικοί αριθμοί α' έως η'). Επίσης, κατά την κρίση του δικαστηρίου, η αναφορά στην ιδία πράξη και σελίδα ότι τα δικαιώματα χρήσεως θέσεων του άνω χώρου ως γκαράζ "δύνανται να μεταβιβασθώσι διά πράξεως" αφορά την απαγόρευση μεταβιβάσεώς τους σε "τρίτον μη ιδιοκτήτη", ώστε να αποφευχθεί το φαινόμενο πρόσωπα εκτός πολυκατοικίας να εισέρχονται και να χρησιμοποιούν τους χώρους αυτής και δεν σχετίζεται με το υποχρεωτικό της μεταβιβάσεώς τους με αυτοτελή συμβολαιογραφική πράξη. Γι' αυτό εξάλλου χρησιμοποιείται η έκφραση "δύνανται να μεταβιβασθώσι" και όχι "μεταβιβάζονται" ή "δέον όπως μεταβιβάζονται". Περαιτέρω απεδείχθη ότι, δυνάμει της υπ' αριθμ. .../1994 Περίληψης Κατακυρωτικής Εκθέσεως της συμβολαιογράφου Πειραιά Ζ. Σ., ο εναγόμενος απέκτησε το υπ' αριθμ. 11 διαμέρισμα - οριζόντια ιδιοκτησία στον έκτο όροφο της ως άνω πολυκατοικίας, η οποία έως τότε ανήκε κατά πλήρη κυριότητα στην οφειλέτιδα Λ. Λ. σύζυγο Β. Τ., το γένος Δ. Φ. (βλ. σελ. 3 της περιλήψεως). Η παραπάνω τυγχάνει απώτερη δικαιοπάροχος και των εναγόντων (επ' αυτού βλ. κατωτέρω). Μετά τη μεταγραφή της κατακυρωτικής εκθέσεως και την εγκατάστασή του στο άνω διαμέρισμα, ο εναγόμενος έκανε ακώλυτα χρήση της παραπάνω σταθμεύσεως, όχι όμως στο σύνολο, αλλά σε μέρος αυτής περί τα 7-8 τ.μ. (το οποίο ο ίδιος προσδιορίζει ως υπ' αρ. 11) σταθμεύοντας εκεί το ... αυτοκίνητό του, χωρίς να εναντιωθεί, αρχικά μεν, η απώτερη δικαιοπάροχος των εναγόντων Λ. Τ. Φ., η οποία παρέμεινε ιδιοκτήτρια του με αριθμού 12 διαμερίσματος, έως το θάνατο αυτής το 1997, μετά δε το θάνατό της ο μοναδικός κληρονόμος της, Α. Τ., άμεσος δικαιοπάροχος των εναγόντων. Το γεγονός της ακώλυτης χρήσεως της επίδικης θέσεως σταθμεύσεως κατά τα έτη 1994 -1999 (αλλά και γενικότερα έως την έγερση της αγωγής) δεν αμφισβητείται από τους ενάγοντες και το μάρτυρά τους, αλλά αντίθετα συνομολογείται ότι αμέσως μετά την εγκατάστασή τους στην πολυκατοικία βρήκαν σταθμευμένο στην επίδικη θέση το αυτοκίνητο του εναγομένου (βλ. σελ. 4 αγωγής και εφέσεως). Ο εναγόμενος μάλιστα πλήρωσε τα ανάλογα τέλη κοινοχρήστων (περί τις 350.000 δρχ). που άφησε απλήρωτα ο προηγούμενος ιδιοκτήτης, όπως σαφώς αποδεικνύεται από την κατάθεση μάρτυρα ανταποδείξεως (βλ. πρακτικά εκκαλουμένης, σ. 10). Εν συνεχεία και μετά πάροδο πέντε περίπου ετών από την εγκατάσταση του εναγομένου στην άνω πολυκατοικία, οι ενάγοντες, δυνάμει του υπ' αριθ. .../21-4-1999 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Αθηνών Δ. Π., νομίμως μεταγεγραμμένου στο Υποθηκοφυλακείο Αθηνών (τόμο ... και αριθμό ...), απέκτησαν με αγορά από τον Α. Τ., το διαμέρισμα - οριζόντια ιδιοκτησία με αριθμό 12 που βρίσκεται στον έκτο όροφο (εσοχή) της ως άνω πολυκατοικίας. Ειδικότερα ο πρώτος εξ αυτών απέκτησε το δικαίωμα ψιλής κυριότητας, οι δε δεύτερος και τρίτη το δικαίωμα επικαρπίας, κοινώς και αδιαιρέτως (το δικαίωμα κυριότητας των εναγόντων επί του άνω διαμερίσματος δεν αμφισβητήθηκε). Στο ίδιο ως άνω αγοραπωλητήριο συμβόλαιο αναφέρεται ότι οι ενάγοντες, και κατά τα ίδια ως άνω εμπράγματα δικαιώματα, αποκτούν και μία θέση στάθμευσης με στοιχεία 11-12, η οποία βρίσκεται στο γκαράζ - καταφύγιο (υπόγειο) της ως άνω πολυκατοικίας, αποτελεί οριζόντια ιδιοκτησία και εμφαίνεται στο σχεδιάγραμμα κατόψεως του υπογείου που έχει προσαρτηθεί στο υπ' αρ. ...1936 εργολαβικό συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Σ. Γ., έχει (δηλωθέν) εμβαδόν 17 τ.μ., έχει ποσοστό συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο δέκα χιλιοστά (10/‰) εξ αδιαιρέτου εκ των ανηκόντων συνολικώς σαράντα χιλιοστών (40/‰) εξ αδιαιρέτου στην αποκλειστική χρήση του καταφυγίου-γκαράζ κατά τις διατάξεις της υπ' αρ. .../1936 πράξεως συστάσεως και κανονισμού πολυκατοικίας του συμβολαιογράφου Αθηνών Σ. Γ.. Όπως, όμως, συνάγεται, με απλό μαθηματικό υπολογισμό, το 1/4 (άλλως τα 10‰ από τα 40‰) των 110 τ.μ. του "Καταφυγίου" αντιστοιχούν σε 27,5 τ.μ. και όχι σε 17, που φέρεται ότι αγόρασαν οι ενάγοντες. Μάλιστα, σε αντίθεση με το πωληθέν διαμέρισμα και τους κατά αποκλειστική χρήση χώρους (αποθήκη, πλυντήριο, σιδερωτήριο), στο άνω συμβόλαιο δεν γίνεται μνεία του όγκου (κ.μ.) της θέσεως γκαράζ, ενώ το εμβαδόν της αναγράφεται "κατά δήλωση του πωλητού", (βλ. 4° φύλλο άνω συμβολαίου). Επομένως σύμφωνα με την ως άνω Πράξη σύστασης (ερμηνευόμενη πάντα κατά τα άρθρα 173 και 200 Α.Κ.) δεν υφίσταται στην πραγματικότητα μία και μόνη αυτοτελής θέση με τον αριθμό 11-12 αλλά μία κοινή θέση στάθμευσης η χρήση και μόνο της οποίας ανήκει κοινώς και αδιαιρέτως στα διαμερίσματα της πολυκατοικίας με τους αντίστοιχους αριθμούς 11 και 12 (αφού όπως προαναφέρθηκε στην 4η σελ. του 2ου φύλλου στίχοι 14-17 αναφέρεται ότι οι κατοικίες διακρίνονται με αραβικούς αριθμούς, ενώ για τους χώρους που δεν συνιστούν κατοικία γίνεται μνεία "...ανήκουν και θεωρούνται αναπόσπαστα μέρη ή παραρτήματα αυτής..." [εννοείται "κατοικίας"]). Σε κάθε περίπτωση πάντως (και κατ' επάλληλη σκέψη εκτίθεται ότι), αν ήθελε υιοθετηθεί στενή ερμηνεία της άνω Πράξεως, κατ' αποδοχήν του αγωγικού ισχυρισμού (που θεωρεί ότι με την Πράξη συστάθηκε αυτοτελής οριζόντια ιδιοκτησία και, ασχέτως της διπλής αριθμήσεως, 11-12, συστάθηκε στην πραγματικότητα μια μόνο θέση στάθμευσης), αυτή ανήκει αποκλειστικά στο διαμέρισμα 11 και όχι στο 12 (βλ. σελίδα 2 του 7ου φύλου, στίχοι 4-13 "εις ένα έκαστον των οροφοκτητών των κατοικιών, αα] ενδέκατης [11] Α. χήραν Δ. Φ., ββ] ενάτης [9] Ξ. Κ. Τ...., λόγω των προς αποκλειστικήν χρήσιν του καταφυγίου, ως γκαράζ, δικαιωμάτων των..."). Επομένως, δεδομένων των προβλέψεων και των περιορισμών της ανωτέρω Πράξης Συστάσεως και Κανονισμού, ακύρως μεταβιβάστηκε με το παραπάνω .../21-4-1999 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο η άνω θέση στάθμευσης, ως αυτοτελής και οριοθετημένη οριζόντια ιδιοκτησία, αφού αυτή δεν ανήκε κατά πλήρη και αποκλειστική κυριότητα στο δικαιοπάροχο των εναγόντων Α. Τ., ο οποίος έλκει δικαιώματα από την απώτερη δικαιοπάροχο Α. Φ.. Σημειώνεται δε για την πληρότητα της αποφάσεως ότι στην αγωγή δεν διαλαμβάνεται πρωτότυπος τρόπος κτήσεως κυριότητας των εναγόντων (χρησικτησία), με προσμέτρηση της νομής των δικαιοπαρόχων τους. Με βάση τα ανωτέρω η στάθμευση του οχήματος του εναγομένου στην με αριθμό επίδικη θέση στάθμευσης, δεν συνιστά παράνομη αποβολή των εναγόντων από δική τους ιδιοκτησία, αλλά άσκηση ιδίου δικαιώματος χρήσης παραρτήματος του ακινήτου του, είτε αυτοτελώς σε μέρος αυτού, είτε από κοινού με τους ενάγοντες".
Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Εφετείο απέρριψε την έφεση των ενάγοντων και ήδη αναιρεσειόντων κατά της πρωτόδικης απόφασης, η οποία είχε απορρίψει, ως αβάσιμη κατ' ουσία την ένδικη αγωγή περί αναγνωρίσεως της συγκυριότητος των εναγόντων επί της υπό στοιχεία 11-12 θέσης στάθμευσης αυτοκινήτου του υπογείου της προαναφερόμενης πολυκατοικίας και αποδόσεως αυτής σ' αυτούς. Με την κρίση του δε αυτή το Εφετείο δεν παραβίασε, με εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή, τους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 173 και 200 Α.Κ., διέλαβε δε στην απόφασή του επαρκείς, σαφείς και χωρίς αντίφαση αιτιολογίες, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθότητα ή μη της εφαρμογής των εν λόγω κανόνων δικαίου (καθώς και εκείνων των άρθρων 513 και 1033 του Α.Κ.). Ειδικότερα, η πραγματική του διαπίστωση (παραδοχή) ότι το αντικείμενο της ένδικης διεκδικητικής αγωγής προϋποθέτει ερμηνεία των δηλώσεων των συμβληθέντων στην με αριθμ. .../31-12-1936 Πράξη Συστάσεως και Κανονισμού Πολυκατοικίας του συμβολαιογράφου Αθηνών Σ. Γ., ανταποκρίνεται πλήρως, στη γενόμενη, σύμφωνα με τα κριτήρια της καλής πίστεως και των συναλλακτικών ηθών, ερμηνευτική αποσαφήνιση της επίμαχης θέσης στάθμευσης ως ανήκουσας στην αποκλειστική χρήση των ιδιοκτητών των οριζοντίων ιδιοκτησιών με αριθμούς 11 και 12 (ήτοι των εναγόντων και των εναγομένων) και όχι στην αποκλειστική κυριότητα των εναγόντων. Επομένως, οι πρώτος και τρίτος λόγοι αναίρεσης, με τους οποίους αποδίδονται στο Εφετείο οι από το άρθρο 559 αριθ. 1 και 19 του Κ.Πολ.Δ. πλημμέλειες της ευθείας και εκ πλαγίου παραβιάσεως των ειρημένων ερμηνευτικών κανόνων, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Περαιτέρω, ο δεύτερος από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. λόγος αναίρεσης, ανεξαρτήτως της αοριστίας αυτού, αφού δεν μνημονεύει τους παραβιασθέντες κανόνες ουσιαστικού δικαίου, είναι απορριπτέος, ως απαράδεκτος, διότι υπό την κατ' επίφαση επίκληση του ως άνω αναιρετικού λόγου πλήττεται η εκτίμηση πραγματικών γεγονότων από το δικαστήριο της ουσίας, η οποία δεν υπόκειται σε ακυρωτικό έλεγχο (άρθρο 561 § 1 Κ.Πολ.Δ.).
Ο αναιρετικός λόγος από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόμο και εκτιμώντας προφανώς εσφαλμένα τα διαδικαστικά έγγραφα, είτε έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, είτε δεν έλαβε υπόψη του πράγματα που προτάθηκαν και έχουν επίσης ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, νοούνται δε ως πράγματα οι αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων που τείνουν στην κατάλυση ή παρακώλυση του ασκούμενου με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση ουσιαστικού η δικονομικού δικαιώματος, δηλαδή οι ισχυρισμοί που κατά νόμο διαμόρφωσαν ή ανάλογα ήταν ικανοί να διαμορφώσουν το διατακτικό της προσβαλλομένης απόφασης.
Εν προκειμένω, με τον τέταρτο (και τελευταίο) λόγο αναίρεσης προβάλλεται η από τον αριθμό 8 περ. β' του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. πλημμέλεια της παρά το νόμο μη λήψεως υπόψη από το Εφετείο του λόγου εφέσεως που ήταν ουσιώδης για την έκβαση της δίκης και "συγκεκριμένα διότι ερμήνευσε πλημμελώς το νόμο και συγκεκριμένα το νόμο 3741/1929 και χαρακτηρίζει κατά τρόπο παντελώς αυθαίρετο τη θέση στάθμευσης στο ημιυπόγειο της πολυκατοικίας ως παράρτημα, παρά το γεγονός ότι η θέση αυτή έχει δέκα χιλιοστά και αποτελεί αυτοτελή και ανεξάρτητη οριζόντια ιδιοκτησία...". Ο λόγος αυτός, πέραν του ότι είναι αβάσιμος, διότι το Εφετείο έλαβε υπόψη του τον άνω λόγο εφέσεως και τον απέρριψε ρητά κατ' ουσίαν (Ολ.ΑΠ 25/2003), είναι προεχόντως απορριπτέος, ως απαράδεκτος, διότι η προβαλλόμενη αιτίαση δεν αποτελεί πράγμα (ισχυρισμό) με την προεκτεθείσα έννοια, αλλά πραγματικό επιχείρημα των αναιρεσειόντων που αντλούν αυτοί από τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα καθώς και νομικό επιχείρημα, που προβάλλεται με σκοπό να συμβάλουν στον καθορισμό του αληθινού νοήματος του ως άνω επικαλούμενου νόμου. Μετά ταύτα, εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης, να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 § 3 Κ.Πολ.Δ.) και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες λόγω της ήττας τους στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου (άρθρα 176, 183 Κ.Πολ.Δ.) όπως ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 13/01/2017 αίτηση για αναίρεση της 536/2014 απόφασης του Εφετείου Αθηνών.
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.
Και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Νοεμβρίου 2019. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 26 Φεβρουαρίου 2020.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ